ΣτΕ 1774/2024 [Νόμιμη απόφαση περί υπαγωγής ΑΣΠΗΕ σε ΠΠΔ]
Περίληψη
– Στη διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων υπάγονται έργα ή δραστηριότητες που εγκυμονούν κινδύνους για το περιβάλλον, η δε τηρητέα διαδικασία καθορίζεται από τον νομοθέτη κατά κατηγορίες έργων, με βασικό γνώμονα το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του έργου, καθώς και τη σοβαρότητα και την ένταση των επαπειλουμένων περιβαλλοντικών κινδύνων. Οι σχετικές προβλέψεις του νόμου, εξάλλου, είναι γενικές και στηρίζονται συχνά σε μετρήσιμα χαρακτηριστικά και ποσοτικά όρια, τα οποία, εφόσον το έργο είναι ιδιωτικό, διαμορφώνονται, καταρχήν, από τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη στο γενικό πλαίσιο του νόμου. Ο τελευταίος είναι ελεύθερος να διαμορφώσει και να υποβάλει το αίτημα περιβαλλοντικής αδειοδότησης της δραστηριότητάς του, όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται με τα δικά του κριτήρια, τα οποία, ανάλογα με την επαγγελματική ή επιχειρηματική του ιδιότητα, μπορεί να ανάγονται σε ζητήματα χρηματοπιστωτικά, φορολογικά, αστικής ευθύνης, έγγειας ιδιοκτησίας κ.λπ. Περαιτέρω, η περιβαλλοντικώς αδειοδοτούσα αρχή, αρμόδια για την έγκριση ή μη του ούτω διαμορφωθέντος από τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη αιτήματος, δεν δικαιούται, καταρχήν, να απορρίψει το αίτημα περιβαλλοντικής αδειοδότησης ελέγχοντας τα παραγωγικά αίτια της βούλησης του ιδιώτη (φορολογικά, δανειακά ή άλλα), με βάση τα οποία αυτό διαμορφώθηκε κατά τον τρόπο που επέλεξε ο ενδιαφερόμενος, παρά μόνο σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες το ίδιο το αίτημα αποσκοπεί σε καταστρατήγηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει προκειμένου περί ενιαίων, από τη φύση τους, έργων ή απολύτως όμοιων δραστηριοτήτων, ασκουμένων από τον ίδιο ακριβώς οικονομικό φορέα κατά τον ίδιο χρόνο σε ενιαία ή όμορα ακίνητα με τα ίδια χαρακτηριστικά, τα οποία αποτελούν αντικείμενο μερικότερων αιτημάτων περιβαλλοντικής αδειοδότησης προκειμένου να υπαχθούν σε διαφορετική κατηγορία περιβαλλοντικής αδειοδότησης βάσει της ως άνω νομοθεσίας. Και στις περιπτώσεις, πάντως, αυτές πρέπει να αποδεικνύεται ότι η υποβολή ξεχωριστών αιτημάτων υπαγορεύεται αποκλειστικώς από πρόθεση καταστρατήγησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, χωρίς να αρκεί σχετικώς μόνη η πιθανολόγηση, σε διαφορετική δε περίπτωση η Διοίκηση οφείλει να εξετάσει περαιτέρω τα υποβληθέντα αιτήματα κατ’ ουσίαν. Είναι δε διάφορο το ζήτημα ότι, οσάκις, κατά την κρίση της Διοικήσεως, αυτό είναι επιβεβλημένο, μπορεί να εκτιμώνται ενιαίως οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις ομοειδών πλησιοχώρων έργων, ανεξάρτητα από την τυχόν αυτοτέλεια του φορέα τους.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, πρόκειται για τέσσερα αιολικά πάρκα που εγκαθίστανται σέ διαφορετικά πολύγωνα, που δεν συνιστούν ενιαία ή όμορα ακίνητα, αντιθέτως απέχουν ικανή απόσταση μεταξύ τους, από 1,3 έως 6,5 χλμ., περίπου, έστω και εάν ανά δύο συνδέονται με τον ίδιο υποσταθμό και ανεξαρτήτως εάν και για τα τέσσερα έργα υποβλήθηκαν αιτήσεις σε κοντινά χρονικά διαστήματα από τον ίδιο ακριβώς οικονομικό φορέα. Ως εκ τούτου, το επίμαχο έργο δεν εμφανίζει λειτουργική και κατασκευαστική συνοχή με τα λοιπά τρία αιολικά πάρκα, ώστε να έπρεπε να έχει υποβληθεί μία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και να έπρεπε να έχει τηρηθεί μία ενιαία περιβαλλοντική διαδικασία αδειοδότησης. Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι ακόμη και για τα ανά δύο πιο πλησιόχωρα μεταξύ τους αιολικά πάρκα, δεν προκύπτει πρόθεση καταστρατήγησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από την υποβολή ξεχωριστών αιτήσεων εκ μέρους της παρεμβαίνουσας εταιρείας, δεδομένου ότι βάσει της υπουργικής απόφασης που ελήφθη υπόψη αφενός μεν από αυτήν κατά την υποβολή των σχετικών αιτήσεων, αφετέρου δε από τη Διοίκηση για την έκδοση των αποφάσεων υπαγωγής σε ΠΠΔ, δηλαδή σύμφωνα με την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση του έτους 2022, ακόμη και έργα συνολικής ισχύος 6 MW υπάγονταν στην Κατηγορία Β. Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα δεν προκύπτει απαγορευμένη κατάτμηση έργου κατά παράβαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Εξάλλου, το ζήτημα του καθεστώτος στήριξης των αιολικών σταθμών δεν εξετάζεται κατά το στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης του έργου. Αντίθετα, πρόκειται για ζήτημα που εξετάζεται από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) κατά την έκδοση της σχετικής άδειας παραγωγής ή βεβαίωσης παραγωγού. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός του αιτούντος περί παράνομης κατατμήσεως του έργου προς τον σκοπό υπαγωγής του φορέα σε ευνοϊκότερο καθεστώς στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, η οποία αφορά αποκλειστικά στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης υπαγωγής του έργου σε ΠΠΔ και όχι σε τυχόν πλημμέλειες της βεβαιώσεως παραγωγής του επίμαχου αιολικού σταθμού. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει ν’ απορριφθεί συνολικά ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως.
Η εξέταση της σύνδεσης έργου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί ως κορεσμένο δίκτυο λαμβάνει χώρα κατά το στάδιο έκδοσης της βεβαίωσης παραγωγού από τη ΡΑΕ. Επιπροσθέτως, ουδεμία αναφορά γίνεται στο ζήτημα αυτό στις διατάξεις περί των προϋποθέσεων έκδοσης απόφασης υπαγωγής έργων ΑΠΕ σε ΠΠΔ.
Με αυτά τα δεδομένα, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι δεν πλήσσει πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης υπαγωγής σε ΠΠΔ, αλλά στρέφεται κατά της προηγηθείσας βεβαίωσης παραγωγού, εφόσον με TOY λόγο αυτό αμφισβητείται η συνδρομή των προϋποθέσεων για τη χορήγηση βεβαίωσης αυτής, το κύρος της οποίας, ως ατομικής διοικητικής πράξης δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Ζ. Θεοδωρικάκου