ΑΠ 539/2024 [Ναυάγιο Σαντορίνης. Αγωγή άρσης της προσβολής του θαλασσίου περιβάλλοντος και αποκατάστασης των πραγμάτων δια της ανελκύσεως]
Βασικές σκέψεις
– Α) Λόγος αναίρεσης που αφορά αμφότερες τις αγωγές του αναιρεσείοντος.
Από το άρθρο 254 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διατάξει, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, με απόφασή του η οποία δεν έχει το χαρακτήρα προδικαστικής αποφάσεως, την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, τα οποία χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Στην περίπτωση αυτή η συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης και η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι αδύνατον για νομικούς ή φυσικούς λόγους. Επομένως, η διάφορη σύνθεση του δικαστηρίου κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, όπως προαγωγή, μετάθεση, θάνατος, παραίτηση, απόλυση του δικαστή, θεωρείται κακή σύνθεση και ιδρύει το λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 2 περ. α’ ΚΠολΔ, σύμφωνα με τον οποίο αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο, που δίκασε, δεν είχε την νόμιμη σύνθεση. Περίπτωση όμως εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 254 ΚΠολΔ και ίδρυση του οικείου λόγου αναιρέσεως για κακή σύνθεση του δικαστηρίου δεν υπάρχει όταν, μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, διατάσσονται, με προδικαστική απόφασή του δικαστηρίου, συμπληρωματικές αποδείξεις, όπως λ.χ πραγματογνωμοσύνη, αφού στην περίπτωση αυτήν γίνεται όχι επανάληψη, αλλά νέα συζήτηση της υποθέσεως και στη σύνθεση του δικαστηρίου μπορεί να μετέχουν και άλλοι δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την απόφαση, που διέταξε τις συμπληρωματικές αποδείξεις (ΑΠ 187/2023, ΑΠ 689/2021, ΑΠ 712/2021, ΑΠ 1126/2019). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 68 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προς τα άρθρα 556, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του ιδίου κώδικα, που ορίζουν ποια πρόσωπα δικαιούνται να ασκήσουν αναίρεση (άρθρο 556) και ποια είναι τα αναγκαία στοιχεία του αναιρετηρίου (άρθρο 566 παρ. 1), καθώς και την υποχρέωση του Αρείου Πάγου, μετά την εξέταση του παραδεκτού της αναίρεσης, να εξετάσει και το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 557 παρ. 3), συνάγεται ότι, αν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, εφ’ όσον η μία αιτιολογία από αυτές δεν πλήττεται καθόλου ή δεν πλήττεται αποτελεσματικά με ειδικό λόγο αναίρεσης, οι λόγοι αναίρεσης, που προσβάλλουν τις λοιπές αιτιολογίες, είναι αλυσιτελείς, και, συνεπώς, απαράδεκτοι, γιατί η μη πληττόμενη ή η μη πληττόμενη αποτελεσματικά αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 25/1994, ΑΠ 1349/2022, ΑΠ 630/2020, ΑΠ 175/2020, ΑΠ 876/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Ο αναιρεσείων Δήμος άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς: α) την από 5/3/2012 αγωγή του κατά των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων εταιρειών και κατά του εδρεύοντος στο… και ήδη μη διαδίκου αλληλοασφαλιστικού οργανισμού με την επωνυμία «…….» και β) την από 22/3/2012 αγωγή κατά όλων των αναιρεσιβλήτων και κατά του ιδίου ανωτέρω αλληλοασφαλιστικού οργανισμού, επί των οποίων αγωγών εκδόθηκε η υπ’ αρ. 464/2014 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου (όπως διορθώθηκε με την υπ’ αρ. 1497/2014 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου), με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν οι αγωγές και απορρίφθηκαν ως προς τον αλληλοασφαλιστικό οργανισμό, έγινε εν μέρει δεκτή η πρώτη αγωγή ως προς τις τρεις πρώτες αναιρεσίβλητες εταιρείες και υποχρεώθηκαν αυτές να προβούν με δικές τους δαπάνες στην ανέλκυση από τη θάλασσα του ναυαγίου, που θα αναφερθεί αναλυτικά στη συνέχεια της απόφασης, και επίσης έγινε εν μέρει δεκτή και η δεύτερη αγωγή και υποχρεώθηκαν όλοι οι αναιρεσίβλητοι, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν νομιμοτόκως στον αναιρεσείοντα, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 8.000.000 ευρώ. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν με έφεση και προσθέτους λόγους έφεσης ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς οι αναιρεσίβλητοι, επί των οποίων δικογράφων εκδόθηκαν διαδοχικά από το τελευταίο αυτό δικαστήριο: α) η υπ’ αρ. 51/2017 απόφαση, με την οποία αφού συνεκδικάσθηκαν και έγιναν τυπικά δεκτοί η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της, αναβλήθηκε κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ η κατ’ ουσίαν εξέταση αυτών και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του δικαστηρίου, και η διενέργεια δύο πραγματογνωμοσυνών για τα αναφερόμενα στην απόφαση θέματα, β) η υπ’ αρ. 372/2018 απόφαση, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η από 20/7/2017 αίτηση του αναιρεσείοντος για ανάκληση της διατάξεως της ανωτέρω αποφάσεως, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια των πραγματογνωμοσυνών, ακολούθως κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης και των πρόσθετων λόγων της, γ) η υπ’ αρ. 373/2018 απόφαση, με την οποία, κατά παραδοχή της κοινοποιηθείσας και στους λοιπούς αναιρεσιβλήτους αίτησης των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων, αντικαταστάθηκαν οι διορισθέντες με την υπ’ αρ. 51/2017 απόφαση πραγματογνώμονες με νέους και τέλος δ) η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το ανωτέρω δικαστήριο, δικάζοντας μετά τη διενέργεια των πραγματογνωμοσυνών, και ερευνώντας αυτεπαγγέλτως, στα πλαίσια του εκ του άρθρου 522 ΚΠολΔ μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης των αναιρεσιβλήτων, το παραδεκτό των αγωγών, αφού ανεκάλεσε τις μη οριστικές διατάξεις της υπ’ αρ. 51/2017 απόφασης, με τις οποίες διατάχθηκε η διενέργεια των δύο πραγματογνωμοσυνών, ακολούθως δέχθηκε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και δικάζοντας τις αγωγές απέρριψε αυτές ως απαράδεκτες, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα. Η τελευταία αυτή απόφαση εκδόθηκε από διαφορετικούς δικαστές, από εκείνους που είχαν εκδώσει την υπ’ αρ. 51/2017 απόφαση, διαλαμβάνοντας ως προς τη σύνθεση του δικαστηρίου την ακόλουθη αιτιολογία: «Επιτρεπτώς δεν μετέχουν οι δικαστές που συνέπραξαν στην έκδοση της ως άνω (ενν. την υπ’ αρ. 51/2017) μη οριστικής αποφάσεως… για τον λόγο ότι η επαναληπτική συζήτηση… αποτελεί κατ’ ουσίαν ανασυζήτηση της υπόθεσης και όχι συνέχεια της προηγουμένης, οπότε το… δικαστήριο μπορεί να συγκροτηθεί και από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, αλλά και επειδή, σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή εν προκειμένω των δικαστών εκείνων, που συνέπραξαν στην έκδοση της ως άνω μη οριστικής απόφασης, είναι πλέον αδύνατη για πραγματικούς λόγους και συγκεκριμένα εξαιτίας των μεταβολών, που στο μεταξύ επήλθαν στην υπηρεσιακή τους κατάσταση».
Από το περιεχόμενο αυτό της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου προκύπτει ότι αυτό, για να δεχθεί ότι είναι επιτρεπτή η συμμετοχή στη σύνθεση άλλων δικαστών, εκτός εκείνων, που συμμετείχαν στην έκδοση της υπ’ αρ. 51/2017 απόφασης, διέλαβε δύο επάλληλες αιτιολογίες, κάθε μία των οποίων στηρίζει αυτοτελώς την απόφανσή του αυτή και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι νομίμως συγκροτείται το δικαστήριο από άλλους δικαστές α) γιατί η επαναληπτική αυτή συζήτηση δεν αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης συζήτησης, αλλά ανασυζήτηση της υπόθεσης και β) γιατί, σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατη για πραγματικούς λόγους η συμμετοχή των δικαστών που εξέδωσαν την υπ’ αρ. 51/2017 απόφαση στη νέα συζήτηση της υπόθεσης.
Σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, επειδή η νέα συζήτηση της υπόθεσης έγινε μετά την έκδοση διάταξης για τη διενέργεια νέων αποδείξεων με τη διεξαγωγή δύο πραγματογνωμοσυνών, η επακολουθήσασα συζήτηση της υπόθεσης μετά τη διεξαγωγή τους δεν αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης συζήτησης της υπόθεσης, αλλά ανασυζήτηση αυτής και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η συμμετοχή στη σύνθεση του δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, των δικαστών που εξέδωσαν την υπ’ αρ. 51/2017 απόφαση, όπως ορθά έκρινε και το Εφετείο με την ανωτέρω κύρια αιτιολογία του και συνεπώς ο πρώτος κατά το πρώτο σκέλος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω από τον αρ. 2 (όχι και από τον αρ. 1) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της κακής σύνθεσης του δικαστηρίου, γιατί δεν μετείχαν στη σύνθεση οι δικαστές που εξέδωσαν την υπ’ αρ. 51/2017 απόφαση, είναι αβάσιμος. Μετά την απόρριψη του λόγου αυτού καθίσταται αλυσιτελής και συνεπώς απαράδεκτος ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος, με τον οποίο, υπό την επίκληση της ίδιας πλημμέλειας, βάλλεται ως ελλιπής και ανεπαρκής η επικουρική αιτιολογία του Εφετείου, επειδή δεν προσδιορίζονται με αυτήν ποιες ήταν οι μεταβολές, που επήλθαν στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών που εξέδωσαν την υπ’ αρ. 51/2017 απόφαση, αφού η κύρια αιτιολογία του Εφετείου, η οποία δεν επλήγη αποτελεσματικά με τον απορριφθέντα πρώτο, κατά το πρώτο σκέλος, λόγο αναίρεσης, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης.
Β) Λόγοι αναίρεσης που αφορούν στην από 5/3/2012 αγωγή.
