ΣτΕ 1616/2024 [Αναιρετέα πρωτόδικη απόφαση περί αποδοχής προσφυγής και ακύρωσης άρνησης άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]
Περίληψη
– Με τον. 1337/1983 θεσμοθετήθηκε νέα διαδικασία – διαφέρουσα από την κήρυξη απαλλοτριώσεων βάσει της πολεοδομικής νομοθεσίας για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων συνολικής διαχείρισης των ακινήτων της οικιστικής περιοχής προς πραγμάτωση των συνταγματικών σκοπών (άρθρ. 17 παρ. 1 και 24 παρ. 3-5 του Συντάγματος), με την υποχρέωση των ιδιοκτητών να διαθέσουν, χωρίς αποζημίωση, μέρος του ακινήτου τους ή με υποχρεωτική συμμετοχή αυτών με ολόκληρο το ακίνητο τους έναντι αντιπαροχής άλλου ακινήτου (ή διαιρεμένης ιδιοκτησίας) ίσης αξίας. Ειδικώς δε με τα άρθρα 8 και 12 του ν. 1337/1983 ρυθμίζεται η διαδικασία απόκτησης κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, η οποία εφαρμόζεται στις περιοχές ένταξης ή επέκτασης του σχεδίου και προβλέπεται ο τρόπος υλοποίησης της διαχείρισης με την έκδοση της πράξης εφαρμογής, με την οποία καθορίζονται τα τμήματα των ακινήτων που αφαιρούνται χωρίς αποζημίωση για εισφορές σε γη, σε ποσοστό ανάλογου με την εδαφική έκταση της ιδιοκτησίας, για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, καθώς και οι υποχρεωτικές μεταβολές, όπως μετακινήσεις, συνενώσεις, αναδιανομές, ανταλλαγές ακινήτων, η πράξη δε εφαρμογής αποτελεί ταυτόχρονα πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη. Εφόσον έχει προηγηθεί ρυμοτομική απαλλοτρίωση, με την ειδική διοικητική διαδικασία του ν. 1337/1983 για την εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων καθορίζεται, συγχρόνως, η έκταση για την οποία ο θιγόμενος ιδιοκτήτης δικαιούται αποζημίωσης λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, ο υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η αντιστοιχούσα στις ιδιοκτησίες, κατ’ επιταγή του άρθρου 24 παρ. 3-5 του Συντάγματος, εισφορά σε γη. Από την εισφορά αυτή εξαρτάται το ύψος της τυχόν οφειλόμενης αποζημίωσης για τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση και ο τρόπος εκπληρώσεως της σχετικής υποχρέωσης, προτού δε τηρηθεί η συνάδουσα προς τη φύση των εν λόγω απαλλοτριώσεων ειδική αυτή διαδικασία, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί εάν καταρχήν οφείλεται χρηματική αποζημίωση και, σε καταφατική περίπτωση, ποιος είναι υπόχρεος για την καταβολή της και το πιθανολογούμενο ύψος της. Εξάλλου, στις περιπτώσεις που, μετά την πράξη εφαρμογής, εξακολουθεί να οφείλεται αποζημίωση λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, όπως όταν αφαιρείται αναγκαστικά ένα ακίνητο, χωρίς να αντιπαρέχεται άλλο ακίνητο στον ιδιοκτήτη του ή όταν αφαιρείται τμήμα του ακινήτου μεγαλύτερο εκείνου του ποσοστού της υποχρεωτικής εισφοράς σε γη, δεν επέρχονται στις ιδιοκτησίες αυτές οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής εμπράγματες μεταβολές προτού ολοκληρωθούν οι παραπάνω διαδικασίες και καταβληθεί η αποζημίωση. Τούτο σημαίνει ότι τα νέα ακίνητα που διαμορφώνονται με την πράξη εφαρμογής δεν μπορούν να καταληφθούν παρά μόνον εφόσον έχουν καταβληθεί οι σχετικές αποζημιώσεις, με την καταβολή δε της ως άνω αποζημίωσης συντελείται η απαλλοτρίωση και επέρχεται έκτοτε με πρωτότυπο τρόπο στους οικείους ΟΤΑ η κτήση του ακινήτου και αντίστοιχα η απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος τρίτου απ’ αυτό, καθώς και η αυτοδίκαιη λύση των ενοχικών συμβάσεων που σχετίζονται με αυτό.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίστηκε η άρση των ρυμοτομικών δεσμεύσεων που επιβλήθηκαν στα ακίνητα των αναιρεσιβλήτων με τα από 30.5.1985 και 31.1.1990 προεδρικά διατάγματα, λόγω παρόδου χρονικού διαστήματος από την επιβολή τους που υπερέβη το εύλογο, χωρίς να συντελεστεί η οικεία ρυμοτομική απαλλοτρίωση με την καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης. Την κρίση αυτή εξέφερε το δικάσαν πρωτοδικείο παραλείποντας να λάβει υπόψη τις σχετικές διατάξεις του ν. 1337/1983 και να συνυπολογίσει, ως προς τον καθορισμό της προσήκουσας αποζημίωσης και του ύψους της, την οφειλόμενη συγχρόνως από τους αναιρεσίβλητους, βάσει της οικείας πράξης εφαρμογής, εισφορά σε γη και χρήμα H κρίση αυτή δεν έχει σχέση με την τμηματική άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ενιαίας ιδιοκτησίας λόγω τμηματικής συντέλεσής της, όπως δέχεται εμμέσως το δικάσαν πρωτοδικείο δυνατότητα την οποία πράγματι δεν αναγνωρίζει η νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας. Με τις ανωτέρω κρίσεις του το δικάσαν πρωτοδικείο έκανε δεκτή μία ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος (άρθρο 17 παρ. 2) και του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων (άρθρα 11 και 29 παρ. 2, 5 του ν. 2882/2001) αντίθετη προς την προαναφερόμενη νομολογία και κατέστησε την προσβαλλόμενη απόφασή του αναιρετέα, κατ’ αποδοχή του αντίστοιχου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται παραδεκτώς κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν Διοικητικό Πρωτοδικείο Τρίπολης για νέα νόμιμη κρίση ως προς το μέτρο συντέλεσης της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.
Πρόεδρος: Π. Καρλή
Εισηγητής: Θ. Ζιάμου