ΣτΕ 918/2017 [Νόμιμη πράξη αναλογισμού αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας ιδιοκτησιών]
Περίληψη
-Με την πράξη τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας δεν ενεργείται ατομικώς αναγνώριση δικαιούχων ή υποχρέων αποζημιώσεως, αλλά προσδιορίζεται βάσει τεχνικών στοιχείων η αναλογία της συμμετοχής κάθε μίας ιδιοκτησίας στην καταβλητέα αποζημίωση, η δε περαιτέρω, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αναγνώριση των δικαιούχων και υποχρέων αποζημιώσεως ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Επομένως, ζητήματα ιδιωτικού δικαίου, όπως ζητήματα κυριότητας, παραγραφής ή μη της αξιώσεως αποζημίωσης ή παραιτήσεως από αυτήν, δεν συνιστούν λόγο προσβολής της πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεως. Ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, εφόσον προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως κοινόχρηστοι χώροι και η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα τη ς βούλη ση ς του ιδιοκτήτη, ρητής ή συναγομένης εμμέσως από ενέργειές του, ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση διατηρηθείσα επί μακρό χρόνο κατ’ ανοχή του ιδιοκτήτη. Για τη μετάθεση συνεπώς της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διαθέσεως του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να υπάρχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη Διοίκηση και κοίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια.
-Ολόγος εφέσεως, σύμφωνα με τον οποίο μη νομίμως ελήφθη υπόψη έγγραφο του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος δεν είχε το χαρακτή ρα διάδικης διοικητικής αρχής, είναι αβάσιμος. Τούτο δε διότι, πάντως, ο Δήμος Αθηναίων, κατά του οποίου στράφηκαν, μεταξύ άλλων, οι εφεσίβλητοι με την αίτηση ακυρώσεως, είναι η διοικητική αρχή που, αφενός, συνέταξε την πράξη εφαρμογής που κυρώθηκε με την προσβλη θείσα με την αίτηση ακυρώσεως νομαρχιακή απόφαση και, αφετέρου, η αρχή ενώπιον της οποίας υποβλήθηκε η κατά της πράξης εφαρμογής ένσταση των εφεσιβλήτων, το δε Διοικητικό Εφετεϊο, ο Πρόεδρος του οποίου, άλλωστε, παράγγειλε την επίδοση της αιτήσεως ακυρώσεως και στον συντάξαντα την
πράξη εφαρμογής Δήμο Αθηναίων, είχε τη νόμιμη δυνατότητα να ζητήσει από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου την αποστολή οποιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων για τη διάγνωση της υπόθεσης, ώστε αυτά να ληφθούν υπόψη κατά την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως. Πρέπει, επομένως, ο λόγος εφέσεως αυτός να απορριφθεί.
-Η ακύρωση με την εκκαλούμενη απόφαση της απόφασης του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία είχε κυρωθεί πράξη αναλογισμού, για τον λόγο ότι δεν προέκυπτε από την κυρωτική της πράξης αναλογισμού απόφαση ούτε από τα στοιχεία του φακέλου αν το ρυμοτομηθέν ακίνητο δεν είχε πράγματι καταστεί κοινόχρηστο πριν ρυμοτομηθεί και αν οφειλόταν πράγματι αποζημίωση για τη ρυμοτόμησή του, δεν αιτιολογείται νομίμως. Τούτο δε, διότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αμφισβητήσει την, καταρχήν, υποχρέωση αποζημίωσης των ιδιοκτησιών που αποτελούσαν το ρυμοτομηθέν ακίνητο, η οποία, άλλωστε, αποτελεί τον κανόνα επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, ούτε είχαν ισχυρισθεί με την ένσταση ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της, κατ’ εξαίρεση, μη οφειλής αποζημίωσης, ούτε, τέλος, είχαν προβάλει λόγο ακυρώσεως με αυτό το περιεχόμενο, η δε εξέταση του ζητήματος αυτού αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό εφετείο, η οποία οδήγησε σε ακύρωση της προσβληθείσης νομαρχιακής αποφάσεως, δεν ήταν νόμιμη.
-Με την αίτηση ακυρώσεως προβάλλεται ότι μη νομίμως εκδόθηκε η κυρωτική της πράξης αναλογισμού προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση σε βάρος των εφεσιβλήτων – αιτούντων, διότι οι ίδιοι απέκτησαν την ωφελούμενη από τον επίμαχο κοινόχρηστο χώρο ιδιοκτησία τους μετά τη δημιουργία του, με αποτέλεσμα αυτοί να επωμίζονται για δεύτερη φορά το τίμημα της πολεοδομικής ωφέλειας, που έχει ήδη ενσωματωθεί στην τιμή απόκτησης των ακινήτων τους. Ο λόγος είναι απορριπτέος, διότι κρίσιμο στοιχείο για το περιεχόμενο και τη νομιμότητα της πράξης αναλογισμού είναι η ταυτότητα των ωφελουμένων και βαρυνομένων με την υποχρέωση αποζημίωσης ιδιοκτησιών καθ’εαυτών και όχι η ταυτότητα των επιμέρους ιδιοκτητών της καθεμιάς από αυτές και, επομένως, ο επιμερισμός του βάρους που φέρει κάθε ιδιοκτησία κατ’ εφαρμογή της πράξης αναλογισμού μεταξύ των ιδιοκτητών είναι ζήτημα που δεν αφορά το τεχνικό μέρος της πράξης, οι δε διαφορές που ανακύπτουν σχετικώς υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
-Με την αίτηση προβάλλεται ότι, μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής και τη δημιουργία του κοινόχρηστου χώρου, το δικαίωμα αναλογισμού της σχετικής αποζημίωσης έχει υποκύιρει σε παραγραφή, Ο λόγος αυτός, η αποδοχή του οποίου θα είχε ως συνέπεια να μην αποζημιωθούν οι ιδιοκτήτες των ρυμοτομη θέντων για δη μόσια ωφέλεια ακινήτων κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος προεχόντως διότι η κατάρτιση και, περαιτέρω, η κύρωση της πράξης αναλογισμού αποζημιώσεων αποτελεί δη μοσίου δικαίου δικαίωμα μη υποκείμενο σε παραγραφή. Είναι, τέλος, για τον ίδιο λόγο, απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι η κύρωση της επίμαχης πράξης αναλογισμού συνιστά, υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, απαγορευμένη από το άρθρο 28ι του Αστικού Κώδικα, το οποίο διέπει την άσκηση ιδιωτικών δικαιωμάτων και δεν έχει πεδίο εφαρμογής στο δημόσιο δίκαιο.
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης
Βασικές Σκέψεις
2. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρ’ ότι δεν παρέστησαν οι εκ των εφεσιβλήτων Βασιλική Γιώτα και Ελένη Μαυρομμάτη, διότι, όπως προκύπτει από τις από 26.9.2008 εκθέσεις επίδοσης της επιμελήτριας του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μαρίνας Σταυροπούλου, αντίγραφα της από 19.5.2008 πράξης του Προέδρου του Ε΄ Τμήματος, με την οποία ορίσθηκε εισηγητής και δικάσιμος, και της υπό κρίση εφέσεως, επιδόθηκαν στις ως άνω εφεσίβλητες νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρο 28 του π.δ. 18/1989).
3. Επειδή, ο παραστάς κατά τη συζήτηση δικηγόρος δήλωσε προφορικώς ότι η εκ των εφεσιβλήτων Έλλη Αποδιάκου έχει αποβιώσει και ότι τη δίκη συνεχίζουν για λογαριασμό της τα φυσικά της τέκνα Εμμανουήλ και Ευαγγελία Αποδιάκου. Δεν προσκομίσθηκαν, όμως, ούτε ληξιαρχική πράξη θανάτου της ως άνω Έλλης Αποδιάκου ούτε διαθήκη της ή πιστοποιητικό μη δημοσιεύσεως διαθήκης ούτε πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών. Ενόψει τούτων, η ως άνω δήλωση συνεχίσεως της δίκης από τους Εμμανουήλ και Ευαγγελία Αποδιάκου, άλλωστε ήδη εφεσιβλήτους για δικό τους λογαριασμό, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Περαιτέρω, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρά την απουσία της εν λόγω Έλλης Αποδιάκου, διότι, όπως προκύπτει από την από 26.9.2008 έκθεση επίδοσης της ως άνω επιμελήτριας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντίγραφα της εφέσεως και της πράξης ορισμού εισηγητή και δικασίμου είχαν επιδοθεί και στην εν λόγω εφεσίβλητη.
4. Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 επ. του ν. δ/τος της 17.7.1923 (Α΄ 228), που αποδίδονται στα άρθρα 277 επ. του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (π.δ. της 14.7.1999, Δ΄ 580), του άρθρου 6 του ν. 5269/1931 (Α΄ 274), το οποίο αποδίδεται στο άρθρο 290 του Κ.Β.Π.Ν., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 653/1977 (Α΄ 214), και των κρισίμων διατάξεων του β.δ/τος της 7.5.1936 “περί εκτελέσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του νόμου 5269” (Α΄ 205) (βλ. άρθρα 291 και 292 του Κ.Β.Π.Ν.), σε περίπτωση δημιουργίας κοινοχρήστου χώρου βαρύνονται με αποζημίωση των ρυμοτομουμένων από τον κοινόχρηστο χώρο ακινήτων τόσο οι ιδιοκτησίες με πρόσωπο στον κοινόχρηστο χώρο, δηλαδή εκείνες που έχουν κοινό με αυτόν όριο, όσο και οι ιδιοκτησίες με πρόσωπο σε οδό που περιβάλλει τον χώρο, η δε σχετικώς συντασσομένη πράξη αναλογισμού αποζημιώσεως ιδιοκτησιών πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις υπόχρεες αποζημιώσεως ιδιοκτησίες, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο ακριβής αναλογισμός των υποχρεώσεων των εμπλεκομένων ιδιοκτησιών (πρβλ. ΣτΕ 367/1998, 3729/1992). Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία (πρβλ. ΣτΕ 6477/1995, 822/1987 κ.ά.), με την πράξη τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας δεν ενεργείται ατομικώς αναγνώριση δικαιούχων ή υποχρέων αποζημιώσεως, αλλά προσδιορίζεται βάσει τεχνικών στοιχείων η αναλογία της συμμετοχής κάθε μίας ιδιοκτησίας στην καταβλητέα αποζημίωση, η δε περαιτέρω, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αναγνώριση των δικαιούχων και υποχρέων αποζημιώσεως ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Επομένως, ζητήματα ιδιωτικού δικαίου, όπως ζητήματα κυριότητας, παραγραφής ή μη της αξιώσεως αποζημίωσης ή παραιτήσεως από αυτήν, δεν συνιστούν λόγο προσβολής της πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεως. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33), ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, εφόσον προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως κοινόχρηστοι χώροι και η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη, ρητής ή συναγομένης εμμέσως από ενέργειές του, ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση διατηρηθείσα επί μακρό χρόνο κατ’ ανοχή του ιδιοκτήτη. Για τη μετάθεση συνεπώς της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διαθέσεως του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να υπάρχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη Διοίκηση και κρίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια (ΣτΕ 251/2015, 744/1987 Ολομ.).
5. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με το από 28.2.1982 πρ. δ/μα (Δ΄ 196) τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο των Αθηνών στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Αγελάου, Δαμάρεως, Φρύνωνος και Λυσιμάχου (ήδη Λυκόφρονος), τμήμα του οποίου χαρακτηρίσθηκε ως χώρος κοινοχρήστου πρασίνου. Με την 7/2004 πράξη αναλογισμού αποζημιώσεως, που εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων κατ’ επίκληση των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, η ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων επί της οδού Δαμάρεως 173, η οποία φέρει τον αριθμό 21 στην πράξη αυτή, ορίσθηκε ως υπόχρεος, αφενός αυτοαποζημιώσεως και, αφετέρου αποζημιώσεως των ιδιοκτησιών 4, 5, 7 και 8, οι δύο εκ των οποίων (7 και 8) είχαν αδιευκρίνιστο ιδιοκτησιακό καθεστώς και φέρονταν να ανήκουν στο Δημόσιο ή σε τρίτους. Με την από 26.9.2005 ένστασή τους οι εφεσίβλητοι (Α.Π. 25587/28.9.2005) προέβαλαν ότι η πράξη εφαρμογής ήταν μη νόμιμη κατά το μέρος που αφορούσε την ιδιοκτησία τους για λόγους τόσο διαδικαστικούς όσο και ουσιαστικούς. Οι διαδικαστικοί λόγοι συνίστανται στην, κατά τους εφεσιβλήτους, παράλειψη του Δήμου να τους καλέσει να υποδείξουν τα όρια της ιδιοκτησίας τους, οι δε ουσιαστικοί λόγοι στο γεγονός ότι παρεμβλήθηκε μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου και της διαμορφώσεως του χώρου, αφενός, και της κατάρτισης της πράξης εφαρμογής, αφετέρου, καθώς και ότι η ανατίμηση της αξίας των ακινήτων συνεπεία της διαμόρφωσης του κοινοχρήστου χώρου επηρέασε την τιμή απόκτησης της ιδιοκτησίας τους από τους ίδιους και δεν είναι νόμιμο να επιβαρυνθούν για δεύτερη φορά από την πράξη εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε με την πρόβλεψη του επίμαχου κοινόχρηστου χώρου πρασίνου. Με την 10279/859/05/1.2.2006 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών απορρίφθηκαν οι ασκηθείσες από τους εφεσιβλήτους ενστάσεις και κυρώθηκε η ως άνω 7/04 πράξη εφαρμογής. Η ένσταση των εφεσιβλήτων απορρίφθηκε καθ’ όλα της τα σκέλη με τη σκέψη, μεταξύ άλλων, ότι οι ιδιοκτησίες οι φερόμενες ως ανήκουσες στο Δημόσιο, τις οποίες οι εφεσίβλητοι υποχρεώθηκαν να αποζημιώσουν με την πράξη αναλογισμού, παρέμεναν αντικείμενο διεκδίκησης «από τους ιδιοκτήτες» τους και, πάντως, δεν ήταν οι ίδιες κοινόχρηστες, όφειλαν, επομένως, και αυτές να αποζημιωθούν, κατά τα λοιπά δε, με τη σκέψη ότι το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι κατέστησαν ιδιοκτήτες της βαρυνόμενης με την υποχρέωση αποζημίωσης ιδιοκτησίας μετά τη διαμόρφωση του επίμαχου κοινόχρηστου χώρου δεν ασκούσε επιρροή στη νομιμότητα της πράξης αναλογισμού, διότι δεν επηρέαζε το τεχνικό μέρος της, η δε αναγνώριση των υποχρέων και δικαιούχων ιδιοκτητών ήταν αντικείμενο άλλης διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και δεν αποτελούσε αντικείμενο της πράξης εφαρμογής. Κατά της κυρωτικής απόφασης του Νομάρχη Αθηνών οι εφεσίβλητοι άσκησαν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του διοικητικού εφετείου, με την οποία προέβαλαν ως λόγους ακυρώσεως τους ισχυρισμούς που είχαν αποτελέσει αντικείμενο της προαναφερόμενης ένστασής τους.
6. Επειδή, από το από 27.7.2006 έγγραφο απόψεων (Α.Π. 96785/7.8.2006) του Δήμου Αθηναίων, το οποίο διαβιβάσθηκε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, προκύπτει ότι η επιφάνεια του επίμαχου κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, που ευρίσκεται στη συμβολή των οδών Φρύνωνος και Λυκόφρονος της περιοχής Αγίου Αρτεμίου της Αθήνας, έχει επιφάνεια 1.326,49 τ.μ. και είναι «διαμορφωμένος εδώ και δεκαετίες από το Δήμο σε πλατεία, έχει δε χαρακτηρισθεί ως χώρος κοινοχρήστου πρασίνου με το από 28.2.1982 διάταγμα … 196 … Δ΄». Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο ο χώρος αυτός εθεωρείτο ως αδέσποτος σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, είχε δε χαρακτηρισθεί ως δημόσιο κτήμα με τον αριθμό Α.Β.Κ. 1490 και παραχωρήθηκε στο Δήμο Αθηναίων με την 189/15.10.1986 απόφαση του Δ.Σ. της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου. Όπως, όμως, προκύπτει περαιτέρω από το ως άνω έγγραφο, διεκδικητική αγωγή τρίτων, που είχε ήδη ασκηθεί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, έγινε τελικώς δεκτή με την 8292/1996 απόφαση του Εφετείου Αθηνών για τμήμα του ως άνω ακινήτου, επιφανείας 335,95 τ.μ., ενόψει δε αυτού το μεν Υπουργείο Οικονομικών διέγραψε το ακίνητο από τον κατάλογο των δημοσίων κτημάτων, η δε ΚΕΔ προέβη στην ανάκληση της παραχώρησής του στο Δήμο Αθηναίων. Από το ως άνω έγγραφο, τέλος, προκύπτει, ότι κατόπιν νέων αγωγών των ως άνω ιδιωτών, έχουν εκδοθεί νέες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, με τις οποίες ο Δήμος υποχρεώνεται να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες για τη στέρηση της χρήσης του ως άνω τμήματος του ακινήτου. Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο θεώρησε μη αιτιολογημένη την κυρωτική της 7/2004 πράξης αναλογισμού 10279/859/05/1.2.2006 νομαρχιακή απόφαση, στην οποία περιέχεται απόρριψη της ως άνω από 26.9.2005 ενστάσεως των εφεσιβλήτων, με τη σκέψη ότι, ενώ από το ως άνω από 27.7.2006 έγγραφο απόψεων του Δήμου Αθηναίων προέκυπτε ότι η έκταση του ρυμοτομηθέντος χώρου ήταν 1.326,49 τ.μ., η έκταση ως προς την οποία περιέχονται στο ίδιο έγγραφο απόψεων στοιχεία σχετικά με τη διεκδίκησή της από τρίτους και, επομένως, αποκλείουν αυτή να είχε ήδη αποδοθεί στην κοινή χρήση με τη συναίνεση των ιδιοκτητών της και να είχε καταστεί κοινόχρηστη προτού ρυμοτομηθεί, έχει επιφάνεια μόνο 335,95 τ.μ. Κατά συνέπεια, η κρίση της Διοίκησης, έτσι όπως εκφράσθηκε στην προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη, σύμφωνα με την οποία δεν υφίσταται ζήτημα κοινοχρησίας για την όλη έκταση των 1.326,49 τ.μ. διότι αυτή διεκδικούνταν από τους ιδιοκτήτες της, ήταν, κατά το διοικητικό εφετείο, ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Ειδικότερα, η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη ήταν, κατά το διοικητικό εφετείο, ανεπαρκώς αιτιολογημένη, διότι σ’ αυτήν δεν είχαν μνημονευθεί επακριβώς οι διεκδικούμενες από τους ιδιοκτήτες και νομείς τους ιδιοκτησίες, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει αν οφειλόταν πράγματι αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας για τις ιδιοκτησίες που, κατά την πράξη αναλογισμού, όφειλε η ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων να αποζημιώσει. Για το λόγο αυτό, με την εκκαλουμένη απόφαση ακυρώθηκε η ως άνω 10279/859/05/1.2.2006 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών.
7. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι μη νομίμως το διοικητικό εφετείο έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος δεν ήταν, εν προκειμένω, διάδικος διοικητική αρχή, περαιτέρω δε ότι μη νομίμως κρίθηκε ότι η ρυμοτομηθείσα έκταση και οι ιδιοκτησίες που την απαρτίζουν ήταν, στο σύνολό τους, δικαιούχοι αποζημίωσης προεχόντως διότι δεν είχε προβληθεί με την αίτηση ακυρώσεως λόγος σχετικός με το ζήτημα αυτό.
8. Επειδή, ο λόγος εφέσεως, σύμφωνα με τον οποίο μη νομίμως ελήφθη υπόψη το προαναφερόμενο από 27.7.2006 έγγραφο του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος δεν είχε το χαρακτήρα διάδικης διοικητικής αρχής, είναι αβάσιμος. Τούτο δε διότι, πάντως, ο Δήμος Αθηναίων, κατά του οποίου στράφηκαν, μεταξύ άλλων, οι εφεσίβλητοι με την αίτηση ακυρώσεως, είναι η διοικητική αρχή που, αφενός, συνέταξε την πράξη εφαρμογής που κυρώθηκε με την προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως νομαρχιακή απόφαση και, αφετέρου, η αρχή ενώπιον της οποίας υποβλήθηκε η κατά της πράξης εφαρμογής ένσταση των εφεσιβλήτων, το δε Διοικητικό Εφετείο, ο Πρόεδρος του οποίου, άλλωστε, παράγγειλε την επίδοση της αιτήσεως ακυρώσεως και στον συντάξαντα την πράξη εφαρμογής Δήμο Αθηναίων, είχε τη νόμιμη δυνατότητα (άρθρο 22 του π.δ. 18/1989, Α΄ 8) να ζητήσει από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου την αποστολή οποιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων για τη διάγνωση της υπόθεσης, ώστε αυτά να ληφθούν υπόψη κατά την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως. Πρέπει, επομένως, ο λόγος εφέσεως αυτός να απορριφθεί.
9. Επειδή, με την από 26.9.2005 (Α.Π. 25587/28.9.2005) ένστασή τους οι εφεσίβλητοι προέβαλαν ότι η έκδοση της επίμαχης πράξης εφαρμογής μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την πλήρη και οριστική διαμόρφωση της περιοχής, δεν ήταν επιτρεπτή και ήταν, ιδίως, καταχρηστική έναντι όσων απέκτησαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στις βαρυνόμενες με την αποζημίωση ιδιοκτησίες μετά τη διαμόρφωση του κοινόχρηστου χώρου, διότι αυτοί κατέβαλαν συμπληρωματικό τίμημα προκειμένου να τις αποκτήσουν, ακριβώς λόγω της προηγούμενης διαμόρφωσής του. Προέβαλαν, ειδικότερα, ότι η ωφέλεια από την πολεοδομική διαμόρφωση της περιοχής με τον επίμαχο κοινόχρηστο χώρο αντικατοπτρίσθηκε στο τίμημα των ιδιοκτησιών που καταβλήθηκε από τους εφεσιβλήτους στους δικαιοπαρόχους τους και, επομένως, μη νομίμως κλήθηκαν οι ίδιοι να επιβαρυνθούν δεύτερη φορά για την ίδια ωφέλεια. Με τους λόγους, όμως, αυτούς δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσιβλήτους ότι στις ρυμοτομηθείσες για τη διαμόρφωση του επίμαχου χώρου ιδιοκτησίες οφειλόταν, πάντως, αποζημίωση από την ωφελούμενη ιδιοκτησία των ιδίων, ανεξάρτητα από το φορέα του επ’ αυτής ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Περαιτέρω, με την αίτηση ακυρώσεως που άσκησαν οι εφεσίβλητοι κατά της απορριπτικής της ενστάσεώς τους αποφάσεως, με την οποία, άλλωστε, δεν θα μπορούσαν, καταρχήν, να προβάλουν λόγους που δεν είχαν προβληθεί με την προηγηθείσα ένσταση κατά της πράξης εφαρμογής (βλ. ΣτΕ 2357/1995, 1667/1982), προέβαλαν, πράγματι, ταυτόσημους με το περιεχόμενο της ένστασής τους λόγους και, ειδικότερα, ότι η επίμαχη ρυμοτόμηση είχε προηγηθεί της εκ μέρους τους αποκτήσεως των ιδιοκτησιών τους, ότι η υπεραξία που είχαν προσλάβει οι μετέπειτα ιδιοκτησίες τους είχε επέλθει προτού οι ίδιοι τις αποκτήσουν και επηρέασε το τίμημα που κατέβαλαν στους δικαιοπαρόχους τους, ότι, ενόψει τούτου, η πράξη εφαρμογής έπρεπε να είχε εκδοθεί σε βάρος των ιδιοκτητών κατά τη ρυμοτόμηση και όχι των ιδίων και, πάντως, δεν προέβαλαν ότι ως προς τον επίμαχο κοινόχρηστο χώρο δεν οφειλόταν αποζημίωση είτε διότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 είτε για άλλους λόγους. Ενόψει τούτου, η ακύρωση με την εκκαλούμενη απόφαση της 10279/859/05/1.2.2006 απόφασης του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία είχε κυρωθεί η ως άνω 7/2004 πράξη αναλογισμού, για τον λόγο ότι δεν προέκυπτε από την κυρωτική της πράξης αναλογισμού απόφαση ούτε από τα στοιχεία του φακέλου αν το ρυμοτομηθέν ακίνητο δεν είχε πράγματι καταστεί κοινόχρηστο πριν ρυμοτομηθεί και αν οφειλόταν πράγματι αποζημίωση για τη ρυμοτόμησή του, δεν αιτιολογείται νομίμως. Τούτο δε, διότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αμφισβητήσει την, καταρχήν, υποχρέωση αποζημίωσης των ιδιοκτησιών που αποτελούσαν το ρυμοτομηθέν ακίνητο, η οποία, άλλωστε, αποτελεί τον κανόνα επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, ούτε είχαν ισχυρισθεί με την ένσταση ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της, κατ’ εξαίρεση, μη οφειλής αποζημίωσης (άρθρο 28 του ν. 1337/1983), ούτε, τέλος, είχαν προβάλει λόγο ακυρώσεως με αυτό το περιεχόμενο, η δε εξέταση του ζητήματος αυτού αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό εφετείο, η οποία οδήγησε σε ακύρωση της προσβληθείσης νομαρχιακής αποφάσεως, δεν ήταν νόμιμη. Ανεξαρτήτως δε τούτου, και από το περιεχόμενο του 27.7.2006 εγγράφου του Δήμου Αθηναίων, το οποίο νομίμως, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, ελήφθη, καταρχήν, υπόψη από το διοικητικό εφετείο, προκύπτει, μεν, ότι ως προς τμήμα της ρυμοτομηθείσης εκτάσεως δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις υπό τις οποίες δεν οφείλεται αποζημίωση και ότι, επομένως, το τμήμα αυτό εμπίπτει στον πάγιο κανόνα της καταβολής αποζημίωσης για τη ρυμοτόμησή του, ουδόλως, όμως, προκύπτει από το ως άνω έγγραφο εξ αντιδιαστολής ότι ως προς το υπόλοιπο τμήμα της όλης ρυμοτομηθείσης εκτάσεως συντρέχουν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις, υπό τις οποίες δεν θα οφειλόταν αποζημίωση για τη ρυμοτόμησή του, η δε Διοίκηση δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς την εφαρμογή του ως άνω πάγιου κανόνα και ως προς το τμήμα αυτό, αφού, μάλιστα, με την ένσταση των εφεσιβλήτων δεν είχε προβληθεί σχετικός ισχυρισμός. Για το λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και, περαιτέρω, να εκδικασθεί εκ νέου η αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 64 του π.δ. 18/1989.
10. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προβάλλεται, κατά τα προαναφερόμενα, ότι μη νομίμως εκδόθηκε η κυρωτική της 7/04 πράξης αναλογισμού προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση σε βάρος των εφεσιβλήτων – αιτούντων, διότι οι ίδιοι απέκτησαν την ωφελούμενη από τον επίμαχο κοινόχρηστο χώρο ιδιοκτησία τους μετά τη δημιουργία του, με αποτέλεσμα αυτοί να επωμίζονται για δεύτερη φορά το τίμημα της πολεοδομικής ωφέλειας, που έχει ήδη ενσωματωθεί στην τιμή απόκτησης των ακινήτων τους. Ο λόγος είναι απορριπτέος, διότι κρίσιμο στοιχείο για το περιεχόμενο και τη νομιμότητα της πράξης αναλογισμού είναι η ταυτότητα των ωφελουμένων και βαρυνομένων με την υποχρέωση αποζημίωσης ιδιοκτησιών καθ’ εαυτών και όχι η ταυτότητα των επιμέρους ιδιοκτητών της καθεμιάς από αυτές και, επομένως, ο επιμερισμός του βάρους που φέρει κάθε ιδιοκτησία κατ’ εφαρμογή της πράξης αναλογισμού μεταξύ των ιδιοκτητών είναι ζήτημα που δεν αφορά το τεχνικό μέρος της πράξης, οι δε διαφορές που ανακύπτουν σχετικώς υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
11. Επειδή, με την αίτηση προβάλλεται ότι, μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής και τη δημιουργία του κοινόχρηστου χώρου, το δικαίωμα αναλογισμού της σχετικής αποζημίωσης έχει υποκύψει σε παραγραφή. Ο λόγος αυτός, η αποδοχή του οποίου θα είχε ως συνέπεια να μην αποζημιωθούν οι ιδιοκτήτες των ρυμοτομηθέντων για δημόσια ωφέλεια ακινήτων κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος προεχόντως διότι η κατάρτιση και, περαιτέρω, η κύρωση της πράξης αναλογισμού αποζημιώσεων αποτελεί δημοσίου δικαίου δικαίωμα μη υποκείμενο σε παραγραφή. Είναι, τέλος, για τον ίδιο λόγο, απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι η κύρωση της επίμαχης πράξης αναλογισμού συνιστά, υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, απαγορευμένη από το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, το οποίο διέπει την άσκηση ιδιωτικών δικαιωμάτων και δεν έχει πεδίο εφαρμογής στο δημόσιο δίκαιο (πρβλ. ΣτΕ 1591/2009 κ.ά.).
12. Επειδή, κατόπιν τούτων, η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
13. Επειδή, στους εφεσιβλήτους – αιτούντες πρέπει να επιβληθεί η δαπάνη της Περιφέρειας Αττικής, προς την οποία έχουν ήδη περιέλθει οι σχετικές με το αντικείμενο της παρούσας δίκης αρμοδιότητες της εκκαλούσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης [άρθρο 186 κεφ. Στ΄ περ. 40, 41, 42 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 44 παρ. 10 δ και ε΄ του ν. 3979/2011 (Α΄ 138)].