ΣτΕ 4089/2014 [Αυτοδίκαιη άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακινήτου]
Περίληψη
-Ο κανόνας της αυτοδίκαιης άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση της μη συντελέσής τους εντός ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημίωσης ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, ανεξαρτήτως του ειδικότερου χαρακτηρισμού του ακινήτου από την άποψη της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Άλλωστε, οι θεσπιζόμενοι με τον ν. 3028/2002 περιορισμοί, όπως η απαγόρευση επεμβάσεων σε ακίνητο μνημείο που μπορεί να επιφέρουν, άμεσα ή έμμεσα, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του, ή η προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού για κάθε εργασία ή αλλαγή της χρήσης ακινήτου μνημείου ή σε αρχαιολογικό χώρο, είναι αυτοτελείς και ισχύουν ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό του ακινήτου ως κοινόχρηστου, κοινωφελούς ή οικοδομήσιμου σύμφωνα με τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Δ. Βασιλειάδης
Δικηγόροι: Γ. Δελλής, Ν. Μουσάς, Π. Αγγέλου,
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 91/2010 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λιβαδειάς (Μεταβατική Έδρα Θήβας), με την οποία, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε προσφυγή των αιτούντων κατά της άρνησης της Διοίκησης να άρει μη συντελεσθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση, που είχε επιβληθεί με το από 21.11.1979 π.δ. (Δ΄ 718) σε ακίνητό τους εμβαδού 164,79 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Θηβαίων και με το ανωτέρω διάταγμα χαρακτηρίσθηκε ως κοινόχρηστος χώρος.
- Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση καίτοι δεν παρέστη από τους αναιρεσιβλήτους ο Δήμος Θηβαίων, εφόσον, όπως προκύπτει από την από 10292Β΄/13.5.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θηβών Κλ. Α. – Χ. στον ανωτέρω Δήμο επιδόθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως αντίγραφα της κρινόμενης αίτησης και της πράξης του Προέδρου του Ε΄ Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή για την εκδίκαση της υπόθεσης.
- Επειδή, στο άρθρο 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της κρινόμενης αίτησης, μετά δηλαδή την τροποποίησή του με το άρθρο 35 παρ. 1 και 2 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112) και πριν τροποποιηθεί εκ νέου με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/ 2010 (Α΄ 213) ορίζονται τα εξής: «1 […] 3. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις το όριο αυτό ορίζεται σε διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ […] Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων […] 4. Η παράγραφος 3 δεν έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή αφορούν στη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή στη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. Προκειμένου περί διαφορών που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο, η άσκηση αίτησης αναιρέσεως επιτρέπεται εφόσον με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων». Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 35 παρ. 3 και 51 του ν. 3772/2009, οι ως άνω αντικατασταθείσες με τον νόμο αυτόν διατάξεις του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 ισχύουν από τη δημοσίευση του ν. 3772/2009 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, στις 10.7.2009, και καταλαμβάνουν τις εφεξής ασκούμενες αιτήσεις αναίρεσης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4245/2012 7μ. κ.ά.).
- Επειδή, με τις μνημονευμένες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 θεσπίζεται ως πάγια ρύθμιση το απαράδεκτο της άσκησης αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε όλες γενικώς τις υποθέσεις, αν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιόν του είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ και, ειδικώς στις διοικητικές συμβάσεις, αν αυτό είναι κατώτερο από 200.000 ευρώ. Θεσπίζεται περαιτέρω, ως εξαίρεση, το παραδεκτό της άσκησης αίτησης αναίρεσης εάν ο αναιρεσείων προβάλλει με το εισαγωγικό δικόγραφο και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι, αν και το ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ (ή 200.000 ευρώ), με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Κατά την έννοια δε της πιο πάνω διάταξης της περίπτωσης β΄ του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε κατά τα ανωτέρω) – η οποία είναι στενώς ερμηνευτέα ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού, της αποσυμφόρησης δηλαδή του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο αριθμό αιτήσεων αναίρεσης που δεν έχουν σημαντικό χρηματικό αντικείμενο και της επιτάχυνσης του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης (βλ. τη συνοδεύουσα το ν. 3772/2009 αιτιολογική έκθεση) – για να κριθεί αν παραδεκτώς ασκείται αίτηση αναίρεσης, ο αναιρεσείων πρέπει απαραιτήτως με το εισαγωγικό δικόγραφο είτε α) να εκθέτει με αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς ποιο είναι το τιθέμενο νομικό ζήτημα, να εξηγεί δε με σαφήνεια και να τεκμηριώνει την άποψή του αυτή, χωρίς να αρκούν προς τούτο μόνη η αναφορά των κρίσιμων διατάξεων και ο ισχυρισμός αορίστως ότι τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα, είτε β) να επικαλείται συγκεκριμένα την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου ή τις τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει αντίθεση όταν αυτή προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους. Εξάλλου, όπως συνάγεται από την ίδια διάταξη, οι δικαστικές αποφάσεις, των οποίων γίνεται επίκληση κατά τ’ ανωτέρω, πρέπει να προσκομίζονται από τον αναιρεσείοντα κατά την κατάθεση της αίτησης, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου, οπότε, κατ’ εξαίρεση αρκεί να προσδιορίζονται ειδικώς στο εισαγωγικό δικόγραφο κατά τρόπο που επιτρέπει την εξατομίκευσή τους. Περαιτέρω, αν τεκμηριωθεί η σπουδαιότητα του τιθέμενου νομικού ζητήματος ή η αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων για το ίδιο νομικό ζήτημα, η αίτηση είναι παραδεκτή και εξετάζεται μόνο κατά το μέρος αυτό και ως προς τους λόγους που αφορούν το συγκεκριμένο σπουδαίο νομικό ζήτημα που ανακύπτει στην ένδικη υπόθεση ή το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα για το οποίο υπάρχει αντίθεση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων, εφόσον βέβαια αυτό κρίνεται αναγκαίο για την επίλυση της όλης υπόθεσης. Αντιθέτως, από το περιεχόμενο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί ότι με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα και το Συμβούλιο της Επικρατείας την απορρίπτει ως απαράδεκτη (Σ.τ.Ε. 4245/2012 7μ., 3476/2011 Ολομ., 3475/2011 Ολομ., 3327/2011 Ολομ., 3323/2011 Ολομ. κ.ά.).
- Επειδή, περαιτέρω, οι ανωτέρω όροι σχετικά με την προβολή ισχυρισμών πρέπει να συντρέχουν και στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε κατά τα ανωτέρω, δηλαδή προκειμένου περί διαφορών που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο, για τις οποίες επίσης θεσπίζεται ο κανόνας του κατ’ αρχήν απαραδέκτου της αίτησης αναίρεσης, αφού και η διάταξη αυτή της παραγράφου 4 είναι στενώς ερμηνευτέα ενόψει του σκοπού της αποσυμφόρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας και της επιτάχυνσης του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή, ο αναιρεσείων, πρέπει, με το εισαγωγικό δικόγραφο, είτε να εκθέτει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, το τιθέμενο νομικό ζήτημα, είτε να επικαλείται, επίσης με τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τις αποφάσεις εκείνες προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, ώστε το Δικαστήριο να κρίνει, περαιτέρω, αν η προβαλλόμενη σπουδαιότητα του τιθέμενου νομικού ζητήματος ή η αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων για το ίδιο νομικό ζήτημα τεκμηριώνονται, με τις εντεύθεν συνέπειες (Σ.τ.Ε. 4245/2012 7μ., πρβλ. Σ.τ.Ε. 90/2012, 4246/2011 κ.ά.).
- Επειδή, οι προεκτεθείσες ρυθμίσεις του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 35 του ν. 3772/2009, καταλαμβάνουν την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι η αίτηση ασκήθηκε στις 5.10.2010, πριν δηλαδή από την ισχύ του ν. 3900/2010, επί διαφοράς σχετικής με την άρνηση άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης η οποία δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4704/2012, 4245/2012 7μ.). Με το δικόγραφο της αίτησης (βλ. σελ. 6 και 7) οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε ότι δεν είναι δυνατή η βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης της δέσμευσης της ιδιοκτησίας τους διότι τούτο θα έθετε σε κίνδυνο τις αρχαιότητες που υπάρχουν ενδεχομένως στο ακίνητο, έρχεται σε αντίθεση προς την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις προϋποθέσεις αυτοδίκαιης άρσης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε περίπτωση μη συντέλεσής της εντός ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού τιμής μονάδος για την καταβολή της σχετικής αποζημίωσης, αλλά και λόγω παρόδου ευλόγου χρόνου από την κήρυξή της (Σ.τ.Ε. 3689/2009, 2365/2008, 603/2008 Ολομ., 4586/ 2005). Ο ανωτέρω ισχυρισμός προβάλλεται κατ’ αρχήν βασίμως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 603/2008 Ολομ.) και, επομένως, η κρινόμενη αίτηση ως προς τα ανωτέρω ζητήματα και τους συναφείς με αυτά λοιπούς λόγους αναιρέσεως έχει ασκηθεί παραδεκτώς από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 53 παρ. 4 του π.δ. 18/1989.
- Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον και εμπροθέσμως, δοθέντος ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον, παραστάντα ενώπιον του δικάσαντος, πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων στις 12.7.2010, η κρινόμενη δε αίτηση κατατέθηκε στις 5.10.2010, πλην κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, από 1.7 έως 15.9, δεν τρέχει η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 124/2013. κ.ά.).
- Επειδή, το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1971 (Α΄ 1), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του ν. 212/1975 (Α΄ 252), προέβλεπε ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως, αν παρέλθει ορισμένος χρόνος από την κήρυξή τους χωρίς να έχει καθορισθεί η οφειλόμενη αποζημίωση, ενώ ως προς τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις οι οποίες κηρύσσονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων προέβλεπε ότι αυτές ανακαλούνται αν παρέλθει οκταετία. Με το άρθρο 36 παρ. 1 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33) αντικαταστάθηκε το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν.δ. 797/1971, ορίσθηκε δε, μεταξύ άλλων, ότι οι απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται για την εφαρμογή των σχεδίων πόλεων εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής, καταργήθηκε δηλαδή ως προς τις απαλλοτριώσεις αυτές ο θεσμός της αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης μετά την άπρακτη πάροδο οκταετίας από την κήρυξή τους. Εξάλλου, στο άρθρο 11 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (Κ.Α.Α.Α.), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδήλωσης της άρνησης της Διοίκησης να άρει την επίδικη απαλλοτρίωση, ορίζεται ότι «1 […] 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης […] Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη». Περαιτέρω, στο άρθρο 29 του αυτού Κ.Α.Α.Α. ορίζεται ότι «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος […] 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση που ορίζεται από την παράγραφο 2, από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές […] 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου. Κάθε παραπομπή στον α.ν. 1731/1939 ή στο ν.δ. 797/1971 ή γενικά στη νομοθεσία περί απαλλοτριώσεων νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις τούτου. […]». Όπως έχει κριθεί, ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων, με πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης, ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή, εφόσον πρόκειται για πολεοδόμηση κατά το σύστημα του ν. 1337/1983, με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών (Σ.τ.Ε. 604/2008 Ολομ., 603/2008 κ.ά.). Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 11 του Κ.Α.Α.Α., από τις οποίες διέπεται η κρινόμενη υπόθεση, δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα παρακάτω στη σκέψη 11, η αίτηση άρσης της επίμαχης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης υποβλήθηκε και η απόρριψή της στοιχειοθετήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα αυτού (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4858/2012, 603/2008 Ολομ.), δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την απορρέουσα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (Σ.τ.Ε. 4858/2012, 293/2012 κ.ά.).
- Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 17 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. H ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως o νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση […] 4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου […] H αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως […]» Όπως έχει κριθεί, ο θεσπιζόμενος με τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. κανόνας της αυτοδίκαιης άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση μη συντελέσεώς τους εντός ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημίωσης ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, όπως συνάγεται τόσο από την αδιάστικτη διατύπωση της εν λόγω συνταγματικής διάταξης, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ ρυμοτομικών και λοιπών απαλλοτριώσεων, όσο και από το γεγονός ότι, ενώ η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του Κ.Α.Α.Α. ρητώς εξαιρεί, μεταξύ άλλων, τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις από τον κανόνα της αυτοδίκαιης ανάκλησης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, λόγω μη υποβολής αίτησης δικαστικού καθορισμού της αποζημίωσης ή μη καθορισμού της εξωδίκως εντός τετραετίας από την κήρυξή τους, η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου 11 δεν διαλαμβάνει παρόμοια εξαίρεση από τον προαναφερόμενο κανόνα (Σ.τ.Ε. 604/2008 Ολομ.).
- Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, πλην άλλων, τα εξής: «Οι προσφεύγοντες είναι κύριοι εξ αδιαιρέτου, 50% η πρώτη και από 25% οι δεύτερος και τρίτη, ενός οικοπέδου εκτάσεως εμβαδού 164,79 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης της Θήβας επί της πλατείας Αγίου Ιωάννου Καλοκτένους στο οικοδομικό τετράγωνο υπ’αρ. 336 […] Με το π.δ. της 21.11.1979 (ΦΕΚ 718 Δ΄/27.12.1979) περί αναθεωρήσεως και επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Θηβών κ.λπ., το ως άνω οικόπεδο χαρακτηρίσθηκε κοινόχρηστος χώρος και δεσμεύτηκε ρυμοτομικώς. Παράλληλα συντάχθηκε η 3/1985 πράξη αναλογισμού και αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας, του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Θηβαίων, η οποία κυρώθηκε με την 5770/1985 απόφαση του Νομάρχη Βοιωτίας, η οποία στη συνέχεια επικυρώθηκε με την 21144/2454/ 12.3.1986 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ. Με την 160/1986 απόφαση του Εφετείου Αθήνας προσδιορίσθηκε οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης. Στη συνέχεια, με την 1091636/5597/20.8.1994 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση του οικοπέδου των προσφευγόντων για αρχαιολογικούς σκοπούς, ενώ την 28.2.1995 συντάχθηκε έκθεση προεκτίμησης κατά το άρθρο 15 του ν.δ. 797/1971. Ακολούθως, με την 600/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θήβας προσδιορίσθηκε η προσωρινή τιμή μονάδας και με την 2651/1. 4.2007 εφετειακή προσδιορίστηκε η οριστική [τιμή μονάδας]…». Ακολούθως, όπως δέχεται περαιτέρω το δικάσαν, οι προσφεύγοντες με την από 262/25.1.2007 αίτησή τους προς το Τμήμα Πολεοδομίας του Δήμου Θηβαίων ζήτησαν την άρση της απαλλοτρίωσης, πλην το Τμήμα Πολεοδομίας με το 262/12.3.2007 έγγραφό του απέρριψε την ανωτέρω αίτηση και υπέδειξε στους προσφεύγοντες να συντάξουν πράξη αναλογισμού για τον καθορισμό των αποζημιώσεών τους ή να προσφύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο για την αποδέσμευση της ιδιοκτησίας τους. Μετά ταύτα, οι νυν αναιρεσείοντες με την από 18.5.2007 προσφυγή («αίτηση») τους προς το Διοικητικό Πρωτοδικείο Λιβαδειάς ζήτησαν την ακύρωση της άρνησης της Διοίκησης, και συγκεκριμένα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος και του Δήμου Θηβών, να άρουν την επιβληθείσα απαλλοτρίωση επί του προαναφερθέντος ακινήτου τους λόγω μη καταβολής της δικαστικώς ορισθείσας αποζημίωσης εντός 18μήνου, αλλά και λόγω της παρόδου 28 ετών από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ εκτίμηση δε των εκατέρωθεν ισχυρισμών των διαδίκων (προσφευγόντων, Ελληνικού Δημοσίου και Δήμου Θηβαίων), που παρατίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν δέχθηκε τα εξής: «[…] σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη, ακόμα και οι δεσμεύσεις και απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεως πρέπει να αίρονται στην περίπτωση που διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο υπερβαίνει τα εύλογα όρια κατά περίπτωση, χωρίς να πραγματοποιείται η κατά νόμο συντέλεσή του, καθόσον σε αντίθετη περίπτωση επιβαρύνουν οικονομικώς και νομικώς τη δεσμευμένη ιδιοκτησία κατά τρόπο συνταγματικώς ανεπίτρεπτο. Στην υπό κρίση περίπτωση, από τη δέσμευση της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων παρήλθε πέραν της τριακονταετίας [διάστημα], ενώ από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης παρήλθε πέραν της δεκαπενταετίας χωρίς να πραγματοποιηθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, δηλαδή η ανασκαφική έρευνα για ενδεχόμενη ύπαρξη αρχαιοτήτων και η ανάδειξη αυτών. Έχει δηλαδή υπάρξει υπέρβαση κάθε ευλόγου ορίου με αποτέλεσμα η διατήρηση της δέσμευσης να συνιστά στέρηση του δικαιώματος των προσφευγόντων για χρήση και εκμετάλλευση της ιδιοκτησίας τους, χωρίς νόμιμο αντάλλαγμα, κατά τρόπο που αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Εν όψει των ανωτέρω συντρέχει κατ’ αρχήν λόγος να βεβαιωθεί, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αυτοδίκαιη άρση της δέσμευσης της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων. Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν είναι δυνατή στην προκείμενη περίπτωση η βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης της δέσμευσης της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, επειδή κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τις αρχαιότητες που ενδεχομένως υπάρχουν στο οικόπεδο από την οικοδομική εκμετάλλευση αυτού, η οποία θα πρέπει κατά λογική αναγκαιότητα να θεωρείται βέβαιη μετά την άρση της δέσμευσής του. Κατά συνέπεια, η άρση της δέσμευσης της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων θα προσέκρουε στη συνταγματική επιταγή (άρθρο 24 Σ.), η οποία επιτάσσει την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της Χώρας. Προκειμένου δε, κατά συγκερασμό των οριζομένων στα άρθρα 17 και 24 του Συντάγματος, να διαφυλαχθεί το δικαίωμα των προσφευγόντων στην ιδιοκτησία τους χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο οι αρχαιότητες που ενδεχομένως υπάρχουν σε αυτήν, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρούσα υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση ούτως ώστε να λάβει αυτή όλα τα αναγκαία μέτρα για την, κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, συντέλεση της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων και την καταβολή σε αυτούς, το συντομότερο δυνατόν, της αναλογούσας αποζημίωσης σύμφωνα με την προσδιορισθείσα, δια της 2651/1.4.2007 απόφασης του Εφετείου, οριστική τιμή μονάδας […]». Το δικάσαν με τις παραπάνω αιτιολογίες απέρριψε την προσφυγή των αναιρεσειόντων. Εξάλλου, ο Δήμος Θηβαίων απέστειλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 907/27.5.2013 έγγραφό του, στο οποίο εκτίθεται, μεταξύ άλλων, ότι το Υπουργείο Πολιτισμού με έγγραφο του έτους 2011 εκθέτει ότι η απαλλοτρίωση έχει αρθεί λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής της επιδικασθείσας αποζημίωσης από το έτος 1997. Τα βεβαιούμενα, όμως, στο ανωτέρω έγγραφο του Δήμου Θηβαίων, αναφέρονται στην αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου που κηρύχθηκε με την 1091636/5597/20.8.1994 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για αρχαιολογικούς σκοπούς και δεν επηρεάζουν το αντικείμενο της παρούσας δίκης, δεδομένου ότι από την προσφυγή των αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λιβαδειάς καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικάσαν σε συνδυασμό προς τις αιτιολογίες του, προκύπτει ότι το αίτημα της προσφυγής, συνακόλουθα και το αντικείμενο της δίκης, ενώπιον του δικάσαντος δεν αφορούσε την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης που επιβλήθηκε για αρχαιολογικούς σκοπούς, αλλά την ακύρωση της άρνησης της Διοίκησης να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε στο ακίνητο των αιτούντων με το από 21.11.1979 π.δ., δηλαδή με βάση τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας.
- Επειδή, προβάλλεται ότι το δικάσαν κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος (άρθρο 17 παρ. 1, 2 και 4) και του νόμου (άρθρα 7 παρ. 1, 11 παρ. 1, 2, 3 και 4 του Κ.Α.Α.Α.) απέρριψε την προσφυγή, δεδομένου ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. προκύπτει ότι ο θεσμός της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης ισχύει και επί των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και ότι μετά την πάροδο 18μηνου από τη δημοσίευση απόφασης δικαστικού καθορισμού της αποζημίωσης η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως χωρίς να τίθεται από το Σύνταγμα ή τον νόμο κάποια άλλη προϋπόθεση. Όπως προκύπτει από τα κατ’ αναίρεση ληπτέα υπόψη διαδικαστικά έγγραφα, το αίτημα της προσφυγής των αναιρεσειόντων ενώπιον του δικάσαντος θεμελιώνεται σε δύο νομικές βάσεις και συγκεκριμένα, αφενός, στην αυτοδίκαιη άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης λόγω μη καταβολής της δικαστικώς ορισθείσας αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση για πολεοδομικούς λόγους εντός του προβλεπομένου από το Σύνταγμα χρονικού διαστήματος και, αφετέρου, στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης λόγω παρόδου ευλόγου χρόνου από την κήρυξή της. Εξάλλου, από τις παρατιθέμενες σε προηγούμενη σκέψη αιτιολογίες του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, σε συνδυασμό με το πραγματικό που αυτό δέχθηκε, ότι δηλαδή με απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου (160/1986) καθορίσθηκε τιμή μονάδας για την απαλλοτρίωση του ακινήτου η οποία είχε επιβληθεί για πολεοδομικούς λόγους, προκύπτει ότι το δικάσαν δέχθηκε τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης της επίμαχης απαλλοτρίωσης λόγω μη καταβολής εμπροθέσμως της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης, πλην έκρινε εν τέλει ότι λόγοι προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και ειδικότερα η ανεύρεση, ενδεχομένως, αρχαιοτήτων στο επίμαχο ακίνητο κωλύουν τη βεβαίωση της άρσης της απαλλοτρίωσης. Κατά τα εκτεθέντα, όμως, στη σκέψη 10, ο θεσπιζόμενος με τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. κανόνας της αυτοδίκαιης άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση της μη συντελέσής τους εντός ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημίωσης ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, ανεξαρτήτως του ειδικότερου χαρακτηρισμού του ακινήτου από την άποψη της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Άλλωστε, οι θεσπιζόμενοι με τον ν. 3028/2002 περιορισμοί, όπως η απαγόρευση επεμβάσεων σε ακίνητο μνημείο που μπορεί να επιφέρουν, άμεσα ή έμμεσα, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του, ή η προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού για κάθε εργασία ή αλλαγή της χρήσης ακινήτου μνημείου ή σε αρχαιολογικό χώρο, είναι αυτοτελείς και ισχύουν ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό του ακινήτου ως κοινόχρηστου, κοινωφελούς ή οικοδομήσιμου σύμφωνα με τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας. Επομένως, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου το δικάσαν Διοικητικό Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι δεν μπορούσε για λόγους προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς να βεβαιώσει την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης που κηρύχθηκε δυνάμει της πολεοδομικής νομοθεσίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2642/2010). Για τον λόγο δε αυτόν, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Παρέλκει δε, κατόπιν αυτών, η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως.