ΣτΕ 692/2023 [Νόμιμη τροποποίηση/ανανέωση ΑΕΠΟ για την υπόγεια εκμετάλλευση μεταλλείου βωξίτη]
Περίληψη
– Από το άρθρο 24 του Συντάγματος δεν συνάγεται απόλυτη απαγόρευση άσκησης στα όρη και τις ορεινές εν γένει εκτάσεις εξορυκτικής δραστηριότητας, λόγω των χαρακτηριστικών της . Αντιθέτως, μάλιστα, ο συντακτικός νομοθέτης, με τις διατάξεις των άρθρων 24 και 106 του Συντάγματος, αναγνωρίζει την ανάγκη αξιοποιήσεως των ορυκτών πρώτων υλών της χώρας αλλά και την ιδιαιτερότητα της εξορυκτικής δραστηριότητας, η οποία περιορίζεται σε περιοχές όπου εντοπίζονται βιώσιμα κοιτάσματα προς εκμετάλλευση και ως εκ τούτου, θέτει ειδικές προϋποθέσεις για τη δραστηριότητα αυτή, κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται τόσο η προστασία του ευαίσθητου οικοσυστήματος όσο και η τεχνικοοικονομική βιωσιμότητα της εκμεταλλεύσεως, η οποία κρίνεται ιδιαιτέρως συμφέρουσα για την εθνική οικονομία. Στην κατεύθυνση αυτή, εξετάζεται κάθε φορά η επάρκεια και προσφορότητα της Α.Ε.Π.Ο. και εντεύθεν η συμβατότητα της άσκησης της εξορυκτικής δραστηριότητας προς τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος, χωρίς να θεωρείται εκ προοιμίου μη επιτρεπτή η δραστηριότητα αυτή σε όρη και ορεινές περιοχές. Ειδικότερα, εν προκειμένω, όπως προκύπτει τόσο από την προσβαλλόμενη απόφαση όσο και την Μ.Π.Ε. στην οποία ερείδεται το υπό εκμετάλλευση κοίτασμα βωξίτη είναι σημαντικά αξιόλογο από άποψη ποσότητας και ποιότητας αποθεμάτων και η εκμετάλλευσή του προσφέρει πολλαπλά και σημαντικά οφέλη πρωτίστως στην εθνική αλλά και την τοπική οικονομία.
Εφόσον : α) η εξόρυξη του μεταλλεύματος προβλέπεται να γίνεται με την βέλτιστη περιβαλλοντικά υπόγεια μέθοδο, το δε μετάλλευμα να μεταφέρεται στο εργοστάσιο επεξεργασίας της παρεμβαίνουσας στην Αγία Μαρίνα Φθιώτιδας, χωρίς να υφίσταται στην περιοχή εξόρυξης καμία επεξεργασία, β) έχει συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή αναπτύσσεται και άλλη μεταλλευτική δραστηριότητα (βλ. σελ. 8, 30-31 της Μ.Π.Ε.), γ) το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης καθώς και το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για την Βιομηχανία θέτουν ως κατεύθυνση τη διατήρηση και επέκταση της εξορυκτικής δραστηριότητας του βωξίτη στις περιοχές που εντοπίζονται κοιτάσματα (μεταξύ άλλων και στη Φθιώτιδα), σύμφωνα δε με το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας Στερεός Ελλάδας, η συνέχιση της εξορυκτικής δραστηριότητας αποτελεί αναπτυξιακή προοπτική της εν λόγω Περιφέρειας, η Διοίκηση στην προκείμενη περίπτωση έλαβε υπόψη πόσο τη σπανιότητα και ποιότητα του μεταλλεύματος και την ανάγκη εξόρυξής του χάριν του δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα της εθνικής και τοπικής οικονομίας και της ανάπτυξης της απασχόλησης, όσο και τις επιπτώσεις της επίδικης εξορυκτικής δραστηριότητας στο περιβάλλον της περιοχής, προέβλεψε δε με την προσβαλλόμενη απόφαση συμπληρωματικά επικαιροποιημένα μέτρα για την αποτροπή ή το μετριασμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και εντεύθεν τη διατήρηση της φυσιογνωμίας της ευρύτερης περιοχής του έργου. Υπό τα δεδομένα αυτά , αιτιολογείται επαρκώς με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το έργο αυτό δεν αντίκειται στη βιώσιμη μεταλλεία ,όπως αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 24, 106 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος εκκινεί από την αντίληψη ότι το έργο αυτό είναι εκ προοιμίου μη επιτρεπτό διότι η μεταλλεία αντίκειται στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο καθεστώς αυξημένης προστασίας των ορέων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από τη συνταγματική προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων συνάγεται, όπως έχει παγίως κριθεί, ότι οι επιτρεπόμενες από το νόμο και το Σύνταγμα επεμβάσεις σε έκταση με δασικό χαρακτήρα πρέπει να διενεργούνται με τη μεγαλύτερη δυνατή φειδώ, και αφού διαπιστωθεί αιτιολογημένους ότι η ικανοποίηση των συγκεκριμένων αναγκών που επιδιώκεται με την επέμβαση υπερτερεί της ανάγκης διαφυλάξεως της δασικής βλαστήσεως και ότι δεν υφίσταται τρόπος ικανοποιήσεως των αναγκών χωρίς αλλοίωση της μορφής εκτάσεων με δασικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, ερμηνευομένων υπό το φως του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, προκύπτει ότι δάση και δασικές εκτάσεις που χαρακτηρίσθηκαν ως εθνικοί δρυμοί σύμφωνα με το άρθρο 78 του ν.δ. 86/1969 υπάγονται σε καθεστώς αυξημένης προστασίας, η οποία διατηρήθηκε και ενισχύθηκε υπό το καθεστώς του ν. 998/1979 και του ν. 1650/1986. Η προστασία αυτή, όσον αφορά τον πυρήνα του εθνικού δρυμού, είναι απόλυτη και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, απαγόρευση ανόρυξης και εκμετάλλευσης μεταλλείων, απόληψης ορυκτών προϊόντων καινενικά εκτέλεσης συναφών εργασιών, ή κατασκευής σχετικών εγκαταστάσεων. Όμως, η παραπάνω απόλυτη απαγόρευση για τα μεταλλεία δεν ισχύει κατ’ αρχήν προκειμένου για τους ήδη ιδρυθέντες, βάσει των α.ν. 856/37 και ν.δ. 86/69, κατά την έναρξη εφαρμογής του ν.δ. 996/71, εθνικούς δρυμούς, [τουλάχιστον ως προς τα προϋφιστάμενα της ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του ν.δ. 996/1971 μεταλλεία]. Με τις νεότερες πάντως διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 1734/1987 και προς πληρέστερη προστασία των δημοσίων δασών ειδικής προστασίας, προβλέφθηκε ότι η παραχώρηση δημόσιων δασικών εκτάσεων δεν μπορεί να περιλαμβάνει εθνικούς δρυμούς, στον πυρήνα των οποίων δεν επιτρέπονται ούτε μεταλλευτικές ή λατομικές εργασίες.
Προβάλλεται ότι είναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία ανανεώθηκε η χρονική διάρκεια ισχύος προγενέστερης Α.Ε.Π.Ο. μεταλλευτικού χώρου , ο οποίος εμπίπτει κατά τα 2/3 αυτού στον πυρήνα του εθνικού δρυμού Οίτης, δηλαδή σε περιοχή απόλυτης προστασίας, στην οποία απαγορεύεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν.δ. 86/1969 περί Δασικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν.δ. 996/1971 καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 1α του ν. 1734/1987 (σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 18, 21, 31 παρ. 9-10 του ν. 1650/1986) η ανόρυξη και εκμετάλλευση μεταλλείων. Ο λόγος αυτός, που σχετίζεται με το επιτρεπτό της επίμαχης δραστηριότητας εντός του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Οίτης, προβάλλεται, καταρχάς, παραδεκτώς διότι το ζήτημα της συμβατότητας της λειτουργίας μεταλλείου εντός ζώνης απόλυτης προστασίας, όπως ο πυρήνας εθνικού δρυμού, είναι εξεταστέο, σε κάθε περίπτωση, τόσο κατά την έγκριση όσο και κατά την ανανέωση των περιβαλλοντικών όρων.
Για την προκειμένη ανανέωση των περιβαλλοντικών όρων, η Διοίκηση επανεκτίμησε το καθεστώς απόλυτης προστασίας του πυρήνα του εθνικού δρυμού Οίτης με σκοπό τη διατήρηση και προστασία της πλούσιας πανίδας και χλωρίδας, καθώς και των ιδιαίτερων γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών του όρους. Προς τούτο έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων το γεγονός ότι δεν έχει θεσμοθετηθεί νομικά ούτε καθορισθεί επιστημονικά το βάθος του υπεδάφους των δασικών οικοσυστημάτων που εμπίπτει στο καθεστώς απόλυτης προστασίας, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αναμένονται περιβαλλοντικές επιπτώσεις στην προστατευόμενη περιοχή από τη συνέχιση της υπόγειας εξορυκτικής δραστηριότητας και τη διάνοιξη της νέας στοάς. Η τελευταία μάλιστα αξιολογήθηκε από την υπηρεσία σαν έργο εκσυγχρονισμού (και όχι επέκτασης) της υφιστάμενης δραστηριότητας, με την έννοια της διάνοιξης διόδου που θα διευκολύνει τον αερισμό των υπογείων στοών και θα παρέχει έξοδο ασφαλείας στους εργαζομένους σε περίπτωση ατυχήματος, η εκτίμηση δε αυτή δεν προσβάλλεται για πλάνη περί τα πράγματα. Υπό τα δεδομένα αυτά εφόσον κατά τα διαλαμβανόμενα στη ΑΕΠΟ και την ΜΠΕ δεν παραμένουν ενεργείς στοές προς εξόρυξη εντός του πυρήνα του δρυμού η δε νέα προς ανόρυξη στοά βρίσκεται, οριακά μεν, εκτός, όμως εκτός αυτού, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του νομοθετικού καθεστώτος απόλυτης προστασίας του πυρήνα του εθνικού δρυμού Οίτης, ανεξαρτήτως αν η απόλυτη προστασία ισχύει κατ’ άρθρο 18 του ν.δ. 996/1971, προκειμένου περί προϋφιστάμενων μεταλλείων κείμενων σε προϊδρυθέντες του ν.δ. αυτού εθνικούς δρυμούς, πρέπει, πάντως να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Προβάλλεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία επιτρέπει τη συνέχιση και “επέκταση” της επίμαχης μεταλλευτικής δραστηριότητας πριν από τη θεσμοθέτηση του ειδικού προστατευτικού καθεστώτος των προστατευομένων περιοχών εντός των οποίων ασκείται η δραστηριότητα αυτή αναιρείται στην πράξη το ειδικό καθεστώς προστασίας και διαχείρισης των περιοχών του άρθρου 19 του ν. 1650/1986, απαραίτητος όρος του οποίου είναι η έκδοση ανά προστατευόμενη περιοχή (και δη ανά εθνικό δρυμό) των προβλεπόμενων στις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 19 και 21 του ως άνω νόμου π.δ. για τον χαρακτηρισμό εθνικού πάρκου, τον καθορισμό όρων, απαγορεύσεων για την προστασία της περιοχής αυτής ως και των οικείων σχεδίων διαχείρισης και λειτουργίας της. Και ο λόγος, όμως, αυτός αβασίμως προβάλλεται. Και τούτο διότι ανεξαρτήτως αν, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, παρήλθε ο εύλογος χρόνος για την κατάρτιση του προβλεπομένου στις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 1650/1986 π.δ/τος, για τον χαρακτηρισμό του εθνικού δρυμού Οίτης ως εθνικού πάρκου, καθώς και τον καθορισμό όρων, απαγορεύσεων για την προστασία του , η μη θεσμοθέτηση του εν λόγω διατάγματος δεν καθιστά άνευ ετέρου μη νόμιμη τη συνέχιση λειτουργίας προϋφιστάμενου μεταλλείου, εφόσον πάντως, κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης εκτιμήθηκε προσηκόντως από τη Διοίκηση ότι από τη λειτουργία αυτή διατηρούνται αναλλοίωτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η εν γένει φυσιογνωμία της περιοχής αυτής ως εθνικού δρυμού.
Εφόσον η Διοίκηση συνεκτίμησε τις απόψεις των αρμοδίων δασικών υπηρεσιών για το ζήτημα της έγκρισης επεμβάσεως και έθεσε ρητό σχετικό όρο στην προσβαλλόμενη απόφαση αβασίμως προβάλλεται ότι μη νομίμως ανανεώνονται οι περιβαλλοντικοί όροι έργου για το οποίο δεν έχει χορηγηθεί έγκριση (άδεια) επέμβασης, κατ’ άρθρο 57 του ν. 998/79,εφόσον άλλωστε κατά το εφαρμοστέο εν προκειμένω νομοθετικό καθεστώς, η ισχύς της προσβαλλομένης δεν εξαρτάται από υφιστάμενη σε ισχύ σχετική έγκριση επεμβάσεως.
Πρόεδρος: Π. Καρλή
Εισηγητής: Αγγ. Μίντζια
Το πλήρες κείμενο της απόφασης θα αναρτηθεί αμέσως μετά την καθαρογραφή του από το Δικαστήριο.