ΣτΕ 1623/2024 [Νόμιμη επιβολή της κύρωσης της διακοπής λειτουργίας καθαριστηρίου]
Περίληψη
– Επί προκλήσεως ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως της αυτοτελούς υποχρέωσης της Κεντρικής Διοίκησης για τη λήψη κατάλληλων μέτρων, τόσο η Κεντρική Διοίκηση όσο και η Περιφέρεια (πρώην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση), οφείλουν, αν συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να επιβάλουν αντίστοιχα κύρωση. Το είδος της επιβαλλόμενης κύρωσης ανήκει καταρχήν στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του άρθρου 30 του ν. 1650/1986 ή του άρθρου 29 του ν. 3982/2011, συνδέεται δε με τη φύση και την έκταση της προκαλούμενης ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος και τη δυνατότητα αποτροπής τους. Σε περίπτωση όμως έντονης υποβάθμισης ή καθ’ υποτροπή πρόκλησης ρύπανσης, ή αν επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην περιοχή και προκαλεί οχλήσεις στο περιβάλλον παραλείπει να συμμορφωθεί προς τα υποδεικνυόμενα μέτρα, ως και όταν η λήψη αποτελεσματικών μέτρων είναι ανέφικτη, τότε δεν αρκεί η επιβολή αλλεπάλληλων προστίμων, αλλά προβλέπεται κατά νόμο η διακοπή της βλαπτικής για το περιβάλλον δραστηριότητας. Το μέτρο της οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχείρησης ή δραστηριότητας, η οποία προκαλεί ρύπανση ή υποβάθμιση εν γένει του περιβάλλοντος, επιβάλλεται όταν το ηπιότερο μέτρο της προσωρινής διακοπής κρίνεται ατελέσφορο, είτε διότι η επιχείρηση ή δραστηριότητα παραλείπει να συμμορφωθεί προς τα υποδεικνυόμενα μέτρα είτε διότι άλλα μέτρα πλην της οριστικής διακοπής θεωρούνται, εν όψει του συνόλου των συνθηκών, ως μη αποτελεσματικά για την προστασία του περιβάλλοντος ή της δημόσιας υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων και περίοικων. Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον όταν η επιχείρηση δεν έχει λάβει οποιαδήποτε περιβαλλοντική έγκριση για τη λειτουργία της.
Η προσβαλλόμενη διακοπή λειτουργίας επιβλήθηκε κατόπιν της διενέργειας δύο τουλάχιστον ελέγχων από την Περιφέρεια Αττικής, βάσει των οποίων διαπιστώθηκαν ελλείψεις τόσο στα νόμιμα δικαιολογητικά για τη συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησης του αιτούντος, όσο και στις συνθήκες λειτουργίας του ένδικου καθαριστηρίου-πλυντηρίου ρούχων κατά την υγειονομική νομοθεσία. Σύμφωνα δε με την τελευταία ενημέρωση της υπηρεσίας, μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας, ορισμένες από τις ελλείψεις αυτές δεν είχαν εισέτι συμπληρωθεί, συγκεκριμένα, το πιστοποιητικό πυρασφάλειας ανακλήθηκε, ενώ το υγειονομικό πιστοποιητικό δεν χορηγήθηκε. Περαιτέρω, ο αιτών είχε λάβει προειδοποίηση για την επικείμενη επιβολή διοικητικής κύρωσης – προστίμου ή διακοπής λειτουργίας – ήδη από τις 3.1.2018, ενώ στις 7.3.2018 έλαβε κλήση σε απολογία στην οποία δεν ανταποκρίθηκε. Τα πραγματικά περιστατικά καταδεικνύουν καθ’ υποτροπή πρόκληση ρύπανσης του περιβάλλοντος χώρου και διαρκή παράλειψη συμμόρφωσης του αιτούντος στα υποδεικνυόμενα από τη Διοίκηση μέτρα καθώς και στις επανειλημμένες κλήσεις της για τη διόρθωση των διαπιστωθεισών πλημμελειών και για τη συμπλήρωση των νόμιμων δικαιολογητικών με σκοπό την απόκτηση των απαραίτητων αδειών, τα περιστατικά δε αυτά τεκμηριώνουν επαρκώς την επιβολή της κύρωσης της οριστικής διακοπής λειτουργίας από τη Διοίκηση, οποιουδήποτε άλλου μέτρου παρισταμένου ατελέσφορου. Οι λόγοι ακυρώσεως κατά τους οποίους η προσβαλλόμενη διακοπή λειτουργίας εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, ότι φέρει μη νόμιμη αιτιολογία ενόψει και του ότι συνιστά αποτέλεσμα των ενεργειών της ανταγωνίστριας εταιρείας που τον κατήγγειλε και ότι προσκρούει στις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Αλυσιτελώς δε παραπονείται ο αιτών για τη μη προσήκουσα κλήση του σε ακρόαση ή απολογία, αφού, πάντως, έλαβε τελικώς γνώση των ληφθέντων σε βάρος του μέτρων και υπέβαλε τις απόψεις του ενώπιον της Διοίκησης πριν από την έκδοση της ορθής επανάληψης της απόφασης διακοπής λειτουργίας.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Θ. Ζιάμου