ΣτΕ 2934/2016 [Παράνομη πράξη επιμερισμού δαπάνης άρσης επικινδυνότητας]
Περίληψη
-Η εκτελεστότητα διοικητικής πράξης που επιβάλλει σε ορισμένο διοικούμενο τη δαπάνη αποκατάστασης δομικής κατασκευής δεν συναρτάται αναγκαίως με τη βεβαίωση συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, το ύψος του οποίου είναι, άλλωστε, άγνωστο κατά την έκδοσή της. Ανεξαρτήτως του κατά πόσον η διοικητική διαδικασία που ακολουθεί την έκδοση της πράξης με την οποία διαπιστώνεται η στατική ή δομική επικινδυνότητα ορισμένης κατασκευής, και η οποία, άλλωστε, τηρείται μόνο επί κοινώς ετοιμόρροπων και όχι επικινδύνως ετοιμόρροπων κατασκευών, έχει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής. Εν προκειμένω, πάντως, το αιτούν σωματείο δεν ενημερώθηκε με την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη ή με το κοινοποιητικό της έγγραφο ως προς την, τυχόν, δυνατότητα άσκησης των ενστάσεων και αντιρρήσεων που προβλέπει η νομοθεσία, κατ’ εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, με συνέπεια να μην συντρέχει απαράδεκτο.
-Η διοικητική διαδικασία διάγνωσης της επικινδυνότητας κτιρίων και κατασκευών, αποσκοπούσα στην ικανοποίηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, δεν αποβλέπει στην εξακρίβωση της ταυτότητας του προσώπου που, τυχόν, προκάλεσε το στατικό και δομικό πρόβλημα του κτίσματος και, συνεπώς, τα διενεργούντα τις αυτοψίες κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας αυτής διοικητικά όργανα δεν έχουν, καταρχήν, αρμοδιότητα να εκφέρουν σχετική κρίση, εκτός εάν το στατικό πρόβλημα της οικοδομής, για την οποία πρόκειται, προκλήθηκε από την εκ μέρους τρίτου και, ιδίως, του εκτελούντος οικοδομικές εργασίες επί ομόρου ακινήτου, προφανή παράβαση πολεοδομικών διατάξεων που έχουν τεθεί για την ασφάλεια και την προστασία των λοιπών οικοδομών, οπότε τα όργανα αυτά έχουν ευχέρεια να διαλαμβάνουν κρίση ως προς το ζήτημα αν η διάπραξη παρόμοιας παράβασης έλαβε πράγματι χώρα και εάν η παράβαση αυτή προκάλεσε, κατά την κρίση τους, το στατικό ή δομικό πρόβλημα της εξεταζόμενης οικοδομής, χωρίς, όμως, να καταλογίζουν τη σχετική δαπάνη σε τρίτο. Είναι, κατά τα λοιπά, αυτονόητη η δυνατότητα του ιδιοκτήτη της επικίνδυνης οικοδομής, υποχρέου, κατά το νόμο, για την αποκατάσταση της στατικής και δομικής επάρκειας, να αναζητήσει ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων την αστική ευθύνη τρίτων για τη ζημιά που υπέστη για την εκπλήρωση της νόμιμης υποχρέωσης αποκατάστασης της ασφάλειας της οικοδομής του.
-Ο χαρακτήρας ορισμένης κατασκευής ως αυθαίρετης δεν αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, που αποσκοπούν στην άρση των κινδύνων που εγκυμονεί για το κοινό κάθε υφιστάμενη κατασκευή, ακόμη και αυθαίρετη, πολύ περισσότερο όταν αυτή εξακολουθεί να ίσταται δυνάμει διοικητικών πράξεων που έχουν εκδοθεί κατ’εφαρμογή της περί αυθαιρέτων κατασκευών νομοθεσίας.
-Λόγος ακυρώσεως αμφισβητών, την κατ’αρχήν νόμιμη δυνατότητα της πολεοδομικής αρχής να καταλογίσει τις δαπάνες άρσης της επικινδυνότητας σε πρόσωπο άλλο πλην του ιδιοκτήτη της επικίνδυνης κατασκευής, προβάλλεται βασίμως κατά τα εκτιθέμενα στην πέμπτη σκέψη, πρέπει να γίνει δεκτός.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισάγεται σε δεύτερη συζήτηση μετά την έκδοση της 2708/2012 προδικαστικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητείται η ακύρωση της 6/17982/114308/5.9.2003 πράξης του Προϊσταμένου του Τμήματος Αυθαιρέτων – Επικινδύνων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων, με την οποία κρίθηκε επικίνδυνη από δομική και στατική άποψη μπατική οπτοπλινθοδομή ευρισκόμενη εντός ισόγειας ιδιοκτησίας επί της οδού Σκουφά 73 των Αθηνών, επιβλήθηκε δε η δαπάνη των εργασιών άρσης του κινδύνου στο αιτούν σωματείο, φερόμενο ιδιοκτήτη της όμορης οικοδομής της οδού Καπλανών 12.
- Επειδή, ο Σ. Β. φερόμενος ιδιοκτήτης της ως άνω ισόγειας ιδιοκτησίας επί της οδού Σκουφά 73, παραδεκτώς από πλευράς εννόμου συμφέροντος ασκεί παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης, η παρέμβαση δε αυτή παραδεκτώς κατατέθηκε μετά την έκδοση της προαναφερόμενης 2708/2012 προδικαστικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 2499/2012 Ολομ.). Εξάλλου, το αιτούν σωματείο με την επωνυμία «Ελληνοαμερικανική Ένωση», φερόμενος ιδιοκτήτης της οικοδομής που είναι όμορη προς την ισόγεια ιδιοκτησία, εντός της οποίας ευρίσκεται η επικίνδυνη οπτοπλινθοδομή, και σε βάρος του οποίου επιβλήθηκε η δαπάνη των εργασιών άρσης του κινδύνου, ασκεί την υπό κρίση αίτηση με προφανές έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι δυνάμει της ρήτρας επιβολής της δαπάνης στο ίδιο, αυτό υποχρεούται στην καταβολή της. Είναι, επομένως, απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος. Είναι, εξάλλου, απορριπτέοι οι ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος, με τους οποίους προβάλλεται ότι η σχετική με την επιβολή της δαπάνης άρσης της επικινδυνότητας ρήτρα της προσβαλλόμενης πράξης δεν προβαίνει στη βεβαίωση συγκεκριμένου ποσού σε βάρος του αιτούντος και, επομένως, αυτή στερείται εκτελεστότητας, διότι η εκτελεστότητα διοικητικής πράξης που επιβάλλει σε ορισμένο διοικούμενο τη δαπάνη αποκατάστασης δομικής κατασκευής δεν συναρτάται αναγκαίως με τη βεβαίωση συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, το ύψος του οποίου είναι, άλλωστε, άγνωστο κατά την έκδοσή της. Είναι, τέλος, ομοίως απορριπτέοι οι ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος, σύμφωνα με τους οποίους η αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη για το λόγο ότι η προσβαλλόμενη πράξη υπέκειτο σε ενδικοφανή προσφυγή, μη ασκηθείσα εν προκειμένω. Τούτο δε, διότι ανεξαρτήτως του κατά πόσον η διοικητική διαδικασία που ακολουθεί την έκδοση της πράξης με την οποία διαπιστώνεται η στατική ή δομική επικινδυνότητα ορισμένης κατασκευής, και η οποία, άλλωστε, τηρείται μόνο επί κοινώς ετοιμορρόπων και όχι επικινδύνως ετοιμορρόπων κατασκευών (βλ. επόμενη σκέψη), έχει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), εν προκειμένω, πάντως, το αιτούν σωματείο δεν ενημερώθηκε με την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη ή με το κοινοποιητικό της έγγραφο ως προς την, τυχόν, δυνατότητα άσκησης των ενστάσεων και αντιρρήσεων που προβλέπει η νομοθεσία, κατ’ εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, με συνέπεια να μην συντρέχει το απαράδεκτο που επικαλείται ο παρεμβαίνων (πρβλ. ΣτΕ 4750/2012, 586/2012, 2892/1993 Ολομ.). Η αίτηση, επομένως, η οποία ασκείται εν γένει παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα.
- Επειδή, στο άρθρο 421 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (π.δ. από 14.7.1999, Δ΄ 580), στο οποίο κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 3 και 62 παρ. 1 και 3 του ν.δ. της 17.7.1923 (Α΄ 228), ορίζεται ότι «1. Εάν σε οποιαδήποτε οικοδομή και γενικά οποιαδήποτε εργασία δόμησης, κατασκευή και εγκατάσταση παρουσιαστεί, μετά την εκτέλεσή τους για λόγους παλαιότητας ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, κίνδυνος ως προς τη στερεότητα ή την υγιεινή, ο ιδιοκτήτης του έργου υποχρεούται στην άμεση άρση του κινδύνου αυτού. 2. Ο ιδιοκτήτης του έργου που έχει χαρακτηριστεί επικίνδυνο ευθύνεται για την πληρωμή των δαπανών και ζημιών που απαιτούνται για την άρση του κινδύνου. 3. Για παραβάσεις που ανάγονται στη στερεότητα, εάν τα στοιχεία του έργου που επιδρούν σ` αυτή εκτελέστηκαν με βάση τη μελέτη που εγκρίθηκε από την υπηρεσία και στην εκτέλεση αυτή εξακριβώθηκε ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις της μελέτης, υπεύθυνος για την πληρωμή των δαπανών κατεδάφισης και ζημιών είναι ο συντάκτης της εγκεκριμένης μελέτης. Σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς το είδος των παραβάσεων που συνεπάγονται τη μετατόπιση της ευθύνης στο μελετητή αποφαίνεται ανεκκλήτως ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ύστερα από σύμφωνη γνώμη του ΚΣΧΟΠ». Περαιτέρω, στο άρθρο 422 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, που αποδίδει το περιεχόμενο του άρθρου 1 του από 13.4.1929 π. δ/τος «Περί επικινδύνων οικοδομών» (Α΄ 153) ορίζεται ότι: «1 … 2. Οικοδομή και εν γένει κατασκευή θεωρείται επικίνδυνη από άποψη στατική και δομική (κοινώς ετοιμόρροπη) όταν λόγω ανεπαρκούς ή κακής θεμελίωσης, κακής ποιότητας ή σύνθεσης των υλικών από τα οποία αποτελείται, κακότεχνης εργασίας δόμησης …, ακατάλληλης διάταξης ή σύνδεσης ή ανεπαρκών διαστάσεων των στοιχείων της δεν παρουσιάζει εν όλω ή εν μέρει την απαιτούμενη για τα φορτία που θα βαστάζει και γενικά για τον προορισμό της ασφάλεια … Όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις του κινδύνου που εκδηλώνονται με σημαντικές καθιζήσεις, παρεκκλίσεις, αποσύνθεση μαζών τοιχοποιΐας, ρωγμές δηλωτικές στατικής ανεπάρκειας σε σημείο επικίνδυνο, ο κίνδυνος θεωρείται ως άμεσος και η κατασκευή χαρακτηρίζεται κοινώς ως επικινδύνως ετοιμόρροπη. Το ίδιο ισχύει και όταν δεν υπάρχουν οι παραπάνω εξωτερικές ενδείξεις, αλλά από τον υπολογισμό ή τον τρόπο δόμησης (για τα υπό εκτέλεση έργα) ή την επενέργεια ορισμένων γνωστών αιτίων προκύπτει αναμφισβήτητα η ύπαρξη του κινδύνου … 3. …». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 423 του Κ.Β.Π.Ν., (άρθρο 2 του ως άνω πρ. δ/τος), «1. Κάθε πολίτης δικαιούται να καταγγέλλει την πιθανολογούμενη ύπαρξη κινδύνου στις οικοδομές, η δε αστυνομική αρχή και η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία δικαιούνται να θέσουν υπό έλεγχο για εξακρίβωση υπάρχοντος τυχόν κινδύνου κάθε κατασκεύασμα, είτε αποπερατωμένο είτε υπό κατασκευή. 2. Σε κάθε περίπτωση αρμόδια για την άσκηση του ελέγχου ως προς τον υφιστάμενο κίνδυνο κατασκευών είναι η πολεοδομική υπηρεσία, στην οποία και πρέπει να παραπέμπεται κάθε σχετική καταγγελία ή αίτηση, … 3. Όταν ο ιδιοκτήτης … ακινήτου ζητά τον έλεγχό του από την πολεοδομική υπηρεσία από άποψη ασφάλειας για μελετώμενες εργασίες δόμησης … ή για επαύξηση της φόρτωσής του, οφείλει να συνυποβάλλει μαζί με την αίτησή του και σχετική έκθεση εξέτασης της κατασκευής από δύο ιδιώτες πολιτικούς μηχανικούς, … και όσα σχετικά διαγράμματα θεωρήσει αναγκαία η υπηρεσία. Εφόσον παραστεί ανάγκη ο ιδιοκτήτης εκτελεί με δική του δαπάνη και φροντίδα κάθε απαιτούμενη δοκιμαστική εργασία», κατά δε το άρθρο 425 του Κ.Β.Π.Ν. (άρθρο 4 του ως άνω πρ. δ/τος), «1. Η αρμόδια για τον έλεγχο του κινδύνου πολεοδομική υπηρεσία, ύστερα από καταγγελία ή αίτηση ή ειδοποίηση της αστυνομίας ή και αυτεπάγγελτα, προβαίνει σε αυτοψία για την εξακρίβωση του κινδύνου και συντάσσει σχετική έκθεση (πρωτόκολλο) … 2. Η παραπάνω έκθεση πρέπει να … καθορίζει το είδος και την έκταση του κινδύνου, καθώς επίσης και λεπτομερώς τα εφαρμοστέα για την άρση του μέτρα … (και) να μνημονεύει αν η κατεδάφιση επιβάλλεται επειδή αποκλείονται οι επισκευές … 3. Για την αποτροπή του κινδύνου πρέπει να υποδεικνύονται κατά προτίμηση τα ηπιότερα μέτρα, όπως επισκευές, ενισχύσεις, μεταρρυθμίσεις, προσθήκες κ.λπ. και σε έσχατη περίπτωση οριστικές κατεδαφίσεις. Πάντως οι υποδεικνυόμενες εργασίες πρέπει να επιτρέπονται από τις κείμενες διατάξεις [π.χ. περίπτωση μη επισκευής αλλά κατεδάφισης επισκευάσιμου μεν αλλά ρυμοτομούμενου επικίνδυνου τμήματος κτηρίου] … Ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να εφαρμόζει ταχέως και εμπροθέσμως τα υποδεικνυόμενα στην έκθεση αυτοψίας μέτρα, δικαιούμενος να πραγματοποιεί και ριζικότερα … 4. Αν δεν πραγματοποιήσει ο ιδιοκτήτης εμπρόθεσμα την εφαρμογή των υποδεικνυόμενων από την έκθεση μέτρων, τότε η πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει στην άρση του κινδύνου με την αναγκαστική εκκένωση και αχρησία των επικίνδυνων διαμερισμάτων μέχρι την οριστική άρση του κινδύνου από τον ιδιοκτήτη, εφόσον πρόκειται για κίνδυνο από τους προβλεπόμενους από τις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 422, και η αχρησία κρίνεται ως επαρκές μέτρο για την αποσόβηση του κινδύνου για κίνδυνο προβλεπόμενο από την παράγραφο 2 του άρθρου 422 ή και των υπόλοιπων παραγράφων του ίδιου άρθρου. Αν η κατά τα παραπάνω αχρησία δεν κρίνεται επαρκής για την αποσόβηση του κινδύνου η πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει στην κατεδάφιση των επικίνδυνων μερών της κατασκευής. Αν το επικίνδυνο της κατασκευής οφείλεται σε παράβαση ρητών διατάξεων των οικοδομικών κανονισμών, των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική, τότε η παραπάνω αχρησία δεν είναι επαρκής και επιβάλλεται η κατεδάφιση του επικίνδυνου μέρους και η προσαρμογή προς τους κανονισμούς αυτούς». Στη συνέχεια, το άρθρο 426 του Κ.Β.Π.Ν. (άρθρο 5 του αυτού πρ. δ/τος) ορίζει ότι «1. Αντίγραφο της έκθεσης του προηγούμενου άρθρου κοινοποιείται από την πολεοδομική υπηρεσία στον ιδιοκτήτη και τους τυχόν ενοίκους. Αν πρόκειται για ζητήματα που αναφέρονται σε μεσότοιχο και τις συνέπειες από την τυχόν κατεδάφισή του για ανοικοδόμηση, η έκθεση κοινοποιείται και στους δύο γείτονες ιδιοκτήτες και τους τυχόν ενοίκους. Οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να υποβάλουν ενστάσεις κατά της έκθεσης … 2. Όταν υποβληθούν ενστάσεις κανονικά, σύμφωνα με τα παραπάνω, στην πολεοδομική υπηρεσία που έχει συντάξει την έκθεση, αυτή επιμελείται για την αναθεώρησή της. Η αναθεώρηση της αρχικής έκθεσης πρέπει να ενεργείται πάντα από ανώτερο τεχνικό υπάλληλο της πολεοδομικής υπηρεσίας, διπλωματούχο πολιτικό μηχανικό. Αν δεν υπηρετεί διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός στην πολεοδομική υπηρεσία που έχει συντάξει την αρχική έκθεση, τότε η αναθεώρηση παραπέμπεται στην προϊστάμενη αυτής πολεοδομική υπηρεσία. … Επίσης ενεργείται πάντοτε η αναθεώρηση όταν πρόκειται για ενστάσεις που αναφέρονται σε κίνδυνο ασφάλειας από στατική και δομική άποψη στις περιπτώσεις: α) κατασκευής μονολιθικών από σκυροκονίαμα ή από οπλισμένο σκυροκονίαμα … β) … γ) … δ) … 3. Η αναθεωρητική έκθεση συντάσσεται … όπως και η αρχική. Κατ’ αυτής επιτρέπονται ενστάσεις μόνο εφόσον πρόκειται για τις αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο τέσσερεις περιπτώσεις ασφάλειας από στατική και δομική άποψη … (Οι ενστάσεις) παραπέμπονται … στον οικείο Γεν. Γραμματέα Περιφέρειας, ο οποίος και αποφασίζει τελικά …. 4 … 5. Στις τέσσερεις περιπτώσεις ασφάλειας από στατική και δομική άποψη που μνημονεύονται στην παραπάνω παράγραφο 2 οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να εφεσιβάλουν την απόφαση στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, του οποίου την επέμβαση μπορεί να ζητήσει και ο τελευταίος, αν το κρίνει αναγκαίο, αν η απόφασή του αντιτίθεται σε έκθεση δύο ιδιωτών πολιτικών μηχανικών διπλωματούχων ανώτατων αναγνωρισμένων τεχνικών σχολών, η οποία συντάσσεται με φροντίδα των ενδιαφερομένων. Το Υπουργείο αποφασίζει, αφού εξετάσει την υπόθεση με επιτροπή και δοκιμές ή κατά οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο τρόπο νομίσει .…». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 427 (άρθρο 6 του ως άνω πρ. δ/τος) «1. Οποιαδήποτε δαπάνη για τον έλεγχο των οικοδομών από άποψη κινδύνου βαρύνει τον ιδιοκτήτη, ο οποίος οφείλει να προβαίνει σε κάθε εργασία και δοκιμή, την οποία η πολεοδομική εργασία θα θεωρούσε αναγκαία για τον έλεγχο. Όταν, σε περίπτωση αμέλειας του ιδιοκτήτη, προβεί η αρχή στην αναγκαστική άρση του κινδύνου, αυτός επιβαρύνεται με τις σχετικές δαπάνες, οι οποίες εισπράττονται από τον ιδιοκτήτη με απλές καταστάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. 2 . Σε περίπτωση αναγκαστικής άρσης του κινδύνου με παρέμβαση της αρχής … η αναγκαστική άρση του κινδύνου από την αρχή πρέπει να επιδιώκεται με τον οικονομικότερο τρόπο. 3 . Ο ιδιοκτήτης της επικίνδυνης οικοδομής είναι υπεύθυνος για κάθε φθορά και ζημία, η οποία θα προξενηθεί στην ίδια ή τις γειτονικές ιδιοκτησίες ή στο περιεχόμενό τους σε περίπτωση παρέμβασης της αρχής για την άρση του κινδύνου. 4. Αν ο κίνδυνος οφείλεται σε παράβαση των οικοδομικών κανονισμών, οι οποίοι έπρεπε να τηρηθούν κατά την εκτέλεση του έργου, εκτός από την παρέμβαση της αρχής για την άρση του κατά τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται και οι διατάξεις … για τις αυθαίρετες κατασκευές. 5. …». Τέλος, στο άρθρο 428 του Κ.Β.Π.Ν. (άρθρο 7 του ως άνω πρ. δ/τος) ορίζεται ότι «1. Σε περίπτωση επικινδύνως ετοιμόρροπων κατασκευών … την έκθεση συντάσσει επιτροπή … Τρεις ημέρες μετά την κοινοποίηση αντίγραφου της έκθεσης αυτής στον ιδιοκτήτη και τους ενοίκους, η πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει ευθύς αμέσως στην κατεδάφιση της επικίνδυνης κατασκευής, αποκλειομένης οποιασδήποτε ένστασης ή παρέμβασης. Αν η επιτροπή διαπιστώσει σοβαρό και άμεσο κίνδυνο, ύστερα από σχετική μνεία στην έκθεσή της για την αμεσότητα του κινδύνου είναι δυνατό η εκκένωση και κατεδάφιση να συντελεστεί αμέσως».
- Επειδή, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 422 και επ. του Κ.Β.Π.Ν. αποσκοπούν, κατά την προφανή έννοιά τους, στην άμεση αποκατάσταση των στατικών και δομικών ανεπαρκειών κτισμάτων και κατασκευών, οι οποίες εγκυμονούν κινδύνους που απειλούν όσους χρησιμοποιούν ή επισκέπτονται τις ίδιες τις επικίνδυνες κατασκευές ή τους χώρους που τις περιβάλλουν, ιδιωτικούς ή κοινόχρηστους, καθώς και πάσης φύσεως αντικείμενα και αγαθά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι παρακείμενοι χώροι, αδόμητοι ή δομημένοι και οι επ’ αυτών οικοδομές, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, οι διατάξεις αυτές καθορίζουν τους όρους και τη διαδικασία άρσης των στατικών και δομικών ανεπαρκειών, ανάλογα με τη σοβαρότητα και την αμεσότητα του κινδύνου και σύμφωνα με το είδος της επικινδυνότητας κατά τις διακρίσεις που επιχειρεί σχετικώς ο νομοθέτης (άρθρο 423 και επ. Κ.Β.Π.Ν.). Κατά τον κανόνα, εξάλλου, του άρθρου 421 παρ. 1 και 2 του Κ.Β.Π.Ν. (άρθρα 61 παρ. 3 και 62 παρ. 1 και 3 του ν.δ. της 17.7.1923), που επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 427 του ίδιου Κώδικα (άρθρο 6 από 13.4.1929 π. δ/τος), η διόρθωση των στατικών και δομικών ανεπαρκειών αποτελεί ευθύνη του ιδιοκτήτη του επικινδύνου κτίσματος, ο οποίος βαρύνεται, καταρχήν, από τη σχετική δαπάνη, είναι δε άλλο το ζήτημα τυχόν άλλων διατάξεων που κάμπτουν τον κανόνα αυτό, όπως της παρ. 3 του άρθρου 421 του Κ.Β.Π.Ν. Περαιτέρω, η διοικητική διαδικασία διάγνωσης της επικινδυνότητας κτιρίων και κατασκευών, αποσκοπούσα, κατά τα προαναφερόμενα, στην ικανοποίηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, δεν αποβλέπει στην εξακρίβωση της ταυτότητας του προσώπου που, τυχόν, προκάλεσε το στατικό και δομικό πρόβλημα του κτίσματος και, συνεπώς, τα διενεργούντα τις αυτοψίες κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας αυτής διοικητικά όργανα δεν έχουν, καταρχήν, αρμοδιότητα να εκφέρουν σχετική κρίση, εκτός εάν το στατικό πρόβλημα της οικοδομής, για την οποία πρόκειται, προκλήθηκε από την εκ μέρους τρίτου και, ιδίως, του εκτελούντος οικοδομικές εργασίες επί ομόρου ακινήτου, προφανή παράβαση πολεοδομικών διατάξεων που έχουν τεθεί για την ασφάλεια και την προστασία των λοιπών οικοδομών, οπότε τα όργανα αυτά έχουν ευχέρεια να διαλαμβάνουν κρίση ως προς το ζήτημα αν η διάπραξη παρόμοιας παράβασης έλαβε πράγματι χώρα και εάν η παράβαση αυτή προκάλεσε, κατά την κρίση τους, το στατικό ή δομικό πρόβλημα της εξεταζόμενης οικοδομής, χωρίς, όμως, να καταλογίζουν τη σχετική δαπάνη σε τρίτο. Είναι, κατά τα λοιπά, αυτονόητη η δυνατότητα του ιδιοκτήτη της επικίνδυνης οικοδομής, υποχρέου, κατά το νόμο, για την αποκατάσταση της στατικής και δομικής επάρκειας, να αναζητήσει ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων την αστική ευθύνη τρίτων για τη ζημιά που υπέστη για την εκπλήρωση της νόμιμης υποχρέωσης αποκατάστασης της ασφάλειας της οικοδομής του.
- Επειδή, όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος διαβιβάσθηκε στο Δικαστήριο μετά την έκδοση της 2708/2012 προδικαστικής του απόφασης, στις 22.8.2003 διενεργήθηκε αυτοψία από υπάλληλο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων σε ακίνητο επί της οδού Σκουφά 73 των Αθηνών. Με την 6/17982/114308/5.9.2003 πράξη του Προϊσταμένου του Τμήματος Αυθαιρέτων – Επικινδύνων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων, η οποία εκδόθηκε μετά τη διεξαγωγή της ως άνω αυτοψίας, διαπιστώθηκε ότι μπατική οπτοπλινθοδομή που ευρίσκεται σε επαφή με τον μανδρότοιχο μεταξύ των ιδιοκτησιών των οδών Σκουφά 73 και Καπλανών 12, και ευρίσκεται η ίδια εντός του ισογείου καταστήματος επί της οδού Σκουφά 73 αποτελούσα τμήμα του οπισθίου του ορίου, είχε μετατοπισθεί προς τα έσω «άνω των 2,50 μ.». Διαπιστώθηκε επίσης ότι είχε δημιουργηθεί διαγώνια ρωγμή μεγάλου εύρους, η οποία εκκινεί 3,00 μ. περίπου από το δεξιό άκρο και υποδηλώνει μετατόπιση της οπτοπλινθοδομής «κάτωθεν των 2,50 μ. και εκατέρωθεν της ρωγμής». Διαπιστώθηκε, περαιτέρω, αποκόλληση επιχρισμάτων κατά μήκος της ρωγμής λόγω της μετατόπισης. Κατά την άποψη του διενεργήσαντος την αυτοψία, οι ζημιές αυτές οφείλονται στις οριζόντιες ωθήσεις που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της σκυροδέτησης των τοιχίων του ανελκυστήρα του ισογείου της όμορης οικοδομής βάσει της 1236/2001 οικοδομικής άδειας, με την οποία είχε επιτραπεί στο αιτούν σωματείο η κατεδάφιση τμήματος υπάρχοντος κτιρίου επί της οδού Καπλανών 12, στην περιοχή του Κολωνακίου της Αθήνας. Ενόψει των διαπιστώσεων αυτών, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία η εν λόγω μπατική οπτοπλινθοδομή κρίθηκε επικίνδυνη από δομική και στατική άποψη και αποφασίσθηκε η διενέργεια των παρακάτω εργασιών για την άρση του κινδύνου: καθαίρεση της μπατικής οπτοπλινθοδομής άνωθεν της στάθμης των 2,00 μ. μέχρι τα 2,50 μ. και εκατέρωθεν της διαγώνιας ρωγμής σε μήκος που θα εκτιμηθεί από τον επιβλέποντα πολιτικό μηχανικό, επανακατασκευή της μπατικής οπτοπλινθοδομής μέχρι το αρχικό της ύψος με ταυτόχρονη κατασκευή σενάζ από οπλισμένο σκυρόδεμα ανά 1,20 μ. περίπου καθ’ ύψος, επίχριση της επιφάνειας με ασβεστοκονίαμα σε τρεις στρώσεις και βαφή του, κατάλληλη υποστήριξη της ύπερθεν κατασκευής, η οποία στηρίζεται επί της μπατικής οπτοπλινθοδομής και, τέλος, η εκπόνηση μελέτης σχετικής με όλα τα μέτρα ασφαλείας και τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν, προκειμένου να γίνει πλήρης άρση της επικινδυνότητας. Ως προς τον επιμερισμό, τέλος, των ενεργειών για την άρση της επικινδυνότητας, αποφασίσθηκε ότι η εκπόνηση της ως άνω μελέτης, που θα υποβληθεί για θεώρηση στη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων, θα γίνει με μέριμνα και ευθύνη του ιδιοκτήτη του καταστήματος της οδού Σκουφά 73, δηλαδή του παρεμβαίνοντος, η δε δαπάνη των εργασιών θα βαρύνει τον ιδιοκτήτη της όμορης οικοδομής της οδού Καπλανών 12, δηλαδή το αιτούν σωματείο. Την ακύρωση της πράξης αυτής ζητεί το αιτούν σωματείο, προς το οποίο κοινοποιήθηκε η πράξη αυτή.
