ΣτΕ 963/2024 [Νόμιμη πράξη κήρυξης αναδάσωσης]
Περίληψη
– Προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη, στηριζόμενη στην από 28.4.2014 εισήγηση δασολόγου και στην από 3.10.2019 έκθεση του ιδίου, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 117 παρ. 3 του Συντάγματος και 38 παρ. 1 και 4 παρ. 1, 3 του ν. 998/1979 και με ελαττωματική και ανεπαρκή αιτιολογία έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την κήρυξη της επίμαχης εκτάσεως ως αναδασωτέας, βασιζόμενη στην κρίση ότι δήθεν αποδείχθηκε ο δασικός χαρακτήρας αυτής κατά το παρελθόν και η εκχέρσωση της δασικής βλάστησης. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του ως άνω λόγου, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η κρίση της εκκαλούμενης αντίκειται στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη ισχνής δασικής βλάστησης, σε μικρή επιφάνεια και σε παρωχημένο και όχι συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα όταν η μικρή αυτή επιφάνεια περιβάλλεται από αγροτικές ή άλλου χαρακτήρα εκτάσεις (όπως εν προκειμένω, είναι η όμορη συνεχόμενη έκταση των 4.051, 04 τ.μ.) δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει δασικό οικοσύστημα και δεν συγκροτείται επαρκές αιτιολογικό έρεισμα ως προς το δασικό χαρακτήρα της κηρυχθείσης εκτάσεως ως αναδασωτέας. Γίνεται δε επίκληση και μνεία στο δικόγραφο συγκεκριμένων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Επικουρικά, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται ad hoc νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, η οποία να έχει κρίνει ότι η ύπαρξη θαμνώδους και δενδρώδους βλάστησης σε ποσοστό 15 %, σε παρωχημένο χρόνο (έτη 1945 και 1960) επί μικρής εκτάσεως (1.399.03 τ.μ.) προσδίδει στην έκταση αυτή την έννοια του δασικού οικοσυστήματος με αποτέλεσμα η σε απροσδιόριστο χρόνο εκχέρσωση και ανθρώπινη επέμβαση να παρέχει αιτιολογικό έρεισμα για την κήρυξη αυτής ως αναδασωτέας.
Επειδή, εν προκειμένω, το δικάσαν δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση εξέφερε κρίση ως προς τη νομιμότητα της πράξεως, με την οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέο το εμβαδού 1.399,03 τ.μ. τμήμα αυτής. Έκρινε δε την πράξη αυτή ως νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Στην κρίση του δε αυτή το δικάσαν κατέληξε, αφού είχε προηγηθεί η έκδοση προδικαστικής του δικάσαντος δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκε η Διοίκηση, κατόπιν συντάξεως σχετικής εκθέσεως και μετά από συνεκτίμηση και της προσκομισθείσας από τον εκκαλούντα ιδιωτικής εκθέσεως φωτοερμηνείας, να αποφανθεί για το αποδιδόμενο στην επίμαχη έκταση δασικό χαρακτήρα διαχρονικά κατά τα έτη 1945-1960-1986-1990-2003-2017.
Το ζήτημα, όμως, της αντίθεσης της εκκαλούμενης προς τις αποφάσεις που επικαλείται ο εκκαλών, όπως προβάλλεται με τους προπαρατεθέντες ισχυρισμούς, δεν ανάγεται στην ερμηνεία κανόνα δικαίου ή γενικής αρχής γενικής εφαρμογής, κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, αλλά στην επάρκεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως και την εκτίμηση του πραγματικού της υποθέσεως από το δικάσαν δικαστήριο ως προς τον δασικό και άρα αναδασωτέο χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως. Στην προκειμένη δηλαδή περίπτωση, το δικάσαν δικαστήριο δεν επέλυσε ορισμένο νομικό ζήτημα διά της ερμηνείας κανόνα δικαίου γενικής εφαρμογής, αλλά περιορίσθηκε σε υπαγωγές, μετά από εκτίμηση του πραγματικού της κριθείσας υποθέσεως και αφού έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών εγγράφων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του. Οι εν λόγω, όμως, υπαγωγές, από τη φύση τους, έχουν εφαρμογή μόνο στη συγκεκριμένη υπόθεση. Εξάλλου, οι αποφάσεις, τις οποίες επικαλείται ο εκκαλών, παρατίθενται για την επίρρωση και μόνο του προβαλλόμενου λόγου εφέσεως. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον όσα ισχυρίζεται ο εκκαλών δεν πληρούν τις τασσόμενες με την εφαρμοστέα διάταξη προϋποθέσεις, ο λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Θ. Κανελλοπούλου