ΣτΕ 1687/2024 [Μη νόμιμη σημειακή τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου (ακίνητο Ζωφράφου)]
Περίληψη
– Το προσβαλλόμενο διάταγμα, κατά το πληττόμενο μέρος του, δεν είναι νόμιμο. Ειδικότερα, εν όψει της πλοκής της υποθέσεως (επιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης το 1972, ακύρωση με την ΣΕ 1828/1973, νέα επιβολή το 1974, αυτοδίκαιη άρση το 1978, εκ νέου επιβολή το 2004, ακύρωση με την απόφαση ΣΕ 963/2007), η προσβαλλόμενη ρύθμιση αποτελεί κατ’ ουσίαν επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης προς δημιουργία χώρου πρασίνου. Ως εκ τούτου, εν όψει της επί μακρόν δεσμεύσεως του ακινήτου των αιτουσών και της ρήτρας της αποφάσεως ΣΕ 963/2007 περί απαγόρευσης δομήσεως και έκδοσης οικοδομικών αδειών στο όλο ακίνητο, έπρεπε για το επίδικο ακίνητο να προκύπτει η ετοιμότητα και η δυνατότητα της Διοίκησης για την άμεση συντέλεση της απαλλοτρίωσης και την καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης. Ούτε όμως από το κείμενο του διατάγματος ούτε από την προηγηθείσα διαδικασία προκύπτει η πλήρωση της προϋποθέσεως αυτής. Και ναι μεν στο προοίμιο του διατάγματος μνημονεύεται η από 25.8.2011 Π.Ν.Π., που κυρώθηκε με το άρθρο 46 του ν. 4021/2011, πλην το δάνειο του Δήμου Ζωγράφου που αφορούν τα νομοθετήματα αυτά προοριζόταν για την απόκτηση του ετέρου τμήματος του ακινήτου Ζωγράφου και της ομώνυμης Βίλας, και όχι για την απόκτηση του ακινήτου των αιτουσών, όπως αβασίμως προβάλλουν το Δημόσιο και ο παρεμβαίνων Δήμος. Περαιτέρω, σε συνάρτηση με την προηγούμενη πλημμέλεια, μη νομίμως καθορίζονται οι χρήσεις του διατηρητέου κτιρίου εντός του επίδικου ακινήτου διότι είναι συγκεχυμένες και μη συμβατές μεταξύ τους (κατοικία, πρόνοια, προσχολική εκπαίδευση και πολιτιστικές λειτουργίες). Αβασίμως δε προβάλλει το Δημόσιο και ο παρεμβαίνων Δήμος ότι οι χρήσεις αυτές είναι σύμφωνες με το Γ.Π.Σ. του Δήμου Ζωγράφου, διότι οι επιβληθείσες με το Γ.Π.Σ, έτους 1988 και 1994, χρήσεις αντιστοιχούσαν προς τις τότε συνθήκες και το καθεστώς του Ο.Τ. 387 (ενιαίος οικοδομήσιμος χώρος, μη εισέτι χαρακτηρισμός ως διατηρητέων των δύο κτιρίων). Μετά όμως την μεταβολή των συνθηκών με την δημιουργία του επίδικου ακινήτου (2002), τον χαρακτηρισμό των κτιρίων ως διατηρητέων (2004) και την επιβολή και την επανεπιβολή απαλλοτριώσεως προς δημιουργία χώρου πρασίνου (2004 και 2013), ώφειλε η Διοίκηση να εξετάσει αιτιολογημένως αφενός την ανάγκη αποκτήσεως εν όλω ή εν μέρει και του επίδικου ακινήτου και του επ’ αυτού διατηρητέου κτίσματος και αφ’ ετέρου, σε συνάρτηση με την πρώτη ρύθμιση, να καθορίσει την προσήκουσα χρήση του διατηρητέου κτίσματος, μεριμνώντας σε κάθε περίπτωση για την άμεση συντέλεση της σχετικής απαλλοτριώσεως.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης