ΣτΕ 1579/2024 [Παράνομες ΑΕΠΟ έργου αντιμετώπισης διάβρωσης ακτών και απόφαση χρηματοδότησης του έργου]
Περίληψη
– Για την τροποποίηση έργου της πρώτης κατηγορίας, για το οποίο έχει ήδη εκδοθεί σχετική πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, δεν απαιτείται, καταρχήν, η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται στον νόμο για την αρχική έγκριση περιβαλλοντικών όρων, με τη σύνταξη και υποβολή νέας μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εφόσον, κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, από την τροποποίηση δεν επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον ούτε παρατηρούνται ουσιώδεις μεταβολές των δεδομένων επί των οποίων στηρίχθηκε η αρχική έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Η σχετική κρίση της Διοίκησης, η οποία αρκεί να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης περί τροποποίησης των περιβαλλοντικών όρων, χωρίς να απαιτείται έκδοση ιδιαίτερης πράξης, πρέπει να στηρίζεται σε πρόσφορα στοιχεία και κριτήρια, αναγόμενα (α) στον σχεδιασμό, την εξέλιξη και τη λειτουργία του έργου, (β) στην τυχόν υλοποίηση των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών που έχουν επιβληθεί και στην αποτελεσματικότητά τους, (γ) σε ενδεχόμενες μεταβολές που έχουν επέλθει στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, (δ) σε ενδεχόμενες μεταβολές του νομοθετικού καθεστώτος που ισχύει στην περιοχή του έργου, ιδίως δε του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και (ε) σε ενδεχόμενη ουσιαστική μεταβολή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών στο διάστημα που έχει παρέλθει από την έκδοση της απόφασης έγκρισης των αρχικών περιβαλλοντικών όρων.
Στην περίπτωση κατά την οποία με την επιχειρούμενη τροποποίηση ο αρχικός σχεδιασμός του περιβαλλοντικά αδειοδοτημένου έργου μεταβάλλεται πλήρως και οι αρχικώς εγκριθέντες περιβαλλοντικοί όροι δεν μπορούν πλέον να εφαρμοστούν, εάν, δηλαδή, πρόκειται κατ’ ουσίαν περί εντελώς νέου έργου, η τροποποίηση αυτή δεν δύναται να θεωρηθεί a priori ως μη ουσιώδης, μόνον διότι, σύμφωνα με τη μελέτη τροποποίησης, έχει θετικό αντίκτυπο και μειώνει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε σχέση με το αρχικώς αδειοδοτημένο έργο. Η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να αξιολογηθεί εξ υπαρχής και αυτοτελώς με βάση τα περιβαλλοντικά και τεχνικά δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης, ειδικώς δε μάλιστα, εάν η επέμβαση αφορά σε ευαίσθητα οικοσυστήματα όπως οι ακτές, και να υπαχθεί σε διαδικασία διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινός.
Η προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ εκδόθηκε δυνάμει περιβαλλοντικής μελέτης τροποποίησης και ανανέωσης, χωρίς να υποβληθεί σε διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κοινό, διότι, κατά τη μελέτη του έργου και κατά τη Διοίκηση, τόσο κατά την φάση κατασκευής όσο και κατά τη φάση λειτουργίας των νέων έργων, οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον θα είναι ηπιότερες, ειδικώς ως προς την κατάληψη θαλάσσιου πυθμένα, σε σχέση με αυτές των αρχικώς αδειοδοτηθέντων έργων. Ως εκ τούτου, κατά τη Διοίκηση, από τις διαφοροποιήσεις στον σχεδίασμά του έργου δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εντούτοις, από τα στοιχεία του φακέλου συνάγεται, επίσης, ότι μεταβλήθηκε πλήρως ο αρχικός σχεδιασμός του έργου, μεταξύ άλλων, με την αντικατάσταση των έξαλων αποσπασμένων κυματοθραυστών, οι οποίοι ήταν παράλληλοι προς την ακτή, με εγκάρσιους (κάθετους και εφαπτόμενους προς την ακτή) προβόλους. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανέχεται τη μερική ή έστω ανάλογη εφαρμογή των περιβαλλοντικών όρων της «τροποποιούμενης» ΑΕΠΟ του έτους 2011, εφόσον αντικατέστησε τις σχετικές ενότητες της εν λόγω πράξης. Οι αλλαγές δε αυτές οφείλονται στη μεταβολή κρίσιμων δεδομένων επί των οποίων στηρίχθηκε η ΑΕΠΟ του έτους 2011, όπως αυτά προέκυψαν από επικαιροποιημένη ακτομηχανική μελέτη και χαρτογράφηση των λιβαδιών Ποσειδωνίας στον Πατραϊκό κόλπο. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με την επίμαχη τροποποίηση επιχειρείται η περιβαλλοντική αδειοδότηση νέου έργου, εντελώς διαφορετικού από το αρχικώς εγκριθέν, τόσο ως προς τον σχεδιασμό του όσο και ως προς τους περιβαλλοντικούς του όρους. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η προσβαλλόμενη τροποποίηση προδιαγράφει επέμβαση σε κατεξοχήν ευαίσθητο οικοσύστημα, η ως άνω κρίση της Διοίκησης ότι με την τροποποίηση αυτή δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και, κατά συνέπεια, δεν ήταν τηρητέα η διαδικασία της διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινό, δεν παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Για τον λόγο αυτόν, που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, όπως και η δεύτερη προσβαλλομένη, η οποία ερείδεται επ’ αυτής.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Χρ. Παπανικολάου