ΣτΕ 355/2024 [Εύλογη διάρκεια διαδικασίας για την επιβολή περιβαλλοντικού προστίμου]
Περίληψη
– Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του ν. 1650/1986, κατ’ εφαρμογή της οποίας επιβλήθηκε το επίμαχο πρόστιμο, δεν θεσπίζεται συγκεκριμένη αποκλειστική προθεσμία, εντός της οποίας τα αναφερόμενα στην ανωτέρω διάταξη διοικητικά όργανα υποχρεούνται να ασκήσουν την αρμοδιότητά τους προς έκδοση διοικητικής πράξεως επιβολής προστίμου για παραβιάσεις της νομοθεσίας περί προστασίας του περιβάλλοντος, η υπέρβαση της οποίας θα καθιστούσε τα όργανα αυτά αυτομάτως αναρμόδια κατά χρόνο, ή, κατά τη διατύπωση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, θα συνεπαγόταν την παραγραφή του δημοσίου δικαιώματος για την επιβολή του προστίμου που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή. Τούτο, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι τα εκάστοτε αρμόδια διοικητικά όργανα δύνανται να εκδίδουν πράξεις επιβολής κυρώσεων εκτός των χρονικών ορίων που καθορίζονται με βάση την αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας. Ειδικότερα, η αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων στον ευαίσθητο τομέα του δικαίου της προστασίας του περιβάλλοντος, συναγόμενη ως ειδικότερη πτυχή των αρχών της ασφάλειας του δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της διαφάνειας της διοικητικής δράσης, επιβάλλει την ταχεία διεξαγωγή των περιβαλλοντικών ελέγχων και τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, καθώς και την αποφυγή αδράνειας της διοικήσεως για μακρά χρονικά διαστήματα που δεν δύνανται, αναλόγως των περιστάσεων, ευλόγως να δικαιολογηθούν. Πράγματι, η ταχεία έρευνα και έκδοση αποφάσεων σχετικά με τη διάπραξη παραβάσεων στον σχετικό τομέα συνιστά κρίσιμη παράμετρο για την πλήρη και αποτελεσματική προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο έχει αναχθεί σε αντικείμενο ιδιαίτερης έννομης προστασίας σύμφωνα με το Σύνταγμα, για τη διασφάλιση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης που αποτελεί ευθύνη του Κράτους, για την ενίσχυση της αποτρεπτικής λειτουργίας των διοικητικών κυρώσεων που επιβάλλονται εν προκειμένω, αλλά και για την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των φυσικών ή νομικών προσώπων, σε βάρος των οποίων επιβάλλονται οι επίμαχες κυρώσεις, τόσο ενώπιον της Διοικήσεως όσο και ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι πράξη επιβολής κύρωσης για παράβαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 1650/1986 καθίσταται παράνομη, εάν έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, το χρονικό εύρος της οποίας προσδιορίζεται ανάλογα με τις περιστάσεις εκάστης υποθέσεως (όπως το μέγεθος της ελεγχόμενης εγκατάστασης, το πλήθος και η πολυπλοκότητα των ελεγχόμενων δραστηριοτήτων, η σοβαρότητα των διαπιστούμενών παραβάσεων κ.λπ.), όχι όμως εξαιτίας και μόνο της παρόδου συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεώς της και της ημερομηνίας τελέσεως της παραβάσεως.
Η κρίση του Διοικητικού Εφετείου, κατά την οποία μόνη η πάροδος πενταετίας από την ημερομηνία τέλεσης της παράβασης της νομοθεσίας περί προστασίας του περιβάλλοντος συνεπάγεται την παραγραφή του δημοσίου δικαιώματος για την επιβολή του προστίμου που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 1650/1986, με συνέπεια η εν συνεχεία έκδοση της σχετικής πράξεως περί επιβολής κυρώσεως να είναι παράνομη και ακυρωτέα, είναι μη νόμιμη.
Πρόεδρος: Π. Καρλή
Εισηγητής: Ν. Βαγιωνάκης