ΣτΕ 178/2025 [Νόμιμη αδειοδότηση μονάδας υδατοκαλλιέργειας κατά τη μετεγκατάσταση τον εκσυγχρονισμό και τη μετατόπισή της]
Περίληψη
– Όπως έχει κριθεί, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 7 του ν. 2742/1999 ειδικά χωροταξικά σχέδια -όπως είναι και το ΕΠΧΣΑΑ για τις υδατοκαλλιέργειες- αποτελούν τη γενική πρόταση χωροταξικής οργάνωσης συγκεκριμένων τομέων παραγωγικών δραστηριοτήτων εθνικής σημασίας, που διατυπώνεται μετά από εκτίμηση των βασικών κατευθύνσεων και προτεραιοτήτων της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας στους συγκεκριμένους τομείς και των προβλεπομένων επιπτώσεών τους στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, εξειδικεύουν και συμπληρώνουν τις κατευθύνσεις του γενικού πλαισίου, συγκροτούν δε με αυτό ένα συνεκτικό σύνολο γενικών κατευθύνσεων χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης σε εθνικό επίπεδο. Ειδικότερα, τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία αποτελούν, κατά το σύστημα του νόμου, το δεύτερο στάδιο χωροταξικού σχεδιασμού, περιλαμβάνουν, αφενός επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα, συναρτώμενες με μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις εντασσόμενες στα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που εγκρίνονται από την Ολομέλεια της Βουλής κατά το άρθρο 79 παρ. 8 του Συντάγματος, και αφετέρου γενικές κατευθύνσεις και ειδικότερες ρυθμίσεις, συνδεόμενες αρρήκτως με τα ανωτέρω ζητήματα, για τη θέσπιση των οποίων παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στο αρμόδιο κυβερνητικό όργανο με τις διατάξεις του ν. 2742/1999. Περαιτέρω, τα ειδικά χωροταξικά σχέδια αναπτύσσουν νομική δεσμευτικότητα τόσο ως προς τις γενικές κατευθύνσεις τους, αν και καταλείπουν ευρύτατη ευχέρεια κατά την εφαρμογή τους από τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης, όσο και ως προς τις ειδικότερες ρυθμίσεις τους, κατά τρόπον ώστε να μην ανατρέπονται οι βασικές επιλογές και η συνολική ισορροπία των σχεδίων αυτών. Η κατά τα ως άνω νομική δεσμευτικότητα αναπτύσσεται κατά την έγκριση ρυθμιστικών και γενικών πολεοδομικών σχεδίων και κάθε είδους σχεδίων χρήσεων γης, αλλά και κατά την έκδοση εγκρίσεων και αδειών για την εγκατάσταση και λειτουργία έργων ανάπτυξης των σχετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων. Όπως έχει κριθεί, οι ρυθμίσεις χρήσεων γης του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού Στερεάς Ελλάδας αναπτύσσουν μεν κανονιστική ισχύ, πλην, η πρόβλεψη συγκεκριμένων ευρύτερων ζωνών, οι οποίες προτείνονται ως περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών επειδή διαθέτουν συγκριτικά, πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη των οικείων παραγωγικών δραστηριοτήτων, δεν πληροί τις απορρέουσες εκ του Συντάγματος απαιτήσεις περί ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού, καθόσον αποτελεί μεν περιεχόμενο του οικείου περιφερειακού σχεδίου, περιορίζεται, όμως, σε μία προκαταρκτική επιλογή των κατ’ αρχήν κατάλληλων για την ανάπτυξη των σχετικών δραστηριοτήτων περιοχών, ο ειδικότερος καθορισμός των οποίων θα λάβει χώρα σε επόμενο στάδιο και κατόπιν της εκπόνησης ειδικών μελετών.
Όπως έχει ήδη κριθεί, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 7 του ν. 2742/1999 ειδικά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης αποτελούν πράξεις της εκτελεστικής λειτουργίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αντικείμενο σε σχέση με τις πράξεις της Διοικήσεως που εκδίδονται με βάση εξουσιοδότηση τυπικού νόμου και έχουν αμιγώς κανονιστικό περιεχόμενο, διότι περιέχουν στρατηγικές επιλογές, για την υλοποίηση των οποίων, μπορούν να εισάγονται συγκεκριμένες δεσμευτικές ρυθμίσεις, συναρτώμενες με τις αναγκαίες για το σκοπό αυτό τεχνικές εκτιμήσεις. Το αντικείμενο δε των ρυθμίσεων που επιτρέπεται να θεσπιστούν με τα εν λόγω ειδικά σχέδια προσδιορίζεται με το ανωτέρω άρθρο 7 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του ν. 2742/1999. Περαιτέρω, ενόψει του κατά τα ανωτέρω ιδιόμορφου χαρακτήρα των ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης και του αντικειμένου τους που αποτελεί εξειδίκευση κατά τομέα ή κλάδο παραγωγικών δραστηριοτήτων του Γενικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης, στο οποίο περιέχονται τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που εγκρίνονται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής με βάση την ειδική διαδικασία, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 79 παρ. 8 του Συντάγματος, επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ορίζεται με το προαναφερόμενο άρθρο 7 του ν. 2742/1999, ότι τα ειδικά αυτά πλαίσια εγκρίνονται με απόφαση της Επιτροπής Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον τομέα του χωροταξικού σχεδιασμού και της αειφόρου ανάπτυξης, ύστερα από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ είναι ακυρωτέα, διότι η εξουσιοδότηση του άρθρου 7 του ν. 2742/1999 για την έγκριση του ΕΠΧΣΑΑ υδατοκαλλιεργειών δεν χορηγείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά στην ως άνω Επιτροπή, και για τον λόγο αυτόν αντιβαίνει στο άρθρο 43 του Συντάγματος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Όπως έχει κριθεί, ο καθορισμός των Π.Α.Υ. δεν στηρίχθηκε ούτε αποκλειστικά ούτε κυρίως στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση, η οποία, ωστόσο, δεν μπορούσε να αγνοηθεί με δεδομένη την επί 25ετία ανάπτυξη του τομέα των υδατοκαλλιεργειών και τις ήδη εγκατεστημένες και λειτουργούσες επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής επικράτειας. Όπως προκύπτει από το χάρτη που συνοδεύει το ΕΠΧΣΑΑ, στις Π.Α.Υ. περιλαμβάνονται πολλές περιοχές, στις οποίες μέχρι την έκδοσή του δεν είχε εγκατασταθεί κάποια μονάδα, ούτε είχε εκδηλωθεί ενδιαφέρον για εγκατάσταση, όπως, ενδεικτικά οι Π.Α.Υ. Γ1 – Βόρεια Κέρκυρα, Β2 – Νοτιοανατολική Κεφαλονιά, Β.1.2 – Νοτιοδυτική Ιθάκη, Β9 – Στόμιο ν. Λαρίσης, Β7 – Μέγαρα, Β14 και Β15 στην Ανατολική Μακεδονία. Αλλά και οι υπόλοιπες Π.Α.Υ. περιλαμβάνουν τεράστιες επιφάνειες, των οποίων μικρό μόνο ποσοστό καταλαμβάνουν οι μισθωμένες εκτάσεις, καθώς και οι περιοχές των υπό θεσμοθέτηση Π.Ο.Α.Υ. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, που ελήφθησαν υπόψη κατά την έγκριση του ΕΠΧΣΑΑ, ο επίμαχος σχεδιασμός βασίστηκε στην εκ νέου αξιολόγηση των περιοχών βάσει επιστημονικών κριτηρίων, προς τον σκοπό της εξυπηρέτησης των αρχών της ορθολογικής χωροταξίας και όχι για τη νομιμοποίηση υφιστάμενων πραγματικών καταστάσεων, οι οποίες, άλλωστε, δεν ήταν αυθαίρετες, αλλά, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους επρόκειτο για ατομικές χωροθετήσεις βάσει νομίμων κριτηρίων. Κατ’ ακολουθίαν, η προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ δεν παραβιάζει, από την άποψη αυτή, το άρθρο 24 του Συντάγματος, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον προαναφερθέντα λόγο ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Προβάλλονται πλημμέλειες και ελλείψεις της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) που προηγήθηκε του ΕΠΧΣΑΑ για τις υδατοκαλλιέργειες, όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στον όρμο Σκορπονερίου. Δοθέντος δε ότι η μελέτη αυτή εγκρίθηκε με το άρθρο πρώτο του ΕΠΧΣΑΑ, με τον λόγο ακυρώσεως πλήττεται, κατ’ ουσίαν, το ΕΠΧΣΑΑ κατά το μέρος αυτό. Ωστόσο, κατά το πληττόμενο μέρος του το ΕΠΧΣΑΑ για τις υδατοκαλλιέργειες και ειδικότερα το άρθρο πρώτο αυτού έχει ατομικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου είναι ανεπίτρεπτος ο παρεμπίπτων έλεγχός του επ’ ευκαιρία προσβολής άλλης πράξεως που στηρίζεται σε αυτό, όπως εν προκειμένω της προσβαλλόμενης ΑΕΠΟ της επίδικης μονάδας. Συνεπώς, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος προεχόντως για τον λόγο αυτό. Ανεξαρτήτως, πάντως, τούτου, ο ίδιος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, δεδομένου ότι στον σχετικά Πίνακα της ΣΜΠΕ δεν είχε περιληφθεί μόνον, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, η περιοχή του Μώλου του Μαλιακού Κόλπου, αλλά και η νοτιότερη περιοχή της Λάρυμνας (περ. A 10) η οποία βρίσκεται πλησίον του όρμου Σκορπονερίου, στη δε ΣΜΠΕ (σελ. 185) αναφέρεται για την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος, πλη1 άλλων, ότι «…όσον αφορά τις ιχθυοκαλλιέργειες έχουν ιδιαίτερη σημασία για το παρόν πλαίσιο. Οι ακτές της Στερεάς Ελλάδας και ιδίως αυτές του Μαλιακού και του Ευβοϊκού έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα που το διατηρεί ο χωροταξικός σχεδιασμός προωθώντας παράλληλα την αναδιοργάνωσή τους σε οργανωμένους υποδοχείς…». Κατά συνέπεια, ο προαναφερθείς λόγος ακυρώσεως πρέπει vα απορριφθεί.
Όπως έχει κριθεί οι μονάδες που είχαν αδειοδοτηθεί και λειτουργούσαν κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του Ειδικού Πλαισίου (δηλαδή από τη δημοσίευσή του στις 4.11.2011 σε ΦΕΚ, κατά το άρθρο τρίτο του Πλαισίου) εμπίπτουν στις «υφιστάμενες μονάδες» που επιτρεπτώς μετεγκαθίστανται εντός ΓΙ.Α.Υ. κατηγορίας Α. Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και στην περίπτωση που οι άδειες τους ακυρώθηκαν μεταγενέστερα με δικαστική απόφαση αποκλειστικά για τον λόγο ότι δεν είχε προηγηθεί χωροταξικός ή άλλου είδους σχεδιασμός. Τούτο δε, διότι, όλες οι άδειες των μονάδων υδατοκαλλιέργειας που είχαν εκδοθεί πριν την ισχύ του Ειδικού Πλαισίου είχαν αυτή τη νομική πλημμέλεια, ανεξαρτήτως αν τούτο είχε διαπιστωθεί δικαστικά, ωστόσο ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ άλλων, για τον χωροταξικό σχεδίασμά των υδατοκαλλιεργειών, που ρύθμισε μία επί μακρόν υφιστάμενη παραγωγική δραστηριότητα, με σκοπό τη σύνθεση της υφιστάμενης κατάστασης με μια “ιδεατή”, υπό την έννοια της ολοκληρωμένης διαχείρισης χώρου και πόρων, με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη του εν λόγω τομέα, όπως αυτό προκύπτει, τόσο από το περιεχόμενο των μελετών που εκπονήθηκαν σχετικά, όσο και από τον βασικό στόχο του Ειδικού Πλαισίου (όπως περιγράφεται στο στοιχείο 24 του προοιμίου του), καθώς και από την πρόβλεψη μεταβατικών διατάξεων για τις ήδη εκδοθείσες άδειες (άρθρο 12 Ειδικού Πλαισίου). Ο σχεδιασμός δε αυτός κρίθηκε σύμφωνος με το άρθρο 24 του Συντάγματος ως προς τη λήψη υπόψη των δεδομένων και κριτηρίων αυτών. Υπό τα δεδομένα της υπόθεσης, εφόσον η άδεια της μονάδας είχε ακυρωθεί λόγω της εγκατάστασης αυτής σε θέση για την οποία δεν υπήρχε σχετική πρόβλεψη σε χωροταξικό ή άλλου είδους σχεδιασμό, ορθώς η επίδικη μονάδα θεωρήθηκε από τη Διοίκηση ως υφιστάμενη μονάδα η οποία μπορούσε να εγκατασταθεί σε άλλη θέση και να εκσυγχρονιστεί εντός της ίδιας Π.Α.Υ., κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 5 του Ειδικού Πλαισίου για τις υδατοκαλλιέργειες. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ στερείται νομίμου ερείσματος καθόσον με την 822/50278/22.4.2013 εγκύκλιο ανεπιτρέπτως διευρύνθηκε το κανονιστικό πεδίο του ΕΠΧΣΑΑ για τις υδατοκαλλιέργειες ως προς την επανεκκίνηση της διαδικασίας αδειοδότησης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Ο λόγος ακυρώσεως, περί ανεπάρκειας της ΣΜΠΕ που συντάχθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ίδρυσης της Π.Ο.Α.Υ. Βορείου και Νοτίου Ευβοϊκού Κόλπου και Διαύλου των Ωρεών, όσον αφορά τις αναφορές της μελέτης στα χαρακτηριστικά του όρμου Σκορπονερίου, προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθεί, αφού η έκδοση της προσβαλλόμενης δεν στηρίζεται στην ως άνω ΣΜΠΕ. Είναι δε άλλο ζήτημα, που δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης ΑΕΠΟ -η οποία κρίνεται με βάση το ισχύον κατά τον χρόνο έκδοσής της νομοθετικό και πραγματικό καθεστώς- η δυνατότητα και οι προϋποθέσεις περαιτέρω αδειοδότησης της μονάδας, σε περίπτωση που εγκριθούν οι προβλεπόμενες για την περιοχή Π.Ο.Α.Υ. (Βορείου και Νοτίου Ευβοϊκού Κόλπου και του Διαύλου των Ωρεών και Λάρυμνας/Αταλάντης). Όπως έχει κριθεί, οι ρυθμίσεις, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 7 του Ειδικού Πλαισίου δεν αποτελούν απλές υποδείξεις προς τη Διοίκηση, αλλά κριτήρια – κατευθύνσεις χωροθέτησης που εξειδικεύονται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της θέσης και της υπό εγκατάσταση μονάδας είτε σε κατώτερο επίπεδο σχεδιασμού, εφόσον πρόκειται για Π.Ο.Α.Υ., είτε κατά το στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, εφόσον πρόκειται για ΠΑΣΜ ή μεμονωμένες μονάδες. Εξάλλου, από τις αυτές διατάξεις του άρθρου 7 συνάγεται ότι η τήρηση απόστασης 1.000μ. των μονάδων υδατοκαλλιέργειας από λειτουργούσες τουριστικές μονάδες καθώς και από υφιστάμενες ή/και προγραμματιζόμενες βάσει εγκεκριμένων ή υπό εκπόνηση ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ οικιστικές αναπτύξεις τάσσεται μεν, κατ’ αρχήν, ως ενδεικνυόμενη [«είναι σκόπιμο»] και όχι ως αποκλειστική, σε περίπτωση, όμως, χωροθέτησης τέτοιας μονάδας σε κλειστό κόλπο η τήρηση απόστασης 1.500μ. από νομίμως υφιστάμενους οικισμούς ή οικιστικές περιοχές προβλεπόμενες από εγκεκριμένα ΓΠΣ ή ΣΧΟΟΑΠ τίθεται κατά κανόνα [«θα πρέπει»] ως υποχρεωτική.
Εφόσον, σύμφωνα με τις μελέτες και τα έγγραφα του φακέλου περιβαλλοντικής αδειοδότησης της μονάδας καθώς και τις απόψεις της Διοίκησης (αδειοδοτούσας αρχής), η μέση τιμή της ταχύτητας του ρεύματος στον κόλπο Σκορπονερίου και στην περιοχή της επίμαχης μονάδας ανέρχεται σε 9,23 cm/s, τα στοιχεία που επικαλούνται οι αιτούντες δεν κλονίζουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης ΑΕΠΟ, η οποία ορθώς, κατά τούτο, ενέκρινε τους περιβαλλοντικούς όρους αποδεχόμενη ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό του κόλπου ως κλειστού καθώς και για την τήρηση αποστάσεων που προβλέπονται για κλειστούς κόλπους. Είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ειδικότερος ισχυρισμός των αιτούντων, με τον οποίο προβάλλεται, κατ’επίκληση του χαρακτηρισμού του κόλπου Σκορπονερίου ως «κλειστού», ότι η προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 7.1 του ΕΠΧΣΑΑ λόγω της τουριστικής ανάπτυξης στη νότια πλευρά του κόλπου σε απόσταση μικρότερη των 1.500 μ. από την επίδικη μονάδα και ιδίως λόγω της χωροθέτησης τουριστικού λιμένα σε απόσταση μεταξύ 1.120 και 1.170 μ. από την μονάδα αυτή. Ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως και οι συναφείς με αυτόν ισχυρισμοί περί παραβάσεως του άρθρου 7 του ΕΠΧΣΑΑ είναι απορριπτέοι ως αναπόδεικτοι, ιδίως ως προς τις μετρήσεις και αποστάσεις της μονάδας από τις υφιστάμενες στην περιοχή χρήσεις. Ο καθορισμός δε, με το ως άνω Ειδικό Πλαίσιο, της περιοχής της μονάδας ως Π.Α.Υ., ήτοι ως περιοχής, η οποία στο πλαίσιο της παροχής κατευθύνσεων για την χωρική ανάπτυξη των ιχθυοκαλλιεργειών στον ελλαδικό χώρο επελέγη ως κατάλληλη για την κατ’ αρχήν χωροθέτηση υδατοκαλλιεργητικών μονάδων, και μάλιστα ως Π.Α.Υ. κατηγορίας Α’, αρκεί, όπως προαναφέρθηκε, για την νομιμότητα της προσβαλλόμενης ΑΕΠΟ, από την άποψη της εγκατάστασης της επίδικης μονάδας στη συγκεκριμένη θέση. Ανεξαρτήτως, επομένως, του ζητήματος αν είναι ακριβής ο ισχυρισμός των αιτούντων, σύμφωνα με τον οποίο η περιοχή εγκατάστασης του ιχθυοτροφείου εντάσσεται κατά το ΠΧΠ έτους 2003 στις περιοχές που έχουν ως προτεραιότητα την ανάπτυξη τουριστικών μονάδων πάντως, ο προαναφερθείς λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο πλήσσεται η χωροθέτηση της επίδικης μονάδας ως αντιβαίνουσα στις κατευθύνσεις του ΠΠΧΣΑΑ Στερεάς Ελλάδας του έτους 2003, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ο ισχυρισμός περί αύξησης της δυναμικότητας της μονάδας σε ποσοστό 90% και εντεύθεν περί μη εκτίμησης των αντίστοιχων επιπτώσεων τόσο κατά τις προηγούμενες αδειοδοτήσεις όσο και με την προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ, είναι απορριπτέα, αφενός ως αβάσιμα, διότι δεν ευρίσκουν έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου και, αφετέρου, διότι αμφισβητούν απαραδέκτως την τεχνική κρίση της Διοίκησης σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της δυναμικότητας της Το γεγονός αν με την προσβαλλόμενη αυξήθηκε πράγματι η έκταση που παραχωρήθηκε/μισθώθηκε στην παρεμβαίνουσα για την ανάπτυξη των εν λόγω εγκαταστάσεων δεν μεταβάλλει πάντως ούτε ασκεί επιρροή στην ανωτέρω μέγιστη δυναμικότητα της μονάδας που επετράπη από την ΑΕΠΟ. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα, τα οποία άλλωστε διατυπώνονται συμπερασματικά και χωρίς να προκύπτουν από κάποιο όρο της προσβαλλόμενης ΑΕΠΟ, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.
Με την προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ έχουν τεθεί γενικοί και ειδικοί περιβαλλοντικοί όροι για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τη λειτουργία της επίμαχης μονάδας και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, οι οποίοι αφορούν, μεταξύ άλλων, την ποιότητα του νερού της μονάδας και της άμεσης αυτής περιοχής καθώς και την τοποθέτηση των ιχθυοκλωβών και των πλωτών εγκαταστάσεων ώστε να αποφευχθεί διατάραξη του θαλάσσιου οικοσυστήματος. Επίσης, έχουν υιοθετηθεί ειδικά προληπτικά μέτρα προς το σκοπό αποφυγής της θαλάσσιας ρύπανσης, έχουν δε επιβληθεί ειδικοί όροι λειτουργίας για τη μείωστ των οχλήσεων στο θαλάσσιο και παράκτιο οικοσύστημα και τη συνεχή παρακολούθηση της ποιότητας του θαλάσσιου περιβάλλοντος (όροι ε. 19-54 της προσβαλλόμενης ΑΕΠΟ, όπως ορισμένοι εξ αυτών έχουν τροποποιηθεί μεταγενεστέρως). Με τα δεδομένα αυτά και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη α) ότι η υδατοκαλλιέργεια αποτελεί εν γένει την πλέον ήπια δραστηριότητα του πρωτογενούς τομέα και β) ότι οι παραλίες που είναι κατάλληλες για κολύμβηση στο κόλπο του Σκορπονερίου απέχουν πάντως μεγάλη απόσταση (500 μ.) από τη θέση της μονάδας, ο προαναφερθείς. λόγος ακυρώσεως, όπως προβάλλεται, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Προβάλλεται ότι με την προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ δεν εκτιμήθηκαν οι επιπτώσεις στο περιβάλλον από την κατασκευή ή τη λειτουργία τυχόν ήδη υφιστάμενου δικτύου πρόσβασης προς τις χερσαίες εγκαταστάσεις τον επίδικου ιχθυοτροφείου, ούτε τίθενται σχετικοί όροι, ενόψει μάλιστα του ότι η παραχωρηθείσα για τη λειτουργία των χερσαίων εγκαταστάσεων έκταση είναι δασική. Από τα στοιχεία, όμως, του φακέλου και από την προσβαλλόμενη ΑΕΙΊΟ δεν προκύπτει ο σχεδιασμός για την κατασκευή οδού πρόσβασης ή η ύπαρξη οδού πρόσβασης προς τις χερσαίες εγκαταστάσεις του επίδικου ιχθυοτροφείου. Συνεπώς, αβασίμως ισχυρίζονται οι αιτούντες ότι δεν εκτιμήθηκαν οι επιπτώσεις στο περιβάλλον από το δίκτυο πρόσβασης στις χερσαίες εγκαταστάσεις, ως προς τις οποίες όφειλε η προσβαλλόμενη να διαλάβει σχετικούς όρους. Όπως προκύπτει από την Μ.Π.Ε. και τα στοιχεία του φακέλου ελλείψει άλλωστε οδικού δικτύου, ότι η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της μονάδας γίνεται πράγματι μόνο από τη θάλασσα. Περαιτέρω, αν και δεν διαλαμβάνονται ρητοί όροι στην προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ σχετικά με την κίνηση εντός του κόλπου Σκορπονερίου πλωτών μέσων για την πρόσβαση στη μονάδα, πάντως, περιλαμβάνονται γενικοί όροι για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Ενόψει των ειδικών αυτών όρων, η επάρκεια των οποίων δεν πλήττεται από τους αιτούντες, και δεδομένου ότι η έκθεση ελέγχου της Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, την οποία προσκομίζουν οι αιτούντες, αφορά σε περιβαλλοντικές παραβάσεις όρων προγενέστερης ΑΕΠΟ ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο πλήττεται η νομιμότητα της ΑΕΠΟ ως προς την πληρότητα των περιβαλλοντικών όρων που έχουν τεθεί, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η τυχόν παραβίαση όρων της προσβαλλόμενης δεν έχει ως συνέπεια, άνευ ετέρου, την εκ των υστέρων ακύρωσή της, αλλά συνεπάγεται την επιβολή εκ μέρους των αρμοδίων διοικητικών οργάνων των σχετικών κυρώσεων όπως, άλλωστε, ρητώς διαλαμβάνεται εν προκειμένω και στην προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ. Η ήδη πληττόμενη με την κρινόμενη αίτηση ΑΕΠΟ εκδόθηκε, όπως αναφέρθηκε, μετά τη θέσπιση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις υδατοκαλλιέργειες και επί τη βάσει αυτού, ήτοι υπό την ισχύ νεότερου και διαφορετικού νομοθετικού πλαισίου, προβλέπει δε μετεγκατάσταση της επίδικης πλωτής μονάδας ιχθυοκαλλέργειας σε νέα θέση εγκατάστασης, έστω και παραπλήσια της αρχικής, εντός της ίδιας Π.Α.Υ. Α’ Κατηγορίας με διαφορετικό προσανατολισμό και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων. Κατά συνέπεια, δεν συνέτρεχαν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις για τη δέσμευση της Διοίκησης από το δεδικασμένο εκδοθείσας ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Στην προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ προβλέπονται ρητώς όροι για την προστασία με υδρανάπαυση και την παρακολούθηση της ποιότητας των θαλασσίων υδάτων. Συνεπώς, ο προαναφερθείς λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Δ. Βασιλειάδης