ΣτΕ 320/2025 [Παράνομος μη χαρακτηρισμός κτιρίου ως διατηρητέου κατά ΝΟΚ]
Περίληψη
– Δεν είναι επιτρεπτή η καταστροφή στοιχείων τα οποία είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς καθώς και η επέμβαση, η οποία συνεπάγεται τη μεταβολή του πολεοδομικού ιστού αρχιτεκτονικού συνόλου ή την άρση της φυσιογνωμίας ή τη διάρρηξη της ομοιογένειας ορισμένου τόπου. Η κατά το άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος επιταγή προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς υλοποιείται από τον κοινό νομοθέτη αφενός με τις διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου (βλ. Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 4858/2021, Α’ 220), αφετέρου, πλην άλλων, με τον πολεοδομικό σχεδιασμό, που προβλέπεται από τις διατάξεις για την πολεοδομική οργάνωση των πόλεων και των οικισμών της Χώρας. Οι ρυθμίσεις περί του χαρακτηρισμού και της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών που προβλέπονται από την αρχαιολογική και την πολεοδομική νομοθεσία αντιστοίχως είναι διακεκριμένες, οι δε αντίστοιχοι χαρακτηρισμοί χωρούν επί τη βάσει διαφορετικών κριτηρίων οι διαδικασίες όμως αυτές αποτελούν εκφάνσεις του κοινού, επιτασσόμενου από το Σύνταγμα, σκοπού της αποτελεσματικής προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Αν ορισμένο κτίσμα ή κτίριο υφίσταται ως υλική μαρτυρία και είναι, περαιτέρω, εφικτή η επιστημονική τεκμηρίωση και αξιολόγησή του από την άποψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και της επιδιωκόμενης κατά τον νόμο προστασίας, το κτίσμα δεν στερείται της αυθεντικότητάς του, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο, εκ μόνου του λόγου ότι έχει καταστραφεί ολοσχερώς ή έχουν καταστραφεί, αφαιρεθεί ή κατεδαφισθεί τα ιδιαιτέρως αξιόλογα αρχιτεκτονικά ή μορφολογικά του στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να αποκατασταθούν. Ειδική αιτιολογία απαιτείται και στην περίπτωση όπου κτίσμα ή κτίριο, για το οποίο υποβλήθηκε από ενδιαφερόμενο σχετικό αίτημα ή το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο σχετικής έρευνας από τις αρμόδιες υπηρεσίες, δεν κρίνεται, τελικώς, ως διατηρητέο.
Η αιτιολογία της γνωμοδότησης του ΚΕ.Σ.Α. παρίσταται, εν προκειμένω, ελλιπής και αντιφατική, διότι: α) η όλως γενική εκτίμηση του ΚΕ.Σ.Α. ότι «δεν προκύπτουν κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο ποια είναι εκείνα τα αξιόλογα μορφολογικά και τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που δηλώνουν το ύφος μιας εποχής και η διατήρηση των οποίων θα συνέβαλλε στην αναγνώριση της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας της περιοχής» δεν αρκεί για να αντικρούσει την ειδική τεκμηρίωση της Δ.Α.Ο.Κ.Α., η οποία, στα έγγραφά της (εισήγηση και αιτιολογική έκθεση), περιγράφει αναλυτικά τα μορφολογικά στοιχεία και ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του εν λόγω κτιρίου (ενδιαφέρουσα τυπολογία κάτοψης που αποτελεί μαρτυρία τυπολογίας κτιρίου κατοικίας των αρχών του 20ού αιώνα, στοιχεία νεοκλασικής μορφολογίας, συμμετρία και διακοσμητική διάθεση κ.λπ. – βλ. ανωτέρω αναλυτική περιγραφή του κτιρίου), β) η «επιλεκτική υιοθέτηση μορφολογικών χαρακτηριστικών ποικίλων αρχιτεκτονικών ρευμάτων και στυλ» δεν αποκλείει, άνευ ετέρου, τον χαρακτηρισμό κτιρίου ως διατηρητέου, δοθέντος ότι δεν τίθεται από τον νόμο ως προϋπόθεση η ύπαρξη ενός μόνο αρχιτεκτονικού στυλ ούτε αποκλείεται ο συνδυασμός, στο ίδιο κτίριο, περισσότερων στοιχείων διαφορετικών ρευμάτων, εφόσον αυτά είναι αξιόλογα και πρέπει να διατηρηθούν, γ) μη νομίμως και χωρίς ειδική αιτιολογία το ΚΕ.Σ.Α. προέβη στη μεμονωμένη εξέταση του κτιρίου επί της οδού Καλλινίκου αρ. 3, αντί της εξέτασής του από κοινού με το όμορο κτίριο επί της οδού Καλλινίκου αρ. 1, παρά την αντίθετη προς τούτο εισήγηση της Δ.Α.Ο.Κ.Α., η οποία τεκμηριώνει αναλυτικά την εξωτερική και εσωτερική σύνδεση των δύο κτιρίων και την ανάγκη συσχετισμού τους, και παρά το γεγονός ότι το ίδιο το ΚΕ.Σ.Α. αποδέχεται κατ’ ουσίαν ότι τα δύο κτίρια δημιουργούν κατ’ αρχήν ένα αρχιτεκτονικό σύνολο, έστω και αν το σύνολο αυτό δεν επεκτείνεται, κατά την άποψή του, σε όλη την πολεοδομική ενότητα, δ) σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι δεν πρόκειται για αρχιτεκτονικό σύνολο, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό ενός μεμονωμένου κτιρίου ως διατηρητέου, και ε) ο χαρακτηρισμός ή μη ενός κτιρίου ως διατηρητέου δεν εξαρτάται από τη στατική του επάρκεια, δεδομένου άλλωστε ότι, εν προκειμένω, με την από 15.5.2023 έκθεση επικίνδυνων τμημάτων οικοδομής του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διεύθυνσης Δόμησης του Δήμου Αθηναίων δεν θεωρήθηκε αδύνατη η αποκατάσταση των εν λόγω επικίνδυνων τμημάτων αλλά, αντιθέτως, κρίθηκε απαραίτητη η σύνταξη μελέτης αποκατάστασης, ενώ, επιπλέον, και η Δ.Α.Ο.Κ.Α. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κακή δομική κατάσταση του εν λόγω κτιρίου δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για τον χαρακτηρισμό του ως διατηρητέου. Με τα δεδομένα αυτά, η ως άνω γνωμοδότηση του ΚΕ.Σ.Α. δεν είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και, για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη καθίσταται ακυρωτέα, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Κατόπιν τούτου, αποβαίνει ακυρωτέα και η δεύτερη προσβαλλόμενη άδεια κατεδάφισης, διότι απώλεσε το νόμιμο έρεισμά της.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης