ΣτΕ 2302/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙ.ΠΕ ΘΙΣΒΗΣ]
Περίληψη
– Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη και ακυρωτέα, διότι εκδόθηκε χωρίς να έχει γίνει αναπομπή του ζητήματος από τον Υπουργό Πολιτισµού προς το ΚΑΣ και ενώ είχαν εκδοθεί ήδη αρνητικές αποφάσεις του επί του ίδιου θέματος κατά τα έτη 2008 και 2009, καθώς και η αρχική από 24.8.1988 απόφαση που αφορούσε την εκτέλεση των επίδικων λιμενικών εγκαταστάσεων. Συναφώς προβάλλεται ότι έγγραφο της παρεμβαίνουσας εταιρείας προς τον Υπουργό Πολιτισμού δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αίτηση θεραπείας, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν ήταν επιτρεπτή, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ζήτημα είχε ήδη αντιμετωπιστεί από τη Διοίκηση με τις προαναφερθείσες αποφάσεις της και ότι δεν είχε ανακύψει κανένα οψιγενές στοιχείο.
Όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνεδρίασης του ΚΑΣ, κατά την οποία το τελευταίο εξέδωσε θετική γνωμοδότηση, που ελήφθη υπόψη για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, το ζήτημα της νοµιµοποίησης των επίδικων λιµενικών εγκαταστάσεων αναπέμφθηκε ενώπιον του εν λόγω οργάνου από τον Υπουργό Πολιτισμού, προκειμένου να επανεξεταστούν οι αιτήσεις θεραπείας της παρεμβαίνουσας μαζί µε τα συμπληρωματικά στοιχεία που υπεβλήθησαν μεταγενέστερα με υπόμνημα. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης πραγματικής βάσης ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του αιτούντος. Περαιτέρω, ούτε από τις διατάξεις του ν. 3028/2002, που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης γνωμοδότησης του ΚΑΣ βάσει της οποίας εν συνεχεία εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ούτε από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας αποκλείεται η επανεξέταση ζητήματος από το εν λόγω όργανο προκειμένου να διατυπώσει νέα γνώμη πριν την έκδοση απόφασης από τον αρµόδιο Υπουργό, προκειμένου να ληφθούν υπόψη στοιχεία (οψιγενή ή μη) που κατατίθενται από τον ενδιαφερόμενο ακόμη στην περίπτωση που έχει ήδη διατυπωθεί αντίθετου περιεχομένου γνωμοδότησή του σε προηγούµενη συνεδρίασή του, όπως έγινε εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, πρέπει ν’ απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόµενος λόγος ακυρώσεως.
Η προσβαλλόµενη πράξη, με την οποία κατ’ αρχήν διαπιστώνεται ότι το επίδικο κρηπίδωµα βρίσκεται έξω από την περιοχή που ορίστηκε το έτος 1988 από το ΥΠΠΟ ως χώρος προστασίας των αρχαιοτήτων και, συνεπώς, έχει την έννοια ότι είναι θετική για την περαιτέρω νομιμοποίησή του κατά τη νομοθεσία περί αιγιαλού, δεν έρχεται σε αντίθεση με τα προβλεπόµενα στην προαναφερθείσα απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ούτε παραβιάζει τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαιοτήτων εν γένει. Ως εκ τούτου, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιµος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα.
Με την προσβαλλόμενη πράξη ορθά διαπιστώθηκε ότι η κατασκευή του επίδικου κρηπιδώματος δεν παραβιάζει τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαιοτήτων, καθ’ όσον το εν λόγω έργο βρίσκεται εκτός της ορισθείσας με τα διαγράμματα της ΕΕΑ αποκλεισθείσας ζώνης, εκτός κηρυγµένου αρχαιολογικού χώρου, δεν εκτελέσθηκε πάνω σε αρχαίο μνημείο και σε κάθε περίπτωση δεν προκάλεσε καταστροφή ή βλάβη οποιουδήποτε μνημείου. Με τα δεδοµένα αυτά πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως.
Πρόεδρος: Ι. Μαντζουράνης
Εισηγητής: Ζ. Θεωδορικάκου
Βασικές σκέψεις
3. Επειδή, με το από 7.12.2015 δικόγραφο παρεμβαίνουν στη δίκη η εταιρεία με την επωνυμία «Δι. κ. Δ. Β. Π. Θίσβης Βοιωτίας Α.Ε.» (Δ.Β.Π.Θ.Β. Α.Ε.) και η εταιρεία με την επωνυμία «Σ. Κ. α. ε. β. σ. κ. ε. α.». Εξ αυτών η δεύτερη παρεμβαίνουσα δεν νομιμοποίησε τον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο της παρεμβάσεως με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει. Συνεπώς, ως προς αυτήν η παρέμβαση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ανεξαρτήτως εκβάσεως της δίκης. Περαιτέρω, με έννομο συμφέρον ασκείται η ανωτέρω παρέμβαση από την, νομιμοποιουμένη κατά την ανωτέρω διάταξη, πρώτη παρεμβαίνουσα, η οποία, εξάλλου, συμμετείχε στη διοικητική διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης.
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς από τον αιτούντα Σύνδεσμο Δήμων και Κοινοτήτων, που έχει, μεταξύ άλλων, σκοπό τη διάσωση, προστασία, ανάδειξη και αξιοποίηση του περιβάλλοντος και οικοσυστήματος της περιοχής του Κορινθιακού Κόλπου, όπου βρίσκεται η επίδικη λιμενική εγκατάσταση, όπως προκύπτει από την συστατική του πράξη [βλ. 11425/1993 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (Β΄ 164), 16047/2007 απόφαση Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας (Β΄ 1947) και 44163/9293/2011 απόφαση Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου (Β΄ 1712)].
5. Επειδή, ο α.ν. 2344/1940 περί αιγιαλού και παραλίας (Α΄ 154) στο άρθρο 12 ορίζει ότι: «1. Εκτέλεσις επί του αιγιαλού ή της παραλίας έργων εξυπηρετούντων βιομηχανικούς, εμπορικούς ή άλλης φύσεως σκοπούς, περί ών αποβλέπουσαι αι κείμεναι διατάξεις γίνεται πάντοτε κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνώμην του Γ.Ε.Ν., και του κατά το άρθρο 26 του παρόντος του Νόμου Συμβουλίου. 2. … 3. Δια των αποφάσεων δι’ ών επιτρέπεται η κατά το παρόν άρθρον εκτέλεσις έργων, δύναται να τίθενται όροι ή περιορισμοί δια λόγους ασφαλείας ή δημοσίας ανάγκης», στο δε άρθρο 24 παρ. 3, όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 393/1974 (Α΄110), ότι: «3. Τα άνευ αδείας ανεγερθέντα ανεξαρτήτως χρόνου ανεγέρσεως ή ανεγερθησόμενα πάσης φύσεως κτίσματα και εν γένει κατασκευάσματα επί του αιγιαλού ή της παραλίας κατεδαφίζονται ανεξαρτήτως εάν ταύτα κατοικούνται ή άλλως πως χρησιμοποιούνται. Προς τούτο ο αρμόδιος Οικονομικός Έφορος συντάσσει πρωτόκολλο κατεδαφίσεως όπερ κοινοποιεί επί αποδείξει εις τον αυθαιρέτως ανεγείραντα ίνα ούτος εντός προθεσμίας 15 ημερών προέλθη εις την κατεδάφισιν των κτισμάτων και άρσιν των πάσης φύσεως κατασκευασμάτων εκ του χώρου του αιγιαλού ή παραλίας».
6. Επειδή, το άρθρο 14 του ν. 2971/2001 «Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 285) ορίζει τα εξής: «1. Η παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης αιγιαλού, παραλίας, συνεχόμενου ή παρακείμενου θαλάσσιου χώρου, ή του πυθμένα, για την εκτέλεση έργων που εξυπηρετούν εμπορικούς, βιομηχανικούς, συγκοινωνιακούς, λιμενικούς ή άλλου είδους σκοπούς, που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατά τη διαδικασία που προβλέπει η επόμενη παράγραφος. Η παραχώρηση μπορεί να περιλαμβάνει και απλή χρήση αιγιαλού και παραλίας για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών των έργων αυτών … 2. α) Ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση προς την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία η οποία συνοδεύεται από τεχνικό φάκελο σύμφωνα με το άρθρο 8 της κοινής απόφασης (Κ.Υ.Α.) 69269/5387/24.10.90 (ΦΕΚ 678 Β΄) των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Γεωργίας, Πολιτισμού, Εμπορικής Ναυτιλίας, Τουρισμού, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Μεταφορών και Επικοινωνιών. β) Η Κτηματική Υπηρεσία διαβιβάζει μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός το σχετικό φάκελο στους παρακάτω αναφερόμενους για να διατυπώσουν μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών τη γνώμη τους, κατά τις αρμοδιότητες καθενός για την εκτέλεση των έργων: 1) … 2) … 3) …. 4) … 5) Υπουργείο Πολιτισμού (σε τρία αντίγραφα). 6) … 7) … 8) … 9) … 10) … γ) Μετά την προέγκριση χωροθέτησης και τη διατύπωση των γνωμών της προηγούμενης περίπτωσης β΄ εκπονείται και εγκρίνεται η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και τα προβλεπόμενα από την Κ.Υ.Α. 69269/5387/24.10.1990 (ΦΕΚ 678 Β΄). Ακολούθως μετά από γνώμη του Γ.Ε.Ν., για θέματα εθνικής άμυνας και ασφάλειας της ναυσιπλοΐας, γνώμη του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας για λόγους ορθολογικής ναυτιλιακής ανάπτυξης, προστασίας αιγιαλού, παραλίας, ελέγχου και ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και συγκοινωνίας και γνώμη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού για λόγους προστασίας αρχαίων, εγκρίνεται αρμοδίως η οριστική μελέτη, κατά τη σύνταξη της οποίας λαμβάνονται υπόψη υποχρεωτικά οι εγκεκριμένοι περιβαλλοντικοί όροι. Γνώμες διατυπώνονται το αργότερο εντός προθεσμίας (3) μηνών. Η εγκεκριμένη οριστική μελέτη με τις ανωτέρω γνώμες διαβιβάζεται στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία για την έκδοση της απόφασης παραχώρησης». Περαιτέρω, στο άρθρο 27 παρ. 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «1. … 2. Τα πάσης φύσεως κτίσματα και εν γένει κατασκευάσματα, τα οποία έχουν ανεγερθεί ή θα ανεγερθούν χωρίς άδεια στον αιγιαλό ή την παραλία μετά τον καθορισμό και τη συντέλεση των απαλλοτριώσεων των άρθρων 7 και 10 κατεδαφίζονται, ανεξάρτητα από το χρόνο ανέγερσής τους ή αν κατοικούνται ή άλλως πως χρησιμοποιούνται … Προς τούτο ο προϊστάμενος της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας εκδίδει πρωτόκολλο κατεδάφισης, το οποίο κοινοποιεί … σε εκείνον που έχει ανεγείρει αυθαιρέτως, ο οποίος οφείλει εντός τριάντα [30] ημερών από την κοινοποίηση να κατεδαφίσει τα κτίσματα και να άρει τα πάσης φύσεως κατασκευάσματα από τον αιγιαλό ή την παραλία. 3. … 7. Τα χωρίς άδεια ή καθ’ υπέρβαση της άδειας έργα και εν γένει κατασκευές μέσα στη θάλασσα αίρονται και απομακρύνονται ανεξάρτητα από τον τρόπο χρησιμοποίησής τους … Προς τούτο η Κτηματική Υπηρεσία, μετά από πρόταση της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής, συντάσσει πρωτόκολλο κατεδάφισης, άρσης και απομάκρυνσης των ανωτέρω έργων και κατασκευών …». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων η εκτέλεση των προαναφερθέντων τεχνικών έργων επί του αιγιαλού ή της παραλίας επιτρέπεται μόνο εφ’ όσον τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 2971/2001 και με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι όροι προστασίας της ακτής, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος. Εάν η διαδικασία αυτή δεν τηρηθεί, τα επί του αιγιαλού ή εντός της θαλάσσης ανεγερθέντα κτίσματα είναι αυθαίρετα και κατεδαφιστέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του ίδιου νόμου, οι οποίες είναι ειδικές εν σχέσει προς τις γενικές διατάξεις περί αυθαιρέτων κατασκευών, αποσκοπούν στην άμεση και αποτελεσματική προστασία του αιγιαλού και του θαλασσίου χώρου και επιβάλλουν την αποκατάσταση της μορφής τους, η οποία έχει αλλοιωθεί με την χωρίς άδεια ανέγερση οποιουδήποτε τεχνικού έργου, κτίσματος ή κατασκευάσματος (βλ. ΣτΕ 911/2017, 1666/2016, 747/2014, 4468/2010, 3587/2007, 4951/2005 κ.ά.).
7. Επειδή, εξάλλου, στην παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου 27 του ν. 2971/2001 ορίζεται ότι «Για έργα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 και έχουν γίνει πριν από την ισχύ του παρόντος νόμου στον αιγιαλό, την παραλία ή τη θάλασσα, χωρίς άδεια ή με υπέρβαση αυτής, είναι δυνατόν μετά από αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, να εκδοθεί γι’ αυτά η σχετική άδεια κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του παρόντος νόμου, εφόσον δεν παραβιάζονται οι ισχύουσες σχετικές διατάξεις, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις έκδοσης της άδειας αυτής και υποβληθεί προς τούτο αίτηση στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ισχύ του παρόντος νόμου. Η αίτηση αυτή συνοδεύεται από τεχνική περιγραφή του έργου, τοπογραφικό διάγραμμα 1:500, φωτογραφίες και χάρτη της ευρύτερης περιοχής με την ακριβή θέση του έργου. Εντός περαιτέρω αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους απαιτείται, για την έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών επί της πιο πάνω αίτησης, η υποβολή των δικαιολογητικών, που προβλέπονται από το άρθρο 14. Για τη νομιμοποίηση των πιο πάνω έργων καταβάλλεται προηγουμένως η αποζημίωση για την αυθαίρετη χρήση του αιγιαλού ή παραλίας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις». Στη συνέχεια, η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο προθεσμία παρατάθηκε διαδοχικώς μέχρι 31.12.2004 με το άρθρο 46 παρ. 16 του ν. 3220/2004 (Α΄ 15) και για 12 μήνες από τη δημοσίευση του ν. 3554/2007 (Α΄ 80/16.4.2007) με το άρθρο 15 αυτού [μεταγενέστερα εκδόθηκαν ο ν. 3978/2011, Α΄ 137/16.6.2011, και ο ν. 4072/2012, Α΄ 86, που παρέτειναν την εν λόγω προθεσμία για ορισμένα έργα μέχρι τις 31.12.2011 και τις 31.12.2013, αντίστοιχα (άρθρο 113 παρ. 5 ν. 3978/2011 και άρθρο 226, ν. 4072/2012)]. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η διαδικασία νομιμοποίησης αυθαίρετων κατασκευών στον αιγιαλό, την παραλία ή τη θάλασσα, που έχουν ανεγερθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν. 2971/2001, δηλαδή πριν τις 20.12.2001 (σύμφωνα με το άρθρο 37 του ίδιου νόμου σε συνδυασμό με την ημερομηνία δημοσίευσης του στο ΦΕΚ στις 19.12.2001), κινείται με την υποβολή προς την οικεία Κτηματική Υπηρεσία σχετικής αιτήσεως από τον ενδιαφερόμενο, με την οποία συνυποβάλλονται τα οριζόμενα στο νόμο δικαιολογητικά (άρθρο 27 παρ. 9 εδ. β΄ του ν. 2971/2001). Ακολούθως, εφ’ όσον η Κτηματική Υπηρεσία κρίνει με πράξη της ότι πληρούνται κατ’ αρχήν οι νόμιμες προϋποθέσεις, οι οποίες τάσσονται από το άρθρο 14 παρ. 1 του ίδιου νόμου, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 27 παρ. 9, δηλαδή ότι πρόκειται για έργο που εξυπηρετεί εμπορικό, βιομηχανικό, συγκοινωνιακό, λιμενικό ή άλλου είδους σκοπό, προβλεπόμενο από την ισχύουσα νομοθεσία, τηρείται η οριζόμενη στην παράγρ. 2 του ίδιου άρθρου διαδικασία, η οποία προβλέπεται για κάθε έργο πραγματοποιούμενο στο χώρο του αιγιαλού ύστερα από σχετική παραχώρηση δικαιώματος χρήσεως. Προς τούτο, ακολουθείται η δεύτερη φάση της διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας η υπόθεση παραπέμπεται από την Κτηματική Υπηρεσία στις υπηρεσίες του άρθρου 14 παρ. 2 και, ειδικότερα, στην αρμόδια για την προέγκριση χωροθέτησης (ή προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση κατά το άρθρο 2 παρ. 1 υποπαρ. δ΄ του ν. 3010/2002, Α΄ 91) διοικητική αρχή και στις συναρμόδιες να γνωμοδοτήσουν υπηρεσίες, μετά δε την τήρηση της διαδικασίας αυτής και την εκπόνηση σχετικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, αποφαίνεται οριστικά επί του αιτήματος νομιμοποίησης ο κατά τις ανωτέρω διατάξεις αρμόδιος για την παραχώρηση της χρήσεως Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών (βλ. ΣτΕ 911/2017, 4468/2010 κ.ά.). Εξάλλου, μεταξύ των υπηρεσιών που είναι αρμόδιες να διατυπώσουν τη γνώμη τους κατά τη διαδικασία νομιμοποίησης τεχνικού έργου στον χώρο του αιγιαλού είναι και ο Υπουργός Πολιτισμού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. β΄ υποπερ. 5 του ν. 2971/2001, στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων του.
8. Επειδή, περαιτέρω, στην περίπτωση κατά την οποία πρόκειται για έργο επί ή πλησίον αρχαίου ή νεωτέρου μνημείου, εφαρμόζονται για την έκδοση της σχετικής πράξης του Υπουργού Πολιτισμού οι διατάξεις της νομοθεσίας για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή το άρθρο 50 του ν. 5351/1932 “περί αρχαιοτήτων” (π.δ/μα 9/24.8.1932-Α΄ 275) και ήδη οι διατάξεις του ν. 3028/2002 (Α΄ 153). Κατά το άρθρο 50 του ν. 5351/1932 “περί αρχαιοτήτων” (π.δ/μα 9/24.8.1932-Α΄ 275) “απαγορεύεται άνευ αδείας του Υπουργού Παιδείας” (ήδη Πολιτισμού) “η πλησίον αρχαίου επιχείρησις έργου δυναμένου να βλάψη αυτά αμέσως ή εμμέσως” (περιπτ. 2) καθώς και “οιαδήποτε εργασία επί κτιρίων ή λειψάνων ή ερειπίων αρχαίων και αν έτι δεν επιφέρει ζημίαν τινα” (περίπτ. 3). Οι διατάξεις αυτές του αρχαιολογικού νόμου, ερμηνευόμενες υπό το φως του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, έχουν την έννοια ότι η άδεια του Υπουργού Πολιτισμού προς εκτέλεση εργασιών επί αυτών τούτων των αρχαίων δύναται να παρέχεται μόνο προς προστασία τους και υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως διασφαλισθεί ότι από την εκτέλεση των εργασιών δεν θα επέλθει βλάβη στα αρχαία. Αφετέρου, όταν παρέχεται από τον Υπουργό Πολιτισμού άδεια για επιχείρηση έργου πλησίον αρχαίου πρέπει αυτή να είναι πλήρως αιτιολογημένη και να περιέχει: α) πλήρη περιγραφή των προστατευτέων αρχαίων, β) πλήρη περιγραφή του προς εκτέλεση έργου και γ) πλήρη και τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των αρχαίων (βλ. ΟλομΣτΕ 3279/2003 κ.ά.).
9. Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 10 και 12 παρ. 4 του ν. 3028/2002, ως επεμβάσεις επί αρχαίου μνημείου απολύτως απαγορευμένες από το νόμο, νοούνται αυτές, οι οποίες είναι δυνατόν να επιφέρουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του, σε κάθε δε περίπτωση για την πραγματοποίηση επεμβάσεων σε μνημείο που δεν επιφέρουν τις ανωτέρω συνέπειες και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν στην πιο πάνω απαγόρευση, απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του αρχαιολογικού συμβουλίου. Για τις επεμβάσεις πλησίον αρχαίου ισχύει ο κανόνας του επιτρεπτού, αλλά μόνο κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού (ΣτΕ 5341/2012, πρβλ. 168/2012 κ.ά.). Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, το Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί άδεια για την επιχείρηση έργου πλησίον αρχαίου ή νεώτερου μνημείου, δύναται και να απαγορεύει κάθε έργο ή δραστηριότητα που μπορεί να βλάψει, αμέσως ή εμμέσως, και δη τόσο από άποψη ασφαλείας όσο και από αισθητική άποψη, τις αρχαιότητες ή τα νεώτερα μνημεία, με γνώμονα την εις το διηνεκές διατήρηση και προστασία τους και πάντοτε ενόψει αφενός του χαρακτήρα των προστατευτέων μνημείων και αφετέρου του συγκεκριμένου έργου που πρόκειται να επιχειρηθεί. Η έγκριση δηλαδή της οικείας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση εκδόσεως των τυχόν απαιτουμένων για την εκτέλεση του έργου λοιπών διοικητικών πράξεων, χορηγείται μόνον εάν, κατά την αιτιολογημένη κρίση της υπηρεσίας, το έργο ή η δραστηριότητα, είτε καθεαυτό είτε ενόψει των συνθηκών που υφίστανται στην περιοχή, δεν συνεπάγονται δυσμενείς επιπτώσεις στη διατήρηση, την προβολή και την εν γένει προστασία του μνημείου, αλλά και του χώρου που το περιβάλλει, και μάλιστα σε έκταση επαρκή για την ανάδειξή του (ΣτΕ 1641/2016, 168/2012 κ.ά.).
10. Επειδή, ιδίως για την εκτέλεση λιμενικών έργων σε ενάλιους αρχαιολογικούς χώρους στο άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 3028/2002 ορίζονται τα εξής: “Απαγορεύεται η εκτέλεση κάθε μορφής λιμενικού έργου χωρίς προηγούμενη άδεια, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η άδεια αυτή προηγείται από όλες τις άδειες που αφορούν στην εκτέλεση του έργου και τα στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας στις υπόλοιπες άδειες που απαιτούνται”.
11. Eπειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Οι λιμενικές εγκαταστάσεις τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη πράξη βρίσκονται στη Βιομηχανική Περιοχή (ΒΙ.ΠΕ.) Θίσβης Βοιωτίας, το νότιο όριο της οποίας έχει μέτωπο τη θάλασσα στον όρμο Νούσας του κόλπου Δόμβραινα. Περιλαμβάνουν 4 κρηπιδώματα-προβλήτες (Α, Β, Γ και Δ) κατά μήκος της δυτικής ακτής του εν λόγω όρμου και κατασκευάστηκαν από την «Ε. Τ. Β. Α.», η οποία είχε δικαίωμα χρήσης της ΒΙ.ΠΕ., από το έτος 1988 έως το 1990 χωρίς όμως να έχει προηγηθεί απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που να επιτρέπει την εκτέλεση τεχνικών έργων επί αιγιαλού και παραλίας, κατά τις ισχύουσες τότε διατάξεις του α.ν. 2344/1940. Τμήμα των εγκαταστάσεων αυτών παραχωρήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών προς τις εταιρείες Σ. Κ. Α.Ε., Ε. Α.Ε. και Χ. Α.Ε. και άρχισαν να λειτουργούν από το 2001, οπότε ξεκίνησε η παραγωγή της εταιρείας Σωληνουργεία Κορίνθου Α.Ε. εντός της ΒΙ.ΠΕ. Επειδή στην περιοχή είχαν εντοπιστεί αρχαιότητες, εκδόθηκε αρχικά για την εκτέλεση των εν λόγω έργων η ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ41/22546/960/31-5-1988 απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε η εγκατάσταση σταθμών υγρών και χύδην φορτίων της εταιρείας «Ε. Α. ΑΕ» στον όρμο της Νούσας και ειδικότερα στα σημεία Α και Β της δυτικής πλευράς του όρμου όπως εμφαίνονταν σε συνημμένο χάρτη, υπό τον όρο ότι θα προηγηθεί υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (Ε.Ε.Α). Ως προς το σημείο Γ, όπου είχαν ήδη εντοπισθεί αρχαία, η εν λόγω απόφαση προέβλεπε ότι δεν θα γίνει καμία υποθαλάσσια εργασία μέχρι να ολοκληρωθεί η ανασκαφική έρευνα. Η εν λόγω έρευνα πραγματοποιήθηκε και περιελάμβανε υποβρύχια έρευνα, αποτύπωση λαξευμάτων στη βραχώδη ακτογραμμή του όρμου Νούσας και χερσαία έρευνα. Ειδικά κατά την υποβρύχια έρευνα εντοπίστηκαν διάφορα ακέραια αγγεία κλασικών, ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων και αμφορείς διαφόρων εποχών, που στο σύνολό τους αποτυπώθηκαν, φωτογραφήθηκαν και απομακρύνθηκαν. Επίσης στη δυτική πλευρά του όρμου και σε βάθος 9-12 μ. εντοπίστηκαν τρεις λιθοσωροί από στρογγυλές πέτρες ανάμεσα στις οποίες υπήρχαν διάφορα τμήματα αμφορέων. Στην ανατολική πλευρά εντοπίστηκαν τέσσερις ακόμη λιθοσωροί. Οι εν λόγω λιθοσωροί αποτελούσαν το έρμα μικρών αρχαίων πλοίων, που αδειάζονταν όταν έφταναν στο λιμάνι, προκειμένου να φορτώσουν το εμπόρευμά τους. Βάσει των αποτελεσμάτων της αρχαιολογικής έρευνας η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (Ε.Ε.Α.) εξέδωσε το υπ’αριθμ. 2069/5.6.1988 έγγραφό της με το οποίο διατύπωνε την άποψη ότι δεν υπάρχει αντίρρηση για την κατασκευή των λιμενικών έργων στις θέσεις Α και Β, αλλά δεν εγκρίνονται οι εργασίες για τη θέση Γ. Ακολούθως, εκδόθηκε η ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ41/34496/1459/24.8.1988 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού με συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα, σύμφωνα με την οποία «δεν εγκρίνεται λόγω υπάρξεως αρχαίων η εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας, χερσαίας ή ενάλιας, στο Σημείο Γ του όρμου Νούσας, στη Θίσβη Βοιωτίας. Σε περίπτωση που κριθεί αναγκαία η κατασκευή και άλλης προβλήτας πλην αυτών στα Σημεία Α και Β, αυτή και μόνο μπορεί να τοποθετηθεί μεταξύ των Σημείων Α και Β». Μετά την έκδοση της εν λόγω υπουργικής απόφασης η Ε.Ε.Α. με τα υπ’ αρ. 3244/26.9.1988 και 295/29.1.1990 έγγραφά της προς την ΕΤΒΑ σημείωσε πάνω σε συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα με διακεκομμένη γραμμή την περιοχή ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΑ του αρχαιολογικού χώρου, στην οποία «δεν επιτρέπεται καμία επέμβαση, σύμφωνα με την Απόφαση ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ41/24496/1459/24.8.1988». Η ΕΤΒΑ λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω τοπογραφικά διαγράμματα που συνόδευαν τα έγγραφα της Ε.Ε.Α προχώρησε στην κατασκευή των τεσσάρων προβλητών (Α, Β, Γ και Δ). Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, δεν είχε τηρηθεί η διαδικασία για την εκτέλεση έργων στον αιγιαλό σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 2344/1940, η Δ.Β.Π.Θ.Β Α.Ε., στην οποία εν τω μεταξύ είχε μεταβιβαστεί η διοίκηση και διαχείριση της ΒΙΠΕ, υπέβαλε στις 20.6.2007 προς την Κτηματική Υπηρεσία Νομού Βοιωτίας αίτηση για τη νομιμοποίηση των εν λόγω υφιστάμενων πριν τις 20.12.2001 εγκαταστάσεων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 9 ν. 2971/2001, συνοδευόμενη από τεχνική έκθεση και σχέδια, από τα οποία προέκυπτε, κατ’ αρχήν, ότι το κρηπίδωμα Β είχε κατασκευαστεί στο προαναφερθέν σημείο Γ του όρμου Νούσας. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας κλήθηκαν να διατυπώσουν τη γνώμη τους και οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ, προκειμένου ακολούθως να εκδοθεί σχετική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Η Ε.Ε.Α εισηγήθηκε αρχικά θετικά για τη νομιμοποίηση των κρηπιδωμάτων Α, Γ και Δ και αρνητικά για το κρηπίδωμα Β (βλ. το Φ4/3/3549/30.7.2007 έγγραφό της). Επίσης η εν λόγω Εφορεία διενήργησε αυτοψία στο χώρο των εν λόγω εγκαταστάσεων και συνέταξε το Φ4/3/6008/20-11-2007 έγγραφό της προς τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΔΙΠΚΑ), στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι τα εντοπισμένα αρχαία έχουν πλέον καταστραφεί. Ως προς το ζήτημα της θέσης των λιμενικών εγκαταστάσεων επί του χάρτη που συνόδευε την απόφαση του ΥΠΠΟ του έτους 1988, η Δ.Β.Π.Θ.Β Α.Ε. υπέβαλε προς τη ΔΙΠΚΑ το υπ’αριθμ. ΑΠ22/21.2.2008 έγγραφό της με συνημμένη μελέτη του τοπογράφου μηχανικού. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή στον χάρτη της υπουργικής απόφασης του 1988 (με κλίμακα 1:5000), το σημείο Γ για το οποίο δεν εγκρίνονται οποιεσδήποτε εργασίες έχει μήκος 72 μ., ενώ στο χάρτη του τοπογράφου μηχανικού της Ε.Ε.Α Γ. Μπαξεβανάκη του έτους 1988 με κλίμακα 1: 500, όπου τοποθετούνται τα επίδικα λιμενικά έργα, η προβλήτα Β έχει κατασκευαστεί από τα 92 μέτρα και μετά, συνεπώς βρίσκεται πέραν του απαγορευμένου σημείου. Η ΔΙΠΚΑ προκειμένου να εισάγει το θέμα στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) για την κατά νόμο γνωμοδότηση ζήτησε τις απόψεις των αρμόδιων για την περιοχή Βοιωτίας Εφορειών Αρχαιοτήτων. Η Θ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντικών Αρχαιοτήτων δεν διατύπωσαν καμία αντίρρηση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδότησης, καθώς στη συγκεκριμένη θέση δεν εντοπίζονται ορατά μνημεία ή αρχαιολογικοί χώροι αρμοδιότητάς τους. Επί του εν λόγω ζητήματος η Ε.Ε.Α εξέδωσε εν συνεχεία και τα εξής έγγραφα: α) το Φ4/3/2048/8.4.2008 έγγραφο με το οποίο ενέμεινε στις αρχικές απόψεις της για τη μη νομιμοποίηση του κρηπιδώματος Β και πρότεινε την απομάκρυνση των εγκαταστάσεων με δαπάνη της Δ.Β.Π.Θ.Β Α.Ε. και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος χώρου στην αρχική του μορφή, β) το Φ4/4/3261/10.7.2008 με αρνητική εισήγηση για τη νομιμοποίηση του κρηπιδώματος Β και γ) το Φ4/4/4607/6.8.2008, με το οποίο ανεκάλεσε τον χάρτη που συνόδευε τα 3244/26.5.1988 και 295/29.1.1990 έγγραφά της, διότι εκ παραδρομής δεν είχε συμπεριληφθεί σ’ αυτόν το σημείο Γ. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα, το ΚΑΣ γνωμοδότησε αρχικά αρνητικά για τη νομιμοποίηση του κρηπιδώματος Β (συνεδρίαση 11/8.4.2008) και ο Υπουργός Πολιτισμού εξέδωσε την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ41/97293/4500/10.10.2008 απόφαση με την οποία ενέκρινε από πλευράς αρχαιολογικού νόμου τη νομιμοποίηση των υπό στοιχεία Α, Γ και Δ κρηπιδωμάτων των επίδικων λιμενικών εγκαταστάσεων πλην του κρηπιδώματος Β. Στις 21.10.2008 η Δ.Β.Π.Θ.Β Α.Ε. κατέθεσε αίτηση θεραπείας κατά της εν λόγω υπουργικής απόφασης. Το ΚΑΣ, εμμένοντας στην αρχική άποψή του, γνωμοδότησε αρνητικά ως προς την αίτηση θεραπείας (υπ’ αριθμ. 10/17.3.2009 συνεδρία), επί της οποίας εκδόθηκε η ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ41/39133/1962/30.4.2009 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, απορριπτική της η εν λόγω αιτήσεως. H Δ.Β.Π.ΘΒ Α.Ε. επανήλθε με νέες αιτήσεις θεραπείας (τις υπ’ αριθμ. 10/25.1.2010 και 14/9.2.2010) ζητώντας την αναπομπή της υπόθεσης στο ΚΑΣ με σκοπό να εγκριθεί η νομιμοποίηση του κρηπιδώματος Β. Με τις εν λόγω αιτήσεις υπεβλήθη συνημμένο μεταγενέστερο έγγραφο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (υπ’ αριθμ. Φ4/3/498/6.2.2009), στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής: α) ότι στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνόδευε το 3244/26.9.1988 έγγραφο οριοθετήθηκε ο χώρος προστασίας των αρχαιοτήτων στο σημείο Γ και περιελάμβανε όλες τις ακίνητες αρχαιότητες που είχαν εντοπιστεί και αποτυπωθεί εκτός από τρεις λιθοσωρούς (έρματα), που ετίθεντο έτσι εκτός του εν λόγω χώρου, β) ότι η ΒΙΠΕΤΒΑ εξέλαβε το έγγραφο οριοθέτησης ως «πράσινο φως» για την πραγματοποίηση των τμημάτων του έργου που βρίσκονταν εκτός της οριοθετημένης ζώνης με αποτέλεσμα οι τρεις λιθοσωροί, που είχαν ωστόσο τεκμηριωθεί αρχαιολογικά, να εγκιβωτιστούν στις μετέπειτα κατασκευές, γ) ότι η εν λόγω γραμμή οριοθέτησης έγινε απόλυτα σεβαστή από την ΒΙΠΕΤΒΑ, η οποία δεν προχώρησε σε κανένα έργο ή ενέργεια εντός της αρχαιολογικής ζώνης, δ) ότι η ΒΠΤΒ όφειλε να διαβιβάσει τροποποιημένη μελέτη προς έγκριση για τα έργα που θα έφθαναν ως την περιοχή της οριοθέτησης, ωστόσο υπάρχουν σαφείς ενδείξεις (όπως το υπ’αριθμ. 1560/5.5.1989 έγγραφο προς την ΒΠΤΒ) ότι η Ε.Ε.Α παρακολουθούσε το έργο κατά τη διάρκεια της κατασκευής του, ε) ότι στις 29-30/1/2009 πραγματοποιήθηκε εκ νέου αυτοψία από κλιμάκιο της εν λόγω υπηρεσίας σε όλο το μέτωπο του κρηπιδώματος Β, με την οποία διαπιστώθηκαν οι παραλείψεις και παρανοήσεις του παρελθόντος σε σχέση με τα όρια του αρχαιολογικού χώρου και της πραγματικής έκτασης του σημείου Γ, στ) ότι δεν είναι πλέον εφικτό να αποξηλωθεί το εν λόγω κρηπίδωμα για την πιθανή διάσωση των λιθοσωρών, οι οποίοι έχουν εγκιβωτιστεί και τα στοιχεία των οποίων υπάρχουν από την αποτύπωση και συνεπώς, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «η μη νομιμοποίηση των παράνομων έργων δεν ωφελεί σε τίποτε παρόλο που έχει παραβιαστεί ο αρχαιολογικός νόμος». Ο Υπουργός Πολιτισμού λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω αιτήσεις εισήγαγε εκ νέου την υπόθεση στο ΚΑΣ (βλ. υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ41/43728/1815/6.7.2010 έγγραφό του), το οποίο κατά τη συνεδρίαση της 6.7.2010 γνωμοδότησε εκ νέου αρνητικά για το αίτημα. Η ΔΒΠΘΒ Α.Ε. κατέθεσε νέο υπόμνημα-αίτηση προς τον Υπουργό Πολιτισμου στις 4.4.2011 και το θέμα επανεξετάσθηκε από το ΚΑΣ, το οποίο κατά την υπ’ αριθμ. 15/3.5.2011 συνεδρίασή του, γνωμοδότησε θετικά για τη νομιμοποίηση των επίδικων λιμενικών εγκαταστάσεων. Ακολούθως, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ41/80220/3624/23.8.2011 υπουργική απόφαση στην οποία αναφέρεται ότι «σύμφωνα με το σύνολο των στοιχείων του φακέλου από το 1988 έως σήμερα, όλες οι λιμενικές εγκαταστάσεις, οι οποίες κατασκευάστηκαν από την ΕΤΒΑ την περίοδο 1988 έως 1990 και μεταβιβάστηκαν το 2001 στην ΔΒΠΘΒ Α.Ε., σε τμήμα της δυτικής ακτής του όρμου Νούσης, εντός της ΒΙΠΕ Θίσβης, Δήμου Θηβαίων, Π.Ε. Βοιωτίας, βρίσκονται έξω από την περιοχή η οποία ορίστηκε το 1988 από το ΥΠΠΟ ως χώρος προστασίας των αρχαιοτήτων. Ο χώρος αυτός αποτυπώθηκε με κόκκινη πολυγωνική γραμμή με στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΑ στο σχέδιο που καταρτίστηκε από την αρμόδια Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων σε κλ. 1: 500 και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του υπ’ αριθμ. 3244/26.9.1998 εγγράφου της ίδιας Υπηρεσίας, σε συνέχεια και προς διευκρίνιση της υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ41/34496/1459/ 24.8.1988 Υ.Α.». Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της τελευταίας αυτής υπουργικής απόφασης. Μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως εκδόθηκε η Δ10Β0013626/7369ΕΞ2014/17.10.2014 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με θέμα «Νομιμοποίηση λιμενικών έργων (Β΄ κρηπιδώματος) στον Όρμο Νούσας, στη βιομηχανικής περιοχής Θίσβης, Δήμου Θηβαίων, Π.Ε. Βοιωτίας», η οποία έλαβε υπόψη της, μεταξύ άλλων, και την προσβαλλόμενη απόφαση (στοιχείο 9 του προοιμίου της).
12. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη και ακυρωτέα, διότι εκδόθηκε χωρίς να έχει γίνει αναπομπή του ζητήματος από τον Υπουργό Πολιτισμού προς το ΚΑΣ και ενώ είχαν εκδοθεί ήδη αρνητικές αποφάσεις του επί του ίδιου θέματος κατά τα έτη 2008 και 2009, καθώς και η αρχική από 24.8.1988 απόφαση που αφορούσε την εκτέλεση των επίδικων λιμενικών εγκαταστάσεων. Συναφώς προβάλλεται ότι το από 21.3.2011 έγγραφο της παρεμβαίνουσας εταιρείας προς τον Υπουργό Πολιτισμού δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αίτηση θεραπείας, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν ήταν επιτρεπτή, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ζήτημα είχε ήδη αντιμετωπιστεί από τη Διοίκηση με τις προαναφερθείσες αποφάσεις της και ότι δεν είχε ανακύψει κανένα οψιγενές στοιχείο.
13. Επειδή, όπως προκύπτει από το πρακτικό της υπ’ αριθμ. 15/3.5.2011 συνεδρίασης του ΚΑΣ,, κατά την οποία το τελευταίο εξέδωσε θετική γνωμοδότηση που ελήφθη υπόψη για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, το ζήτημα της νομιμοποίησης των επίδικων λιμενικών εγκαταστάσεων αναπέμφθηκε ενώπιον του εν λόγω οργάνου από τον Υπουργό Πολιτισμού, προκειμένου να επανεξεταστούν οι αιτήσεις θεραπείας της παρεμβαίνουσας κατά της τελευταίας από 30.4.2009 αποφάσεώς του μαζί με τα συμπληρωματικά στοιχεία που υπεβλήθησαν μεταγενέστερα με το υπόμνημα που κατατέθηκε το 2011 (βλ. σελ. 20-21 πρακτικού). Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης πραγματικής βάσης ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του αιτούντος. Περαιτέρω, ούτε από τις διατάξεις του ν. 3028/2002 που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης γνωμοδότησης του ΚΑΣ βάσει της οποίας εν συνεχεία εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (βλ. ιδίως άρθρο 50) ούτε από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας αποκλείεται η επανεξέταση ζητήματος από το εν λόγω όργανο προκειμένου να διατυπώσει νέα γνώμη πριν την έκδοση απόφασης από τον αρμόδιο Υπουργό, προκειμένου να ληφθούν υπόψη στοιχεία (οψιγενή ή μη) που κατατίθενται από τον ενδιαφερόμενο ακόμη στην περίπτωση που έχει ήδη διατυπωθεί αντίθετου περιεχομένου γνωμοδότησή του σε προηγούμενη συνεδρίασή του, όπως έγινε εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, πρέπει ν’ απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως.
14. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη και ακυρωτέα, διότι κατά παράβαση των διατάξεων της αρχαιολογικής νομοθεσίας έρχεται σε αντίθεση με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ41/34496/1459/24.8.1988 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού περί της εγκρίσεως κατασκευής λιμενικών έργων στον όρμο Νούσας, με την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, απαγορεύθηκε η εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας, χερσαίας ή ενάλιας στο σημείο Γ του όρμου Νούσας που χωρικά αντιστοιχεί στο κρηπίδωμα Β, σύμφωνα με τον συνημμένο σ’ αυτήν χάρτη.
