ΣτΕ 666-667/2021 Ολ. [(Μη) δασικός χαρακτήρας τμημάτων Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού]
Περίληψη
– Με αποφάσεις της Ολομέλειάς του, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε αιτήσεις ακυρώσεως κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του Ελληνικού, που είχαν ισχυριστεί ότι τμήματα του Μητροπολιτικού Πόλου είχαν δασικό χαρακτήρα, και επεδίωξαν την ακύρωση των πράξεων των δασικών αρχών, οι οποίες έκριναν το αντίθετο. Το Δικαστήριο στήριξε την κρίση του σε δύο, κατά βάση, κανόνες που απορρέουν από τη δασική νομοθεσία και το Σύνταγμα.
Ο πρώτος κανόνας, ήδη διαμορφωμένος από τη νομολογία, είναι ότι όταν μια περιοχή, έστω δασικού χαρακτήρα, είχε αλλάξει προορισμό πριν από την ισχύ του Συντάγματος του 1975 και αυτό δεν είχε γίνει αυθαίρετα, αλλά βάσει διοικητικής πράξης εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας, η περιοχή αυτή δεν διέπεται, πλέον, από τη δασική νομοθεσία. Ο κανόνας αυτός βρήκε εφαρμογή στην περίπτωση του Μητροπολιτικού Πόλου του Ελληνικού, διότι το μεγαλύτερο μέρος του, ακόμη και αν είχε δασικό χαρακτήρα κατά το παρελθόν, είχε, πάντως, αλλάξει προορισμό μετά την έκδοση των πράξεων αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για τη λειτουργία του τότε κρατικού αερολιμένα πολύ πριν από το Σύνταγμα του 1975. Έτσι, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε νόμιμη ευχέρεια χαρακτηρισμού της έκτασης του τέως αεροδρομίου ως δασικής, ακόμη και αν ορισμένα τμήματά του, όπως αυτό στις τέως εγκαταστάσεις της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, διατηρούσε τη βλάστησή του, αφού και αυτή θα μπορούσε να είχε απομακρυνθεί αν το είχαν επιβάλει οι ανάγκες της λειτουργίας του αεροδρομίου.
Ο δεύτερος κανόνας, που βρίσκει εφαρμογή και στις εκτός αεροδρομίου εκτάσεις του Μητροπολιτικού Πόλου, είναι ότι δεν αποκλείεται αλλαγή προορισμού δασικής έκτασης με σκοπό την εφαρμογή χωροταξικού σχεδίου, που έχει θεσπιστεί σύμφωνα με το Σύνταγμα. Τέτοιο χωροταξικό σχέδιο είναι αυτό που επιτρέπει την αλλαγή προορισμού δασικής έκτασης, προβλέποντας, όμως, τα κατάλληλα περιβαλλοντικά αντισταθμίσματα. Αυτό κρίθηκε ότι συμβαίνει με το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του Ελληνικού, αλλά και τον προηγούμενο σχεδιασμό, που είχαν προβλέψει τη δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου υπερδεκαπλάσιας επιφάνειας από το σύνολο των επιμέρους εκτάσεων αμφισβητούμενου δασικού χαρακτήρα, ενώ από τη στρατηγική μελέτη του σχεδίου έχει προβλεφθεί και οργανωμένη μεταφύτευση των κατάλληλων για το σκοπό αυτό δασικών φυτών από άλλα σημεία του Μητροπολιτικού Πόλου στο Πάρκο.
Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχε έδαφος υπαγωγής του Μητροπολιτικού Πόλου στο προστατευτικό καθεστώς της δασικής νομοθεσίας και, επομένως, ήταν περιττό να εξετασθεί αν ορισμένα τμήματά του θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από τη δασική νομοθεσία και ως τεχνητές φυτείες επί ιδιωτικού χορτολιβαδικού ακινήτου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ν. 4280/2014, όπως είχαν θεωρήσει τα δασικά όργανα.
Μειοψήφησαν έξι μέλη, τα οποία διαφώνησαν και με τις δύο πλευρές της νομικής θεμελίωσης της απόφασης. Έκριναν, ειδικότερα, ότι όσες από τις εκτάσεις του Ελληνικού είχαν διατηρήσει τη δασική τους βλάστηση, υπήχθησαν στη δασική προστασία κατά το Σύνταγμα, παρά την απαλλοτρίωσή τους για τη λειτουργία του αεροδρομίου και έστω και αν αυτό συνέχισε να λειτουργεί. Προκειμένου, λοιπόν, να γίνει οποιαδήποτε επέμβαση σ’ αυτές, ήταν αναγκαία σχετική πράξη των δασικών οργάνων, η οποία προϋπέθετε το χαρακτηρισμό τους ως δασικών ή μη, ακόμη και αν η επέμβαση επιβαλλόταν από προηγούμενο χωροταξικό σχεδιασμό. Άρα, δεν ήταν περιττή (“αλυσιτελής”, κατά την απόφαση) η εξέταση της νομιμότητας των πράξεων που είχαν κρίνει τις εκτάσεις ως μη δασικές διότι αποτελούσαν τεχνητές φυτείες.
Πρόεδρος: Ε. Σάρπ
Εισηγητής: Χ. Ντουχάνης
Βασικές Σκέψεις – ΣτΕ 666-2021
- Επειδή, με την από 30.11.2017 αίτηση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά οι αιτούντες ζήτησαν την ακύρωση της ./2.10.2017 απόφασης της Τεχνικής Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων Πειραιά της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής (άρθρο 24 ν. 4351/2015, Α΄ 164), με την οποία απορρίφθηκαν οι …/14.7.2017 αντιρρήσεις, μεταξύ άλλων, των τριών πρώτων αιτούντων, έγιναν δεκτές οι …/19.5.2017 αντιρρήσεις των εταιρειών «Τ…. ΑΕ» και «……..» κατά της …./11.5.2017 πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη …και, κατά τροποποίηση της τελευταίας αυτής πράξης, χαρακτηρίσθηκε τελικώς, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 του ν. 998/1979, ολόκληρη η έκταση που συγκροτεί τον Μητροπολιτικό Πόλο Ελληνικού – Αγίου Κοσμά (ν. 4062/2012, Α΄ 70), ως μη έχουσα δασικό χαρακτήρα.
- Επειδή, με την 156/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αίτηση ακυρώσεως, υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα ως προς την έννοια και τη συνταγματικότητα διατάξεων τυπικού νόμου, κρισίμων για τη διάγνωση της αιτήσεως ακυρώσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (A΄ 213).
- Επειδή, νομίμως η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, μετά την έκδοση της από 25.5.2020 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδοθείσης σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. α΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), και την προσήκουσα δημοσίευση της πράξης αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. τέταρτο (μετά την αντικατάσταση της παραγράφου αυτής με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012, Α΄ 51) και παρ. 2 εδ. δεύτερο του ν. 3900/2010.
- Επειδή, στη δίκη έχουν παρέμβει με ξεχωριστά δικόγραφα: α) Η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία “Ε.” και τον διακριτικό τίτλο “…”, η οποία συνεστήθη με το άρθρο 42 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66) με σκοπό τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της έκτασης και των εγκαταστάσεων του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού και, με το άρθρο 7 του ν. 4062/2012 (Α΄ 70), απέκτησε ανάλογα δικαιώματα και στα άλλα ακίνητα (Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Νεότητας Αγίου Κοσμά και πρώην Ολυμπιακό Κέντρο Ιστιοπλοΐας), που συγκροτούν τον Μητροπολιτικό Πόλο Ελληνικού – Αγίου Κοσμά (Μ.Π.Ε.Α.), β) η ανώνυμη εταιρεία “Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου”, η οποία συνεστήθη με το άρθρο 1 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152) και προς την οποία μεταβιβάστηκαν με αποφάσεις της συσταθείσης Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων το δικαίωμα επιφανείας επί των ακινήτων που συγκροτούν τον Μ.Π.Ε.Α., πλην του αιγιαλού και της παραλίας, η κυριότητα των ακινήτων αυτών σε ποσοστό 30% εξ αδιαιρέτου για χρονικό διάστημα 99 ετών [βλ. 225/7.1.2013 (Β΄ 15) και 234/24.4.2013 (Β΄ 1020) αποφάσεις της Επιτροπής], καθώς και το σύνολο των μετοχών της ως άνω “….” [βλ. 187/6.9.2011 (Β΄ 2061), 206/25.4.2011 (Β΄ 1363), 227/28.1.2013 (Β΄ 136) αποφάσεις της Επιτροπής], γ) οι ανώνυμες εταιρείες “…. και “……”, συμβαλλόμενες στην από 14.11.2014 σύμβαση αγοραπωλησίας των μετοχών της ως άνω “….”, η οποία συνήφθη μεταξύ των ιδίων ως αγοράστριας και εγγυήτριας αντιστοίχως, και του ως άνω Τ., καθώς και στην τροποποιητική της αρχικής συμβάσεως από 19.7.2016 όμοια σύμβαση. Και οι τρεις παρεμβάσεις ασκούνται με έννομο συμφέρον, συμπεριλαμβανομένης αυτής του ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο έχει, μεν, μεταβιβάσει, το σύνολο των μετοχών της “…” στην ως άνω “……” με τις ως άνω συμβάσεις, κυρωθείσες με το άρθρο 1 του ν. 4422/2016 (Α΄ 181), η σχετική αγοραπωλησία, όμως, συνοδεύτηκε από σειρά αναβλητικών αιρέσεων, που δεν έχουν ακόμη πληρωθεί στο σύνολό τους, με συνέπεια η εν λόγω δεύτερη παρεμβαίνουσα, μέτοχος, άλλωστε, της πρώτης, να εξακολουθεί και αυτή να διατηρεί νομικό δεσμό με τις εκτάσεις του Μ.Π.Ε.Α.
- Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τo άρθρo 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι, όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η υποβολή, όμως, προδικαστικού ερωτήματος από διοικητικό δικαστήριο στο Συμβούλιο της Επικρατείας για “ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος” προϋποθέτει, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ότι το διοικητικό δικαστήριο, ως αρμόδιο κατ’ αρχήν επί της συγκεκριμένης διαφοράς, έχει ασκήσει πράγματι την αρμοδιότητά του και έχει διαγνώσει ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Συνεπώς, το τακτικό διοικητικό δικαστήριο που διατυπώνει προδικαστικό ερώτημα πρέπει, στην απόφασή του, αφενός μεν να εκθέτει τους λόγους, για τους οποίους το ζήτημα ή τα ζητήματα που ανέκυψαν στην αχθείσα ενώπιόν του διαφορά και αποτελούν το αντικείμενο του ερωτήματος είναι, όπως ορίζει ο νόμος, “γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων”, χωρίς, πάντως, αυτό να συναρτάται απαραιτήτως με τον αριθμό των ήδη εκκρεμών υποθέσεων, αφετέρου δε να αναδεικνύει επαρκώς ότι το ζήτημα, για το οποίο υποβάλλεται το ερώτημα, ανακύπτει πράγματι στην ενώπιόν του διαφορά, δηλαδή ότι είναι κρίσιμο για την επίλυσή της (ΣτΕ 1841-3/2013 Ολομ.), χωρίς να απαιτείται να λαμβάνει, και μάλιστα αιτιολογημένα, θέση επ’ αυτού, αν και κάτι τέτοιο είναι σκόπιμο, προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης (ΣτΕ 1307-8/2019 Ολομ., 2588/2017 Ολομ., 1470/2016 Ολομ.). Το Συμβούλιο της Επικρατείας, εξάλλου, διατηρεί την ευχέρεια να απόσχει της επιλύσεως του παραπεμφθέντος ζητήματος (ΣτΕ 1307/2019 Ολομ., 1470/2016 Ολομ., 1841/2013 Ολομ.) επί προδήλων περιπτώσεων όπου δεν συντρέχει η προϋπόθεση του “γενικότερου ενδιαφέροντος”, ή αλυσιτέλειας του υποβληθέντος ερωτήματος, όπως επί όλως προφανών περιπτώσεων, κατά τις οποίες το διοικητικό δικαστήριο δεν εξέφερε, κατ’ ουσία, νομική κρίση, ρητή ή εμμέσως συναγόμενη, περί της λυσιτελείας του ερωτήματος, περιοριζόμενο να περιγράψει τους σχετικούς ισχυρισμούς των διαδίκων χωρίς να προβεί το ίδιο στην αξιολόγησή τους. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά τις οποίες το Συμβούλιο της Επικρατείας θα έπρεπε, ελλείψει σχετικής κρίσεως του διοικητικού δικαστηρίου, να εκφέρει, πρωτογενώς το ίδιο, την κρίση αυτή, υποκαθιστάμενο πλήρως στη θέση του ερωτώντος δικαστηρίου, το ανώτατο Δικαστήριο απέχει της απαντήσεως στο υποβληθέν ερώτημα. Από τις περιπτώσεις, τέλος, αυτές, εξαιρετικές από τη φύση τους, που θα επηρέαζαν τη λυσιτέλεια του υποβαλλομένου στο Συμβούλιο της Επικρατείας ερωτήματος, διαφέρουν ουσιωδώς οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι σχετικοί με το υποβαλλόμενο ερώτημα λόγοι ακυρώσεως, εξεταζόμενοι στο πλαίσιο διάγνωσης της διαφοράς, παρίστανται, για διάφορους λόγους, ως αλυσιτελείς. Στην περίπτωση αυτή απόκειται στο Συμβούλιο της Επικρατείας να κρίνει αν ενδείκνυται να απόσχει περαιτέρω της εξετάσεως του υποβληθέντος ερωτήματος ή αν, αντιθέτως, ενδείκνυται η επίλυση του παραπεμφθέντος ζητήματος για λόγους οικονομίας της δίκης παρά την αλυσιτέλεια του σχετικού με αυτό λόγου ακυρώσεως και, περαιτέρω, η πλήρης διάγνωση της διαφοράς, ιδίως όταν η κρίση περί αλυσιτέλειας του σχετικού λόγου, και όχι καθ’ εαυτού του υποβληθέντος ερωτήματος, προϋποθέτει, σε σημαντικό βαθμό, διάγνωση της υπόθεσης.
- Επειδή, εξάλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας, επιλαμβανόμενο προδικαστικού ερωτήματος, εφαρμόζει ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του πρ. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) και, κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (ΣτΕ 1443/2020 Ολομ., 1307/2019 Ολομ., 694/2013 Ολομ.). Ενόψει τούτου, η αίτηση ακυρώσεως, ως προς την οποία υποβλήθηκε το παρόν προδικαστικό ερώτημα από το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, ασκείται παραδεκτώς, δεδομένου ότι όλοι οι αιτούντες νομιμοποίησαν, κατά το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), τον παραστάντα κατά τη συζήτηση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά δικηγόρο (πρβλ. ΣτΕ 1175/2014 επταμ., σε συνδυασμό με την 527/2015 Ολομ. επί της αυτής υποθέσεως).
- Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της χώρας υπάγονται, ως φυσικά αγαθά και οικοσυστήματα και ανεξαρτήτως της ειδικότερης ονομασίας τους ή της θέσης τους σε σχέση προς τις οικιστικές περιοχές, σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς με σκοπό τη διατήρηση της κατά προορισμό χρήσης τους και τη διαφύλαξη της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις επιβάλλουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει πρόσφορα για το σκοπό αυτό μέσα, τα οποία να καθιερώνουν το κατά την εκάστοτε αντίληψη του νομοθέτη, υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο ως προς τη συμβατότητά της με το άρθρο 24 του Συντάγματος, ενδεδειγμένο σύστημα προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων. Τα δασικά οικοσυστήματα μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να διατεθούν για άλλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με τις αυστηρές προϋποθέσεις που τάσσει σχετικώς η δασική νομοθεσία, και εντός των ορίων, την τήρηση των οποίων εγγυάται το άρθρο 24 του Συντάγματος, εφόσον, δηλαδή, ο σκοπός αυτός είναι από εκείνους που είναι επιτρεπτό να ικανοποιούνται με θυσία δασικής γης και, επιπλέον, εφόσον σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται από τα αρμόδια δημόσια όργανα βάσει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και τεκμηριώσεως ότι η θυσία αυτή είναι πράγματι επιβεβλημένη και δεν υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την ικανοποίηση του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο πρόκειται (ΣτΕ 2153/2015 Ολομ. σκ. 12). Εφόσον, μάλιστα, ο λόγος δημοσίου συμφέροντος τίθεται με ιδιαίτερη επιτακτικότητα, κατά την κρίση του νομοθέτη, υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας (βλ. σχετικώς, άρθρο 46 του ν. 998/1979, όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014, Α΄ 159), η δυνατότητα αφιέρωσης δασικού χαρακτήρα εκτάσεων στην ικανοποίηση άλλων σκοπών δημοσίου συμφέροντος παρέχεται, κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, και επί εκτάσεων που έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες, ακόμη και προ της εκπληρώσεως του σκοπού της αναδάσωσης (ΣτΕ 2499/2012 Ολομ.).
- Επειδή, ειδικότερα, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και, μάλιστα, του δασικού κεφαλαίου της Χώρας, συνιστά αυταποδείκτως λόγο δημοσίου συμφέροντος, την ικανοποίηση του οποίου οφείλουν να επιδιώκουν τα κρατικά όργανα. Τα ίδια κρατικά όργανα, εξάλλου, συμπεριλαμβανομένου του νομοθέτη, υποχρεούνται να διασφαλίζουν την, κατά το δυνατόν, απρόσκοπτη απόλαυση ενός αειφόρου φυσικού περιβάλλοντος από όλους, αφού, κατά το αναθεωρημένο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί “και δικαίωμα του καθενός”. Κατά την έννοια, όμως, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος, ορίζοντος ότι “Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον”, η υποχρέωση των κρατικών οργάνων να προστατεύουν το δασικό κεφάλαιο, καθώς και το εύρος του συστοίχου προς αυτήν δημοσίου δικαιώματος “του καθενός”, δεν εξικνείται μέχρι την πλήρη απαγόρευση κατασκευής και εγκατάστασης έργων και δραστηριοτήτων που τείνουν να θίξουν ή θίγουν το δασικό οικοσύστημα. Πράγματι, το μεν δικαίωμα όλων σε ένα αειφόρο φυσικό περιβάλλον είναι και αυτό δεκτικό περιορισμών, όπως, κατά κανόνα, συμβαίνει με τα συνταγματικά δικαιώματα, εφόσον, πάντως, δεν θίγεται ο απαραβίαστος πυρήνας τους, το δε καθήκον προστασίας του δάσους βαρύνει τα κρατικά όργανα παραλλήλως προς άλλες συνταγματικές υποχρεώσεις, τις οποίες ο κοινός νομοθέτης καλείται, κατά την ως άνω συνταγματική διάταξη, να συγκεράσει προβαίνοντας στις αναγκαίες σταθμίσεις. Κατά τη στάθμιση αυτή, εξάλλου, ο κοινός νομοθέτης δεν υποχρεούται, βεβαίως, να εξαντλήσει το συνταγματικό όριο που επιτρέπει, υπό τις ως άνω αυστηρές προϋποθέσεις, και τη μεταβολή ακόμη του ίδιου του προορισμού της έκτασης, αίροντας το δασικό της χαρακτήρα, αλλά δύναται να περιορισθεί στο έλασσον, που συνιστά η πρόσκαιρη μεταβολή της δασικής της μορφής, παροδική ή μακρόχρονη, διατηρώντας τον, καταρχήν, δασικό της χαρακτήρα. Σε εκτέλεση του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 998/1979 (Α΄ 289), ο οποίος κατέστρωσε λεπτομερές σύστημα προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων (βλ., ιδίως, άρθρα 38, 41, 70, 71 κ.ά.), των οποίων οριοθέτησε την έννοια, και, περαιτέρω, εξαίρεσε από το πεδίο εφαρμογής της δασικής νομοθεσίας ορισμένες κατηγορίες εκτάσεων, όπως είναι αυτές που έχουν αφιερωθεί, κατά το νόμο, σε άλλη χρήση (πολεοδομημένες, αγροτικές κ.λπ.) (άρθρα 3 κ.λπ.), καθόρισε δε, προσωρινώς, ελλείψει Δασολογίου, και τη διαδικασία χαρακτηρισμού των εκτάσεων ως δασικών ή μη (άρθρα 10 και 14). Περαιτέρω, με ειδικό του κεφάλαιο ο ίδιος νόμος προέβλεψε σειρά δραστηριοτήτων, οι οποίες, κατ’ εξαίρεση, είναι επιτρεπτό να εγκαθίστανται εντός εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις, βεβαίως, που συνάγονται, κατά τα προαναφερόμενα, από το Σύνταγμα και εξειδικεύει και ο ίδιος ο νόμος (άρθρα 45 και 46 του ν. 998/1979, όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014, και όπως τα άρθρα αυτά έχουν και έκτοτε αλλεπαλλήλως τροποποιηθεί), αλλά και υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που προσήκουν σε καθεμιά από τις δραστηριότητες αυτές κατά τους ορισμούς του εν λόγω τυπικού νόμου. Με τον τρόπο αυτό, ο κοινός νομοθέτης, προβαίνοντας ο ίδιος σε στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος διατήρησης αδιατάρακτου του δασικού οικοσυστήματος και εκείνου που θα επέβαλλε την, κατ’ εξαίρεση, αφιέρωση ορισμένης δασικής έκτασης σε άλλο σκοπό, επέλεξε κανονιστικώς τις δραστηριότητες που θα ήταν, υπό προϋποθέσεις, επιτρεπτό να θίξουν το δασικό οικοσύστημα. Έτσι, με τα άρθρα 45 και επ. του ν. 998/1979, όπως οι διατάξεις του νόμου αυτού τροποποιήθηκαν ιδίως με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159), υποκείμενες, βεβαίως, σε έλεγχο συνταγματικότητας ως προς το ειδικό περιεχόμενο της καθεμιάς (βλ. ΣτΕ 710/2020 Ολομ., ως προς τη συνταγματικότητα του άρθρου 47Β, σχετικού με ορισμένες περιπτώσεις γεωργικής εκμετάλλευσης), ως τέτοιες δραστηριότητες ή έργα ορίζονται, μεταξύ άλλων και πάντοτε υπό προϋποθέσεις, η διάνοιξη οδών (άρθρο 48), οι τουριστικές εγκαταστάσεις (άρθρο 49), οι κατασκηνώσεις (άρθρο 50), οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις (άρθρο 51), τα μεταλλεία και λατομεία (άρθρο 52), ποικίλα έργα υποδομής, όπως αεροδρόμια, φράγματα, υδροηλεκτρικοί σταθμοί, λιμένες, τηλεπικοινωνιακά και ηλεκτρικά δίκτυα, έργα ύδρευσης και επεξεργασίας λυμάτων κλπ. – (άρθρο 53), εγκαταστάσεις πολιτιστικού χαρακτήρα και αρχαιολογικών ανασκαφών (άρθρο 54), στρατιωτικά έργα (άρθρο 55), ορειβατικά καταφύγια (άρθρο 56) κ.λπ.
- Επειδή, οι ως άνω διατάξεις της δασικής νομοθεσίας προέβλεπαν, κατά το αρχικό περιεχόμενό τους, ότι η επέμβαση σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, οι οποίες, κατά γενικό κανόνα, δεν αναιρούν το χαρακτήρα αυτό, μπορούσε να επιχειρηθεί μόνο ύστερα από άδεια της δασικής αρχής, η οποία (βλ. άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 998/1979, υπό το αρχικό του περιεχόμενο), αποτελούσε ξεχωριστή διοικητική πράξη, διακεκριμένη από τις τυχόν άλλες άδειες που απαιτούσε, κατά τα λοιπά, η εν γένει ισχύουσα νομοθεσία. Ξεχωριστή διοικητική πράξη της δασικής αρχής, η οποία να εγκρίνει την επιχειρούμενη επέμβαση σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις στις προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις που η επέμβαση είναι καταρχήν επιτρεπτή, εξακολουθεί να απαιτείται και μετά την τροποποίηση των ως άνω διατάξεων του ν. 998/1979 με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014, τούτο, όμως, μόνο για την εγκατάσταση έργων και δραστηριοτήτων, για τις οποίες δεν απαιτείται περιβαλλοντική αδειοδότηση, δηλαδή για έργα ή δραστηριότητες ήσσονος σημασίας με μικρό, κατά τεκμήριο, περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Πράγματι, οι τροποποιημένες διατάξεις του ν. 998/1979, σε αντίθεση με τις αρχικές, προβλέπουν ότι η έγκριση επέμβασης σε έκταση δασικού χαρακτήρα για την εκτέλεση έργου ή δραστηριότητας υπαγόμενης σε διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, δηλαδή απειλητικότερης για το περιβάλλον, δεν αποτελεί πλέον διακεκριμένη διοικητική πράξη της δασικής αρχής, αλλά (άρθρο 45 παρ. 4 και 5 του ν. 998/1979, όπως αυτό έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014) έχει το χαρακτήρα γνωμοδότησης και ενσωματώνεται (βλ., ήδη, και άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 4467/2017, Α΄ 56) στην απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ή υπαγωγής σε πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις κατά την πάγια περιβαλλοντική νομοθεσία (ν. 1650/1986, Α΄160, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει). Η τροποποίηση αυτή σηματοδοτεί σοβαρή μεταβολή στις αντιλήψεις του νομοθέτη και εναρμονίζεται τόσο με τη μεταγενέστερη του (αρχικού) ν. 998/1979 λοιπή νομοθεσία, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η εκδοθείσα σε συμμόρφωση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία του περιβάλλοντος, όσο και με το Σύνταγμα. Η έκδοση, ειδικότερα, ιδιαίτερης διοικητικής πράξης, η οποία να επιτρέπει, υπό τους κατάλληλους όρους και προϋποθέσεις, την επέμβαση εντός συγκεκριμένης δασικής εκτάσεως για κάποιον από τους λόγους που προέβλεπε αφηρημένως η δασική νομοθεσία, ήταν αυτονοήτως αναγκαία κατά το χρόνο έκδοσης του ν. 998/1979, κατά τον οποίο ο νομοθέτης δεν είχε οργανώσει σύστημα πλήρους περιβαλλοντικής αδειοδότησης, όταν, δηλαδή, απουσίαζε από την έννομη τάξη σύστημα πρόγνωσης των εν γένει περιβαλλοντικών συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητας εν δυνάμει επιβλαβούς για το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεών του επί εκτάσεων δασικού χαρακτήρα. Η θέσπιση, όμως, της περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων, η οποία κατέστη αναγκαία όχι μόνο για την πραγμάτωση της συνταγματικής επιταγής της προστασίας του περιβάλλοντος, που έχει, άλλωστε, ευρύτερη εμβέλεια και δεν εξαντλείται στα δασικά οικοσυστήματα, αλλά και για τη συμμόρφωση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλύπτει, καταρχήν, τις απαιτήσεις της ιδιαίτερης δασικής αδειοδότησης, που προέβλεπε η δασική νομοθεσία κατά το χρόνο της έκδοσης του ν. 998/1979 υπό το αρχικό του περιεχόμενο. Πράγματι, η καταρτιζόμενη κατά την περιβαλλοντική νομοθεσία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία οφείλει να διαθέτει σφαιρικό και επιστημονικό χαρακτήρα, όχι μόνο δεν υπολείπεται της έγκρισης επέμβασης που προέβλεπε, ως διακριτή διοικητική πράξη, η προϊσχύσασα δασική νομοθεσία, αλλά, τουναντίον, συμβάλλει αποφασιστικά στην εξασφάλιση της αειφορίας του περιβάλλοντος και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι υπόκειται σε διαβούλευση που επιτρέπει την υποβολή προς τη Διοίκηση και αξιολόγηση από αυτήν κάθε περιβαλλοντικής πληροφορίας που εισφέρουν όχι μόνον οι συναρμόδιες διοικητικές αρχές, άρα και η δασική υπηρεσία, αλλά και το ενδιαφερόμενο κοινό. Περαιτέρω, όμως, η περιβαλλοντική αδειοδότηση διασφαλίζει επιπλέον, και μάλιστα μόνον αυτή, τη συμβατότητα του έργου ή της δραστηριότητας που επιχειρείται εντός δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, και με το χωροταξικό σχεδιασμό, τούτο δε ομοίως κατά συνταγματική επιταγή (άρθρο 24 παρ. 2 Συντ.). Πράγματι, κατά τα παγίως κριθέντα (πρβλ. ΣτΕ 1305/2019 Ολομ., 3920/2010 Ολομ., 2489/2006 Ολομ., 3478/2000 Ολομ.), η κατάρτιση και εφαρμογή ολοκληρωμένων χωροταξικών σχεδίων συνιστά βαρυσήμαντη κρατική αποστολή, διότι μόνο μέσω των σχεδίων αυτών μπορούν τα έργα και οι δραστηριότητες που ασκούν πιέσεις στο περιβάλλον και εγκυμονούν κινδύνους για τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων, να οργανώνονται και να εκτελούνται υπό συνθήκες που, κατά το δυνατόν, ελαχιστοποιούν και εξουδετερώνουν τους κινδύνους αυτούς. Έτσι, η προστασία του δασικού οικοσυστήματος, την οποία επιχειρούσε να διασφαλίσει κατά τρόπο, μοιραίως ασυνεχή και αποσπασματικό, η διακριτή έγκριση επέμβασης που εκδιδόταν από τη δασική αρχή, εντάσσεται, κατά τα ήδη ισχύοντα, σε σύστημα ευρύτερου και βαθύτερου περιβαλλοντικού ελέγχου, ο οποίος εκτείνεται και στις επιπτώσεις του έργου ή δραστηριότητας στο περιβάλλον γενικότερα, έχει δε ως αντικείμενο και τη συμβατότητά του με το χωροταξικό σχεδιασμό, ο οποίος σημειωτέον, υπόκειται και αυτός σε προηγούμενη στρατηγική εκτίμηση των επιπτώσεών του [βλ. οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 197) και 107017/28.8.2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β΄ 1225)]. Είναι, εξάλλου, αυτονόητο ότι οι επεμβάσεις στο δασικό περιβάλλον που επιτρέπουν οι ως άνω διατάξεις του ν. 998/1979, της εφαρμογής των οποίων έχει κατ’ επανάληψη επιληφθεί το Δικαστήριο χωρίς να τεθεί, εκ προοιμίου και κατά τρόπο αφηρημένο, ζήτημα αντισυνταγματικότητας (πρβλ. ΣτΕ 2153/2015 Ολομ., 2499/2012 Ολομ., 2640/2009 Ολομ. σκ. 23, 2753/1994 Ολομ., σκ. 9, 2778/1988 Ολομ. κ.ά., βλ., όμως, και προμν. ΣτΕ 710/2020 Ολομ. που αφορούσε σε αυθαίρετες επεμβάσεις), δεν είναι οι μόνες, κατά το Σύνταγμα, νοητές, αφού, άλλωστε, και αυτές έχουν διαμορφωθεί κατόπιν αλλεπαλλήλων τροποποιήσεων του (αρχικού) ν. 998/1979 με μεταγενέστερους νόμους. Πράγματι, και με άλλες διατάξεις της κοινής νομοθεσίας είναι, καταρχήν, δυνατόν να επιτρέπονται παρόμοιες επεμβάσεις, είτε οι διατάξεις αυτές εξαντλούν την παρεχόμενη από το Σύνταγμα ευχέρεια (βλ. προηγούμενη σκέψη) μεταβολής του προορισμού μιας δασικής έκτασης, δηλαδή άρσης του δασικού της χαρακτήρα, είτε αρκούνται στην πρόβλεψη εγκαταστάσεων ή έργων που θίγουν, μεν, τη δασική της μορφή, χωρίς, όμως, να αίρουν το δασικό της χαρακτήρα. Οι διατάξεις, εξάλλου, αυτές μπορούν να έχουν είτε οριζόντιο χαρακτήρα, να αναφέρονται, δηλαδή, στο σύνολο της Χώρας (βλ. άρθρο 7 του ως άνω ν. 3468/2006 – Α΄ 129-, ως προς τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κ.λπ.) (βλ. προμν. ΣτΕ 2499/2012 Ολομ.), είτε να εντάσσονται σε νομοθέτημα χωροταξικού σχεδιασμού ορισμένης περιοχής ή να συνδέονται με αυτόν (βλ. άρθρο 18 παρ. 4 περ. α΄, παραρτ. VII παρ. 3 του ν. 4277/2014 “Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας Αττικής -Α΄ 156 – και συναφές άρθρο 42 του ίδιου νόμου, σχετικά με το γήπεδο της…, ΣτΕ 2153/2015 Ολομ.). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, βεβαίως, οι εν λόγω διατάξεις υπόκεινται σε έλεγχο της συνταγματικότητάς τους. Ειδικώς, επί νόμων που συνεπάγονται την άρση του δασικού χαρακτήρα ορισμένης έκτασης στο πλαίσιο της εφαρμογής χωροταξικού σχεδίου, δηλαδή ουσιώδους όρου για την, κατά το άρθρο 106 παρ. 1 Συντ., βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, η συνταγματικότητα του επιχειρούντος αυτό το σχεδιασμό νόμου συναρτάται προεχόντως με τη διασφάλιση της αειφορίας του περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 1 Συντ.), η οποία μπορεί να επιτυγχάνεται με τη λήψη πρόσφορων, από περιβαλλοντική άποψη, μέτρων για την αναπλήρωση της δασικής βλάστησης, την αναβάθμιση του πρασίνου, την επωφελή διάταξή του κατά τα πορίσματα της επιστήμης, την ανάδειξη και προστασία των λοιπών στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος (επιφανειακών υδάτων, ρεμάτων, ακτών, εδάφους, πανίδας κ.λπ.). Προκειμένου, εξάλλου, να εναρμονίζονται με το Σύνταγμα (άρθρο 24 παρ. 1 και 2) οι περί αλλαγής δασικού χαρακτήρα ορισμένης έκτασης ρυθμίσεις του χωροταξικού σχεδίου, πρέπει αυτές να προβλέπουν τη μεταβολή αυτή κατά τρόπο σαφή και όχι έμμεσο, και, οπωσδήποτε, κατά τρόπο που να ενσωματώνει αδιαμφισβητήτως την περιβαλλοντική παράμετρο, υπεραναπληρώνοντας τη θυσία δασικού πλούτου με άλλα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα με τρόπο ομοίως σαφή και αδιαμφισβήτητο. Η, κατά τα αμέσως προαναφερόμενα, τέλος, μεταβολή του δασικού χαρακτήρα ορισμένης έκτασης, η οποία είναι εξαιρετική (“Απαγορεύεται η μεταβολή του χαρακτήρα … εκτός αν προέχει …”, βλ. άρθρο 24 παρ. 1 εδ. τελ. Συντ.) και μπορεί να επιχειρείται μόνο με φειδώ, δεν επιτρέπεται, πάντως, να επιχειρείται με απευθείας πολεοδόμηση δασικής έκτασης, αυτήν, δηλαδή, που δεν επιχειρείται προς υλοποίηση χωροταξικού σχεδίου, το οποίο πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις (εξαιρετικός χαρακτήρας, σαφήνεια ρυθμίσεων, πρόβλεψη ουσιωδών περιβαλλοντικών αντισταθμισμάτων).
- Επειδή, με το από 28.2.2018 πρ. δ/μα εγκρίθηκε “Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά Περιφέρειας Αττικής” (Α.Α.Π. 35), συνολικής εκτάσεως 6.008.076,24 τ.μ., Σύμφωνα με το άρθρο 1 του εν λόγω διατάγματος, η όλη έκταση απαρτίζεται από τρία επιμέρους ακίνητα: το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού, επιφανείας 5.249.873 τ.μ., το πρώην Ολυμπιακό Κέντρο …. και το Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Νεότητας (ΕΑΚΝ). Τα δύο τελευταία αποτελούν το παράκτιο μέτωπο του Μ.Π.Ε.Α., και, μετά την αφαίρεση των εκτάσεων που καταλαμβάνει ο αιγιαλός και η παραλία (197.600,82 τ.μ.), έχουν συνολική επιφάνεια 758.203 τ.μ. Τα ακίνητα του ΜΠΕΑ, προτού αποκτήσουν την προπεριγραφόμενη χωρική ταυτότητα, είχαν θεωρηθεί από το νομοθέτη κατάλληλα για υπαγωγή σε πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Έτσι, μετά την έκδοση του ν. 3845/2010 (Α΄ 65), στο οποίο προσαρτήθηκε το “Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής” με αναφορά, μεταξύ άλλων, σε πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων για την πώληση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, θεσπίστηκε, ειδικώς ως προς την έκταση του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού, το άρθρο 42 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66). Με την παρ. 1 του άρθρου αυτού συνεστήθη η πρώτη παρεμβαίνουσα “…”, με σκοπό, σύμφωνα με την παρ. 3, τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της έκτασης και των εγκαταστάσεων του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού. Το “Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων” περιελήφθη στο μεταγενέστερο ν. 3985/2011 (Α΄ 151), με τον οποίο εγκρίθηκε το “Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής”, το δε ακίνητο του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού, το οποίο, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου (κεφ. Β΄, υποκεφ. 1.5), θεωρείται ως το μεγαλύτερο αστικό ακίνητο στην Ευρώπη, εντάχθηκε στο πρόγραμμα αυτό. Αμέσως μετά εκδόθηκε ο ν. 3986/2011 “Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015” (Α΄ 152), με το άρθρο 1 του οποίου συνεστήθη το δεύτερο παρεμβαίνον Ταμείο, δηλαδή, ανώνυμη εταιρεία επιφορτισμένη με την αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. ή δημοσίων επιχειρήσεων των οποίων το κεφάλαιο ανήκει στο Δημόσιο ή σε ν.π.δ.δ. Κατά το σύστημα που καθιερώνει σχετικώς ο ν. 3986/2011 (άρθρο 2), στο Ταμείο μεταβιβάζονται ακίνητα που έχουν περιληφθεί στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του “Μεσοπροθέσμου Προγράμματος” (ΜΠΔΣ, βλ. αμέσως προαναφερόμενο ν. 3985/2011), με αποφάσεις της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (ΔΕΑΑ), το δε ΤΑΙΠΕΔ προβαίνει στην αξιοποίησή τους και μεταφέρει το προϊόν της σε ειδικό λογαριασμό, αφιερωμένο στην αποπληρωμή του δημοσίου χρέους. Το ως άνω ακίνητο του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού, έχοντας υπαχθεί, κατά τα ανωτέρω, στο “Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων” του ΜΠΔΣ, μεταβιβάσθηκε πράγματι στο ΤΑΙΠΕΔ με αποφάσεις της ως άνω ΔΕΑΑ κατά κυριότητα σε ποσοστό 30% εξ αδιαιρέτου για χρονικό διάστημα 99 ετών, πλην του αιγιαλού και της παραλίας, μεταβιβάσθηκαν δε ακόμη το δικαίωμα επιφανείας του ακινήτου (άρθρα 18 – 26 του ν. 3986/2011), καθώς και το σύνολο των μετοχών της πρώτης παρεμβαίνουσας “….”, η οποία είχε συσταθεί ειδικώς ως προς το ακίνητο του πρώην αεροδρομίου, πριν να εγκριθεί το ΜΠΔΣ και να περιληφθεί το εν λόγω ακίνητο στο προσαρτημένο στο ΜΠΔΣ Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων. Εξάλλου, με το άρθρο 7 παρ. 1α του ν. 4062/2012 (Α΄ 70) ορίσθηκε ότι η χρήση, διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση και των προαναφερομένων ακινήτων του ΟΚΙ και του ΕΑΚΝ του Αγίου Κοσμά περιέρχονται στην πρώτη παρεμβαίνουσα “…”. Με τις λοιπές δε διατάξεις του ίδιου άρθρου 7 ρυθμίσθηκε η συμμετοχή στη σχετική διαδικασία του δευτέρου παρεμβαίνοντος ΤΑΙΠΕΔ, προς το οποίο μεταβιβάσθηκαν και τα ακίνητα αυτά με ορισμένες από τις προαναφερόμενες αποφάσεις της ΔΕΑΑ. Αιτήσεις ακυρώσεως κατά των εν λόγω πράξεων μεταβιβάσεως προς το ΤΑΙΠΕΔ απορρίφθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 1902-3/2014 Ολομ., 2184-5/2014 Ολομ.). Ακολούθως, με την από 25.11.2011 απόφαση του Δ.Σ. του ΤΑΙΠΕΔ, οι μεταβιβασθείσες, κατά τα ανωτέρω, προς το ίδιο μετοχές της “….” αποφασίσθηκε να πωληθούν με δημόσιο διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό. Κατά τη διεξαχθείσα διαγωνιστική διαδικασία αναδείχθηκε ως Προτιμητέος Επενδυτής η δεύτερη εκ των παρεμβαινουσών με την τρίτη ασκηθείσα παρέμβαση “….”, μετά δε την ολοκλήρωση του προβλεπομένου προσυμβατικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο υπεγράφη η από 14.11.2014 σχετική σύμβαση, τροποποιηθείσα με την από 19.7.2016 όμοια, με αντισυμβαλλομένους του ΤΑΙΠΕΔ, αφενός την πρώτη παρεμβαίνουσα με την τρίτη παρέμβαση “….” και, αφετέρου την ως άνω “…” ως εγγυήτρια της προηγούμενης. Οι εν λόγω δύο συμβάσεις κυρώθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 4422/2016 (Α΄ 181).
- Επειδή, ενόσω η διαδικασία αποκρατικοποίησης των ως άνω ακινήτων (ένταξη στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του “Μεσοπροθέσμου”, μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ) παρέμενε εκκρεμής, και προτού ολοκληρωθεί η οικεία διαγωνιστική διαδικασία με την ανάδειξη Προτιμητέου Επενδυτή και την υπογραφή των οικείων συμβάσεων, εκδόθηκε ο ως άνω ν. 4062/2012 (Α΄ 70), με τα άρθρα 1 – 8 του οποίου ρυθμίσθηκε η αξιοποίηση του πρώην Αεροδρομίου του Ελληνικού και των λοιπών δύο παρακτίων ακινήτων. Στο άρθρο 1 ορίσθηκε, κατά τρόπο γενικό, ότι η αξιοποίηση των τριών ακινήτων συνιστά σκοπό “εντόνου δημοσίου συμφέροντος”, εκτέθηκε δε η δέσμη επιμέρους ειδικότερων σκοπών στους οποίους αυτή στοχεύει (συμβολή στους εθνικούς δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους, προσέλκυση επενδύσεων και δημιουργία θέσεων εργασίας για την οικονομία της Αττικής και της χώρας, τόνωση επιχειρηματικής καινοτομίας, ανάδειξη της Αθήνας σε πολιτιστική μητρόπολη, διεθνή τουριστικό πόλο και κέντρο ανάπτυξης και επιχειρηματικότητας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και των Βαλκανίων, εφαρμογή πρότυπης αστικής ανασυγκρότησης με απόδοση χώρων πρασίνου και αναψυχής, καθώς και πάσης φύσεως κοινωνικών υποδομών και, τέλος, αξιοποίηση του θαλασσίου μετώπου προς το Σαρωνικό). Για την υλοποίηση αυτών των στόχων προβλέφθηκε στο άρθρο 2 παρ. 1 η συγκρότηση του Μητροπολιτικού Πόλου .. βάσει Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ), για την κατάρτιση του οποίου παρασχέθηκε εξουσιοδότηση στη Διοίκηση. Κατά την παρ. 2 του εξουσιοδοτικού άρθρου 2, με το ΣΟΑ θα προσδιορισθούν τα (ακριβή) όρια της έκτασης του ΜΠΕΑ, οι ζώνες που θα πολεοδομηθούν και εκείνες που θα αναπτυχθούν χωρίς πολεοδόμηση (ζώνες πολεοδόμησης και ζώνες ανάπτυξης αντιστοίχως) και τα όρια και ο χωρικός προορισμός τους, οι χρήσεις γης, οι όροι δόμησης και οι, τυχόν, ειδικοί μορφολογικοί περιορισμοί των κτιρίων και των ακαλύπτων χώρων και, περαιτέρω, θα τεθούν όροι, περιορισμοί και κατευθύνσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, θα καθορισθούν οι οριογραμμές των διαρρεόντων την περιοχή ρεμάτων και θα ορισθεί σύστημα περιβαλλοντικής παρακολούθησης. Με διατάξεις του ίδιου ν. 4062/2012, εξάλλου, ρυθμίζονται οι όροι δόμησης και οι χρήσεις γης των επιμέρους περιοχών και ζωνών του Μητροπολιτικού Πόλου, ενώ ειδικότερες ρυθμίσεις περιέχονται ως προς τη δόμηση και τις χρήσεις ορισμένων τμημάτων του, και, ιδίως, του Μητροπολιτικού Πάρκου Πρασίνου και Αναψυχής, το οποίο θα αναπτυχθεί σε έκταση επιφανείας 2.000 στρ. του πρώην αεροδρομίου (άρθρο 2 παρ. 3 περ. ε’). Ακολούθησε το Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής (ν. 4277/2014, Α΄ 156), το οποίο εντάσσει τον Μητροπολιτικό …. στους πόλους διεθνούς και εθνικής εμβέλειας, με στόχο την ανάδειξη της πρωτεύουσας σε σημαντικό κέντρο οικονομικής, περιβαλλοντικής και καινοτομικής ανάπτυξης και την ενίσχυση της Αθήνας ως τουριστικού προορισμού, επιχειρηματικού κέντρου και χώρου αναψυχής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (βλ. ιδίως άρθρα 11 παρ. 3.1.β΄, 16 παρ. 1 εδ. α’ και παραρτήματα VI και VII του ν. 4277/2014). Όπως δε έγινε δεκτό στο 29/2018 Πρακτικό Επεξεργασίας της Ολομελείας του Δικαστηρίου επί του σχεδίου του προαναφερθέντος από 28.2.2018 π. δ/τος, με το νέο ΡΣΑ (ν. 4277/2014), το οποίο σύμφωνα με τον νόμο επέχει θέση Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου, βασικό στοιχείο του Μητροπολιτικού Πόλου είναι η δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου πρασίνου και αναψυχής στο Ελληνικό. Τέλος, ο ίδιος ν. 4062/2012 διέλαβε στο άρθρο 2 παρ. 6 εξουσιοδοτική διάταξη για την έγκριση του ΣΟΑ, το οποίο, κατά τα προαναφερόμενα, εγκρίθηκε με το ως άνω από 28.2.2018 πρ. δ/μα. Αιτήσεις ακυρώσεως κατά του εγκριτικού του ΣΟΑ πρ. δ/τος, εκδοθέντος μετά την έκδοση της, εν προκειμένω, προσβαλλόμενης πράξης, απορρίφθηκαν με τις 1305-6/2019 και 1761/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου.
- Επειδή, μεταξύ των επιμέρους σκοπών δημοσίου συμφέροντος, στην επίτευξη των οποίων αποβλέπει, κατά τον εξουσιοδοτικό ν. 4062/2012, η έγκριση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του συγκροτηθέντος με τον ίδιο νόμο Μητροπολιτικού Πόλου, περιλαμβάνεται και η απόδοση χώρων πρασίνου και αναψυχής (άρθρο 1 περ. στ΄), η οποία, μάλιστα, εξαγγέλλεται από το νομοθέτη από κοινού με “πρότυπα προγράμματα αστικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης”. Έτσι, η έμφαση στο πράσινο συνιστά, κατά το νόμο, μέρος του σχεδίου και, ταυτοχρόνως, αναγκαίο αντιστάθμισμά του. Ειδικότερα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 παρ. 3 περ. ε΄ του ν. 4062/2012, το Μητροπολιτικό Πάρκο ορίζεται ως έκταση τουλάχιστον 2.000 στρ. με χρήσεις πρασίνου, ελευθέρων χώρων, αναψυχής, αθλητισμού, πολιτισμού, κοινωφελών λειτουργιών και προτύπων αστικών υποδομών, της οποίας τα πάσης φύσεως κτίσματα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν την κάλυψη του 10% της όλης έκτασης του Πάρκου, οι δε ελεύθεροι χώροι και χώροι πρασίνου πρέπει να υπερβαίνουν πράγματι το 75% της έκτασης αυτής. Περαιτέρω, με το άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου ν. 4062/2012 παρέχεται εξουσιοδότηση για την έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, με την οποία θα ορίζεται η γενική οργάνωση του Μητροπολιτικού Πάρκου, ως περιεχόμενο δε αυτής της κοινής απόφασης ορίσθηκε (περ. β΄), μεταξύ άλλων, ο καθορισμός επιμέρους περιοχών για τη δημιουργία τεχνητών δασών, αλσών, κήπων, λιμνών, φυτωρίων, βοτανικών κήπων, θερμοκηπίων και λοιπών χώρων πρασίνου, χώρων περιπάτου, παιχνιδιού, άθλησης, περιπέτειας, εκθέσεων, συναυλιών κ.ο.κ., το περίγραμμα των κτιρίων και εγκαταστάσεων που θα απαιτηθούν, το εσωτερικό δίκτυο δρόμων, πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων κ.λπ. Προβλέπεται σχετικώς (περ. δ΄) ότι η εν λόγω κανονιστική απόφαση της γενικής οργάνωσης του Μητροπολιτικού Πάρκου εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως της πρώτης παρεμβαίνουσας ή άλλου φορέα, συνοδευόμενη, σε κάθε περίπτωση, από περιβαλλοντικές, τεχνικές, φυτοτεχνικές και λοιπές μελέτες, οι οποίες διακρίνονται τόσο από τις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων των έργων και εγκαταστάσεων που θα απαιτηθούν για τη λειτουργία του Πάρκου (περ. γ΄), όσο, πολύ περισσότερο, από την προβλεπόμενη από τις πάγιες διατάξεις και πράγματι εκπονηθείσα (βλ. ΣτΕ 1305/2019 Ολομ., 1761/2019 Ολομ.) στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης. Ακολούθως, και αφού εκπονήθηκε και εγκρίθηκε η οικεία Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων – .. (…… – Ιούλιος 2017), εκδόθηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω ν. 4062/2012, το προαναφερθέν από 28.2.2018 π. δ/μα (ΑΑΠ 35), με το οποίο εγκρίθηκε το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά. Το διάταγμα αυτό περιέχει, όπως και ο εξουσιοδοτικός νόμος, ειδικές διατάξεις για τη φυτοκάλυψη του Μητροπολιτικού Πόλου και, ιδίως, του Πάρκου. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ΄ προβλέπεται η ακριβής έκταση του Μητροπολιτικού Πάρκου, ανοιχτού στο κοινό, που θα είναι 2.000.569,02 τ.μ., στην οποία προστίθενται (περ. δ΄) οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου και οι ανοιχτοί χώροι εκτός του Πάρκου, αλλά εντός του Πόλου, έτσι ώστε το γενικό σύνολο να ανέρχεται σε τουλάχιστον 2.600.000 τ.μ. Στην επόμενη παρ. 3 του άρθρου 2, εξάλλου, δίδεται η κατεύθυνση της γειτνίασης των εκτός του Πάρκου ελεύθερων πράσινων χώρων με τους παρακείμενους κοινόχρηστους χώρους (του Πόλου) ή με το ίδιο το Πάρκο. Η πρόβλεψη αυτή εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 3 παρ. Α3 στ. ε΄ του ΣΟΑ, όπου προβλέπεται ότι “Η επικοινωνία του Μητροπολιτικού Πάρκου με τις όμορες περιοχές εντός του Μητροπολιτικού Πόλου επιτυγχάνεται με τη συνένωση χώρων πρασίνου και ελεύθερων χώρων των περιοχών και ζωνών πέριξ του Πάρκου, ώστε να δημιουργηθούν ‘πύλες εισόδου’ περιμετρικά αυτού. …”, ενώ αντίστοιχη πρόβλεψη περιέχεται στο ΣΟΑ και ως προς τις εκτός του Μητροπολιτικού Πόλου πολεοδομημένες περιοχές (στ. στ΄). Περαιτέρω, στο άρθρο 6 παρ. 1 περ. γ΄ του ΣΟΑ ορίζεται ότι “Ο σχεδιασμός του Μητροπολιτικού Πάρκου και των γειτονικών σε αυτό περιοχών καθώς και των εκτενών χώρων πρασίνου αποτελεί τη βασική προτεραιότητα του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης και πρέπει να ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις του νόμου για μητροπολιτικό πόλο έλξης των κατοίκων της πρωτεύουσας …”, ορίζονται δε, στη συνέχεια, οι κατευθύνσεις του σχεδιασμού ώστε να επιτευχθεί ο εν λόγω πρωταρχικός στόχος. Ως μία εξ αυτών ορίζεται (υποπερ. γγ΄) η “Εξασφάλιση της συμβολής του Μητροπολιτικού Πάρκου στη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών όλης της περιοχής, μέσα από τη σύνταξη Ειδικής Μελέτης Αρχιτεκτονικής Τοπίου, για τη διαμόρφωση των ενοτήτων του Μητροπολιτικού Πάρκου και των τοπιολογικών του χαρακτηριστικών σε εναρμόνιση με τις περιβαλλοντικές και λειτουργικές του επιδιώξεις και τη λεπτομερή μελέτη για την επιλογή των χαρακτηριστικών της βλάστησης και την ένταξη στοιχείων των φυτοτεχνικών μελετών στις ΜΠΕ που θα υποβληθούν. Στις σχετικές φυτοτεχνικές μελέτες προσδιορίζονται τα είδη και η πυκνότητα εγκατάστασης δένδρων και θάμνων, το είδος του γρασιδιού, το πρόγραμμα άρδευσης κ.ά. κατά τρόπο συμβατό με την τοπική κλιματολογία και τα χαρακτηριστικά φυσικών οικοτόπων της Αττικής, επιδιώκοντας … τη συνεκτικότητα των χώρων πρασίνου, ώστε οι πράσινες εκτάσεις να αποτελούν κατά το δυνατόν ενιαίο δίκτυο, ώστε να εξασφαλίζονται οι οικολογικές λειτουργίες. Συγχρόνως, τίθενται ενιαίοι κανόνες και πρακτικές συντήρησης του πρασίνου, ώστε να προλαμβάνονται φαινόμενα υποβάθμισης ή εγκατάλειψης των κοινόχρηστων χώρων”. Ειδική πρόβλεψη περιέχει η περ. η΄ του άρθρου 6 παρ. 1 (υποπερ. ζζ΄), ώστε να “… υιοθετούνται, όσον αφορά τα οργανικά απόβλητα, μέθοδοι επεξεργασίας με αερόβια κομποστοποίηση, στο μεγαλύτερο εφικτό ποσοστό τους, προκειμένου να χρησιμοποιούνται ως βελτιωτικό εδάφους εντός του πάρκου …”, ενώ, στην περ. θ΄ του ίδιου άρθρου 6 παρ. 1 προβλέπεται η χρησιμοποίηση του νερού που θα ανακτάται από τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων του Πόλου, μέχρις ότου δε οι ποσότητες επεξεργασμένων αποβλήτων καταστούν επαρκείς, προβλέπεται η ανάκτηση των επεξεργασμένων από τη μονάδα λυμάτων του δικτύου ακαθάρτων της ΕΥΔΑΠ, για την άρδευση του πρασίνου του όλου Πόλου, στο οποίο κατ’εξοχήν περιλαμβάνεται το πράσινο του Πάρκου. Της εκδόσεως, εξάλλου, του εγκριτικού του ΣΟΑ από 28.2.2018 πρ. δ/τος είχε προηγηθεί, κατά τα ανωτέρω, η κατάρτιση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, επί της οποίας διεξήχθη νόμιμη (ΣτΕ 1305/2019 Ολομ., σκ. 21, 1761/2019 Ολομ., σκ.21) διαβούλευση. Η καταρτισθείσα Σ.Μ.Π.Ε. εκθέτει λεπτομερώς το σχεδιασμό και του Μητροπολιτικού Πάρκου, το οποίο συνιστά, κατά τους μελετητές, έναν από τους βασικούς λόγους που υπαγόρευσαν την επιλογή του υιοθετηθέντος σχεδίου. Ως προς την αξιολόγηση, ειδικότερα, των εναλλακτικών λύσεων του σχεδίου, στο υποκεφάλαιο 5.5.3 (σελ. 5-79 επ.) “Σύνοψη – Συμπεράσματα” εκτίθενται οι εξής παραδοχές: “Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόταση 5 [η τελικώς υιοθετηθείσα] περιλαμβάνει το σχεδιασμό ενός Μητροπολιτικού Πάρκου εξαιρετικής ποιότητας, με σημαντική ποικιλότητα, με αναλογίες και αναφορές σε τοπία που συναντά κανείς στην Αττική και με πληθώρα λειτουργιών, φυσικών και ανθρωπογενών, που καλύπτουν πλήρως υφιστάμενες ανάγκες και έχουν τη φιλοδοξία να ξεφύγουν από αυτές. Είναι η μόνη από τις προτάσεις, στην οποία ο σχεδιασμός του Μητροπολιτικού Πάρκου αποτελεί αντικείμενο εξειδικευμένης μελέτης, παράλληλης με τη μελέτη του master plan. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πρότασης τα έξοδα συντήρησης του Μητροπολιτικού Πάρκου αναλαμβάνονται από τον επενδυτή και συνεπώς δεν επιβαρύνουν το δημόσιο”. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ΣΜΠΕ, το 33,3% της έκτασης των 6.008.076 τ.μ. [του Μ.Π.Ε.Α.] θα καταλαμβάνει το Μητροπολιτικό Πάρκο, το 48,5% οι ζώνες πολεοδόμησης και το 18,2% οι ζώνες ανάπτυξης, η επιλογή δε αυτή οδηγεί, κατά τους μελετητές, αφενός στην εξασφάλιση του αναγκαίου κοινωνικού εξοπλισμού (κοινοχρήστων χώρων και κοινωφελών εγκαταστάσεων) και αφετέρου στην οργανική συσχέτιση με τα άλλα χωρικά σχέδια (Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας, Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια των όμορων με την περιοχή μελέτης Δήμων, Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, Ειδικά Πλαίσια κ.λπ.) και στη λειτουργική σύνδεση του ακινήτου με τις άμεσα γειτνιάζουσες περιοχές, αλλά και γενικότερα στη συνέχεια και σύνδεση με τον αστικό ιστό (σελ. 4-79). Προβλέπεται, περαιτέρω, στη ΣΜΠΕ ότι, πέραν του Πάρκου, η περιοχή θα διαθέτει κοινοχρήστους χώρους 1.500 στρ., ειδικώς δε ως προς το Πάρκο, η Στρατηγική Μελέτη αναλύει διεξοδικώς τη σημασία και τη σχεδίασή του και, περαιτέρω (σελ. 4-137 επ.), το περιγράφει λεπτομερώς τόσο ως σύνολο όσο και εν αναφορά προς τις επιμέρους χωρικές ενότητες που θα το συναπαρτίζουν. Οι τελευταίες θα είναι οι εξής επτά: 1) το “Πάρκο Γλυπτικής”, σε περιοχή με λοφώδες ανάγλυφο στο κέντρο του Πάρκου, θέση ιδεώδη, κατά τους μελετητές, για την εγκατάσταση κήπου “με μεγάλης κλίμακας γλυπτά”, 2) η “Περιοχή Αθλητισμού”, η οποία θα φιλοξενεί παγκόσμιας εμβέλειας αθλητικές δραστηριότητες σε ανοιχτές αθλητικές εγκαταστάσεις και στην οποία θα τοποθετηθεί το ένα από τα έξι ψηλά κτίρια του ΜΠΕΑ, το μοναδικό του Πάρκου, που θα έχει τον χαρακτήρα “Πολυδύναμου Κέντρου Πολλαπλών Λειτουργιών και Εκδηλώσεων”, 3) η “Περιοχή Εκθέσεων Ελληνικού”, η πλέον επίπεδη περιοχή του ΜΠΕΑ, όπου έχει ήδη ανεγερθεί μνημειακό αρχιτεκτόνημα του ………., που θα αποτελεί τοπόσημο της περιοχής σε άμεση οπτική επαφή με την επιμήκη ζώνη του (τότε) διαδρόμου προσγείωσης και απογείωσης, 4) η “Περιοχή Εργοστασίου Αεροσκαφών”, όπου ευρίσκονται τα ιστορικά υπόστεγα αεροσκαφών, τα οποία προορίζονται να στεγάσουν το νέο Αεροπορικό Μουσείο, 5) η “Περιοχή του ρέματος των Τραχώνων για τη Φύση και το Περιβάλλον”, η οποία χαρακτηρίζεται από τη νέα ανοιχτή κοίτη αποκατάστασης του ρέματος, προορισμένη να δέχεται τα όμβρια σε νέους μόνιμους και εποχιακούς υποδοχείς – υδροβιοτόπους, με την πυκνότερη, ίσως, βλάστηση στο πάρκο, 6) η “Ολυμπιακή Πλατεία και Περιοχή Αστικής Καλλιέργειας”, όπου σχεδιάζεται η τοποθέτηση διαδραστικού υδάτινου στοιχείου, εντυπωσιακών, κατά τους μελετητές, διαστάσεων με καλλιεργήσιμες επιφάνειες όπου θα διδάσκονται παραδοσιακές μέθοδοι καλλιέργειας, και 7) το “Αττικό Τοπίο” με οικεία προς το ελληνικό τοπίο δέντρα, θάμνους και αγρωστώδη”. Εξάλλου, ως προς τον περιβάλλοντα χώρο του Πάρκου, στο υποκεφάλαιο 4.5.1.3 της ΣΜΠΕ (σελ. 4-172) αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: “… Η επιλογή της δημιουργίας, λοιπόν, κτηρίων ‘συλλογικής κατοικίας’ (νέων αστικών προτύπων πολυ – κατοίκησης), περιμετρικά του Μητροπολιτικού Πάρκου (Ζώνες Α-Π1, Α-Π2, Α-Π3, Α-Π5 και Α-Π6), τα οποία συμβάλλουν στην πολεοδομική ολοκλήρωση της κάθε Ζώνης, όχι ως διακριτές ζώνες αλλά ως συστατικό κομμάτι της κάθε Ζώνης που αυτά ενσωματώνονται αλλά και ως μέρος μιας νοητής περιοχής που διαμορφώνουν περιμετρικά του Πάρκου, συμβάλλουν ευθέως και αποφασιστικά στην παραπάνω επιδίωξη και σύγχρονη ανάγκη. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται παραπάνω, η οικιστική ποικιλομορφία που παράγεται με τον προτεινόμενο σχεδιασμό καθιστά δυνατή την επίτευξη ενός δομημένου χώρου υψηλής ποιότητας, ο οποίος είναι ικανός να καλύψει πολλές και ετερογενείς ανάγκες. […] Αντίστοιχες αναπτύξεις μπορούν να θεωρηθούν το Δυτικό τμήμα της Νέας Υόρκης σε επαφή με το … (…, κ.λπ.), το … στο Λονδίνο ή το Ολυμπιακό Χωριό στην Αθήνα […]». Ακολούθησε, κατά τα προαναφερόμενα, ευρεία διαβούλευση επί της ως άνω Σ.Μ.Π.Ε., στο πλαίσιο της οποίας αμφισβητήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα χαρακτηριστικά και η φυτοκάλυψη του Πάρκου. Επί των κύριων ζητημάτων που είχαν τεθεί κατά τη διαβούλευση, μεταξύ των οποίων και αυτού του Πάρκου, οι δύο πρώτες παρεμβαίνουσες “…” και ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε. υπέβαλαν στην Διεύθυνση Περιβαλλοντικών Αδειοδοτήσεων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας κοινό εκτεταμένο υπόμνημα (βλ. ../15.11.2017 κοινό έγγραφό τους προς τη ΔΙΠΑ – ΑΠ ΔΙΠΑ 4…/16.11.2017- με τα συνημμένα έγγραφα), με αναφορά και στον εκτιμώμενο αριθμό φυτών που θα τοποθετηθούν στο Μητροπολιτικό Πάρκο (32.000 δέντρα, 444.000 θάμνοι, 52.000 αγρωστώδη και 120 στρ. χλοοτάπητα), καθώς και στα κρατούντα στον επιστημονικό κλάδο της σύγχρονης παρκοτεχνίας ως προς την πυκνότητα της φύτευσης και την εφαρμογή τους εν προκειμένω, στη σχετική διεθνή εμπειρία (.. της Νέας Υόρκης, .. του … του ..) και σε άλλα συναφή θέματα. Εξάλλου, στην καταρτισθείσα Σ.Μ.Π.Ε. υπάρχουν εκτενείς αναφορές σε διάφορες πλευρές της σχεδίασης του Μητροπολιτικού Πάρκου. Αναφέρεται, ειδικότερα, ως προς την οικολογική στρατηγική του Μ.Π.Π.Α., ότι “… το νέο πάρκο με την βιοποικιλότητα που θα το διακρίνει, αναμένεται να αποτελέσει το ενδιαίτημα πολλών από τα είδη της πανίδας που κατοικούν στον Υμηττό. Επίσης, με τον σχεδιασμό μιας μεγάλης έκτασης με στοιχεία νερού, μόνιμα … αλλά και εποχιακά όπως τα ρέματα και οι διαμορφωμένες λεκάνες συγκέντρωσης ομβρίων, δημιουργούν[ται] [οι] συνθήκες ενός υδροβιοτόπου που ενισχύει τη διαβίωση και τη στάση των υδρόβιων πουλιών στο ταξίδι τους από και προς το γειτονικό Φάληρο …” (σελ. 1-98). Ως προς τη στρατηγική των φυτεύσεων, εξάλλου, αναφέρεται ότι “Για τη φυτοκάλυψη των τοπογραφικών διαμορφώσεων [του Πάρκου] επιλέγεται εγχώρια βλάστηση και σημαντικές πολιτισμικά φυτοκοινωνίες. Τα τοπία με τις ελιές και τα κυπαρίσσια, τους δενδρώνες, τη μακκία, τα φρύγανα, τα λιβάδια, τους υδροβιότοπους, τις πεζούλες και άλλες συναφείς γεωμορφές, θα διαμορφώσουν ένα [Πάρκο] που θα αποπνέει την ουσία του άγριου και του γεωργικού τοπίου … Το βρόχινο νερό που θα συλλέγεται αλλά και το νερό που θα προκύπτει από επεξεργασία λυμάτων από τον βιολογικό καθαρισμό θα ενισχύσουν τις λειτουργίες και την ομορφιά του τοπίου καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. … Το τοπίο του Πάρκου αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά τοπία της Ελλάδας και χρησιμοποιεί κυρίως ιθαγενή και πολιτισμικής σημασίας φυτά … Οι επίπεδες ξηροφυτικές περιοχές, οι περιοχές καλλιέργειας, οι δασώδεις λόφοι και οι υδροβιότοποι είναι οι βασικές τυπολογίες τοπίου του Πάρκου … Συνοψίζοντας, η αρχιτεκτονική τοπίου του [Πάρκου] συγκροτεί ένα ενιαίο σύνολο αποτελούμενο από ελιές, κυπαρίσσια, δενδρώνες, μακκία βλάστηση, φρύγανα, χλοοτάπητες και αναβαθμίδες επανερμηνεύοντας δημιουργικά το ελληνικό φυσικό και πολιτιστικό τοπίο … Τα μοτίβα των φυτεύσεων σε διακριτές συστάδες μεγεθύνουν την οπτική εντύπωση της έκτασης του πάρκου … Η κατανομή των τυπολογιών στο χώρο σχεδιάζεται σύμφωνα με τις αρχές του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού λαμβάνοντας υπόψη εκτός από το αισθητικό αποτέλεσμα και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η κάθε τυπολογία συναντάται στις αντίστοιχες συνθήκες” (σελ. 1-100, 101). Η εν λόγω στρατηγική εξειδικεύεται μέσω φυτοτεχνικών παρεμβάσεων. Αναφέρεται, ειδικότερα, ότι “… Κύρια στρατηγική είναι η κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό αντιστοίχηση των τυπολογιών τοπίου … με τύπους οικοτόπων της Ελλάδας γενικότερα, και της Αττικής ειδικότερα. Οι τυπολογίες τοπίου δεν διατάσσονται τυχαία στο πάρκο. Ομαδοποιούνται γεωγραφικά κατά το δυνατόν κατ’ αντιστοιχία με τον τρόπο που εμφανίζονται στα υφιστάμενα φυσικά και ανθρωπογενή τοπία της νότιας Ελλάδας …” (σελ. 1-119). Ως προτιμώμενες θέσεις για κάθε μία από τις τυπολογίες τοπίου που έχουν επιλεγεί, αναφέρονται για την “μακκία, φρύγανα” οι λοφώδεις εξάρσεις, για τις “λίμνες, υγροβιοτόπους και ρέματα”, στο βορρά οι περιοχές γύρω από τον ανασυνεστημένο νότιο κλάδο του ρέματος των Τραχώνων και στο νότο ο βόρειος κλάδος του ανασυνεστημένου ρέματος του Αεροδρομίου, για τα “δάση, ελαιώνες, αστικά δάση”, οι χώροι περιμετρικά του πάρκου, σε μεγάλη, όμως, έκταση και εντός των ορίων του, με συμπαγέστερο τμήμα το νοτιοδυτικό, ενώ για τους “λειμώνες” και τους “οπωρώνες, γεωργία, αμπέλια και μποστάνια” προβλέπεται, για μεν τους πρώτους, ότι θα είναι το πλέον πολυσύχναστο τμήμα του πάρκου και, για τα δεύτερα, ότι αυτά θα αποτελούν “περιορισμένα στοιχεία” (σελ. 1-120). Ειδική αναφορά γίνεται στην πυρόσβεση και τις αρδευτικές ανάγκες του πάρκου, με στρατηγική επιλογή τον περιορισμό των πρωτογενών απαιτήσεων σε νερό και την κάλυψή τους πρωτίστως με επεξεργασμένα λύματα και όμβρια, περαιτέρω δε στην κατασκευή τριών δεξαμενών, 5.000 μ3 εκάστης (σελ. 1-139,140). Αναφορά γίνεται, επίσης, στις ανάγκες του πάρκου σε φυτική γη, οι οποίες ανέρχονται σε 400.000 μ3 και θα καλυφθούν, κατά το μεγαλύτερο μέρος (70-80%) από τους υφιστάμενους φυτικούς πόρους της περιοχής, αλλά και στην αναγκαία διαδικασία απορρύπανσης του εδάφους από τους υδρογονάνθρακες και άλλους ρύπους που είχε συσσωρεύσει η μακρόχρονη λειτουργία του αεροδρομίου (σελ. 1-141-142). Τέλος, ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην αξιοποίηση των υφισταμένων δέντρων και φυτών στην όλη έκταση του ΜΠΕΑ και ιδίως σε αυτά που ευρίσκονται σε συμπαγείς φυτεύσεις, όπως αυτή έναντι της ολυμπιακής εγκατάστασης του κανό καγιάκ. Ορισμένα από αυτά και, ιδίως, όσα είναι σε καλή κατάσταση (πλατάνια, μέλιες, ελιές, ευκάλυπτοι, κουτσουπιές, ακακίες, τεύκρια και σχίνα) προτείνεται να διατηρηθούν στη θέση τους και άλλα να μεταφυτευθούν. Ως προς τη μεταφύτευση η ΣΜΠΕ (σελ. 4-282) θέτει κριτήρια επιλογής (μέγεθος, ταχύτητα ανάπτυξης, ποιότητα, ευχέρεια μεταφύτευσης, αντοχή που υπολογίζεται βάσει ειδικοτέρων και σταθμισμένων παραμέτρων – ηλικία, περίμετρος κορμού, ριζικό σύστημα, προερχόμενα από φυτώρια ή αυτοφυή, αειθαλή ή φυλλοβόλα κ.λπ.), αναφέρεται δε ονομαστικώς στα κατάλληλα προς μεταφύτευση φυτά που υπάρχουν στο χώρο αναφοράς, στην κατάλληλη χρονική περίοδο και τις συνθήκες μεταφύτευσης, στην προετοιμασία και περιποίηση των φυτών πριν και μετά τη μεταφύτευση κ.λπ. (σελ. 4/282-285).
- Επειδή, εν προκειμένω από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την από 1.3.2013 αίτηση της πρώτης παρεμβαίνουσας εταιρείας «….» προς το Δασαρχείο …(Α.Π. ../1.3.2013) ζητήθηκε η έκδοση πράξης χαρακτηρισμού περιοχής του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά και, ειδικότερα, του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού, προσκομίσθηκαν δε το από 19.2.2013 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου – τοπογράφου …. και αποτύπωση της έκτασης σε χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Περαιτέρω, η ως άνω παρεμβαίνουσα υπέβαλε στο εν λόγω Δασαρχείο νέες αιτήσεις για την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού του πρώην Αεροδρομίου, καθώς και του παράκτιου μετώπου Αγίου Κοσμά, με συνημμένα έγγραφα τα οποία είχαν ως σκοπό την απόδειξη ότι όλη η ανωτέρω έκταση έχει μη δασικό χαρακτήρα. Ακολούθησε μακρά αλληλογραφία του Δασαρχείου … με διάφορες υπηρεσίες προκειμένου να αποσαφηνισθεί το πολεοδομικό καθεστώς της περιοχής, από την αλληλογραφία δε αυτή προέκυψε (βλ. …22.11.2013 έγγραφο Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας), μεταξύ άλλων, ότι η έκταση του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού βρίσκεται εκτός του ισχύοντος Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου τόσο του Δήμου Ελληνικού, όπως ισχύει, όσο και του Δήμου .. . Ακολούθως, η έρευνα επεκτάθηκε και στο ζήτημα της νέας διάταξης του εδαφίου γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014, με την οποία στον κατάλογο των εξαιρουμένων από τη δασική νομοθεσία εκτάσεων προστέθηκαν οι “τεχνητές δασικές φυτείες που δημιουργούνται από τους ιδιοκτήτες τους” σε εκτάσεις των αναφερομένων στη διάταξη αυτή κατηγοριών. Για τον λόγο αυτό, με το …/2.12.2016 έγγραφο του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ζητήθηκε η έκδοση γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, μεταξύ άλλων, ως προς την έννοια της διάταξης αυτής, εκδόθηκε δε, προς τούτο, η 337/2016 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την οποία ερμηνεύθηκε η ανωτέρω διάταξη και κρίθηκε ως σύμφωνη με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Στη συνέχεια και μετά την αποδοχή της 337/2016 γνωμοδότησης του ΝΣΚ από τον Αναπληρωτή ΥΠΕΝ, οι δύο πρώτες παρεμβαίνουσες εταιρείες με τις ../10.9.2017 και ../9.9.2017 αιτήσεις τους προς τον Δασάρχη … ζήτησαν εκ νέου από αυτόν να επιληφθεί του εκκρεμούς αιτήματος για την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού. Στο πλαίσιο αυτό, είχαν ήδη διενεργηθεί αυτοψίες στην επίμαχη έκταση στις 30.3.2016, 26.5.2016 και 9.6.2016, συντάχθηκαν δε σχετικώς αφενός η Δ.Υ…./11.5.2017 έκθεση αυτοψίας του δασολόγου Π.Α. και του δασοπόνου Κ.Λ., υπαλλήλων του Δασαρχείου …, και αφετέρου η Δ.Υ./11.5.2017 εισήγηση του πρώτου, στην οποία εμπεριέχεται η ως άνω έκθεση αυτοψίας, συνοδευόμενη από φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών και ορθοφωτοχαρτών ετών 1929 έως 2009. Κατά τις διενεργηθείσες αυτοψίες ελήφθη υπόψη, μεταξύ άλλων, το από Ιανουαρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού…. που είχε προσκομισθεί εν τω μεταξύ από την παρεμβαίνουσα εταιρεία …, όπως αυτό θεωρήθηκε από το Δασαρχείο, και στο οποίο απεικονίζεται όλη η επίδικη έκταση, που περιγράφεται με στοιχεία: α) Περιοχή Α: 1, 2, 3, 4, …., 317, 318, 319, 1 (5.249.873,49 τ.μ.), β) Περιοχή Β: Ε’1, 75, 73΄, 54΄΄, Ε1, Ε2, Ε3, …, Ε165΄, Ε166΄, Ε167΄, Ε1΄(426.011,22 τ.μ.) και γ) Περιοχή Γ: Ε64΄, Ε64, Ε65, Ε66, …, Ε196, Ε197, Ε198, Ε64΄(529.792,60 τ.μ.), συνολικού εμβαδού 6.205.677,31 τ.μ. Περαιτέρω, στην περιεχόμενη στην εισήγηση έκθεση αυτοψίας αναφέρεται ότι: Το μεγαλύτερο μέρος της εξεταζόμενης έκτασης, η Περιοχή Α, αποτελεί τον χώρο του πρώην Αερολιμένα Αθηνών. Στα νότια της έκτασης υπάρχουν οι εγκαταστάσεις της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας. Στα ανατολικά της έκτασης περιλαμβάνεται και τμήμα της …. Στην Περιοχή Β υπάρχουν οι εγκαταστάσεις του Εθνικού Αθλητικού Κέντρου Νεότητας Αγίου Κοσμά και στην Περιοχή Γ η Μαρίνα Αγίου Κοσμά. Η συνολική έκταση συνορεύει: Βόρεια με το πολεοδομικό συγκρότημα του Δήμου …, νότια με το πολεοδομικό συγκρότημα του Δήμου .., ανατολικά με το πολεοδομικό συγκρότημα του Δήμου .. και δυτικά με τη θάλασσα. Η έκταση εν γένει έχει ήπιο ανάγλυφο με επίπεδες κυρίως επιφάνειες. Το υψόμετρο κυμαίνεται από 0-60 μ. και οι κλίσεις από 0-12%. Το έδαφος, όπου δεν έχει καλυφθεί από αδρανή υλικά και εγκαταστάσεις, είναι γαιώδες – ημιβραχώδες. Στις ανωτέρω εκτάσεις υπάρχουν πλήθος εγκαταστάσεων (αεροδρόμιο, αθλητικές εγκαταστάσεις, δρόμοι, κτίσματα, μαρίνα κ.α.) και εκτάσεις αδόμητες. Εντός των Περιοχών Α, Β και Γ υπάρχουν και τα επιμέρους τμήματα με στοιχεία 1 έως 15. Οι Περιοχές Α, Β και Γ, όπως και τα Τμήματα 1 έως 15, αποτυπώνονται στο απόσπασμα Φ… αριθ. ..1 και … κλίμακας 1:5.000. Εντός των ανωτέρω τμημάτων 1 έως 15 φύονται διάφορα δένδρα και φυτά, τα οποία, κατά την έκθεση, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης, αποτελούν ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοικοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Ακολούθως, στην έκθεση αυτοψίας περιγράφεται αναλυτικά ο χαρακτήρας των τμημάτων 1 έως 15 ως εξής: Τμήμα 1 με εμβαδόν 1.006,49 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, κλίση 0 – 5%, συνορεύει βόρεια με θάλασσα, νότια με εγκαταστάσεις, ανατολικά με εγκαταστάσεις και δυτικά με θάλασσα και εντός αυτής φύονται αρμυρίκια. Τμήμα 2 με εμβαδόν 27.412,81 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει ανατολικά με τη .., βόρεια με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις, δυτικά με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και νότια με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται πεύκα, κυπαρίσσια, ελιές – αγριελιές και κατά θέσεις καλλωπιστικοί θάμνοι. Τμήμα 3 με εμβαδόν 10.731,64 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει ανατολικά με την …, βόρεια με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις, δυτικά με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και νότια με αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται ομήλικα πεύκα, αρμυρίκια και ευκάλυπτοι σε γραμμική φύτευση στους υπάρχοντες διαδρόμους. Τμήμα 4 με εμβαδόν 42.293,51 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει ανατολικά με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις, βόρεια με αδόμητες εκτάσεις, δυτικά με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και νότια με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται πεύκα, αρμυρίκια, κυπαρίσσια, ελιές και ευκάλυπτοι. Τμήμα 5 με εμβαδόν 3.346,32 τ.μ. Η έκτασή του, που έχει τη μορφή επιμήκους παρτεριού, έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει από όλες τις πλευρές με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται πεύκα, ακακίες, αγριελιές, ευκάλυπτοι και κατά θέσεις καλλωπιστικοί θάμνοι. Τμήμα 6 με εμβαδόν 11.996,05 τ.μ. Η έκτασή του, που έχει τη μορφή επιμήκους παρτεριού, έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει από όλες τις πλευρές με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται πεύκα, ακακίες, αγριελιές και ευκάλυπτοι και κατά θέσεις καλλωπιστικοί θάμνοι. Τμήμα 7 με εμβαδόν 2.242,45 τ.μ. Η έκτασή του, που έχει τη μορφή επιμήκους παρτεριού, έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει από όλες τις πλευρές με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται πεύκα, ακακίες, αγριελιές και ευκάλυπτοι. Τμήμα 8 με εμβαδόν 36.918,11 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, ενώ στα νότια και δυτικά υπάρχει μαντρότοιχος. Συνορεύει ανατολικά με εγκαταστάσεις και πέραν αυτών με διάδρομο αεροδρομίου, βόρεια με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις, δυτικά με τη … και νότια με οικοδομικό ιστό και εντός αυτής φύονται πεύκα, ομήλικοι ευκάλυπτοι περιμετρικά, αλλά και κατά μήκος του εντός της έκτασης μικρού ρέματος αγριελιές, αρμυρίκια, κουτσουπιές και κυπαρίσσια, ως ανώροφος, και σχίνα, πουρνάρια και σπάρτα ως υπώροφος, καθώς και καλλωπιστικοί θάμνοι κατά θέσεις. Εντός της έκτασης υπάρχει και ανθρωπογενής κατασκευή (αρχαίο τείχος), καθώς και μονοπάτι – δρόμος. Τμήμα 9 με εμβαδόν 14.174,50 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, κλίση 5 – 12%, συνορεύει με δομημένες και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται ευκάλυπτοι και πεύκα. Η έκταση αποτελεί τμήμα μικρού λοφίσκου, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται μικρό κτίσμα (παρατηρητήριο). Τμήμα 10 με εμβαδόν 4.754,50 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, κλίση 0 – 12%, συνορεύει με δομημένες και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται ευκάλυπτοι και πεύκα. Τμήμα 11 με εμβαδόν 4.062,50 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, κλίση 0 – 5%, συνορεύει με δρόμο στα νότια και αδόμητες εκτάσεις στις άλλες διευθύνσεις και εντός αυτής φύονται κυπαρίσσια σε φυτευτικό σύνδεσμο και πεύκα ομήλικα. Τμήμα 12 με εμβαδόν 1.256,50 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει από όλες τις πλευρές με δρόμους και εντός αυτής φύονται πεύκα ομήλικα σε φυτευτικό σύνδεσμο. Τμήμα 13 με εμβαδόν 4.295,00 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει δυτικά με εγκαταστάσεις και από τις υπόλοιπες πλευρές με δρόμους και εντός αυτής φύονται πεύκα και αρμυρίκια, καθώς και ομήλικοι ευκάλυπτοι, οι οποίοι οριοθετούν τον χώρο. Τμήμα 14 με εμβαδόν 3.306,00 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει ανατολικά με τη .., βόρεια με δρόμο, δυτικά με αδόμητες εκτάσεις και νότια με αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται ομήλικα πεύκα, ομήλικοι ευκάλυπτοι και κυπαρίσσια. Εντός της έκτασης υπάρχουν και ανθρώπινες εγκαταστάσεις (εγκαταλελειμμένα και σχεδόν κατεστραμμένα τολ και λυόμενο κτίσμα, θέση αναψυχής με κατεστραμμένο στέγαστρο). Τμήμα 15 με εμβαδόν 5.241,50 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει ανατολικά, δυτικά και νότια με δομημένες και αδόμητες εκτάσεις και βόρεια με δρόμο. Εντός αυτής φύονται πεύκα, ομήλικοι ευκάλυπτοι και μία χαρουπιά. Εντός της έκτασης υπάρχουν και ανθρώπινες εγκαταστάσεις (εγκαταλελειμμένα και σχεδόν κατεστραμμένα δύο τολ και κτίσμα). Περαιτέρω, στην ως άνω έκθεση αυτοψίας αναφέρεται ότι στην υπόλοιπη έκταση, που αφορά το σύνολο των Περιοχών Α, Β και Γ, αφαιρουμένων των Τμημάτων 1 έως 15 καθώς και των εκτάσεων που καλύπτονται από ανθρώπινες κατασκευές, φύονται πεύκα, ευκάλυπτοι, αρμυρίκια, κυπαρίσσια, ακακίες, χαρουπιές, ιτιές, κουτσουπιές, πουρνάρια, σχίνα, σπάρτα, ελιές – αγριελιές και καλλωπιστικά δένδρα και θάμνοι κ.ά., τα περισσότερα εκ των οποίων φαίνονται να είναι φυτεμένα διάσπαρτα ή σε μικρές ομάδες, χωρίς όμως να δημιουργείται δασογενές περιβάλλον λόγω της σύνθεσης και της πυκνότητας τους, κατά το π.δ. 32/2016 (“Ορισμός επιστημονικών κριτηρίων και συνεκτιμώμενων στοιχείων για την υπαγωγή εκτάσεων στις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 3 του Ν. 998/1979”, Α΄46), ενώ παρατηρούνται και εκτάσεις καλυπτόμενες από αγρωστώδη βλάστηση. Εξάλλου, στη μνημονευόμενη εισήγηση ενσωματώνεται και έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών και ορθοφωτοχαρτών, η οποία περιέχει τη διαπίστωση ότι η επίδικη έκταση στο σύνολό της το χρονικό διάστημα 1929 έως 1939 στα βόρεια ήταν αγροτική και χέρσα και στα νότια πεδινή χορτολιβαδική με ανεπτυγμένο σε τμήμα της τον οικοδομικό ιστό εντός αυτής. Στο παραθαλάσσιο τμήμα της, δυτικά της …., στα δυτικά καλυπτόταν από την θάλασσα κατά το μεγαλύτερο τμήμα της, ενώ το υπόλοιπο τμήμα είχε μορφή χέρσα στα βόρεια και πεδινή χορτολιβαδική στα νότια. Μεταγενέστερα, από το έτος 1945 και εξής, στα βόρεια της έκτασης κατασκευάστηκε αεροδρόμιο με πλήθος ανθρωπογενών επεμβάσεων, φυτεύτηκαν σταδιακά διάφορες εκτάσεις με δασική δενδρώδη βλάστηση, ενώ στο παραθαλάσσιο τμήμα της, δυτικά της …, στα δυτικά και βόρεια διαμορφώθηκαν σταδιακά λιμενικές και αθλητικές εγκαταστάσεις, φυτεύτηκαν διάφορες εκτάσεις με δασική δενδρώδη βλάστηση, το δε υπόλοιπο τμήμα στα βόρεια διατήρησε χέρσα μορφή με πλήθος ανθρωπογενών επεμβάσεων και στα νότια χέρσα – πεδινή χορτολιβαδική μορφή με διαμορφώσεις – λιμενικές εγκαταστάσεις και πλήθος ανθρωπογενών επεμβάσεων. Στις ανωτέρω εκτάσεις υπάρχει και μεγάλος αριθμός δασικών δένδρων και θάμνων (πεύκα, ευκάλυπτοι, αγριελιές, αρμυρίκια, χαρουπιές, ακακίες, σχίνα, πουρνάρια και σπάρτα κ.ά.), τα οποία όμως λόγω της θέσης και της πυκνότητάς τους στα τμήματα 1 έως 15 δημιουργούν ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές), ενώ, αντίθετα, στην υπόλοιπη έκταση των περιοχών Α, Β και Γ δεν δημιουργούν τα στοιχεία αυτά. Κατόπιν τούτων και κατ’ αποδοχή της ανωτέρω εισηγήσεως, εκδόθηκε η …../11.5.2017 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη …, με την οποία η έκταση, συνολικού εμβαδού 6.205.677,31 τ.μ., όπως αυτή απεικονίζεται στο συμπληρωμένο και θεωρημένο από το Δασαρχείο από Ιανουαρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του ανωτέρω Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού, χαρακτηρίσθηκε ως εξής: Ι) Έκταση που αποτελείται από: α) την περιοχή Α: 1, 2, 3, 4,…, 317, 318, 319, 1 (εξαιρουμένων των Τμημάτων 8-15), συνολικού εμβαδού 5.175.864,88 τ.μ., β) την περιοχή Β: Ε΄1, 75, 73΄, 54΄΄, Ε1, Ε2, Ε3,…, Ε165΄, Ε166΄, Ε167΄, Ε΄1 (εξαιρουμένων των τμημάτων 1-3), συνολικού εμβαδού 386.860,28 τ.μ., και γ) την περιοχή Γ: Ε64΄, Ε64, Ε65, Ε66, …, Ε196, Ε197, Ε198, Ε64΄ (εξαιρουμένων των τμημάτων 4-7), συνολικού εμβαδού 469.914,27 τ.μ., δηλαδή έκταση συνολικού εμβαδού 6.205.677,31 τ.μ., εξαιρουμένων των τμημάτων 1 έως 15 συνολικού εμβαδού 173.037,88 τ.μ., ήτοι τελικά έκταση 6.032.639,43 τ.μ., χαρακτηρίστηκε ως μη δασικού χαρακτήρα, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/79 όπως ισχύει, μη υπαγόμενη στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, με την αιτιολογία ότι τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού αυτού είναι η μορφή της έκτασης, η μορφή που είχε τα έτη 1929-2016, η μορφολογία εδάφους, ο τρόπος διαχείρισης και τα υποβληθέντα με την αίτηση στοιχεία, όπως όλα τα ανωτέρω εκτιμήθηκαν με την προαναφερόμενη εισήγηση, ήτοι η έλλειψη ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος (δασοβιοκοινότητας) και ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος (δασογενούς) στις εν λόγω περιοχές. ΙΙ) Οι εκτάσεις που αποτελούν τα τμήματα 1-15, πλην του Τμήματος 8, συνολικού εμβαδού 136.119,77 τ.μ., χαρακτηρίστηκαν ως μη δασικού χαρακτήρα, βάσει και της προαναφερόμενης 337/2016 γνωμοδότησης του ΝΣΚ, σχετικής, κατά τα προαναφερόμενα, με την εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία ορισμένης κατηγορίας δασικών φυτειών. Όπως, ειδικότερα, αναφέρεται στην πράξη χαρακτηρισμού, τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού αυτού είναι η μορφή της έκτασης, η μορφή που είχε τα έτη 1929-2016, η μορφολογία εδάφους, ο τρόπος διαχείρισης και τα υποβληθέντα με την αίτηση στοιχεία. Βάσει δε των ανωτέρω, κατά την εισήγηση, οι ανωτέρω εκτάσεις φέρουν, μεν, δασική βλάστηση, που προήλθε, όμως, με τεχνητό τρόπο διαχρονικά από το 1929 με φυτεύσεις εκ μέρους του ιδιοκτήτη “εξ ελευθεριότητος” σε εκτάσεις της μορφής των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 5 ή των περιπτώσεων α΄ ή β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως οι εν λόγω διατάξεις ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014. ΙΙΙ) Το τμήμα 8, εμβαδού 36.918,11 τ.μ., χαρακτηρίστηκε ως δασική έκταση, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3208/2003, υπαγόμενη στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, εμπίπτουσα στην παρ. 1 περίπτωση ε΄ του άρθρου 4 και στην παρ. 2 περ. β΄, γ΄ και ζ΄ του ιδίου άρθρου του ν. 998/1979. Όπως δε αναφέρεται στην πράξη χαρακτηρισμού, τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού αυτού είναι η μορφή της έκτασης, η μορφή που είχε τα έτη 1929-2016, η μορφολογία εδάφους, ο τρόπος διαχείρισης και τα υποβληθέντα με την αίτηση στοιχεία, τα οποία σύμφωνα με την σχετική εισήγηση έχουν ως εξής: Κατά τη περίοδο 1937 – 1939 κατά το μεγαλύτερο τμήμα είναι πεδινή χορτολιβαδική, ενώ διακρίνεται και αραιή θαμνώδης βλάστηση και αραιή διάσπαρτη ή σε γραμμική φύτευση δενδρώδης, όμως στη συνέχεια μέσω της φυσικής επιλογής είχε διαχρονικά (1945 – 2016) βλάστηση που, λόγω της θέσης και της πυκνότητάς της, δημιούργησε ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές), ενώ η πύκνωσή της με φυτεύσεις, ασχέτως αν αυτές έγιναν κατόπιν σχετικής υποχρέωσης ή εξ ελευθεριότητος, δεν άλλαξε τον εν γένει χαρακτήρα της έκτασης. Κατά της πράξης χαρακτηρισμού άσκησαν αντιρρήσεις: 1) από κοινού οι παρεμβαίνουσες εταιρείες «….» και «ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.» (../19.05.2017), 2) 65 φυσικά πρόσωπα, κάτοικοι όμορων περιοχών, μεταξύ των οποίων οι τρεις πρώτοι αιτούντες ( .4/14.07.2017), και 3) ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής (Α../18.07.2017). Ειδικότερα, οι εταιρείες «…» και «ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.» άσκησαν αντιρρήσεις κατά της πράξης χαρακτηρισμού, καθ’ ο μέρος το τμήμα 8 χαρακτηρίστηκε ως δασική έκταση. Εξάλλου, τα 65 φυσικά πρόσωπα άσκησαν αντιρρήσεις ζητώντας την ακύρωση και τροποποίηση της ανωτέρω πράξης χαρακτηρισμού στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μέρος που αφορά το Τμήμα 8, δεδομένου ότι θεωρούν εσφαλμένο τον χαρακτηρισμό του ως “δασικής έκτασης”, ενώ πρόκειται, κατά τους ίδιους, για “δάσος”. Με την προσβληθείσα ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, απόφαση 6/2017 της Τεχνικής Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων (ΤΕΕΑ) απορρίφθηκαν ως εκπρόθεσμες οι αντιρρήσεις του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, ενώ οι λοιπές ../19.5.2017 και …/14.7.2017 αντιρρήσεις εξετάσθηκαν κατ’ ουσία. Ειδικότερα, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς των ενδιαφερομένων κατά τη συζήτηση των αντιρρήσεων, τη διενεργηθείσα από την ίδια στις 14.9.2017 αυτοψία, τα στοιχεία του φακέλου και τα συμπληρωματικά στοιχεία που κατατέθηκαν ενώπιόν της από τους ενδιαφερόμενους, τη φωτοερμηνεία των σχετικών αεροφωτογραφιών των ετών 1929 (μονοσκοπική), 1937, 1939, 1945, 1962, 1969, 1978, 1987 και 1997, καθώς και τις σχετικές εισηγήσεις, απέρριψε ομόφωνα τις αντιρρήσεις των 65 κατοίκων, ενώ δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, τις αντιρρήσεις των παρεμβαινουσών για το τμήμα 8, το οποίο χαρακτήρισε ως μη δασικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της διάταξης της περ. γ’ της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014, και μη υπαγόμενο στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, για τα τμήματα 1-15, πλην του τμήματος 8, η Επιτροπή, υιοθετώντας το περιεχόμενο της πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη …, έκρινε ότι οι εκτάσεις δεν έχουν πράγματι δασικό χαρακτήρα κατά την έννοια των διατάξεων της παρ. 6γ του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει. Περαιτέρω, για το τμήμα 8, οι αντιρρήσεις των «…» και «ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.», οι οποίες είχαν υποστηρίξει ότι ούτε το τμήμα αυτό είχε δασικό χαρακτήρα, έγιναν, κατά πλειοψηφία, δεκτές. Κρίθηκε, ειδικότερα, ότι υπέρ του χαρακτηρισμού και του τμήματος αυτού ως μη δασικού συνηγορούν η μορφή της έκτασης, η μορφή που είχε τα έτη 1929 – 2016, η μορφολογία του εδάφους, ο τρόπος διαχείρισης και τα υποβληθέντα με τις αντιρρήσεις στοιχεία, τα οποία έχουν ως εξής: Στην παραπάνω έκταση, που βρίσκεται μεταξύ των κτιρίων και του μαντρότοιχου της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (πρώην .., που λειτούργησε από το έτος 1932 έως το έτος 1958) εγκαταστάθηκαν τμηματικά και συντηρήθηκαν τεχνητές φυτεύσεις δασικής βλάστησης για καλλωπιστικούς λόγους, συντρέχει δηλαδή η προϋπόθεση της “εξ ελευθεριότητος φύτευσης” εκ μέρους του ιδιοκτήτη σε εκτάσεις της μορφής των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, κατά την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού, όπως ισχύει. Από το έτος 2001 και μέχρι σήμερα η ανωτέρω έκταση δεν έχει, κατά τα γενόμενα δεκτά, συντηρηθεί, με αποτέλεσμα να έχει καλυφθεί μέσω της φυσικής επιλογής και από φυσική βλάστηση, καθώς και από νεκρά κλαδιά δένδρων και απορρίμματα. Η ως άνω έκταση συνορεύει προς βορρά με τεχνητές φυτεύσεις δασικής βλάστησης που έχουν χαρακτηρισθεί με την πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη .. ως περιοχές μη εμπίπτουσες στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, προς νότο με μαντρότοιχο και πέραν αυτού με την παραλιακή λεωφόρο, προς ανατολάς με μαντρότοιχο και πέραν αυτού με σχέδιο πόλεως και προς δυσμάς με μη δασική έκταση.
- Επειδή, κατά την διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 998/1979, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος υποχρέωση κήρυξης ως αναδασωτέας δασικής έκτασης που έχει καταστραφεί, δεν αφορά εκτάσεις οι οποίες, μέχρι τις 11.6.1975, είχαν χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό, κατά τρόπο που να καθιστά αδύνατη την ανατροπή της δημιουργηθείσης καταστάσεως. Η διάταξη, όμως, αυτή, κατά το μέρος που εξαιρεί από την υποχρέωση αναδάσωσης εκτάσεις, οι οποίες είχαν, μεν, χρησιμοποιηθεί πριν από την 11.6.1975, αλλά παρανόμως, έχει κριθεί παγίως ότι αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 2126, 1316/2000, 2619/1982). Αν, αντιθέτως, το δάσος ή οι δασικές εκτάσεις είχαν απολέσει τη δασική τους μορφή όχι κατόπιν αυθαίρετης και παράνομης ανθρώπινης ενέργειας, αλλά για κάποια νόμιμη αιτία, τότε, πράγματι, δεν ήταν δυνατή η ανατροπή της νομίμως δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως και, με αυτή την έννοια, η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 είχε κριθεί ότι δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου εκτάσεις, οι οποίες νομίμως έχουν απολέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν από την 11η Ιουνίου 1975 με βάση διοικητικές πράξεις, είχε παγίως κριθεί ότι δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, με πράξη του Δασάρχη, ως δάση ή δασικές εκτάσεις (ΣτΕ 1726/2019 σκ. 5, 175/2012 σκ. 5, 2517/2009 σκ. 8, 1285/2009 7μ. σκ. 6, 3149/2006 7μ. σκ. 4, 2763/2006 7μ. σκ. 9 -βλ. όμως και σκ. 10-, 1953/2003 σκ. 3, 2257/2002 7μ. σκ. 6, 1573/2002 7μ. σκ. 7, πρβλ. ΣτΕ 156/2019 σκ. 6), ούτε να κηρυχθούν αναδασωτέες λόγω των επεμβάσεων αυτών (ΣτΕ 175/2012 σκ. 5, 1285/2009 7μ. σκ. 6, 3149/2006 7μ. σκ. 4, 1953/2003 σκ. 3), προδήλως διότι είχαν αποβάλει, όχι μόνο τη δασική τους μορφή, γεγονός που όχι απλώς δεν αποκλείει αλλά συνιστά προϋπόθεση της κήρυξής τους ως αναδασωτέων, αλλά και το δασικό τους χαρακτήρα. Είχε, περαιτέρω, κριθεί ότι ο κανόνας της ανωτέρω εξαίρεσης από την υποχρέωση αναδάσωσης λόγω απώλειας του δασικού χαρακτήρα, εφαρμοζόταν ανεξάρτητα από το μέγεθος της έκτασης και τη φύση των επ’ αυτής επεμβάσεων ή από τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων (ΣτΕ 1285/2009 7μ. σκ. 6). Τον εν λόγω πάγιο νομολογιακό κανόνα απέδωσε, στη συνέχεια και, πάντως, πριν από την έκδοση της επίμαχης, εν προκειμένω, πράξης χαρακτηρισμού και, πολύ περισσότερο, της επί των κατ’ αυτής αντιρρήσεων προσβαλλόμενης απόφασης, το άρθρο 154 παρ. 1 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94). Με τη διάταξη αυτή προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 3 του ν. 998/1979, ως εξής: «Εκτάσεις που έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν τις 11.6.1975 λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη, η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεν χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 και δεν κηρύσσονται αναδασωτέες…» [βλ., πάντως, και μεταγενέστερη αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής με το άρθρο 48 παρ. 1β΄ του ν. 4685/2020 (Α΄ 92), με την οποία προστέθηκε – ως επιπλέον προϋπόθεση αποσύνδεσης των εκτάσεων από τη δασική νομοθεσία – η φράση “εφόσον διατηρούν τη χρήση που τους αποδόθηκε”]. Αντίστοιχη διάταξη, εξάλλου, είχε περιληφθεί και στο άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 3889/2010 (Α΄ 182), όπως το άρθρο αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 4164/2013 (Α΄ 156) και η παράγραφος αυτή είχε συμπληρωθεί με το άρθρο 28 παρ. 41 του ως άνω ν. 4280/2014.
- Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι εκτάσεις που συγκροτούν τον ΜΠΕΑ, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αποτελούσε το χώρο λειτουργίας του αεροδρομίου του Ελληνικού με τις συναφείς εγκαταστάσεις της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας και τις λοιπές σχετικές υποδομές και κτίρια, είχαν αποτελέσει σε χρόνο προγενέστερο της 11.6.1975 αντικείμενο σωρείας διοικητικών πράξεων, στην πλειοψηφία τους αποφάσεων αναγκαστικής απαλλοτρίωσης επιμέρους εκτάσεων για το σκοπό της λειτουργίας του εν λόγω αεροδρομίου [από 7.9.1937 β.δ/μα (Α’ 360), Π.Υ.Σ. 25/25.1.1943, Π.Υ.Σ. 195/20.12.1943 (ΦΕΚ 1/1944), Π.Υ.Σ. 532/2.6.1948, από 17.3.1950 β.δ/μα (ΦΕΚ 82), Π.Υ.Σ. 136/15.2.1950, Π.Υ.Σ. 621/7.6.1952, από 22.7.1952 β.δ/μα, κ.υ.α. Α17077/28.8.1956, από 7.10.1958 β.δ/μα (ΦΕΚ 175), από 18.2.1959 β.δ/μα (ΦΕΚ 50), από 26.7.1959 β.δ/μα (Α΄ 178), Π.Υ.Σ. 78/5.5.1960, Π.Υ.Σ. 130/13.9.1961, κ.υ.α. 9824/7193/5.11.1962, κ.υ.α. Δ391/408/27.1.1965, κ.υ.α. Δ11255/ 7844/ 25.11.1965, κ.υ.α. Δ3609/3092/22.2.1968 και κ.υ.α. Δ2930/3349/6.6.1972] (βλ. από 15.10.1997 τοπογραφικό διάγραμμα -Γ.Υ.Σ., κλίμακας 1:5000 – των μηχανικών Γ…. και …). Ειδικώς, εξάλλου, καθ’ όσον αφορά το ως άνω τμήμα 8 της έκτασης, το οποίο είχε χαρακτηρισθεί ως δασικό με την …/11.5.2017 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη … προτού ο χαρακτηρισμός αυτός ανατραπεί με την προσβαλλόμενη ./2.10.2017 απόφαση της Τεχνικής Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων, αυτό περιλαμβάνεται σε ευρύτερη έκταση 97 στρεμμάτων που απαλλοτριώθηκε με το από 26.7.1959 β.δ. «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως εκτάσεως συνολικού εμβαδού 97 στρεμμάτων περίπου ιδιοκτησίας του …» (Α΄ 178), στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «Κηρύσσομεν αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα διά δημοσίαν ωφέλειαν, ήτοι διά τας ανάγκας του αερολιμένος Ελληνικού, έκτασιν συνολικού εμβαδού 97 περίπου στρεμμάτων μετά των επ’ αυτής κτιρίων, φυτείας και λοιπών εγκαταστάσεων, φερομένης ως ιδιοκτησίας του Κολλεγίου Θηλέων Ελληνικού, ως αύτη ειδικώτερον εικονίζεται εις το σχετικόν από 11.5.59 διάγραμμα του Νομομηχανικού … … Η ως άνω απαλλοτρίωσις, ήτις κηρύσσεται κατεπείγουσα, γίνεται υπέρ και δαπάναις του Δημοσίου». Τέλος, με την 10560/22.7.1955 απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων «Περί κατατάξεως Αερολιμένων» (Β΄ 151) “λογίσθηκε” ως ιδρυθείς, μεταξύ άλλων, ο «Κεντρικός Αερολιμήν Αθηνών», ο οποίος λειτουργούσε ήδη στο Ελληνικό. Ενόψει τούτων, όσες από τις χαρακτηρισθείσες εκτάσεις ενέπιπταν στο πεδίο αναφοράς των ως άνω διοικητικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένης της αφορώσης σε όλη την έκταση του αεροδρομίου υπουργικής απόφασης του έτους 1955, είχαν αποβάλει τον τυχόν δασικό τους χαρακτήρα σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο του 1975, ακόμη και αν ορισμένες από αυτές εξακολούθησαν, ενδεχομένως, να καλύπτονται, κατά τόπους, από δασικά φυτά, των οποίων δεν ήταν, βεβαίως, υποχρεωτική η εκχέρσωση αλλά θα μπορούσαν νομίμως να απομακρυνθούν ανά πάσα στιγμή, αν “οι ανάγκες” του αεροδρομίου το καθιστούσαν επιβεβλημένο. Καθόσον, εξάλλου, αφορά ειδικώς την απαλλοτρίωση του τμήματος 8, που συμπεριέλαβε και την υπάρχουσα έκτοτε σ’ αυτό φυτεία, ουδεμία ένδειξη υφίσταται στο φάκελο ότι η απαλλοτριωτική πράξη επέβαλλε τη διατήρηση της απαλλοτριωθείσης φυτείας ως τέτοιας, προεξοφλώντας, μάλιστα, ότι αυτή θα ήταν συμβατή με τη λειτουργία του αεροδρομίου ή ότι η διατήρησή της θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του, για την ικανοποίηση, άλλωστε, των οποίων, και μόνον, κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση. Δεν υπήρχε, κατά συνέπεια, έδαφος χαρακτηρισμού των ως άνω εκτάσεων ως δασικών, αφού αυτές, και υπό την εκδοχή ότι απέκτησαν σε κάποιο χρονικό σημείο δασικό χαρακτήρα, είχαν, πάντως, μεταβάλει, κατά τα ανωτέρω, το χαρακτήρα αυτό και είχαν αφιερωθεί σε άλλο προορισμό. Εφόσον, επομένως, ζητήθηκε από τις παρεμβαίνουσες ο χαρακτηρισμός των ως άνω εκτάσεων, νομίμως τα δασικά όργανα, αν και με διαφορετική αιτιολογία, τις χαρακτήρισαν, εν τέλει, ως μη δασικές. Πέραν, όμως, αυτού, η αποσύνδεση των εκτάσεων που συγκροτούν τον Μητροπολιτικό Πόλο από τη δασική νομοθεσία, στην οποία, ενδεχομένως υπήγοντο όσες από αυτές δεν είχαν, τυχόν, αποτελέσει αντικείμενο των προαναφερομένων διοικητικών πράξεων, εκδοθεισών προ της 11.6.1975, έχει ήδη ολοκληρωθεί με την έκδοση του, κατά τι μεταγενέστερου της προσβαλλόμενης πράξης, από 28.2.2018 πρ. δ/τος (ΑΑΠ 35), με το οποίο εγκρίθηκε το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά, είχε δε δρομολογηθεί σε πολύ προγενέστερο χρόνο. Πράγματι, του εν λόγω πρ. δ/τος είχαν προηγηθεί το Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας – Αττικής (ν. 4277/2014, Α΄ 156), το οποίο προέβλεψε τόσο τον Μ.Π.Ε.Α. ως σημαντικό κέντρο, μεταξύ άλλων, περιβαλλοντικής ανάπτυξης όσο και το, εντός αυτού, Μητροπολιτικό Πάρκο, καθώς και ο ν. 4062/2012, βασικό στοιχείο του οποίου υπήρξαν οι προβλέψεις ως προς το Πάρκο αυτό, τέλος δε η οικεία Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων με τις λεπτομερείς σχεδιαστικές ρυθμίσεις ως προς το Πάρκο (βλ. ανωτέρω, δέκατη τρίτη σκέψη). Η μεταβολή, επομένως, του δασικού χαρακτήρα όσων τμημάτων του Μ.Π.Ε.Α., τυχόν, τον διατηρούσαν παρά την αφιέρωση του μεγαλύτερου τμήματός του στη χρήση κρατικού αεροδρομίου ήδη προ της ισχύος του Συντάγματος του 1975, αλλά και την κατασκευή ολυμπιακών εγκαταστάσεων σε μεταγενέστερο χρόνο βάσει του προϊσχύσαντος Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας [ν. 1515/1985 (Α΄ 18), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ν. 2730/1999 (Α΄ 130) ενόψει της τελέσεως των Ολυμπιακών Αγώνων], μεταγενεστέρως, έχει αποτελέσει σαφή ρυθμιστική επιλογή ενός, τουλάχιστον, νομοθετήματος που επιχείρησε χωροταξικό σχεδιασμό, ο οποίος, με τα χαρακτηριστικά που εκτίθενται στη δέκατη τρίτη σκέψη, ενσωματώνει την συνταγματική επιταγή της προστασίας του περιβάλλοντος και εναρμονίζεται με το Σύνταγμα (βλ. ΣτΕ 1761/2019 Ολομ., 1305/2019 Ολομ.), προβλέποντας τη δημιουργία Πάρκου υπερδεκαπλάσιας επιφάνειας από το σύνολο των αμφισβητηθέντων τμημάτων 1- 15 με οργανωμένη μεταφύτευση των υπαρχόντων στα τμήματα αυτά δασικών φυτών. Ο σχεδιασμός αυτός, εξάλλου, δεν συνιστά μη νόμιμη ευθεία πολεοδόμηση, η οποία, εφόσον καταλαμβάνει εκτάσεις δασικού χαρακτήρα μπορεί μόνον, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, να τις διατηρεί ως δασικούς θύλακες. Πράγματι, οι επίμαχες εκτάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους, ευρίσκονται εκτός ισχύοντος ρυμοτομικού σχεδίου, δεν καταλαμβάνονται δε, κατά τα προαναφερόμενα, ούτε από Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, και δεν αποτελούσαν, βεβαίως, πολεοδομημένες εκτάσεις κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του Κρατικού Αερολιμένα, δεν πολεοδομήθηκαν ούτε από το ν. 4062/2012 ούτε από το Νέο Ρυθμιστικό Αθήνας Αττικής (ν. 4277/2014), ενόψει των οποίων εκπονήθηκε η προεκτιθέμενη, λεπτομερής ως προς το Πάρκο, ΣΜΠΕ, περαιτέρω δε, δεν πολεοδομήθηκαν ούτε με το μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης πράξης Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (από 28.2.2018 πρ. δ/μα). Το τελευταίο, έχοντας χωροταξικό και όχι πολεοδομικό χαρακτήρα, προέβλεψε, μεν, την έγκριση πολεοδομικών μελετών ως προς τις καθοριζόμενες από το ίδιο “ζώνες πολεοδόμησης”, αυτές, όμως, δεν μπορούν παρά να υλοποιούν τη χωρική ταυτότητα του ακινήτου, όπως αυτή διαμορφώθηκε από το, χωροταξικού περιεχομένου, ΣΟΑ, και δεν θα προβούν οι ίδιες σε μεταβολή, μέσω απευθείας πολεοδόμησης, του προορισμού όσων από τις επιμέρους εκτάσεις του Πόλου είχαν, τυχόν, δασικό χαρακτήρα. Έτσι, η μεταβολή του δασικού χαρακτήρα όσων, τυχόν, εκτάσεων διέθεταν το χαρακτήρα αυτό, είναι απότοκος του προηγηθέντος των πολεοδομικών μελετών χωροταξικού σχεδιασμού, ο οποίος ολοκληρώθηκε, μεν, με το μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης πράξης από 28.2.2018 πρ. δ/μα, είχε, όμως, ήδη αποκρυσταλλωθεί σε σημαντικό βαθμό πριν από την έκδοσή της. Υπό τα δεδομένα αυτά, και πέραν της αλλαγής προορισμού της έκτασης σε χρόνο προγενέστερο της 11.6.1975, δεν υπήρχε, και για έναν επιπλέον λόγο, έδαφος χαρακτηρισμού των ως άνω εκτάσεων ως δασικών, αφού και όσες από τις εκτάσεις εντός του Πόλου έφεραν δασικό χαρακτήρα, αυτές, πάντως, έχουν αποβάλει το χαρακτήρα αυτό με νομοθετήματα χωροταξικού σχεδιασμού, τα οποία, σε συμφωνία με το Σύνταγμα, μετάβαλαν τον, τυχόν, δασικό προορισμό τους με ταυτόχρονη έγκριση και επιβολή των ανάλογων περιβαλλοντικών αντισταθμισμάτων, και, ιδίως την πρόβλεψη του προπεριγραφομένου Μητροπολιτικού Πάρκου. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Όλγας Ζύγουρα, Θεοδ. Αραβάνη, Βικτ. Πλαπούτα, Ιφ. Αργυράκη, Βασ. Ανδρουλάκη και Φρ. Γιαννακού, από τις ως άνω διοικητικές πράξεις και νόμους δεν προκύπτει ότι επηρεάσθηκε, αμέσως ή εμμέσως, πριν ή μετά το Σύνταγμα του 1975, ο δασικός χαρακτήρας του επίμαχου τεμαχίου .. Ειδικότερα, με την απαλλοτρίωση του έτους 1959 μετέστη απλώς η κυριότητα του ακινήτου του Κολλεγίου Ελληνικού στο Δημόσιο “για τις ανάγκες” του ιδρυθέντος το 1955 αερολιμένος του Ελληνικού, η δε μνεία στην πράξη αυτή των κτιρίων, φυτειών και λοιπών εγκαταστάσεων διευκρινίζει, εκ περισσού (ΣΕ 2413/2009 7μ. σκ. 5 κ.ά.), ότι με το έδαφος του ακινήτου μεταβιβάζονται και τα κατ’ άρθρο 954 ΑΚ συστατικά του, μεταξύ των οποίων και οι φυτείες (βλ. άρθ. 4 β.δ. 29.4.1953 περί Κώδ. Απαλλ., 3 ν.δ. 797/1971, 4 ν. 2882/2001). Εξ άλλου, ως “ανάγκες” του αερολιμένα κατά την ίδια πράξη νοούνται προδήλως όχι μόνο οι αεροδιάδρομοι, αλλά και οι ελεύθεροι χώροι αυτού, φυτεμένοι ή μη. Εν όψει τούτων, η πράξη απαλλοτριώσεως ουδόλως μετέβαλε τον χαρακτήρα του επίμαχου τεμαχίου, το οποίο διατηρήθηκε ως φυτεία εντός του χώρου του αεροδρομίου, αδιαφόρως της χρησιμότητάς του (ως ηχοπετάσματος, προς καλλωπισμό, προς οπτική απομόνωση κλπ). Μετά το Σύνταγμα του 1975 η εν λόγω φυτεία υπήχθη στην προστασία των άρθρων 24 και 117 αυτού, και των διατάξεων του εκτελεστικού ν. 998/1979. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές (α) δασικές εκτάσεις απαγορεύεται κατ’ αρχήν να ενταχθούν σε σχέδιο πόλεως, αν ενταχθούν δε κατ’ εξαίρεση διατηρούνται υποχρεωτικά ως δασικοί θύλακες και χαρακτηρίζονται ως κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου (πάρκα ή άλση) (ΣΕ 88/2016, 281/1990, 1163/1991, 1525/2020 7μ. κ.ά.), (β) οι εντός πόλεων και οικισμών κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου αποτελούν υποκατάστατο φυσικού περιβάλλοντος (ΣΕ 787/2016, 2242/1994 7μ.), εξομοιώνονται λόγω της σημασίας των προς δασικές εκτάσεις και απαγορεύεται η αλλαγή προορισμού τους (άρθ. 3 παρ. 4 (5), 49 παρ. 1 (ήδη άρθρα 58-59) ν. 998/1979, ΣΕ 974/2005, 1162/2011, 2559/2017, 1118/1993), (γ) για τις επιτρεπόμενες κατά νόμο επεμβάσεις σε δασικές εκτάσεις (εκτός σχεδίου) απαιτείται έγκριση επεμβάσεως δασικού οργάνου, η οποία ανέκαθεν απαιτούσε “μελέτη επιπτώσεων επί του περιβάλλοντος και αντιμετωπίσεως τούτων” ως προς μείζονος σημασίας και εκτάσεως επεμβάσεις, (ή γνωμοδότηση αυτού και ΑΕΠΟ, κατά τα ήδη εκτεθέντα, σκ. 9 επ.), κατόπιν πράξεως χαρακτηρισμού της εκτάσεως [βλ. άρθ. 45 παρ. 4 εδ. β΄ ν. 998/1979, προστεθέν με το άρθ. 5 παρ. 1 του ν. 4467/2017 (Α΄ 56/13.4.2017) και αφορών όλες τις επεμβάσεις του έκτου κεφαλαίου του ν. 998/1979], (δ) επεμβάσεις σε πάρκα και άλση εντός σχεδίων πόλεων επιτρέπονται όλως κατ’ εξαίρεση, υπό τις προϋποθέσεις του άρθ. 49 παρ. 1 του ν. 998/1979 (ήδη άρθρα 58 και 59 αυτού, άρθρο 36 του ν. 4280/2014), κατόπιν πάντως χαρακτηρισμού της εκτάσεως (προαναφ. άρθ. 45 παρ. 4 εδ. β΄ ν. 998/1979, όπως ισχύει), και (ε) ο χαρακτηρισμός εκτάσεως ως δάσους ή δασικής ή μη (άρθ. 14 του ν. 998/1979) γίνεται αποκλειστικά με πράξη του δασάρχη, υποκείμενη σε ενδικοφανή διαδικασία ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών, και έχει ως αντικείμενο την έγκυρη διαπίστωση αν η έκταση, εν όψει της βλαστήσεως και των χαρακτηριστικών της, αποτελεί δάσος ή δασικό οικοσύστημα, την έννοια των οποίων δίδει το ίδιο το Σύνταγμα (βλ. ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 24). Τέλος, ο χαρακτήρας της επίμαχης εκτάσεως δεν επηρεάσθηκε από την έκδοση των ν. 4062/2012 και 4277/2014 (ΡΣΑ), ούτε από τις διατάξεις του, μεταγενέστερου της προσβαλλομένης, από 28.2-1.3.2018 π.δ/τος περί ιδρύσεως του Μ.Π.Ε.Α. Ειδικότερα, οι διατάξεις του τελευταίου δ/τος, πέραν του Μητροπολιτικού Πάρκου, εκτάσεως 2.000 στρ., προβλέπουν επιπλέον κοινόχρηστους χώρους πρασίνου κλπ εκτάσεως τουλάχιστον 1.600 στρ. (άρθ. 2 παρ. 2 γ-δ) εντός των πολεοδομικών ενοτήτων που πρόκειται να δημιουργηθούν κατά την εφαρμογή του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης με την έκδοση των οικείων πολεοδομικών μελετών (άρθρα 3 ν. 4062/2012, 3 π.δ. 28.2-1.3.2018), εντός των οποίων πρέπει να ενταχθούν, υποχρεωτικώς κατά τα προεκτεθέντα, ως κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, οι υφιστάμενες εντός του Μ.Π.Ε.Α. δασικές εκτάσεις, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο τεμάχιο 8, οι οποίες δεν συμψηφίζονται με την έκταση του Πάρκου, αλλά προστίθενται σ’ αυτήν. Εν όψει τούτων παρέλκει η έρευνα των στόχων του Μητροπολιτικού Πόλου καθώς και της διαρρύθμισης του Μητροπολιτικού Πάρκου διότι η επίμαχη έκταση κείται εκτός του Πάρκου.
- Επειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 32 και επ. του ως άνω ν. 4280/2014 (Α΄ 159) επήλθαν εκτεταμένες τροποποιήσεις στις διατάξεις του ν. 998/1979 (βλ. μνημονευόμενο στις προηγούμενες σκέψεις άρθρο 36). Μεταξύ αυτών, με το άρθρο 32 παρ. 4 καταργήθηκε η παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ίσχυε, και αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 έως 6 του άρθρου αυτού ως εξής: «3. Ως δάση και δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται, αντιστοίχως από δάση και δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων και οι άβατοι κλιτύες αυτών. Οι εκτάσεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, έστω και αν περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις. 4. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση, το περιαστικό πράσινο, οι κηρυγμένες δασωτέες ή αναδασωτέες εκτάσεις… 5. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου πλην των περιπτώσεων των άρθρων 17, 22, 63, 64 και 65 του παρόντος νόμου … υπάγονται και οι εκτάσεις των επόμενων περιπτώσεων α΄ και β΄ του παρόντος, που δεν έχουν αναγνωριστεί ως ιδιωτικές με έναν από τους τρόπους του άρθρου 10 του ν. 3208/2003: α) Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική, ποώδη ή άλλη αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση που δεν συνιστά δασοβιοκοινότητα. β) Οι βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις των ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών. γ) Οι εκτάσεις των περιπτώσεων 5α και 5β του παρόντος δεν κηρύσσονται αναδασωτέες, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του παρόντος νόμου, δύνανται όμως να κηρυχθούν δασωτέες, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 37… δ) … 6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε στις διατάξεις του παρόντος νόμου: α) Οι ανέκαθεν γεωργικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις. β) Οι εκτάσεις που έχουν τη μορφή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του παρόντος, που στη λήψη Α/Φ έτους 1945 ή, εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς, του 1960, εμφάνιζαν αγροτική μορφή. γ) Οι τεχνητές δασικές φυτείες που δημιουργούνται από τους ιδιοκτήτες τους, ως και οι από αυτούς φυτεύσεις δένδρων, επί εκτάσεων που έχουν τη μορφή των ανωτέρω περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 5 ή των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου 6, είτε σε εφαρμογή εθνικών ή κοινοτικών προγραμμάτων είτε όχι, με σκοπό την παραγωγή και εμπορία δασικών προϊόντων ή την αναβάθμιση της αισθητικής του τοπίου. δ) …».
- Επειδή, κατά της ως άνω 6/2017 αποφάσεως της Τεχνικής Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων (ΤΕΕΑ) ασκήθηκε η αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων. Επιληφθέν της αιτήσεως, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, με την 156/2020 απόφασή του, δέχθηκε ότι, ενόψει των όσων εκτέθηκαν και ανεξαρτήτως αν σε όλα τα επίμαχα τμήματα (1 έως 15) έχουν, πράγματι, δημιουργηθεί τεχνητές φυτεύσεις με σκοπό την αναβάθμιση της αισθητικής του τοπίου (βλ. εκθέσεις αυτοψίας και φωτοερμηνείας, στις οποίες δεν προσδιορίζονται το είδος, η θέση, η πυκνότητα και το εμβαδόν των ως άνω φυτεύσεων στο καθένα από αυτά για τον συγκεκριμένο σκοπό), τα εν λόγω τμήματα έχουν τη μορφή πεδινών χορτολιβαδικών – ημιβραχωδών εκτάσεων, μη κειμένων επί ανωμάλων εδαφών, φέρουν δε δασική βλάστηση, η οποία προήλθε είτε με φυσικό είτε και με τεχνητό τρόπο διαχρονικά από το έτος 1929. Τα τμήματα αυτά χαρακτηρίσθηκαν με την προσβληθείσα με την αίτηση πράξη της ΤΕΕΑ ως μη δασικά και, ειδικότερα, ως υπαγόμενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την ανωτέρω τροποποίηση με τον ν. 4280/2014. Ενόψει τούτων, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά έκρινε ότι πρέπει να αναβληθεί η οριστική κρίση στην κρινόμενη υπόθεση και να τεθούν στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικά ερωτήματα, των οποίων τεκμηρίωσε τη σημασία αναφερόμενο σε σχετικά ερωτήματα δημάρχων εκτός Αττικής στον αρμόδιο υπουργό, αναρτήσεις σε γνωστές ηλεκτρονικές σελίδες ενημέρωσης επί δασικών και περιβαλλοντικών θεμάτων, και στη σημασία των συγκεκριμένων εκτάσεων στις οποίες αφορά η προκείμενη υπόθεση για τεράστιο αριθμό ανθρώπων στο σύνολο του λεκανοπεδίου Αττικής. Τα ερωτήματα αυτά είναι τα εξής: «1. Αν, καταρχάς, είναι συνταγματικώς ανεκτή η εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία όλων ανεξαιρέτως των “τεχνητών δασικών φυτειών” και των τεχνητών “φυτεύσεων δένδρων” με σκοπό “την αναβάθμιση της αισθητικής του τοπίου”, ανεξαρτήτως της μορφής των εκτάσεων, στις οποίες αυτές έχουν δημιουργηθεί, κατά την έννοια της διάταξης της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014. 2. Σε περίπτωση καταφατικής, εν όλω ή εν μέρει, απάντησης στο 1ο ερώτημα, αρκεί, περαιτέρω, για την εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία μόνη η ελεύθερη βούληση του ιδιοκτήτη να προβεί στις επίμαχες τεχνητές φυτεύσεις, ενόψει του ότι δεν έχουν τεθεί από τον νομοθέτη συγκεκριμένα κριτήρια, βάσει των οποίων δύναται να αποδειχθεί ότι οι τεχνητές φυτεύσεις αποσκοπούν, πράγματι, στην “αναβάθμιση της αισθητικής του τοπίου”. 3. Αν, ειδικότερα, είναι συνταγματικώς ανεκτή η εξαίρεση από τη δασική προστασία των τεχνητών δασικών φυτειών και των τεχνητών φυτεύσεων δένδρων για τον ως άνω σκοπό επί εκτάσεων πεδινών ημιβραχωδών – χορτολιβαδικών, μη κειμένων επί ανωμάλων εδαφών, οι οποίες (εκτάσεις) δεν προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία, κατά τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 6 και των περιπτώσεων α΄ και β΄ (εξ αντιδιαστολής) της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014, καθώς και της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. 32/2016. Σε καταφατική δε περίπτωση, αν, ακολούθως, είναι συνταγματικώς ανεκτό να εξαιρεθούν από τη δασική νομοθεσία οι εν λόγω εκτάσεις, εφόσον παράλληλα με την τεχνητή φύτευση των δασικών φυτειών ή των δένδρων υφίστατο σ’ αυτές αυτοφυής δασική βλάστηση, ώστε όλες οι βλαστήσεις (φυσικές και τεχνητές) να αποτελούν από κοινού ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές)».
- Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η επίλυση των ζητημάτων που αποτελούν το αντικείμενο του υποβληθέντος, ορθώς και σύμφωνα με το νόμο, προδικαστικού ερωτήματος, θα ήταν πράγματι αναγκαία, προκειμένου να διαγνωσθεί η βασιμότητα του προβαλλομένου λόγου ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 περ. γ΄ της του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014, στην οποία στηρίχθηκε η πράξη χαρακτηρισμού και η προσβαλλόμενη απόφαση της ΤΕΕΑ, αντίκειται στο Σύνταγμα. Ο λόγος ακυρώσεως, όμως, αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι η μη υπαγωγή στη δασική νομοθεσία της όλης εκτάσεως που χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική με τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 με την προσβαλλόμενη ./2.10.2017 απόφαση της Τεχνικής Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων, παρίσταται ως ευθεία απόρροια της εφαρμογής των νομικών κανόνων που εκτίθενται στις προηγούμενες σκέψεις (απώλεια δασικού χαρακτήρα λόγω διοικητικών πράξεων εκδοθεισών προ της 11.6.1975 και, περαιτέρω, λόγω υπαγωγής της έκτασης σε χωροταξικό σχεδιασμό που ενσωματώνει, επαρκώς κατά το Σύνταγμα -βλ. ΣτΕ 1761/2019 Ολομ., 1305/2019 Ολομ. -, την παράμετρο της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και επιβάλλει τα κατάλληλα περιβαλλοντικά αντισταθμίσματα). Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απόσχει από την επίλυση του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος. Περαιτέρω, όμως, και για λόγους οικονομίας της δίκης, κρίνει ότι πρέπει να προβεί στην περαιτέρω εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 1443/2020 Ολομ. σκ. 9, 1307/2019 Ολομ. σκ. 22). Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Όλ. Ζύγουρα, Θεοδ. Αραβάνη, Βικτ. Πλαπούτα, Ιφ. Αργυράκη, Βασ. Ανδρουλάκη και Φρ. Γιαννακού, ο λόγος ακυρώσεως προβάλλεται λυσιτελώς διότι, κατά τα εκτεθέντα (βλ. μειοψηφία στη σκέψη 16), το ζήτημα του χαρακτηρισμού της επίμαχης εκτάσεως ως δασικής ή μη δεν επιλύθηκε (πριν ή μετά το Σύνταγμα του 1975), δύναται δε να επιλυθεί κατά συνταγματικώς έγκυρο τρόπο μόνο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 του ν. 998/1979, με τα κριτήρια που προβλέπει ο νόμος και το Σύνταγμα. Το ζήτημα τούτο είναι αυτοτελές και αποτελεί πρόκριμα τόσο για την ένταξη της επίμαχης εκτάσεως ως χώρου πρασίνου ή ως οικοδομήσιμου χώρου κατά την πολεοδομική διαρρύθμιση των προς πολεοδόμηση εκτάσεων του Μ.Π.Ε.Α., όσο και για την επιχείρηση έργων στην έκταση αυτή είτε είναι εντός είτε εκτός σχεδίου πόλεως (άρθ. 45 παρ. 4 εδ. β ν. 998/1979). Από την άποψη δε αυτή δεν είναι κρίσιμο το γεγονός ότι η περιοχή έχει υπαχθεί σε «χωροταξικό σχεδιασμό», διότι μια έκταση χάνει τον δασικό της χαρακτήρα μόνο με την ένταξή της σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ή πολεοδομική μελέτη, όχι δε σε πράξεις χωροταξικού σχεδιασμού (βλ. ΣΕ 2720/2013 σκ. 7 κ.ά.). Δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι, λόγω καθυστέρησης εκδίκασης της υποθέσεως, έχουν τυχόν εκδοθεί εν τω μεταξύ άλλες διοικητικές πράξεις που λαμβάνουν ως δεδομένο τον μη δασικό χαρακτήρα της επίμαχης εκτάσεως (γνωμοδοτήσεις δασικών οργάνων, πράξεις πολεοδομικού χαρακτήρα κλπ). Και τούτο διότι, υπό την εκδοχή ακυρώσεως της προσβαλλομένης κατ’ αποδοχή του προβαλλόμενου λόγου και επικυρώσεως της πράξεως χαρακτηρισμού, οι εν λόγω μεταγενέστερες πράξεις, καθ’ ο μέρος αφορούν το εν λόγω τεμάχιο, θα καταστούν ακυρωτέες (σε περίπτωση προσβολής τους δικαστικώς), ή θα υπόκεινται ενδεχομένως σε ανάκληση (η οποία αποτελεί θεμιτό κατασταλτικό μέτρο προστασίας παρανόμως αποχαρακτηρισθείσας δασικής εκτάσεως) κατόπιν σχετικής αιτήσεως των εχόντων έννομο συμφέρον. Τέλος, η απάντηση στα τεθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι λυσιτελής και για το λόγο ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας της εφαρμοσθείσας διατάξεως (άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014) είναι ως εκ της φύσεώς του γενικότερης και μείζονος σημασίας, τίθεται δε, σύμφωνα με την παραπεμπτική απόφαση, και σε άλλες εκκρεμείς υποθέσεις, και συνεπώς το Δικαστήριο θα έπρεπε να επιλύσει τα παραπεμφθέντα ζητήματα χάριν ταχείας και ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι τόσο η προσβαλλόμενη πράξη όσο και η πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη είναι παράνομες και ακυρωτέες, διότι με την έκδοσή τους διεκόπη η διαδικασία ανάρτησης και κύρωσης του ήδη (από το 2010) θεωρημένου δασικού χάρτη της περιοχής, η διακοπή δε αυτή παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, σχετικά με την υποχρέωση κατάρτισης δασολογίου, των άρθρων 13 και 14 του ν. 3889/2010 και των άρθρων 153 και 155 του ν. 4389/2016, διότι ακολουθήθηκε η διαδικασία έκδοσης της πράξης χαρακτηρισμού αντί της ανάρτησης και της κύρωσης του δασικού χάρτη, ο οποίος μη νομίμως παραλείφθηκε να αναρτηθεί, κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις, τούτο δε συνιστά, επιπλέον, κατάχρηση διαδικασίας. Ανεξαρτήτως, όμως, του γεγονότος ότι, κατά το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν. 4280/2014, η διαδικασία χαρακτηρισμού ορισμένης έκτασης ως δασικού χαρακτήρα ή μη, δεν είναι επιτρεπτό να κινείται μετά την ανάρτηση του δασικού χάρτη προς υποβολή αντιρρήσεων, και όχι μετά την, προηγούμενη της αναρτήσεως, θεώρησή του, όπως αβασίμως προβάλλεται, εν προκειμένω, πάντως, η όλη περιοχή του Μ.Π.Ε.Α. δεν θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα, δυνατόν να υπαχθεί στη δασική νομοθεσία ούτε να αποτυπωθεί στον δασικό χάρτη των άρθρων 13 και επ. του ν. 3889/2010 ως δασική και, επομένως, η κρίση την δασικών αρχών περί του μη δασικού της χαρακτήρα, έστω και με αιτιολογία διαφορετική, κατά τα προαναφερόμενα, από αυτή στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη, είναι, ως προς το διατακτικό της, νόμιμη. Συνεπώς, ο προκείμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην ανάρτηση δασικού χάρτη, η οποία θα απέτρεπε την κίνηση της διαδικασίας χαρακτηρισμού του άρθρου 14 του ν. 998/1979, αποτελεί προϊόν κατάχρησης εξουσίας, είναι επίσης απορριπτέος, διότι η έλλειψη ανηρτημένου δασικού χάρτη στην ευρύτερη περιοχή, η νομιμότητα της οποίας δεν είναι αντικείμενο της παρούσας δίκης, οφειλόταν, πάντως, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. ../22.5.2018 έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής προς το Συμβούλιο της Επικρατείας), σε υπηρεσιακούς λόγους, που συνέτρεχαν, κατά τρόπο γενικευμένο, σε μεγάλο μέρος των περιοχών αρμοδιότητας και του Δασαρχείου …, δεν αποδεικνύεται δε από τους αιτούντες ότι είχε ως σκοπό να καταστήσει επιτρεπτή την κίνηση ειδικώς της επίμαχης διαδικασίας χαρακτηρισμού.
- Επειδή, προβάλλεται ότι η, εν προκειμένω, εφαρμοσθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 περ. γ΄ του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014, η οποία, όπως έχει ερμηνευθεί με την 337/2016 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, προβλέπει την αποσύνδεση από τη δασική νομοθεσία όλων των δασικών φυτειών που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, είναι, κατά τούτο, αντίθετη με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, η δε προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία αναπαράγεται το περιεχόμενο της εν λόγω γνωμοδότησης που μνημονεύεται, άλλωστε, σ΄ αυτήν, είναι μη νόμιμη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, οι επίμαχες εκτάσεις εντός του Μ.Π.Ε.Α. δεν μπορούσαν παρά να χαρακτηρισθούν ως μη υπαγόμενες στη δασική νομοθεσία, τούτο δε και ελλείψει της ως άνω διατάξεως, τη συνταγματικότητα της οποίας αμφισβητούν οι αιτούντες. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Ό. Ζ., Θ. Α, Β. Π., Ι. Α, Β. Α. και Φ. Γ., ο λόγος προβάλλεται λυσιτελώς, κατά τα ήδη εκτεθέντα, και θα έπρεπε να εξετασθεί περαιτέρω.
- Επειδή, τέλος, είναι απορριπτέος ο λόγος, σύμφωνα με τον οποίο τόσο η προσβαλλόμενη απόφαση της ΤΕΕΑ όσο και η πράξη χαρακτηρισμού έχουν εκδοθεί κατά παράβαση των τεχνικών προδιαγραφών έκδοσης της πράξης χαρακτηρισμού, κατά την 118790/7487/22.10.2014 υπουργική απόφαση (Β΄ 3632), ιδίως σε σχέση με το συνοδευτικό τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, απεικονίζει παρωχημένο, προ της κατασκευής του αεροδρομίου, ανάγλυφο εδάφους, χωρίς τα υφιστάμενα κτίρια, τις σχετικές διαμορφώσεις, το σύνολο των χώρων που φέρουν βλάστηση και τις θεσμικές οριογραμμές (εγκεκριμένα ρυμοτομικά ή σχέδια πόλης, απαλλοτριώσεις, πρ. δ/τα χρήσεων γης). Ο λόγος αυτός, πέραν της, κατά τα αμέσως προαναφερόμενα, αλυσιτελείας του, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, δεδομένου ότι οι αιτούντες δεν προβάλλουν συγκεκριμένους ισχυρισμούς ως προς την επίπτωση των, κατά τους ίδιους, πλημμελειών του διαγράμματος στη φύση των εκτάσεων, χαρακτηρισθεισών ως μη δασικών.
- Επειδή, κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της, πρέπει δε να γίνουν δεκτές οι ασκηθείσες παρεμβάσεις.
Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως.
Βασικές σκέψεις – ΣτΕ 667-2021
- Επειδή, με την από 15.12.2017 αίτηση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά οι αιτούντες ζήτησαν την ακύρωση της ./2.10.2017 απόφασης της Τεχνικής Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων Πειραιά της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής (άρθρο 24 ν. 4351/2015, Α΄ 164), με την οποία απορρίφθηκαν οι ../14.7.2017 αντιρρήσεις που είχαν ασκήσει, μεταξύ άλλων, άπαντες οι αιτούντες, έγιναν δεκτές οι …/19.5.2017 αντιρρήσεις των εταιρειών «Τ. ΑΕ» και «….» κατά της …/11.5.2017 πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη …και, κατά τροποποίηση της τελευταίας αυτής πράξης, χαρακτηρίσθηκε τελικώς, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 του ν. 998/1979, ολόκληρη η έκταση που συγκροτεί τον Μητροπολιτικό Πόλο Ελληνικού – Αγίου Κοσμά (ν. 4062/2012, Α΄ 70), ως μη έχουσα δασικό χαρακτήρα.
- Επειδή, με την 156/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αίτηση ακυρώσεως άλλων αιτούντων κατά της προσβαλλόμενης και με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως πράξης, υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα ως προς την έννοια και τη συνταγματικότητα διατάξεων τυπικού νόμου, κρισίμων για τη διάγνωση εκείνης της αιτήσεως ακυρώσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (A΄ 213). Στη συνέχεια, με την 157/2020 απόφαση του ίδιου Διοικητικού Εφετείου, επιληφθέντος και της παρούσης αιτήσεως ακυρώσεως, αφού διαπιστώθηκε ότι με αυτήν προσβάλλεται η ίδια διοικητική πράξη με την αίτηση ακυρώσεως επί της οποίας υποβλήθηκε το ως άνω προδικαστικό ερώτημα και ότι με την παρούσα αίτηση τίθενται τα νομικά ζητήματα που προκάλεσαν την παραπομπή και της άλλης αιτήσεως, παραπέμφθηκε και η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
- Επειδή, νομίμως η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, μετά την έκδοση της από 25.5.2020 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδοθείσης σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. α΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), και την προσήκουσα δημοσίευση της πράξης αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. τέταρτο (μετά την αντικατάσταση της παραγράφου αυτής με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012, Α΄ 51) και παρ. 2 εδ. δεύτερο του ν. 3900/2010.
- Επειδή, στη δίκη έχουν παρέμβει με ξεχωριστά δικόγραφα: α) Η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία “…” και τον διακριτικό τίτλο “…..”, η οποία συνεστήθη με το άρθρο 42 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66) με σκοπό τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της έκτασης και των εγκαταστάσεων του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού και, με το άρθρο 7 του ν. 4062/2012 (Α΄ 70), απέκτησε ανάλογα δικαιώματα και στα άλλα ακίνητα (Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Νεότητας Αγίου Κοσμά και πρώην Ολυμπιακό Κέντρο Ιστιοπλοΐας), που συγκροτούν τον Μητροπολιτικό Πόλο Ελληνικού – Αγίου Κοσμά, β) η ανώνυμη εταιρεία “Τ…..”, η οποία συνεστήθη με το άρθρο 1 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152) και προς την οποία μεταβιβάστηκαν με αποφάσεις της συσταθείσης Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων το δικαίωμα επιφανείας επί των ακινήτων που συγκροτούν τον Μ.Π.Ε.Α., πλην του αιγιαλού και της παραλίας, η κυριότητα των ακινήτων αυτών σε ποσοστό 30% εξ αδιαιρέτου για χρονικό διάστημα 99 ετών [βλ. 225/7.1.2013 (Β΄ 15) και ../24.4.2013 (Β΄ 1020) αποφάσεις της Επιτροπής], καθώς και το σύνολο των μετοχών της ως άνω “…” [βλ. ../6.9.2011 (Β΄ 2061), 2../25.4.2011 (Β΄ 1363), ../28.1.2013 (Β΄ 136) αποφάσεις της Επιτροπής], γ) οι ανώνυμες εταιρείες “….” και “….”, συμβαλλόμενες στην από 14.11.2014 σύμβαση αγοραπωλησίας των μετοχών της ως άνω “…….”, η οποία συνήφθη μεταξύ των ιδίων ως αγοράστριας και εγγυήτριας αντιστοίχως, και του ως άνω Τ…, καθώς και στην τροποποιητική της αρχικής συμβάσεως από 19.7.2016 όμοια σύμβαση. Και οι τρεις παρεμβάσεις ασκούνται με έννομο συμφέρον, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Τ., το οποίο έχει, μεν, μεταβιβάσει, το σύνολο των μετοχών της “….” στην ως άνω “…..” με τις ως άνω συμβάσεις, κυρωθείσες με το άρθρο 1 του ν. 4422/2016 (Α΄ 181), η σχετική αγοραπωλησία, όμως, συνοδεύτηκε από σειρά αναβλητικών αιρέσεων, που δεν έχουν ακόμη πληρωθεί στο σύνολό τους, με συνέπεια η εν λόγω δεύτερη παρεμβαίνουσα, μέτοχος, άλλωστε, της πρώτης, να εξακολουθεί και αυτή να διατηρεί νομικό δεσμό με τις πολεοδομούμενες εκτάσεις.
- Επειδή, με την 666/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι το υποβληθέν με την 156/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς προδικαστικό ερώτημα, πληρούσε τις προϋποθέσεις παραδεκτού που τάσσει το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51). Η παρούσα, υπόθεση, εξάλλου, αφορά σε αίτηση ακυρώσεως φυσικών προσώπων, τα οποία είχαν ασκήσει, από κοινού με ορισμένους εκ των αιτούντων στην ως άνω παραπεμφθείσα υπόθεση, την ίδια ενδικοφανή προσφυγή επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη. Έτσι, αμφότερες οι αιτήσεις ακυρώσεως έχουν ως αντικείμενο την ίδια πράξη, πραγματοπαγούς χαρακτήρα, και συνοδευόμενη από τον ίδιο διοικητικό φάκελο, η νομιμότητα ή μη της οποίας δεν συναρτάται με στοιχεία συνδεόμενα με το πρόσωπο ενός εκάστου των αιτούντων. Υπό τα δεδομένα αυτά, νομίμως το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, το οποίο θα μπορούσε να αναστείλει την πρόοδο της παρούσας δίκης για όσο χρόνο θα διαρκούσε η εκκρεμοδικία επί της άλλης υποθέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3900/2010, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 40 παρ. 2 του ν. 4055/2012), προέβη στην παραπομπή και της υπόθεσης αυτής στο Δικαστήριο, το οποίο, ενόψει τούτων, πρέπει να προχωρήσει στην περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης. Πρέπει, εξάλλου, να εφαρμοσθούν αναλόγως οι διέποντες την εκδίκαση υποθέσεων κατόπιν υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων δικονομικοί κανόνες, οι οποίοι, άλλωστε, έχουν ήδη εφαρμοσθεί κατά την προηγηθείσα προδικασία (βλ. ανωτέρω, σκέψη τέταρτη).
- Επειδή, εξάλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας, επιλαμβανόμενο προδικαστικού ερωτήματος, εφαρμόζει ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του πρ. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) και, κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (ΣτΕ 1443/2020 Ολομ., 1307/2019 Ολομ., 694/2013 Ολομ.). Η παρούσα αίτηση απορρίφθηκε με οριστική διάταξη της 157/2020 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά ως προς τους εκ των αιτούντων …………… και …., κατά το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), λόγω ελλείψεως νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος δικηγόρου. Ενόψει τούτου, η αίτηση ασκείται παραδεκτώς και είναι περαιτέρω εξεταστέα ως προς τους λοιπούς αιτούντες.
- Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της χώρας υπάγονται, ως φυσικά αγαθά και οικοσυστήματα και ανεξαρτήτως της ειδικότερης ονομασίας τους ή της θέσης τους σε σχέση προς τις οικιστικές περιοχές, σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς με σκοπό τη διατήρηση της κατά προορισμό χρήσης τους και τη διαφύλαξη της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις επιβάλλουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει πρόσφορα για το σκοπό αυτό μέσα, τα οποία να καθιερώνουν το κατά την εκάστοτε αντίληψη του νομοθέτη, υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο ως προς τη συμβατότητά της με το άρθρο 24 του Συντάγματος, ενδεδειγμένο σύστημα προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων. Τα δασικά οικοσυστήματα μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να διατεθούν για άλλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με τις αυστηρές προϋποθέσεις που τάσσει σχετικώς η δασική νομοθεσία και εντός των ορίων, την τήρηση των οποίων εγγυάται το άρθρο 24 του Συντάγματος, εφόσον, δηλαδή, ο σκοπός αυτός είναι από εκείνους που είναι επιτρεπτό να ικανοποιούνται με θυσία δασικής γης και, επιπλέον, εφόσον σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται από τα αρμόδια δημόσια όργανα βάσει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και τεκμηριώσεως ότι η θυσία αυτή είναι πράγματι επιβεβλημένη και δεν υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την ικανοποίηση του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο πρόκειται (ΣτΕ 2153/2015 Ολομ. σκ. 12). Εφόσον, μάλιστα, ο λόγος δημοσίου συμφέροντος τίθεται με ιδιαίτερη επιτακτικότητα, κατά την κρίση του νομοθέτη, υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας (βλ. σχετικώς, άρθρο 46 του ν. 998/1979, όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014, Α΄ 159), η δυνατότητα αφιέρωσης δασικού χαρακτήρα εκτάσεων στην ικανοποίηση άλλων σκοπών δημοσίου συμφέροντος παρέχεται, κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, και επί εκτάσεων που έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες, ακόμη και προ της εκπληρώσεως του σκοπού της αναδάσωσης (ΣτΕ 2499/2012 Ολομ.).
- Επειδή, ειδικότερα, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και, μάλιστα, του δασικού κεφαλαίου της Χώρας, συνιστά αυταποδείκτως λόγο δημοσίου συμφέροντος, την ικανοποίηση του οποίου οφείλουν να επιδιώκουν τα κρατικά όργανα. Τα ίδια κρατικά όργανα, εξάλλου, συμπεριλαμβανομένου του νομοθέτη, υποχρεούνται να διασφαλίζουν την, κατά το δυνατόν, απρόσκοπτη απόλαυση ενός αειφόρου φυσικού περιβάλλοντος από όλους, αφού, κατά το αναθεωρημένο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί “και δικαίωμα του καθενός”. Κατά την έννοια, όμως, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος, ορίζοντος ότι “Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον”, η υποχρέωση των κρατικών οργάνων να προστατεύουν το δασικό κεφάλαιο, καθώς και το εύρος του συστοίχου προς αυτήν δημοσίου δικαιώματος “του καθενός”, δεν εξικνείται μέχρι την πλήρη απαγόρευση κατασκευής και εγκατάστασης έργων και δραστηριοτήτων που τείνουν να θίξουν ή θίγουν το δασικό οικοσύστημα. Πράγματι, το μεν δικαίωμα όλων σε ένα αειφόρο φυσικό περιβάλλον είναι και αυτό δεκτικό περιορισμών, όπως, κατά κανόνα, συμβαίνει με τα συνταγματικά δικαιώματα, εφόσον, πάντως, δεν θίγεται ο απαραβίαστος πυρήνας τους, το δε καθήκον προστασίας του δάσους βαρύνει τα κρατικά όργανα παραλλήλως προς άλλες συνταγματικές υποχρεώσεις, τις οποίες ο κοινός νομοθέτης καλείται, κατά την ως άνω συνταγματική διάταξη, να συγκεράσει προβαίνοντας στις αναγκαίες σταθμίσεις. Κατά τη στάθμιση αυτή, εξάλλου, ο κοινός νομοθέτης δεν υποχρεούται, βεβαίως, να εξαντλήσει το συνταγματικό όριο που επιτρέπει, υπό τις ως άνω αυστηρές προϋποθέσεις, και τη μεταβολή ακόμη του ίδιου του προορισμού της έκτασης, αίροντας το δασικό της χαρακτήρα, αλλά δύναται να περιορισθεί στο έλασσον, που συνιστά η πρόσκαιρη μεταβολή της δασικής της μορφής, παροδική ή μακρόχρονη, διατηρώντας τον, καταρχήν, δασικό της χαρακτήρα. Σε εκτέλεση του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 998/1979 (Α΄ 289), ο οποίος κατέστρωσε λεπτομερές σύστημα προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων (βλ., ιδίως, άρθρα 38, 41, 70, 71 κ.ά.), των οποίων οριοθέτησε την έννοια, και, περαιτέρω, εξαίρεσε από το πεδίο εφαρμογής της δασικής νομοθεσίας ορισμένες κατηγορίες εκτάσεων, όπως είναι αυτές που έχουν αφιερωθεί, κατά το νόμο, σε άλλη χρήση (πολεοδομημένες, αγροτικές κ.λπ.) (άρθρα 3 κ.λπ.), καθόρισε δε, προσωρινώς, ελλείψει Δασολογίου, και τη διαδικασία χαρακτηρισμού των εκτάσεων ως δασικών ή μη (άρθρα 10 και 14). Περαιτέρω, με ειδικό του κεφάλαιο ο ίδιος νόμος προέβλεψε σειρά δραστηριοτήτων, οι οποίες, κατ’ εξαίρεση, είναι επιτρεπτό να εγκαθίστανται εντός εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις, βεβαίως, που συνάγονται, κατά τα προαναφερόμενα, από το Σύνταγμα και εξειδικεύει και ο ίδιος ο νόμος (άρθρα 45 και 46 του ν. 998/1979, όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014, και όπως τα άρθρα αυτά έχουν και έκτοτε αλλεπαλλήλως τροποποιηθεί), αλλά και υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που προσήκουν σε καθεμιά από τις δραστηριότητες αυτές κατά τους ορισμούς του εν λόγω τυπικού νόμου. Με τον τρόπο αυτό, ο κοινός νομοθέτης, προβαίνοντας ο ίδιος σε στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος διατήρησης αδιατάρακτου του δασικού οικοσυστήματος και εκείνου που θα επέβαλλε την, κατ’ εξαίρεση, αφιέρωση ορισμένης δασικής έκτασης σε άλλο σκοπό, επέλεξε κανονιστικώς τις δραστηριότητες που θα ήταν, υπό προϋποθέσεις, επιτρεπτό να θίξουν το δασικό οικοσύστημα. Έτσι, με τα άρθρα 45 και επ. του ν. 998/1979, όπως οι διατάξεις του νόμου αυτού τροποποιήθηκαν ιδίως με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159), υποκείμενες, βεβαίως, σε έλεγχο συνταγματικότητας ως προς το ειδικό περιεχόμενο της καθεμιάς (βλ. ΣτΕ 710/2020 Ολομ., ως προς τη συνταγματικότητα του άρθρου 47Β, σχετικού με ορισμένες περιπτώσεις γεωργικής εκμετάλλευσης), ως τέτοιες δραστηριότητες ή έργα ορίζονται, μεταξύ άλλων και πάντοτε υπό προϋποθέσεις, η διάνοιξη οδών (άρθρο 48), οι τουριστικές εγκαταστάσεις (άρθρο 49), οι κατασκηνώσεις (άρθρο 50), οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις (άρθρο 51), τα μεταλλεία και λατομεία (άρθρο 52), ποικίλα έργα υποδομής, όπως αεροδρόμια, φράγματα, υδροηλεκτρικοί σταθμοί, λιμένες, τηλεπικοινωνιακά και ηλεκτρικά δίκτυα, έργα ύδρευσης και επεξεργασίας λυμάτων κλπ. – (άρθρο 53), εγκαταστάσεις πολιτιστικού χαρακτήρα και αρχαιολογικών ανασκαφών (άρθρο 54), στρατιωτικά έργα (άρθρο 55), ορειβατικά καταφύγια (άρθρο 56) κ.λπ.
- Επειδή, οι ως άνω διατάξεις της δασικής νομοθεσίας προέβλεπαν, κατά το αρχικό περιεχόμενό τους, ότι η επέμβαση σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, οι οποίες, κατά γενικό κανόνα, δεν αναιρούν το χαρακτήρα αυτό, μπορούσε να επιχειρηθεί μόνο ύστερα από άδεια της δασικής αρχής, η οποία (βλ. άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 998/1979, υπό το αρχικό του περιεχόμενο), αποτελούσε ξεχωριστή διοικητική πράξη, διακεκριμένη από τις τυχόν άλλες άδειες που απαιτούσε, κατά τα λοιπά, η εν γένει ισχύουσα νομοθεσία. Ξεχωριστή διοικητική πράξη της δασικής αρχής, η οποία να εγκρίνει την επιχειρούμενη επέμβαση σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις στις προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις που η επέμβαση είναι καταρχήν επιτρεπτή, εξακολουθεί να απαιτείται και μετά την τροποποίηση των ως άνω διατάξεων του ν. 998/1979 με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014, τούτο, όμως, μόνο για την εγκατάσταση έργων και δραστηριοτήτων, για τις οποίες δεν απαιτείται περιβαλλοντική αδειοδότηση, δηλαδή για έργα ή δραστηριότητες ήσσονος σημασίας με μικρό, κατά τεκμήριο, περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Πράγματι, οι τροποποιημένες διατάξεις του ν. 998/1979, σε αντίθεση με τις αρχικές, προβλέπουν ότι η έγκριση επέμβασης σε έκταση δασικού χαρακτήρα για την εκτέλεση έργου ή δραστηριότητας υπαγόμενης σε διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, δηλαδή απειλητικότερης για το περιβάλλον, δεν αποτελεί πλέον διακεκριμένη διοικητική πράξη της δασικής αρχής, αλλά (άρθρο 45 παρ. 4 και 5 του ν. 998/1979, όπως αυτό έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014) έχει το χαρακτήρα γνωμοδότησης και ενσωματώνεται (βλ., ήδη, και άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 4467/2017, Α΄ 56) στην απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ή υπαγωγής σε πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις κατά την πάγια περιβαλλοντική νομοθεσία (ν. 1650/1986, Α΄160, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει). Η τροποποίηση αυτή σηματοδοτεί σοβαρή μεταβολή στις αντιλήψεις του νομοθέτη και εναρμονίζεται τόσο με τη μεταγενέστερη του (αρχικού) ν. 998/1979 λοιπή νομοθεσία, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η εκδοθείσα σε συμμόρφωση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία του περιβάλλοντος, όσο και με το Σύνταγμα. Η έκδοση, ειδικότερα, ιδιαίτερης διοικητικής πράξης, η οποία να επιτρέπει, υπό τους κατάλληλους όρους και προϋποθέσεις, την επέμβαση εντός συγκεκριμένης δασικής εκτάσεως για κάποιον από τους λόγους που προέβλεπε αφηρημένως η δασική νομοθεσία, ήταν αυτονοήτως αναγκαία κατά το χρόνο έκδοσης του ν. 998/1979, κατά τον οποίο ο νομοθέτης δεν είχε οργανώσει σύστημα πλήρους περιβαλλοντικής αδειοδότησης, όταν, δηλαδή, απουσίαζε από την έννομη τάξη σύστημα πρόγνωσης των εν γένει περιβαλλοντικών συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητας εν δυνάμει επιβλαβούς για το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεών του επί εκτάσεων δασικού χαρακτήρα. Η θέσπιση, όμως, της περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων, η οποία κατέστη αναγκαία όχι μόνο για την πραγμάτωση της συνταγματικής επιταγής της προστασίας του περιβάλλοντος, που έχει, άλλωστε, ευρύτερη εμβέλεια και δεν εξαντλείται στα δασικά οικοσυστήματα, αλλά και για τη συμμόρφωση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλύπτει, καταρχήν, τις απαιτήσεις της ιδιαίτερης δασικής αδειοδότησης, που προέβλεπε η δασική νομοθεσία κατά το χρόνο της έκδοσης του ν. 998/1979 υπό το αρχικό του περιεχόμενο. Πράγματι, η καταρτιζόμενη κατά την περιβαλλοντική νομοθεσία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία οφείλει να διαθέτει σφαιρικό και επιστημονικό χαρακτήρα, όχι μόνο δεν υπολείπεται της έγκρισης επέμβασης που προέβλεπε, ως διακριτή διοικητική πράξη, η προϊσχύσασα δασική νομοθεσία, αλλά, τουναντίον, συμβάλλει αποφασιστικά στην εξασφάλιση της αειφορίας του περιβάλλοντος και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι υπόκειται σε διαβούλευση που επιτρέπει την υποβολή προς τη Διοίκηση και αξιολόγηση από αυτήν κάθε περιβαλλοντικής πληροφορίας που εισφέρουν όχι μόνον οι συναρμόδιες διοικητικές αρχές, άρα και η δασική υπηρεσία, αλλά και το ενδιαφερόμενο κοινό. Περαιτέρω, όμως, η περιβαλλοντική αδειοδότηση διασφαλίζει επιπλέον, και μάλιστα μόνον αυτή, τη συμβατότητα του έργου ή της δραστηριότητας που επιχειρείται εντός δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, και με το χωροταξικό σχεδιασμό, τούτο δε ομοίως κατά συνταγματική επιταγή (άρθρο 24 παρ. 2 Συντ.). Πράγματι, κατά τα παγίως κριθέντα (πρβλ. ΣτΕ 1305/2019 Ολομ., 3920/2010 Ολομ., 2489/2006 Ολομ., 3478/2000 Ολομ.), η κατάρτιση και εφαρμογή ολοκληρωμένων χωροταξικών σχεδίων συνιστά βαρυσήμαντη κρατική αποστολή, διότι μόνο μέσω των σχεδίων αυτών μπορούν τα έργα και οι δραστηριότητες που ασκούν πιέσεις στο περιβάλλον και εγκυμονούν κινδύνους για τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων, να οργανώνονται και να εκτελούνται υπό συνθήκες που, κατά το δυνατόν, ελαχιστοποιούν και εξουδετερώνουν τους κινδύνους αυτούς. Έτσι, η προστασία του δασικού οικοσυστήματος, την οποία επιχειρούσε να διασφαλίσει κατά τρόπο, μοιραίως ασυνεχή και αποσπασματικό, η διακριτή έγκριση επέμβασης που εκδιδόταν από τη δασική αρχή, εντάσσεται, κατά τα ήδη ισχύοντα, σε σύστημα ευρύτερου και βαθύτερου περιβαλλοντικού ελέγχου, ο οποίος εκτείνεται και στις επιπτώσεις του έργου ή δραστηριότητας στο περιβάλλον γενικότερα, έχει δε ως αντικείμενο και τη συμβατότητά του με το χωροταξικό σχεδιασμό, ο οποίος σημειωτέον, υπόκειται και αυτός σε προηγούμενη στρατηγική εκτίμηση των επιπτώσεών του [βλ. οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 197) και 107017/28.8.2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β΄ 1225)]. Είναι, εξάλλου, αυτονόητο ότι οι επεμβάσεις στο δασικό περιβάλλον που επιτρέπουν οι ως άνω διατάξεις του ν. 998/1979, της εφαρμογής των οποίων έχει κατ’ επανάληψη επιληφθεί το Δικαστήριο χωρίς να τεθεί, εκ προοιμίου και κατά τρόπο αφηρημένο, ζήτημα αντισυνταγματικότητας (πρβλ. ΣτΕ 2153/2015 Ολομ., 2499/2012 Ολομ., 2640/2009 Ολομ. σκ. 23, 2753/1994 Ολομ., σκ. 9, 2778/1988 Ολομ. κ.ά., βλ., όμως, και προμν. ΣτΕ 710/2020 Ολομ. που αφορούσε σε αυθαίρετες επεμβάσεις), δεν είναι οι μόνες, κατά το Σύνταγμα, νοητές, αφού, άλλωστε, και αυτές έχουν διαμορφωθεί κατόπιν αλλεπαλλήλων τροποποιήσεων του (αρχικού) ν. 998/1979 με μεταγενέστερους νόμους. Πράγματι, και με άλλες διατάξεις της κοινής νομοθεσίας είναι, καταρχήν, δυνατόν να επιτρέπονται παρόμοιες επεμβάσεις, είτε οι διατάξεις αυτές εξαντλούν την παρεχόμενη από το Σύνταγμα ευχέρεια (βλ. προηγούμενη σκέψη) μεταβολής του προορισμού μιας δασικής έκτασης, δηλαδή άρσης του δασικού της χαρακτήρα, είτε αρκούνται στην πρόβλεψη εγκαταστάσεων ή έργων που θίγουν, μεν, τη δασική της μορφή, χωρίς, όμως, να αίρουν το δασικό της χαρακτήρα. Οι διατάξεις, εξάλλου, αυτές μπορούν να έχουν είτε οριζόντιο χαρακτήρα, να αναφέρονται, δηλαδή, στο σύνολο της Χώρας (βλ. άρθρο 7 του ως άνω ν. 3468/2006 – Α΄ 129-, ως προς τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κ.λπ.) (βλ. προμν. ΣτΕ 2499/2012 Ολομ.), είτε να εντάσσονται σε νομοθέτημα χωροταξικού σχεδιασμού ορισμένης περιοχής ή να συνδέονται με αυτόν (βλ. άρθρο 18 παρ. 4 περ. α΄, παραρτ. VII παρ. 3 του ν. 4277/2014 “Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας Αττικής -Α΄ 156 – και συναφές άρθρο 42 του ίδιου νόμου, σχετικά με το γήπεδο της ΑΕΚ εντός του Πάρκου Νέας Φιλαδέλφειας, ΣτΕ 2153/2015 Ολομ.). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, βεβαίως, οι εν λόγω διατάξεις υπόκεινται σε έλεγχο της συνταγματικότητάς τους. Ειδικώς, επί νόμων που συνεπάγονται την άρση του δασικού χαρακτήρα ορισμένης έκτασης στο πλαίσιο της εφαρμογής χωροταξικού σχεδίου, δηλαδή ουσιώδους όρου για την, κατά το άρθρο 106 παρ. 1 Συντ., βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, η συνταγματικότητα του επιχειρούντος αυτό το σχεδιασμό νόμου συναρτάται προεχόντως με τη διασφάλιση της αειφορίας του περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 1 Συντ.), η οποία μπορεί να επιτυγχάνεται με τη λήψη πρόσφορων, από περιβαλλοντική άποψη, μέτρων για την αναπλήρωση της δασικής βλάστησης, την αναβάθμιση του πρασίνου, την επωφελή διάταξή του κατά τα πορίσματα της επιστήμης, την ανάδειξη και προστασία των λοιπών στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος (επιφανειακών υδάτων, ρεμάτων, ακτών, εδάφους, πανίδας κ.λπ.). Προκειμένου, εξάλλου, να εναρμονίζονται με το Σύνταγμα (άρθρο 24 παρ. 1 και 2) οι περί αλλαγής δασικού χαρακτήρα ορισμένης έκτασης ρυθμίσεις του χωροταξικού σχεδίου, πρέπει αυτές να προβλέπουν τη μεταβολή αυτή κατά τρόπο σαφή και όχι έμμεσο, και, οπωσδήποτε, κατά τρόπο που να ενσωματώνει αδιαμφισβητήτως την περιβαλλοντική παράμετρο, υπεραναπληρώνοντας τη θυσία δασικού πλούτου με άλλα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα με τρόπο ομοίως σαφή και αδιαμφισβήτητο. Η, κατά τα αμέσως προαναφερόμενα, τέλος, μεταβολή του δασικού χαρακτήρα ορισμένης έκτασης, η οποία είναι εξαιρετική (“Απαγορεύεται η μεταβολή του χαρακτήρα … εκτός αν προέχει…”, βλ. άρθρο 24 παρ. 1 εδ. τελ. Συντ.) και μπορεί να επιχειρείται μόνο με φειδώ, δεν επιτρέπεται, πάντως, να επιχειρείται με απευθείας πολεοδόμηση δασικής έκτασης, αυτήν, δηλαδή, που δεν επιχειρείται προς υλοποίηση χωροταξικού σχεδίου, το οποίο πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις (εξαιρετικός χαρακτήρας, σαφήνεια ρυθμίσεων, πρόβλεψη ουσιωδών περιβαλλοντικών αντισταθμισμάτων).
- Επειδή, με το από 28.2.2018 πρ. δ/μα εγκρίθηκε “Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά Περιφέρειας Αττικής” (Α.Α.Π. 35), συνολικής εκτάσεως 6.008.076,24 τ.μ., Σύμφωνα με το άρθρο 1 του εν λόγω διατάγματος, η όλη έκταση απαρτίζεται από τρία επιμέρους ακίνητα: το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού, επιφανείας 5.249.873 τ.μ., το πρώην Ολυμπιακό Κέντρο Ιστιοπλοΐας Αγίου Κοσμά και το Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Νεότητας (ΕΑΚΝ). Τα δύο τελευταία αποτελούν το παράκτιο μέτωπο του Μ.Π.Ε.Α., και, μετά την αφαίρεση των εκτάσεων που καταλαμβάνει ο αιγιαλός και η παραλία (197.600,82 τ.μ.), έχουν συνολική επιφάνεια 758.203 τ.μ. Τα ακίνητα του ΜΠΕΑ, προτού αποκτήσουν την προπεριγραφόμενη χωρική ταυτότητα, είχαν θεωρηθεί από το νομοθέτη κατάλληλα για υπαγωγή σε πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Έτσι, μετά την έκδοση του ν. 3845/2010 (Α΄ 65), στο οποίο προσαρτήθηκε το “Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής” με αναφορά, μεταξύ άλλων, σε πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων για την πώληση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, θεσπίστηκε, ειδικώς ως προς την έκταση του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού, το άρθρο 42 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66). Με την παρ. 1 του άρθρου αυτού συνεστήθη η πρώτη παρεμβαίνουσα “….”, με σκοπό, σύμφωνα με την παρ. 3, τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της έκτασης και των εγκαταστάσεων του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού. Το “Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων” περιελήφθη στο μεταγενέστερο ν. 3985/2011 (Α΄151), με τον οποίο εγκρίθηκε το “Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής”, το δε ακίνητο του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού, το οποίο, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου (κεφ. Β΄, υποκεφ. 1.5), θεωρείται ως το μεγαλύτερο αστικό ακίνητο στην Ευρώπη, εντάχθηκε στο πρόγραμμα αυτό. Αμέσως μετά εκδόθηκε ο ν. 3986/2011 “Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015” (Α΄ 152), με το άρθρο 1 του οποίου συνεστήθη το δεύτερο παρεμβαίνον Ταμείο, δηλαδή, ανώνυμη εταιρεία επιφορτισμένη με την αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. ή δημοσίων επιχειρήσεων των οποίων το κεφάλαιο ανήκει στο Δημόσιο ή σε ν.π.δ.δ. Κατά το σύστημα που καθιερώνει σχετικώς ο ν. 3986/2011 (άρθρο 2), στο Ταμείο μεταβιβάζονται ακίνητα που έχουν περιληφθεί στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του “Μεσοπροθέσμου Προγράμματος” (ΜΠΔΣ, βλ. αμέσως προαναφερόμενο ν. 3985/2011), με αποφάσεις της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (ΔΕΑΑ), το δε Τ. προβαίνει στην αξιοποίησή τους και μεταφέρει το προϊόν της σε ειδικό λογαριασμό, αφιερωμένο στην αποπληρωμή του δημοσίου χρέους. Το ως άνω ακίνητο του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού, έχοντας υπαχθεί, κατά τα ανωτέρω, στο “Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων” του ΜΠΔΣ, μεταβιβάσθηκε πράγματι στο Τ. με αποφάσεις της ως άνω ΔΕΑΑ κατά κυριότητα σε ποσοστό 30% εξ αδιαιρέτου για χρονικό διάστημα 99 ετών, πλην του αιγιαλού και της παραλίας, μεταβιβάσθηκαν δε ακόμη το δικαίωμα επιφανείας του ακινήτου (άρθρα 18 – 26 του ν. 3986/2011), καθώς και το σύνολο των μετοχών της πρώτης παρεμβαίνουσας “….”, η οποία είχε συσταθεί ειδικώς ως προς το ακίνητο του πρώην αεροδρομίου, πριν να εγκριθεί το ΜΠΔΣ και να περιληφθεί το εν λόγω ακίνητο στο προσαρτημένο στο ΜΠΔΣ Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων. Εξάλλου, με το άρθρο 7 παρ. 1α του ν. 4062/2012 (Α΄ 70) ορίσθηκε ότι η χρήση, διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση και των προαναφερομένων ακινήτων του …και του .. περιέρχονται στην πρώτη παρεμβαίνουσα “….”. Με τις λοιπές δε διατάξεις του ίδιου άρθρου 7 ρυθμίσθηκε η συμμετοχή στη σχετική διαδικασία του δευτέρου παρεμβαίνοντος ΤΑΙΠΕΔ, προς το οποίο μεταβιβάσθηκαν και τα ακίνητα αυτά με ορισμένες από τις προαναφερόμενες αποφάσεις της ΔΕΑΑ. Αιτήσεις ακυρώσεως κατά των εν λόγω πράξεων μεταβιβάσεως προς το Τ. απορρίφθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 1902-3/2014 Ολομ., 2184-5/2014 Ολομ.). Ακολούθως, με την από 25.11.2011 απόφαση του Δ.Σ. του Τ., οι μεταβιβασθείσες, κατά τα ανωτέρω, προς το ίδιο μετοχές της “…..” αποφασίσθηκε να πωληθούν με δημόσιο διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό. Κατά τη διεξαχθείσα διαγωνιστική διαδικασία αναδείχθηκε ως Προτιμητέος Επενδυτής η δεύτερη εκ των παρεμβαινουσών με την τρίτη ασκηθείσα παρέμβαση “……”, μετά δε την ολοκλήρωση του προβλεπομένου προσυμβατικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο υπεγράφη η από 14.11.2014 σχετική σύμβαση, τροποποιηθείσα με την από 19.7.2016 όμοια, με αντισυμβαλλομένους του ΤΑΙΠΕΔ, αφενός τη δεύτερη παρεμβαίνουσα με την τρίτη παρέμβαση “…..” και, αφετέρου την ως άνω “…..” ως εγγυήτρια της προηγούμενης. Οι εν λόγω δύο συμβάσεις κυρώθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 4422/2016 (Α΄ 181).
- Επειδή, ενόσω η διαδικασία αποκρατικοποίησης των ως άνω ακινήτων (ένταξη στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του “Μεσοπροθέσμου”, μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ) παρέμενε εκκρεμής, και προτού ολοκληρωθεί η οικεία διαγωνιστική διαδικασία με την ανάδειξη Προτιμητέου Επενδυτή και την υπογραφή των οικείων συμβάσεων, εκδόθηκε ο ως άνω ν. 4062/2012 (Α΄ 70), με τα άρθρα 1 – 8 του οποίου ρυθμίσθηκε η αξιοποίηση του πρώην Αεροδρομίου του Ελληνικού και των λοιπών δύο παρακτίων ακινήτων. Στο άρθρο 1 ορίσθηκε, κατά τρόπο γενικό, ότι η αξιοποίηση των τριών ακινήτων συνιστά σκοπό “εντόνου δημοσίου συμφέροντος”, εκτέθηκε δε η δέσμη επιμέρους ειδικότερων σκοπών στους οποίους αυτή στοχεύει (συμβολή στους εθνικούς δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους, προσέλκυση επενδύσεων και δημιουργία θέσεων εργασίας για την οικονομία της Αττικής και της χώρας, τόνωση επιχειρηματικής καινοτομίας, ανάδειξη της Αθήνας σε πολιτιστική μητρόπολη, διεθνή τουριστικό πόλο και κέντρο ανάπτυξης και επιχειρηματικότητας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και των Βαλκανίων, εφαρμογή πρότυπης αστικής ανασυγκρότησης με απόδοση χώρων πρασίνου και αναψυχής, καθώς και πάσης φύσεως κοινωνικών υποδομών και, τέλος, αξιοποίηση του θαλασσίου μετώπου προς το Σαρωνικό). Για την υλοποίηση αυτών των στόχων προβλέφθηκε στο άρθρο 2 παρ. 1 η συγκρότηση του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά βάσει Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ), για την κατάρτιση του οποίου παρασχέθηκε εξουσιοδότηση στη Διοίκηση. Κατά την παρ. 2 του εξουσιοδοτικού άρθρου 2, με το ΣΟΑ θα προσδιορισθούν τα (ακριβή) όρια της έκτασης του ΜΠΕΑ, οι ζώνες που θα πολεοδομηθούν και εκείνες που θα αναπτυχθούν χωρίς πολεοδόμηση (ζώνες πολεοδόμησης και ζώνες ανάπτυξης αντιστοίχως) και τα όρια και ο χωρικός προορισμός τους, οι χρήσεις γης, οι όροι δόμησης και οι, τυχόν, ειδικοί μορφολογικοί περιορισμοί των κτιρίων και των ακαλύπτων χώρων και, περαιτέρω, θα τεθούν όροι, περιορισμοί και κατευθύνσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, θα καθορισθούν οι οριογραμμές των διαρρεόντων την περιοχή ρεμάτων και θα ορισθεί σύστημα περιβαλλοντικής παρακολούθησης. Με διατάξεις του ίδιου ν. 4062/2012, εξάλλου, ρυθμίζονται οι όροι δόμησης και οι χρήσεις γης των επιμέρους περιοχών και ζωνών του Μητροπολιτικού Πόλου, ενώ ειδικότερες ρυθμίσεις περιέχονται ως προς τη δόμηση και τις χρήσεις ορισμένων τμημάτων του, και, ιδίως, του Μητροπολιτικού Πάρκου Πρασίνου και Αναψυχής, το οποίο θα αναπτυχθεί σε έκταση επιφανείας 2.000 στρ. του πρώην αεροδρομίου (άρθρο 2 παρ. 3 περ. ε΄). Ακολούθησε το Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής (ν. 4277/2014, Α΄156), το οποίο εντάσσει τον Μητροπολιτικό Πόλο Ελληνικού – Αγίου Κοσμά στους πόλους διεθνούς και εθνικής εμβέλειας, με στόχο την ανάδειξη της πρωτεύουσας σε σημαντικό κέντρο οικονομικής, περιβαλλοντικής και καινοτομικής ανάπτυξης και την ενίσχυση της Αθήνας ως τουριστικού προορισμού, επιχειρηματικού κέντρου και χώρου αναψυχής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (βλ. ιδίως άρθρα 11 παρ. 3.1.β΄, 16 παρ. 1 εδ. α΄ και παραρτήματα VI και VII του ν. 4277/2014). Όπως δε έγινε δεκτό στο 29/2018 Πρακτικό Επεξεργασίας της Ολομελείας του Δικαστηρίου επί του σχεδίου του προαναφερθέντος από 28.2.2018 π. δ/τος, με το νέο ΡΣΑ (ν. 4277/2014), το οποίο σύμφωνα με τον νόμο επέχει θέση Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου, βασικό στοιχείο του Μητροπολιτικού Πόλου είναι η δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου πρασίνου και αναψυχής στο Ελληνικό. Τέλος, ο ίδιος ν. 4062/2012 διέλαβε στο άρθρο 2 παρ. 6 εξουσιοδοτική διάταξη για την έγκριση του ΣΟΑ, το οποίο, κατά τα προαναφερόμενα, εγκρίθηκε με το ως άνω από 28.2.2018 πρ. δ/μα. Αιτήσεις ακυρώσεως κατά του εγκριτικού του ΣΟΑ πρ. δ/τος, εκδοθέντος μετά την έκδοση της, εν προκειμένω, προσβαλλόμενης πράξης, απορρίφθηκαν με τις 1305-6/2019 και 1761/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου.
- Επειδή, μεταξύ των επιμέρους σκοπών δημοσίου συμφέροντος, στην επίτευξη των οποίων αποβλέπει, κατά τον εξουσιοδοτικό ν. 4062/2012, η έγκριση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του συγκροτηθέντος με τον ίδιο νόμο Μητροπολιτικού Πόλου, περιλαμβάνεται και η απόδοση χώρων πρασίνου και αναψυχής (άρθρο 1 περ. στ΄), η οποία, μάλιστα, εξαγγέλλεται από το νομοθέτη από κοινού με “πρότυπα προγράμματα αστικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης”. Έτσι, η έμφαση στο πράσινο συνιστά, κατά το νόμο, μέρος του σχεδίου και, ταυτοχρόνως, αναγκαίο αντιστάθμισμά του. Ειδικότερα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 παρ. 3 περ. ε΄ του ν. 4062/2012, το Μητροπολιτικό Πάρκο ορίζεται ως έκταση τουλάχιστον 2.000 στρ. με χρήσεις πρασίνου, ελευθέρων χώρων, αναψυχής, αθλητισμού, πολιτισμού, κοινωφελών λειτουργιών και προτύπων αστικών υποδομών, της οποίας τα πάσης φύσεως κτίσματα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν την κάλυψη του 10% της όλης έκτασης του Πάρκου, οι δε ελεύθεροι χώροι και χώροι πρασίνου πρέπει να υπερβαίνουν πράγματι το 75% της έκτασης αυτής. Περαιτέρω, με το άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου ν. 4062/2012 παρέχεται εξουσιοδότηση για την έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, με την οποία θα ορίζεται η γενική οργάνωση του Μητροπολιτικού Πάρκου, ως περιεχόμενο δε αυτής της κοινής απόφασης ορίσθηκε (περ. β΄), μεταξύ άλλων, ο καθορισμός επιμέρους περιοχών για τη δημιουργία τεχνητών δασών, αλσών, κήπων, λιμνών, φυτωρίων, βοτανικών κήπων, θερμοκηπίων και λοιπών χώρων πρασίνου, χώρων περιπάτου, παιχνιδιού, άθλησης, περιπέτειας, εκθέσεων, συναυλιών κ.ο.κ., το περίγραμμα των κτιρίων και εγκαταστάσεων που θα απαιτηθούν, το εσωτερικό δίκτυο δρόμων, πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων κ.λπ. Προβλέπεται σχετικώς (περ. δ΄) ότι η εν λόγω κανονιστική απόφαση της γενικής οργάνωσης του Μητροπολιτικού Πάρκου εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως της πρώτης παρεμβαίνουσας ή άλλου φορέα, συνοδευόμενη, σε κάθε περίπτωση, από περιβαλλοντικές, τεχνικές, φυτοτεχνικές και λοιπές μελέτες, οι οποίες διακρίνονται τόσο από τις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων των έργων και εγκαταστάσεων που θα απαιτηθούν για τη λειτουργία του Πάρκου (περ. γ΄), όσο, πολύ περισσότερο, από την προβλεπόμενη από τις πάγιες διατάξεις και πράγματι εκπονηθείσα (βλ. ΣτΕ 1305/2019 Ολομ., 1761/2019 Ολομ.) στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης. Ακολούθως, και αφού εκπονήθηκε και εγκρίθηκε η οικεία Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων – (………… – Ιούλιος 2017), εκδόθηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω ν. 4062/2012, το προαναφερθέν από 28.2.2018 πρ. δ/μα (ΑΑΠ 35), με το οποίο εγκρίθηκε το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά. Το διάταγμα αυτό περιέχει, όπως και ο εξουσιοδοτικός νόμος, ειδικές διατάξεις για τη φυτοκάλυψη του Μητροπολιτικού Πόλου και, ιδίως, του Πάρκου. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ΄ προβλέπεται η ακριβής έκταση του Μητροπολιτικού Πάρκου, ανοιχτού στο κοινό, που θα είναι 2.000.569,02 τ.μ., στην οποία προστίθενται (περ. δ΄) οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου και οι ανοιχτοί χώροι εκτός του Πάρκου, αλλά εντός του Πόλου, έτσι ώστε το γενικό σύνολο να ανέρχεται σε τουλάχιστον 2.600.000 τ.μ. Στην επόμενη παρ. 3 του άρθρου 2, εξάλλου, δίδεται η κατεύθυνση της γειτνίασης των εκτός του Πάρκου ελεύθερων πράσινων χώρων με τους παρακείμενους κοινόχρηστους χώρους (του Πόλου) ή με το ίδιο το Πάρκο. Η πρόβλεψη αυτή εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 3 παρ. Α3 στ. ε΄ του ΣΟΑ, όπου προβλέπεται ότι “Η επικοινωνία του Μητροπολιτικού Πάρκου με τις όμορες περιοχές εντός του Μητροπολιτικού Πόλου επιτυγχάνεται με τη συνένωση χώρων πρασίνου και ελεύθερων χώρων των περιοχών και ζωνών πέριξ του Πάρκου, ώστε να δημιουργηθούν ‘πύλες εισόδου’ περιμετρικά αυτού….”, ενώ αντίστοιχη πρόβλεψη περιέχεται στο ΣΟΑ και ως προς τις εκτός του Μητροπολιτικού Πόλου πολεοδομημένες περιοχές (στ. στ΄). Περαιτέρω, στο άρθρο 6 παρ. 1 περ. γ΄ του ΣΟΑ ορίζεται ότι “Ο σχεδιασμός του Μητροπολιτικού Πάρκου και των γειτονικών σε αυτό περιοχών καθώς και των εκτενών χώρων πρασίνου αποτελεί τη βασική προτεραιότητα του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης και πρέπει να ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις του νόμου για μητροπολιτικό πόλο έλξης των κατοίκων της πρωτεύουσας …”, ορίζονται δε, στη συνέχεια, οι κατευθύνσεις του σχεδιασμού ώστε να επιτευχθεί ο εν λόγω πρωταρχικός στόχος. Ως μία εξ αυτών ορίζεται (υποπερ. γγ΄) η “Εξασφάλιση της συμβολής του Μητροπολιτικού Πάρκου στη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών όλης της περιοχής, μέσα από τη σύνταξη Ειδικής Μελέτης Αρχιτεκτονικής Τοπίου, για τη διαμόρφωση των ενοτήτων του Μητροπολιτικού Πάρκου και των τοπιολογικών του χαρακτηριστικών σε εναρμόνιση με τις περιβαλλοντικές και λειτουργικές του επιδιώξεις και τη λεπτομερή μελέτη για την επιλογή των χαρακτηριστικών της βλάστησης και την ένταξη στοιχείων των φυτοτεχνικών μελετών στις ΜΠΕ που θα υποβληθούν. Στις σχετικές φυτοτεχνικές μελέτες προσδιορίζονται τα είδη και η πυκνότητα εγκατάστασης δένδρων και θάμνων, το είδος του γρασιδιού, το πρόγραμμα άρδευσης κ.ά. κατά τρόπο συμβατό με την τοπική κλιματολογία και τα χαρακτηριστικά φυσικών οικοτόπων της Αττικής, επιδιώκοντας … τη συνεκτικότητα των χώρων πρασίνου, ώστε οι πράσινες εκτάσεις να αποτελούν κατά το δυνατόν ενιαίο δίκτυο, ώστε να εξασφαλίζονται οι οικολογικές λειτουργίες. Συγχρόνως, τίθενται ενιαίοι κανόνες και πρακτικές συντήρησης του πρασίνου, ώστε να προλαμβάνονται φαινόμενα υποβάθμισης ή εγκατάλειψης των κοινόχρηστων χώρων”. Ειδική πρόβλεψη περιέχει η περ. η΄ του άρθρου 6 παρ. 1 (υποπερ. ζζ΄), ώστε να “… υιοθετούνται, όσον αφορά τα οργανικά απόβλητα, μέθοδοι επεξεργασίας με αερόβια κομποστοποίηση, στο μεγαλύτερο εφικτό ποσοστό τους, προκειμένου να χρησιμοποιούνται ως βελτιωτικό εδάφους εντός του πάρκου…”, ενώ, στην περ. θ΄ του ίδιου άρθρου 6 παρ. 1 προβλέπεται η χρησιμοποίηση του νερού που θα ανακτάται από τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων του Πόλου, μέχρις ότου δε οι ποσότητες επεξεργασμένων αποβλήτων καταστούν επαρκείς, προβλέπεται η ανάκτηση των επεξεργασμένων από τη μονάδα λυμάτων του δικτύου ακαθάρτων της ΕΥΔΑΠ, για την άρδευση του πρασίνου του όλου Πόλου, στο οποίο κατ’ εξοχήν περιλαμβάνεται το πράσινο του Πάρκου. Της εκδόσεως, εξάλλου, του εγκριτικού του ΣΟΑ από 28.2.2018 πρ. δ/τος είχε προηγηθεί, κατά τα ανωτέρω, η κατάρτιση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, επί της οποίας διεξήχθη νόμιμη (ΣτΕ 1305/2019 Ολομ., σκ. 21, 1761/2019 Ολομ., σκ.21) διαβούλευση. Η καταρτισθείσα Σ.Μ.Π.Ε. εκθέτει λεπτομερώς το σχεδιασμό και του Μητροπολιτικού Πάρκου, το οποίο συνιστά, κατά τους μελετητές, έναν από τους βασικούς λόγους που υπαγόρευσαν την επιλογή του υιοθετηθέντος σχεδίου. Ως προς την αξιολόγηση, ειδικότερα, των εναλλακτικών λύσεων του σχεδίου, στο υποκεφάλαιο 5.5.3 (σελ. 5-79 επ.) “Σύνοψη – Συμπεράσματα” εκτίθενται οι εξής παραδοχές: “Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόταση 5 [η τελικώς υιοθετηθείσα] περιλαμβάνει το σχεδιασμό ενός Μητροπολιτικού Πάρκου εξαιρετικής ποιότητας, με σημαντική ποικιλότητα, με αναλογίες και αναφορές σε τοπία που συναντά κανείς στην Αττική και με πληθώρα λειτουργιών, φυσικών και ανθρωπογενών, που καλύπτουν πλήρως υφιστάμενες ανάγκες και έχουν τη φιλοδοξία να ξεφύγουν από αυτές. Είναι η μόνη από τις προτάσεις, στην οποία ο σχεδιασμός του Μητροπολιτικού Πάρκου αποτελεί αντικείμενο εξειδικευμένης μελέτης, παράλληλης με τη μελέτη του master plan. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πρότασης τα έξοδα συντήρησης του Μητροπολιτικού Πάρκου αναλαμβάνονται από τον επενδυτή και συνεπώς δεν επιβαρύνουν το δημόσιο”. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ΣΜΠΕ, το 33,3% της έκτασης των 6.008.076 τ.μ. [του Μ.Π.Ε.Α.] θα καταλαμβάνει το Μητροπολιτικό Πάρκο, το 48,5% οι ζώνες πολεοδόμησης και το 18,2% οι ζώνες ανάπτυξης, η επιλογή δε αυτή οδηγεί, κατά τους μελετητές, αφενός στην εξασφάλιση του αναγκαίου κοινωνικού εξοπλισμού (κοινοχρήστων χώρων και κοινωφελών εγκαταστάσεων) και αφετέρου στην οργανική συσχέτιση με τα άλλα χωρικά σχέδια (Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας, Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια των όμορων με την περιοχή μελέτης Δήμων, Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, Ειδικά Πλαίσια κ.λπ.) και στη λειτουργική σύνδεση του ακινήτου με τις άμεσα γειτνιάζουσες περιοχές, αλλά και γενικότερα στη συνέχεια και σύνδεση με τον αστικό ιστό (σελ. 4-79). Προβλέπεται, περαιτέρω, στη ΣΜΠΕ ότι, πέραν του Πάρκου, η περιοχή θα διαθέτει κοινοχρήστους χώρους 1.500 στρ., ειδικώς δε ως προς το Πάρκο, η Στρατηγική Μελέτη αναλύει διεξοδικώς τη σημασία και τη σχεδίασή του και, περαιτέρω (σελ. 4-137 επ.), το περιγράφει λεπτομερώς τόσο ως σύνολο όσο και εν αναφορά προς τις επιμέρους χωρικές ενότητες που θα το συναπαρτίζουν. Οι τελευταίες θα είναι οι εξής επτά: 1) το “Πάρκο Γλυπτικής”, σε περιοχή με λοφώδες ανάγλυφο στο κέντρο του Πάρκου, θέση ιδεώδη, κατά τους μελετητές, για την εγκατάσταση κήπου “με μεγάλης κλίμακας γλυπτά”, 2) η “Περιοχή Αθλητισμού”, η οποία θα φιλοξενεί παγκόσμιας εμβέλειας αθλητικές δραστηριότητες σε ανοιχτές αθλητικές εγκαταστάσεις και στην οποία θα τοποθετηθεί το ένα από τα έξι ψηλά κτίρια του ΜΠΕΑ, το μοναδικό του Πάρκου, που θα έχει τον χαρακτήρα “Πολυδύναμου Κέντρου Πολλαπλών Λειτουργιών και Εκδηλώσεων”, 3) η “Περιοχή Εκθέσεων Ελληνικού”, η πλέον επίπεδη περιοχή του ΜΠΕΑ, όπου έχει ήδη ανεγερθεί μνημειακό αρχιτεκτόνημα του …………. , που θα αποτελεί τοπόσημο της περιοχής σε άμεση οπτική επαφή με την επιμήκη ζώνη του (τότε) διαδρόμου προσγείωσης και απογείωσης, 4) η “Περιοχή Εργοστασίου Αεροσκαφών”, όπου ευρίσκονται τα ιστορικά υπόστεγα αεροσκαφών, τα οποία προορίζονται να στεγάσουν το νέο Αεροπορικό Μουσείο, 5) η “Περιοχή του ρέματος των Τραχώνων για τη Φύση και το Περιβάλλον”, η οποία χαρακτηρίζεται από τη νέα ανοιχτή κοίτη αποκατάστασης του ρέματος, προορισμένη να δέχεται τα όμβρια σε νέους μόνιμους και εποχιακούς υποδοχείς – υδροβιοτόπους, με την πυκνότερη, ίσως, βλάστηση στο πάρκο, 6) η “Ολυμπιακή Πλατεία και Περιοχή Αστικής Καλλιέργειας”, όπου σχεδιάζεται η τοποθέτηση διαδραστικού υδάτινου στοιχείου, εντυπωσιακών, κατά τους μελετητές, διαστάσεων με καλλιεργήσιμες επιφάνειες όπου θα διδάσκονται παραδοσιακές μέθοδοι καλλιέργειας, και 7) το “Αττικό Τοπίο” με οικεία προς το ελληνικό τοπίο δέντρα, θάμνους και αγρωστώδη”. Εξάλλου, ως προς τον περιβάλλοντα χώρο του Πάρκου, στο υποκεφάλαιο 4.5.1.3 της ΣΜΠΕ (σελ. 4-172) αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: “… Η επιλογή της δημιουργίας, λοιπόν, κτηρίων ‘συλλογικής κατοικίας’ (νέων αστικών προτύπων πολυ – κατοίκησης), περιμετρικά του Μητροπολιτικού Πάρκου (Ζώνες Α-Π1, Α-Π2, Α-Π3, Α-Π5 και Α-Π6), τα οποία συμβάλλουν στην πολεοδομική ολοκλήρωση της κάθε Ζώνης, όχι ως διακριτές ζώνες αλλά ως συστατικό κομμάτι της κάθε Ζώνης που αυτά ενσωματώνονται αλλά και ως μέρος μιας νοητής περιοχής που διαμορφώνουν περιμετρικά του Πάρκου, συμβάλλουν ευθέως και αποφασιστικά στην παραπάνω επιδίωξη και σύγχρονη ανάγκη. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται παραπάνω, η οικιστική ποικιλομορφία που παράγεται με τον προτεινόμενο σχεδιασμό καθιστά δυνατή την επίτευξη ενός δομημένου χώρου υψηλής ποιότητας, ο οποίος είναι ικανός να καλύψει πολλές και ετερογενείς ανάγκες. […] Αντίστοιχες αναπτύξεις μπορούν να θεωρηθούν το Δυτικό τμήμα της ..ς σε επαφή με το .., κ.λπ.), το … στο Λονδίνο ή το Ολυμπιακό Χωριό στην Αθήνα […]». Ακολούθησε, κατά τα προαναφερόμενα, ευρεία διαβούλευση επί της ως άνω Σ.Μ.Π.Ε., στο πλαίσιο της οποίας αμφισβητήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα χαρακτηριστικά και η φυτοκάλυψη του Πάρκου. Επί των κύριων ζητημάτων που είχαν τεθεί κατά τη διαβούλευση, μεταξύ των οποίων και αυτού του Πάρκου, οι δύο πρώτες παρεμβαίνουσες “…” και ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε. υπέβαλαν στην Διεύθυνση Περιβαλλοντικών Αδειοδοτήσεων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας κοινό εκτεταμένο υπόμνημα (βλ. ../15.11.2017 κοινό έγγραφό τους προς τη ΔΙΠΑ – ΑΠ ΔΙΠΑ ../16.11.2017- με τα συνημμένα έγγραφα), με αναφορά και στον εκτιμώμενο αριθμό φυτών που θα τοποθετηθούν στο Μητροπολιτικό Πάρκο (32.000 δέντρα, 444.000 θάμνοι, 52.000 αγρωστώδη και 120 στρ. χλοοτάπητα), καθώς και στα κρατούντα στον επιστημονικό κλάδο της σύγχρονης παρκοτεχνίας ως προς την πυκνότητα της φύτευσης και την εφαρμογή τους εν προκειμένω, στη σχετική διεθνή εμπειρία (….) και σε άλλα συναφή θέματα. Εξάλλου, στην καταρτισθείσα Σ.Μ.Π.Ε. υπάρχουν εκτενείς αναφορές σε διάφορες πλευρές της σχεδίασης του Μητροπολιτικού Πάρκου. Αναφέρεται, ειδικότερα, ως προς την οικολογική στρατηγική του Μ.Π.Π.Α., ότι “… το νέο πάρκο με την βιοποικιλότητα που θα το διακρίνει, αναμένεται να αποτελέσει το ενδιαίτημα πολλών από τα είδη της πανίδας που κατοικούν στον Υμηττό. Επίσης, με τον σχεδιασμό μιας μεγάλης έκτασης με στοιχεία νερού, μόνιμα… αλλά και εποχιακά όπως τα ρέματα και οι διαμορφωμένες λεκάνες συγκέντρωσης ομβρίων, δημιουργούν[ται] [οι] συνθήκες ενός υδροβιοτόπου που ενισχύει τη διαβίωση και τη στάση των υδρόβιων πουλιών στο ταξίδι τους από και προς το γειτονικό Φάληρο…” (σελ. 1-98). Ως προς τη στρατηγική των φυτεύσεων, εξάλλου, αναφέρεται ότι “Για τη φυτοκάλυψη των τοπογραφικών διαμορφώσεων [του Πάρκου] επιλέγεται εγχώρια βλάστηση και σημαντικές πολιτισμικά φυτοκοινωνίες. Τα τοπία με τις ελιές και τα κυπαρίσσια, τους δενδρώνες, τη μακκία, τα φρύγανα, τα λιβάδια, τους υδροβιότοπους, τις πεζούλες και άλλες συναφείς γεωμορφές, θα διαμορφώσουν ένα [Πάρκο] που θα αποπνέει την ουσία του άγριου και του γεωργικού τοπίου… Το βρόχινο νερό που θα συλλέγεται αλλά και το νερό που θα προκύπτει από επεξεργασία λυμάτων από τον βιολογικό καθαρισμό θα ενισχύσουν τις λειτουργίες και την ομορφιά του τοπίου καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου…. Το τοπίο του Πάρκου αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά τοπία της Ελλάδας και χρησιμοποιεί κυρίως ιθαγενή και πολιτισμικής σημασίας φυτά… Οι επίπεδες ξηροφυτικές περιοχές, οι περιοχές καλλιέργειας, οι δασώδεις λόφοι και οι υδροβιότοποι είναι οι βασικές τυπολογίες τοπίου του Πάρκου… Συνοψίζοντας, η αρχιτεκτονική τοπίου του [Πάρκου] συγκροτεί ένα ενιαίο σύνολο αποτελούμενο από ελιές, κυπαρίσσια, δενδρώνες, μακκία βλάστηση, φρύγανα, χλοοτάπητες και αναβαθμίδες επανερμηνεύοντας δημιουργικά το ελληνικό φυσικό και πολιτιστικό τοπίο… Τα μοτίβα των φυτεύσεων σε διακριτές συστάδες μεγεθύνουν την οπτική εντύπωση της έκτασης του πάρκου… Η κατανομή των τυπολογιών στο χώρο σχεδιάζεται σύμφωνα με τις αρχές του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού λαμβάνοντας υπόψη εκτός από το αισθητικό αποτέλεσμα και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η κάθε τυπολογία συναντάται στις αντίστοιχες συνθήκες” (σελ. 1-100, 101). Η εν λόγω στρατηγική εξειδικεύεται μέσω φυτοτεχνικών παρεμβάσεων. Αναφέρεται, ειδικότερα, ότι “… Κύρια στρατηγική είναι η κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό αντιστοίχηση των τυπολογιών τοπίου… με τύπους οικοτόπων της Ελλάδας γενικότερα, και της Αττικής ειδικότερα. Οι τυπολογίες τοπίου δεν διατάσσονται τυχαία στο πάρκο. Ομαδοποιούνται γεωγραφικά κατά το δυνατόν κατ’ αντιστοιχία με τον τρόπο που εμφανίζονται στα υφιστάμενα φυσικά και ανθρωπογενή τοπία της νότιας Ελλάδας…” (σελ. 1-119). Ως προτιμώμενες θέσεις για κάθε μία από τις τυπολογίες τοπίου που έχουν επιλεγεί, αναφέρονται για την “μακκία, φρύγανα” οι λοφώδεις εξάρσεις, για τις “λίμνες, υγροβιοτόπους και ρέματα”, στο βορρά οι περιοχές γύρω από τον ανασυνεστημένο νότιο κλάδο του ρέματος των Τραχώνων και στο νότο ο βόρειος κλάδος του ανασυνεστημένου ρέματος του Αεροδρομίου, για τα “δάση, ελαιώνες, αστικά δάση”, οι χώροι περιμετρικά του πάρκου, σε μεγάλη, όμως, έκταση και εντός των ορίων του, με συμπαγέστερο τμήμα το νοτιοδυτικό, ενώ για τους “λειμώνες” και τους “οπωρώνες, γεωργία, αμπέλια και μποστάνια” προβλέπεται, για μεν τους πρώτους ότι θα είναι το πλέον πολυσύχναστο τμήμα του πάρκου, και για τα δεύτερα ότι αυτά θα αποτελούν “περιορισμένα στοιχεία” (σελ. 1-120). Ειδική αναφορά γίνεται στην πυρόσβεση και τις αρδευτικές ανάγκες του πάρκου, με στρατηγική επιλογή τον περιορισμό των πρωτογενών απαιτήσεων σε νερό και την κάλυψή τους πρωτίστως με επεξεργασμένα λύματα και όμβρια, περαιτέρω δε στην κατασκευή τριών δεξαμενών, 5.000 μ3 εκάστης (σελ. 1-139,140). Αναφορά γίνεται, επίσης, στις ανάγκες του πάρκου σε φυτική γη, οι οποίες ανέρχονται σε 400.000 μ3 και θα καλυφθούν, κατά το μεγαλύτερο μέρος (70-80%) από τους υφιστάμενους φυτικούς πόρους της περιοχής, αλλά και στην αναγκαία διαδικασία απορρύπανσης του εδάφους από τους υδρογονάνθρακες και άλλους ρύπους που είχε συσσωρεύσει η μακρόχρονη λειτουργία του αεροδρομίου (σελ. 1-141-142). Τέλος, ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην αξιοποίηση των υφισταμένων δέντρων και φυτών στην όλη έκταση του ΜΠΕΑ και ιδίως σε αυτά που ευρίσκονται σε συμπαγείς φυτεύσεις, όπως αυτή έναντι της ολυμπιακής εγκατάστασης του κανό καγιάκ. Ορισμένα από αυτά και, ιδίως, όσα είναι σε καλή κατάσταση (πλατάνια, μέλιες, ελιές, ευκάλυπτοι, κουτσουπιές, ακακίες, τεύκρια και σχίνα) προτείνεται να διατηρηθούν στη θέση τους και άλλα να μεταφυτευθούν. Ως προς τη μεταφύτευση η ΣΜΠΕ (σελ. 4-282) θέτει κριτήρια επιλογής (μέγεθος, ταχύτητα ανάπτυξης, ποιότητα, ευχέρεια μεταφύτευσης, αντοχή που υπολογίζεται βάσει ειδικοτέρων και σταθμισμένων παραμέτρων – ηλικία, περίμετρος κορμού, ριζικό σύστημα, προερχόμενα από φυτώρια ή αυτοφυή, αειθαλή ή φυλλοβόλα κ.λπ.), αναφέρεται δε ονομαστικώς στα κατάλληλα προς μεταφύτευση φυτά που υπάρχουν στο χώρο αναφοράς, στην κατάλληλη χρονική περίοδο και τις συνθήκες μεταφύτευσης, στην προετοιμασία και περιποίηση των φυτών πριν και μετά τη μεταφύτευση κ.λπ. (σελ. 4/282-285).
- Επειδή, εν προκειμένω από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την από 1.3.2013 αίτηση της πρώτης παρεμβαίνουσας εταιρείας «….» προς το Δασαρχείο .. (Α.Π. ../1.3.2013) ζητήθηκε η έκδοση πράξης χαρακτηρισμού περιοχής του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά και, ειδικότερα, του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού, προσκομίσθηκαν δε το από 19.2.2013 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου – τοπογράφου Σ.Σ. και αποτύπωση της έκτασης σε χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Περαιτέρω, η ως άνω παρεμβαίνουσα υπέβαλε στο εν λόγω Δασαρχείο νέες αιτήσεις για την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού του πρώην Αεροδρομίου, καθώς και του παράκτιου μετώπου Αγίου Κοσμά, με συνημμένα έγγραφα τα οποία είχαν ως σκοπό την απόδειξη ότι όλη η ανωτέρω έκταση έχει μη δασικό χαρακτήρα. Ακολούθησε μακρά αλληλογραφία του Δασαρχείου.. με διάφορες υπηρεσίες προκειμένου να αποσαφηνισθεί το πολεοδομικό καθεστώς της περιοχής, από την αλληλογραφία δε αυτή προέκυψε (βλ. ../22.11.2013 έγγραφο Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας), μεταξύ άλλων, ότι η έκταση του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού βρίσκεται εκτός του ισχύοντος Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου τόσο του Δήμου Ελληνικού, όπως ισχύει, όσο και του Δήμου ….. Ακολούθως, η έρευνα επεκτάθηκε και στο ζήτημα της νέας διάταξης του εδαφίου γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014, με την οποία στον κατάλογο των εξαιρουμένων από τη δασική νομοθεσία εκτάσεων προστέθηκαν οι “τεχνητές δασικές φυτείες που δημιουργούνται από τους ιδιοκτήτες τους” σε εκτάσεις των αναφερομένων στη διάταξη αυτή κατηγοριών. Για τον λόγο αυτό, με το …/2.12.2016 έγγραφο του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ζητήθηκε η έκδοση γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, μεταξύ άλλων, ως προς την έννοια της διάταξης αυτής, εκδόθηκε δε, προς τούτο, η 337/2016 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την οποία ερμηνεύθηκε η ανωτέρω διάταξη και κρίθηκε ως σύμφωνη με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Στη συνέχεια και μετά την αποδοχή της 337/2016 γνωμοδότησης του ΝΣΚ από τον Αναπληρωτή ΥΠΕΝ, οι δύο πρώτες παρεμβαίνουσες εταιρείες με τις ../10.9.2017 και ../9.9.2017 αιτήσεις τους προς τον Δασάρχη .. ζήτησαν εκ νέου από αυτόν να επιληφθεί του εκκρεμούς αιτήματος για την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού. Στο πλαίσιο αυτό, είχαν ήδη διενεργηθεί αυτοψίες στην επίμαχη έκταση στις 30.3.2016, 26.5.2016 και 9.6.2016, συντάχθηκαν δε σχετικώς αφενός η Δ.Υ./11.5.2017 έκθεση αυτοψίας του δασολόγου ….. και του δασοπόνου …, υπαλλήλων του Δασαρχείου .., και αφετέρου η Δ.Υ./11.5.2017 εισήγηση του πρώτου, στην οποία εμπεριέχεται η ως άνω έκθεση αυτοψίας, συνοδευόμενη από φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών και ορθοφωτοχαρτών ετών 1929 έως 2009. Κατά τις διενεργηθείσες αυτοψίες λήφθηκε υπόψη, μεταξύ άλλων, το από Ιανουαρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ….. που είχε προσκομισθεί εν τω μεταξύ από την παρεμβαίνουσα εταιρεία …., όπως αυτό θεωρήθηκε από το Δασαρχείο, και στο οποίο απεικονίζεται όλη η επίδικη έκταση, που περιγράφεται με στοιχεία: α) Περιοχή Α: 1, 2, 3, 4, …., 317, 318, 319, 1 (5.249.873,49 τ.μ.), β) Περιοχή Β: Ε΄1, 75, 73΄, 54΄΄, Ε1, Ε2, Ε3, …, Ε165΄, Ε166΄, Ε167΄, Ε1΄(426.011,22 τ.μ.) και γ) Περιοχή Γ: Ε64΄, Ε64, Ε65, Ε66, …, Ε196, Ε197, Ε198, Ε64΄(529.792,60 τ.μ.), συνολικού εμβαδού 6.205.677,31 τ.μ. Περαιτέρω, στην περιεχόμενη στην εισήγηση έκθεση αυτοψίας αναφέρεται ότι: Το μεγαλύτερο μέρος της εξεταζόμενης έκτασης, η Περιοχή Α, αποτελεί τον χώρο του πρώην Αερολιμένα Αθηνών. Στα νότια της έκτασης υπάρχουν οι εγκαταστάσεις της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας. Στα ανατολικά της έκτασης περιλαμβάνεται και τμήμα της Λεωφ. Βουλιαγμένης. Στην Περιοχή Β υπάρχουν οι εγκαταστάσεις του Εθνικού Αθλητικού Κέντρου Νεότητας Αγίου Κοσμά και στην Περιοχή Γ η Μαρίνα Αγίου Κοσμά. Η συνολική έκταση συνορεύει: Βόρεια με το πολεοδομικό συγκρότημα του Δήμου…, νότια με το πολεοδομικό συγκρότημα του Δήμου .., ανατολικά με το πολεοδομικό συγκρότημα του Δήμου … και δυτικά με τη θάλασσα. Η έκταση εν γένει έχει ήπιο ανάγλυφο με επίπεδες κυρίως επιφάνειες. Το υψόμετρο κυμαίνεται από 0-60 μ. και οι κλίσεις από 0-12%. Το έδαφος, όπου δεν έχει καλυφθεί από αδρανή υλικά και εγκαταστάσεις, είναι γαιώδες – ημιβραχώδες. Στις ανωτέρω εκτάσεις υπάρχουν πλήθος εγκαταστάσεων (αεροδρόμιο, αθλητικές εγκαταστάσεις, δρόμοι, κτίσματα, μαρίνα κ.ά.) και εκτάσεις αδόμητες. Εντός των Περιοχών Α, Β και Γ υπάρχουν και τα επιμέρους τμήματα με στοιχεία 1 έως 15. Οι Περιοχές Α, Β και Γ, όπως και τα Τμήματα 1 έως 15, αποτυπώνονται στο απόσπασμα Φ.Χ. Γ.Υ.Σ. αριθ. … και … κλίμακας 1:5.000. Εντός των ανωτέρω τμημάτων 1 έως 15 φύονται διάφορα δένδρα και φυτά, τα οποία, κατά την έκθεση, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης, αποτελούν ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοικοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Ακολούθως, στην έκθεση αυτοψίας περιγράφεται αναλυτικά ο χαρακτήρας των τμημάτων 1 έως 15 ως εξής: Τμήμα 1 με εμβαδόν 1.006,49 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, κλίση 0 – 5%, συνορεύει βόρεια με θάλασσα, νότια με εγκαταστάσεις, ανατολικά με εγκαταστάσεις και δυτικά με θάλασσα και εντός αυτής φύονται αρμυρίκια. Τμήμα 2 με εμβαδόν 27.412,81 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει ανατολικά με τη λεωφ. Ποσειδώνος, βόρεια με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις, δυτικά με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και νότια με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται πεύκα, κυπαρίσσια, ελιές – αγριελιές και κατά θέσεις καλλωπιστικοί θάμνοι. Τμήμα 3 με εμβαδόν 10.731,64 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει ανατολικά με την λεωφ. Ποσειδώνος, βόρεια με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις, δυτικά με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και νότια με αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται ομήλικα πεύκα, αρμυρίκια και ευκάλυπτοι σε γραμμική φύτευση στους υπάρχοντες διαδρόμους. Τμήμα 4 με εμβαδόν 42.293,51 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει ανατολικά με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις, βόρεια με αδόμητες εκτάσεις, δυτικά με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και νότια με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται πεύκα, αρμυρίκια, κυπαρίσσια, ελιές και ευκάλυπτοι. Τμήμα 5 με εμβαδόν 3.346,32 τ.μ. Η έκτασή του, που έχει τη μορφή επιμήκους παρτεριού, έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει από όλες τις πλευρές με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται πεύκα, ακακίες, αγριελιές, ευκάλυπτοι και κατά θέσεις καλλωπιστικοί θάμνοι. Τμήμα 6 με εμβαδόν 11.996,05 τ.μ. Η έκτασή του, που έχει τη μορφή επιμήκους παρτεριού, έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει από όλες τις πλευρές με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται πεύκα, ακακίες, αγριελιές και ευκάλυπτοι και κατά θέσεις καλλωπιστικοί θάμνοι. Τμήμα 7 με εμβαδόν 2.242,45 τ.μ. Η έκτασή του, που έχει τη μορφή επιμήκους παρτεριού, έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει από όλες τις πλευρές με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται πεύκα, ακακίες, αγριελιές και ευκάλυπτοι. Τμήμα 8 με εμβαδόν 36.918,11 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, ενώ στα νότια και δυτικά υπάρχει μαντρότοιχος. Συνορεύει ανατολικά με εγκαταστάσεις και πέραν αυτών με διάδρομο αεροδρομίου, βόρεια με εγκαταστάσεις και αδόμητες εκτάσεις, δυτικά με τη λεωφ. Ποσειδώνος και νότια με οικοδομικό ιστό και εντός αυτής φύονται πεύκα, ομήλικοι ευκάλυπτοι περιμετρικά, αλλά και κατά μήκος του εντός της έκτασης μικρού ρέματος αγριελιές, αρμυρίκια, κουτσουπιές και κυπαρίσσια, ως ανώροφος, και σχίνα, πουρνάρια και σπάρτα ως υπώροφος, καθώς και καλλωπιστικοί θάμνοι κατά θέσεις. Εντός της έκτασης υπάρχει και ανθρωπογενής κατασκευή (αρχαίο τείχος), καθώς και μονοπάτι – δρόμος. Τμήμα 9 με εμβαδόν 14.174,50 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, κλίση 5 – 12%, συνορεύει με δομημένες και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται ευκάλυπτοι και πεύκα. Η έκταση αποτελεί τμήμα μικρού λοφίσκου, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται μικρό κτίσμα (παρατηρητήριο). Τμήμα 10 με εμβαδόν 4.754,50 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, κλίση 0 – 12%, συνορεύει με δομημένες και αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται ευκάλυπτοι και πεύκα. Τμήμα 11 με εμβαδόν 4.062,50 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, κλίση 0 – 5%, συνορεύει με δρόμο στα νότια και αδόμητες εκτάσεις στις άλλες διευθύνσεις και εντός αυτής φύονται κυπαρίσσια σε φυτευτικό σύνδεσμο και πεύκα ομήλικα. Τμήμα 12 με εμβαδόν 1.256,50 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει από όλες τις πλευρές με δρόμους και εντός αυτής φύονται πεύκα ομήλικα σε φυτευτικό σύνδεσμο. Τμήμα 13 με εμβαδόν 4.295,00 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει δυτικά με εγκαταστάσεις και από τις υπόλοιπες πλευρές με δρόμους και εντός αυτής φύονται πεύκα και αρμυρίκια, καθώς και ομήλικοι ευκάλυπτοι, οι οποίοι οριοθετούν τον χώρο. Τμήμα 14 με εμβαδόν 3.306,00 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει ανατολικά με τη λεωφ. Βουλιαγμένης, βόρεια με δρόμο, δυτικά με αδόμητες εκτάσεις και νότια με αδόμητες εκτάσεις και εντός αυτής φύονται ομήλικα πεύκα, ομήλικοι ευκάλυπτοι και κυπαρίσσια. Εντός της έκτασης υπάρχουν και ανθρώπινες εγκαταστάσεις (εγκαταλελειμμένα και σχεδόν κατεστραμμένα τολ και λυόμενο κτίσμα, θέση αναψυχής με κατεστραμμένο στέγαστρο). Τμήμα 15 με εμβαδόν 5.241,50 τ.μ. Η έκτασή του έχει έδαφος γαιώδες – ημιβραχώδες, είναι επίπεδη, συνορεύει ανατολικά, δυτικά και νότια με δομημένες και αδόμητες εκτάσεις και βόρεια με δρόμο. Εντός αυτής φύονται πεύκα, ομήλικοι ευκάλυπτοι και μία χαρουπιά. Εντός της έκτασης υπάρχουν και ανθρώπινες εγκαταστάσεις (εγκαταλελειμμένα και σχεδόν κατεστραμμένα δύο τολ και κτίσμα). Περαιτέρω, στην ως άνω έκθεση αυτοψίας αναφέρεται ότι στην υπόλοιπη έκταση, που αφορά το σύνολο των Περιοχών Α, Β και Γ, αφαιρουμένων των Τμημάτων 1 έως 15 καθώς και των εκτάσεων που καλύπτονται από ανθρώπινες κατασκευές, φύονται πεύκα, ευκάλυπτοι, αρμυρίκια, κυπαρίσσια, ακακίες, χαρουπιές, ιτιές, κουτσουπιές, πουρνάρια, σχίνα, σπάρτα, ελιές – αγριελιές και καλλωπιστικά δένδρα και θάμνοι κ.ά., τα περισσότερα εκ των οποίων φαίνονται να είναι φυτεμένα διάσπαρτα ή σε μικρές ομάδες, χωρίς όμως να δημιουργείται δασογενές περιβάλλον λόγω της σύνθεσης και της πυκνότητας τους, κατά το π.δ. 32/2016 (“Ορισμός επιστημονικών κριτηρίων και συνεκτιμώμενων στοιχείων για την υπαγωγή εκτάσεων στις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 3 του Ν. 998/1979”, Α΄46), ενώ παρατηρούνται και εκτάσεις καλυπτόμενες από αγρωστώδη βλάστηση. Εξάλλου, στη μνημονευόμενη εισήγηση ενσωματώνεται και έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών και ορθοφωτοχαρτών, η οποία περιέχει τη διαπίστωση ότι η επίδικη έκταση στο σύνολό της το χρονικό διάστημα 1929 έως 1939 στα βόρεια ήταν αγροτική και χέρσα και στα νότια πεδινή χορτολιβαδική με ανεπτυγμένο σε τμήμα της τον οικοδομικό ιστό εντός αυτής. Στο παραθαλάσσιο τμήμα της, δυτικά της λεωφ. Ποσειδώνος, στα δυτικά καλυπτόταν από την θάλασσα κατά το μεγαλύτερο τμήμα της, ενώ το υπόλοιπο τμήμα είχε μορφή χέρσα στα βόρεια και πεδινή χορτολιβαδική στα νότια. Μεταγενέστερα, από το έτος 1945 και εξής, στα βόρεια της έκτασης κατασκευάστηκε αεροδρόμιο με πλήθος ανθρωπογενών επεμβάσεων, φυτεύτηκαν σταδιακά διάφορες εκτάσεις με δασική δενδρώδη βλάστηση, ενώ στο παραθαλάσσιο τμήμα της, δυτικά της λεωφ. Ποσειδώνος, στα δυτικά και βόρεια διαμορφώθηκαν σταδιακά λιμενικές και αθλητικές εγκαταστάσεις, φυτεύτηκαν διάφορες εκτάσεις με δασική δενδρώδη βλάστηση, το δε υπόλοιπο τμήμα στα βόρεια διατήρησε χέρσα μορφή με πλήθος ανθρωπογενών επεμβάσεων και στα νότια χέρσα – πεδινή χορτολιβαδική μορφή με διαμορφώσεις – λιμενικές εγκαταστάσεις και πλήθος ανθρωπογενών επεμβάσεων. Στις ανωτέρω εκτάσεις υπάρχει και μεγάλος αριθμός δασικών δένδρων και θάμνων (πεύκα, ευκάλυπτοι, αγριελιές, αρμυρίκια, χαρουπιές, ακακίες, σχίνα, πουρνάρια και σπάρτα κ.ά.), τα οποία όμως λόγω της θέσης και της πυκνότητάς τους στα τμήματα 1 έως 15 δημιουργούν ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές), ενώ, αντίθετα, στην υπόλοιπη έκταση των περιοχών Α, Β και Γ δεν δημιουργούν τα στοιχεία αυτά. Κατόπιν τούτων και κατ’ αποδοχή της ανωτέρω εισηγήσεως, εκδόθηκε η …/11.5.2017 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη …, με την οποία η έκταση, συνολικού εμβαδού 6.205.677,31 τ.μ., όπως αυτή απεικονίζεται στο συμπληρωμένο και θεωρημένο από το Δασαρχείο από Ιανουαρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του ανωτέρω Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού, χαρακτηρίσθηκε ως εξής: Ι) Έκταση που αποτελείται από: α) την περιοχή Α: 1, 2, 3, 4,…, 317, 318, 319, 1 (εξαιρουμένων των Τμημάτων 8-15), συνολικού εμβαδού 5.175.864,88 τ.μ., β) την περιοχή Β: Ε΄1, 75, 73΄, 54΄΄, Ε1, Ε2, Ε3,…, Ε165΄, Ε166΄, Ε167΄, Ε΄1 (εξαιρουμένων των τμημάτων 1-3), συνολικού εμβαδού 386.860,28 τ.μ., και γ) την περιοχή Γ: Ε64΄, Ε64, Ε65, Ε66, …, Ε196, Ε197, Ε198, Ε64΄ (εξαιρουμένων των τμημάτων 4-7), συνολικού εμβαδού 469.914,27 τ.μ., δηλαδή έκταση συνολικού εμβαδού 6.205.677,31 τ.μ., εξαιρουμένων των τμημάτων 1 έως 15 συνολικού εμβαδού 173.037,88 τ.μ., ήτοι τελικά έκταση 6.032.639,43 τ.μ., χαρακτηρίστηκε ως μη δασικού χαρακτήρα, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/79 όπως ισχύει, μη υπαγόμενη στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, με την αιτιολογία ότι τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού αυτού είναι η μορφή της έκτασης, η μορφή που είχε τα έτη 1929-2016, η μορφολογία εδάφους, ο τρόπος διαχείρισης και τα υποβληθέντα με την αίτηση στοιχεία, όπως όλα τα ανωτέρω εκτιμήθηκαν με την προαναφερόμενη εισήγηση, ήτοι η έλλειψη ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος (δασοβιοκοινότητας) και ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος (δασογενούς) στις εν λόγω περιοχές. ΙΙ) Οι εκτάσεις που αποτελούν τα τμήματα 1-15, πλην του Τμήματος 8, συνολικού εμβαδού 136.119,77 τ.μ., χαρακτηρίστηκαν ως μη δασικού χαρακτήρα, βάσει και της προαναφερόμενης 337/2016 γνωμοδότησης του ΝΣΚ, σχετικής, κατά τα προαναφερόμενα, με την εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία ορισμένης κατηγορίας δασικών φυτειών. Όπως, ειδικότερα, αναφέρεται στην πράξη χαρακτηρισμού, τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού αυτού είναι η μορφή της έκτασης, η μορφή που είχε τα έτη 1929-2016, η μορφολογία εδάφους, ο τρόπος διαχείρισης και τα υποβληθέντα με την αίτηση στοιχεία. Βάσει δε των ανωτέρω, κατά την εισήγηση, οι ανωτέρω εκτάσεις φέρουν, μεν, δασική βλάστηση, που προήλθε, όμως, με τεχνητό τρόπο διαχρονικά από το 1929 με φυτεύσεις εκ μέρους του ιδιοκτήτη “εξ ελευθεριότητος” σε εκτάσεις της μορφής των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 5 ή των περιπτώσεων α΄ ή β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως οι εν λόγω διατάξεις ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014. ΙΙΙ) Το τμήμα 8, εμβαδού 36.918,11 τ.μ., χαρακτηρίστηκε ως δασική έκταση, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3208/2003, υπαγόμενη στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, εμπίπτουσα στην παρ. 1 περίπτωση ε΄ του άρθρου 4 και στην παρ. 2 περ. β΄, γ΄ και ζ΄ του ιδίου άρθρου του ν. 998/1979. Όπως δε αναφέρεται στην πράξη χαρακτηρισμού, τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού αυτού είναι η μορφή της έκτασης, η μορφή που είχε τα έτη 1929-2016, η μορφολογία εδάφους, ο τρόπος διαχείρισης και τα υποβληθέντα με την αίτηση στοιχεία, τα οποία σύμφωνα με την σχετική εισήγηση έχουν ως εξής: Κατά τη περίοδο 1937 – 1939 κατά το μεγαλύτερο τμήμα είναι πεδινή χορτολιβαδική, ενώ διακρίνεται και αραιή θαμνώδης βλάστηση και αραιή διάσπαρτη ή σε γραμμική φύτευση δενδρώδης, όμως στη συνέχεια μέσω της φυσικής επιλογής είχε διαχρονικά (1945 – 2016) βλάστηση που, λόγω της θέσης και της πυκνότητάς της, δημιούργησε ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές), ενώ η πύκνωσή της με φυτεύσεις, ασχέτως αν αυτές έγιναν κατόπιν σχετικής υποχρέωσης ή εξ ελευθεριότητος, δεν άλλαξε τον εν γένει χαρακτήρα της έκτασης. Κατά της πράξης χαρακτηρισμού άσκησαν αντιρρήσεις: 1) από κοινού οι παρεμβαίνουσες εταιρείες «….» και «ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.» (Α.Π. ../19.05.2017), 2) 65 φυσικά πρόσωπα, κάτοικοι όμορων περιοχών, μεταξύ των οποίων οι τρεις πρώτοι αιτούντες (Α.Π. ../14.07.2017), και 3) ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής (Α.Π. ../18.07.2017). Ειδικότερα, οι εταιρείες «….» και «ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.» άσκησαν αντιρρήσεις κατά της πράξης χαρακτηρισμού, καθ’ ο μέρος το τμήμα 8 χαρακτηρίστηκε ως δασική έκταση. Εξάλλου, τα 65 φυσικά πρόσωπα άσκησαν αντιρρήσεις ζητώντας την ακύρωση και τροποποίηση της ανωτέρω πράξης χαρακτηρισμού στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μέρος που αφορά το Τμήμα 8, δεδομένου ότι θεωρούν εσφαλμένο τον χαρακτηρισμό του ως “δασικής έκτασης”, ενώ πρόκειται, κατά τους ίδιους, για “δάσος”. Με την προσβληθείσα ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, απόφαση ./2017 της Τεχνικής Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων (ΤΕΕΑ) απορρίφθηκαν ως εκπρόθεσμες οι αντιρρήσεις του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, ενώ οι λοιπές ../19.5.2017 και ../14.7.2017 αντιρρήσεις εξετάσθηκαν κατ’ ουσία. Ειδικότερα, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς των ενδιαφερομένων κατά τη συζήτηση των αντιρρήσεων, τη διενεργηθείσα από την ίδια στις 14.9.2017 αυτοψία, τα στοιχεία του φακέλου και τα συμπληρωματικά στοιχεία που κατατέθηκαν ενώπιόν της από τους ενδιαφερόμενους, τη φωτοερμηνεία των σχετικών αεροφωτογραφιών των ετών 1929 (μονοσκοπική), 1937, 1939, 1945, 1962, 1969, 1978, 1987 και 1997, καθώς και τις σχετικές εισηγήσεις, απέρριψε ομόφωνα τις αντιρρήσεις των 65 κατοίκων, ενώ δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, τις αντιρρήσεις των παρεμβαινουσών για το τμήμα 8, το οποίο χαρακτήρισε ως μη δασικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της διάταξης της περ. γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014, και μη υπαγόμενο στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, για τα τμήματα 1-15, πλην του τμήματος 8, η Επιτροπή, υιοθετώντας το περιεχόμενο της πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιά, έκρινε ότι οι εκτάσεις δεν έχουν πράγματι δασικό χαρακτήρα κατά την έννοια των διατάξεων της παρ. 6γ του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει. Περαιτέρω, για το τμήμα 8, οι αντιρρήσεις των «…..» και «ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.», οι οποίες είχαν υποστηρίξει ότι ούτε το τμήμα αυτό είχε δασικό χαρακτήρα, έγιναν, κατά πλειοψηφία, δεκτές. Κρίθηκε, ειδικότερα, ότι υπέρ του χαρακτηρισμού και του τμήματος αυτού ως μη δασικού συνηγορούν η μορφή της έκτασης, η μορφή που είχε τα έτη 1929 – 2016, η μορφολογία του εδάφους, ο τρόπος διαχείρισης και τα υποβληθέντα με τις αντιρρήσεις στοιχεία, τα οποία έχουν ως εξής: Στην παραπάνω έκταση, που βρίσκεται μεταξύ των κτιρίων και του μαντρότοιχου της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (πρώην ., που λειτούργησε από το έτος 1932 έως το έτος 1958) εγκαταστάθηκαν τμηματικά και συντηρήθηκαν τεχνητές φυτεύσεις δασικής βλάστησης για καλλωπιστικούς λόγους, συντρέχει δηλαδή η προϋπόθεση της “εξ ελευθεριότητος φύτευσης” εκ μέρους του ιδιοκτήτη σε εκτάσεις της μορφής των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, κατά την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού, όπως ισχύει. Από το έτος 2001 και μέχρι σήμερα η ανωτέρω έκταση δεν έχει, κατά τα γενόμενα δεκτά, συντηρηθεί, με αποτέλεσμα να έχει καλυφθεί μέσω της φυσικής επιλογής και από φυσική βλάστηση, καθώς και από νεκρά κλαδιά δένδρων και απορρίμματα. Η ως άνω έκταση συνορεύει προς βορρά με τεχνητές φυτεύσεις δασικής βλάστησης που έχουν χαρακτηρισθεί με την πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη … ως περιοχές μη εμπίπτουσες στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, προς νότο με μαντρότοιχο και πέραν αυτού με την παραλιακή λεωφόρο, προς ανατολάς με μαντρότοιχο και πέραν αυτού με σχέδιο πόλεως και προς δυσμάς με μη δασική έκταση.
- Επειδή, κατά την διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 998/1979, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος υποχρέωση κήρυξης ως αναδασωτέας δασικής έκτασης που έχει καταστραφεί, δεν αφορά εκτάσεις οι οποίες, μέχρι τις 11.6.1975, είχαν χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό, κατά τρόπο που να καθιστά αδύνατη την ανατροπή της δημιουργηθείσης καταστάσεως. Η διάταξη, όμως, αυτή, κατά το μέρος που εξαιρεί από την υποχρέωση αναδάσωσης εκτάσεις, οι οποίες είχαν, μεν, χρησιμοποιηθεί πριν από την 11.6.1975, αλλά παρανόμως, έχει κριθεί παγίως ότι αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 2126, 1316/2000, 2619/1982). Αν, αντιθέτως, το δάσος ή οι δασικές εκτάσεις είχαν απολέσει τη δασική τους μορφή όχι κατόπιν αυθαίρετης και παράνομης ανθρώπινης ενέργειας, αλλά για κάποια νόμιμη αιτία, τότε, πράγματι, δεν ήταν δυνατή η ανατροπή της νομίμως δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως και, με αυτή την έννοια, η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 είχε κριθεί ότι δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου εκτάσεις, οι οποίες νομίμως έχουν απολέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν από την 11η Ιουνίου 1975 με βάση διοικητικές πράξεις, είχε παγίως κριθεί ότι δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, με πράξη του Δασάρχη, ως δάση ή δασικές εκτάσεις (ΣτΕ 1726/2019 σκ. 5, 175/2012 σκ. 5, 2517/2009 σκ. 8, 1285/2009 7μ. σκ. 6, 3149/2006 7μ. σκ. 4, 2763/2006 7μ. σκ. 9 -βλ. όμως και σκ. 10-, 1953/2003 σκ. 3, 2257/2002 7μ. σκ. 6, 1573/2002 7μ. σκ. 7, πρβλ. ΣτΕ 156/2019 σκ. 6), ούτε να κηρυχθούν αναδασωτέες λόγω των επεμβάσεων αυτών (ΣτΕ 175/2012 σκ. 5, 1285/2009 7μ. σκ. 6, 3149/2006 7μ. σκ. 4, 1953/2003 σκ. 3), προδήλως διότι είχαν αποβάλει, όχι μόνο τη δασική τους μορφή, γεγονός που όχι απλώς δεν αποκλείει αλλά συνιστά προϋπόθεση της κήρυξής τους ως αναδασωτέων, αλλά και το δασικό τους χαρακτήρα. Είχε, περαιτέρω, κριθεί ότι ο κανόνας της ανωτέρω εξαίρεσης από την υποχρέωση αναδάσωσης λόγω απώλειας του δασικού χαρακτήρα, εφαρμοζόταν ανεξάρτητα από το μέγεθος της έκτασης και τη φύση των επ’ αυτής επεμβάσεων ή από τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων (ΣτΕ 1285/2009 7μ. σκ. 6). Τον εν λόγω πάγιο νομολογιακό κανόνα απέδωσε, στη συνέχεια και, πάντως, πριν από την έκδοση της επίμαχης, εν προκειμένω, πράξης χαρακτηρισμού και, πολύ περισσότερο, της επί των κατ’ αυτής αντιρρήσεων προσβαλλόμενης απόφασης, το άρθρο 154 παρ. 1 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94). Με τη διάταξη αυτή προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 3 του ν. 998/1979, ως εξής: «Εκτάσεις που έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν τις 11.6.1975 λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη, η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεν χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 και δεν κηρύσσονται αναδασωτέες…» [βλ., πάντως, και μεταγενέστερη αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής με το άρθρο 48 παρ. 1β΄ του ν. 4685/2020 (Α΄ 92), με την οποία προστέθηκε – ως επιπλέον προϋπόθεση αποσύνδεσης των εκτάσεων από τη δασική νομοθεσία – η φράση “εφόσον διατηρούν τη χρήση που τους αποδόθηκε”]. Αντίστοιχη διάταξη, εξάλλου, είχε περιληφθεί και στο άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 3889/2010 (Α΄ 182), όπως το άρθρο αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 4164/2013 (Α΄ 156) και η παράγραφος αυτή είχε συμπληρωθεί με το άρθρο 28 παρ. 41 του ως άνω ν. 4280/2014.
- Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι εκτάσεις που συγκροτούν τον ΜΠΕΑ, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αποτελούσε το χώρο λειτουργίας του αεροδρομίου του Ελληνικού με τις συναφείς εγκαταστάσεις της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας και τις λοιπές σχετικές υποδομές και κτίρια, είχαν αποτελέσει σε χρόνο προγενέστερο της 11.6.1975 αντικείμενο σωρείας διοικητικών πράξεων, στην πλειοψηφία τους αποφάσεων αναγκαστικής απαλλοτρίωσης επιμέρους εκτάσεων για το σκοπό της λειτουργίας του εν λόγω αεροδρομίου [από 7.9.1937 β.δ/μα (Α΄ 360), Π.Υ.Σ. 25/25.1.1943, Π.Υ.Σ. 195/20.12.1943 (ΦΕΚ 1/1944), Π.Υ.Σ. 532/2.6.1948, από 17.3.1950 β.δ/μα (ΦΕΚ 82), Π.Υ.Σ. 136/15.2.1950, Π.Υ.Σ. 621/7.6.1952, από 22.7.1952 β.δ/μα, κ.υ.α. Α17077/28.8.1956, από 7.10.1958 β.δ/μα (ΦΕΚ 175), από 18.2.1959 β.δ/μα (ΦΕΚ 50), από 26.7.1959 β.δ/μα (Α΄ 178), Π.Υ.Σ. 78/5.5.1960, Π.Υ.Σ. 130/13.9.1961, κ.υ.α. 9824/7193/5.11.1962, κ.υ.α. Δ391/408/27.1.1965, κ.υ.α. Δ11255/ 7844/ 25.11.1965, κ.υ.α. Δ3609/3092/22.2.1968 και κ.υ.α. Δ2930/3349/6.6.1972] (βλ. από 15.10.1997 τοπογραφικό διάγραμμα -Γ.Υ.Σ., κλίμακας 1:5000 – των μηχανικών … και …). Ειδικώς, εξάλλου, καθ’ όσον αφορά το ως άνω τμήμα 8 της έκτασης, το οποίο είχε χαρακτηρισθεί ως δασικό με την ../11.5.2017 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη … προτού ο χαρακτηρισμός αυτός ανατραπεί με την προσβαλλόμενη ../2.10.2017 απόφαση της Τεχνικής Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων, αυτό περιλαμβάνεται σε ευρύτερη έκταση 97 στρεμμάτων που απαλλοτριώθηκε με το από 26.7.1959 β.δ. «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως εκτάσεως συνολικού εμβαδού 97 στρεμμάτων περίπου ιδιοκτησίας του Κολλεγίου Θηλέων Ελληνικού» (Α΄ 178), στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «Κηρύσσομεν αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα διά δημοσίαν ωφέλειαν, ήτοι διά τας ανάγκας του αερολιμένος Ελληνικού, έκτασιν συνολικού εμβαδού 97 περίπου στρεμμάτων μετά των επ’ αυτής κτιρίων, φυτείας και λοιπών εγκαταστάσεων, φερομένης ως ιδιοκτησίας του Κολλεγίου …, ως αύτη ειδικώτερον εικονίζεται εις το σχετικόν από 11.5.59 διάγραμμα του Νομομηχανικού …… Η ως άνω απαλλοτρίωσις, ήτις κηρύσσεται κατεπείγουσα, γίνεται υπέρ και δαπάναις του Δημοσίου». Τέλος, με την 10560/22.7.1955 απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων «Περί κατατάξεως Αερολιμένων» (Β΄ 151) “λογίσθηκε” ως ιδρυθείς, μεταξύ άλλων, ο «Κεντρικός Αερολιμήν Αθηνών», ο οποίος λειτουργούσε ήδη στο Ελληνικό. Ενόψει τούτων, όσες από τις χαρακτηρισθείσες εκτάσεις ενέπιπταν στο πεδίο αναφοράς των ως άνω διοικητικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένης της αφορώσης σε όλη την έκταση του αεροδρομίου υπουργικής απόφασης του έτους 1955, είχαν αποβάλει τον τυχόν δασικό τους χαρακτήρα σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο του 1975, ακόμη και αν ορισμένες από αυτές εξακολούθησαν, ενδεχομένως, να καλύπτονται, κατά τόπους, από δασικά φυτά, των οποίων δεν ήταν, βεβαίως, υποχρεωτική η εκχέρσωση αλλά θα μπορούσαν νομίμως να απομακρυνθούν ανά πάσα στιγμή, αν “οι ανάγκες” του αεροδρομίου το καθιστούσαν επιβεβλημένο. Καθόσον, εξάλλου, αφορά ειδικώς την απαλλοτρίωση του τμήματος 8, που συμπεριέλαβε και την υπάρχουσα έκτοτε σ’ αυτό φυτεία, ουδεμία ένδειξη υφίσταται στο φάκελο ότι η απαλλοτριωτική πράξη επέβαλλε τη διατήρηση της απαλλοτριωθείσης φυτείας ως τέτοιας, προεξοφλώντας, μάλιστα, ότι αυτή θα ήταν συμβατή με τη λειτουργία του αεροδρομίου ή ότι η διατήρησή της θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του, για την ικανοποίηση, άλλωστε, των οποίων, και μόνον, κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση. Δεν υπήρχε, κατά συνέπεια, έδαφος χαρακτηρισμού των ως άνω εκτάσεων ως δασικών, αφού αυτές, και υπό την εκδοχή ότι απέκτησαν σε κάποιο χρονικό σημείο δασικό χαρακτήρα, είχαν, πάντως, μεταβάλει, κατά τα ανωτέρω, το χαρακτήρα αυτό και είχαν αφιερωθεί σε άλλο προορισμό. Εφόσον, επομένως, ζητήθηκε από τις παρεμβαίνουσες ο χαρακτηρισμός των ως άνω εκτάσεων, νομίμως τα δασικά όργανα, αν και με διαφορετική αιτιολογία, τις χαρακτήρισαν, εν τέλει, ως μη δασικές. Πέραν, όμως, αυτού, η αποσύνδεση των εκτάσεων που συγκροτούν τον Μητροπολιτικό Πόλο από τη δασική νομοθεσία, στην οποία, ενδεχομένως υπήγοντο όσες από αυτές δεν είχαν, τυχόν, αποτελέσει αντικείμενο των προαναφερομένων διοικητικών πράξεων, εκδοθεισών προ της 11.6.1975, έχει ήδη ολοκληρωθεί με την έκδοση του, κατά τι μεταγενέστερου της προσβαλλόμενης πράξης, από 28.2.2018 πρ. δ/τος (ΑΑΠ 35), με το οποίο εγκρίθηκε το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά, είχε δε δρομολογηθεί σε πολύ προγενέστερο χρόνο. Πράγματι, του εν λόγω πρ. δ/τος είχαν προηγηθεί το Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας – Αττικής (ν. 4277/2014, Α΄ 156), το οποίο προέβλεψε τόσο τον Μ.Π.Ε.Α. ως σημαντικό κέντρο, μεταξύ άλλων, περιβαλλοντικής ανάπτυξης όσο και το, εντός αυτού, Μητροπολιτικό Πάρκο, καθώς και ο ν. 4062/2012, βασικό στοιχείο του οποίου υπήρξαν οι προβλέψεις ως προς το Πάρκο αυτό, τέλος δε η οικεία Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων με τις λεπτομερείς σχεδιαστικές ρυθμίσεις ως προς το Πάρκο (βλ. ανωτέρω, δέκατη τρίτη σκέψη). Η μεταβολή, επομένως, του δασικού χαρακτήρα όσων τμημάτων του Μ.Π.Ε.Α., τυχόν, τον διατηρούσαν παρά την αφιέρωση του μεγαλύτερου τμήματός του στη χρήση κρατικού αεροδρομίου ήδη προ της ισχύος του Συντάγματος του 1975, αλλά και την κατασκευή ολυμπιακών εγκαταστάσεων σε μεταγενέστερο χρόνο βάσει του προϊσχύσαντος Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας [ν. 1515/1985 (Α΄ 18), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ν. 2730/1999 (Α΄ 130) ενόψει της τελέσεως των Ολυμπιακών Αγώνων], μεταγενεστέρως, έχει αποτελέσει σαφή ρυθμιστική επιλογή ενός τουλάχιστον νομοθετήματος που επιχείρησε χωροταξικό σχεδιασμό, ο οποίος, με τα χαρακτηριστικά που εκτίθενται στη δωδέκατη σκέψη, ενσωματώνει την συνταγματική επιταγή της προστασίας του περιβάλλοντος και εναρμονίζεται με το Σύνταγμα (βλ. ΣτΕ 1761/2019 Ολομ., 1305/2019 Ολομ.), προβλέποντας τη δημιουργία Πάρκου υπερδεκαπλάσιας επιφάνειας από το σύνολο των αμφισβητηθέντων τμημάτων 1- 15 με οργανωμένη μεταφύτευση των υπαρχόντων στα τμήματα αυτά δασικών φυτών. Ο σχεδιασμός αυτός, εξάλλου, δεν συνιστά μη νόμιμη ευθεία πολεοδόμηση, η οποία, εφόσον καταλαμβάνει εκτάσεις δασικού χαρακτήρα, μπορεί μόνον, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, να τις διατηρεί ως δασικούς θύλακες. Πράγματι, οι επίμαχες εκτάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους, ευρίσκονται εκτός ισχύοντος ρυμοτομικού σχεδίου, δεν καταλαμβάνονται δε, κατά τα προαναφερόμενα, ούτε από Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, και δεν αποτελούσαν, βεβαίως, πολεοδομημένες εκτάσεις κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του Κρατικού Αερολιμένα, δεν πολεοδομήθηκαν ούτε από το ν. 4062/2012 ούτε από το Νέο Ρυθμιστικό Αθήνας Αττικής (ν. 4277/2014), ενόψει των οποίων εκπονήθηκε η προεκτιθέμενη, λεπτομερής ως προς το Πάρκο, ΣΜΠΕ, περαιτέρω δε, δεν πολεοδομήθηκαν ούτε με το μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης πράξης Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (από 28.2.2018 πρ. δ/μα). Το τελευταίο, έχοντας χωροταξικό και όχι πολεοδομικό χαρακτήρα, προέβλεψε, μεν, την έγκριση πολεοδομικών μελετών ως προς τις καθοριζόμενες από το ίδιο “ζώνες πολεοδόμησης”, αυτές, όμως, δεν μπορούν παρά να υλοποιούν τη χωρική ταυτότητα του ακινήτου, όπως αυτή διαμορφώθηκε από το, χωροταξικού περιεχομένου, ΣΟΑ, και δεν θα προβούν οι ίδιες σε μεταβολή, μέσω απευθείας πολεοδόμησης, του προορισμού όσων από τις επιμέρους εκτάσεις του Πόλου είχαν, τυχόν, δασικό χαρακτήρα. Έτσι, η μεταβολή του δασικού χαρακτήρα όσων, τυχόν, εκτάσεων διέθεταν το χαρακτήρα αυτό, είναι απότοκος του προηγηθέντος των πολεοδομικών μελετών χωροταξικού σχεδιασμού, ο οποίος ολοκληρώθηκε, μεν, με το μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης πράξης από 28.2.2018 πρ. δ/μα, είχε, όμως, ήδη αποκρυσταλλωθεί σε σημαντικό βαθμό πριν από την έκδοσή της. Υπό τα δεδομένα αυτά, και πέραν της αλλαγής προορισμού της έκτασης σε χρόνο προγενέστερο της 11.6.1975, δεν υπήρχε, και για έναν επιπλέον λόγο, έδαφος χαρακτηρισμού των ως άνω εκτάσεων ως δασικών, αφού και όσες από τις εκτάσεις εντός του Πόλου έφεραν δασικό χαρακτήρα, αυτές, πάντως, έχουν αποβάλει το χαρακτήρα αυτό με νομοθετήματα χωροταξικού σχεδιασμού, τα οποία, σε συμφωνία με το Σύνταγμα, μετάβαλαν τον, τυχόν, δασικό προορισμό τους με ταυτόχρονη έγκριση και επιβολή των ανάλογων περιβαλλοντικών αντισταθμισμάτων, και, ιδίως την πρόβλεψη του προπεριγραφομένου Μητροπολιτικού Πάρκου. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ό. Ζ., Θ. Α., Β. Π., Ι. Α., Β. Α. και Φ. Γ., από τις ως άνω διοικητικές πράξεις και νόμους δεν προκύπτει ότι επηρεάσθηκε, αμέσως ή εμμέσως, πριν ή μετά το Σύνταγμα του 1975, ο δασικός χαρακτήρας του επίμαχου τεμαχίου 8. Ειδικότερα, με την απαλλοτρίωση του έτους 1959 μετέστη απλώς η κυριότητα του ακινήτου του Κολλεγίου Ελληνικού στο Δημόσιο “για τις ανάγκες” του ιδρυθέντος το 1955 αερολιμένος του Ελληνικού, η δε μνεία στην πράξη αυτή των κτιρίων, φυτειών και λοιπών εγκαταστάσεων διευκρινίζει, εκ περισσού (ΣΕ 2413/2009 7μ. σκ. 5 κ.ά.), ότι με το έδαφος του ακινήτου μεταβιβάζονται και τα κατ’ άρθρο 954 ΑΚ συστατικά του, μεταξύ των οποίων και οι φυτείες (βλ. άρθ. 4 β.δ. 29.4.1953 περί Κώδ. Απαλλ., 3 ν.δ. 797/1971, 4 ν. 2882/2001). Εξ άλλου, ως “ανάγκες” του αερολιμένα κατά την ίδια πράξη νοούνται προδήλως όχι μόνο οι αεροδιάδρομοι, αλλά και οι ελεύθεροι χώροι αυτού, φυτεμένοι ή μη. Εν όψει τούτων, η πράξη απαλλοτριώσεως ουδόλως μετέβαλε τον χαρακτήρα του επίμαχου τεμαχίου, το οποίο διατηρήθηκε ως φυτεία εντός του χώρου του αεροδρομίου, αδιαφόρως της χρησιμότητάς του (ως ηχοπετάσματος, προς καλλωπισμό, προς οπτική απομόνωση κλπ). Μετά το Σύνταγμα του 1975 η εν λόγω φυτεία υπήχθη στην προστασία των άρθρων 24 και 117 αυτού, και των διατάξεων του εκτελεστικού ν. 998/1979. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές (α) δασικές εκτάσεις απαγορεύεται κατ’ αρχήν να ενταχθούν σε σχέδιο πόλεως, αν ενταχθούν δε κατ’ εξαίρεση διατηρούνται υποχρεωτικά ως δασικοί θύλακες και χαρακτηρίζονται ως κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου (πάρκα ή άλση) (ΣΕ 88/2016, 281/1990, 1163/1991, 1525/2020 7μ. κ.ά.), (β) οι εντός πόλεων και οικισμών κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου αποτελούν υποκατάστατο φυσικού περιβάλλοντος (ΣΕ 787/2016, 2242/1994 7μ.), εξομοιώνονται λόγω της σημασίας των προς δασικές εκτάσεις και απαγορεύεται η αλλαγή προορισμού τους (άρθ. 3 παρ. 4 (5), 49 παρ. 1 (ήδη άρθρα 58-59) ν. 998/1979, ΣΕ 974/2005, 1162/2011, 2559/2017, 1118/1993), (γ) για τις επιτρεπόμενες κατά νόμο επεμβάσεις σε δασικές εκτάσεις (εκτός σχεδίου) απαιτείται έγκριση επεμβάσεως δασικού οργάνου, η οποία ανέκαθεν απαιτούσε «μελέτη επιπτώσεων επί του περιβάλλοντος και αντιμετωπίσεως τούτων” ως προς μείζονος σημασίας και εκτάσεως επεμβάσεις, (ή γνωμοδότηση αυτού και ΑΕΠΟ, κατά τα ήδη εκτεθέντα, σκ. 9 επ.), κατόπιν πράξεως χαρακτηρισμού της εκτάσεως [βλ. άρθ. 45 παρ. 4 εδ. β΄ ν. 998/1979, προστεθέν με το άρθ. 5 παρ. 1 του ν. 4467/2017 (Α΄ 56/13.4.2017) και αφορών όλες τις επεμβάσεις του έκτου κεφαλαίου του ν. 998/1979], (δ) επεμβάσεις σε πάρκα και άλση εντός σχεδίων πόλεων επιτρέπονται όλως κατ’ εξαίρεση, υπό τις προϋποθέσεις του άρθ. 49 παρ. 1 του ν. 998/1979 (ήδη άρθρα 58 και 59 αυτού, άρθρο 36 του ν. 4280/2014), κατόπιν πάντως χαρακτηρισμού της εκτάσεως (προαναφ. άρθ. 45 παρ. 4 εδ. β΄ ν. 998/1979, όπως ισχύει), και (ε) ο χαρακτηρισμός εκτάσεως ως δάσους ή δασικής ή μη (άρθ. 14 του ν. 998/1979) γίνεται αποκλειστικά με πράξη του δασάρχη, υποκείμενη σε ενδικοφανή διαδικασία ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών, και έχει ως αντικείμενο την έγκυρη διαπίστωση αν η έκταση, εν όψει της βλαστήσεως και των χαρακτηριστικών της, αποτελεί δάσος ή δασικό οικοσύστημα, την έννοια των οποίων δίδει το ίδιο το Σύνταγμα (βλ. ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 24). Τέλος, ο χαρακτήρας της επίμαχης εκτάσεως δεν επηρεάσθηκε από την έκδοση των ν. 4062/2012 και 4277/2014 (ΡΣΑ), ούτε από τις διατάξεις του, μεταγενέστερου της προσβαλλομένης, από 28.2-1.3.2018 π.δ/τος περί ιδρύσεως του Μ.Π.Ε.Α. Ειδικότερα, οι διατάξεις του τελευταίου δ/τος, πέραν του Μητροπολιτικού Πάρκου, εκτάσεως 2.000 στρ., προβλέπουν επιπλέον κοινόχρηστους χώρους πρασίνου κλπ εκτάσεως τουλάχιστον 1.600 στρ. (άρθ. 2 παρ. 2 γ-δ) εντός των πολεοδομικών ενοτήτων που πρόκειται να δημιουργηθούν κατά την εφαρμογή του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης με την έκδοση των οικείων πολεοδομικών μελετών (άρθρα 3 ν. 4062/2012, 3 π.δ. 28.2-1.3.2018), εντός των οποίων πρέπει να ενταχθούν, υποχρεωτικώς κατά τα προεκτεθέντα, ως κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, οι υφιστάμενες εντός του Μ.Π.Ε.Α. δασικές εκτάσεις, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο τεμάχιο 8, οι οποίες δεν συμψηφίζονται με την έκταση του Πάρκου, αλλά προστίθενται σ’ αυτήν. Εν όψει τούτων παρέλκει η έρευνα των στόχων του Μητροπολιτικού Πόλου καθώς και της διαρρύθμισης του Μητροπολιτικού Πάρκου διότι η επίμαχη έκταση κείται εκτός του Πάρκου.
- Επειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 32 και επ. του ως άνω ν. 4280/2014 (Α΄ 159) επήλθαν εκτεταμένες τροποποιήσεις στις διατάξεις του ν. 998/1979 (βλ. μνημονευόμενο στις προηγούμενες σκέψεις άρθρο 36). Μεταξύ αυτών, με το άρθρο 32 παρ. 4 καταργήθηκε η παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ίσχυε, και αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 έως 6 του άρθρου αυτού ως εξής: «3. Ως δάση και δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται, αντιστοίχως από δάση και δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων και οι άβατοι κλιτύες αυτών. Οι εκτάσεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, έστω και αν περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις. 4. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση, το περιαστικό πράσινο, οι κηρυγμένες δασωτέες ή αναδασωτέες εκτάσεις… 5. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου πλην των περιπτώσεων των άρθρων 17, 22, 63, 64 και 65 του παρόντος νόμου … υπάγονται και οι εκτάσεις των επόμενων περιπτώσεων α΄ και β΄ του παρόντος, που δεν έχουν αναγνωριστεί ως ιδιωτικές με έναν από τους τρόπους του άρθρου 10 του ν. 3208/2003: α) Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική, ποώδη ή άλλη αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση που δεν συνιστά δασοβιοκοινότητα. β) Οι βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις των ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών. γ) Οι εκτάσεις των περιπτώσεων 5α και 5β του παρόντος δεν κηρύσσονται αναδασωτέες, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του παρόντος νόμου, δύνανται όμως να κηρυχθούν δασωτέες, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 37… δ)… 6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε στις διατάξεις του παρόντος νόμου: α) Οι ανέκαθεν γεωργικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις. β) Οι εκτάσεις που έχουν τη μορφή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του παρόντος, που στη λήψη Α/Φ έτους 1945 ή, εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς, του 1960, εμφάνιζαν αγροτική μορφή. γ) Οι τεχνητές δασικές φυτείες που δημιουργούνται από τους ιδιοκτήτες τους, ως και οι από αυτούς φυτεύσεις δένδρων, επί εκτάσεων που έχουν τη μορφή των ανωτέρω περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 5 ή των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου 6, είτε σε εφαρμογή εθνικών ή κοινοτικών προγραμμάτων είτε όχι, με σκοπό την παραγωγή και εμπορία δασικών προϊόντων ή την αναβάθμιση της αισθητικής του τοπίου. δ)…».
- Επειδή, κατά της ως άνω ./2017 αποφάσεως της Τεχνικής Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων (ΤΕΕΑ) ασκήθηκαν δύο αιτήσεις ακυρώσεως. Επιληφθέν της πρώτης από αυτές, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, με την 156/2020 απόφασή του, δέχθηκε ότι, ενόψει όσων εκτέθηκαν και ανεξαρτήτως αν σε όλα τα επίμαχα τμήματα (1 έως 15) έχουν, πράγματι, δημιουργηθεί τεχνητές φυτεύσεις με σκοπό την αναβάθμιση της αισθητικής του τοπίου (βλ. εκθέσεις αυτοψίας και φωτοερμηνείας, στις οποίες δεν προσδιορίζονται το είδος, η θέση, η πυκνότητα και το εμβαδόν των ως άνω φυτεύσεων στο καθένα από αυτά για τον συγκεκριμένο σκοπό), τα εν λόγω τμήματα έχουν τη μορφή πεδινών χορτολιβαδικών – ημιβραχωδών εκτάσεων, μη κειμένων επί ανωμάλων εδαφών, φέρουν δε δασική βλάστηση, η οποία προήλθε είτε με φυσικό είτε και με τεχνητό τρόπο διαχρονικά από το έτος 1929. Τα τμήματα αυτά χαρακτηρίσθηκαν με την προσβληθείσα με την αίτηση πράξη της ΤΕΕΑ ως μη δασικά και, ειδικότερα, ως υπαγόμενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την ανωτέρω τροποποίηση με τον ν. 4280/2014. Ενόψει τούτων, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά έκρινε ότι πρέπει να αναβληθεί η οριστική κρίση του επί της αιτήσεως ακυρώσεως εκείνης και να τεθούν στο Συμβούλιο της Επικρατείας τα εξής προδικαστικά ερωτήματα : «1. Αν, καταρχάς, είναι συνταγματικώς ανεκτή η εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία όλων ανεξαιρέτως των “τεχνητών δασικών φυτειών” και των τεχνητών “φυτεύσεων δένδρων” με σκοπό “την αναβάθμιση της αισθητικής του τοπίου”, ανεξαρτήτως της μορφής των εκτάσεων, στις οποίες αυτές έχουν δημιουργηθεί, κατά την έννοια της διάταξης της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014. 2. Σε περίπτωση καταφατικής, εν όλω ή εν μέρει, απάντησης στο 1ο ερώτημα, αρκεί, περαιτέρω, για την εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία μόνη η ελεύθερη βούληση του ιδιοκτήτη να προβεί στις επίμαχες τεχνητές φυτεύσεις, ενόψει του ότι δεν έχουν τεθεί από τον νομοθέτη συγκεκριμένα κριτήρια, βάσει των οποίων δύναται να αποδειχθεί ότι οι τεχνητές φυτεύσεις αποσκοπούν, πράγματι, στην “αναβάθμιση της αισθητικής του τοπίου”. 3. Αν, ειδικότερα, είναι συνταγματικώς ανεκτή η εξαίρεση από τη δασική προστασία των τεχνητών δασικών φυτειών και των τεχνητών φυτεύσεων δένδρων για τον ως άνω σκοπό επί εκτάσεων πεδινών ημιβραχωδών – χορτολιβαδικών, μη κειμένων επί ανωμάλων εδαφών, οι οποίες (εκτάσεις) δεν προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία, κατά τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 6 και των περιπτώσεων α΄ και β΄ (εξ αντιδιαστολής) της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014, καθώς και της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. 32/2016. Σε καταφατική δε περίπτωση, αν, ακολούθως, είναι συνταγματικώς ανεκτό να εξαιρεθούν από τη δασική νομοθεσία οι εν λόγω εκτάσεις, εφόσον παράλληλα με την τεχνητή φύτευση των δασικών φυτειών ή των δένδρων υφίστατο σ’ αυτές αυτοφυής δασική βλάστηση, ώστε όλες οι βλαστήσεις (φυσικές και τεχνητές) να αποτελούν από κοινού ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές)». Επιληφθέν, εξάλλου, της παρούσης, δεύτερης αιτήσεως ακυρώσεως κατά της ως άνω ./2017 απόφασης της ΤΕΕΑ, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω 157/2000 απόφασή του, παρέπεμψε και την υπόθεση αυτή στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Περαιτέρω, με την 666/2021 απόφαση του Δικαστηρίου κρίθηκε, μεν, ότι η επίλυση του ως άνω προδικαστικού ζητήματος, υποβληθέντος παραδεκτώς και συννόμως, θα ήταν αλυσιτελής, συνέτρεχε, όμως, περίπτωση να εκδικασθεί η υπόθεση περαιτέρω για λόγους οικονομίας της δίκης. Ενόψει τούτων, και η παρούσα υπόθεση πρέπει ομοίως να εκδικασθεί περαιτέρω για τους ίδιους λόγους.
- Επειδή, με την αίτηση προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 περ. γ΄ της του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014, στην οποία στηρίχθηκε η πράξη χαρακτηρισμού και η προσβαλλόμενη απόφαση της ΤΕΕΑ, αντίκειται στο Σύνταγμα. Ο λόγος, όμως, αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι η μη υπαγωγή στη δασική νομοθεσία της όλης εκτάσεως που χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική με τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 με την προσβαλλόμενη ./2.10.2017 απόφαση της Τεχνικής Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων, παρίσταται ως ευθεία απόρροια της εφαρμογής των νομικών κανόνων που εκτίθενται στις προηγούμενες σκέψεις (απώλεια δασικού χαρακτήρα λόγω διοικητικών πράξεων εκδοθεισών προ της 11.6.1975 και, περαιτέρω, λόγω υπαγωγής της έκτασης σε χωροταξικό σχεδιασμό που ενσωματώνει, επαρκώς κατά το Σύνταγμα -βλ. ΣτΕ 1761/2019 Ολομ., 1305/2019 Ολομ.-, την παράμετρο της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και επιβάλλει τα κατάλληλα περιβαλλοντικά αντισταθμίσματα). Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ό. Ζ., Θ. Α., Β. Π., Ι. Α., Β. Α. και Φ. Γ., ο λόγος ακυρώσεως προβάλλεται λυσιτελώς διότι, κατά τα εκτεθέντα (βλ. μειοψηφία στη σκέψη 15), το ζήτημα του χαρακτηρισμού της επίμαχης εκτάσεως ως δασικής ή μη δεν επιλύθηκε (πριν ή μετά το Σύνταγμα του 1975), δύναται δε να επιλυθεί κατά συνταγματικώς έγκυρο τρόπο μόνο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 του ν. 998/1979, με τα κριτήρια που προβλέπει ο νόμος και το Σύνταγμα. Το ζήτημα τούτο είναι αυτοτελές και αποτελεί πρόκριμα τόσο για την ένταξη της επίμαχης εκτάσεως ως χώρου πρασίνου ή ως οικοδομήσιμου χώρου κατά την πολεοδομική διαρρύθμιση των προς πολεοδόμηση εκτάσεων του Μ.Π.Ε.Α., όσο και για την επιχείρηση έργων στην έκταση αυτή είτε είναι εντός είτε εκτός σχεδίου πόλεως (άρθ. 45 παρ. 4 εδ. β ν. 998/1979). Από την άποψη δε αυτή δεν είναι κρίσιμο το γεγονός ότι η περιοχή έχει υπαχθεί σε «χωροταξικό σχεδιασμό», διότι μια έκταση χάνει τον δασικό της χαρακτήρα μόνο με την ένταξή της σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ή πολεοδομική μελέτη, όχι δε σε πράξεις χωροταξικού σχεδιασμού (βλ. ΣΕ 2720/2013 σκ. 7 κ.ά.). Δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι, λόγω καθυστέρησης εκδίκασης της υποθέσεως, έχουν τυχόν εκδοθεί εν τω μεταξύ άλλες διοικητικές πράξεις που λαμβάνουν ως δεδομένο τον μη δασικό χαρακτήρα της επίμαχης εκτάσεως (γνωμοδοτήσεις δασικών οργάνων, πράξεις πολεοδομικού χαρακτήρα κλπ). Και τούτο διότι, υπό την εκδοχή ακυρώσεως της προσβαλλομένης κατ’ αποδοχή του προβαλλόμενου λόγου και επικυρώσεως της πράξεως χαρακτηρισμού, οι εν λόγω μεταγενέστερες πράξεις, καθ’ ο μέρος αφορούν το εν λόγω τεμάχιο, θα καταστούν ακυρωτέες (σε περίπτωση προσβολής τους δικαστικώς), ή θα υπόκεινται ενδεχομένως σε ανάκληση (η οποία αποτελεί θεμιτό κατασταλτικό μέτρο προστασίας παρανόμως αποχαρακτηρισθείσας δασικής εκτάσεως) κατόπιν σχετικής αιτήσεως των εχόντων έννομο συμφέρον. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός ακυρώσεως προβάλλεται, κατά τη γνώμη αυτή, λυσιτελώς και θα έπρεπε να εξετασθεί περαιτέρω.
- Επειδή, με το από 30.11.2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων των αιτούντων προβάλλεται ότι τόσο η προσβαλλόμενη πράξη όσο και η πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη είναι παράνομες και ακυρωτέες, διότι με την έκδοσή τους διεκόπη η διαδικασία ανάρτησης και κύρωσης του ήδη (από το 2010) θεωρημένου δασικού χάρτη της περιοχής, η διακοπή δε αυτή παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, σχετικά με την υποχρέωση κατάρτισης δασολογίου, των άρθρων 13 και 14 του ν. 3889/2010 και των άρθρων 153 και 155 του ν. 4389/2016, διότι ακολουθήθηκε η διαδικασία έκδοσης της πράξης χαρακτηρισμού αντί της ανάρτησης και της κύρωσης του δασικού χάρτη, ο οποίος μη νομίμως παραλείφθηκε να αναρτηθεί, κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις, τούτο δε συνιστά, επιπλέον, κατάχρηση διαδικασίας. Ανεξαρτήτως, όμως, του γεγονότος ότι, κατά το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν. 4280/2014, η διαδικασία χαρακτηρισμού ορισμένης έκτασης ως δασικού χαρακτήρα ή μη, δεν είναι επιτρεπτό να κινείται μετά την ανάρτηση του δασικού χάρτη προς υποβολή αντιρρήσεων, και όχι μετά την, προηγούμενη της αναρτήσεως, θεώρησή του, όπως αβασίμως προβάλλεται, εν προκειμένω, πάντως, η όλη περιοχή του Μ.Π.Ε.Α. δεν θα ήταν, κατά τα προεκτεθέντα, σε κάθε περίπτωση, δυνατόν να υπαχθεί στη δασική νομοθεσία ούτε να αποτυπωθεί στον δασικό χάρτη των άρθρων 13 και επ. του ν. 3889/2010 ως δασική και, επομένως, η κρίση την δασικών αρχών περί του μη δασικού της χαρακτήρα, έστω και με αιτιολογία διαφορετική, κατά τα προαναφερόμενα, από αυτή στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη, είναι, ως προς το διατακτικό της, νόμιμη. Συνεπώς, ο προκείμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην ανάρτηση δασικού χάρτη, η οποία θα απέτρεπε την κίνηση της διαδικασίας χαρακτηρισμού του άρθρου 14 του ν. 998/1979, αποτελεί προϊόν κατάχρησης εξουσίας, είναι επίσης απορριπτέος, διότι η έλλειψη ανηρτημένου δασικού χάρτη στην ευρύτερη περιοχή, η νομιμότητα της οποίας, πάντως, δεν είναι αντικείμενο της παρούσας δίκης, οφειλόμενη σε υπηρεσιακούς λόγους και αφορώσα, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. ../22.5.2018 έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής προς το Συμβούλιο της Επικρατείας), σε περιοχές της αρμοδιότητας ορισμένων δασαρχείων της Αττικής, δεν αποδεικνύεται από τους αιτούντες ότι είχε ως σκοπό να καταστήσει επιτρεπτή την κίνηση ειδικώς της επίμαχης διαδικασίας χαρακτηρισμού.
- Επειδή, τέλος, είναι απορριπτέος ο λόγος, σύμφωνα με τον οποίο τόσο η προσβαλλόμενη απόφαση της ΤΕΕΑ όσο και η πράξη χαρακτηρισμού έχουν εκδοθεί κατά παράβαση των τεχνικών προδιαγραφών έκδοσης της πράξης χαρακτηρισμού, κατά την 118790/7487/22.10.2014 υπουργική απόφαση (Β΄ 3632), ιδίως σε σχέση με το συνοδευτικό τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, απεικονίζει παρωχημένο, προ της κατασκευής του αεροδρομίου, ανάγλυφο εδάφους, χωρίς τα υφιστάμενα κτίρια, τις σχετικές διαμορφώσεις, το σύνολο των χώρων που φέρουν βλάστηση και τις θεσμικές οριογραμμές (εγκεκριμένα ρυμοτομικά ή σχέδια πόλης, απαλλοτριώσεις, πρ.δ/τα χρήσεων γης). Ο λόγος αυτός, πέραν της, κατά τα αμέσως προαναφερόμενα, αλυσιτελείας του, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, δεδομένου ότι οι αιτούντες δεν προβάλλουν συγκεκριμένους ισχυρισμούς ως προς την επίπτωση των, κατά τους ίδιους, πλημμελειών του διαγράμματος στη φύση των εκτάσεων, χαρακτηρισθεισών ως μη δασικών.
- Επειδή, κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της και ως προς τους αιτούντες ως προς τους οποίους η αίτηση δεν είχε απορριφθεί με την ως άνω 157/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, πρέπει δε να γίνουν δεκτές οι ασκηθείσες παρεμβάσεις.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως και ως προς τους αιτούντες, ως προς τους οποίους η αίτηση δεν είχε απορριφθεί με την 157/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Δέχεται τις ασκηθείσες παρεμβάσεις.