ΣτΕ 1594/2023 [Νόμιμος χαρακτηρισμός κτιριακού συγκροτήματος ως επικίνδυνου]
Περίληψη
– Η αρμόδια για τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου πολεοδομική υπηρεσία, όταν διαπιστώσει ότι ορισμένη οικοδομή είναι, εν όλω ή εν μέρει, απλώς ετοιμόρροπη [κοινώς ετοιμόρροπη], καθορίζει τα προς αποτροπή του κινδύνου, που εμφανίζει η οικοδομή αυτή από στατική και δομική άποψη, αναγκαία και πρόσφορα μέτρα, ενόψει του είδους και της έκτασης του διαγνωσθέντος κινδύνου. Ρητώς δε ορίζεται ότι «υποδεικνύονται κατά προτίμηση τα ηπιότερα μέτρα, όπως επισκευές, ενισχύσεις, μεταρρυθμίσεις, προσθήκες κ.λπ.» και σε έσχατη μόνο περίπτωση, όταν «αποκλείονται οι επισκευές», διατάσσονται οριστικές κατεδαφίσεις. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις χαρακτηρισμού οικοδομής ως «επικινδύνως» ετοιμόρροπης, δεν εξετάζεται από το αρμόδιο όργανο εάν υπάρχει δυνατότητα επισκευών, αλλά η κατασκευή κατεδαφίζεται τρεις μέρες μετά την κοινοποίηση της σχετικής έκθεσης στους ενδιαφερομένους ή παραχρήμα, αποκλεισμένης, μάλιστα, της υποβολής ενστάσεων εφόσον η απόφαση της Επιτροπής είναι ομόφωνη. Περαιτέρω, η έκθεση χαρακτηρισμού οικοδομής ως απλώς [κοινώς ετοιμόρροπης] ή «επικινδύνως» ετοιμόρροπης, καθώς και η εκδιδόμενη κατόπιν ενστάσεως αναθεωρητική έκθεση πρέπει να αιτιολογούνται ειδικώς, αφενός, ως προς το είδος και την έκταση των διαπιστουμένων ανεπαρκειών, ζημιών κ.λπ. της οικοδομής και του εξ αυτών κινδύνου και, αφετέρου, ως προς τα διατασσόμενα για την άρση της επικινδυνότητας μέτρα, η αιτιολογία δε αυτή δύναται να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου.
Εξάλλου, η διόρθωση των στατικών και δομικών ανεπαρκειών αποτελεί ευθύνη του ιδιοκτήτη του επικινδύνου κτίσματος, ο οποίος βαρύνεται, καταρχήν, με τη σχετική δαπάνη. Είναι δε άλλο το ζήτημα τυχόν άλλων διατάξεων που κάμπτουν τον κανόνα αυτό, όπως της παρ. 3 του άρθρου 421 του KBΠN. Η ανασυνταχθείσα συμφωνούσα αναθεωρητική έκθεση επικινδύνου της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Κηφισιάς (τρίτη προσβαλλομένη) στερείται εκτελεστότητας διότι ενσωματώθηκε, τελικώς, μετά την άσκηση ένστασης στην οριστική απόφαση επικινδύνου οικοδομής του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Η τελευταία αυτή πράξη του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης πρέπει να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλομένη με την κρινόμενη αίτηση.
Προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αιτιολογούνται νομίμως και επαρκώς. Περαιτέρω δε, κατά τους αιτούντες, μη νομίμως με αυτές καθίστανται υπόχρεοι για την άρση του κινδύνου όλοι οι ένοικοι, αν και τα αίτια που καθιστούν την οικοδομή επικίνδυνη συναρτώνται με τις αυθαίρετες κατασκευές, και διατάσσεται η εκκένωση όλων των διαμερισμάτων. Από την αιτιολογία της οικείας έκθεσης, προκύπτει ότι αφενός μεν περιγράφεται λεπτομερώς η κατάσταση των επίμαχων κτηρίων και οι συγκεκριμένες ζημίες που διαπιστώθηκαν, αφετέρου δε παρατίθενται οι λόγοι, στους οποίους στηρίζεται η κρίση της Επιτροπής για την ύπαρξη σαφών ενδείξεων κινδύνου που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό των ακινήτων ως επικινδύνων από άποψη στατική και δομική (κτήριο Β’) και κυκλοφορίας κοινού (κτήρια Α’ και Γ’). Η κρίση δε αυτή της Διοίκησης εξεφέρθη κατόπιν συνεκτίμησης και ουσιαστικής αξιολόγησης του περιεχομένου της τεχνικής έκθεσης που συνυπέβαλε η Ε…. Β….. με την οικεία ένσταση. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Η περαιτέρω δε αμφισβήτηση των διαπιστώσεων της Διοίκησης ως προς την κατάσταση και την επικινδυνότητα των κτισμάτων πλήττει την ανέλεγκτη στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης τεχνική κρίση της. Αβασίμως, εξάλλου, προβάλλεται ότι μη νομίμως επιβάλλονται σε βάρος όλων των ιδιοκτητών η υποχρέωση άρσης του κινδύνου της οικοδομής και η εκκένωση όλων των διαμερισμάτων, δεδομένου ότι, κατά την προεκτεθείσα – νόμιμη και επαρκή – αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, η επικινδυνότητα της οικοδομής, από άποψη στατική και δομική, δεν περιορίζεται μόνον στο διαμέρισμα ….. αλλά καταλαμβάνει το σύνολο του κτηρίου Β’, η δε επικινδυνότητα από πλευράς κυκλοφορίας κοινού εκτείνεται και στα κτήρια Α’ και Γ’ που, κατά τα ανωτέρω, εξυπηρετούνται από τα κλιμακοστάσια του κτηρίου Β’. Διατηρούν, πάντως, αυτονοήτως, οι αιτούντες τη δυνατότητα να επιδιώξουν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, κατά τους κανόνες της αστικής ευθύνης, την ανόρθωση της ζημίας, την οποία υφίστανται λόγω της παράλειψης λήψης μέτρων αποκατάστασης της ασφάλειας της οικοδομής από το πρόσωπο που τυχόν προκάλεσε το στατικό ή δομικό πρόβλημα της οικοδομής.
Προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι πλημμελείς διότι, εν προκειμένω, η κατεδάφιση των καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας αυθαιρέτων κατασκευών στο διαμέρισμα ….., έπρεπε, κατά νόμον, να προηγηθεί της εκδόσεώς τους. Οι πρόσθετες κατασκευές στο διαμέρισμα …., έχουν υπαχθεί στη διαδικασία τακτοποίησης του ν. 4178/2013, έχει δε εκδοθεί σχετικώς η βεβαίωση περαίωσης, η οποία ίσταται και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της. Συνεπώς, ο λόγος ακύρωσης, ο οποίος ερείδεται στην αντίληψη ότι πρόκειται περί αυθαιρέτων κατασκευών, είναι απορριπτέος. Η εν λόγω, πάντως, υπαγωγή, ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο κατεδάφισης των πρόσθετων κατασκευών, ως αναγκαίο μέτρο άρσης του κινδύνου της οικοδομής, αν τούτο καταστεί τυχόν επιβεβλημένο βάσει σχετικής τεχνικής μελέτης.
Τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης, εφόσον εξακρίβωσαν, κατόπιν λεπτομερούς εξέτασης των τεχνικού χαρακτήρα στοιχείων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, ότι οι οικοδομές είναι επικίνδυνες από άποψη στατική, δομική και κυκλοφορίας κοινού, ήταν κατά νόμον υποχρεωμένα να προβούν στην έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, και να υποδείξουν αναγκαία τεχνικά μέτρα άρσης της επικινδυνότητας της οικοδομής για την αποκατάσταση της ακεραιότητας και της χρήσης της. Συνεπώς, οι λόγοι ακύρωσης, κατά τους οποίους οι προσβαλλόμενες πράξεις προσκρούουν στις αρχές της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Πρόεδρος: Μ Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Αν. Σκούφαλος