ΣΤΕ 2149/2020 [ΝΟΜΙΜΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΕΠΟ ΓΙΑ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΘΕ]
Περίληψη
– Προβάλλεται ότι η προσβαλλόµενη πράξη είναι παράνοµη και ακυρωτέα, διότι κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 σε συνδυασμό µε το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η κατασκευή και λειτουργία των επίδικων σταθμών διοδίων θα προκαλέσει δυσχέρειες στην πρόσβαση στις επιχειρήσεις της περιοχής από την υποχρεωτική καταβολή διοδίων αλλά και από την υπερφόρτιση του εντελώς ακατάλληλου τοπικού οδικού δικτύου και περαιτέρω, αύξηση του κόστους μεταφοράς πρώτων υλών αλλά και των προϊόντων, αύξηση της τελικής τιμής αυτών και των παρεχόμενων υπηρεσιών, µείωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, διαρροή πελατείας και εργαζομένων των εν λόγω επιχειρήσεων, απώλεια φήμης και τελικώς οριστική απώλεια μεριδίου της αγοράς. Συνεπώς, κατά τα προβαλλόμενα θα προκληθεί ανάσχεση της οικονοµικής δραστηριότητας και βλάβη των οικονοµικών συμφερόντων και απώλεια περιουσίας των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην περιοχή. Συναφώς, προβάλλεται ότι η προσβαλλόµενη πράξη είναι παράνομη και ακυρωτέα, διότι ερείδεται επί διατάξεων του ν. 3555/2007, µε το άρθρο Πρώτο του οποίου κυρώθηκε η Σύμβαση Παραχώρησης του έργου μελέτης και κατασκευής της ΠΑΘΕ, που αντίκεινται στις ως άνω διατάξεις για τους προαναφερθέντες λόγους.
Με την προσβαλλόµενη πράξη που έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, την οποία, σύμφωνα µε τα προαναφερθέντα, υποχρεούται να τηρεί ο Παραχωρησιούχος κατά την κατασκευή και λειτουργία των επιµέρους έργων του Εργου Παραχώρησης, εγκρίνονται περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή, μεταξύ άλλων, δύο νέων σταθμών διοδίων, που ήδη προβλέπεται ως δυνατότητα στην ως άνω κυρωθείσα, µε νόμο, σύμβαση. Εξάλλου, όπως ρητώς αναφέρεται στην ΑΕΠΟ, η προσβαλλόµενη πράξη αφορά αποκλειστικά στην περιβαλλοντική αδειοδότηση των επίδικων έργων, χωρίς όµως να υπεισέρχεται σε θέµατα αναγκαιότητας ή οικονοµικών επιδράσεών τους, δεδομένου ότι τέτοια θέµατα δεν άπτονται της διαδικασίας εκτίµησης και αντιμετώπισης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Με αυτά τα δεδοµένα, ο εξεταζόµενος λόγος µε τους επιµέρους ισχυρισμούς του αφορά κατ᾿ ουσίαν το περιεχόµενο της σύμβασης παραχώρησης του επίδικου αυτοκινητόδροµου και τη συνταγµατικότητα-συμβατότητα µε το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ του κυρωτικού της νόµου. Είναι δε απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, καθ’ όσον η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά στην ευθεία εφαρµογή των σχετικών διατάξεων και συμβατικών ρητρών, αλλά στην εφαρµογή αποκλειστικά της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Σε κάθε περίπτωση, σχετικά µε την προβαλλόμενη αντίθεση των σχετικών διατάξεων του κυρωτικού νόµου και της προσβαλλόµενης πράξης στο άρθρο 5 παρ. 1, σε συνδυασμό µε το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, ο εξεταζόµενος επιµέρους ισχυρισμός είναι απορριπτέος και ως ουσία αβάσιμος, καθόσον, στο κατοχυρούµενο στο Σύνταγμα δικαίωµα ανάπτυξης της προσωπικότητας µέσω της συµµετοχής και στην οικονομική ζωή της χώρας, δεν αντιτίθεται, κατ᾽ αρχήν, η επιβολή διοδίων, είτε ως τέλους εισπραττοµένου από τον αρμόδιο δημόσιο φορέα και προοριζοµένου για την εξυπηρέτηση δημοσίων σκοπών συναπτοµένων µε την κατασκευή, συντήρηση και λειτουργία του οδικού δικτύου είτε ως τμήματος του εργολαβικού ανταλλάγµατος, καταβαλλομένου από τους χρήστες της οδού στον παραχωρησιούχο, στην περίπτωση αναθέσεως της κατασκευής και λειτουργίας της οδού µε σύμβαση παραχωρήσεως, καθόσον τυχόν συνέπειες της εν λόγω επιβολής στην οικονομική δραστηριότητα της περιοχής έχουν χαρακτήρα µόνο έμμεσο και αντανακλαστικὀ, αορίστως δε και αναποδείκτως προβάλλονται όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί.
Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι πάντως, εν προκειμένω, υπάρχει εναλλακτικό τοπικό οδικό δίκτυο για την εξυπηρέτηση των μετακινήσεων που εξυπηρετούν την οικονομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων της περιοχής, ιδίως δε των επιχειρηματιών, εργαζομένων, προμηθευτών και πελατών, όπως προκύπτει από τους ίδιους τους ισχυρισμούς των αιτούντων, χωρίς βεβαίως, αυτονοήτως, να απαιτείται να έχει το εν λόγω δίκτυο τα ίδια χαρακτηριστικά µε την Εθνική οδό. Περαιτέρω, µε αυτά τα δεδοµένα πρέπει να απορριφθεί ως αορίστως προβαλλόµενος και ο ισχυρισμός περί παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι στηρίζεται στην όλως υποθετική και αναπόδεικτη παραδοχή ότι η επιβολή διοδίων θα έχει ως περαιτέρω συνέπεια την απώλεια περιουσίας των επιχειρήσεων της περιοχής. Εξάλλου, απορριπτέος ως αβάσιµος είναι ο εν λόγω ισχυρισμός, καθ’ ο µέρος ερείδεται στον χαρακτήρα της επίδικης οδού ως “αμιγώς αστικής”, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι εξυπηρετεί εν μέρει και μετακινήσεις σε αστικές περιοχές και εξ αυτού του λόγου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τέτοια, χωρίς ο εν λόγω χαρακτηρισμός να έχει κάποια νοµική σημασία, πάντως πρόκειται για “αυτοκινητόδρομο”, σύμφωνα µε τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, που εμπίπτει στους όρους της ως άνω Σύμβασης Παραχώρησης και η χρήση του οποίου συναρτάται µε την καταβολή διοδίων.
Περιβαλλοντική πληροφορία στην οποία έχει πρόσβαση το ενδιαφερόμενο κοινό κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης είναι η ΜΠΕ µετά την ολοκλήρωση του ελέγχου πληρότητας από την αρμόδια αρχή. Συνεπώς, τα στοιχεία που υποβάλλονται συμπληρωματικά προς επιβεβαίωση των πορισµάτων της μελέτης και επ’ αφορμή διατύπωσης αντίθετων απόψεων εκ µέρους του ενδιαφερόμενου κοινού κατά την ίδια τη διαδικασία της διαβούλευσης, δεν απαιτείται να υποβληθούν στην ίδια διαδικασία.
Λαμβάνοντας υπόψη, αφενός ότι υπήρχαν οι βασικές παραδοχές ως προς τις επιπτώσεις στις κυκλοφοριακές συνθήκες της περιοχής από το επίδικο έργο και αντίστοιχα µέτρα αντιμετώπισης, που αμφισβητήθηκαν κατά τη διαδικασία της διαβούλευσης, αφετέρου ότι “Διευκρινιστικό Υπόμνημα” κατατέθηκε στην αρμόδια για την περιβαλλοντική αδειοδότηση του επίδικου έργου αρχή, προκειµένου να απαντηθούν οι εν λόγω αντιρρήσεις και όχι για τη συμπλήρωση ελλείψεων που διαπιστώθηκαν από τη Διοίκηση κατά τον έλεγχο πληρότητας της κατατεθείσας ΜΠΕ, περιλαμβάνει δε στοιχεία προς επιβεβαίωση των διαπιστώσεων της µελέτης, δεν απαιτείτο το εν λόγω υπόµνηµα να υποβληθεί εκ νέου σε διαδικασία δηµοσιοποίησης και διαβούλευσης. Ως εκ τούτου, πρέπει ν᾿ απορριφθεί ως αβάσιµος ο περί του αντιθέτου προβαλλόµενος λόγος.
Ενόψει του περιεχομένου της ΜΠΕ, ο εξεταζόµενος λόγος πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιµος. Διαφορετικό δε είναι το ζήτημα της πληρότητας εξέτασης των περιβαλλοντικών επιπτὠσεων από την κατασκευή των εν λόγω σταθμών στις συγκεκριμένες θέσεις, το οποίο αποτελεί αντικείµενο εξέτασης στο πλαίσιο αυτοτελούς λόγου ακυρώσεως.
Συμφωνα µε τα παγίως κριθέντα, κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου πράξεων εκδιδοµένων κατ᾽ εφαρμογήν της νομοθεσίας για την εκ των προτέρων εκτίµηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, σχεδιαζοµένων έργων ή δραστηριοτήτων, στον οποίο έλεγχο περιλαμβάνεται και η πλάνη περί τα πράγματα, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η µελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελεί το βασικό µέσο εφαρµογής της απορρέουσας από τις ανωτέρω διατάξεις αρχής της πρόληψης και προφύλαξης, ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόµου και αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη µε τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, τις συνταγματικές επιταγές και τους ορισμούς της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ευθεία, όµως, αξιολόγηση από µέρους του δικαστή των συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητας και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου, διότι προϋποθέτουν διαπίστωση πραγματικών καταστάσεων, διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και στάθµιση στηριζόμενη στις εκτιμήσεις αυτές. Κατ’ ακολουθίαν, παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης µπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή µόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και µε βάση τα διδάγµατα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούµενη από το έργο ή τη δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι µη επανορθώσιµη και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες, ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την παραπάνω συνταγματική αρχή.
Ενόψει του περιεχομένου της ΜΠΕ και των επιβληθέντων με την προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ περιβαλλοντικών όρων η προσβαλλόµενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν πλήρους και αναλυτικής αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη λειτουργία των επίδικων σταθμών διοδίων στις κυκλοφοριακές συνθήκες της περιοχή λαμβάνοντας υπόψη την επιρροή επιβολής των προγραμματιζόµενων τελών διοδίων στη συμπεριφορά των χρηστών του αυτοκινητοδρόμου, ενώ προβλέφθηκαν και συγκεκριµένα µέτρα για την αντιμετώπισή τους. Επιπλέον, µε το Διευκρινιστικό Υπόμνημα έτους 2015 και τη συνοδεύουσα κυκλοφοριακή µελέτη, που περιλαμβάνουν αναλυτικά και επικαιροποιηµένα στοιχεία, επιβεβαιώθηκαν τα πορίσματα της ΜΠΕ και αντιμετωπίστηκαν οι αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν κατά τη διαβούλευση «ως προς την επιβάρυνση των εναλλακτικών οδικών δικτύων, που αποτελεί, εξάλλου, το κυρίως αντικείµενο της αντίθετης μελέτης που υπεβλήθη σχετικά προκειµένου να ληφθεί υπόψη από το Περιφερειακό Συμβούλιο κατά τη διατύπωση της γνωµοδότησης στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγήθηκε της έκδοσης της προσβαλλόμµενης πράξης, έστω και εάν η εν λόγω µελέτη δεν αναφέρεται ρητά. Συνεπώς, πρέπει ν᾿ απορριφθεί ως αβάσιµος ο λόγος περί πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης και όλοι οι επιµέρους ισχυρισμοί των αιτούντων, η δε περαιτέρω αμφισβήτηση της σχετικής ουσιαστικής εκτιμήσεως της Διοίκησης εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου και προβάλλεται απαραδέκτως.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Ζ. Θεοδωρικάκου
Το πλήρες κείμενο της απόφασης θα αναρτηθεί αμέσως μετά την καθαρογραφή του από το Δικαστήριο.