15. Επειδή, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν ιστορικό με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ41/34496/1459/24.8.1988 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, όπως αυτή διευκρινίστηκε με μεταγενέστερα έγγραφα της ΕΕΑ με συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα (υπ’ αρ. 3244/26.9.1988 και 295/29.1.1990), προκειμένου να καταστεί εφικτή η υλοποίησή της, απαγορεύθηκε η εκτέλεση οποιασδήποτε, εργασίας χερσαίας ή ενάλιας, στο σημείο Γ του όρμου της Νούσας, που αποτυπώθηκε με διακεκομμένη γραμμή στο προαναφερθέν διάγραμμα. Περαιτέρω, σύμφωνα με μελέτη τοπογράφου μηχανικού που υπεβλήθη από την παρεμβαίνουσα ενώπιον των αρμόδιων υπηρεσιών για τη θέση των επίδικων λιμενικών εγκαταστάσεων (βλ. υπ’ αρ. ΑΠ22/21.2.2008 έγγραφο ΔΒΠΘΒ Α.Ε.), το συμπέρασμα της οποίας επιβεβαιώνεται από τη Διοίκηση και δεν αμφισβητείται από τον αιτούντα Σύνδεσμο, το επίδικο κρηπίδωμα Β βρίσκεται εκτός της εμφαινόμενης στο ανωτέρω διάγραμμα ζώνης όπου απαγορεύθηκε οποιαδήποτε επέμβαση σύμφωνα με προαναφερθέντα, καθόσον το σημείο Γ έχει μήκος 72 μ. και η εν λόγω προβλήτα έχει κατασκευαστεί από τα 92 μέτρα και μετά, δηλαδή βρίσκεται εκτός της εν λόγω περιοχής αποκλεισμού. Εξάλλου, o λόγος για τον οποίο οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ αντιμετώπισαν αρχικά αρνητικά το ζήτημα της νομιμοποίησης του κρηπιδώματος Β ήταν οι τρεις λιθοσωροί που βρίσκονταν στον δυτικό μυχό του κόλπου της Νούσας και δεν είχαν συμπεριληφθεί στην απαγορευμένη περιοχή Γ, με αποτέλεσμα τελικά να εγκιβωτισθούν κατά την κατασκευή του επίδικου κρηπιδώματος. Όμως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι εν λόγω λιθοσωροί «δεν αποτελούν κατασκευές ή υπολείμματα σημαντικών αρχαίων», τους οποίους η ΕΕΑ θεώρησε ότι μπορούσαν να αφεθούν, καθώς υπήρχαν και σε άλλα σημεία έρματα, ενώ εξάλλου είχε προηγηθεί η φωτογραφική αποτύπωση και καταγραφή του συνόλου αυτών και η αφαίρεση-διάσωση όσων από τα ευρήματα κρίθηκαν σημαντικά (βλ. Σελ. 4, 7, 19, 27-28, 66, 71, 72 και 74 πρακτικού της 15/3.5.2011 συνεδρίασης ΚΑΣ). Συνεπώς, οι εν λόγω λιθοσωροί δεν αποτελούν μνημεία ο εγκιβωτισμός των οποίων συνιστά παραβίαση του αρχαιολογικού νόμου αλλά «έρματα και μπάζα» (βλ. σελ. 27 ανωτέρω πρακτικού ΚΑΣ) ούτε εξάλλου η θέση τους ήταν εντός κηρυγμένου ενάλιου αρχαιολογικού χώρου. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία κατ’ αρχήν διαπιστώνεται ότι το επίδικο κρηπίδωμα Β βρίσκεται έξω από την περιοχή που ορίστηκε το έτος 1988 από το ΥΠΠΟ ως χώρος προστασίας των αρχαιοτήτων και συνεπώς, έχει την έννοια ότι είναι θετική για την περαιτέρω νομιμοποίησή του κατά τη νομοθεσία περί αιγιαλού, δεν έρχεται σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στην προαναφερθείσα απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ούτε παραβιάζει τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαιοτήτων εν γένει. Ως εκ τούτου, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα.
16. Επειδή, τέλος προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη και ακυρωτέα, διότι, σε κάθε περίπτωση, κατά παράβαση της αρχαιολογικής νομοθεσίας, αποτελεί εσφαλμένη εφαρμογή της ως άνω από 24.8.1988 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος Συνδέσμου, όριζε ότι εάν κριθεί αναγκαία η κατασκευή άλλης προβλήτας (πλην αυτών στα σημεία Α και Β), μπορεί να τοποθετηθεί μόνο μεταξύ των σημείων Α και Β του χάρτη. Συναφώς, προβάλλεται ότι το 3244/26.9.1988 έγγραφο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων προς την ΒΠΤΒ διαστρεβλώνει το περιεχόμενο της προαναφερθείσας υπουργικής απόφασης.
17. Επειδή, λαμβάνοντας υπόψη ότι η προαναφερθείσα απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού του έτους 1988, όπως διευκρινίσθηκε και συμπληρώθηκε με το παραπάνω έγγραφο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, είχε την έννοια ότι αποκλείεται η κατασκευή οποιουδήποτε έργου μόνο στο σημείο Γ, ότι οι επίδικες λιμενικές εγκαταστάσεις κατασκευάστηκαν με την επίβλεψη, καθοδήγηση και συναίνεση των αρμόδιων υπηρεσιών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. σελ. 8-9, 13, 19 και 72 ανωτέρω πρακτικού ΚΑΣ) και χωρίς να έχει προκληθεί καμία βλάβη ή οποιαδήποτε επέμβαση σε αρχαιότητες, σύμφωνα με τα όσα ήδη έγιναν δεκτά στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εσφαλμένη εφαρμογή της ως άνω απόφασης του ΥΠΠΟ. Εξάλλου, με την προσβαλλόμενη πράξη ορθά διαπιστώθηκε ότι η κατασκευή του επίδικου κρηπιδώματος Β δεν παραβιάζει τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαιοτήτων, καθ’όσον το εν λόγω έργο αφενός βρίσκεται εκτός της ορισθείσας με τα διαγράμματα της ΕΕΑ αποκλεισθείσας ζώνης-σημείου Γ, εκτός κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου, δεν εκτελέσθηκε πάνω σε αρχαίο μνημείο και σε κάθε περίπτωση δεν προκάλεσε καταστροφή ή βλάβη οποιουδήποτε μνημείου. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως.
18. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της και να γίνει δεκτή η παρέμβαση ως προς την πρώτη παρεμβαίνουσα και να απορριφθεί ως προς τη δεύτερη.