- Επειδή, με την μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης πράξης αίτηση του αιτούντος σωματείου προς την πολεοδομική υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων (Α.Π. 21975/8.10.2003), το σωματείο ισχυρίσθηκε ότι η επίμαχη μπατική οπτοπλινθοδομή αποτελεί τμήμα αυθαιρέτου κτίσματος, το οποίο εξαιρέθηκε από την κατεδάφιση κατ’ εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας με την 29655/9188/23.9.1986 πράξη του Νομάρχη Αθηνών. Ισχυρίσθηκε, περαιτέρω, με την ίδια αίτηση, στην οποία δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ούτε προβάλλεται από κανέναν από τους διαδίκους ότι δόθηκε συνέχεια εκ μέρους της πολεοδομικής υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων, ότι λόγω του χαρακτήρα της επίμαχης κατασκευής ως αυθαίρετης, δεν είναι επιτρεπτή η ανακατασκευή και η ενίσχυσή της. Εξάλλου, στο 000827/14.1.2013 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως και Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, εκτίθεται ότι στην ιδιοκτησία του παρεμβαίνοντος υπήρχαν πράγματι αυθαίρετες κατασκευές, ως προς τις οποίες υποβλήθηκε από τον ίδιο δήλωση του ν. 1337/1983, χωρίς, πάντως, στο έγγραφο αυτό να βεβαιώνεται ρητώς ότι η οπτοπλινθοδομή, στην οποία αφορά η προσβαλλόμενη πράξη, εμπίπτει στις αυθαίρετες κατασκευές της ιδιοκτησίας του, για τις οποίες ζητήθηκε η κίνηση της νόμιμης διαδικασίας του άρθρου 15 του ν. 1337/1983
(Α΄ 33) ή ότι ο αυθαίρετος χαρακτήρας τους διαπιστώθηκε με αρμοδίως εκδοθείσα διοικητική πράξη ή ότι εμπίπτει στις κατασκευές του παρεμβαίνοντος που εξαιρέθηκαν από την κατεδάφιση με την προαναφερόμενη απόφαση του Νομάρχη Αθηνών. - Επειδή, με την αίτηση το αιτούν σωματείο προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε μη νομίμως, για το λόγο ότι αφορά σε αυθαίρετη κατασκευή, της οποίας θα ήταν επιτρεπτή μόνον η στατική ενίσχυση και όχι η ανακατασκευή και οι βελτιώσεις, με το περιεχόμενο δε αυτό, η προσβαλλόμενη πράξη ισοδυναμεί με πλήρη νομιμοποίηση της επίμαχης αυθαίρετης κατασκευής υποκαθιστώντας την ελλείπουσα οικοδομική άδεια, η οποία και μόνον θα επέτρεπε την εξ υπαρχής ανέγερσή της. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι, εν πάση περιπτώσει, μη νομίμως οι δαπάνες εκ νέου ανέγερσης της επίμαχης οπτοπλινθοδομής επιβλήθηκαν στο αιτούν σωματείο. Ο λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι απορριπτέος, διότι, ανεξαρτήτως της αναπόδεικτης προβολής του, αφού, κατά τα εκτιθέμενα σε προηγούμενη σκέψη, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι ειδικώς η ως άνω οπτοπλινθοδομή εμπίπτει στον ως άνω κατάλογο των αυθαιρέτων κατασκευών της ιδιοκτησίας του παρεμβαίνοντος, ο χαρακτήρας, πάντως, ορισμένης κατασκευής ως αυθαίρετης δεν αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, που αποσκοπούν στην άρση των κινδύνων που εγκυμονεί για το κοινό κάθε υφιστάμενη κατασκευή, ακόμη και αυθαίρετη, πολύ περισσότερο όταν αυτή εξακολουθεί να ίσταται δυνάμει διοικητικών πράξεων που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της περί αυθαιρέτων κατασκευών νομοθεσίας. Οι περαιτέρω προβαλλόμενοι, εξάλλου, ισχυρισμοί, σύμφωνα με τους οποίους οι εργασίες που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη πράξη ως αναγκαίες για την αποκατάσταση της σταθερότητας της επίμαχης κατασκευής, μη νομίμως συνιστούν, στην πραγματικότητα, εργασίες μη αναγκαίας ενίσχυσης και βελτίωσής της, είναι απορριπτέοι, διότι πλήσσουν απαραδέκτως την, καταρχήν, ακυρωτικώς ανέλεγκτη τεχνική κρίση της Διοίκησης. Κατά το δεύτερο σκέλος του, όμως, ο λόγος ακυρώσεως, ορθώς ερμηνευόμενος, ως αμφισβητών, δηλαδή, την, καταρχήν, νόμιμη δυνατότητα της πολεοδομικής αρχής να καταλογίσει τις δαπάνες άρσης της επικινδυνότητας σε πρόσωπο άλλο πλην του ιδιοκτήτη της επικίνδυνης κατασκευής, προβάλλεται βασίμως κατά τα εκτιθέμενα στην πέμπτη σκέψη, και πρέπει να γίνει δεκτός.
- Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή κατά το μέρος που αφορά το κεφάλαιο της προσβαλλόμενης πράξης με το οποίο η δαπάνη άρσης της επικινδυνότητας επιβλήθηκε στο αιτούν σωματείο, και να απορριφθεί κατά τα λοιπά, η δε ασκηθείσα παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που αφορά το ακυρούμενο κεφάλαιο της προσβαλλόμενης πράξης, και να γίνει δεκτή κατά τα λοιπά.
- Επειδή, ενόψει τούτων, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων.