ΣτΕ 1587/2024 [Αποζημιωτική ευθύνη λόγω παράλειψης άσκησης κανονιστικής αρμοδιότητας προς ρύθμιση μ.σ.δ.]
Περίληψη
– Εάν ο εξουσιοδοτών νόμος δεν επιτρέπει τη μετάθεση του χρόνου έναρξης της ισχύος του δικαιώματος, το οποίο παρέχεται αμέσως από αυτόν, η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δέσμια, η παράλειψη της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική αυτή αρμοδιότητα είναι αντίθετη προς το νόμο, από την παράλειψη δε αυτή δημιουργείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Εφόσον δε, ο ίδιος ο νομοθέτης καθιερώνει, αμέσως και από την έναρξη της ισχύος του νόμου, το δικαίωμα προς παροχή, η αναγνώριση, με δικαστική απόφαση, της υποχρέωσης της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική της αρμοδιότητα, θεσπίζοντας τους αναγκαίους για την εφαρμογή του νόμου συμπληρωματικούς κανόνες, ούτε συνιστά επέμβαση της Δικαστικής λειτουργίας στο έργο της Νομοθετικής ή Εκτελεστικής λειτουργίας ούτε έρχεται σε αντίθεση με την προβλεπόμενη από το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1483/2023) από τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 σε συνδυασμό με τη διάταξη του 105 ΕισΝ.Α.Κ., συνάγεται ότι η παράλειψη έκδοσης της πιο πάνω υπουργικής απόφασης συνιστά παρανομία που συνεπάγεται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, αφού ο εξουσιοδοτικός νόμος με την διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ως άνω νόμου καθιερώνει, κατά τρόπο ευθύ και άμεσο, το δικαίωμα των αναφερομένων στην εν λόγω διάταξη δικαιούχων τίτλου μ.σ.δ. να επιδιώξουν την άρση της προσβολής που υπέστησαν στην περιουσία τους από την ακυρότητα του τίτλου αυτού, υπό την έννοια ότι άνευ της έκδοσης της υπουργικής αυτής απόφασης, οι ανωτέρω δεν μπορούν να ασκήσουν την ευχέρεια επιλογής που τους παρέχει ο νομοθέτης, ανάμεσα στην επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε και στην εξαγορά του τίτλου. Η παράλειψη δε της Διοίκησης να εκδώσει την εν λόγω υπουργική απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι αποστερεί τους εν λόγω δικαιούχους από το κατά τον ανωτέρω τρόπο αποζημιωτικό της προσβολής της περιουσίας τους δικαίωμα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2148/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 γεννάται αμέσως και ευθέως υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου για την, μεταξύ άλλων, εξαγορά από τους δικαιούχους των τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης που κατείχαν και κατέστησαν αυτοδικαίως άκυροι, η υποχρέωση δε αυτή του Δημοσίου υφίσταται, σύμφωνα με την κρίση του εφετείου, ανεξάρτητα από την έκδοση της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης, αφού η παράλειψη έκδοσης από τον κανονιστικό νομοθέτη των συμπληρωματικών κανόνων περί της διαδικασίας εξαγοράς και του τρόπου υπολογισμού της υπόψη αποζημίωσης, προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, καθιστώντας στην ουσία κενή περιεχομένου την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος. Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω, ορθή και, συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Πρόεδρος: A. Καλογεροπούλου
Εισηγητής: Χρ. Λιάκουρας
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 3786/2022 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 3440/2016 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλει νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% ετησίως, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, στον πρώτο αναιρεσίβλητο ….. το συνολικό ποσό των 2.348.413 ευρώ, στην δεύτερη αναιρεσίβλητη το συνολικό ποσό του 1.927.626,86 ευρώ και στην ….., η οποία με την παρούσα αίτηση δεν φέρεται ως διάδικος, το συνολικό ποσό των 2.076.662,46 ευρώ: α) ως αποζημίωση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να τους καταβάλει το αναλογούν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 3044/2002 αντάλλαγμα, για τίτλους μεταφοράς συντελεστή δόμησης εκδοθέντες κατά τις διατάξεις του ν. 2300/1995, των οποίων οι αναιρεσίβλητοι ήταν δικαιούχοι και των οποίων η ακυρότητα διαπιστώθηκε δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, και β) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν οι ανωτέρω από την ίδια παραπάνω αιτία.
- Επειδή, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, η παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/ 22.12.2016), αν πρόκειται για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. 4877/2012 7μ., 4163/2012 7μ., 2182, 2582, 3994/2013, 329/2014, 3026/2017, 2196/2018 κ.ά.). Ειδικότερα, αν ο αναιρεσείων επικαλείται έλλειψη νομολογίας ή αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία, πρέπει η έλλειψη ή η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά να αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών αποφάσεων προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (Σ.τ.Ε. 804/2022, 677/2021, 300/2020, 2257/2018, 3316/2017).
- Επειδή, με το άρθρο 2 του ν. 880/1979 «Περί καθορισμού ανωτάτου ορίου συντελεστού δομήσεως, εισαγωγής του θεσμού μεταφοράς συντελεστού δομήσεως και ετέρων τινών διαρρυθμίσεων της πολεοδομικής νομοθεσίας» (Α΄ 58) προβλέφθηκε, ως ειδικός τρόπος αποζημίωσης των ιδιοκτητών ακινήτων τα οποία χαρακτηρίζονται ως διατηρητέα (παρ. 1) ή ευρίσκονται σε πολεοδομικώς ενδιαφέροντα σημεία της πόλης ή ρυμοτομούνται (παρ. 7). Ειδικότερα, στην παρ.7 του ανωτέρω άρθρου 2 ορίζονταν τα εξής: “Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και επί περιπτώσεως ουχί διατηρητέων κτιρίων, αλλ’ ετέρων ακινήτων άνευ κτισμάτων ή με περιορισμένα ή προς κατεδάφισιν κτίσματα, ευρισκομένων εις πολεοδομικώς ενδιαφέροντα σημεία των πόλεων ή οικισμών, ως και διά το ρυμοτομούμενον τμήμα ακινήτου, διά το οποίον τμήμα δεν τυγχάνει κατά τας κειμένας διατάξεις υπόχρεως προς καταβολήν της αποζημιώσεως αυτός ούτος ο κύριος του ακινήτου”. Προβλέφθηκε, επίσης, μεταφορά συντελεστή δόμησης από το εκάστοτε συγκεκριμένο ακίνητο (βαρυνόμενο) σε άλλο ακίνητο (ωφελούμενο), ευρισκόμενο στην ίδια ή άλλη περιοχή, με την έκδοση σε για κάθε περίπτωση προεδρικού διατάγματος, χορηγήθηκε δε εξουσιοδότηση για την έκδοση διατάγματος για τη ρύθμιση των σχετικών προϋποθέσεων (παρ. 9). Όπως έχει κριθεί (ΣΕ 1071-73, 1846/1994 Ολομ. κ.ά.), οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 2 του ν. 880/1979 και των εκδοθέντων κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού π.δ. των 470/1979 «Περί του μετασχηματισμού των συντελεστών δομήσεως εις εμβαδά κατά την εφαρμογήν του ν. 880/1979» (Α΄ 138) και 510/1979 «Περί ρυθμίσεως θεμάτων μεταφοράς συντελεστού δομήσεως κατά το ν. 880/1979» (Α΄ 154), όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, αντίκεινται στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι επέτρεπαν την μεταφορά συντελεστή δόμησης (μ.σ.δ) αδιακρίτως σε οποιαδήποτε περιοχή εντός ή εκτός σχεδίου, βάσει μόνο της καταλληλότητας του ωφελούμενου ακινήτου, και όχι, όπως έπρεπε, σε περιοχές εκ των προτέρων καθορισμένες ως ζώνες μ.σ.δ. με πολεοδομικά κριτήρια, όπως η θέση, η φυσιογνωμία, ο βαθμός οικιστικής ανάπτυξης, τα περιθώρια και η δυνατότητα επιβάρυνσης της περιοχής που δέχεται τον ως άνω συντελεστή και η συνολική επιβάρυνση αυτής, και για τον λόγο αυτόν είναι στο σύνολό τους αντισυνταγματικές και ανίσχυρες. Στη συνέχεια, με το ν. 2300/1995 «Μεταφορά συντελεστή δόμησης…» (Α΄ 69) ρυθμίσθηκε εκ νέου ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δόμησης και καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 880/1979 και των εκτελεστικών του π.δ. 470/1979 και 510/1979. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του νέου νόμου, στο οποίο απαριθμούνται οι κατηγορίες βαρυνόμενων ακινήτων, δηλαδή εκείνων για τα οποία επιτρέπεται να χορηγηθεί τίτλος δικαιώματος μ.σ.δ., το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται, μεταξύ άλλων, και για ακίνητα που χαρακτηρίζονται από εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι και για ακίνητα χωρίς κτίσματα ή με κτίσματα προς κατεδάφιση που βρίσκονται σε σημεία της πόλης χαρακτηριζόμενα πολεοδομικώς ενδιαφέροντα για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, ρύθμιση αντίστοιχη με εκείνη της παρ. 7 του άρθρου 2 του ν.880/1979. Εξάλλου, στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου περιέχονται ρυθμίσεις που αναφέρονται στις περιοχές στις οποίες επιτρέπεται η μεταφορά συντελεστή δόμησης και στους κανόνες με τους οποίους μπορεί να πραγματοποιείται η μεταφορά. Όπως κρίθηκε με την απόφαση 6070/1996 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 24 και 17 του Συντάγματος, όπως ίσχυαν πριν την αναθεώρηση του έτους 2001, ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δόμησης μπορεί να προβλεφθεί από το νομοθέτη μόνο ως μέθοδος αποζημίωσης στις περιπτώσεις του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος, δηλαδή για ακίνητα στα οποία επιβάλλονται ουσιώδεις περιορισμοί για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, όχι δε σε άλλες περιπτώσεις, για τις οποίες δεν υπάρχει ειδική συνταγματική πρόβλεψη, όπως επί των ρυμοτομούμενων ακινήτων, και για το λόγο αυτόν αποκλείεται στο νομοθέτη να θεσπίσει σύστημα μεταφοράς συντελεστή στην περίπτωση αυτή. Ενόψει τούτων, με την ίδια απόφαση (ΣτΕ 6070/1996 Ολομ). κρίθηκε ότι οι διατάξεις του νέου ν. 2300/1995 είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, αφενός κατά το μέρος που χαρακτηρίζονται ως “βαρυνόμενα” ακίνητα, δηλαδή ως ακίνητα, από τα οποία επιτρέπεται να μεταφερθεί συντελεστής και για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί τίτλος δικαιώματος μεταφοράς, μεταξύ άλλων, τα ρυμοτομούμενα ακίνητα, αφετέρου δε κατά το μέρος που επιτρέπεται με το άρθρο 4 αυτού η πραγματοποίηση μεταφοράς συντελεστή όχι εντός ειδικών ζωνών, προκαθορισμένων με κριτήρια που είναι σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, και ευρισκομένων εντός των ορίων του δήμου ή της κοινότητος, όπου ευρίσκεται το βαρυνόμενο ακίνητο, αλλά σε περιοχές υποδοχής συντελεστή δόμησης (Π.Υ.Σ.ΔΟ.), οι οποίες καθορίζονται με τις ενότητες Α και Β του άρθρου αυτού κατά τρόπον ώστε να περιλαμβάνουν όλες τις εντός σχεδίου πόλης εκτάσεις (βλ. και ΣτΕ 446/98, 2123/06, 2773/10 7μ. κ.ά.) Εξάλλου, όπως έχει επίσης κριθεί, η διάταξη της παραγρ. 2 του άρθρου 21 του ως άνω ν. 2300/1995, κατά την οποία τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης που έχουν εκδοθεί πριν από την ισχύ του νόμου αυτού εξακολουθούν να ισχύουν, εάν έχει την έννοια ότι κυρώνονται τίτλοι στηριζόμενοι σε αντισυνταγματικές διατάξεις, είναι επίσης ανίσχυρη ως αντικείμενη στο Σύνταγμα (ΣτΕ 4301/1997, 1933/2005).
- Επειδή, μετά την αναθεώρηση του έτους 2001 η παρ. 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου». Υπό το κράτος της νέας αυτής διάταξης εκδόθηκε ο ν. 3044/2002 (Α΄ 197), με τον οποίο ρυθμίσθηκε εξ υπαρχής ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δομήσεως (Μ.Σ.Δ.). Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του νόμου αυτού προβλέπεται ότι το δικαίωμα μεταφοράς συντελεστή δόμησης (μ.σ.δ.) συνιστάται με απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ που εκδίδεται μετά γνώμη του ΚΣΧΟΠ (παρ. 1 και 2), στο δε άρθρο 2 ορίζεται ότι το δικαίωμα μ.σ.δ. ενσωματώνεται σε ονομαστικό τίτλο που εκδίδεται από τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 με τον τίτλο “Βαρυνόμενα ακίνητα” [όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 80 του ν. 4495/2017 (Α’ 167)] ορίζονται τα εξής: “1. Βαρυνόμενα ακίνητα για τα οποία επιτρέπεται να εκδοθεί τίτλος Μ.Σ.Δ. Είναι: 1. α) Ακίνητα με κτίρια, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί τα ίδια ή η χρήση τους διατηρητέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1577/1985 (ΦΕΚ 210 Α’) ή σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 79 του ν.δ. 8/1973 (ΦΕΚ 124 Α’), καθώς και ακίνητα στα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β` της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 1577/1985, έχουν επιβληθεί όροι και περιορισμοί δόμησης για την προστασία και ανάδειξη των διατηρητέων κτιρίων. β) Ακίνητα με οικοδομήματα τα οποία έχουν χαρακτηριστεί μνημεία, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και γενικώς της πολιτιστικής κληρονομιάς. γ) Ακίνητα εντός σχεδίου πόλης ή εντός ορίων οικισμού, τα οποία χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και γενικώς της πολιτιστικής κληρονομιάς, αρχαιολογικοί χώροι ή ιστορικοί τόποι και για τα οποία έχουν τεθεί περιορισμοί στην εξάντληση του Σ.Δ. ή στα οποία απαγορεύεται τελείως η δόμηση. δ) Ακίνητα τα οποία χαρακτηρίζονται από τα εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια κοινόχρηστοι χώροι. Στα ακίνητα αυτά τίτλος Μ.Σ.Δ. εκδίδεται μόνο για το ρυμοτομούμενο τμήμα, για το οποίο δεν είναι υπόχρεος προς καταβολή της αποζημίωσης ο ίδιος ο κύριος του ακινήτου, όπως το ακίνητο υφίστατο κατά την έγκριση του σχεδίου πόλης και με την προϋπόθεση ότι ο κύριος του ακινήτου αποδέχεται αυτό το είδος αποζημίωσης. Για τα ανωτέρω ακίνητα, η απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε με την έγκριση του σχεδίου πόλης θεωρείται ότι συντελείται με την έκδοση του τίτλου Μ.Σ.Δ.. 2. Ακίνητα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ δεν θεωρούνται βαρυνόμενα, εφόσον έχουν χαρακτηριστεί χώροι κοινής ωφέλειας ή είναι χώροι λατρείας οποιουδήποτε δόγματος. Ακίνητα που αναφέρονται στις περιπτώσεις β` και γ` δεν θεωρούνται βαρυνόμενα, εφόσον ανήκουν στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. με εξαίρεση τους Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού. 1. Επιτρέπεται η μεταφορά ολόκληρου του Σ.Δ. των ακινήτων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 1, εφόσον ο κύριος παραχωρήσει την κυριότητα στο Δημόσιο ή στον οικείο Ο.Τ.Α. α` βαθμού, χωρίς άλλο αντάλλαγμα. Σε περίπτωση συγκυριότητας, η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να εφαρμοστεί και για κάθε συγκύριο για το ποσοστό που του αναλογεί. 1. Οι φορολογικές απαλλαγές της παρ. 2 του άρθρου 2 ισχύουν και στην περίπτωση αυτή. 4. Στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 1, η απόφαση με την οποία εγκρίνεται η έκδοση τίτλου Μ.Σ.Δ. και ο τίτλος αφορούν και το τυχόν ρυμοτομούμενο τμήμα, δομημένο ή μη, του διατηρητέου ακινήτου.” Στο άρθρο 4 προβλέπεται ότι η μεταφορά Σ.Δ. πραγματοποιείται αποκλειστικά σε ακίνητο (ωφελούμενο ακίνητο) που βρίσκεται σε Ζώνη Υποδοχής Συντελεστή Δόμησης (Ζ.Υ.Σ.) και ορίζονται τα του καθορισμού Ζ.Υ.Σ., στο δε άρθρο 5 ορίζεται ότι η μεταφορά σ.δ. στο ωφελούμενο ακίνητο πραγματοποιείται με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας για πολεοδομικά θέματα της οικείας Ν.Α. (παρ. 1 και 3). Τέλος, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 ρυθμίζεται η τύχη των πράξεων περί έγκρισης μ.σ.δ. και των τίτλων μ.σ.δ. που εκδόθηκαν με τις προϊσχύουσες διατάξεις. Ειδικότερα, στο άρθρο αυτό [όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 80 του ν. 4495/2017 (Α’ 167) και είχε συμπληρωθεί με την παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 3212/2003 (Α’ 308)] ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Έκδοση τίτλου Μ.Σ.Δ., σε εκτέλεση προεδρικού διατάγματος ή υπουργικής απόφασης έγκρισης έκδοσης τίτλου, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις, επιτρέπεται μόνον εφόσον το ακίνητο είναι βαρυνόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις ανακαλούνται αυτεπαγγέλτως από τη διοίκηση. 2. Τίτλοι που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις και δεν έχουν πραγματοποιηθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος θεωρούνται αυτοδικαίως άκυροι, εφόσον αφορούν ακίνητο το οποίο δεν είναι βαρυνόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 3. Οι τίτλοι που διατηρούνται σε ισχύ πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. 3. … 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται η διαδικασία για την ανάκληση των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η διαδικασία για τη διαπίστωση της αυτοδίκαιης ακυρότητας των τίτλων και των πράξεων που αναφέρονται, αντιστοίχως, στις παραγράφους 2 και 3, ο τρόπος ενημέρωσης των δικαιούχων, η μεταγραφή των διαπιστωτικών για την ακυρότητα πράξεων και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων. 5. … 6. Ο δικαιούχος τίτλου Μ.Σ.Δ. που προέρχεται από κτίρια που αναφέρονται στο άρθρο 14 του ν. 1577/1985 (ΦΕΚ 210 Α΄) ή στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 880/1979 (ΦΕΚ 58 Α΄) μπορεί να επιλέξει ή την επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε, εφόσον αυτό είναι εφικτό, ή την εξαγορά του τίτλου Μ.Σ.Δ. από το Δημόσιο. Ο δικαιούχος τίτλου Μ.Σ.Δ. που εκδόθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 2052/ 1992 (ΦΕΚ 94 Α΄), για την κατασκευή χώρων στάθμευσης, μπορεί να επιλέξει ή την υπαγωγή του στο καθεστώς χρηματικής επιχορήγησης των νόμων 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), 2601/1998 (ΦΕΚ 81 Α΄) και 2819/2000 (ΦΕΚ 84 Α΄) ή την εξαγορά του τίτλου Μ.Σ.Δ. από το Δημόσιο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος επαναφοράς του συντελεστή στο ακίνητο, οι όροι και οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς χρηματικής επιχορήγησης, καθώς και το ύψος της, η διαδικασία εξαγοράς του τίτλου μέσω του Ε.Τ,Ε.Ρ,Π.Σ., ο τρόπος υπολογισμού της αξίας του, ο τρόπος καταβολής και κάθε άλλη λεπτομέρεια». Σχετική όμως κοινή υπουργική απόφαση δεν προκύπτει ότι εκδόθηκε.
- Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 1483/2023 σκ. 7), με τις διατάξεις των παραγρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 καθορίσθηκαν τα της ανάκλησης πράξεων εγκριτικών μ.σ.δ. και τίτλων μ.σ.δ. που εκδόθηκαν με τις προ του ν. 3044/2002 διατάξεις σε περίπτωση ακινήτων που δεν χαρακτηρίζονται ως βαρυνόμενα με το άρθρο 3 του νόμου αυτού, η δε σχετική διαδικασία καθορίσθηκε με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου κ.υ.α. 8385/19.2.2004 “Διαδικασία ανάκλησης πράξεων και διαπίστωσης αυτοδίκαιης ακυρότητας τίτλων και πράξεων Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης” (Δ΄ 162)]. Περαιτέρω, στην παράγραφο 6 του άρθρου 7 προβλέπεται υπέρ του ιδιοκτήτη η δυνατότητα επιλογής είτε “επαναφοράς” του σ.δ. στο ρυμοτομηθέν ακίνητο είτε “εξαγοράς” του σχετικού τίτλου σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, εγκριτικών πράξεων και τίτλων μ.σ.δ. που είχαν εκδοθεί με τις διατάξεις των ν. 880/1979 και ν. 2300/1995, καθορίσθηκε δε η σχετική διαδικασία με την έκδοση της προβλεπόμενης στην παράγραφο αυτή κοινής υπουργικής απόφασης (Σ.τ.Ε. 2148/2016). Ειδικότερα, το άρθρο αυτό παρέχει την ανωτέρω δυνατότητα επιλογής στους δικαιούχους τίτλων μ.σ.δ. που προέρχονται από κτίρια που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 880/1979, η οποία, κατά το γράμμα της αναφέρεται σε ακίνητα άνευ κτισμάτων ή με περιορισμένα ή προς κατεδάφιση κτίσματα σε πολεοδομικώς ενδιαφέροντα σημεία της πόλης ή του οικισμού. Ενόψει τούτων και σε συνδυασμό με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, κατά την οποία θεωρούνται αυτοδικαίως άκυροι όλοι οι τίτλοι μ.σ.δ. που έχουν εκδοθεί με τις προϊσχύουσες διατάξεις και δεν έχουν έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού πραγματοποιηθεί, προκύπτει ότι το προαναφερόμενο δικαίωμα επιλογής προβλέπεται και για δικαιούχους τίτλων από ακίνητα χωρίς κτίσματα σε πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης (όπως προβλέπεται και στην αντίστοιχη ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 2300/1995) (Σ.τ.Ε. 1483/2023 ).
- Επειδή, στο άρθρο 105 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ π.δ.456/1984, Α’464) «προβλέπεται ότι: “Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε για παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος [..]”. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτον, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Παράλειψη νομοθέτησης συντρέχει, ειδικότερα, και στην περίπτωση κατά την οποία η θέσπιση κατ’ ουσίαν κανόνων δικαίου έχει ανατεθεί, κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, σε διοικητικό όργανο που καθίσταται αρμόδιο για την έκδοση κανονιστικής πράξης, η οποία περιλαμβάνει κανόνες του εξ αντικειμένου δικαίου. Η παράλειψη, στην περίπτωση αυτή, είναι παράνομη όταν, είτε η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει στην Διοίκηση την υποχρέωση για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις, όπως στην περίπτωση που ο ίδιος ο νόμος καθιερώνει αμέσως και ευθέως ένα δικαίωμα, καταλείπει δε απλώς στον εξουσιοδοτούμενο από αυτόν κανονιστικό νομοθέτη να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες, αναγκαίους για τη ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων άσκησης του δικαιώματος, ή εντός ορισμένης προθεσμίας, είτε όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως εκ του Συντάγματος (βλ. Σ.τ.Ε. 1483/2023, 3901/2013, 2544/2013, 730/2010). Εντούτοις, επί άσκησης τέτοιας δευτερογενούς νομοθετικής λειτουργίας, επικρατούν οι όροι και περιορισμοί που τυχόν θέτει η εξουσιοδοτική διάταξη, οι οποίοι και διέπουν δεσμευτικώς την κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Εάν, ειδικότερα, πρόκειται για περίπτωση που αφορά την καθιέρωση ενός δικαιώματος προς παροχή, δεν εμποδίζεται ο εξουσιοδοτών νόμος να αναγνωρίσει εξαρχής και αμέσως αυτό το δικαίωμα, με την έννοια, ότι το θεωρεί, από την έναρξη της ισχύος του νόμου, ως παρεχόμενο, καταλείποντας απλώς στο εξουσιοδοτούμενο όργανο την περιορισμένη εξουσία να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες δικαίου, αναγκαίους για την περαιτέρω ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων άσκησης του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή δεν συγχωρείται να καθίσταται το δικαίωμα αυτό, στην ουσία, ανενεργό, διά της παράλειψης της επιτασσόμενης συμπληρωματικής κανονιστικής ρύθμισης αυτού, όταν η σχετική επιταγή της εξουσιοδότησης δεν επιτρέπει μετάθεση του χρόνου έναρξης της ισχύος του δικαιώματος. Συνεπώς, εάν ο εξουσιοδοτών νόμος δεν επιτρέπει τη μετάθεση του χρόνου έναρξης της ισχύος του δικαιώματος, το οποίο παρέχεται αμέσως από αυτόν, η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δέσμια, η παράλειψη της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική αυτή αρμοδιότητα είναι αντίθετη προς το νόμο, από την παράλειψη δε αυτή δημιουργείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Σ.τ.Ε. 1483/2023, 2544/2013, 730/2010, 2224/2009, βλ. και ΣτΕ 1849/2009 Ολομ. σκ. 5.). Εφόσον δε, κατά τα προεκτεθέντα, ο ίδιος ο νομοθέτης καθιερώνει, αμέσως και από την έναρξη της ισχύος του νόμου, το δικαίωμα προς παροχή, η αναγνώριση, με δικαστική απόφαση, της υποχρέωσης της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική της αρμοδιότητα, θεσπίζοντας τους αναγκαίους για την εφαρμογή του νόμου συμπληρωματικούς κανόνες, ούτε συνιστά επέμβαση της Δικαστικής λειτουργίας στο έργο της Νομοθετικής ή Εκτελεστικής λειτουργίας ούτε έρχεται σε αντίθεση με την προβλεπόμενη από το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης προκύπτουν τα εξής: Με την ./30.7.1990 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων (ΦΕΚ Δ’ .) αποφασίστηκε η τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Αθηνών (περιοχή 95, Αλυσίδα), μεταξύ των οδών Δεκέλειας, Τίρυνθος, Πανδίωνος και του ρέματος Ποδονίφτη, με χαρακτηρισμό τμημάτων των οικοδομικών τετραγώνων (Ο.Τ.) . και ., με στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΛΜΝΞΟΠ και ΡΣΤΥΦΧΨΡ, αντίστοιχα, ως κοινόχρηστων χώρων πρασίνου. Ακολούθως, και αντί χρηματικής αποζημίωσης, ενόψει της ανωτέρω απόφασης, εκδόθηκε, βάσει των διατάξεων του ν. 2300/1995 «Μεταφορά συντελεστή δόμησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 69), η 40597/9.1.1996 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ Δ’ 62). Με την απόφαση αυτή εγκρίθηκε η μεταφορά συντελεστή δόμησης του βαρυνόμενου ακινήτου άνευ κτισμάτων, κυριότητας, μεταξύ άλλων, των …, το οποίο χαρακτηρίσθηκε με την ίδια απόφαση «ως πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης, βάσει πολεοδομικών και περιβαλλοντικών κριτηρίων, για την εξυπηρέτηση των αναγκών συγκοινωνίας και αναψυχής των κατοίκων της πολυσύχναστης και με κυκλοφοριακή στο σημείο αυτό φόρτιση της περιοχής, σε συνδυασμό με την προκρινόμενη από τον Δήμο Αθηναίων χρήση, ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου, όπως αυτό καθορίζεται με την υπ’ αριθμ. ./30.7.90 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηνών … κατ’ εφαρμογήν του από 17.7/16.8.1923 Ν.Δ/τος». Όπως δε προκύπτει από την εν λόγω υπουργική απόφαση, η συνολική επιφάνεια του βαρυνόμενου ακινήτου είναι 8.593,37 τ.μ., για την οποία χορηγήθηκε δικαίωμα μεταφοράς συντελεστή δόμησης με την απόφαση αυτή, ενώ το σύνολο των δομήσιμων επιφανειών που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στο ακίνητο αυτό, με συντελεστή δόμησης 2,0 και ποσοστό κάλυψης 70%, ήταν 17.186,74 τ.μ. (6.015,36 τ.μ. από ισόγειο και 11.171,38 τ.μ. από ορόφους), που αντιστοιχεί και στη μεταφερόμενη δομήσιμη επιφάνεια. Τέλος, με την ίδια απόφαση ορίσθηκε ότι «[η] τροποποίηση του σχεδίου, η οποία είναι υποχρεωτική για τον χαρακτηρισμό όλου του ακινήτου ως κοινόχρηστου χώρου, η σύνταξη της πράξης αναλογισμού και ο καταλογισμός των υποχρεώσεων στους παρόδιους ιδιοκτήτες γίνεται μετά από την έγκριση χορήγησης του τίτλου ΜΣΔ [μεταφοράς συντελεστή δόμησης]». Βάσει δε της απόφασης αυτής εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι ονομαστικοί τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης: α) οι υπ’ αριθ. . στο όνομα της ., β) οι υπ’ αριθ. . στο όνομα του ., γ) οι υπ’ αριθ. . έως . στο όνομα της . και δ) οι υπ’ αριθ. . έως . στο όνομα της .. Τέλος, με την οικ. ./15.12.2004 απόφαση της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, η οποία εκδόθηκε βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 «Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 197), διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη ακυρότητα των ως άνω ονομαστικών τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης, για το λόγο ότι αφορούσαν σε ακίνητα που δεν ηδύνατο να θεωρηθούν βαρυνόμενα κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ίδιου νόμου (ν. 3044/2002) και δεν είχαν πραγματοποιηθεί έως την έναρξη αυτού. Οι ανωτέρω, ., με την από 21.12.2007 αγωγή τους ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, να καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής και έως εξόφλησης, στην . το ποσό των 427.074 ευρώ, στον . (και ήδη αναιρεσίβλητο) το ποσό των 4.280.770 ευρώ, στην . το ποσό των 3.766.384 ευρώ και στην . (και ήδη αναιρεσίβλητη) το ποσό των 3.484.281 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους: α) εφαρμογή από τη Διοίκηση των αντισυνταγματικών νόμων 880/1979, 2300/1995 και 3044/2002 περί Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης, β) παράλειψη των οργάνων του ήδη αναιρεσείοντος να προβούν στην έκδοση της προβλεπόμενης από την διάταξη της παρ.6 του άρθρου 7 του ν.3044/2002 κοινής υπουργικής απόφασης προκειμένου οι ανωτέρω, μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσίβλητοι να ασκήσουν το δικαίωμά τους να ζητήσουν είτε την επιστροφή του συντελεστή δόμησης στο ακίνητό τους είτε την εξαγορά των αυτοδικαίως άκυρων τίτλων τους. Εξάλλου, οι ανωτέρω ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβληθούν τα ως άνω ποσά ως αποζημίωση για την απώλεια της ιδιοκτησίας τους, κατ’ άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τα ποσά δε αυτά αφορούν, για κάθε έναν από τους ανωτέρω, στην αγοραία αξία των τετραγωνικών μέτρων που αφορούν οι ακυρωθέντες ονομαστικοί τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης. Επίσης, ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσείοντος να καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής και έως εξόφλησης, στην . το ποσό των 60.000 ευρώ, στον . το ποσό των 150.000 ευρώ, στην . το ποσό των 140.000 ευρώ και στην . το ποσό των 130.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, απώλεια της περιουσίας τους επί δεκαπενταετίας. Προς απόδειξη δε του ύψους της ζημίας τους επικαλέστηκαν και προσκόμισαν την από 20.9.2007 «τεχνική έκθεση» του Διπλωματούχου Αρχιτέκτονα Μηχανικού ., κατά την οποία η μεν εμπορική αξία της συνολικά επιτρεπόμενης δομήσιμης επιφάνειας ανέρχεται σε ποσό από 10.830.348 ευρώ έως 11.732.877 ευρώ (τιμή από 2.400 έως 2.600 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο), η δε αντικειμενική της αξία υπολογίζεται προς 1.400 ανά τετραγωνικό μέτρο (τιμή ζώνης), όπως προκύπτει και από το, επίσης προσκομιζόμενο, «φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου» (έντυπο 3) της Συμβολαιογράφου Αθηνών .. Δεδομένου δε ότι, από τους ανωτέρω ενάγοντες η . απεβίωσε μετά την άσκηση της αγωγής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε αρχικά ότι η δίκη ως προς αυτήν συνεχίζεται από τους λοιπούς ενάγοντες ως μοναδικούς κληρονόμους της. Ακολούθως, δέχθηκε ότι τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου παρανόμως παρέλειψαν να εκδώσουν την προβλεπόμενη στην παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, κοινή υπουργική απόφαση για τον καθορισμό της διαδικασίας εξαγοράς των ακυρωθέντων τίτλων και ότι από την εν λόγω παράνομη παράλειψη οι ενάγοντες δικαιούνται αποζημίωση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ισόποση με την αντικειμενική αξία των τετραγωνικών μέτρων που αφορούν οι ακυρωθέντες ένδικοι τίτλοι. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι όπως προέκυπτε από τον συνημμένο στην οικ. ./15.12.2004 απόφαση της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών σχετικό πίνακα, α) όσον αφορά στην …, ακυρώθηκαν οι υπ’ αριθμ.. ονομαστικοί τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης, που αντιστοιχούν συνολικά σε 161,16 τετραγωνικά μέτρα, β) όσον αφορά στον . ακυρώθηκαν οι υπ’ αριθ. . ονομαστικοί τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης, που αντιστοιχούσαν συνολικά σε 1.615,385 τετραγωνικά μέτρα και γ) όσον αφορά στην . ακυρώθηκαν οι υπ’ αριθμ. . έως . ονομαστικοί τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης που αντιστοιχούσαν συνολικά σε 1.421.277 τετραγωνικά μέτρα και δ) όσον αφορά στην . ακυρώθηκαν οι υπ’ αριθ. . έως . ονομαστικοί τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης, που αντιστοιχούσαν συνολικά σε 1.314,823 τετραγωνικά μέτρα, καθώς και ότι η τιμή ζώνης του ακινήτου ανερχόταν στα 1.400 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, σύμφωνα με το προσκομισθέν «φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου» (έντυπο 3) της Συμβολαιογράφου Αθηνών .. Με τα δεδομένα αυτά, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η ζημία της θανούσας ενάγουσας . ανερχόταν στο ποσό των 226.624 ευρώ, του . στο ποσό των 2.261.539 ευρώ, της . στο ποσό των 1.989.787,8 ευρώ και της . στο ποσό των 1.840.752,20 ευρώ. Επίσης, με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτό ότι οι ανωτέρω, δικαιούνται και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενόψει της παράνομης κατά τα ανωτέρω συμπεριφοράς των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου την οποία προσδιόρισε στο ποσό των 5.000 ευρώ για την ήδη θανούσα . και στο ποσό των 10.000 ευρώ για κάθε έναν από τους λοιπούς. Ενόψει αυτών, έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει για την παραπάνω αιτία, “α) στον . το ποσό των 2.261.539 ευρώ ως θετική ζημία, το ποσό των 75.208 ευρώ ως θετική ζημία της εν τω μεταξύ θανούσας ., επιμεριζόμενη στον εν λόγω κληρονόμο, και το ποσό των 1.666,66 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ως άνω, επιμεριζόμενο αναλόγως και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι το συνολικό ποσό των 2.348.413 ευρώ, β) στην . το ποσό των 1989.787,80 ευρώ ως θετική ζημία, το ποσό των 75.208 ευρώ ως θετική ζημία της ήδη θανούσας πρώτης ενάγουσας, επιμεριζόμενο στην εν λόγω κληρονόμο, και το ποσό των 1.666,66 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που υπέστη η πρώτη ενάγουσα, επιμεριζόμενο αναλόγως, και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την ίδια ατομικώς, ήτοι το συνολικό ποσό των2.076.662,46 ευρώ, και γ) στην . το ποσό των 1.840.752,20 ευρώ ως θετική ζημία, το ποσό των 75.208 ευρώ ως θετική ζημία της ανωτέρω θανούσας, επιμεριζόμενο στην εν λόγω κληρονόμο, και το ποσό των 1.666,66 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που υπέστη η ως άνω, επιμεριζόμενο αναλόγως, και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την ίδια ατομικώς, ήτοι το συνολικό ποσό των 1.927.626,86 ευρώ, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6%, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κ.δ/τος της 26ης.6./ 10ης.7.1944 (ΦΕΚ Α’ 139), από την επομένη της επίδοση της αγωγής (21.12.2007) και μέχρι την πλήρη εξόφληση”. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την έφεση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, το Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε ότι με μη νόμιμη αιτιολογία έγινε δεκτό ότι το δικαίωμα των ήδη αναιρεσιβλήτων προς εξαγορά των ένδικων τίτλων ματαιώθηκε λόγω της μη έκδοσης της εν λόγω κ.υ.α., ενώ η ένδικη αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθώς αφενός μεν οι ονομαστικοί τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης, οι οποίοι αν και εκδόθηκαν υπό το προϊσχύον καθεστώς παραμένουν σε ισχύ, κατ’ άρθρο 7 του ν. 3044/2002, αφετέρου δε η ακύρωση με τον ίδιο νόμο των τίτλων μ.σ.δ. δεν προσβάλλει τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας των κυρίων των βαρυνόμενων ακίνητων, εν όψει του ότι αυτοί δύνανται να ζητήσουν την έκδοση διαπιστωτικής της αυτοδίκαιας ανάκλησης της απαλλοτρίωσης και συνεπώς της επιστροφής του συντελεστή στο ακίνητο τους. Περαιτέρω, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, καθόσον, κατά το ήδη αναιρεσείον, η αυτοδίκαιη ακύρωση των εκδοθέντων τίτλων μ.σ.δ. δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ζημία σε βάρος των ιδιοκτητών-δικαιούχων των τίτλων, καθώς ο συντελεστής δόμησης που «τιτλοποιήθηκε» επανακάμπτει στο ακίνητο, από το οποίο προήλθε. Επίσης, το αναιρεσείον ισχυρίστηκε ότι δεν ελήφθη υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το προσκομισθέν ενώπιον του 10086/6.3.2015 έγγραφο της Διεύθυνσης Αρχιτεκτονικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και ενέργειας από το οποίο προέκυπτε ότι με την 1035/4.3.2011 απόφαση του Γ.Γ. Χωροταξίας και Αστικού Περιβάλλοντος συστάθηκε ήδη η κατά τις επιταγές του ν. 3044/2002 αρμόδια ομάδα εργασίας για τη σύνταξη της προβλεπόμενης Υπουργικής Απόφασης του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, καθόσον, ανεξαρτήτως εάν είχαν γίνει κάποιες προπαρασκευαστικές εργασίες, εν τέλει ουδέποτε εκδόθηκε η ως άνω κ.υ.α.. Επίσης, το αναιρεσείον προέβαλε ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ έγινε δεκτό ότι η Διοίκηση παρέλειψε παρανόμως να ασκήσει την κανονιστική της αρμοδιότητα με αποτέλεσμα να υφίσταται η αναφερόμενη στην αγωγή ζημία την οποία οφείλει να αποζημιώσει. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι δεν υφίσταται παράνομη πράξη καθόσον το μέτρο της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης έχει τον χαρακτήρα της αποζημίωσης του ιδιοκτήτη του οποίου η ακίνητη περιουσία πλήττεται από ουσιώδη πολεοδομική ρύθμιση και αποτελεί αντί της αποζημίωσης του άρθρου 17 του Συντάγματος, συνταγματικώς επιτρεπτό αντάλλαγμα. Η προστασία όμως που προβλέπεται στο άρθρο 17 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει και τυχόν δικαιώματα που απορρέουν από τους τίτλους μ.σ.δ.. και εσφαλμένως έγινε δεκτό με την πρωτόδικη ότι η μέχρι σήμερα μη έκδοση της σχετικής κ.υ.α., που προβλέπεται στον ως άνω εξουσιοδοτικό νόμο αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος, το οποίο κατατείνει στην προστασία των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και δεν αναφέρεται σε ενοχικές αξιώσεις. Περαιτέρω, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, οι ήδη αναιρεσίβλητοι δεν είναι φορείς νομίμως κεκτημένου περιουσιακού δικαιώματος προστατευόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ. Επίσης, το Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε ότι με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 δεν θεσπίζεται ευθέως εξατομικευμένο δικαίωμα των ήδη αναιρεσιβλήτων όσον αφορά στο ζήτημα της εξαγοράς των ακυρωθέντων τίτλων τους, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά αντιθέτως απλή προσδοκία κτήσεως ατομικού δικαιώματος εξαγοράς τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης, που όμως γεννάται το πρώτον με την έκδοση της προβλεπόμενης στην ως άνω διάταξη κανονιστικής πράξης (κοινής υπουργικής απόφασης). Επίσης, προέβαλε ότι κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του εξουσιοδοτικού νόμου δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη γένεση σχετικού δικαιώματος, αλλά το σχετικό δικαίωμα γεννήθηκε μετά την προηγούμενη έκδοση των οικείων διαπιστωτικών πράξεων περί ακυρότητας των ένδικων τίτλων. Επιπροσθέτως, το αναιρεσείον Δημόσιο ισχυρίστηκε ότι δεν υφίσταται παράλειψη έκδοσης της εν λόγω κανονιστικής πράξης, αφού στο νόμο δεν προβλέπεται συγκεκριμένη προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να εκδοθεί η πιο πάνω κοινή υπουργική απόφαση, ενώ οι αναιρεσίβλητοι δεν επικαλούνται ότι υπέβαλαν σχετικές αιτήσεις προς έκδοση αυτής. Επίσης, προβλήθηκε από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται αν, ενόψει της αυτοδίκαιης ακυρότητας των τίτλων και την συνεπεία αυτής επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση έχει προκληθεί ζημία και ποια, καθώς και αν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας που προκλήθηκε και της φερόμενης ως παράνομης παράλειψης νομοθέτησης. Με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε την παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2022, η οποία όμως εν όψει του είδους του ακινήτου (οικόπεδο σε πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης χωρίς κτίσμα) δεν ήταν εφαρμοστέα στην ένδικη περίπτωση, στην οποία, κατά τους ισχυρισμούς του ήδη αναιρεσείοντος, το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 επιφυλάσσεται από τη διάταξη αυτή αποκλειστικά για άκυρους τίτλους μ.σ.δ. που προέρχονται αποκλειστικά από ακίνητα με κτίρια, ενώ, ισχυρίστηκε ότι εσφαλμένως υπολογίστηκε το ύψος της αποζημίωσης στην αντικειμενική αξία των τετραγωνικών μέτρων, που αφορούν οι ακυρωθέντες ένδικοι τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, ενώ το ύψος της αποζημίωσης θα έπρεπε να υπολογισθεί βάσει της αξίας του οικοπέδου που θα υποδεχθεί τελικά τη μεταφορά συντελεστή δόμησης, σε κάθε δε περίπτωση κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αξίας τόσο του βαρυνόμενου όσο και του ωφελόμενου ακινήτου, επομένως και της ζημίας, είναι ο χρόνος χορήγησης των τίτλων των αναιρεσιβλήτων (έτος 1996) κατά τον οποίον ίσχυαν άλλοι συντελεστές δόμησης. Τέλος, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε ότι το αίτημα των αναιρεσιβλήτων για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν, προβλήθηκε με την αγωγή τους αορίστως, σε κάθε δε περίπτωση αυτό ήταν αβάσιμο. Μετά την άσκηση της έφεσης η εφεσίβλητη . απεβίωσε και η δίκη συνεχίστηκε ως προς αυτήν από τον ήδη αναιρεσίβλητο .. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και των άρθρων 1 παρ. 1, 3 παρ. 1, 7 παρ. 2, 3, 4 και 6 του ν. 3044/2002 (Α’ 197) δέχτηκε ότι από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 3044/2002 γεννάται υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου για καταβολή αποζημίωσης στους δικαιούχους τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης που είχε εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 880/1979 και ακυρώθηκε αυτοδικαίως, συνιστάμενη είτε στην επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε, εφόσον αυτό είναι εφικτό, είτε στην εξαγορά του τίτλου, ανεξάρτητα από την έκδοση της σχετικής κοινής υπουργικής απόφασης, η οποία θα προβλέπει τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης αυτής. Και τούτο διότι από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 προκύπτει ότι ο νομοθέτης έχει αναγνωρίσει εξαρχής και αμέσως το δικαίωμα προς αποζημίωση υπό τις εν λόγω δύο εκδοχές του, η δε προβλεπόμενη να εκδοθεί σχετική κοινή υπουργική απόφαση αφορά απλώς στη θέσπιση των αναγκαίων συμπληρωματικών κανόνων δικαίου για τη ρύθμιση των τεχνικών λεπτομερειών άσκησης του δικαιώματος αυτού. Δεδομένου δε ότι ο νόμος δεν επιτρέπει τη μετάθεση του χρόνου έναρξης ισχύος του δικαιώματος είτε επαναφοράς του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε, είτε εξαγοράς του ακυρωθέντος εκ του νόμου τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης, η παράλειψη της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική αυτή αρμοδιότητα είναι αντίθετη προς το νόμο. Από την παράλειψη έκδοσης από τον κανονιστικό νομοθέτη των συμπληρωματικών κανόνων περί της διαδικασίας εξαγοράς του άκυρου τίτλου και του τρόπου υπολογισμού της υπόψη αποζημίωσης, δημιουργείται, σύμφωνα με την κρίση του εφετείου, ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, διότι το Ελληνικό Δημόσιο από τη μη έκδοση της εν λόγω κοινής υπουργικής απόφασης καθιστά ανενεργή την υποχρέωσή του για την καταβολή αποζημίωσης του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία αφορά στην εξαγορά του άκυρου τίτλου, γεγονός που προσκρούει στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. ΣτΕ 2148/2016). Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε τους ανωτέρω λόγους εφέσεως ως αβάσιμους και την έφεση στο σύνολό της. Ήδη, με την υπό κρίση αίτηση το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ζητεί την αναίρεση της εφετειακής απόφασης.
- Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 24.1.2023 στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και, συνεπώς, διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3900/2010. Ενόψει δε του ότι το ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης σε καθέναν από τους αναιρεσιβλήτους, η οποία ανέρχεται σε 2.348.413 ευρώ για τον . και σε 1.927.626,86 ευρώ για την, υπερβαίνει το κατ’ άρθρο 53 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, όριο των 40.000 ευρώ. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη 2η σκέψη για το παραδεκτό της κρινομένης αιτήσεως απαιτείται η προβολή ισχυρισμών περί αντίθεσης προς τη νομολογία ή περί έλλειψης νομολογίας για τα νομικά ζητήματα που τίθενται με τους λόγους αναίρεσης και είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς.
- Επειδή, προβάλλεται ότι το δικαίωμα επιλογής το οποίο εξουσιοδοτείται ο νομοθέτης να θεσπίσει σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ.6 του άρθρ. 7 του ν. 3044/2002 περιορίζεται στα αποκλειστικώς αναφερόμενα στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 7 του ως άνω ν. 3044/2002 ακίνητα και όχι σε όλα τα ακίνητα των οποίων οι τίτλοι μ.σ.δ. θεωρούνται αυτοδικαίως άκυροι κατά την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η θέσπιση δικαιώματος επιλογής δεν προβλέπεται για δικαιούχους τίτλων από ακίνητα χωρίς κτίσματα σε πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης, δεδομένου ότι στο άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 880/1979 οι προβλεπόμενες περιπτώσεις είναι διακριτές. Συνεπώς, σύμφωνα με το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καίτοι δέχτηκε ότι το ακίνητο των αναιρεσιβλήτων για το οποίο είχαν εκδοθεί οι τίτλοι μ.σ.δ. ήταν άνευ κτισμάτων, εφάρμοσε τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 η οποία όμως, κατά τα προβαλλόμενα, δεν ήταν εφαρμοστέα στην υπό κρίση περίπτωση ενόψει του είδους του ακινήτου και ως εκ τούτου, παραβίασε την ως άνω διάταξη, και εφάρμοσε πλημμελώς τη διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Για τη θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού αναιρέσεως το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι ως προς το τιθέμενο με τον λόγο αυτόν νομικό ζήτημα δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δοθέντος ότι, πράγματι, κατά το χρόνο άσκησης της κρινομένης αιτήσεως δεν υπήρχε νομολογία του Δικαστηρίου που να είχε κρίνει επί του τιθέμενου νομικού ζητήματος (καθόσον η 1483/2023 απόφαση του Δικαστηρίου που επιλύει το ζήτημα αυτό δημοσιεύθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι στις 4.9.2023), ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς, εξετάζεται δε περαιτέρω ως προς την βασιμότητά του. Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσίβλητοι είναι δικαιούχοι τίτλων μ.σ.δ. ακινήτου άνευ κτίσματος σε πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης, οι οποίοι εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2300/1995 και δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Συνεπώς, το δικάσαν δικαστήριο ορθά, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 5, εφάρμοσε τις διατάξεις των παρ. 2 και 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
- Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι το δικάσαν δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 καθώς η διάταξη αυτή δεν θεσπίζει περιουσιακό δικαίωμα του οποίου την απόλαυση στερήθηκαν οι αναιρεσίβλητοι ενόψει μη χρήσης της εξουσιοδότησης από τον κανονιστικό νομοθέτη, αλλά παρέχει ευρεία εξουσιοδότηση στον κανονιστικό νομοθέτη να θεσπίσει δικαίωμα επιλογής και σε περίπτωση που προβεί στη θέσπισή του, να εξειδικεύσει τα δυο επιλέξιμα δικαιώματα, τους όρους και τις προϋποθέσεις άσκησης εκάστου εξ αυτών. Επίσης, προβάλλεται ότι εναπόκειται στον κανονιστικό νομοθέτη να εκτιμήσει εάν στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις και κατηγορίες άκυρων τίτλων καταλείπονται συνέπειες οι οποίες δεν έχουν αρθεί με την αυτοδίκαιη ακυρότητα της παρ. 2 και σε καταφατική περίπτωση παρέχεται σε αυτόν εξουσιοδότηση να θεσπίσει δικαίωμα επιλογής, και ότι με την παρ. 6 δεν θεσπίζεται αμέσως και ευθέως δικαίωμα υπέρ των ιδιοκτητών των βαρυνομένων ακινήτων των οποίων οι τίτλοι καθίστανται αυτοδικαίως άκυροι, ακόμη και όταν αυτοί εμπίπτουν στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις και κατηγορίες τίτλων, και επομένως η παράλειψη του κανονιστικού νομοθέτη να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση δεν συνιστά παράνομη παράλειψη κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Επίσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένα έχουν ερμηνευθεί και ως εκ τούτου παραβιαστεί τα άρθρα 105 ΕισΝΑΚ, 4 παρ. 5 και 17 παρ. 2 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, τα οποία εφάρμοσε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, θεωρώντας ότι η παράλειψη της κανονιστικής αρμοδιότητας συνιστά παράνομη πράξη. Για τη θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία: α) για το νομικό ζήτημα ότι από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 δεν θεσπίζεται αμέσως και ευθέως περιουσιακό δικαίωμα υπέρ των ιδιοκτητών των βαρυνομένων ακινήτων των οποίων οι τίτλοι καθίστανται αυτοδικαίως άκυροι, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες των τίτλων που εμπίπτουν στις περιοριστικώς αναφερόμενες περιπτώσεις και κατηγορίες τίτλων των εδ. α και β της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 και β) για το αν συνιστά παράνομη παράλειψη του κανονιστικού νομοθέτη, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, η μη άσκηση της κανονιστικής του αρμοδιότητας που προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν.3044/2002. Ο πρώτος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού κατά το χρόνο άσκησης της κρινομένης αιτήσεως, είχε δημοσιευθεί η 2148/2016 απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία έκρινε ότι στην παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 προβλέπεται υπέρ του ιδιοκτήτη η δυνατότητα επιλογής είτε “επαναφοράς” του Σ.Δ. στο ρυμοτομηθέν ακίνητο είτε “εξαγοράς” του σχετικού τίτλου σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, εγκριτικών πράξεων και τίτλων μ.σ.δ. που είχαν εκδοθεί με τις διατάξεις των ν. 880/1979 και 2300/1995. Ο δεύτερος, όμως, ισχυρισμός είναι βάσιμος, δεδομένου ότι κατά το χρόνο άσκησης της κρινομένης αιτήσεως δεν υπήρχε νομολογία του Δικαστηρίου που να είχε κρίνει επί του ζητήματος που τίθεται με αυτόν. Συνεπώς, κατά το σκέλος αυτό, ο προβαλλόμενος λόγος προβάλλεται παραδεκτώς (βλ. ΣτΕ 1483/2023) και είναι περαιτέρω εξεταστέος κατ’ ουσίαν.
- Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1483/2023) από τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 σε συνδυασμό με τη διάταξη του 105 ΕισΝ.Α.Κ., συνάγεται ότι η παράλειψη έκδοσης της πιο πάνω υπουργικής απόφασης συνιστά παρανομία που συνεπάγεται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, αφού ο εξουσιοδοτικός νόμος με την διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ως άνω νόμου καθιερώνει, κατά τρόπο ευθύ και άμεσο, το δικαίωμα των αναφερομένων στην εν λόγω διάταξη δικαιούχων τίτλου μ.σ.δ. να επιδιώξουν την άρση της προσβολής που υπέστησαν στην περιουσία τους από την ακυρότητα του τίτλου αυτού, υπό την έννοια ότι άνευ της έκδοσης της υπουργικής αυτής απόφασης, οι ανωτέρω δεν μπορούν να ασκήσουν την ευχέρεια επιλογής που τους παρέχει ο νομοθέτης, ανάμεσα στην επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε και στην εξαγορά του τίτλου. Η παράλειψη δε της Διοίκησης να εκδώσει την εν λόγω υπουργική απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι αποστερεί τους εν λόγω δικαιούχους από το κατά τον ανωτέρω τρόπο αποζημιωτικό της προσβολής της περιουσίας τους δικαίωμα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2148/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 γεννάται αμέσως και ευθέως υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου για την, μεταξύ άλλων, εξαγορά από τους δικαιούχους των τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης που κατείχαν και κατέστησαν αυτοδικαίως άκυροι, η υποχρέωση δε αυτή του Δημοσίου υφίσταται, σύμφωνα με την κρίση του εφετείου, ανεξάρτητα από την έκδοση της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης, αφού η παράλειψη έκδοσης από τον κανονιστικό νομοθέτη των συμπληρωματικών κανόνων περί της διαδικασίας εξαγοράς και του τρόπου υπολογισμού της υπόψη αποζημίωσης, προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, καθιστώντας στην ουσία κενή περιεχομένου την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος. Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω, ορθή και, συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
- Επειδή, προβάλλεται, τέλος, ότι το δικάσαν δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 καθώς δέχθηκε ότι, παρά την ακυρότητα των τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης, διατηρούνται δυσμενείς συνέπειες σε περιουσιακά δικαιώματα των δικαιούχων τους που προήλθαν από την έκδοση των τίτλων αυτών, ενώ, κατ’ ορθή κρίση έπρεπε να κρίνει ότι μετά τη διαπίστωση της αυτοδίκαιης ακυρότητας των τίτλων και τη μεταγραφή της σχετικής πράξης, οι δικαιούχοι τους αποκαθίστανται ως κύριοι των ακινήτων και δεν τίθεται ζήτημα μη καταβολής ή αποστέρησης αποζημίωσης όπως επιβάλλεται από τα άρθρα 17 παρ. 2 του Συντάγματος, και 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Συναφώς, προβάλλεται ότι εσφαλμένα έχουν ερμηνευθεί και ως εκ τούτου έχουν παραβιαστεί οι διατάξεις των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, 4 παρ. 5 και 17 παρ. 2 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, καθώς το δικάσαν δικαστήριο δέχτηκε ότι η κατά παράβαση συνταγματικών διατάξεων χορήγηση τίτλων μ.σ.δ. συνιστά νόμιμο περιουσιακό δικαίωμα, η αφαίρεση του οποίου συνιστά παράνομη πράξη. Για τη θεμελίωση του παραδεκτού του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι: α) δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου για το νομικό ζήτημα αν κατ’ ορθή εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 καταλείπονται μετά την ακύρωση τίτλων μ.σ.δ. δυσμενείς συνέπειες σε περιουσιακά δικαιώματα των αναιρεσιβλήτων οι οποίες είναι παράνομες και χρήζουν αποζημίωσης, και β) δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου και για το νομικό ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή εάν η κατά παράβαση συνταγματικών διατάξεων χορήγηση τίτλων μ.σ.δ. συνιστά νόμιμο περιουσιακό δικαίωμα, η αφαίρεση του οποίου συνιστά παράνομη πράξη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προέβη σε κρίση σχετικά με την κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. ευθύνη του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου από την έκδοση τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης, ο οποίος κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 καθίσταται αυτοδικαίως άκυρος, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι συντρέχουν οι κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. προϋποθέσεις της ευθύνης του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου από την παράνομη παράλειψη έκδοσης της υπουργικής απόφασης συνεπεία της οποίας οι δικαιούχοι τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης δεν μπορούν να ασκήσουν την κατά την παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 ευχέρεια επιλογής που τους παρέχει ο νομοθέτης, ανάμεσα στην επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε και στην εξαγορά του τίτλου, προκειμένου να άρουν την προσβολή της περιουσίας τους από την ακυρότητα του τίτλου αυτού (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1483/2023). Ως εκ τούτου, εφόσον, δηλαδή, ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι απορριπτέος και ο προβαλλόμενος ισχυρισμός για την θεμελίωση του παραδεκτού του ως άνω λόγου αναιρέσεως κατά το άρθρο 12 του ν. 3900/2010.
- Επειδή, μη προβαλλόμενου άλλου λόγου αναιρέσεως η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.