ΣΤΕ 162/2021 [ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΦΟΡΕΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΆΔΕΙΑΣ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΠΟΘΗΚΗΣ ΕΝΤΟΣ ΑΥΤΗΣ]
Περίληψη
– Προκειμένου να δικαιολογηθεί η παραδεκτή άσκηση της εφέσεως, προβάλλεται, σε σχέση με προβαλλόμενο λόγο εφέσεως, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ως προς το τιθέμενο με αυτόν νομικό ζήτημα, εάν δηλαδή η γνωμοδοτική αρμοδιότητα των ιδρυθέντων με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002 Φορέων Διαχείρισης πριν την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων στην περιοχή ευθύνης τους προϋποθέτει την έκδοση π.δ χαρακτηρισμού και προστασίας της περιοχής, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 1650/1986. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος από την άποψη των προϋποθέσεων του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 και επομένως, ο αντίστοιχος λόγος εφέσεως είναι παραδεκτός και η έφεση, η οποία, κατά τα λοιπά ασκείται παραδεκτώς, πρέπει να εξεταστεί κατ’ ουσίαν ως προς τον ανωτέρω λόγο.
Ο κοινός νομοθέτης προέβη στην ίδρυση εικοσιπέντε Φορέων Διαχείρισης (25), σε καθορισμό της χωρικής τους αρμοδιότητας, στη ρύθμιση ζητημάτων εποπτείας, διοίκησης στελέχωσης, αρμοδιοτήτων και εν γένει οργάνωσης, προκειμένου να αποφύγει την, κατά την εκτίμησή του, χρονοβόρα διαδικασία ίδρυσης των Φορέων αυτών με το προεδρικό διάταγμα χαρακτηρισμού και καθορισμού όρων προστασίας της περιοχής που ανήκει στην αρμοδιότητά τους και προκειμένου να διασφαλισθούν περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές, οι οποίες προστατεύονται από το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο. Η εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού επιβάλλει την άμεση ενεργοποίηση των Φορέων Διαχείρισης, συνεπώς και των αρμοδιοτήτων εκείνων, οι οποίες, όπως η γνωμοδότηση κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργου στην περιοχή ευθύνης του οικείου Φορέα, δεν συνδέονται, κατ’ανάγκη, με την προηγούμενη έκδοση προεδρικού διατάγματος για τον χαρακτηρισμό ορισμένης περιοχής και των όρων προστασίας αυτής, βάσει του άρθρου 21 παρ. 1 του ν. 1650/1986, είναι όμως κρίσιμες για την αποφυγή υποβάθμισης της περιοχής, ιδίως στην περίπτωση που δεν έχει καθορισθεί με π.δ. το καθεστώς προστασίας της.
Με το άρθρο 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ «περί της διατηρήσεως των άγριων πτηνών», σε συμμόρφωση προς την οποία εκδόθηκε η κοινή απόφαση του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας και Αναπληρωτή Υπουργού Γεωργίας 414985/29.11.1985, θεσπίζεται τόσο για τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα I, όσο και για τα αποδημητικά πτηνά, ειδικό και ενισχυμένο σύστημα προστασίας. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει μέτρα γενικής και ειδικής διατήρησης, όπως είναι η δημιουργία ζωνών προστασίας και ειδικών προστατευτικών ζωνών (Ζ.Ε.Π.), βάσει αποκλειστικών και μόνον ορνιθολογικών κριτηρίων, χωρίς να μπορούν, παράλληλα, να ληφθούν υπόψη επιταγές οικονομικής φύσεως.
Από τη συνδυασμένη, εξάλλου, ερμηνεία των άρθρων 4 της οδηγίας περί πτηνών και 6 και 7 της οδηγίας περί οικοτόπων συνάγεται, περαιτέρω, ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 6 παρ. 2-4 ισχύουν για ζώνες που έχουν χαρακτηρισθεί, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 ή 2 της οδηγίας περί πτηνών. Αντίθετα, σε ζώνες οι οποίες δεν έχουν καταταγεί ως Ζ.Ε.Π., ενώ θα έπρεπε να είχε εξετασθεί η υπαγωγή τους σε κάποιο προστατευτικό καθεστώς, εφαρμόζεται το αυστηρό καθεστώς προστασίας του άρθρου 4 παρ. 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ περί πτηνών.
Ανεξαρτήτως δε εάν η περιοχή ευθύνης του εκκαλούντος Φορέα, όπως τα όρια αυτής καθορίσθηκαν με τον ν. 3044/2002, περιελάμβανε και τις ανωτέρω περιοχές που χρήζουν προστασίας βάσει του ενωσιακού δικαίου, εφόσον η ιδιοκτησία της εφεσίβλητης περιλαμβανόταν στην περιοχή ευθύνης του εκκαλούντος, σύμφωνα με το ν. 3044/2002, η οποία τελούσε υπό το καθεστώς προστασίας της κυρωθείσας με τον ν.δ 191/1974 συνθήκης Ραμσάρ, ο εκκαλών Φορέας Διαχείρισης, θα έπρεπε να είχε γνωμοδοτήσει, μέσω του Διοικητικού του Συμβουλίου, πριν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την εγκατάσταση της εφεσίβλητης. Εξάλλου, η γνωμοδότηση του εκκαλούντος Φορέα, η οποία εντάσσεται στην προσπάθεια αποφυγής της υποβάθμισης περιβαλλοντικά ευαίσθητων περιοχών, σύμφωνα και με την αρχή της πρόληψης, είναι ανεξάρτητη από την έκδοση π.δ/τος χαρακτηρισμού της περιοχής ευθύνης του εκκαλούντος και καθορισμού των όρων προστασίας αυτής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του ν. 1650/1986, οι διατάξεις του οποίου δεν θίγονται, ενώ δε συνδέεται με τη μεταγενεστέρως εκδοθείσα 12966/23.3.2009 ΚΥΑ, με την οποία χαρακτηρίσθηκε η ευρύτερη χερσαία, υδάτινη και θαλάσσια περιοχή ως Εθνικό Πάρκο, η οποία, εκτός του ότι δεν ίσχυε κατά τον χρόνο έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, ήταν μη νόμιμη, όπως άλλωστε κρίθηκε τελικώς με την απόφαση σε Συμβούλιο 1705/2016, του Συμβουλίου της Επικράτειας, διότι δεν είχε περιβληθεί τον τύπο του προεδρικού διατάγματος.
Το συμφέρον του τρίτου που βλάπτεται από ακυρωτική απόφαση, το οποίο τον νομιμοποιεί να ασκήσει τριτανακοπή πρέπει να βρίσκεται σε άμεσο νομικό σύνδεσμο με την έννομη διοικητική σχέση που ρυθμίστηκε με την απόφαση αυτή. Πρέπει δηλαδή ο ανακόπτων να υφίσταται και να επικαλείται βλάβη, η οποία τελεί σε άμεση αιτιώδη νομική σχέση με την ανακοπτόμενη απόφαση, η επέλευση της οποίας είναι βέβαια, αν δεν ανατραπεί η ακυρωτική απόφαση και όχι απλώς ενδεχόμενη.
Με την κρινόμενη τριτανακοπή προβάλλεται ότι είναι εσφαλμένη η κρίση της τριτανακοπτόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία, κατά τον χρόνο της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του έργου της εμπορικής αποθήκης της καθής δεν χρειαζόταν γνωμοδότηση του τριτανακόπτοντος Φορέα, εφόσον, κατά τον χρόνο αυτό, δεν υπήρχε θεσμοθετημένο καθεστώς προστασίας της περιοχής και οι αρμοδιότητες των φορέων, συμπεριλαμβανομένης και της γνωμοδοτικής, είχαν ως προϋπόθεση την έκδοση πράξεως χαρακτηρισμού κατά τις διακρίσεις του ν. 1650/1986.
Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, ενόψει των όσων έχουν εκτεθεί σχετικά με την υποχρεωτική γνωμοδότηση του Φορέα πριν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 2742/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3044/200.
Κατόπιν τούτου, πρέπει να εξαφανισθεί η τριτανακοπτόμενη απόφαση και να εξετασθεί η αίτηση ακυρώσεως κατά του σήματος του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης της Ν.Α. Θεσσαλονίκης, με το οποίο διεκόπησαν οι εργασίες κατασκευής της εμπορικής αποθήκης της αιτούσας εταιρείας εξαιτίας της μη προηγούμενης γνωμοδότησης του Φορέα Διαχείρισης κατά τον χρόνο έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Με την αίτηση ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νομίμως αιτιολογημένη, διότι, κατά το χρόνο έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, δεν είχε θεσπισθεί καθεστώς προστασίας στην περιοχή και επομένως δεν ήταν απαραίτητη η γνωμοδότηση του Φορέα Διαχείρισης πριν την έγκριση της σχετικής απόφασης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, ενόψει των όσων έχουν ήδη αναφερθεί σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 15 του ν. 2742/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Μ.-Ε. Παπαδημήτρη
Βασικές σκέψεις
2. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 721/2016 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε τριτανακοπή του εκκαλούντος Φορέα κατά της υπ’ αριθμ. 2480/2013 αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως της ήδη εφεσίβλητης εταιρείας «A. L. A.E» και ακυρώθηκε, ως μη νομίμως αιτιολογημένο, το υπ’αριθ. 29/ΔΘ/12033/ 12.11.2009 σήμα του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης της Ν.Α. Θεσσαλονίκης. Με το σήμα αυτό διεκόπησαν οικοδομικές εργασίες οι οποίες εκτελούνταν στο γεωτεμάχιο υπ’αριθ. 1099 της ανωτέρω εταιρείας για την ανέγερση εμπορικής αποθήκης 12.200 τ.μ. στην περιοχή του δέλτα των ποταμών Αλιάκμονα, Λουδία, Αξιού για το λόγο ότι, βάσει σχετικών έγγράφων του Υπουργείου Περιβάλλοντος , Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και της Διεύθυνσης Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, ήταν υποχρεωτική για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων του ανωτέρω έργου η γνωμοδότηση του Φορέα Διαχείρισης της περιοχής.
3. Επειδή, με το άρθρο 8 του ν. 4109/2013 (Α΄16) έγινε συγχώνευση και κατάργηση φορέων διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών. Ειδικώς ως προς τον εκκαλούντα Φορέα Διαχείρισης Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα προβλέφθηκε ότι συγχωνεύεται με τον Φορέα Διαχείρισης Λίμνης Κερκίνης, και τον Φορέα Διαχείρισης Λίμνης Κορώνειας – Βόλβης και ότι τα συγχωνευόμενα αυτά ΝΠΙΔ, που ιδρύθηκαν με την παρ. 10 του άρθρου 15 του ν. 2742/1999 (Α΄207), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002 (Α΄197), συνιστούν νέο ΝΠΙΔ με την επωνυμία “Φορέας Διαχείρισης Υγροτόπων Κεντρικής Μακεδονίας”. Περαιτέρω, με το ίδιο άρθρο του ως άνω νόμου ορίσθηκε μεταβατικό διάστημα λειτουργίας των καταργούμενων φορέων, διάρκειας ενός έτους από την ημερομηνία ισχύος του νόμου. Όσον αφορά στις εκκρεμείς δίκες των καταργούμενων φορέων, ορίσθηκε ότι σε περίπτωση μη αποπερατώσεώς τους κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αυτές συνεχίζονται χωρίς καμία άλλη διατύπωση και χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους, από τους φορείς στους οποίους μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητές τους (παρ. 20). Όμως η εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου του ν. 4109/2013 ανεστάλη και οι καταργηθέντες φορείς διαχείρισης, μεταξύ αυτών και ο εκκαλών, συνέχισαν να λειτουργούν με σειρά νομοθετικών παρατάσεων [άρθρο έκτο του ν. 4219/2013 (Α΄269), άρθρο 36 του ν. 4342/2015 (Α΄143), άρθρο 16 του ν. 4447/2016 (Α΄241)] έως 31.12.2017. Με αυτά τα δεδομένα, ο εκκαλών Φορέας Διαχείρισης Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα αφενός νομιμοποιείται να ασκήσει, ως ηττηθείς διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη, την κρινόμενη έφεση, αφετέρου νομίμως παρίσταται κατά τη συζήτηση της εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
4. Επειδή, για λογαριασμό του Δήμου Ευόσμου – Κορδελιού, ο οποίος δεν έχει καταθέσει δικόγραφο ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και ο οποίος υπήρξε κύριος διάδικος στην ακυρωτική δίκη, συνεχίζοντας τη δίκη ως καθού, αντί της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, και στη συνέχεια διάδικος στην δίκη επί της τριτανακοπής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, στην οποία παρέστη υπέρ του τριτανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος Φορέα Διαχείρισης, προσκομίσθηκε από δικηγόρο απασχολούμενο στο Δήμο με πάγια αντιμισθία, η απόφαση προσλήψεώς του, υπ’ αριθ. 932/22.7.2009, του Δημάρχου Ελευθερίου – Κορδελιού και η υπ’ αριθ. 52442/6.7.2012 απόφαση Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης σχετικά με την κατάταξη του τακτικού προσωπικού του Δήμου, στον δε πίνακα κατάταξης που περιέχεται στην απόφαση αυτή αναφέρεται και ο ανωτέρω δικηγόρος. Όμως ο δικηγόρος αυτός δε νομιμοποιήθηκε, εφόσον δεν προσκομίσθηκε πράξη παροχής πληρεξουσιότητας στον ανωτέρω δικηγόρο από το Δήμαρχο, δηλαδή, συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο (ΣτΕ 593/2015) ή, σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄82), αναλόγως εφαρμοζόμενο εν προκειμένω, δυνάμει του άρθρου 40 του π.δ 18/1989, άλλο προβλεπόμενο στο νόμο νομιμοποιητικό έγγραφο (βλ. αρ. 58 παρ. 1 περ. α ν. 3852/2010, Α΄ 87) (ΣτΕ 1630/2016 593/2015, 58/2015, 1328/2011). Εξάλλου, η προαναφερθείσα απόφαση προσλήψεως του ανωτέρω δικηγόρου από τον Δήμο δεν αρκεί για τη νομιμοποίηση του ανωτέρω δικηγόρου, διότι, ανεξαρτήτως του ότι η απόφαση αυτή αυτή, όπως και η ανωτέρω απόφαση κατάταξης του τακτικού προσωπικού του Δήμου απέχουν, αντιστοίχως, περίπου επτά και τέσσερα έτη από την άσκηση της κρινομένης εφέσεως, η προαναφερθείσα απόφαση προσλήψεως δεν περιέχει παροχή πληρεξουσιότητας ( πρβλ. ΣτΕ 340/2016, 2058/2014, 2676/2011 ).
5. Eπειδή, πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης με την κρινόμενη έφεση απόφασης, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 935/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση και διατάχθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Τμήμα του ακυρωτικού σχηματισμού του Δικαστηρίου, με διαφορετική σύνθεση, σε άλλη δικάσιμο, δεδομένου ότι, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, διαπιστώθηκε ότι ο Πρόεδρος και τα μέλη της σύνθεσης είχαν μετάσχει και στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση 2480/2013 επί της αίτησης ακύρωσης. Ενόψει του ότι κατά το άρθρο 58 παρ. 1 εδαφ. α του π.δ/τος 18/1989 (Α΄8), σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκειται η οριστική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, η οποία εκδίδεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του ν 702/1977 (A΄ 268), επί αιτήσεως ακυρώσεως ή τριτανακοπής, η απόφαση 935/2015 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνεκκαλείται με την οριστική επί της τριτανακοπής απόφαση, στην περίπτωση που προβάλλονταν κατά αυτής αυτοτελείς λόγοι έφεσης. Όμως, ο εκκαλών δεν στρέφεται κατά της απόφασης αυτής και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεκκαλείται με την οριστική απόφαση 721/2016 (πρβλ ΣτΕ 2492/2015, 3679/2014, 162/2003).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση, σε συνδυασμό με τα στοιχεία του φακέλου, η ευρύτερη περιοχή ευθύνης του εκκαλούντος Φορέα, εντός της οποίας βρίσκεται η ιδιοκτησία της εφεσίβλητης, περιλαμβάνει το σύμπλεγμα των δέλτα των ποταμών Αξιού, Αλιάκμονα και Λουδία, το οποίο η Ελλάδα συμπεριέλαβε στις έντεκα (11) σημαντικότερες υγροτοπικές περιοχές της χώρας, με την κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Ramsar με το ν δ 191/1974 (Α΄350). Το έτος 1986 εκπονήθηκε από το ΥΠΕΧΩΔΕ μελέτη για τον υγροβιότοπο «Δέλτα Αλιάκμονα – Λουδία – Αξιού» στο πλαίσιο του Προγράμματος Οριοθέτησης Υγροβιοτόπων της Σύμβασης Ramsar. Το έτος 1992 εκπονήθηκε για την περιοχή «Mελέτη Καθορισμού Ορίων και Μελέτη Διαχείρισης Δέλτα Αξιού Λουδία Αλιάκμονα και Αλυκή Κίτρους» περιβαλλοντική μελέτη και, με βάση τη μελέτη αυτή, εκδόθηκε η κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Γεωργίας, Εμπορικής Ναυτιλίας και Μακεδονίας – Θράκης 14874/3291/1.7.1998 (Β΄687/6.7.1998). Με την απόφαση αυτή, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 6 του ν. 1650/1986 και ίσχυσε, σύμφωνα με το άρθρο 9 αυτής, για μία διετία από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με δυνατότητα παρατάσεως, σε περίπτωση συνδρομής εξαιρετικών λόγων, για ένα ακόμη έτος, θεσπίσθηκαν μέτρα, κατά ζώνες, για την προστασία των υγροτόπων της Αλυκής Κίτρους, του κάτω ρου και του δέλτα των ποταμών Αλιάκμονα, Λουδία, Αξιού, Γαλλικού, της λιμνοθάλασσας Καλοχωρίου και της ευρύτερης περιοχής τους. Εν συνεχεία με την υπ’ αριθ. 56666/1085/ 7.3.2002 απόφαση του Γενικού Δ/ντή Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε εγκρίθηκε ειδική περιβαλλοντική μελέτη, ενόψει της επικείμενης έκδοσης προεδρικού διατάγματος προστασίας και διαχείρισης της περιοχής. Βάσει των προτάσεων της μελέτης αυτής, συντάχθηκε σχέδιο προεδρικού διατάγματος, το οποίο υποβλήθηκε σε διαβούλευση, αλλά τελικά δεν εκδόθηκε. Το έτος 2009 εκδόθηκε, κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των διατάξεων των άρθρων 18, 19, 21 παρ. και 2, 28, 29, 30 και 21 παρ. 9 και 10 ν. 1650/1986 και των άρθρων 15 και 16 του ν. 2742/1999 η κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και Μακεδονίας – Θράκης, 12966/23.3.2009 (Α.Α.Π. 220/14.5.2009), με την οποία χαρακτηρίσθηκαν οι χερσαίες, υδάτινες και θαλάσσιες περιοχές των εκβολών των ποταμών, Γαλλικού, Αξιού, Λουδία και Αλιάκμονα, της Αλυκής Κίτρους και της λιμνοθάλασσας Καλοχωρίου και της ευρύτερης περιοχής τους ως Εθνικό Πάρκο και καθορίσθηκαν χρήσεις, όροι και περιορισμοί δομήσεως. Η ιδιοκτησία της αιτούσας, την οποία φέρεται να απέκτησε το έτος 2007, ενέπιπτε στη ζώνη Γ5 της Περιφερειακής Ζώνης του Εθνικού Πάρκου κατά την ανωτέρω απόφαση, στην οποία δεν επιτρεπόταν η χρήση εμπορικών αποθηκών. Η ανωτέρω κοινή υπουργική απόφαση ακυρώθηκε τελικώς με την υπ’ αριθ. 1705/2016 σε συμβούλιο απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την αιτιολογία ότι η ανωτέρω περιοχή αναρμοδίως χαρακτηρίσθηκε ως Εθνικό Πάρκο με την απόφαση αυτή, δεδομένου ότι για τον χαρακτηρισμό αυτό ήταν απαραίτητη η έκδοση του προβλεπόμενου στις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 και 2 του ν. 1650/196 προεδρικού διατάγματος. Εν τω μεταξύ, πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας ΚΥΑ 12966/23.3.2009, είχε εκδοθεί από την Διεύθυνση Πολεοδομίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας η 5196/27.11.2007 οικοδομική άδεια για την κατασκευή εμπορικής αποθήκης της εφεσίβλητης εταιρείας, εμβαδού 12.200 τ.μ, εντός του γεωτεμαχίου 1099. Η εν λόγω οικοδομική άδεια εκδόθηκε κατόπιν της υπ’ αριθ. 15/8579/25.7.2007 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, σχετικά με την έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την ανωτέρω εγκατάσταση, η οποία, με την απόφαση υπ’ αριθ. 6212/2.7.2007 της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωροταξίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, υπήχθη στη διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων της υποκατηγορίας 4 της Κατηγορίας Β της ΚΥΑ 15393/2332/2002 (Β΄1022), σύμφωνα με το άρθρο 11 της ΚΥΑ ΗΠ 11014/703/Φ 104/14.3.2003 (Β΄332). Ακολούθως, ο Φορέας Διαχείρισης Δέλτα Αξιού- Λουδία -Αλιάκμονα επεσήμανε με έγγραφα του προς τις αρμόδιες υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης και προς την Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, αλλά και προς το Σώμα Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης Θεσσαλονίκης (έγγραφα με αριθ. πρωτ. 500/31.8.2009, 524/18.9.2009, 552/7.10.2009) ότι η περιοχή ευθύνης του Φορέα αποτελεί προστατευόμενη περιοχή βάσει του ν. 1650/1986, ότι η προστασία αυτής έχει εξειδικευθεί αφενός με υπουργικές αποφάσεις [ΚΥΑ 14874/3291/1998 (Β΄687), η ισχύς της οποίας έληξε το έτος 2001, ΚΥΑ 12966/2009 (ΑΑΠ 220), βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται η κατασκευή της επίμαχης αποθήκης], αλλά και με την Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη της περιοχής που εγκρίθηκε με την απόφαση της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ 56666/1085/7.3.2002, καθώς και ότι ο Φορέας έπρεπε να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 περ. γ του ν. 2742/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002, για την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων της εμπορικής αποθήκης της εφεσίβλητης εταιρείας, η οποία περιλαμβάνεται στην περιοχή ευθύνης του, βάσει του επισυναπτόμενου στο ν. 3044/2002 χάρτη. Κατόπιν των καταγγελιών του εκκαλούντος Φορέα, η εφεσίβλητη ενημερώθηκε με το με αριθ. πρωτ. 29/ΔΘ/10678/12.10.2009 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης ότι, λόγω της σοβαρότητας του θέματος από άποψη προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και για να αποφευχθούν τετελεσμένα γεγονότα, ενόψει του πρώιμου σταδίου των εργασιών, θα έπρεπε να απέχει από την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών βάσει της οικοδομικής άδειας, μέχρι την επίλυση όλων των ανωτέρω θεμάτων που έθεσε ο Φορέας Διαχείρισης. Σε συνέχεια του ανωτέρω εγγράφου, εστάλη στο Αστυνομικό Τμήμα Σίνδου το με αριθ. πρωτ. 29/ΔΘ/12033/12.11.2009 σήμα του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, προκειμένου να διακοπεί κάθε οικοδομική εργασία, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 3 του Γ.Ο.Κ/1985, στην οικοδομή της εφεσίβλητης, κατόπιν της επισημάνσεως εκ μέρους του Υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωροταξίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ότι για την έκδοση των περιβαλλοντικών όρων του έργου ήταν υποχρεωτική η γνωμοδότηση του Φορέα Διαχείρισης της Περιοχής. Σύμφωνα με το ίδιο σήμα, η συνέχιση των εργασιών θα μπορούσε να επιτραπεί ύστερα από νεώτερο σήμα. Κατά του τελευταίου αυτού σήματος η εφεσίβλητη εταιρεία άσκησε την από 18.12.2009 αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επί της αιτήσεως ακυρώσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2480/2013 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε δεκτή και ακυρώθηκε, ως μη νομίμως αιτιολογημένο, το ανωτέρω, από 12.11.2009 σήμα προς το Αστυνομικό Τμήμα Σίνδου, με το σκεπτικό ότι στην ένδικη περίπτωση δεν απαιτείτο η προηγούμενη γνωμοδότηση του ήδη εκκαλούντος Φορέα πριν την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων του έργου, διότι η προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 περ γ του ν. 2742/1999 αρμοδιότητα του Φορέα να γνωμοδοτεί πριν από την έγκριση περιβαλλοντικών όρων έργου που εκτελείται στην περιοχή ευθύνης του, τελεί υπό την προϋπόθεση του χαρακτηρισμού της περιοχής και της υπαγωγής της σε μία από τις προβλεπόμενες από το ν. 1650/1986 κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών, με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο Φορέας Διαχείρισης Δέλτα Αξιού- Λουδία – Αλιάκμονα άσκησε την από 17.4.2014 τριτανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη εκκαλούμενη απόφαση.
7. Eπειδή, ειδικότερα, με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε λόγος τριτανακοπής ότι η επί της αιτήσεως ακυρώσεως απόφαση έπρεπε να εξαφανισθεί και να απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως ως απαράδεκτη, διότι το προσβληθέν με την αίτηση αυτή σήμα 29/ΔΘ/12033/ 12.11.2009 διακοπής των οικοδομικών εργασιών δεν είχε εκτελεστό χαρακτήρα, αλλά ήταν επιβεβαιωτικό του προηγούμενου υπ’ αριθ. 29/ΔΘ/10678/12.10.2009 εγγράφου του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, το οποίο εκδόθηκε από την ίδια υπηρεσία που εξέδωσε και το προσβληθέν με την αίτηση ακυρώσεως σήμα, το οποίο μάλιστα είχε ίδιο περιεχόμενο. Ο λόγος αυτός τριτανακοπής απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση με την αιτιολογία ότι το υπ’ αριθ. 29/ΔΘ/10678/12.10.2009 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, με το οποίο διατάχθηκε η εφεσίβλητη εταιρεία να απέχει από κάθε οικοδομική εργασία, είχε, βάσει του περιεχομένου του, περιορισμένη χρονική ισχύ, δηλαδή μέχρι την επίλυση του ζητήματος της νομιμότητας έκδοσης της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Κατά τα γενόμενα δεκτά με την εκκαλούμενη απόφαση, η ισχύς του ανωτέρω εγγράφου έληξε από την περιέλευση στην ανωτέρω Υπηρεσία των με αριθ. πρωτ. 11732/22.10.2009 και 11905/2933/23.10.2009 εγγράφων της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και του Υ.ΠΕ.Κ.Α., αντιστοίχως, με τα οποία διατυπώθηκε η άποψη των εν λόγω Υπηρεσιών ότι ήταν υποχρεωτική η γνωμοδότηση του Φορέα. Περαιτέρω, με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι το εκδοθέν στη συνέχεια σήμα 29/ΔΘ/12033/12.11.2009 του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης περί διακοπής των οικοδομικών εργασιών, το οποίο εκδόθηκε επ’ αόριστον, ισοδυναμεί με ανάκληση της οικοδομικής άδειας. Με αυτό το δεδομένο κρίθηκε ότι το δεύτερο αυτό έγγραφο (σήμα) δεν είναι επιβεβαιωτικό του προηγούμενου, υπ’ αριθ. 29/ΔΘ/10678/ 12.10.2009 εγγράφου του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, αλλά αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.
8. Επειδή, περαιτέρω, με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε ο προβληθείς με την τριτανακοπή του ήδη εκκαλούντος Φορέα λόγος ότι η απόφαση επί της αιτήσεως ακυρώσεως δεν διέγνωσε τη ύπαρξη και άλλου επαρκούς και νομίμου αιτιολογικού ερείσματος όσον αφορά στην απαγόρευση οικοδομικών εργασιών στη συγκεκριμένη περιοχή. Το έρεισμα αυτό ήταν, κατά τον προβληθέντα λόγο τριτανακοπής, η απαγόρευση χρήσης εμπορικής αποθήκης στην προστατευόμενη αυτή περιοχή, βάσει των οδηγιών 79/409/ΕΟΚ, 92/43/ΕΟΚ, του άρθρου 24 του Συντάγματος, της Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης που εγκρίθηκε με την απόφαση 56666/1085/7.3.2002 του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και της υπ’ αριθ. 2212/5.7.2007 αρνητικής γνωμοδότησης του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης, την οποία έλαβε μεν υπόψη και η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, χωρίς όμως να αιτιολογεί ειδικώς την αντίθετη κρίση της. Ο λόγος αυτός της τριτανακοπής απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, προεχόντως , ως απαραδέκτως προβαλλόμενος, διότι δεν έπληττε σκέψεις της εκδοθείσας επί της αιτήσεως ακυρώσεως αποφάσεως και δεν ανάγεται σε αβασιμότητα των λόγων της αιτήσεως ακυρώσεως.
9. Επειδή, με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε λόγος τριτανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο, κατά την έννοια του άρθρου 13 του ν. 3044/2002, η προηγούμενη γνωμοδότηση του Φορέα Διαχείρισης αποτελούσε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, διότι η γνωμοδοτική αυτή αρμοδιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 2742/1999, ασκείται ήδη από την έναρξη λειτουργίας του οικείου Φορέα Διαχείρισης, με τη συγκρότηση του πρώτου Διοικητικού του Συμβουλίου, εν προκειμένω, με την οικ. 126441/2469/26.6.2003 απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ (Β΄918). Περαιτέρω, σύμφωνα με τον προβληθέντα και απορριφθέντα με την εκκαλούμενη απόφαση λόγο τριτανακοπής, η γνωμοδότηση του Φορέα στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν εξαρτημένη από την έκδοση κανονιστικής πράξης χαρακτηρισμού της περιοχής, ενόψει του ότι η περιοχή του Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα, κατά τον χρόνο έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων και έκδοσης της οικοδομικής άδειας της εφεσίβλητης, τελούσε ήδη υπό καθεστώς προστασίας βάσει των οδηγιών 79/409/ΕΟΚ, 92/43/ΕΟΚ και της εγκεκριμένης ειδικής περιβαλλοντικής μελέτης. Ειδικότερα, με την εκκαλούμενη έγινε δεκτό, καθ’ ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 18 παρ. 2-5, 19, και 21 του ν. 1650/1986, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους, αντιστοίχως, με τα άρθρα 4, 5 και 6 του ν. 3937/2011, του άρθρου 15 του ν. 2742/1999, του άρθρου 13 του ν. 3044/2002, καθώς και των διατάξεων της ΚΥΑ 33318/30281/28.12.1998, η οποία εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (ΕΕ L 206 της 22.7.1992), ότι οι περιοχές ή τα στοιχεία της φύσης και του ν. 1650/1986 τίθενται υπό καθεστώς ειδικής προστασίας με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Και ναι μεν με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 3044/2002 ιδρύθηκαν φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό, ο περαιτέρω όμως χαρακτηρισμός των περιοχών αυτών κατά τις διακρίσεις του ν. 1650/1986, από τον οποίο εξαρτάται το κατά νόμο περιεχόμενο της προστασίας τους και οι σκοποί στους οποίους πρέπει να αποβλέπουν οι επιβαλλόμενοι όροι και περιορισμοί, δηλαδή η υπαγωγή τους σε μία από τις κατηγορίες που προβλέπονται με το νόμο αυτό, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά πάρκα, χωρεί κατά τη διαδικασία που θεσπίζεται με το άρθρο 21 του ν. 1650/1986, δηλαδή με την έκδοση προεδρικού διατάγματος , κατόπιν ειδικής περιβαλλοντικής μελέτης, ανεξαρτήτως του αν ο πυρήνας της επίμαχης περιοχής αποτελεί περιοχή ευθέως προστατευόμενη κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος. Τα ανωτέρω ισχύουν, σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για τις περιοχές που χαρακτηρίζονται ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης κατά το άρθρο 4 της Κ.Υ.Α 33318/28.12.1998 (περιοχές δικτύου Natura 2000). Με τα δεδομένα αυτά κρίθηκε ότι η προβλεπόμενη από την περίπτωση γ της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 2742/1999 γνωμοδοτική αρμοδιότητα των Φορέων Διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών τελεί υπό την προϋπόθεση χαρακτηρισμού των ανωτέρω περιοχών με την έκδοση, κατά τα ανωτέρω, προεδρικού διατάγματος.
10. Επειδή, με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010), ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 70 του νόμου, άρχισε να ισχύει από 1.1.2011, προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) δεύτερο εδάφιο, το οποίο ορίζει τα εξής: “Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου”. Η ανωτέρω διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ/τος 18/1989, όπως είχε τροποποιηθεί με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), η ισχύς του οποίου άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, (22.12.2016), ως εξής: “Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση”.
11. Επειδή, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, η οποία επαναλήφθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, Α.Π., Ελ Σ) ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. (ΣτΕ 2706/2016, 2948/2016, 4398/2015 κ.ά). Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και το κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών. Εξάλλου, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, αλλά μόνον εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως αν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 2706/2016, 2948/2016, 4398/2015 κ.ά.).
12. Επειδή, η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 29.7.2016 και, επομένως, εμπίπτει, σύμφωνα με το άρθρο 70 του ν. 3900/2010, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 παρ. 2 του νόμου αυτού. Με το εισαγωγικό δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως, όπως παραδεκτώς αναπτύσσεται με το κατατεθέν μετά τη συζήτηση υπόμνημα, εντός της χορηγηθείσας από τον Πρόεδρο του Τμήματος προθεσμίας, προβάλλεται ότι με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε με μη νόμιμη αιτιολογία ο προβληθείς λόγος τριτανακοπής ότι η αίτηση ακυρώσεως έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής πράξεως, δεδομένου ότι το προσβληθέν με την αίτηση ακυρώσεως υπ’αριθ. 29/ΔΘ/12033/12.11.2009 σήμα του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης περί διακοπής των εργασιών έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα σε σχέση με την προγενέστερη, υπ’ αριθ. 29/ΔΘ/10678/ 12.10.2009 διαταγή διακοπής εργασιών της ίδιας υπηρεσίας, η οποία απευθύνεται στην ήδη εφεσίβλητη εταιρεία και κοινοποιείται στο Αστυνομικό Τμήμα Σίνδου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον εκκαλούντα, το προσβληθέν με αίτηση ακυρώσεως τηλεφωνικό σήμα διακοπής των εργασιών, 29/ΔΘ/12033/12.11.2009, το οποίο μνημονεύει ρητώς την προηγούμενη διαταγή διακοπής εργασιών, υπ’ αριθ. 29/ΔΘ/10678/ 12.10.2009, αποτελεί επανάληψη και επιβεβαίωση του περιεχομένου της ανωτέρω διαταγής, η οποία έχει εκτελεστό χαρακτήρα, δεδομένου ότι με αυτήν επιβλήθηκε η διακοπή εργασιών μέχρι την επίλυση των τιθέμενων με αυτήν θεμάτων και τη λήψη οδηγιών εκ μέρους της ΔΙΠΕΧΩ Κεντρικής Μακεδονίας, δηλαδή για αόριστο χρονικό διάστημα, με συνέπεια την ανάκληση της οικοδομικής άδειας. Η κρίση δε της εκκαλουμένης ότι η διαταγή 29/ΔΘ/10678/12.10.2009 περί διακοπής εργασιών είχε περιορισμένη χρονική ισχύ, μέχρι την επίλυση του τιθέμενου με αυτήν νομικού ζητήματος , η οποία ισχύς έληξε αυτοδικαίως με την περιέλευση στο Τμήμα Πολεοδομίας των υπ’ αριθμ. 11732/22.10.2009 και 11905/2933/23.10.2009 της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και του ΥΠΕΚΑ, με αποτέλεσμα την ανάκληση της οικοδομικής άδειας το πρώτον με το τηλεφωνικό σήμα 29/ΔΘ/12033/12.11.2009, το οποίο, για τον λόγο αυτό αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, είναι, σύμφωνα με τον εκκαλούντα Φορέα, μη νόμιμη, βάσει της υφιστάμενης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία επικαλείται όχι μόνο προς ενίσχυση της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου εφέσεως, αλλά και προς άρση του απαραδέκτου της κρινομένης εφέσεως. Ειδικότερα, ο εκκαλών επικαλείται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 97/2016, 4500/2009, 4499/2009, 4551/2005, 157/2003, 1459/2000, 42/2000), σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση διακοπής οικοδομικών εργασιών, χωρίς να προσδιορίζεται σαφώς το χρονικό διάστημα διακοπής, ώστε να συνάγεται με ακρίβεια το χρονικό σημείο επανέναρξης των εργασιών, ή η συνέχιση αυτών εξαρτάται από την έκδοση ή υποβολή κάποιου εγγράφου, η διακοπή εργασιών έχει αόριστη χρονική ισχύ και συνιστά ανάκληση της οικοδομικής άδειας. Εξάλλου, και στην περίπτωση διακοπής και άλλων εργασιών, χωρίς χρονικό περιορισμό, όπως υλοτομικών, προκειμένου η Διοίκηση να προβεί σε ορισμένη ενέργεια, όπως επανέλεγχο της νομιμότητας των χορηγηθεισών αδειών, οι πράξεις αυτές διακοπής των εργασιών αποτελούν, όπως προβάλλεται, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 3116/2015), εκτελεστές πράξεις που συνεπάγονται την επ’ αόριστον διακοπή των ανωτέρω εργασιών. Περαιτέρω, ο εκκαλών επικαλείται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 851/2010, 105/2001, 2599/1998), σύμφωνα με την οποία οι περιορισμένης χρονικής ισχύος πράξεις είναι αυτές στις οποίες τίθεται χρονικό όριο ισχύος. Επικουρικά, προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινομένης εφέσεως, προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία επί του τιθέμενου με τον ανωτέρω λόγο εφέσεως νομικού ζητήματος. Όμως, όλοι οι ανωτέρω ισχυρισμοί που προβάλλονται για την δικαιολόγηση της κατ’εξαίρεση παραδεκτής ασκήσεως της κρινομένης εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν, δεδομένου ότι η κρίση της εκκαλουμένης σχετικά με την εκτελεστότητα του προσβληθέντος με την αίτηση ακυρώσεως τηλεφωνικού σήματος δεν αποτελεί ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, αλλά αφορά στην αιτιολογία της εκκαλουμένης αποφάσεως και προϋποθέτει έρευνα του πραγματικού της συγκεκριμένης υποθέσεως και ειδικότερα του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης (υπ’ αριθ. 29/ΔΘ/12033/ 12.11.2009 σήμα διακοπής εργασιών) και σύγκριση αυτού με το περιεχόμενο της προηγηθείσας, υπ’ αριθ. 29/ΔΘ/10678/12.10.2009 διαταγής διακοπής οικοδομικών εργασιών.
13. Επειδή, περαιτέρω, με την υπό κρίση έφεση, όπως αναπτύσσεται με το ανωτέρω υπόμνημα, προβάλλεται ότι με την εκκαλούμενη απόφαση μη νομίμως απορρίφθηκε ο προβληθείς λόγος τριτανακοπής ότι το Διοικητικό Εφετείο κατά την εξέταση λόγου ακυρώσεως περί μη νομίμου αιτιολογίας του προσβαλλόμενου σήματος διακοπής εργασιών 29/ΔΘ/12033/12.11.2009, παρέλειψε να εξετάσει το συνδεόμενο με τον ανωτέρω λόγο ακυρώσεως ζήτημα, ότι το ανωτέρω σήμα διακοπής εργασιών στηριζόταν και σε επάλληλη αιτιολογική βάση. Η επάλληλη αιτιολογική βάση του σήματος διακοπής των εργασιών ήταν, σύμφωνα με τον εκκαλούντα Φορέα, η απαγόρευση εγκατάστασης εμπορικής αποθήκης, επιφάνειας 12.200 τ.μ. στη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία (απαγόρευση) προέκυπτε από το καθεστώς προστασίας της ευρύτερης περιοχής, βάσει των οδηγιών 92/43 /ΕΟΚ και 79/409 ΕΚ, του άρθρου 24 του Συντάγματος και βάσει της εγκεκριμένης , κατά τα ήδη εκτεθέντα, ειδικής περιβαλλοντικής μελέτης, στο πλαίσιο της διαδικασίας χαρακτηρισμού της περιοχής, βάσει του άρθρου 21 του ν. 1650/1986, αλλά και από την απουσία χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού στη συγκεκριμένη περιοχή για την εγκατάσταση παραγωγικών δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι μη νομίμως απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ο ανωτέρω λόγος τριτανακοπής ως απαράδεκτος, με την αιτιολογία ότι δεν πλήττει σκέψεις της εκδοθείσας επί της αιτήσεως ακυρώσεως αποφάσεως 2480/2013 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και δεν ανάγεται στην αβασιμότητα των λόγων της αιτήσεως ακυρώσεως, δεδομένου ότι ο ανακόπτων τρίτος μπορεί να προβάλει όλα τα σφάλματα και τις πλημμέλειες της ανακοπείσας αποφάσεως, καθώς επίσης και όλους τους λόγους που ανάγονται σε ζητήματα βασίμου και παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία έγινε δεκτή με την απόφαση επί της τριτανακοπής. Σε σχέση με το λόγο αυτό, προβάλλεται, για τη δικαιολόγηση του παραδεκτού της κρινομένης εφέσεως, ότι η αιτιολογία απόρριψης του λόγου αυτού με την εκκαλούμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις 3062/2002 και 4484/2005 του Συμβουλίου τις Επικρατείας, από τις οποίες προκύπτει η υποχρέωση του ακυρωτικού δικαστή να ελέγξει την ενδεχόμενη ύπαρξη περισσοτέρων αιτιολογικών ερεισμάτων σε μία προσβαλλόμενη πράξη. Επίσης, σύμφωνα με τον εκκαλούντα, η ανωτέρω κρίση της εκκαλουμένης έρχεται σε αντίθεση και με την απόφαση 1881/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι, κατά την εξέταση της έφεσης, το Δικαστήριο ελέγχει, εφόσον προβάλλεται λόγος περί μη νόμιμης αιτιολογίας της πρωτοδίκως ακυρωθείσας διοικητικής πράξεως, εάν η διοικητική αυτή πράξη στηρίζεται σε επάλληλο αιτιολογικό έρεισμα, το οποίο προκύπτει από το περιεχόμενο της πράξης, ενόψει των στοιχείων του διοικητικού φακέλου. Επικουρικά δε προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς τον έλεγχο της επάλληλης αιτιολογικής βάσης της προσβαλλόμενης πράξης επί τριτανακοπής, Όμως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί δεν δύνανται να θεμελιώσουν την παραδεκτή, κατ’ εξαίρεση, άσκηση της κρινομένης εφέσεως, δεδομένου ότι δεν αφορούν νομικό ζήτημα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, αλλά αφορούν στην αιτιολογία της εκκαλουμένης αποφάσεως και συνδέονται με το πραγματικό της υπόθεσης και την εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου και ιδίως του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης. Εξάλλου, όλες οι υπόλοιπες αποφάσεις που μνημονεύονται στο δικόγραφο της εφέσεως αναφέρονται αποκλειστικά προς ενίσχυση της βασιμότητας των προβαλλόμενων λόγων που αφορούν στην ασυμβατότητα της χρήσης εμπορικής αποθήκης με το καθεστώς προστασίας που διέπει την επίμαχη περιοχή, χωρίς να προβάλλεται σε σχέση με τους λόγους αυτούς άλλος ειδικός και συγκεκριμένος ισχυρισμός για τη δικαιολόγηση του παραδεκτού της εφέσεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010.
14. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη έφεση, όπως αναπτύσσεται παραδεκτώς με το κατατεθέν μετά τη συζήτηση υπόμνημα, προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεχόμενη ότι δεν ήταν απαραίτητη, κατά την έκδοση της απόφασης εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων της δραστηριότητας της εφεσίβλητης εταιρείας, η προηγούμενη γνωμοδότηση του εκκαλούντος Φορέα, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 περ. γ του ν. 2742/1999, με την αιτιολογία ότι η άσκηση της γνωμοδοτικής αυτής αρμοδιότητας τελεί υπό την προϋπόθεση χαρακτηρισμού της περιοχής ευθύνης του με π.δ, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 1650/1986, ερμήνευσε εσφαλμένα την ανωτέρω διάταξη του ν. 2742/1999, αλλά και το άρθρο 13 του ν. 3044/2002, με το οποίο ιδρύθηκαν είκοσι πέντε Φορείς Διαχείρισης στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ο εκκαλών, και καθορίστηκαν τα χωρικά όρια της αρμοδιότητάς τους, ώστε να διασφαλισθεί άμεσα η κρατική εποπτεία των περιοχών ευθύνης των Φορέων, η τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και η αποτελεσματική προστασία των ανωτέρω, περιβαλλοντικά ευαίσθητων περιοχών, οι οποίες υπάγονται σε καθεστώς προστασίας, βάσει του ενωσιακού, διεθνούς και εθνικού δικαίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον εκκαλούντα, ο νομοθέτης, με το ν. 3044/2002 θέλησε να ιδρύσει και να εξασφαλίσει άμεσα και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση τη λειτουργία των Φορέων Διαχείρισης και την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στις περιοχές ευθύνης τους. Η ερμηνεία αυτή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2742/1999 και 3044/2002 ενισχύεται, σύμφωνα με τον εκκαλούντα, και από την συνταγματική επιταγή του άρθρου 24 του Συντάγματος για προστασία του περιβάλλοντος, ουσιώδης διαδικαστική εγγύηση του οποίου είναι η γνωμοδότηση του οικείου Φορέα Διαχείρισης πριν από την έγκριση περιβαλλοντικών όρων, ώστε να μη μείνει απροστάτευτη ευαίσθητη από περιβαλλοντικής πλευράς περιοχή, για όσο διάστημα η Διοίκηση παραλείπει να εκδώσει το προβλεπόμενο από το ν. 1650/1986 προεδρικό διάταγμα. Συναφώς δε προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση, δεχόμενη ότι η ουσιαστική προστασία των ευρισκόμενων εντός της χωρικής αρμοδιότητας του εκκαλούντος Φορέα περιοχών του δικτύου Natura 2000, εξαρτάται αποκλειστικά από την προηγούμενη έκδοση του π.δ/τος χαρακτηρισμού της περιοχής, κατά το άρθρο 21 του ν. 1650/1986, ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και της ΚΥΑ 33318/3028/11.12.1998, με την οποία ενσωματώθηκε η Οδηγία αυτή στο εθνικό δίκαιο. Και τούτο διότι, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Επικρατείας, η συμπερίληψη μιας περιοχής στον εθνικό κατάλογο προτεινόμενων περιοχών για ένταξη στο δίκτυο Νatura 2000, εν προκειμένω της περιοχής «DELTA AXIOU – EKVOLES LOYDIA – DELTA ALIAKMONA – ALYKI KITROUS» με κωδικό GR 1220010, η οποία περιλαμβάνεται στην περιοχή ευθύνης του εκκαλούντος Φορέα, συνεπάγεται την προστασία της περιοχής, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ικανοποιητικής διατηρήσεως και απαγορεύει την άσκηση δραστηριοτήτων στους τόπους αυτούς που έχουν ως αποτέλεσμα την υποβάθμισή τους, μέχρι τη σύνταξη του καταλόγου των τόπων κοινοτικής σημασίας. Εξάλλου, κατά μείζονα λόγο, η ένταξη περιοχής που επίσης εμπίπτει στην περιοχή ευθύνης του εκκαλούντος Φορέα, στους Τόπους Κοινοτικής Σημασίας, με κωδικό GR1220002, και την ονομασία «Delta Axiou – Loudia – Aliakmona – Evryteri periochi – Axioupoli”, με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2006/613 σχετικά με την έγκριση του καταλόγου των τόπων κοινοτικής σημασίας για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή, είχε ως αποτέλεσμα, βάσει της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, την υπαγωγή της περιοχής ευθέως στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Προκειμένου να δικαιολογηθεί η παραδεκτή άσκηση της εφέσεως, προβάλλεται, σε σχέση με τον προβαλλόμενο λόγο εφέσεως, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το τιθέμενο με αυτόν νομικό ζήτημα , εάν δηλαδή η γνωμοδοτική αρμοδιότητα των ιδρυθέντων με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002 Φορέων Διαχείρισης πριν την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων στην περιοχή ευθύνης τους προϋποθέτει την έκδοση π.δ χαρακτηρισμού και προστασίας της περιοχής, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 1650/1986. O ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος από την άποψη των προϋποθέσεων του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 και επομένως, ο αντίστοιχος λόγος εφέσεως είναι παραδεκτός και η έφεση, η οποία, κατά τα λοιπά ασκείται παραδεκτώς, πρέπει να εξεταστεί κατ’ουσίαν ως προς τον ανωτέρω λόγο.
15. Επειδή, με το άρθρο 18 του ν. 1650/1986 (Α΄160), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων του επίδικου έργου (25.7.2007), καθορίσθηκαν οι περιοχές, τα στοιχεία ή τα σύνολα της φύσης και του τοπίου, τα οποία, βάσει των κριτηρίων χαρακτηρισμού του άρθρου 19 του ίδιου νόμου, χαρακτηρίζονται ως περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, περιοχές προστασίας της φύσης, Εθνικά Πάρκα, Προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί, Προστατευόμενα τοπία και στοιχεία του τοπίου και Περιοχές οικοανάπτυξης ( παρ. 2 και 3 του άρθρου 18). Περαιτέρω, με την παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 2742/1999 (Α 207), ορίσθηκε ότι τα αντικείμενα προστασίας και διατήρησης των ανωτέρω περιοχών, στοιχείων και συνόλων της φύσης και του τοπίου με τις ζώνες τους διέπονται από κανονισμούς διοίκησης και λειτουργίας, στους οποίους καθορίζονται τα αναγκαία μέτρα οργάνωσης και λειτουργίας των προστατευόμενων αντικειμένων και εξειδικεύονται οι γενικοί όροι και περιορισμοί άσκησης δραστηριοτήτων και εκτέλεσης έργων που καθορίζονται με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 21. Περαιτέρω, στο άρθρο 21 του ν. 1650/1986 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο χαρακτηρισμός περιοχών, στοιχείων ή συνόλων της φύσης και του τοπίου, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19 και ο καθορισμός των ορίων τους και των τυχόν ζωνών προστασίας τους γίνονται με προεδρικό διάταγμα, σε εφαρμογή περιφερειακού ή νομαρχιακού ή ειδικού χωροταξικού σχεδίου ή γενικού πολεοδομικού σχεδίου ή ειδικής περιβαλλοντικής μελέτης. Σε κάθε περίπτωση η σύνταξη ειδικής περιβαλλοντικής μελέτης είναι απαραίτητη για την τεκμηρίωση της σημασίας του προστατευτέου αντικειμένου και τη σκοπιμότητα των προτεινόμενων μέτρων προστασίας (παρ. 1). Με το παραπάνω προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι αναγκαίοι για την προστασία του συγκεκριμένου αντικειμένου γενικοί όροι, απαγορεύσεις και περιορισμοί στις χρήσεις γης, στη δόμηση και στην κατάτμηση ακινήτων, καθώς και στην εγκατάσταση και άσκηση δραστηριοτήτων και στην εκτέλεση έργων (παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 2742/1999). Η παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των ρυθμίσεων των προεδρικών διαταγμάτων των παραγράφων 1 και 2, καθώς και των Κανονισμών Διοίκησης και Λειτουργίας και των Σχεδίων Διαχείρισης της παραγράφου 5 του άρθρου 18 γίνεται είτε από τον οικείο Φορέα Διαχείρισης, εφόσον έχει συσταθεί, είτε από τις υπηρεσίες ή νομικά πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί η σχετική αρμοδιότητα (παρ. 4β, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της παρ. 4 με την παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 2742/1999). Περαιτέρω, στο άρθρο 15 του ν. 2742/1999 (Α΄207), στο οποίο προστέθηκαν με το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 3044/2002 (Α΄197), παράγραφοι 10, 11, 12 και 13, ορίζεται ότι: «1. α. Με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986, μπορεί να συνιστώνται νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ως φορείς διαχείρισης, με σκοπό τη διοίκηση και διαχείριση των περιοχών, στοιχείων και συνόλων της φύσης και του τοπίου που αναφέρονται στο άρθρο 18 του ν. 1650/1986, καθώς και των περιοχών που χαρακτηρίζονται ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης κατά το άρθρο 4 της κοινής υπουργικής απόφασης 33318/28.12.1998 (ΦΕΚ 1289 Β./28.12.1998) και να καθορίζονται τα όρια της χωρικής τους αρμοδιότητας. […] 2. Στην αρμοδιότητα των φορέων διαχείρισης υπάγονται: α. Η κατάρτιση και η ευθύνη της εφαρμογής των κανονισμών διοίκησης και λειτουργίας των προστατευόμενων αντικειμένων, καθώς και των σχεδίων διαχείρισης που αναφέρονται στο άρθρο 18 παρ. 5 του ν. 1650/1986 […] β. Η παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των κανονιστικών όρων και περιορισμών που επιβάλλονται με τα διατάγματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986, καθώς και των κανονισμών διοίκησης και λειτουργίας των σχεδίων διαχείρισης που αναφέρονται στο άρθρο 18 παρ. 5 του ν. 1650/1986, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο άρθρο 21 παρ. 4 του ν. 1650/1986, όπως τροποποιείται με το νόμο αυτόν … γ. Η … δ. Η επικουρία των αρμόδιων διοικητικών και δικαστικών αρχών στον έλεγχο της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και των περιβαλλοντικών και πολεοδομικών όρων που ισχύουν ή επιβάλλονται αντιστοίχως για έργα ή δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στις περιοχές ευθύνης τους. Για το σκοπό αυτόν, οι φορείς διαχείρισης εισηγούνται ή αναφέρουν προς τις αρμόδιες αρχές τις πράξεις ή παραλείψεις εκείνες που συνιστούν παράβαση των όρων και περιορισμών που καθορίζονται με τα προεδρικά διατάγματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986 για τις περιοχές ευθύνης τους … ε. Η κ… στ . Η … 3 …. 4 . α. Οι φορείς διαχείρισης διοικούνται από επταμελή έως ενδεκαμελή διοικητικά συμβούλια (Δ.Σ) […]. δ. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 […]. 10. Ιδρύονται οι κατωτέρω είκοσι πέντε φορείς διαχείρισης με σκοπό τη διοίκηση και διαχείριση των αντίστοιχων προστατευόμενων περιοχών. Η χωρική αρμοδιότητα κάθε φορέα εκτείνεται εντός των ορίων που καθορίζονται με διακεκομμένη γραμμή, στους αντίστοιχους χάρτες της Γ.Υ.Σ. κλίμακας 1 : 50.000 […] που θεωρήθηκαν από τον Προϊστάμενο Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και των οποίων αντίγραφο σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύεται μαζί με την παρούσα διάταξη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: 1) […] 5) Φορέας Διαχείρισης Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα […] 11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Γεωργίας, Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, τα όρια χωρικής αρμοδιότητας των φορέων της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να τροποποιούνται ή να υπάγονται στη διοίκηση και διαχείρισή τους και άλλες περιοχές από τις προβλεπόμενες στην παρ. 1 α του παρόντος άρθρου. Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι ζώνες προστασίας εντός των ορίων της χωρικής τους αρμοδιότητας, καθώς και οι αναγκαίοι για την προστασία των περιοχών γενικοί όροι, απαγορεύσεις και περιορισμοί στις χρήσεις γης, στη δόμηση και στην κατάτμηση ακινήτων, καθώς και στην εγκατάσταση και άσκηση δραστηριοτήτων και στην εκτέλεση έργων, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986, οι οποίες εφαρμόζονται ανάλογα. 12. …». Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση στο άρθρο 13 του ν.3044/2002 που ετέθη με τροπολογία και με το οποίο προστέθηκαν παρ. 10, 11, 12, και 13 στο άρθρο 15 του ν. 2742/1999, κατά την εφαρμογή του τελευταίου αυτού άρθρου, διαπιστώθηκε ότι η πάγια διαδικασία ίδρυσης φορέων διαχείρισης που προβλέπεται, είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και ως εκ τούτου αναποτελεσματική. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική προστασία και διαχείρισή των, κατά το εθνικό και κοινοτικό δίκαιο, προστατευόμενων περιοχών και να καθίσταται αδύνατη η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Ελλάδας κατά το κοινοτικό δίκαιο για τις προστατευόμενες περιοχές, με συνέπεια οι καταγγελίες για παραβίαση των Οδηγιών 92/43 και 79/409 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να πολλαπλασιάζονται. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, με τις προστιθέμενες παραγράφους στο άρθρο 15 του ν. 2742/1999 ορίζεται ότι οι παράγραφοι 1, 2 και 4 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986, καθώς και οι διατάξεις των παρ. 1 έως 8 του άρθρου 15 του ν. 2742/1999 εφαρμόζονται ανάλογα και για τους φορείς διαχείρισης που ιδρύονται με την τροπολογία και παρέχεται εξουσιοδότηση με κοινές αποφάσεις των αρμοδίων Υπουργών, να καθορίζονται οι ζώνες προστασίας, καθώς και οι αναγκαίοι για την προστασία των περιοχών γενικοί όροι, απαγορεύσεις και περιορισμοί στις χρήσεις γης, στη δόμηση και στην κατάτμηση ακινήτων.
16. Επειδή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και από την εισηγητική έκθεση του άρθρου 13 του ν. 3044/2002, ο κοινός νομοθέτης προέβη με το νόμο αυτόν στην ίδρυση εικοσιπέντε Φορέων Διαχείρισης (25), σε καθορισμό της χωρικής τους αρμοδιότητας, στη ρύθμιση ζητημάτων εποπτείας, διοίκησης στελέχωσης, αρμοδιοτήτων και εν γένει οργάνωσης, προκειμένου να αποφύγει την, κατά την εκτίμησή του, χρονοβόρο διαδικασία ίδρυσης των Φορέων αυτών με το προεδρικό διάταγμα χαρακτηρισμού και καθορισμού όρων προστασίας της περιοχής που ανήκει στην αρμοδιότητά τους και προκειμένου να διασφαλισθούν περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές, οι οποίες προστατεύονται από το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο. Η εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού επιβάλλει την άμεση ενεργοποίηση των Φορέων Διαχείρισης, συνεπώς και των αρμοδιοτήτων εκείνων, οι οποίες, όπως η γνωμοδότηση κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργου στην περιοχή ευθύνης του οικείου Φορέα, δεν συνδέονται, κατ’ ανάγκη, με την προηγούμενη έκδοση προεδρικού διατάγματος για τον χαρακτηρισμό ορισμένης περιοχής και των όρων προστασίας αυτής, βάσει του άρθρου 21 παρ. 1 του ν. 1650/1986, είναι όμως κρίσιμες για την αποφυγή υποβάθμισης της περιοχής, ιδίως στην περίπτωση που δεν έχει καθορισθεί με π.δ. το καθεστώς προστασίας της.
17. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992 «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (L 206), που αποσκοπεί στην προστασία της βιοποικιλότητας στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεστήθη ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, επονομαζόμενο Natura 2000. Το δίκτυο αυτό, που αποτελείται από τους τόπους όπου ευρίσκονται τύποι φυσικών οικοτόπων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και τους οικότοπους των ειδών που εμφαίνονται στο παράρτημα II, πρέπει να διασφαλίζει την διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών. Το δίκτυο Natura 2000 περιλαμβάνει και τις ζώνες ειδικής προστασίας που έχουν ταξινομηθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ. Στο άρθρο 4 της οδηγίας ορίζεται ότι: «1. Κάθε κράτος μέλος … προτείνει έναν κατάλογο τόπων, όπου υποδεικνύεται ποιοι τύποι φυσικών οικοτόπων από τους αναφερόμενους στο παράρτημα I και ποια τοπικά είδη από τα απαριθμούμενα στο παράρτημα II, απαντώνται στους εν λόγω τόπους … Ο κατάλογος διαβιβάζεται στην Επιτροπή μέσα σε μια τριετία από τη γνωστοποίηση της παρούσας οδηγίας ταυτόχρονα με τις πληροφορίες για κάθε τόπο. … 2. Η Επιτροπή … καταρτίζει, σε συμφωνία με καθένα από τα κράτη μέλη και βάσει των καταλόγων των κρατών μελών, σχέδιο καταλόγου τόπων κοινοτικής σημασίας … 3. … 4. […] 5. Μόλις ένας τόπος εγγραφεί στον κατάλογο … της δεύτερης παραγράφου, υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 6» και στο άρθρο 6 ότι: «2. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, … 3. Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο … οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη. 4. …». Τέλος, το άρθρο 7 της ανωτέρω οδηγίας προβλέπει ότι οι υποχρεώσεις που πηγάζουν, μεταξύ άλλων, από την παράγραφο 3 του άρθρου 6 ισχύουν και για τις ζώνες που έχουν αναγνωρισθεί με βάση την οδηγία 79/409/ΕΟΚ. Σε συμμόρφωση προς την οδηγία 92/43/ΕΟΚ εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 33318/30281/11.12.1998 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 1289) , στην οποία περιέχονται παρόμοιες ρυθμίσεις με αυτές της οδηγίας. Eξάλλου, ο αρχικός κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή εγκρίθηκε με την 2006/613/ΕΚ απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EE L 259 της 21.92006), ενόψει δε των οριζομένων στην παρ. 5 του άρθρου 4 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, οι τόποι που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο αυτό υπόκεινται πλέον ευθέως στις προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 6 της ανωτέρω οδηγίας σχετικά με την ανάγκη δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων σχεδίων που δεν συνδέονται ή δεν είναι αναγκαία για τη διαχείριση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, αλλά ενδέχεται να επιδρούν αρνητικά σε αυτούς.
18. Επειδή, με το άρθρο 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ «περί της διατηρήσεως των άγριων πτηνών» (L 103), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 81/854/ΕΟΚ (ΕΕ L 319), σε συμμόρφωση προς την οποία εκδόθηκε η κοινή απόφαση του Υφυπουργού Ενικής Οικονομίας και Αναπληρωτή Υπουργού Γεωργίας 414985/29.11.1985 (Β΄757) θεσπίζεται τόσο για τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα I, όσο και για τα αποδημητικά πτηνά, ειδικό και ενισχυμένο σύστημα προστασίας. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει μέτρα γενικής και ειδικής διατήρησης, όπως είναι η δημιουργία ζωνών προστασίας και ειδικών προστατευτικών ζωνών (Ζ.Ε.Π.), βάσει αποκλειστικώς και μόνον ορνιθολογικών κριτηρίων, χωρίς να μπορούν, παράλληλα, να ληφθούν υπόψη επιταγές οικονομικής φύσεως (βλ. ΔΕΚ Royal Society for the protection of Birds, απόφαση της 11.7.1996, C- 44/1995). Από τη συνδυασμένη, εξάλλου, ερμηνεία των άρθρων 4 της οδηγίας περί πτηνών και 6 και 7 της οδηγίας περί οικοτόπων συνάγεται, περαιτέρω, ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 6 παρ. 2 – 4 ισχύουν για ζώνες που έχουν χαρακτηρισθεί, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 ή 2 της οδηγίας περί πτηνών (ΔΕΚ Royal Society for the protection of Birds, απόφαση της 11.7.1996, C-44/1995). Αντίθετα, σε ζώνες οι οποίες δεν έχουν καταταγεί ως Ζ.Ε.Π., ενώ θα έπρεπε να είχε εξετασθεί η υπαγωγή τους σε κάποιο προστατευτικό καθεστώς, εφαρμόζεται το αυστηρό καθεστώς προστασίας του άρθρου 4 παρ. 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ περί πτηνών (ΔΕΚ Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας – Basses Corbières, απόφαση της 7.12.2000, C-374/1998, ΣτΕ 2306/2016)
19. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου,(βλ. ιδίως το έγγραφο με αριθ. πρωτοκόλλου 11732/22.10.2009 της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ), η εμπορική αποθήκη της εφεσίβλητης βρίσκεται στην περιοχή αρμοδιότητας του εκκαλούντος, όπως αυτή καθορίσθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002. Περαιτέρω, το Διοικητικό Συμβούλιο του εκκαλούντος Φορέα, το οποίο είναι και το αρμόδιο κατά το άρθρο 15 παρ. 4 περ. δ του ν. 2742/1999 να γνωμοδοτήσει πριν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων, συγκροτήθηκε το πρώτον με την απόφαση οικ. 126444/2472/26.6.2003 της Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Β΄918), ενώ κατά το χρόνο έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων του έργου (25.7.2007) είχε εκδοθεί η απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ 43685/26.10.2006 (Υ.Ο.Ο.Δ 65/7.11.2006) περί συγκροτήσεως του Διοικητικού Συμβουλίου με τριετή θητεία. Επίσης, όσον αφορά το καθεστώς προστασίας της περιοχής, το δέλτα των ποταμών Αξιού, Αλιάκμονα και Λουδία περιλαμβάνεται στις έντεκα (11) σημαντικότερες υγροτοπικές περιοχές της χώρας που περιλαμβάνονται στη λίστα της συνθήκης Ramsar που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ 191/74 (Α΄350) και σύμφωνα με την ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών της 10ης Νοεμβρίου 1976 (Α΄8) τέθηκε σε ισχύ για την Ελλάδα από της 21ης Δεκεμβρίου 1975. Η παρεχόμενη δε κατά τη συνθήκη αυτή προστασία γενικά και κυρίως στους περιληφθέντες στον σχετικό πίνακα υγροτόπους, συνίσταται στη ρητά θεσπιζόμενη υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών για τη συντήρησή τους με τη λήψη θετικών μέτρων, νομοθετικών ή διοικητικών, αλλά ,κατά μείζονα λόγο, και στην απαγόρευση κάθε βλαπτικής ενέργειας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην υποβάθμιση είτε, πολύ περισσότερο, στην καταστροφή τους (ΣτΕ 260/2014, 4267/2009, 4447/2005, 769/2005 7 μ.). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το με αριθ. πρωτ οικ. 51131/4361/5.10.2001 έγγραφο της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού του ΥΠΕΧΩΔΕ προς τη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διαβιβάσθηκε, στο πλαίσιο της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ και σε εφαρμογή του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής, πίνακας, προκειμένου να διαβιβασθεί περαιτέρω στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τον οποίον ταξινομούνται σε εθνικό επίπεδο, νέες Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ). Μεταξύ των ταξινομηθεισών ΖΕΠ περιλαμβάνεται η περιοχή με κωδικό GR 1220010 και τίτλο «Delta Axiou – Ekvoles Loudia – Delta Aliakmona – Alyki Kitrous», τα όρια της οποίας επεκτείνονται. Επίσης, μεταγενεστέρως, στον κατάλογο των ΖΕΠ του Παραρτήματος Β του άρθρου 14 της κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Η.Π 37338/1807/Ε. 103 / 2010 (Β 1495/6.9.2010) περιελήφθη με αύξοντα αριθμό 19 και κωδικό GR 1220010 η ΖΕΠ “ DELTA AXIOU – LOUDIA – ALIAKMONA – ALYKI KITROUS”. Περαιτέρω, στο άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3937/2011, περιελήφθη ο εθνικός κατάλογος περιοχών που έχουν ενταχθεί στο κοινοτικό δίκτυο Νatura 2000. Στον κατάλογο αυτό με αύξοντα αριθμό 42 περιλαμβάνεται και η ΖΕΠ GR1220010 «Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα – Αλυκή Κίτρους». Επίσης, στο Παράρτημα Β “Κατάλογος των Ζωνών Ειδικής Προστασίας” της κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων” Η.Π 8353/276/Ε103/2012 (Β΄415/23.2.2012), με την οποία τροποποιήθηκε η προαναφερθείσα κυα Η.Π. 8353/276/Ε 103/2010, περιελήφθη με αύξοντα αριθμό 19 η ΖΕΠ “DELTA AXIOU – LOUDIA – ALIAKMONA – ALYKI KITROUS”. Eξάλλου, όπως προκύπτει από το με αριθ. πρωτ. 2474/95/24.2.2017 έγγραφο της Διεύθυνσης Προστασίας Βιοποικικότητας Εδάφους και Διαχείρησης Αποβλήτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και το συνοδευτικό διάγραμμα, τμήμα της ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης εταιρείας, βρίσκεται εντός της περιοχής με κωδικό GR1220010 «Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα – Αλυκή Κίτρους». Ανεξαρτήτως δε του εάν η περιοχή ευθύνης του εκκαλούντος Φορέα, όπως τα όρια αυτής καθορίσθηκαν με το ν. 3044/2002, περιελαμβανε και τις ανωτέρω περιοχές που χρήζουν προστασίας βάσει του ενωσιακού δικαίου, εφόσον η ιδιοκτησία της εφεσίβλητης περιλαμβανόταν στην περιοχή ευθύνης του εκκαλούντος, σύμφωνα με το ν. 3044/2002, η οποία τελούσε υπό το καθεστώς προστασίας της κυρωθείσας με το ν.δ 191/1974 συνθήκης Ραμσάρ, ο εκκαλών Φορέας Διαχείρισης θα έπρεπε να είχε γνωμοδοτήσει, μέσω του Διοικητικού του Συμβουλίου, πριν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την εγκατάσταση της εφεσίβλητης, ενόψει των όσων εκτίθενται στην σκέψη 16 σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 15 του ν. 2742/1999. Εξάλλου, η γνωμοδότηση του εκκαλούντος Φορέα, η οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, εντάσσεται στην προσπάθεια αποφυγής της υποβάθμισης περιβαλλοντικά ευαίσθητων περιοχών, σύμφωνα και με την αρχή της πρόληψης, είναι ανεξάρτητη από την έκδοση π.δ/τος χαρακτηρισμού της περιοχής ευθύνης του εκκαλούντος και καθορισμού των όρων προστασίας αυτής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του ν. 1650/1986, οι διατάξεις του οποίου δεν θίγονται, ενώ δε συνδέεται με τη μεταγενεστέρως εκδοθείσα 12966/23.3.2009 ΚΥΑ, με την οποία χαρακτηρίσθηκε η ευρύτερη χερσαία, υδάτινη και θαλάσσια περιοχή ως Εθνικό Πάρκο, η οποία, εκτός του ότι δεν ίσχυε κατά τον χρόνο έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, ήταν μη νόμιμη, όπως άλλωστε κρίθηκε τελικώς με την απόφαση σε Συμβούλιο 1705/2016, του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι δεν είχε περιβληθεί τον τύπο του προεδρικού διατάγματος. Με αυτά τα δεδομένα, η κρίση της εκκαλουμένης ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 15 παρ. 2 περ. γ του ν. 2742/1999 γνωμοδοτική αρμοδιότητα των Φορέων Διαχείρισης στην περιοχή ευθύνης τους τελεί υπό την προϋπόθεση χαρακτηρισμού των ανωτέρω περιοχών με την έκδοση π.δ/τος χαρακτηρισμού είναι εσφαλμένη, όπως βασίμως προβάλλεται, όλοι δε οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι από την εφεσίβλητη εταιρεία ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι ο εκκαλών Φορέας θα μπορούσε να γνωμοδοτήσει εκ των υστέρων, βάσει των οριζομένων στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 της ΚΥΑ 12966/14.5.2009, εφόσον διέθετε έγκριση περιβαλλοντικών όρων και οικοδομική άδεια, πρέπει να απορριφθεί, ενόψει του ότι, ανεξαρτήτως της ακυρώσεως της ανωτέρω ΚΥΑ με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε εν συμβουλίω την 2.6.2016, μετά τη δημοσίευση (11.5.2016) της εκκαλουμένης, η εν λόγω απόφαση, ελεγχόμενη παρεμπιπτόντως, λόγω του κανονιστικού της χαρακτήρα, ήταν σε κάθε περίπτωση μη νόμιμη λόγω αναρμοδιότητας.
20. Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και στη συνέχεια να εξετασθεί η τριτανακοπή του εκκαλούντος Φορέα Φορέα Διαχείρισης Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα.
21. Επειδή, στο άρθρο 49 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να παρέμβει στη δίκη επί αίτησης ακυρώσεως, μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Η παρέμβαση ασκείται επί ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο που κατατίθεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 του παρόντος και κοινοποιείται με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, έξι τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επίδοση κυρωμένου αντιγράφου προς τους διαδίκους. 3. …». Στο άρθρο 51 του ίδιου διατάγματος ορίζεται ότι: «1. Τρίτος, που βλάπτεται από την ακυρωτική απόφαση, δικαιούται να την ανακόψει μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης προς αυτόν, ή αφότου έλαβε γνώση της απόφασης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. 2. Στερείται το δικαίωμα ανακοπής ο τρίτος, στον οποίο με επιμέλεια του εισηγητή κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου, είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν, καθώς και οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση. 3. Οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν την προδικασία, τη συζήτηση και την έκδοση απόφασης επί της αίτησης ακυρώσεως, εφαρμόζονται αναλόγως και για την τριτανακοπή»
22. Επειδή, όπως έχει κριθεί, καθ’ ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, το έννομο συμφέρον για την άσκηση τριτανακοπής είναι στενά συνδεδεμένο με το έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής αποφάσεως δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, ο οποίος είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ 2034 -2036/2011 Ολομ., 3768/2015, 856/2009 επτ.). Στερείται ωστόσο, του δικαιώματος ασκήσεως τριτανακοπής ο τρίτος, στον οποίο είχε νομίμως κοινοποιηθεί αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου ή αν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι τελούσε σε πλήρη γνώση της υπάρχουσας εκκρεμοδικίας σε χρόνο απέχοντα είκοσι πλήρεις ημέρες πριν τη δικάσιμο (ΣτΕ 3955/2015 7μ., πρβλ επίσης ΣτΕ 2034- 2036/2011 Ολομ.). Επιπλέον, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το συμφέρον του τρίτου που βλάπτεται από ακυρωτική απόφαση, το οποίο τον νομιμοποιεί να ασκήσει τριτανακοπή πρέπει να βρίσκεται σε άμεσο νομικό σύνδεσμο με την έννομη διοικητική σχέση που ρυθμίστηκε με την απόφαση αυτή. Πρέπει δηλαδή ο ανακόπτων να υφίσταται και να επικαλείται βλάβη, η οποία τελεί σε άμεση αιτιώδη νομική σχέση με την ανακοπτόμενη απόφαση, η επέλευση της οποίας είναι βέβαια, αν δεν ανατραπεί η ακυρωτική απόφαση και όχι απλώς ενδεχόμενη, (ΣτΕ 1252-3/2016 7μ., 866/2014 7μ., 1147/2011 7μ.). Τέλος, για το παραδεκτό της παρέμβασης, το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να συνυπάρχει και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, πρέπει όμως να υφίσταται κατά το χρόνο άσκησης της παρέμβασης και κατά το χρόνο συζήτησης (ΣτΕ 2034/2011, 2597/2005 7μ., 568/2012).
23. Επειδή, η καθής η τριτανακοπή εταιρεία προβάλλει ότι ο τριτανακόπτων Φορέας στερείται δικαιώματος για την άσκηση της τριτανακοπής, δεδομένου ότι τελούσε σε γνώση της εκκρεμοδικίας πολύ πριν την συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Τούτο δε προκύπτει, σύμφωνα με την καθής, από το γεγονός ότι ο τριτανακόπτων είχε προβεί σε κοινοποιήσεις και υποβολή αιτημάτων προς διάφορες υπηρεσίες και φορείς σε βάρος της καθής, ενώ από πλήθος εγγράφων προκύπτει ότι ήδη από τον χρόνο άσκησης της από 18.12.2009 αιτήσεως ακυρώσεως ο Φορέας γνώριζε την εκκρεμοδικία και επομένως είχε τη δυνατότητα να παρέμβει εμπροθέσμως πριν από τη συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως στις 10.10.2013. Εξάλλου, σύμφωνα με την καθής η τριτανακοπή, η γνώση της εκκρεμοδικίας εκ μέρους του τριτανακόπτοντος Φορέα προκύπτει ήδη από 10.3.2010, ημερομηνία που φέρει το με αριθ. 114/10.3.2010 έγγραφο του τριτανακόπτοντος προς τη Διεύθυνση Ανάπτυξης της Ν.Α Θεσσαλονίκης, στο οποίο αναφέρει ότι: « εξ όσων γνωρίζουμε, η εταιρεία A.L. A.E έχει προσφύγει στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης για την ακύρωση του εγγράφου της Πολεοδομίας Δυτ. Θεσσαλονίκης περί διακοπής των εργασιών, η απόφαση δεν έχει ακόμη εκδοθεί, ωστόσο έχει ήδη εκδοθεί απορριπτική απόφαση επί της σχετικής αιτήσεως αναστολής». Όμως, όλοι οι ανωτέρω ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν, δεδομένου ότι από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει μόνον η ενδεχόεμενη γνώση ορισμένων στοιχείων της εκκρεμούς δίκης και όχι η πλήρης γνώση όλων των στοιχείων της, που θα επέτρεπε στον τριτανακόπτοντα να ασκήσει παραδεκτώς παρέμβαση. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι ο τριτανακόπτων στερείται εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της κρινόμενης τριτανακοπής, δεδομένου ότι το ακυρωθέν σήμα διακοπής εργασιών αφορά αποκλειστικά την πολεοδομική υπηρεσία και την καθής η τριτανακοπή και όχι τον τριτανακόπτοντα Φορέα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, ο τριτανακόπτων Φορέας, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 2742/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002, με τον οποίο και ιδρύθηκε, είναι επιφορτισμένος με τη διοίκηση και την διαχείριση της περιοχής που εμπίπτει στην χωρική του αρμοδιότητα, και επομένως είχε δικαίωμα παρέμβασης στην ακυρωτική δίκη και επομένως και δικαίωμα ασκήσεως τριτανακοπής. Εξάλλου, και ο ισχυρισμός ότι ο τριτανακόπτων στερείται εννόμου συμφέροντος, δεδομένου ότι δεν ασχολήθηκε ποτέ με το ζήτημα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης της επίμαχης δραστηριότητας και ειδικότερα με την αξιολόγηση και την κατάταξη αυτής, την υποβληθείσα περιβαλλοντική μελέτη, ως προς την οποία τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας και ενόψει του ότι παρέλειψε να προσφύγει κατά της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, ζητώντας την ακύρωσή της, είναι επίσης απορριπτέος. Και τούτο διότι η μη εναντίωση του τριτανακόπτοντος στην περιβαλλοντική αδειοδότηση της ανωτέρω δραστηριότητας δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον του να ασκήσει τριτανακοπή κατά ακυρωτικής απόφασης που αφορά άλλη διοικητική πράξη, δηλαδή το σήμα διακοπής οικοδομικών εργασιών, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, κατά το αρθρο 51 του π.δ 18/1989, για την άσκηση τριτανακοπής. Περαιτέρω, αμφισβητείται το έννομο συμφέρον του Φορέα να ασκήσει τριτανακοπή, ενόψει του ότι, όπως προβαλλεται, αναγνωρίζει στην τριτανακοπή του ότι η περιοχή ευθύνης του καθορίσθηκε με την ΚΥΑ 12966/ 2009, με την οποία χαρακτηρίσθηκε η ευρύτερη περιοχή ως Εθνικό Πάρκο. Όμως, η χωρική αρμοδιότητα του τριτανακόπτοντος είχε καθορισθεί ήδη με το ν. 3044/2002 και επομένως το έννομο συμφέρον του για την άσκηση παρέμβασης συνέτρεχε ήδη από τον χρόνο έκδοσης του προσβληθέντος με την αίτηση ακυρώσεως σήματος 29 ΔΘ/12033/ 12.11.2009. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός της καθης περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της τριτανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, προβάλλεται ότι το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος Φορέα δεν μπορεί να στηριχθεί στο αιτιολογικό της τριτανακοπτόμενης απόφασης και ειδικότερα στην εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και στην ζημία που που ενδεχομένως θα προκύψει στο μέλλον από την εφαρμογή της απόφασης, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 51 του πδ 18/1989, το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος πρέπει να θεμελιώνεται στη βλάβη που επέρχεται συνεπεία του διατακτικού της ακυρωτικής απόφασης. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι, ο Φορέας κατά το νόμο, έχει την ευθύνη διοίκησης και διαχείρισης προστατευόμενης περιοχής, και επομένως υφίσταται βλάβη ευθέως από την ακύρωση με την τριτανακοπτόμενη απόφαση του σήματος διακοπής των εργασιών για τη κατασκευή της εμπορικής αποθήκης, η οποία εμπίπτει εντός των ορίων της χωρικής του αρμοδιότητας
24. Επειδή, με την κρινόμενη τριτανακοπή, η οποία ασκείται κατά τα λοιπά παραδεκτώς, προβάλλεται ότι είναι εσφαλμένη η κρίση της τριτανακοπτόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία, κατά τον χρόνο της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του έργου της εμπορικής αποθήκης της καθής δεν χρειαζόταν γνωμοδότηση του τριτανακόπτοντος Φορέα, εφόσον, κατά τον χρόνο αυτό, δεν υπήρχε θεσμοθετημένο καθεστώς προστασίας της περιοχής και οι αρμοδιότητες των φορέων, συμπεριλαμβανομένης και της γνωμοδοτικής, είχαν ως προϋπόθεση την έκδοση πράξεως χαρακτηρισμού κατά τις διακρίσεις του ν. 1650/1986. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, ενόψει των όσων έχουν εκτεθεί (σκέψεις 16, 19) σχετικά με την υποχρεωτική γνωμοδότηση του Φορέα πριν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 2742/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3044/200.
25. Επειδή, κατόπιν τούτου, πρέπει να εξαφανισθεί η τριτανακοπτόμενη απόφαση και να εξετασθεί, σύμφωνα με το άρθρο 64 του π.δ/τος 18/1989, η από 18.12.2009 αίτηση ακυρώσεως της εταιρείας «Α. L. AE» κατά του υπ’ αριθ. 29/ΔΘ/12033/ 12.11.2009 σήματος του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης της Ν.Α. Θεσσαλονίκης, με το οποίο διεκόπησαν οι εργασίες κατασκευής της εμπορικής αποθήκης της αιτούσας εταιρείας εξαιτίας της μη προηγούμενης γνωμοδότησης του Φορέα Διαχείρισης κατά τον χρόνο έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Με την αίτηση ακυρώσεως προβάλλεται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νομίμως αιτιολογημένη, διότι, κατά το χρόνο έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, δεν είχε θεσπισθεί καθεστώς προστασίας στην περιοχή και επομένως δεν ήταν απαραίτητη η γνωμοδότηση του Φορέα Διαχείρισης πριν την έγκριση της σχετικής απόφασης. Ειδικότερα, όπως προβάλλεται, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων (25. 7.2007) και της έκδοσης της οικοδομικής άδειας (27.11.2007), αφενός είχε λήξει η ισχύς της ΚΥΑ 14874/1998 και η ΚΥΑ 12966/2009, σχετικά με τον χαρακτηρισμό της ευρύτερης περιοχής ως Εθνικό Πάρκο, δεν είχε εκδοθεί, αφετέρου δεν είχε εκδοθεί το αναγκαίο για τον χαρακτηρισμό της περιοχής ως Εθνικό Πάρκο π.δ , σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 1650/1986. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, ενόψει των όσων έχουν ήδη αναφερθεί σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 15 του ν. 2742/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002.
26. Επειδή, κατόπιν τούτων και ενόψει του ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την έφεση.