ΣτΕ 559/2018 [Ιδιωτικού δικαίου η διαφορά που συναρτάται με τη διόρθωση κτηματολογικών στοιχείων αγροκτήματος στην Κω διανομής 1959]
Περίληψη
– Το ευρισκόμενο στη Δωδεκάνησο επίμαχο ακίνητο, το οποίο είχε απαλλοτριωθεί από την Ιταλική Διοίκηση προ της ενώσεως της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα και για το οποίο εκδόθηκε η 31/1956 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεως, δεν είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση ακτημόνων ή για άλλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος ούτε, εξάλλου, προκύπτει ή προβάλλεται ότι η απόδοσή του στον δικαιοπάροχο της αιτούσας αποσκοπούσε στην ικανοποίηση αποκαταστατικού ή άλλου τέτοιου σκοπού, ώστε να γεννάται, εν προκειμένω, διοικητική διαφορά.
Εν πάση περιπτώσει με την αίτηση ακυρώσεως δεν προσβάλλεται η προαναφερόμενη απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, η οποία έχει προ πολλού διαφύγει ον ακυρωτικό έλεγχο, η δε νομιμότητά της δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προκειμένου να διαγνωσθεί η έκταση και το περιεχόμενο ιδιωτικού δικαιώματος, αίτημα το οποίο αποτελεί και το μοναδικό αντικείμενο της παρούσας δίκης. Υπό τα δεδομένα αυτά η προκειμένη διαφορά, αναφερόμενη σε ιδιωτικό εμπράγματο δικαίωμα δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς και δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά σε αυτήν των πολιτικών δικαστηρίων, ενώπιον των οποίων μπορεί να επιδιωχθεί από την αιτούσα η ικανοποίηση του εν λόγω δικαιώματος υπό τις προϋποθέσεις βεβαίως που τάσσει η εφαρμοστέα νομοθεσία.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης
Βασικές Σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση α) του 146190/19.2.2010 εγγράφου της Διεύθυνσης Τοπογραφικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου, στο οποίο εκτίθεται ότι δεν είναι δυνατή η διόρθωση κτηματολογικών στοιχείων του αγροκτήματος Εξοχής της νήσου Κω Διανομής 1959, και β) του 864/1.3.2010 εγγράφου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης προς το Κτηματολόγιο Κω, στο οποίο εκτίθεται ότι δεν υφίσταται λόγος διόρθωσης των ως άνω κτηματολογικών στοιχείων ειδικώς ως προς την Κτηματολογική Μερίδα 949 γαιών Εξοχής Κω.
3. Επειδή, το άρθρο 8 του α.ν. 1546/1950 (Α΄ 249), ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 1568/1950 (Α΄ 282), όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του ν. 3194/1955 (Α΄ 96) ορίζει τα εξής: “1. Γαίαι Ελλήνων εγκατεστημένων εν Δωδεκανήσω ή τη λοιπή Ελλάδι περιελθούσαι εις το Ιταλικόν Δημόσιον εξ οιασδήποτε αιτίας παρά την θέλησιν των ιδιοκτητών, μη διατεθείσαι δε από της απελευθερώσεως και εντεύθεν υπέρ ακτημόνων δι’ αναγκαστικής εκμισθώσεως ή οπωσδήποτε άλλως και εφ’ όσον δεν εισεπράχθη υπό των δικαιούχων το υπό της Ιταλικής Διοικήσεως καθορισθέν τίμημα και δεν υπάρχουν επ’ αυτών χρησιμοποιήσιμα κτίσματα, ανεγερθέντα ή επισκευασθέντα υπό της Ιταλικής Διοικήσεως ή των Γερμανικών Αρχών Κατοχής ή του Ελληνικού Δημοσίου, αποδίδονται εις τους ιδιοκτήτας αυτών. Εάν τ’ ανωτέρω κτίσματα δεν είναι απαραίτητα εις το Δημόσιον, επιτρέπεται η απόδοσις εις τους ιδιοκτήτας των εφ’ ων τα τοιαύτα κτίσματα κτημάτων. Εν τη περιπτώσει ταύτη οφείλεται υπό του ιδιοκτήτου εις το Δημόσιον η αξία των κτισμάτων ή επισκευών καθοριζομένη υπό της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων … Εάν τα κτίσματα είναι απαραίτητα εις το Δημόσιον διαχωρίζεται υπό της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων το κτίσμα μετά της περιοχής του, της λοιπής εκτάσεως αποδιδομένης εις τους ιδιοκτήτας. 2. … 3. Η κατά τ’ ανωτέρω απόδοσις γίνεται αιτήσει των ενδιαφερομένων υποβαλλομένη εντός εξαμήνου από της ισχύος του παρόντος δι’ αποφάσεως της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων και κατά την διαδικασίαν του Αγροτικού Κώδικος, περί αποδόσεως μικροϊδιοκτησιών. 4. …”.
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (βλ., ιδίως 699/34894/14.5.2012 έγγραφο της Διεύθυνσης Τοπογραφικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προς το Συμβούλιο της Επικρατείας), με την 31/1956 απόφαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 71 του Αγροτικού Κώδικα Επιτροπής Απαλλοτριώσεων της νήσου Κω, η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση των διατάξεων που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, αποδόθηκε στον δικαιοπάροχο της αιτούσας, Γεώργιο Λουκίδη του Λουκά, μεταξύ άλλων, ακίνητο τέως ιδιοκτησίας Λουκά Λουκίδη που είχε απαλλοτριωθεί από την Ιταλική Διοίκηση. Επρόκειτο περί αγρού (ή βοσκησίμου εκτάσεως, βλ. σελ. 7 αποφάσεως 31/1956 της Ε.Α.) 51 μοδίων στη θέση «Άγιος Φωκάς» της κτηματικής περιοχής Εξοχής της Νήσου Κω, με αριθμό τίτλου 170 στο βιβλίο Β΄ (σελ. 2) του Οθωμανικού Κτηματολογίου. Το ακίνητο αυτό, όπως περιγράφεται στην ως άνω απόφαση, σε συνδυασμό με το συνοδευτικό της τοπογραφικό διάγραμμα, έχει εμβαδόν 195 στρ. και 800 τ.μ., δηλαδή 195.800 τ.μ., προσδιορίζεται ως «κτημ. Μερίδος 949», περαιτέρω δε περιγράφεται ως περικλειόμενο από τεμάχια άλλων κτηματικών μερίδων, αλλά και της κ.μ. 949 προς νότο και δυσμάς, κατά τρόπο, δηλαδή, ώστε το εν λόγω ακίνητο να μην ταυτίζεται με την Κτηματική Μερίδα 949, αλλά να αποτελεί μέρος της. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από το 620/9.2.2010 έγγραφο της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου, το ακίνητο αυτό, μετά την ολοκλήρωση της Οριστικής Διανομής του Αγροκτήματος Κω – Εξοχής, αναγράφηκε στον πίνακα 12 του οικείου Αποσπάσματος Κτηματολογικού Πίνακα Διανομής έτους 1959 ως τεμάχιο διανομής με αριθμό 206, εμβαδού 195.800 τ.μ., που είχε το χαρακτήρα τμήματος και όχι του συνόλου της Κ.Μ. 949 («εκ της ΚΜ 949»), μεταγράφηκε δε στις 18.2.1957 βάσει της ως άνω 31/1956 αποφάσεως της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων με αυτά τα χαρακτηριστικά. Περαιτέρω, το ίδιο εμβαδόν αναφέρεται σε αντίγραφο εγγράφου που προέρχεται από το Ιταλικό Κτηματολόγιο (βλ. 699/34894/14.5.2012 έγγραφο της Διεύθυνσης Τοπογραφικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων), συντεταγμένου κατά το έντυπο μέρος του στην ιταλική γλώσσα και συμπληρωμένου χειρογράφως στην ελληνική, το οποίο επιγράφεται «Intestazione Fondiaria». Στο έγγραφο, όμως, αυτό, στην ένδειξη «Confini» (όρια), αναφέρονται προς ανατολάς, νότο, δυσμάς και βορρά οι αριθμοί άλλων κτηματολογικών μερίδων και, σε αντίθεση με την προαναφερόμενη απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, δεν αναφέρεται ως όμορο, ακίνητο εμπίπτον στην Κ.Μ. 949. Ενόψει τούτου, η αιτούσα, υπολαμβάνοντας ότι στον δικαιοπάροχό της είχε αποδοθεί ολόκληρη η κτηματολογική μερίδα 949, ζήτησε τη διόρθωση της εγγραφής κατά τρόπο ώστε το αποδοθέν ακίνητο να αναγραφεί ως έχον εμβαδόν μεγαλύτερο του ήδη αναγραφέντος (195.800 τ.μ.) κατά 76.300 τ.μ. (βλ. 3081/20.10.2009 έγγραφο του Κτηματολογίου Κω – Λέρου), όσο, δηλαδή, ήταν το εμβαδόν ολόκληρης της Κ.Μ. 949. Επιληφθέν της αιτήσεως αυτής, το Κτηματολόγιο Κω – Λέρου εξέδωσε το 3081/20.10.2009 έγγραφο, με το οποίο απηύθυνε προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου ερώτημα αν η επίμαχη έκταση των 76.300 τ.μ. μπορεί να θεωρηθεί ως περιελθούσα στην κυριότητα του δικαιοπαρόχου της αιτούσας ή αν, αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτή δεν μεταβιβάσθηκε από το Δημόσιο, το οποίο εξακολουθεί να είναι κύριος αυτής. Το ζήτημα ήχθη ενώπιον των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εκδόθηκε δε το 5975/28.1.2010 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολιτικής Γης, το οποίο απευθύνεται στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου και εκθέτει τις νόμιμες προϋποθέσεις υπό τις οποίες, κατά το άρθρο 9 του ν.δ. 1189/1972 (Α΄ 99), είναι επιτρεπτή η έκδοση νομαρχιακής απόφασης περί διορθώσεως των κτηματολογικών στοιχείων διανομής. Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση επανήλθε με το νεώτερο 620/9.2.2010 έγγραφό της προς το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ζητώντας τη γνώμη της Διεύθυνσης Τοπογραφικής ως προς το αν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις διόρθωσης των συγκεκριμένων κτηματολογικών στοιχείων, όπως είχε ζητηθεί από την αιτούσα, εκδόθηκε δε το πρώτο προσβαλλόμενο 146190/19.2.2010 έγγραφο της Διεύθυνσης Τοπογραφικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου. Με το έγγραφο αυτό γίνεται δεκτό ότι από το συσχετισμό των οικείων διαγραμμάτων (Διανομής του Υπουργείου Γεωργίας και Κτηματολογίου) προέκυπτε ότι η αναγνώριση της επίμαχης ιδιοκτησίας δεν αφορούσε ολόκληρη την Κτηματολογική Μερίδα 949, επιφανείας 272.100 τ.μ., αλλά μόνο το τμήμα της που ευρίσκεται νοτίως του διερχομένου εκεί ρέματος, εμβαδού, κατά τα ανωτέρω, 195.800 τ.μ. και ότι, επομένως, «δεν υπάρχει δυνατότητα διόρθωσης των κτηματολογικών στοιχείων της Διανομής». Ακολούθησε η έκδοση του δευτέρου προσβαλλομένου 864/1.3.2010 εγγράφου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου προς το Κτηματολόγιο Κω – Λέρου, στο οποίο ομοίως εκτίθεται ότι δεν υφίσταται λόγος διόρθωσης των ως άνω κτηματολογικών στοιχείων ειδικώς ως προς την Κτηματολογική Μερίδα 949 γαιών Εξοχής Κω. Ακολούθησε η έκδοση της από 30.7.2010 διαταγής του Κτηματολογικού Δικαστή Κω – Λέρου, με την οποία έγινε, μεν, δεκτή η αίτηση της αιτούσας για τη διόρθωση του εμβαδού του αποδοθέντος ακινήτου από 195.800 τ.μ., όπως αναγραφόταν στο οικείο απογραφικό βιβλιάριο, σε 272.100 τ.μ., περαιτέρω, όμως, διατάχθηκε η καταχώρηση της αμφισβητούμενης επιφάνειας των 76.300 τ.μ. επ’ ονόματι του Δημοσίου, τούτο δε κατ’ επίκληση του δευτέρου προσβαλλομένου εγγράφου, με το οποίο είχε, κατά τα προαναφερόμενα, κριθεί ότι δεν συνέτρεχε λόγος διόρθωσης των κτηματολογικών στοιχείων. Τέλος, ενόψει του περιεχομένου των προσβαλλομένων εγγράφων, η υπηρεσία του Κτηματολογίου Κω – Λέρου προέβη στη διόρθωση του συνταχθέντος απογραφικού βιβλιαρίου του αποδοθέντος ακινήτου κατά τρόπο ώστε να αποσπασθεί από αυτό το βόρειο τμήμα της Κ.Μ. 949, επιφανείας 76.300 τ.μ. και να καταχωρηθεί ως ιδιοκτησία του Δημοσίου. Η αιτούσα ασκεί ήδη την παρούσα αίτηση κατά των ως άνω προσβαλλομένων εγγράφων, ενώ, παραλλήλως, αμφισβήτησε ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων τη νομιμότητα της καταχώρησης του επίμαχου τμήματος των 76.300 τ.μ. επ’ ονόματι του Δημοσίου, έχει δε ήδη εκδοθεί σχετικώς η 843/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω – εκουσίας δικαιοδοσίας.
5. Επειδή, το ευρισκόμενο στη Δωδεκάνησο επίμαχο ακίνητο, το οποίο είχε απαλλοτριωθεί από την Ιταλική Διοίκηση προ της ενώσεως της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα και για το οποίο εκδόθηκε η ως άνω 31/1956 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, δεν είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση ακτημόνων ή για άλλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος ούτε, εξάλλου, προκύπτει ή προβάλλεται ότι η απόδοσή του στο δικαιοπάροχο της αιτούσας αποσκοπούσε στην ικανοποίηση αποκαταστατικού ή άλλου τέτοιου σκοπού, ώστε να γεννάται, εν προκειμένω, διοικητική διαφορά (πρβλ., όμως, ΣτΕ 45/1954). Εν πάση περιπτώσει, με την αίτηση ακυρώσεως δεν προσβάλλεται η προαναφερόμενη απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, η οποία έχει προ πολλού διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, η δε νομιμότητά της δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προκειμένου να διαγνωσθεί η έκταση και το περιεχόμενο ιδιωτικού δικαιώματος, αίτημα το οποίο αποτελεί και το μοναδικό αντικείμενο της παρούσης δίκης. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προκειμένη διαφορά αναφερομένη σε ιδιωτικό εμπράγματο δικαίωμα, δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς (πρβλ. a contr. ΣτΕ 1789/1987, 1253/2010 κ.ά.) και δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά σε αυτήν των πολιτικών δικαστηρίων, ενώπιον των οποίων μπορεί να επιδιωχθεί από την αιτούσα η ικανοποίηση του εν λόγω δικαιώματος, υπό τις προϋποθέσεις, βεβαίως, που τάσσει η εφαρμοστέα νομοθεσία. Η φύση, εξάλλου, της διαφοράς ως ιδιωτικής δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας διεκδίκησης της κυριότητας του επιμάχου τμήματος, εκδόθηκαν διοικητικές, κατά το οργανικό κριτήριο, πράξεις, αφού, πάντως, με αυτές αντιμετωπίζεται ζήτημα ιδιωτικού δικαίου, ούτε από το γεγονός ότι, για τη διαμόρφωση, μεταβίβαση κ.λπ. του σχετικού ιδιωτικού δικαιώματος, απαιτείται ενέργεια της αρμόδιας για την οικεία εγγραφή (μεταγραφή ή άλλη) δημόσιας αρχής (πρβλ. Α.Π. 887/1977). Ενόψει τούτων, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.