Από τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 εδ. α’ και β’ του Συντάγματος προκύπτει ότι η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, το οποίο για τη διαφύλαξή του έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα και οφείλει να θεσπίζει τις αναγκαίες εκείνες ρυθμίσεις, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβίωσης του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη, στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας (ΑΠ 931/2023, ΑΠ 695/2021, ΑΠ 657/2020). Διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος και για την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης περιέχουν, εξάλλου, τόσο η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, όσο και η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία μετονομάστηκε σε Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και τροποποιήθηκε επίσης με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, οι οποίες συνθήκες κυρώθηκαν με το Ν. 3671/2008 και τέθηκαν σε ισχύ από 1.12.2009, καθώς και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απέκτησε νομικά δεσμευτική ισχύ και έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, μετά την, κατά τα ανωτέρω, θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΑΠ 931/2023, ΣτΕ 1394/2021, ΣτΕ 1455/2018). Ειδικότερα, η μεν Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει μεταξύ των στόχων της Ενώσεως την επίτευξη ισόρροπης και αειφόρου αναπτύξεως (ένατη παράγραφος του προοιμίου και άρθρο 3 με τη νέα αρίθμηση), η δε Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να εντάσσονται στον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη και περαιτέρω προβλέπει ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αρχές της προφυλάξεως και της προληπτικής δράσεως (άρθρα 11 και 191 παρ. 2 κατά την νέα αρίθμηση). Αντίστοιχη πρόβλεψη περιέχεται και στο άρθρο 37 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να διασφαλίζονται, σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης, το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του (ΣτΕ 1394/2021, ΣτΕ 1455/2018). Με τις ως άνω διατάξεις, το φυσικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό, προκειμένου να εξασφαλισθεί στα όρια της χώρας η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επόμενων γενεών. Για το σκοπό αυτό, ο συντακτικός νομοθέτης δεν αρκέσθηκε στην πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους, που έχουν σχετική αρμοδιότητα, να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του προστατευόμενου αγαθού και να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό και στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα (ΣτΕ 1394/2021, ΣτΕ 2228/2020, ΣτΕ 1455/2018,), σε συμμόρφωση προς τις αρχές της προλήψεως και της προφυλάξεως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, που απορρέουν από τις ανωτέρω διατάξεις του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου (ΣτΕ 1455/2018). Σε αρμονία με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος εκδόθηκε ο Ν. 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος», στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι ο γενικός σκοπός του νόμου είναι η θέσπιση θεμελιωδών κανόνων και η καθιέρωση κριτηρίων και μηχανισμών για την προστασία του περιβάλλοντος, έτσι ώστε ο άνθρωπος, ως άτομο και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, να ζει σε ένα υψηλής ποιότητας περιβάλλον, μέσα στο οποίο να προστατεύεται η υγεία του και να ευνοείται η ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, ότι στους βασικούς στόχους του νόμου περιλαμβάνεται (μεταξύ άλλων) η αποτροπή της ρύπανσης και γενικότερα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και η λήψη όλων των αναγκαίων, για το σκοπό αυτόν, προληπτικών μέτρων, όπως και η αποκατάσταση του περιβάλλοντος και, τέλος, ότι με τον νόμο αυτό επιδιώκεται (μεταξύ και των λοιπών αναφερομένων σε αυτόν στόχων) και η προστασία των ακτών των θαλασσών, των οχθών των ποταμών, των λιμνών, του βυθού αυτών και των νησίδων ως φυσικών πόρων, ως στοιχείων οικοσυστημάτων και ως στοιχείων του τοπίου. Επίσης, κατά το άρθρο 2 του νόμου, που περιέχει τους ορισμούς του, νοούνται ως: «Περιβάλλον»: το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων, που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες, ως «Ρύπανση» : η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα ή υλικές ζημιές και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του, ως «Υποβάθμιση» : η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες, και ως «Προστασία του περιβάλλοντος» : το σύνολο των ενεργειών, μέτρων και έργων που έχουν στόχο την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή την αποκατάσταση, διατήρηση ή βελτίωσή του. Ακόμη, με τα άρθρο 28 και 30 του νόμου καθορίστηκαν οι ποινικές και διοικητικές κυρώσεις για όποιον προκαλεί ρύπανση ή υποβαθμίζει το περιβάλλον με πράξη ή παράλειψη, από δόλο ή και από αμέλεια, με το δε άρθρο 29, που καθορίζει την αστική ευθύνη των υπαιτίων, ορίστηκε ότι οποιοσδήποτε, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ευθύνεται σε αποζημίωση, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημιά οφείλεται σε ανώτερη βία ή ότι προήλθε από υπαίτια ενέργεια τρίτου, που ενήργησε δολίως.
Συνεπώς, στο προστατευόμενο από το ως άνω άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, τις ανωτέρω Διεθνείς Συνθήκες και το Ν. 1650/1986 φυσικό περιβάλλον περιλαμβάνεται και το θαλάσσιο περιβάλλον, η προστασία του οποίου αποτελεί βασική προτεραιότητα και σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης της ρύπανσης της θάλασσας από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να έχουν τεθεί κανόνες σε διεθνές αλλά και σε εθνικό επίπεδο, ούτως ώστε να αποφεύγεται η θαλάσσια ρύπανση. Έτσι, για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των προβλημάτων από τη ρύπανση, λόγω της μεταφοράς διά θαλάσσης του πετρελαίου, υπογράφηκε το έτος 1969 στις Βρυξέλλες η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών ή CLC «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου». η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 314/1976, μετά δε την κύρωση και των Πρωτοκόλλων των ετών 1976, 1984 και 1992, η σύμβαση αυτή ονομάζεται Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992) (ΟλΑΠ 23/2006, ΑΠ 657/2020). Η ανωτέρω Διεθνής Σύμβαση καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του πλοιοκτήτη για τις ζημιές που προκλήθηκαν από ρύπανση της θάλασσας λόγω διαφυγής ή διαρροής πετρελαίου από το πλοίο του, αφού για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του δεν απαιτείται πταίσμα του (ΑΠ 657/2020). Επίσης, με το Ν.Δ. 4529/1966 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 1954, όπως είχε τροποποιηθεί από τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1962 «Περί προλήψεως της ρυπάνσεως της θαλάσσης δια πετρελαίου». ενώ, στη συνέχεια εκδόθηκε ο Ν. 1269/1982 «Για την κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης «περί προλήψεως της ρυπάνσεως της θαλάσσης από πλοία» του 1973 και του Πρωτοκόλλου του 1978, που αναφέρεται σ’ αυτή τη Σύμβαση». με την παρ. 2 του άρθρου δέκατου τρίτου του οποίου καταργήθηκε το Ν.Δ. 4529/1966, αφού τα σχετικά θέματα του διατάγματος αυτού ρυθμίστηκαν πλέον με την κυρωθείσα με τον Ν. 1269/1982 σύμβαση. Παράλληλα εκδόθηκε ο Ν. 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων». που εξακολουθεί να ισχύει, κατά το άρθρο 32 παρ. 1 του ανωτέρω αναφερόμενου Ν. 1650/1986 (ΑΠ 657/2020), την έκδοση του οποίου, όπως εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, υπαγόρευσαν «η έλλειψις ειδικού νομοθετήματος διέποντος την προστασίαν του θαλασσίου περιβάλλοντος εκ της ρυπάνσεως». Με τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, ενισχύθηκε το νομοθετικό πλαίσιο με τη θέσπιση πρόσθετων απαγορευτικών κανόνων και ελήφθησαν μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την καταπολέμηση της ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος από πετρελαιοειδή, λύματα και πάσης φύσεως απόβλητα (ΣτΕ 1335/2018), λόγω των εξαιρετικά δυσμενών συνεπειών της ρύπανσης στη δημόσια υγεία και την εθνική οικονομία. Στη συνέχεια τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 2252/1994, με το άρθρο πρώτο του οποίου κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση «Για την ετοιμότητα, συνεργασία και αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο» που υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 30 Νοεμβρίου 1990 και με τις λοιπές διατάξεις του (άρθρα δεύτερο έως δέκατο) θεσπίσθηκαν τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της ανωτέρω Σύμβασης και τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του ν. 743/1977, ώστε να προσαρμοσθούν στους ορισμούς και τις λοιπές υποχρεώσεις που προβλέπει η Σύμβαση αυτή και να ενισχυθεί το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της θάλασσας από τη ρύπανση, χορηγήθηκε δε εξουσιοδότηση για την κωδικοποίηση των διατάξεων του Ν. 743/1977. Πράγματι, με το Π.Δ. 55/1998 «Προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος» κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίσθηκαν στη δημοτική οι διατάξεις του Ν. 743/1977, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με το Ν. 2252/1994. Οι διατάξεις του Ν. 743/1977, όπως τροποποιήθηκαν, παρά την επί μέρους στενή διατύπωσή τους ως προς ορισμένα σημεία, αποσκοπούν στην πλήρη και συνολική ρύθμιση του θέματος της ρυπάνσεως της θάλασσας από κάθε είδους πηγή (ΑΠ 657/2020, πρβλ. ΣτΕ 1893/2000), θεσπίστηκαν δε για την ικανοποίηση επιτακτικού και άμεσου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρελαιοειδή και τον περιορισμό των συνεπειών της ρύπανσης, προς εκπλήρωση δε του σκοπού αυτού θεσπίστηκαν οι προβλεπόμενες στον νόμο ποινικές, διοικητικές και πειθαρχικές κυρώσεις σε περίπτωση ρύπανσης της θάλασσας (ΑΠ 657/2020). Ο δημόσιος σκοπός, προκύπτει και από την προαναφερθείσα διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου του έτους 1990 και συγκεκριμένα ως έκφανση της γενικής αρχής της διεθνούς νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος «ο ρυπαίνων πληρώνει» (βλ. προοίμιο της Σύμβασης), η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις αρχές της πρόληψης και προφύλαξης (ΑΠ 657/2020, ΣΤΕ 2059/2014), αλλά και από το άρθρο 191 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην 174 ΣΕΚ), κατά το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην ανωτέρω αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Σύµφωνα µε την αρχή αυτή, κάθε φορέας εκµετάλλευσης, που προκαλεί περιβαλλοντική ζηµία ή άµεσο κίνδυνο ανάλογης ζηµίας, καλείται, κατ’ αρχήν, να επωµισθεί το κόστος των απαραίτητων µέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης. Άλλωστε, η ρύπανση εν γένει προκαλείται κυρίως από παραγωγικές (οικονομικές) δραστηριότητες, που κερδίζουν από την εκτεταμένη και πολλές φορές αλόγιστη χρήση των φυσικών πόρων, μη τηρώντας βασικούς περιβαλλοντικούς όρους, που τους έχουν τεθεί και που τελικά λειτουργούν σε βάρος του οικολογικού αποθέματος, της κοινωνίας και της οικονομίας. Ενόψει αυτών, οι διατάξεις του ν. 743/1977 θα πρέπει να ερμηνευθούν λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ανωτέρω αρχή, όσο και το σκοπό του ίδιου του νόμου, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, αποβλέπει στην έγκαιρη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την πρόληψη και καταστολή της θαλάσσιας ρύπανσης από τους φορείς εκμετάλλευσης (ΑΠ 657/2020). Ειδικότερα, μετά τις πιο πάνω τροποποιήσεις και την γενόμενη κωδικοποίηση, στο άρθρο 1 του π.δ. 55/1998, στο οποίο περιλαμβάνονται οι νομοθετικοί ορισμοί, για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου ορίζονται, μεταξύ άλλων, ως: α) «Απόβλητα» : Τα υγρά που αποβάλλονται από πλοία, δεξαμενόπλοια και εγκαταστάσεις, τα οποία περιέχουν υπολείμματα των μεταφερομένων, χρησιμοποιουμένων ή παραγομένων υλών… γ) «Απόρριψη» : Η εκβολή ή διαφυγή οποιασδήποτε ουσίας στη θάλασσα… ι) «Πετρέλαιο» : Κάθε τύπος πετρελαίου που περιλαμβάνει, αργό πετρέλαιο, πετρέλαιο εξωτερικής καύσης, στερεά πετρελαιοειδή κατάλοιπα, πετρελαιοειδή απορρίμματα και προϊόντα απόσταξης, καθώς και κάθε άλλος τύπος που, άσχετα από τη σύνθεσή του, χαρακτηρίζεται ειδικά από τη Σύμβαση ως πετρέλαιο… ιβ) «Πλοίο» : Κάθε σκάφος ή πλωτό ναυπήγημα, εκτός από δεξαμενόπλοιο, που κινείται αυτοδύναμα ή ρυμουλκείται… ιδ) «Ρύπανση» : Η παρουσία στη θάλασσα κάθε ουσίας, η οποία αλλοιώνει τη φυσική κατάσταση του θαλασσινού νερού ή το καθιστά επιβλαβές, στην υγεία του ανθρώπου ή στην πανίδα και χλωρίδα των βυθών και γενικά ακατάλληλο για τις προβλεπόμενες κατά περίπτωση χρήσεις του… κα) «Περιβάλλον» : Το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων, που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. κβ) «Υποβάθμιση» : Η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες. κγ) «Προστασία του περιβάλλοντος» : Το σύνολο των ενεργειών, μέτρων και έργων που έχουν στόχο την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή την αποκατάσταση, διατήρηση ή βελτίωσή του. Επίσης στο άρθρο 2, που αφορά στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, ορίζεται ότι ο ως άνω νόμος εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις ρυπάνσεως των λιμένων, των ακτών της χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων από πλοία ή δεξαμενόπλοια με ελληνική ή ξένη σημαία, στο άρθρο 11, που επιγράφεται «Υποχρεώσεις υπευθύνων ρύπανσης» ορίζεται ότι «1. Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου, ο προϊστάμενος ή διευθυντής της εγκατάστασης, καθώς και οι τυχόν εντεταλμένοι υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης της ρύπανσης. Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγος αυτός που προκάλεσε τη ρύπανση, οι συνυπεύθυνοι και οι τυχόν εντεταλμένοι αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης, ευθυνόμενοι επιπρόσθετα για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης. 2. Η Αρχή, αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό ρύπανσης ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο πρόκλησης ρύπανσης, παίρνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά τον πλοίαρχο ή πλοιοκτήτη ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του και σε περίπτωση απουσίας αυτών, τον πράκτορα ή άλλο αρμόδιο και σε περίπτωση εγκατάστασης τον ιδιοκτήτη ή αυτόν που την εκμεταλλεύεται. 3. Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητά τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών. 4. Η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε Οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε κάτω από τον έλεγχο της Αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο ή την εγκατάσταση και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση…» και τέλος, στο υπό τον τίτλο «Εξασφάλιση απαιτήσεων» άρθρο 12 προβλέπεται ότι «1. Για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής, υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαίτια τη ρύπανση και μαζί με αυτόν ευθύνονται σε ολόκληρο και οι παρακάτω: α) Για πλοία και δεξαμενόπλοια, ο πλοίαρχος, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και για πλοία και δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε Ανώνυμες Εταιρείες και ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου καθώς και ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής. β)… 2. Οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν το Δημόσιο και οι Ο.Τ.Α. για την αποτροπή ή την αντιμετώπιση της ρύπανσης καταλογίζονται με αιτιολογημένη απόφαση της Αρχής, που εκδίδεται σε βάρος του υπεύθυνου που προκάλεσε τη ρύπανση και των συνυπευθύνων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος νόμου. 3… 4. Για την εξασφάλιση της καταβολής των δαπανών αντιμετώπισης της ρύπανσης μπορεί να απαγορεύεται ο απόπλους του πλοίου. 5)…». Καθιερώνεται, δηλαδή, με την τελευταία αυτή διάταξη, για την αποκατάσταση των ως άνω ζημιών και δαπανών, αφενός μεν ευθύνη εκείνου, που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο προκλήσεως αυτής (πταισματική ευθύνη), αφετέρου δε ευθύνη και των πιο πάνω αναφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων (αντικειμενική ευθύνη, λόγω πταισματικής ευθύνης του προσώπου που προκάλεσε τη ρύπανση) (ΑΠ 657/2020, ΑΠ 537/2016, ΑΠ 332/2006).
Συνεπώς, με τις διατάξεις του ν. 743/1977 δημιουργείται βασική υποχρέωση και ιδιαίτερα αυξημένη ευθύνη των φορέων εκμετάλλευσης παντός είδους πλοίων και επομένως και των πλοιοκτητών και των νομίμων εκπροσώπων τους, να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης και καταστολής της θαλάσσιας ρύπανσης, αφού η πιο πάνω διάταξη επιβάλλει την άμεση λήψη «κάθε πρόσφορου μέτρου» για την αποτροπή πιθανού κινδύνου προκλήσεως τέτοιας ρύπανσης. Επομένως, η ίδια υποχρέωση δημιουργείται και για τα ελλιμενιζόμενα σε τουριστικούς λιμένες σκάφη αναψυχής, όπως τα κρουαζερόπλοια, τα οποία, ως περιουσιακά στοιχεία, τελούν υπό την εκμετάλλευση των πλοιοκτητών, και, συνεπώς η διατήρηση της καλής κατάστασης και της ασφάλειας αυτών, εντάσσεται ως υποχρέωση στη σφαίρα ευθύνης των τελευταίων, οι οποίοι οφείλουν να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή ρύπανσης εξ αιτίας ζημιογόνου γεγονότος προερχόμενου από το σκάφος τους (ΑΠ 657/2020). Περαιτέρω στο Ν. 2881/2001 «Ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες διατάξεις». ορίζονται μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: (Άρθρο 1) «Εννοιολογικοί προσδιορισμοί: 1. Πλοίο ή πλωτό ναυπήγημα, νηολογημένο ή όχι, αποτελεί ναυάγιο, αν παύσει να έχει πλευστότητα και παραμένει, ολόκληρο ή κατά μέρος, υπό την επιφάνεια της θάλασσας… 2. Με τον όρο «Οργανισμός» στις επόμενες διατάξεις νοείται το κατά περίπτωση αρμόδιο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα ή η δημόσια υπηρεσία, που ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση λιμένα, διώρυγας ή διαύλου». (Άρθρο 2) Ναυάγια σε λιμένες, διώρυγες, διαύλους: 1. Ο κύριος ναυαγίου, το οποίο αποτελεί κίνδυνο για τη ναυσιπλοία σε περιοχή λιμένα, σε διώρυγα ή σε δίαυλο ή παρεμποδίζει την προσόρμιση, την αγκυροβολία, την παραβολή, τη χρήση των κρηπιδωμάτων και γενικά τη λειτουργία τους ή προσβάλλει ή απειλεί να προσβάλλει το περιβάλλον, υποχρεούται να το ανελκύσει και απομακρύνει εκτός λιμένα, διώρυγας ή διαύλου, όπως έχει ή κατά τμήματα ή, αν επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να το μετατοπίσει ή καταστρέψει ή με οποιονδήποτε τρόπο εξουδετερώσει, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. 2. Ο Οργανισμός προσκαλεί εγγράφως τον κύριο να προβεί στις αναγκαίες κατά την προηγούμενη παράγραφο ενέργειες, για να εξαλειφθεί κάθε κίνδυνος και να αποτραπεί κάθε δυσμενής συνέπεια από την ύπαρξη του ναυαγίου, ορίζοντας εύλογη κατά περίπτωση προθεσμία, που δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) μήνες και δηλώνοντας συγχρόνως ότι σε διαφορετική περίπτωση θα προβεί στις ενέργειες αυτές με ευθύνη και με δαπάνες του κυρίου, οι οποίες σε περίπτωση μη άμεσης καταβολής, καταλογίζονται σε βάρος του και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων… 3. Η πρόσκληση επιδίδεται από δικαστικό επιμελητή, στον κύριο ή στον αντιπρόσωπό του… και συντελείται όπως ορίζουν οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 4. Αν ο κύριος δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του, ο Οργανισμός μπορεί, ως νόμιμος εντολοδόχος του, να εκτελέσει τις πράξεις που αναγράφονται στην πρόσκληση είτε με ίδια αυτού μέσα και προσωπικό είτε με ανάθεση των σχετικών εργασιών σε τρίτο. 5. Αν η εκτέλεση των πράξεων αυτών από τον Οργανισμό κρίνεται, λόγω των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αδύνατη ή απρόσφορη ή ασύμφορη, ο Οργανισμός μπορεί να εκποιήσει το ναυάγιο ή τμήματα αυτού, με ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό. Ο πλειοδότης υποχρεούται να ανελκύσει και απομακρύνει το ναυάγιο μέσα στην οριζόμενη στη διακήρυξη προθεσμία… (Άρθρο 4) «Επικίνδυνα και επιβλαβή ναυάγια και πλοία, εκτός λιμένων, διωρύγων ή διαύλων ή σε άλλη θαλάσσια περιοχή: 1. Ο κύριος ναυαγίου, που βρίσκεται στα χωρικά ύδατα, αλλά έξω από τη θαλάσσια ζώνη ευθύνης Οργανισμού και εμποδίζει την ελεύθερη ναυσιπλοία ή την προσέγγιση στην ακτή ή την άσκηση ναυτικών ή άλλων δραστηριοτήτων ή προσβάλλει ή απειλεί να προσβάλλει το περιβάλλον, έχει την υποχρέωση, που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2, και προσκαλείται εγγράφως από την αρμόδια Λιμενική Αρχή να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτήν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 2…». (Άρθρο 9): Γενικές διατάξεις 1. Ο κύριος του ναυαγίου και ο κατά περίπτωση υπόχρεος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, για την εξάλειψη των κινδύνων και αποτροπή των δυσμενών συνεπειών από ναυάγιο ή πλοίο, ευθύνονται για κάθε ζημιά ή βλάβη που προκαλείται από αυτό. 2)…». Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται ρητή υποχρέωση του κυρίου ναυαγίου να ανελκύσει και απομακρύνει αυτό, εφόσον (μεταξύ άλλων) προσβάλλει ή απειλεί να προσβάλλει το περιβάλλον, και μάλιστα είτε το ναυάγιο ευρίσκεται εντός λιμένος, διώρυγας ή διαύλου και συνεπώς υπάγεται στον «Οργανισμό», δηλαδή στο κατά περίπτωση αρμόδιο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα ή δημόσια υπηρεσία, που ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση αυτών, είτε ευρίσκεται σε άλλη θαλάσσια περιοχή, αλλά μέσα στα Ελληνικά χωρικά ύδατα. Εξάλλου, στο άρθρο 102 του Συντάγματος, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο αυτού, που αφορά στην οργάνωση της διοίκησης του Κράτους, ορίζονται τα εξής: «Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. Υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Νόμος καθορίζει το εύρος και τις κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους επί μέρους βαθμούς. Με νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους (παρ. 1). Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια (παρ. 2 α’ ). Το Κράτος ασκεί στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης εποπτεία, που συνίσταται αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας και δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους. Ο έλεγχος νομιμότητας ασκείται, όπως νόμος ορίζει… (παρ. 4). Επίσης, με το Ν. 1850/1989 «Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονομίας», κυρώθηκε, έχων την αυξημένη ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ο Ευρωπαϊκός Χάρτης της Τοπικής Αυτονομίας της 15 Οκτωβρίου 1985, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο από τα Κράτη – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα οποία, όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό τμήμα του Χάρτη, «Πεπεισμένα ότι η ύπαρξη Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης με πραγματικές αρμοδιότητες επιτρέπει μια διοίκηση ταυτόχρονα αποτελεσματική και πλησιέστερη στον πολίτη. Έχοντας συνείδηση του γεγονότος ότι η προστασία και η ενίσχυση της Τοπικής Αυτονομίας στις διάφορες χώρες της Ευρώπης αποτελούν σημαντική συμβολή στην οικοδόμηση μιας Ευρώπης θεμελιωμένης πάνω στις αρχές της δημοκρατίας και της αποκεντρώσεως της εξουσίας. Επιβεβαιώνοντας ότι αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης με δημοκρατικά συνεστημένα όργανα λήψης αποφάσεων και οι οποίοι θα απολαμβάνουν ευρείας αυτονομίας ως προς τις αρμοδιότητες, τους τρόπους άσκησης αυτών των αρμοδιοτήτων και ως προς τα αναγκαία μέσα για την εκπλήρωση της αποστολής τους, συμφώνησαν (και) τα ακόλουθα» : (Άρθρο 3) «Έννοια της τοπικής αυτονομίας: 1.Δια της τοπικής αυτονομίας νοείται το δικαίωμα και η πραγματική ικανότητα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης να ρυθμίζουν και να διευθύνουν, στα πλαίσια του νόμου με δική τους ευθύνη και προς όφελος του πληθυσμού τους, ένα σημαντικό μέρος των δημοσίων υποθέσεων… (Άρθρο 4) «Έκταση της τοπικής αυτονομίας: 1. Οι βασικές αρμοδιότητες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ορίζονται από το Σύνταγμα ή από το νόμο. Εν τούτοις, η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει την παροχή στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης αρμοδιοτήτων για ειδικούς σκοπούς, σύμφωνα με το νόμο. 2. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν, στα πλαίσια του νόμου, κάθε δυνατότητα δράσεως για να ασκήσουν την πρωτοβουλία τους για κάθε θέμα που δεν έχει εξαιρεθεί από την αρμοδιότητά τους ή δεν έχει παραχωρηθεί σε άλλη αρχή. 3. Η άσκηση των δημοσίων αρμοδιοτήτων πρέπει, κατά τρόπο γενικό, να ανήκει κατά προτίμηση στις αρχές τις πιο πλησιέστερες στους πολίτες. Για την ανάθεση μιας αρμοδιότητας σε άλλη αρχή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ευρύτητα και η φύση του έργου και οι απαιτήσεις αποτελεσματικότητας και οικονομίας. 4. Οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει κανονικά να είναι πλήρεις και αποκλειστικές. Δεν μπορούν να αμφισβητούνται ή να περιορίζονται από άλλη αρχή, κεντρική ή περιφερειακή, παρά στα πλαίσια του νόμου. 5. Σε περίπτωση αναθέσεως εξουσιών από μια κεντρική ή περιφερειακή αρχή, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να απολαμβάνουν κατά το δυνατόν της ελευθερίας προσαρμογής της άσκησης των εξουσιών αυτών στις τοπικές συνθήκες…». Σε εκτέλεση των διατάξεων αυτών του Συντάγματος και σύμφωνα με το Ν. 1850/1989, εκδόθηκε ο Ν. 3463/2006 «Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων». στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι: «Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, αποτελεί θεμελιώδη θεσμό του δημόσιου βίου των Ελλήνων, όπως αυτός κατοχυρώνεται από τις διατάξεις του άρθρου 102 του Συντάγματος και του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας, που κυρώθηκε με το ν. 1850/1989. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες συγκροτούν τους Οργανισμούς του Πρώτου Βαθμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης». ενώ στο άρθρο 75, στο οποίο προσδιορίζονται οι αρμοδιότητες αυτών ορίζεται ως γενικός κανόνας ότι «οι δημοτικές και οι Κοινοτικές αρχές διευθύνουν και ρυθμίζουν όλες τις τοπικές υποθέσεις, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της εγγύτητας, με στόχο την προστασία, την ανάπτυξη και τη συνεχή βελτίωση των συμφερόντων και της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας». κατά την εξειδίκευση τους δε αναφέρεται ότι (μεταξύ άλλων) «οι αρμοδιότητες των Δήμων και Κοινοτήτων αφορούν, κυρίως, τους τομείς:…. β) Περιβάλλοντος, στον οποίο περιλαμβάνεται, ιδίως: 1…. 2) Η προστασία και Διαχείριση των υδάτινων πόρων, η προστασία του εδάφους και των εσωτερικών υδάτων από την αλιεία (λιμνοθάλασσες, λίμνες, ιχθυοτροφεία, ποταμοί) και η καταπολέμηση της ρύπανσης στην περιφέρειά τους». Περαιτέρω, με το άρθρο 28 Ν. 2738/1999, όπως ισχύει, θεσπίσθηκε διαδικασία μεταφοράς των αρμοδιοτήτων των λιμενικών ταμείων στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (πρβλ ΣτΕ 401/2021). Ειδικότερα ορίζεται ότι «1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας και μετά από γνώμη του Δημοτικού ή Νομαρχιακού Συμβουλίου, μπορούν να μεταφέρονται σε Δήμους ή Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, αρμοδιότητες υφιστάμενων, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, Λιμενικών Ταμείων. Η ανωτέρω γνώμη θεωρείται ότι έχει δοθεί, εάν παρέλθει άπρακτο δίμηνο αφότου ζητήθηκε. Με όμοια προεδρικά διατάγματα μπορούν να καταργούνται υφιστάμενα Λιμενικά Ταμεία. 2. Οι μεταφερόμενες αρμοδιότητες ασκούνται από δημοτικά ή νομαρχιακά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή ειδικές δημοτικές ή νομαρχιακές υπηρεσίες της παραγράφου 6 που συνιστώνται, με τα ανωτέρω προεδρικά διατάγματα, στους αντίστοιχους δήμους ή νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, αποκλειστικά γι’ αυτόν το σκοπό. Τα νομικά αυτά πρόσωπα λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 410/1996, που διέπουν τα δημοτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εκείνες του Π.Δ. 30/1996, που αφορούν τα αντίστοιχα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης. Τα νομικά αυτά πρόσωπα φέρουν την επωνυμία «Λιμενικό Ταμείο…», όπου η λέξη «Ταμείο» ακολουθεί το όνομα του οικείου δήμου ή νομαρχιακής αυτοδιοίκησης που το συνιστά». Ακολούθως, με τα άρθρα 127-130 Ν. 4389/2016 ιδρύθηκε Δημόσια Αρχή Λιμένων (ΔΑΛ) ως αποκεντρωμένη, αυτοτελής και ανεξάρτητη υπηρεσιακή μονάδα του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια (άρθρο 127), με σκοπό να συμβάλλει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της απονέμονται στην επίτευξη των προγραμματικών στόχων του ελληνικού λιμενικού συστήματος, στους οποίους περιλαμβάνονται και η προστασία του περιβάλλοντος εντός των Λιμένων, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (άρθρο 128 παρ. ιγ’ ), ενώ ορίστηκε ότι έκτακτοι πόροι της αποτελούν (μεταξύ άλλων) και τα έσοδα από ναυάγια, όπως αυτά ορίζονται στον Ν. 2881/2001 (άρθρο 129 παρ. 2δ’ ), και ότι στη συνιστώμενη Διεύθυνση Παρακολούθησης αυτής υπάγεται και αυτοτελές Τμήμα Ναυαγίων με αρμοδιότητα την παρακολούθηση της εφαρμογής του Ν. 2881/2001 (άρθρο 130 παρ. 2γ’ ). Στη συνέχεια, με το άρθρο 86 παρ. 1 Ν. 4676/2020 η ανωτέρω Δημόσια Αρχή Λιμένων καθώς και τα Περιφερειακά της Γραφεία καταργήθηκαν και ορίστηκε ότι οι προβλεπόμενες στο ανωτέρω άρθρο 128 Ν. 4389/2016 αρμοδιότητές της ασκούνται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δύνανται να μεταβιβασθούν σε άλλα όργανα και υπηρεσίες του Υπουργείου αυτού με Προεδρικό Διάταγμα.
Από το συνδυασμό όλων των διατάξεων, που προαναφέρθηκαν, συνάγονται και τα ακόλουθα: α) Με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος ανήχθη σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό από το Κράτος η προστασία του περιβάλλοντος και υποχρεώθηκε αυτό να λαμβάνει ιδιαίτερα τόσο προληπτικά όσο και κατασταλτικά μέτρα για τη διαφύλαξη του, οι δε αρχές αυτές της προφυλάξεως και της προληπτικής δράσεως περιλαμβάνονται και στις έχουσες την αυξημένη ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος ανωτέρω διατάξεις της ΣΕΕ, της ΣΛΕΕ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης με το άρθρο 102 του Συντάγματος, κατά τη διάρθρωση των αρμοδιοτήτων της διοίκησης του Κράτους, ρητά ορίστηκε ότι η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), υπέρ των οποίων συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για τη διοίκηση των υποθέσεων αυτών, όπως ορίζει ο νόμος, στο πλαίσιο δε της εξουσιοδοτικής αυτής διάταξης του Συντάγματος, αλλά και του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονομίας, που κυρώθηκε με τον Ν. 1850/1989 και έχει επίσης την αυξημένη ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, εκδόθηκε ο Ν. 3463/2006 «Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων» (ΚΔΚ), ο οποίος όρισε ότι οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές είναι αρμόδιες να διευθύνουν και ρυθμίζουν όλες τις τοπικές υποθέσεις με βάση την αρχή της εγγύτητας, μεταξύ δε των υποθέσεων αυτών ρητά κατονομάζεται ως αρμοδιότητά τους και η καταπολέμηση της ρύπανσης του περιβάλλοντος στην περιφέρειά τους, συναφές δε προς τη διάταξη αυτή είναι και το άρθρο 28 παρ. 7 του εφαρμοστικού του άρθρου 24 παρ. του Συντάγματος Ν. 1650/1986, που ρητά ορίζει ότι στις περιπτώσεις εγκλημάτων του άρθρου 28 αυτού, στα οποία, όπως προαναφέρθηκε περιλαμβάνονται και τα εγκλήματα της ρυπάνσεως και υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος, μπορεί να παρίσταται στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγων και μάλιστα ανεξαρτήτως αν έχει υποστεί περιουσιακή ζημία και ο ΟΤΑ στην περιφέρεια του οποίου τελέστηκε το έγκλημα, με αίτημα την αποκατάσταση των πραγμάτων στο μέτρο που αυτή είναι δυνατή. 3) Στο προστατευόμενο περιβάλλον, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβάνεται και το θαλάσσιο περιβάλλον, για την προστασία του οποίου από τη ρύπανση, που προξενήθηκε τόσο από πετρέλαιο, όσο γενικώς και από κάθε άλλη ουσία, που αλλοιώνει τη φυσική κατάσταση του θαλασσινού νερού ή το καθιστά επιβλαβές στην υγεία του ανθρώπου ή στην πανίδα και χλωρίδα, με λήψη τόσο προληπτικών όσο και κατασταλτικών μέτρων, έχουν θεσπισθεί ειδικές διατάξεις με τους νόμους 314/1976, 1269/1982 και 2252/1994, που κύρωσαν τις προαναφερθείσες διεθνείς συμβάσεις και τελικά με τον Ν. 743/1977, όπως τροποποιηθείς κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 55/1998, ο οποίος αφορά τη ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος από κάθε πηγή και καθιερώνει αναλόγως αντικειμενική ή υποκειμενική ευθύνη για τα υπόχρεα πρόσωπα, για την αποκατάσταση των ζημιών, που προκλήθηκαν και για την καταβολή των δαπανών που έγιναν, όπως προαναφέρθηκε, με βάση την επίσης γενική αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», που λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις ανωτέρω αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, εμμέσως δε πλην σαφώς, με το άρθρο 12 του ως άνω π.δ/τος αναγνωρίζεται αρμοδιότητα στους ΟΤΑ για τη λήψη μέτρων αποτροπής ή αντιμετώπισης της ρύπανσης, αφού ορίζεται ότι οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν και οι ΟΤΑ για τον σκοπό αυτό, καταλογίζονται στον υπεύθυνο που προκάλεσε τη ρύπανση και στους συνυπευθύνους αυτού. 4) Για ναυάγια πλοίων που ευρίσκονται είτε σε λιμένες, διώρυγες ή δίαυλους ή και εκτός αυτών αλλά εντός των Ελληνικών χωρικών υδάτων, εφ’ όσον αυτά (μεταξύ άλλων) προσβάλλουν ή απειλούν να προσβάλλουν το περιβάλλον, με τον Ν. 2881/2001, στα πλαίσια των ανωτέρω γενικών αρχών της προφυλάξεως και της προληπτικής δράσεως, και υπό την οριζόμενη στον νόμο αυτό διαδικασία, ρητά δημιουργείται υποχρέωση του κυρίου του ναυαγίου να προβεί σε ανέλκυση και απομάκρυνση αυτού, ώστε να αρθεί η προσβολή του θαλασσίου περιβάλλοντος από την παραμονή του ναυαγίου κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ως κύριος δε του ναυαγίου, κατά τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη προς τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Π.Δ. 55/1998, που προσδιορίζει τους ευθυνόμενους για αποκατάσταση των ζημιών από θαλάσσια ρύπανση, πρέπει να θεωρηθεί όχι μόνο ο πλοιοκτήτης αλλά και ο τυχόν εφοπλιστής ή διαχειριστής του ναυαγισμένου πλοίου. 5) Για την άσκηση της σχετικής αγωγής άρσης της προσβολής του θαλασσίου περιβάλλοντος και αποκατάστασης των πραγμάτων δια της ανελκύσεως του ναυαγίου πλοίου, που ρυπαίνει ή απειλεί να ρυπάνει το περιβάλλον, σε περίπτωση αρνήσεως του ανωτέρω κυρίου αυτού να συμμορφωθεί, πέραν του Οργανισμού, που ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση λιμένα, διώρυγας ή διαύλου κατά τον Ν. 2882/2001, ή του Ελληνικού Δημοσίου δια της Δημόσιας Υπηρεσίας Λιμένων (ΔΑΛ) κατά τον Ν. 4389/2016, ή δια του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής μετά την κατάργηση της ΔΑΛ με τον Ν. 4676/2020, έχει άμεσο και άξιο προστασίας έννομο συμφέρον και νομιμοποιείται ενεργητικά και ο ΟΤΑ, που βρίσκεται σε εγγύτητα με το ναυάγιο και την προκαλούμενη ή απειλούμενη από αυτό ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος, έχοντας, προς τούτο, παράλληλη και συντρέχουσα αρμοδιότητα, στο πλαίσιο της οριζομένης από το άρθρο 102 του Συντάγματος και το άρθρο 75 του ΚΔΚ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, γενικής αρμοδιότητάς του να ρυθμίζει τις τοπικές υποθέσεις για την προστασία (μεταξύ άλλων) και της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας, με την καταπολέμηση της ρύπανσης του περιβάλλοντος στην περιφέρειά του, εκφάνσεις της οποίας (αρμοδιότητας) είναι και οι ανωτέρω ειδικές διατάξεις των άρθρων 28 παρ. 7 του Ν. 1650/1986 και 12 παρ. 2 του Π.Δ. 55/1998. Η αξίωση αυτή του ΟΤΑ πηγάζει ευθέως από τον συνδυασμό όλων των διατάξεων που προαναφέρθηκαν και δεν συνδέεται ούτε με το άρθρο 57 Α.Κ. , που εισάγει αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον για τον προσβαλλόμενο παράνομα στην προσωπικότητά του, ούτε με τα άρθρα 297 εδ. β’ και 914 Α.Κ. , που επιτρέπουν στο δικαστήριο, σε περίπτωση αδικοπραξίας, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις και εφόσον αυτό δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή, να διατάξει αντί η αποζημίωση από την αδικοπραξία να παρασχεθεί σε χρήμα, να γίνει αυτούσια αποκατάσταση της ζημίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 7/2006, Ολ. ΑΠ 4/2005). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (Ολ. ΑΠ 20/2005, Ολ. ΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι’ αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τέλος, κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, η συνδρομή των οποίων ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη, η έλλειψή τους δε συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αιτήσεως δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης (ΑΠ 102/2022, ΑΠ 772/2014). Ως έννομο συμφέρον νοείται κάθε υλικό ή ηθικό όφελος, που αναγνωρίζει ο νόμος υπέρ αυτού που ζητεί δικαστική προστασία, εφόσον επιπλέον είναι άμεσο και παρόν (ΑΠ 772/2014). Ως νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται, κατά κανόνα, από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της, και η οποία έχει, ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια, δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΑΠ 102/2022, ΑΠ 772/2014, ΑΠ 356/2013). Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 68 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Δηλαδή για τη νομιμοποίηση αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ’ αρχήν, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. (ΑΠ 915/2021, ΑΠ 42/2021 ΑΠ 46/2020). Για τον έλεγχο της νομιμοποίησης το δικαστήριο οφείλει να αρκεσθεί στους εμπεριεχόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο ισχυρισμούς. Αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φορέας του δικαιώματος και ο εναγόμενος ο φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης ή ότι αυτοί είναι τα υποκείμενα της έννομης σχέσης, που φέρεται προς κρίση. Αν οι αγωγικοί ισχυρισμοί δεν αιτιολογούν ένα τέτοιο σύνδεσμο ενάγοντος και εναγομένου, η αγωγή θα είναι ανομιμοποίητη και θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Αν οι αγωγικοί ισχυρισμοί αιτιολογούν μεν τον ως άνω σύνδεσμό, αλλά αποδεικνύεται η αναλήθεια των ισχυρισμών αυτών, τότε η αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος ή της επίδικης υποχρέωσης (ΑΠ 395/2022, ΑΠ 369/2021, ΑΠ 656/2019).
Περαιτέρω, επειδή η νομιμοποίηση του διαδίκου και το έννομο συμφέρον αποτελούν, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστικές προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτές ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 915/2021, ΑΠ 42/2021) και όχι εκείνον του αριθμού 14, ο οποίος ανακύπτει μόνον όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 102/2022, ΑΠ 109/2022). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων Δήμος, στην πρώτη από 5-3-2012 αγωγή του, που στρέφεται και κατά των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων, εξέθεσε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, τα ακόλουθα: Ότι υπό την ιδιότητά του ως Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ο μοναδικός Δήμος των νήσων… και Θηρασίας και του εντός αυτών σχηματιζομένου θαλασσίου χώρου των νησίδων… και Νέα και… και του κόλπου της… , τυγχάνει αρμόδιος σύμφωνα με το Ν. 3463/2006 «Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων» για την προστασία του περιβάλλοντος της περιφέρειάς του. Ότι στις 5-4-2007 και ώρα 15.48’ μ.μ. , στην περιοχή του ακρωτηρίου «…» του κόλπου της… και πλησίον του εντός του κόλπου αυτού ευρισκομένου λιμένα του… , στον οποίο κατευθυνόταν, το υπό ελληνική σημαία κρουαζιερόπλοιο (…» με αριθμό νηολογίου Πειραιά………. , το οποίο μετέφερε 650 επιβάτες και είχε και πλήρωμα από 391 μέλη, προσέκρουσε σε ύφαλο και επακολούθησε, λόγω της πρόσκρουσης αυτής, η βύθιση του στις 6-4-2007 και ώρα 07.00 π.μ. υπό τις συνθήκες που περιγράφονται αναλυτικά στην αγωγή, έκτοτε δε το πλοίο παραμένει στο βυθό της θάλασσας σε επικλινή θέση και σε βάθος 85 μέτρων στην πλώρη του και 150 μέτρων στην πρύμνη του, με κλίση 25ο προς τα δεξιά. Ότι πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη αναιρεσίβλητη, την τεχνική συνδιαχείρισή του ασκούσε η τρίτη αναιρεσίβλητη, και την οικονομική συνδιαχείριση του, πράγματι δε τον εφοπλισμό του είχε αναλάβει η δεύτερη αναιρεσίβλητη, ήταν δε ασφαλισμένο για την κάλυψη των ζημιών προς τρίτους και των κινδύνων από θαλάσσια ρύπανση στον αρχικό τέταρτο εναγόμενο ανωτέρω αλληλασφαλιστικό οργανισμό (ήδη μη διάδικο). Ότι η πρόσκρουση και η επακολουθήσασα ολική βύθιση του πλοίου, το οποίο δεν έχει εισέτι αναλκυσθεί, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στο σημείο του ναυαγίου, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του κόλπου της… , σοβαρή εστία περιβαλλοντικής μόλυνσης και παρούσας αλλά και μελλοντικής υποβάθμισης του περιβαλλοντολογικού ορίζοντα, ενόψει α) της συνεχιζόμενης καθημερινά έκλυσης από το πλοίο ποσοτήτων πετρελαιοειδών και ελαιολιπαντικών από τους υπάρχοντες αρχικά 450 περίπου τόνους πετρελαίου και 50 τόνους ελαιολιπαντικών, γιατί δεν έχουν διαφύγει στην θάλασσα, μέχρι την άσκηση της αγωγής περισσότεροι από 70 τόνους πετρελαίου, αφού μόνο μία από τις δεξαμενές πετρελαίου έχει διαρραγεί αλλά και β) της σταδιακής διάβρωσης του σκελετού και των οργάνων του πλοίου, η οποία οδηγεί σε περαιτέρω περιβαλλοντική ρύπανση εξαιτίας των αναφερομένων στην αγωγή βαρέων μετάλλων και λοιπών ρυπογόνων, ραδιενεργών, χημικών και τοξικών υλικών, που σταδιακά εκλύονται στο υδάτινο περιβάλλον και προκαλούν βλάβες στο θαλάσσιο οικοσύστημα και κατ’ επέκταση στον άνθρωπο. Ότι η πρόσκρουση του πλοίου, η μη αποτροπή της βύθισης αυτού για 15 σχεδόν ώρες και η ως άνω προκληθείσα περιβαλλοντική ζημία οφείλεται σε υπαίτιες και παράνομες πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων από τις τρεις πρώτες αναιρεσίβλητες προσώπων, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή. Ότι παρά την προκληθείσα και συνεχιζόμενη περιβαλλοντική επιβάρυνση, που δημιουργήθηκε με την βύθιση του πλοίου, και την συνακόλουθη προσβολή της φήμης της νήσου Σαντορίνης σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά τον κίνδυνο μελλοντικής επαύξησης της ρύπανσης, και παρά την ανάγκη προστασίας της περιοχής της… ως περιοχής με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος, οι τρεις πρώτες αναιρεσιβλήτες εταιρίες, αν και υποχρεούνται να προβούν στην ανέλκυση του ναυαγίου, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το Ν. 2881/2001 διαδικασίες, και αν και οχλήθηκαν σχετικώς προς τούτο κατά την παρ. 2 του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου από το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο… , το οποίο υπάγεται στον αναιρεσείοντα, ο οποίος διορίζει την διοίκησή του, αρνούνται παράνομα να προβούν στην οφειλομένη από τον ανωτέρω νόμο άρση της αιτίας, που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί την περιβαλλοντική βλάβη, δηλαδή στην ανέλκυση και απομάκρυνση του ναυαγισμένου πλοίου με δικές τους δαπάνες, αφού το ανωτέρω Ταμείο δεν έχει τους οικονομικούς πόρους να προκαταβάλει τις δαπάνες αυτές, δεδομένου ότι αυτό, μετά την άρνηση των αναιρεσιβλήτων να ανταποκριθούν στην πρόσκλησή που τους απηύθυνε, κατά τον ανωτέρω νόμο, να προβούν στην ανέλκυση του ναυαγίου, προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό για υποβολή προσφοράς σχετικά με το κόστος της μελέτης ανέλκυσης του ναυαγίου και υποβλήθηκαν προσφορές για την σύνταξη μελέτης με κυμαινόμενο κόστος από 2,5 έως 6 εκατομμύρια ευρώ, ενώ και με βάση μία προσφορά το κόστος ανέλκυσης υπολογίσθηκε μεταξύ 50 και 85 εκατομμυρίων ευρώ. Ότι έχει έννομο συμφέρον και νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της επίδικης αγωγής άρσης της προσβολής του θαλασσίου οικοσυστήματος του, με βάση την συνταγματική αλλά και κοινοτικής προέλευσης αρχή της προφύλαξης και της πρόληψης, το άρθρο 75 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και το άρθρο 57 του ΑΚ, αφού από την δυσφήμηση της νήσου της… παγκοσμίως, ως επικίνδυνης για την υγεία των αφικνουμένων σε αυτήν, λόγω της ύπαρξης στο υποθαλάσσιο οικοσύστημά της μια «τοξικής βόμβας», όπως αποκαλούν το ναυάγιο, προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του. Τέλος, για του ανωτέρω λόγους, ζήτησε να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτες αναιρεσίβλητες και ο μη διάδικος τέταρτος εναγόμενος, εις ολόκληρον έκαστος, κυρίως μεν, στην ανέλκυση και την απομάκρυνση του ναυαγίου από την ως άνω περιοχή, πραγματοποιώντας την έναρξη των σχετικών εργασιών εντός τριμήνου από την έκδοση της πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης και, επικουρικώς, στην προκαταβολή χρηματικού ποσού ογδόντα εκατομμυρίων ευρώ (80.000.000 €) προς τον αναιρεσείοντα, επί αποδόσει λογαριασμού, ώστε να προβεί αυτός σε κάθε αναγκαία ενέργεια για την ανέλκυση και την απομάκρυνση του ναυαγίου. Άλλως, ζήτησε να υποχρεωθούν στην καταβολή ισόποσης εγγυοδοσίας υπέρ αυτού (ενάγοντος) ή του Ελληνικού Δημοσίου για την κάλυψη των εξόδων ανελκύσεως και απομακρύνσεως του ναυαγίου, με απειλή χρηματικής ποινής ποσού είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) ημερησίως για την περίπτωση αρνήσεώς τους.
Η αγωγή, κατά το αίτημά να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτες αναιρεσίβλητες να προβούν με δικές τους δαπάνες στην ανέλκυση του ναυαγίου, το οποίο μόνο έγινε δεκτό πρωτοδίκως, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την ακόλουθη αιτιολογία: «Με αυτά που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. IV εκτέθηκαν, η εις ολόκληρον υποχρέωση των εκκαλουσών εταιριών (ήδη τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων) στην ανέλκυση και την απομάκρυνση του ναυαγίου του… από την περιοχή της… θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αιτήματος είτε άρσης της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος Δήμου κατά το άρθρο 57 ΑΚ, είτε αυτούσιας αποκατάστασης της ζημίας, που αυτός υπέστη, κατά τα άρθρα 914 ΑΚ και 12 Ν. 743/1977, που πράγματι συρρέουν ελεύθερα. Όμως, για τη νομιμοποίησή του κατά τις δύο [ 2 ] τελευταίες διατάξεις ο ενάγων δεν επικαλέστηκε την επέλευση συγκεκριμένης βλάβης σε δικό του ιδιωτικό δικαίωμα ή σε έννομα προστατευόμενο περιουσιακό συμφέρον του. Αντιθέτως, ρητά διευκρίνισε ότι ενάγει «πέραν της όποιας έχει υποστεί περιουσιακής ζημίας και ανεξάρτητα από αυτήν». αποσκοπώντας μόνο στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και στην αναίρεση των επιβαρυντικών γι’ αυτό συνεπειών της βύθισης του ως άνω πλοίου και της εστίας ρυπάνσεως, που δημιούργησε. Επομένως, υπό τα εκτιθέμενα, από το επίμαχο ναυάγιο δεν επήλθε προσβολή απολύτου δικαιώματος του ενάγοντος ούτε περιουσιακού εννόμου συμφέροντος του, ως τέτοιου μη δυνάμενου να εννοηθεί ούτε η δυσφήμηση της Νήσου (και όχι του Δήμου)… από τις εικόνες της βύθισης του πλοίου, που μεταδόθηκαν τηλεοπτικά ανά τον πλανήτη, ούτε οι επιπτώσεις της δυσφημήσεως αυτής στην οικονομία της Νήσου και όχι του Δήμου (για τον οποίο δεν εκτίθεται καμία μείωση των εσόδων του, των προερχομένων από οποιαδήποτε πηγή και ιδίως από την τουριστική κίνηση). Κατά συνέπεια, ο ενάγων, ως μη δυνάμενος να υποστεί, λόγω της νομικής του προσωπικότητας, βλάβη σε έννομα αγαθά που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα (ζωής ή υγείας), μηδέ υποστάς περιουσιακή ζημία, καμία αξίωση αποζημιώσεως δε διατηρούσε έναντι των εναγομένων ούτε χρηματική ούτε υπό τη μορφή της αποκατάστασης των πραγμάτων στην πρότερη του ναυαγίου κατάσταση, που θα μπορούσε να επέλθει δια της ανελκύσεώς του. Άλλωστε, για τη νομιμοποίησή του ο ενάγων Δήμος επικαλέστηκε το δικαίωμα στην προσωπικότητά του, για την οποία υποστήριξε ότι προσβλήθηκε από τις βλαβερές περιβαλλοντικές συνέπειες του ναυαγίου, που παρεμπόδισαν την κατά προορισμό χρήση κοινών σε όλους πραγμάτων, όπως η θαλάσσια περιοχή και οι ακτές της…. Τέτοιο δικαίωμα, όμως, ο ενάγων δεν είχε, αφού η χρήση των κοινών σε όλους πραγμάτων δεν προσιδιάζει σε νομικά πρόσωπα. Επομένως, ούτε με βάση το άρθρο 57 ΑΚ νομιμοποιούταν ο ενάγων στην άσκηση αξιώσεως σχετική με την ανέλκυση του επίμαχου ναυαγίου, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε άρση της προσβολής των συγκεκριμένων περιβαλλοντικών αγαθών. Εξάλλου, εσφαλμένα με την εκκαλουμένη έγινε δεκτή ως βάση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του ενάγοντος ο σκοπός προστασίας του περιβάλλοντος σύμφωνα με τον ΚΔΚ (ενν. Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων). Και τούτο διότι, κατά τα προαναφερθέντα, στις νόμιμες αρμοδιότητες οποιουδήποτε παράκτιου Δήμου δεν περιλαμβάνεται η επιδίωξη δικαστικώς ή εξωδίκως της ανελκύσεώς ναυαγίου έναντι του κυρίου αυτού, αφού η αρμοδιότητα αυτή έχει δια νόμου ανατεθεί σε άλλο διοικητικό όργανο, που κρίθηκε καταλληλότερο προς επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της εκκαθάρισης των θαλασσών από ναυάγια για τη διασφάλιση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Κατά συνέπεια, ο ενάγων Δήμος δικαίωμα (και αρμοδιότητα) θα είχε να στραφεί μόνον κατά του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου… για να ζητήσει την ενεργοποίηση της ειδικής διοικητικής διαδικασίας του Ν. 2881/2001, αν εκείνο το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν είχε ήδη προβεί στις εκτιθέμενες στην αγωγή ενέργειές του κατά των εναγόμενων εταιριών (προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού για υποβολή προσφοράς κόστους μελέτης ανέλκυσης του ναυαγίου). Περαιτέρω, ο ενάγων Δήμος, αναγνωρίζοντας ότι η αποκαταστατική λειτουργία της «κλασικής» αποζημίωσης είναι, επί περιβαλλοντικών προσβολών, όπως η επίδικη, περιορισμένη, επειδή προϋποθέτει ζημία σε ιδιωτικά έννομα αγαθά ή περιουσιακά συμφέροντα, επιχειρεί να θεμελιώσει τη νομιμοποίησή του σε γενική αρχή του δικαίου, την οποία συνάγει από τις ειδικότερες αρχές της προλήψεως και της προφυλάξεως,… και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δανειστές της απαιτήσεως για την ανέλκυση του βυθισθέντος πλοίου είναι όχι μόνον ο ίδιος αλλά οι «Πανέλληνες», καθώς και ολόκληρη η Διεθνής Κοινότητα. Ο συλλογισμός αυτός είναι προφανές ότι οδηγεί στην παραδοχή της λαϊκής αγωγής, την οποία όμως δεν ανέχεται η ελληνική δικονομική έννομη τάξη. Τέλος, ακόμα και αν γινόταν δεκτή η πάντως εδώ αποκρουόμενη εκδοχή, την οποία υιοθέτησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι το «ηθικό έννομο συμφέρον» του ενάγοντος τον νομιμοποιεί στην έγερση της υπό κρίση αγωγής, αυτή θα ήταν και πάλι απορριπτέα ως απαράδεκτη, επειδή το έννομο αυτό συμφέρον, το οποίο θα έπρεπε να διαρκεί υφιστάμενο σε κάθε στάση της δίκης… εξέλιπε ήδη, καθώς, όπως προκύπτει από τα ακόλουθα έγγραφα, που παραδεκτώς επισκοπεί το Δικαστήριο και πριν την είσοδο στην ουσία της υποθέσεως (άρθρο 73 ΚΠολΔ), αφού αφορούν στο παραδεκτό της αγωγής, μετά την ακύρωση δυνάμει της με αριθμό 1820/2019 αποφάσεως του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικράτειας, της παραλείψεως του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και του Λιμενικού Ταμείου… , το (υ) μεν πρώτο (υ) να διαπιστώσει αν συντρέχει πρακτική δυνατότητα ανελκύσεως του βυθισθέντος πλοίου, το (υ) δε δεύτερο (υ) να ολοκληρώσει τη διαγωνιστική διαδικασία, που εκκίνησε με πρωτοβουλία του το έτος 2008, ήδη ο Διοικητής της ΔΑΛ (ενν. Δημοσίας Αρχής Λιμένων) με την με αριθμό πρωτοκόλλου………. /………. /9.12.2009 (ενν. 2019) απόφασή του προέβη σε διακήρυξη επαναληπτικού μειοδοτικού διαγωνισμού για την ανέλκυση και απομάκρυνση εκτός του όρμου του… του επιδίκου ναυαγίου, με δαπάνες της κυρίας του πλοίου, στην οποία και αυτές καταλογίστηκαν στο σύνολό τους. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν η από 5.3.2012 αγωγή ήταν ενεργητικώς ανομιμοποίητη και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Για τους ίδιους λόγους εσφαλμένες παρίστανται οι κρίσεις και της υπ’ αριθμ. 51/2017 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που ερευνώντας σχετικό λόγο εφέσεως των εκκαλούντων, δέχθηκε ότι ο ενάγων Δήμος διατηρούσε κατ’ εφαρμογή του ΚΔΚ έννομο συμφέρον για την έγερση της ως άνω αγωγής και νομιμοποιούταν ενεργητικά να αναλαμβάνει δικαστικές ενέργειες για τη διατήρηση της κατά προορισμό καταστάσεως των θαλασσίων υδάτων και την προστασία τους από κάθε προσβολή». Έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο, δεχόμενο ότι ο αναιρεσείων Δήμος δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκησή της υπό κρίση αγωγής, έκανε δεκτή την έφεση των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων και, αφού εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την από 5-3-2012 αγωγή του αναιρεσείοντος κατ’ αυτών ως απαράδεκτη, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 102 παρ. 1, 2, 4 του Συντάγματος, 3 και 6 παρ. 1 της ΣΕΕ, 11 και 191 παρ. 2 της ΣΛΕΕ και 37 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κυρώθηκαν και οι τρεις αυτές συνθήκες με τον Ν. 3671/2008, 1, 2, 28, 29, 30 Ν. 1650/1986, τους Ν. 314/1976, 1269/1982 και 2252/1994, που κύρωσαν τις αναφερόμενες σε αυτούς Διεθνείς Συμβάσεις, τα άρθρα 1, 2, 11 παρ. 1-4, 12 παρ. 1, 2, 4 Π.Δ. 55/1998 που κωδικοποίησε τον Ν. 743/1977, 1 παρ. 1-2, 2 παρ. 1-5, 4 παρ. 1 και 9 παρ. 1 Ν. 2881/2001, 3, 4 Ν. 1850/1989, 1, 75 παρ. Β-2 Ν. 3463/2006 και 28 Ν. 2738/1999, τις οποίες εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, καίτοι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήταν εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση, μη υπαγάγοντας σωστά σ’ αυτές τα θεμελιωτικά της αγωγής πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία α) η πρώτη αναιρεσίβλητη ήταν η πλοιοκτήτρια, η δεύτερη η κατ’ ουσίαν εφοπλίστρια και η τρίτη η τεχνική συνδιαχειρίστρια του κρουαζιερόπλοιου……………….. , το οποίο από αμέλεια των προστηθέντων υπαλλήλων τους βυθίστηκε και παραμένει βυθισμένο στον κόλπο της… και πλησίον του λιμένα του… της νήσου… , η διαχείριση του οποίου ανήκει στο υπαγόμενο στον αναιρεσείοντα Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο… , β) το ναυαγισμένο αυτό πλοίο ρυπαίνει και θα συνεχίσει να ρυπαίνει το θαλάσσιο περιβάλλον του ανωτέρω κόλπου και των ακτών του, γιατί από αυτό εκλύονται πετρέλαιο, ελαιολιπαντικά και οι λοιπές, αναφερόμενες στην αγωγή, ρυπογόνες ουσίες, γ) οι αναιρεσίβλητες αρνούνται να προβούν στην ανέλκυση και απομάκρυνση του ναυαγίου, παρά τη νόμιμη κλήση τους από το Λιμενικό Ταμείο… , το οποίο αδυνατεί και αυτό, λόγω του κόστους της ανέλκυσης, να ανταποκριθεί, μη έχοντας τους σχετικούς πόρους, γι’ αυτό και δεν προέβη το ίδιο στην ανέλκυση αυτή κατά τον Ν. 2882/2001 με καταλογισμό του κόστους στις αναιρεσίβλητες και δ) ότι η περιοχή του κόλπου της… ανήκει στην περιφέρεια του αναιρεσείοντος, και τα οποία (περιστατικά) θεμελιώνουν, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, τη νομιμοποίηση του αναιρεσείοντος ως… (ΟΤΑ) και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον του για την άσκηση της αγωγής, δεδομένου ότι, με το άρθρο 75 παρ. 1 του Ν. 3463/2006 (ΔΚΚ), στο πλαίσιο της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 102 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία θεσπίστηκε τεκμήριο αρμοδιότητας στους ΟΤΑ για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, του έχει ανατεθεί ρητά, μεταξύ άλλων, με σκοπό τη βελτίωση των συμφερόντων και της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας, και η καταπολέμηση της ρύπανσης του περιβάλλοντος στην περιφέρειά του, για την προστασία αυτού, η οποία έχει αναχθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος και τις προαναφερθείσες Διεθνείς Συνθήκες, που έχουν επικυρωθεί με νόμο και έχουν την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό από τη Διοίκηση του Κράτους, με την υποχρέωση λήψης τόσο προληπτικών όσο και κατασταλτικών μέτρων, με βάση τη γενική αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και, ως εκ τούτου, βρισκόμενος ο αναιρεσείων Δήμος σε σχέση εγγύτητας με το ρυπογόνο πλοίο και έχοντας συντρέχουσα αρμοδιότητα με τον «Οργανισμό» του άρθρου 1 του Ν. 2881/2001, είτε αυτός είναι το Λιμενικό Ταμείο… , είτε το Ελληνικό Δημόσιο δια της θεσπισθείσας με τον Ν. 4389/2016 Δημόσιας Αρχής Λιμένων ή, μετά την κατάργησή της με τον Ν. 4676/2020, δια του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, έχει προφανές έννομο συμφέρον και νομιμοποιείται ενεργητικά, να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή άρσης της προσβολής του θαλασσίου περιβάλλοντος, δια της ανελκύσεως και απομακρύνσεως του ρυπογόνου πλοίου, στρεφόμενος κατά των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων, υποχρεούμενων προς τούτο, ως κυρίων του ναυαγίου υπό τις ως άνω ιδιότητές τους, αφού αντλούσαν οικονομικό όφελος από την εκμετάλλευσή του πλοίου, να προβούν στην ανέλκυση και απομάκρυνσή του. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος λόγος αναίρεσης, εξεταζόμενοι ως σύνολο, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια από τον αριθμό 1 (όχι δε και 8 και 19) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι.
Γ) Λόγος αναίρεσης που αφορά στην από 22-3-2012 αγωγή.
Κατά τη διάταξη του αρθ.57 εδ. α’ ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Προσβολή της προσωπικότητας κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης υπάρχει σε κάθε περίπτωση παράνομης μειωτικής επέμβασης στη σφαίρα αυτής από τρίτο, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, που συνιστούν συντελεστές, προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτόμενου κατά το χρονικό σημείο της προσβολής (ΑΠ 463/2021, ΑΠ 474/2020, ΑΠ 712/2011, ΑΠ 1897/2006). Παράνομη είναι η προσβολή της προσωπικότητας, όταν η βλαπτική πράξη του τρίτου απαγορεύεται από διάταξη νόμου ή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή επιχειρείται κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας από πλευράς έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του (ΑΠ 463/2021, ΑΠ 1354/2015, ΑΠ 849/2015, AΠ 1231/2014). Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 57 Α.Κ. η προστασία του δικαίου εκτείνεται και στους συντελεστές εκείνους που αποτελούν την ατομικότητα του προσώπου, είτε αυτοί αναφέρονται στην φυσική του υπόσταση (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία) είτε στην πνευματική, ηθική ή κοινωνική του ατομικότητα. Στην έννοια της προσωπικότητας περιέχονται όλες εκείνες οι αστάθμητες αξίες, που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου και προστατεύονται όλα τα αγαθά που τη συγκροτούν, δηλαδή, μεταξύ άλλων, α) στοιχεία αναφορικά με τη ζωή, σωματική ακεραιότητα και την υγεία του προσώπου (σωματικά αγαθά), β) στοιχεία αναγόμενα στον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου (ψυχικά αγαθά), γ) στοιχεία σχετικά με την ελευθερία προς ανάπτυξη της προσωπικότητας, δ) στοιχεία συνδεόμενα με την τιμή του προσώπου, ε) στοιχεία του ιδιωτικού βίου και της σφαίρας του απορρήτου (ΑΠ 463/2021, ΑΠ 43/2016, ΑΠ 543/2009). Στην έννοια δε του δικαιώματος επί της προσωπικότητας περιλαμβάνονται και όλα τα άυλα αγαθά, τα οποία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το πρόσωπο και ανήκουν σ ` αυτό, όπως είναι και η κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου. Από τα ανωτέρω απορρέει και το δικαίωμα χρήσεως των κοινών σε όλους και των κοινοχρήστων πραγμάτων, που εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια του περιβάλλοντος και συμπίπτουν σε ευρεία κλίμακα με τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά αγαθά, συνιστώντας τόσο προϋπόθεση ζωής, όσο και στοιχεία για την εξασφάλιση ποιότητας ζωής. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι η απόλαυση ενός ήρεμου περιβάλλοντος ελεύθερου από ρύπους είναι και αυτή μία έκφανση του δικαιώματος επί της προσωπικότητας. Προσβολή ως προς αυτή την πλευρά του όλου δικαιώματος μπορεί να προκαλείται και όταν διαταράσσεται η ωφέλεια από την απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είναι και το θαλάσσιο περιβάλλον με την αποβολή ρύπων σε αυτό. Εάν η αποβολή είναι τόσο ισχυρή, ώστε να απειλεί και την υγεία των κοινωνών, τότε επέρχεται προσβολή και ως προς μία επιπλέον έκφανση του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας εκείνης που αφορά το ειδικότερο δικαίωμα στην υγεία (ΑΠ 463/2021, ΑΠ 1574/2014). Συνεπώς, το δικαίωμα χρήσης των κοινών σε όλους και των κοινόχρηστων πραγμάτων αποτελεί αυτοτελή εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητας, όπως προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ (ΑΠ 463/2021, ΑΠ 718/2001). Το δικαίωμα επί της προσωπικότητας προσδιορίζεται εννοιολογικά και με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 2 και 5 και 24 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, ενώ η συμπεριφορά με την οποία διαταράσσεται από τρίτους στοιχείο περιβαλλοντικό κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, είτε να αλλοιώνεται ή να καταργείται η κοινή ωφέλεια, που πηγάζει από τη χρήση του συγκεκριμένου πράγματος, είτε να καθίσταται αδύνατη η χρήση του στοιχείου αυτού, συνιστά παράνομη προσβολή κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 970 Α.Κ. , όπως αυτές εμπλουτίζονται από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Επομένως, το δικαίωμα του ανθρώπου στη χρήση και την απόλαυση της ωφέλειας του ζωτικού χώρου του, αποτελεί την ιδιωτικού δικαίου έκφανση της κατοχύρωσης από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, του κοινωνικού δικαιώματος στο περιβάλλον, που τριτενεργεί στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις μέσω των διατάξεων των άρθρων 57 και 967 επ. Α.Κ. Η προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας μέσω των ανωτέρω διατάξεων του Α.Κ. , απαιτεί τη συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) Προσβολή του δικαιώματος χρήσης, που συνίσταται στη διατάραξη από τρίτους κάποιου περιβαλλοντικού στοιχείου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αλλοιώνεται ή να καταργείται η κοινή ωφέλεια, που πηγάζει από τη χρήση του συγκεκριμένου πράγματος ή προσβολή της υγείας (σωματικής ή ψυχικής) του προσώπου και β) παράνομος χαρακτήρας της προσβολής, δηλαδή ύπαρξη συμπεριφοράς αντίθετης με τις επιταγές ή απαγορεύσεις της έννομης τάξης, που προσβάλλει την κοινή χρήση ή την κοινή ωφέλεια κοινού σε όλους ή κοινόχρηστου πράγματος ή τη σωματική ή την ψυχική υγεία του ατόμου. Η αξίωση που απορρέει από την προσβολή του πιο πάνω δικαιώματος συνίσταται, εκτός των άλλων, στην άρση της τελευταίας και την παράλειψή της στο μέλλον, εφόσον υπάρχει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής (προληπτική αξίωση για παράλειψη). Για την άσκηση των παραπάνω αξιώσεων νομιμοποιείται ο χρήστης του συγκεκριμένου πράγματος ή το πρόσωπο (ως προς τα σωματικά ή ψυχικά αγαθά) που υπέστη την προσβολή, ο οποίος, στην πρώτη περίπτωση, θα πρέπει να βρίσκεται σε ορισμένη τοπική σχέση με το αντίστοιχο περιβαλλοντικό αγαθό (ΑΠ 463/2021, ΑΠ 43/2016). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ, στην περίπτωση του άρθρου 57 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας, ο προσβληθείς δικαιούται να ζητήσει την ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης με την επιδίκαση ορισμένου χρηματικού ποσού (ΑΠ 766/2021, ΑΠ 463/2021, ΑΠ 1574/2014). Εξάλλου, χρηματική ικανοποίηση λόγω παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς τους δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη, το εμπορικό τους μέλλον ή η φήμη τους (ΑΠ 691/2023, ΑΠ 560/2022, ΑΠ 766/2021, ΑΠ 932/2019). Στις περιπτώσεις αυτές, τα αντίστοιχα θεμελιωτικά της ανωτέρω ηθικής βλάβης συγκεκριμένα περιστατικά, ώστε να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, πρέπει να τα επικαλείται ειδικά (και στην συνέχεια να τα αποδεικνύει) το ενάγον νομικό πρόσωπο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 691/2023, ΑΠ 932/2019, ΑΠ 730/2015, ΑΠ 382/2011).Ως νομικά πρόσωπα νοούνται όχι μόνο τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου αλλά και τα δημοσίου δικαίου, όπως οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αφού και αυτά είναι δυνατόν να πληγούν στην φήμη τους κατά τα ανωτέρω. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (AΠ 133/2022, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1424/2017). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος (ΑΠ 133/2022, ΑΠ5/2020). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ ` αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ (ΑΠ 133/2022). Έτσι, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στην αγωγή, ή δεν έλαβε υπόψη του τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν, ιδρύεται ο λόγος του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ, αν κατά παράβαση του νόμου θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα πραγματικά γεγονότα, ιδρύεται ο λόγος από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 362/2011), ο οποίος υπάρχει αν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων Δήμος, στην δεύτερη από 22-3-2012 αγωγή του, που στρέφεται, πέραν των προαναφερθεισών αναιρεσιβλήτων εταιρειών, και κατά των Ι. Μ. – ήδη τετάρτου αναιρεσιβλήτου, πλοιάρχου του ανωτέρω βυθισθέντος πλοίου,……………….. – ήδη έκτου αναιρεσιβλήτου, ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού και γενικού διευθυντή του τεχνικού τομέα της τρίτης αναιρεσίβλητης,……………….. – ήδη εβδόμου αναιρεσιβλήτου, εξουσιοδοτημένου προσώπου της ιδίας τρίτης αναιρεσίβλητης εταιρείας να δίνει τις οδηγίες και εντολές για την διάσωση τόσο των επιβατών και του πληρώματος, όσο και αυτού του πλοίου και………………… – ήδη πέμπτου αναιρεσιβλήτου γενικού διευθυντή επιχειρήσεων Στόλου και αρμοδίου να στείλει ρυμουλκά πλοία για την διάσωση του βυθισθέντος τελικά πλοίου, αφού εξέθεσε τα ίδια ανωτέρω περιστατικά για τον τρόπο βύθισης του πλοίου και την προκληθείσα αλλά και συνεχιζόμενη ρύπανση του θαλασσίου οικοσυστήματος από την αιτία αυτή, και αφού προσδιόρισε τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των ανωτέρω εναγομένων φυσικών προσώπων, οι οποίες συνετέλεσαν αναλόγως, είτε στην πρόσκρουση του πλοίου, είτε στην μη αποτροπή της βύθισής του, στη συνέχεια εξέθεσε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, τα ακόλουθα: Ότι εξαιτίας του γεγονότος της βυθίσεως του πλοίου, της εκτεταμένης ρυπάνσεως που προκλήθηκε και εξακολουθεί να προκαλείται, αλλά και αυτής που θα προκαλείται με βεβαιότητα στο μέλλον, προσβλήθηκε η φήμη της Νήσου… ως παγκόσμιου τουριστικού προορισμού, με περαιτέρω αποτέλεσμα να τρωθεί το συναποτελούν την «προσωπικότητά» του στοιχείο της φήμης του και τελικό αποτέλεσμα να βλαφτεί ο ίδιος ηθικά. Για τη θεμελίωση της βλάβης του αυτής εξέθεσε ειδικότερα ότι η Νήσος Θήρα δυσφημίστηκε παγκοσμίως ως επικίνδυνη για την υγεία των επισκεπτών της, με σχετικές αναφορές σε έντυπα και μέσα ενημέρωσης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ότι η προσωπικότητά του υπέστη διαρκή και μακροχρόνια προσβολή, επειδή εμφανίστηκε να αδυνατεί να περιφρουρήσει την καθαρότητα και την υγιεινή του οικοσυστήματος, ότι οι καθημερινές δημοσιεύσεις δημιούργησαν δυσμενές κλίμα, όσον αφορά την τουριστική προβολή του νησιού, ότι ο ίδιος αναγκάστηκε να απολογείται σε τουριστικά γραφεία και τουριστικούς πράκτορες, να εξηγεί ότι έχει μεριμνήσει για την υγεία των επισκεπτών και να ενημερώνει για τους λόγους παραμονής στην θαλάσσια περιοχή της… του πλωτού φράγματος, που τοποθετήθηκε πάνω από το ναυάγιο για να περιορίσει τοπικά τη ρύπανση από τα πετρελαιοειδή που διαρρέουν στη θάλασσα και ότι η επιστημονική αντιπαράθεση ως προς τη σοβαρότητα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του ναυαγίου έβλαψε τη φήμη της Σαντορίνης ως του ωραιότερου στον κόσμο ταξιδιωτικού προορισμού. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε ο ενάγων να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν νομιμοτόκως, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για της ηθική βλάβη που υπέστη από την ανωτέρω προσβολή της προσωπικότητάς του, το ποσό των 10.000.000 ευρώ. Η αγωγή, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή πρωτοδίκως ως προς όλους τους αναιρεσίβλητους, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την ακόλουθη αιτιολογία: «Κρίνοντας έτσι όμως (ενν. η εκκαλούμενη απόφαση) έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των άρθρων 216 ΚΠολΔ και 932 ΑΚ, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν επικαλέστηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη, οικονομικά αποτιμώμενη, ζημία του με υλική υπόσταση, όπως κατά τα προαναφερθέντα απαιτείται για τη νομιμότητα του αιτήματος περί αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης ενός νομικού προσώπου. Ειδικότερα, δεν ανέφερε, ούτε ότι εξαιτίας του ναυαγίου και της περιβαλλοντικής μόλυνσης απομειώθηκαν τα έσοδά του από οποιαδήποτε αιτία, όπως θα μπορούσε να συμβεί αν είχε σημειωθεί πτώση της τουριστικής κίνησης και μείωση των δικαιωμάτων του Δήμου… (λ.χ. από τέλη παρεπιδημούντων), ούτε ότι αυξήθηκαν οι δαπάνες του για την αντιμετώπιση πρόσθετων αναγκών (λ.χ. για την πρόσληψη έκτακτου ή μόνιμου προσωπικού και την οργάνωση δημοτικής υπηρεσίας επιφορτισμένης με την ενημέρωση των τουριστικών πρακτόρων σχετικά με την κατάσταση που είχε δήμιουργηθεί). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, όπως οι εκκαλούντες υποστηρίζουν, χωρίς ο ισχυρισμός τους αυτός να αμφισβητείται, λαμβανόμενος επομένως υπόψη ως αληθής (άρθρα 261 εδαφ. β και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ) και κατά το παρόν διαδικαστικό στάδιο, αφού αναφέρεται σε προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής (άρθρο 73 ΚΠολΔ), η τουριστική κίνηση (επιβάτες κρουαζιέρας) στη Νήσο Θήρα αυξήθηκε μεταξύ των ετών 2010 και 2012 κατά ποσοστό 8,17 %. Περαιτέρω, η φήμη της Νήσου… ως τουριστικού προορισμού δεν ταυτίζεται με την υπόληψη του Δήμου… ως οργανωμένου και αποτελεσματικά λειτουργούντος… , δεδομένου ότι το φυσικό κάλλος του τοπίου, στο οποίο στηρίζεται η πρώτη, δε σχετίζεται με την επάρκεια των υπηρεσιών, που παρέχονται σε δημότες και επισκέπτες, στην οποία στηρίζεται η δεύτερη. Οι δε «επιστημονικές αντιπαραθέσεις». στις οποίες γίνεται αναφορά όλως αορίστως, δεν είναι επαρκείς για να θεμελιώσουν ηθική βλάβη του ενάγοντος, αφού, υπό τα εκτιθέμενα, αυτές βλάπτουν τη φήμη της Νήσου… και όχι του Δήμου…. Όσον αφορά τη δυσφήμηση που υφίσταται ο ενάγων από έντυπα και μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό με δημοσιεύματα, που τον εμφανίζουν να αδυνατεί να περιφρουρήσει την καθαρότητα και την υγιεινή του περιβάλλοντος σε όλο το Νησί, για τα οποία δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη αναφορά στην αγωγή με προσδιορισμό του συντάκτη τους ή του εκδότη των εντύπων ή του υπευθύνου των μέσων ενημέρωσης, θα μπορούσε μεν να στηρίξει αξιώσεις έναντι των δυσφημούντων, όχι όμως και έναντι των εναγομένων, οι οποίοι, υπό τα εκτιθέμενα, αρνούνται να αποκαταστήσουν την περιβαλλοντική υποβάθμιση, που φέρονται να έχουν προκαλέσει, όχι όμως και να δηλώνουν αυτοί οι ίδιοι ότι ο ενάγων δεν είναι σε θέση να προστατεύσει το θαλάσσιο και χερσαίο περιβάλλον στην περιοχή της τοπικής του αρμοδιότητας. Επομένως, η από 22.3.2012 αγωγή ήταν αόριστη και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Για τους ίδιους λόγους εσφαλμένες παρίστανται οι κρίσεις και της υπ’ αριθμ. 51/2017 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που, μολονότι δέχθηκε ότι η ηθική βλάβη των νομικών προσώπων έχει υλική υπόσταση, της οποίας πρέπει να γίνεται επίκληση, εντούτοις θεώρησε ότι ο ενάγων είχε επικαλεστεί με τρόπο ορισμένο πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να υπαχθούν στις διατάξεις του νόμου».
Η έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο αγωγή, με την οποία ο αναιρεσείων επικαλέστηκε ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά α) των προστηθέντων από τις τρεις πρώτες αναιρεσίβλητες τετάρτου, έκτου και εβδόμου των αναιρεσιβλήτων, εξαιτίας της οποίας αναλόγως επήλθε η πρόσκρουση του κρουαζιερόπλοιου σε ύφαλο ή η αποτροπή της βυθίσεώς του, β) του πέμπτου αναιρεσιβλήτου, εξαιτίας της οποίας επήλθε η αποτροπή της βυθίσεώς του και γ) των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων, οι οποίες δεν προβαίνουν, όπως έχουν νομική υποχρέωση, στην ανέλκυση και απομάκρυνση του πλοίου, προκλήθηκε και συνεχίζει να προκαλείται ρύπανση του θαλασσίου οικοσυστήματος στην περιοχή του κόλπου της… στη νήσο Θήρα, η προστασία του οποίου υπάγεται νομίμως στην αρμοδιότητά του ως… (ΟΤΑ), με αποτέλεσμα να προσβάλλεται η φήμη του και συνεπώς και το δικαίωμα στην προσωπικότητά του και να υφίσταται έτσι ηθική βλάβη, είναι αόριστη και συνεπώς απορριπτέα ως απαράδεκτη, γιατί ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα σε τι ακριβώς συνίσταται η προσβολή της φήμης του από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων, δεδομένου ότι δεν αποτελούν τέτοιο προσδιορισμό τα αναφερόμενα στην αγωγή: α) ότι η νήσος Θήρα δυσφημίστηκε παγκοσμίως ως επικίνδυνη για την υγεία των επισκεπτών και ότι η επιστημονική αντιπαράθεση ως προς τη σοβαρότητα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του ναυαγίου βλάπτει την φήμη της, αφού τα περιστατικά αυτά δεν αναφέρονται στον ίδιο τον αναιρεσείοντα ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο, αλλά στην εδαφική περιοχή της νήσου… , και β) ότι ο ίδιος εμφανίζεται ως ο ΟΤΑ, που αδυνατεί να περιφρουρήσει την καθαρότητα και την υγιεινή του θαλασσίου οικοσυστήματος, ενώ είναι αναγκασμένος και να απολογείται σε τουριστικά γραφεία και ταξιδιωτικούς πράκτορες για την αιτία τοποθέτησης του πλωτού φράγματος πάνω από το ναυάγιο προς τοπικό περιορισμό της ρύπανσης, αφού τα περιστατικά αυτά δεν συνδέονται αιτιωδώς αμέσως προς την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων, όντας μόνο αντανακλαστικές συνέπειες αυτής. Επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αναιρεσείων υπέστη ηθική βλάβη από αυτήν καθαυτήν τη ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος, αφού η βλάβη αυτή δεν είναι συμβατή με νομικά πρόσωπα, όπως ο αναιρεσείων, αλλά αφορά μόνο σε φυσικά πρόσωπα γιατί, όπως προαναφέρθηκε, προϋποθέτει ανθρώπινη υπόσταση. Επομένως το Εφετείο, το οποίο εκτιμώντας κυριαρχικώς τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, απέρριψε αυτήν ως αόριστη, δεν απαίτησε για τη νομική βασιμότητα της αγωγής περισσότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος, ούτε και παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο και, συνεπώς, αφού κατά το άρθρο 578 Κ.Πολ. Δ. συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης και με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από τους αρ. 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, ως αβάσιμος. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, αφού απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος που αφορά στην δεύτερη από 22-3-2012 αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτή αυτή κατά το μέρος που αφορά στην πρώτη από 5-3-2012 αγωγή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ανωτέρω μέρος της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ. Πολ. Δ.), μειωμένων όμως κατά την διάταξη του άρθρου 281 παρ. 2 Ν.3463/2006 «Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων». όπως αναφέρεται στο διατακτικό.
Πρόεδρος: Ν. Κανελλόπουλος