ΣτΕ 2368/2023 [Νόμιμη απόφαση κήρυξης αναδασωτέας έκτασης]
Περίληψη
– Ο μοναδικός προβαλλόμενος λόγος έφεσης πληροί τους όρους του παραδεκτού του άρθρου 58 παρ. 1 εδαφ. β του π.δ/τος 18/1989. Και τούτο διότι η κρίση της εκκαλουμένης σχετικά με την έλλειψη εννόμου συμφέροντος της αιτούσας και ήδη εκκαλούσας, λόγω της απόρριψης, ως αόριστης, της αγωγής του δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας για την αναγνώριση της κυριότητας του, έρχεται σε αντίθεση προς τις επικληθείσες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, με τις οποίες κρίθηκε ότι ουσιαστικό δεδικασμένο παράγεται μόνο από την τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου που έκρινε στην ουσία την έννομη σχέση και δεν παράγεται δεδικασμένο όταν το δικαστήριο δεν εισέλθει στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, αλλά απορρίπτει την αγωγή ως αόριστη. Ενόψει του ότι δεν υφίσταται δεδικασμένο σχετικά με την απουσία εμπραγμάτου δικαιώματος του δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας επί της επίδικης έκτασης, σε συνδυασμό με το ότι υφίσταται αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του ανωτέρω προσώπου, το οποίο μνημονεύει και η συνοδευτική έκθεση αυτοψίας της απόφασης αναδάσωσης, η ύπαρξη πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής από τη συγκεκριμένη έκταση σε βάρος του δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας δεν στερεί, την τελευταία φερόμενη κληρονόμο του ανωτέρω προσώπου, βάσει των υπαρχόντων στοιχείων στη δικογραφία, από το έννομο συμφέρον να ασκήσει αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης κήρυξης αναδάσωσης.
Μόνη η συνδρομή των προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος αρκεί, προκειμένου περί αποψιλωθεισών εκτάσεων, για την κήρυξη των εκτάσεων αυτών ως αναδασωτέων. Εξάλλου, η αναδάσωση για προστατευτικούς λόγους κατά το άρθρο 38 παρ. 2 του ν. 998/1979 δύναται να εμπίπτει είτε στην έννοια της κατά το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος αναδασώσεως, εάν η αναδασωτέα έκταση ήταν δασική και η βλάστησή της κατεστράφη ή υπήρξε σημαντική αραίωση αυτής ή υποβαθμίσθηκε, είτε στην έννοια της δασώσεως, εάν η έκταση στερείται δασικής βλάστησης. Αντιθέτως, η αναδάσωση κατά την παρ. 3 του αυτού άρθρου 38 αποτελεί πάντοτε δάσωση και για τον λόγο αυτό είναι δυνητική.
Η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορά περιορισμένη έκταση σε σχέση με αυτήν που αφορούσε η ακυρωθείσα με απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας κήρυξη αναδάσωσης, στηρίζεται σε νέα έκθεση αυτοψίας, λαμβάνει υπόψη, συγκριτικά με την κήρυξη της αναδάσωσης του έτους 1996, η οποία στηρίχθηκε σε αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1971, επιπλέον αεροφωτογραφίες, αναγόμενες στο έτος 1960, ενώ, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της έκθεσης αυτοψίας, γίνεται εκτενής αναφορά στα είδη της υπάρχουσας δασικής βλάστησης και ειδικώς σε σχέση με το τμήμα Α’, στο ποσοστό αυτής. Συνεπώς η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, όσον αφορά στη διαπίστωση του δασικού χαρακτήρα του τμήματος Α΄, ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος.
Όσον αφορά στο τμήμα Α’, συντρέχουν οι προϋποθέσεις κήρυξης της απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 117 παρ. 3 του Συντάγματος και 38 παρ. 1 του ν. 998/1979, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου προβαλλόμενου λόγου και των επιμέρους προβαλλόμενων ισχυρισμών. Όσον αφορά στο Τμήμα Β΄, η κήρυξη της αναδάσωσης, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση αυτοψίας σε συνδυασμό με την προσβαλλόμενη πράξη, δεν στηρίχθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 998/1979, αλλά στην παρ. 2 περ. γ; και παρ. 3 περ. β’ του άρθρου αυτού (υποχρεωτική αναδάσωση λόγω κλίσεως προς τον ορίζοντα που υπερβαίνει το 30% και απειλείται η απόπλυση του αναδασωτέου εδάφους και δυνητική κήρυξη αναδάσωσης προς συμπλήρωση ή ενοποίηση δασών ή δασικών εκτάσεων). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος και οι επιμέρους ισχυρισμοί ότι στην περίπτωση του τμήματος Β΄ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κήρυξη της αναδάσωσης (δασικός χαρακτήρας, καταστροφή δασικής βλάστησης από οποιαδήποτε αιτία), βάσει του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος και 38 παρ. 1 του ν. 998/1979 ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης δεδομένου ότι, όσον αφορά στο συγκεκριμένο τμήμα, η κήρυξη της αναδάσωσης στηρίζεται σε άλλες διατάξεις του εν λόγω άρθρου (παρ. 2 γ και 3β), οι οποίες αφορούν αναδάσωση για προστατευτικούς λόγους και διαφοροποιούνται ως προς τις προϋποθέσεις κήρυξης αναδάσωσης της παρ. 1. Οι ισχυρισμοί περί του αγροτικού χαρακτήρα της επίσης έκτασης πρέπει, σε κάθε περίπτωση να απορριφθούν δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός της έκτασης στους τίτλους που επικαλείται η αιτούσα με το υπόμνημά της δεν μπορεί να δεσμεύσει την κρίση της Διοίκησης ως προς το δασικό ή μη χαρακτήρα της επίδικης έκτασης.
Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης ως προς την μορφή της φερόμενης ιδιοκτησίας της αιτούσας δεν δύναται να ανατραπεί από το χαρακτήρα ή μη της περιοχής ως νησιού ή χερσονήσου, ανεξαρτήτως του εάν η σχετική κρίση, η οποία ερείδεται κατά βάση σε τεχνικά στοιχεία, δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου. Εξάλλου, ούτε η ανεγερθείσα και νομιμοποιηθείσα το έτος 1978 κατοικία στο Α΄ τμήμα της επίδικης δασικής έκτασης κατοικία κλονίζει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, εφόσον η ανέγερση της κατοικίας δεν έλαβε χώρα βάσει διοικητικής άδειας, εκδοθείσας πριν από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος, την 11η Ιουνίου 1975, η δε νομιμοποίησή της έλαβε χώρα μετά την ημερομηνία αυτή. Το ίδιο ισχύει και για τα κτίσματα που η αιτούσα ισχυρίζεται ότι κατασκεύασε ο πατέρας της περίπου πριν από μία πεντηκονταετία από την άσκηση της αίτησης ακύρωσης, ως προς τα οποία όμως επίσης δεν αναφέρεται ότι η κατασκευή τους χώρησε βάσει διοικητικής άδειας, εκδοθείσας πριν την έναρξη του Συντάγματος του 1975.
Πρόεδρος: Ι. Μαντζουράνης
Εισηγητής: Μ. Παπαδημήτρη