ΣτΕ 1383/2016 [Κανονιστικός καθορισμός ύψους οικοδομών]
Περίληψη
-Ειδικές διατάξεις που καθορίζουν ύψος κτιρίων αριθμητικά, κατισχύουν υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το καθοριζόμενο από την ειδική διάταξη αριθμητικώς ύψος δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που καθορίζεται στην παρ. 7 του άρθρου 9 του ΓΟΚ. Αντίθετη ερμηνεία, κατά την οποία, μετά την έναρξη ισχύος του ΓΟΚ 1985 αυξήθηκε «αυτομάτως» το ανώτατο ύψος των οικοδομών σε όλες τις περιοχές της χώρας σε συνάρτηση με τον ισχύοντα σ.δ., αδιαφόρως των προβλέψεων των ειδικών πολεοδομικών διατάξεων που ίσχυαν σε κάθε περιοχή, θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο, όπως εκτέθηκε ήδη, επιτάσσει την ορθολογική πολεοδόμηση των οικισμών με τη θέσπιση εξιδιασμένων όρων δομήσεως για τον καθένα, κατόπιν μελέτης των τοπικών συνθηκών και της φυσιογνωμίας κάθε περιοχής και με τη συμμετοχή του οικείου ΟΤΑ και των ενδιαφερόμενων πολιτών, δεν επιτρέπει δε την δια γενικής διατάξεως και χωρίς σχετική επιστημονική μελέτη κατάργηση, συλλήβδην, των ειδικών όρων δομήσεως που είχαν θεσπισθεί για κάθε περιοχή με τήρηση των ανωτέρω εγγυήσεων.
-Η ανωτέρω διάταξη του ΓΟΚ 1985 δεν έχει την έννοια ότι συνεπάγεται αυτόματη αύξηση του ανώτατου ύψους οικοδομών που καθορίζεται για κάθε συγκεκριμένη περιοχή από ειδικές διατάξεις, αλλά απευθύνεται στον κανονιστικό νομοθέτη και ορίζει τον τρόπο καθορισμού, κατά την άσκηση της κανονιστικής εξουσίας, του μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους των οικοδομών σε συνάρτηση προς τον ισχύοντα στην περιοχή σ.δ. και την ανώτατη τιμή του ύψους που αντιστοιχεί σε κάθε βαθμίδα της θεσπιζόμενης στην ίδια διάταξη κλίμακας σ.δ.
-Θεσπιζόμενοι περιορισμοί, οι οποίοι αναφέρονται κατ’ αρχήν σε ορισμένο τμήμα της πόλεως ή οικοδομικό τετράγωνο, δεν πρέπει να προσκρούουν στο άρθρο 4 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της ισότητας και, κατά συνέπεια, πρέπει να επιβάλλονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και κατά τρόπο ομοιόμορφο, προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Ο κανονιστικός καθορισμός του ύψους των οικοδομών αποτελεί «ειδικότερο θέμα» εν σχέσει με την περιεχόμενη στον νόμο βασική ρύθμιση και δεν αντίκειται στα άρθρα 43 παρ. 2 και 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, με την απόφαση 4283/17.11.1987 του Νομάρχη Βοιωτίας, που ήταν τότε κρατικό όργανο, καθορίσθηκε στο σχέδιο πόλεως Λειβαδιάς ανώτατο ύψος οικοδομών το οποίο είναι κατώτερο του ανώτατου ορίου που θεσπίζεται στο άρθρο 9 του ΓΟΚ και κατώτερο του προηγουμένως ισχύοντος στην περιοχή. Επομένως, η επίμαχη ρύθμιση εγκύρως έγινε με νομαρχιακή απόφαση κατ’ άρθρο 43 πα. 2 εδ. δεύτερο του Συντάγματος, και όχι με προεδρικό διάταγμα.
-Η νομαρχιακή απόφαση κινείται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 9 του ν.δ. της 17.7-16.8.1923, οι δε λόγοι με τους οποίους, χωρίς να αμφισβητείται τεκμηριωμένα η πραγματική βάση των πολεοδομικών λόγων που επικαλείται η Διοίκηση, προβάλλονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ η περαιτέρω αμφισβήτηση των σχετικών ουσιαστικών κρίσεων είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, με τα ανωτέρω δεδομένα η επίμαχη ρύθμιση, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα ανεγέρσεως στο επίδικο ακίνητο οικοδομής ύψους 14,5 μ., δεν πλήττει υπέρμετρα ούτε καθιστά αδρανή την ιδιοκτησία εν σχέσει προς τον προορισμό της, αλλά επιτρέπει, σε συνδυασμό με τον ισχύοντα σ.δ. που δεν εθίγη, ικανοποιητική κατά κοινή πείρα εκμετάλλευση αυτής, όπως αναφέρεται και στην απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Συνεπώς, και δεδομένου ότι δεν παρίσταται απρόσφορη ή ακατάλληλη για την εξυπηρέτηση του σκοπού της, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στις προστατευτικές της ιδιοκτησίας διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Από καμία διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος δεν επιβάλλεται η διαιώνιση των όρων και περιορισμών δομήσεως που ισχύουν σε δεδομένο τόπο και χρόνο, ο δε κοινός ή κανονιστικός νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να μεταβάλλει τους όρους αυτούς εφ’ όσον η νέα ρύθμιση υπαγορεύεται από πολεοδομικούς λόγους και επιβάλλεται με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, όπως, εν προκειμένω, δεδομένου μάλιστα, ότι η επίμαχη νομαρχιακή απόφαση περιέχει μεταβατικές διατάξεις που επιτρέπουν την εφαρμογή του παλαιότερου, ευνοϊκότερου για την ιδιοκτησία, πολεοδομικού καθεστώτος υπό ορισμένους όρους.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την υπό κρίση έφεση, όπως συμπληρώνεται με το από 25.5.2010 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της αποφάσεως 206/2004 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Με την απόφαση αυτή απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας κατά α) της αποφάσεως 1024/11.4.2002 του Διευθυντή Χ.Ο.Π. της Ν.Α. Βοιωτίας, με την οποία απερρίφθη αίτησή της για τη χορήγηση οικοδομικής άδειας προσθήκης καθ’ ύψος σε πολυώροφη οικοδομή επί των οδών Αισχύλου και Αχιλλέως, στο Ο.Τ. 64 του ρυμοτομικού σχεδίου Λιβαδειάς, και β) της αποφάσεως 6192/28.5.2002 του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος, με την οποία απερρίφθη προσφυγή της ιδίας κατά της πρώτης πράξεως.
- Επειδή, με την απόφαση 4914/2013 του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος λόγω της σπουδαιότητας των τιθεμένων ζητημάτων και ζητήθηκαν από τη Διοίκηση διευκρινήσεις επί του νομικού καθεστώτος του επίδικου ακινήτου.
- Επειδή, όπως κρίθηκε με την παραπεμπτική απόφαση, μετά την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως απεβίωσε ο ομόρρυθμος εταίρος Στέφανος Ρουμπέας και λύθηκε η εκκαλούσα ΟΕ, την δίκη δε συνεχίζουν ατομικώς ο έτερος των ομόρρυθμων εταίρων Τζανέτος Ρουμπέας και η κόρη και κληρονόμος του αποβιώσαντος Ευαγγελία-Παναγιώτα Ρουμπέα, σύμφωνα με σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο ενώπιον της πενταμελούς συνθέσεως (βλ. 6686/8.10.2010 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Ευστ. Ρέντζου και όρο 9 του από 23.9.1996 ιδιωτικού εγγράφου περί συστάσεως της εκκαλούσας ομόρρυθμης εταιρείας, πρβλ. ΣΕ 3833/1988).
- Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση χωρίς την παράσταση των εκκαλούντων αφού, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, έγιναν ως προς αυτούς οι νόμιμες επιδόσεις.
- Επειδή, το άρθρo 24 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζει ότι «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων … 2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης». Με τις διατάξεις αυτές έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη, τυπικό ή κανονιστικό, να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της Χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό, υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, τη φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για τη χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων. Εξ άλλου, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων ο κοινός νομοθέτης δύναται κατ’ αρχήν να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις και να μεταβάλλει τους υφιστάμενους όρους δομήσεως, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι με την εισαγόμενη ρύθμιση επέρχεται βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων των πόλεων και των οικιστικών περιοχών εν γένει (ΣΕ 2712/2006, 1111/2003 7μ. κ.ά). Κατ’ ακολουθίαν, δεν είναι, κατ’ αρχήν, επιτρεπτές ρυθμίσεις και μέτρα που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβίωσης και υποβάθμιση του φυσικού ή του οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να κρίνει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν με τις θεσπιζόμενες χωροταξικές ή πολεοδομικές ρυθμίσεις επέρχεται υποβάθμιση του περιβάλλοντος (ΣΕ 3838/2009, 1528/2003, 1528/2001 Ολ., 5488/2012 7μ., 965, 3445/2007 κ.ά.). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η οποία συμπληρώνει την βασική ρύθμιση περί χωροταξικής και πολεοδομικής οργανώσεως της Χώρας και ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης», δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του κοινού νομοθέτη. Έχει δε την έννοια ότι, ειδικά κατά τη θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων, τόσο η Διοίκηση, όσο και ο κοινός νομοθέτης οφείλουν, προς επίτευξη του τασσόμενου σκοπού της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλυτέρων όρων διαβιώσεως, να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά στη συγκεκριμένη ρύθμιση. Επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή μόνον εφ’ όσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινόμενη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης (ΣΕ 3838/2009 Ολομ., σκ. 9, 123/2007 Ολομ., σκ. 8).
- Επειδή, ο ΓΟΚ 1985 [ν. 1577/1985 (Α΄ 210/18.12.1985)] στο άρθρο 2 στοιχ. 31 ορίζει ότι «31. Μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος κτιρίου ή μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος περιοχής είναι το ύψος του ανώτατου επιπέδου του κτιρίου, πάνω από το οποίο απαγορεύεται κάθε δόμηση εκτός από τις εγκαταστάσεις που επιτρέπονται ειδικά και περιοριστικά». Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος στις παραγρ. 7-9 του άρθρου 9, όπως αυτό ίσχυε αρχικά, όριζε ότι: «… 7. Το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος του κτιρίου ορίζεται σε συνάρτηση με τον επιτρεπόμενο συντελεστή δόμησης της περιοχής ως εξής: … Για συντελεστή δόμησης έως και 2,4 ύψος 27 μ. … 8. Γενικές και ειδικές διατάξεις που θεσπίζουν μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος διαφορετικό από το προβλεπόμενο στην προηγούμενη παράγραφο καταργούνται, με την επιφύλαξη της παρ. 9. Εφεξής, κατά την έγκριση, επέκταση, η αναθεώρηση σχεδίων πόλεων, είναι δυνατό να καθορίζονται ύψη κτιρίων μικρότερα από τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.». Περαιτέρω, η παράγρ. 9 του αυτού άρθρου είχε ως εξής στο κατατεθέν προς ψήφιση σχέδιο νόμου: «Διατάξεις που καθορίζουν σε ορισμένες περιοχές ειδικά ύψη κτιρίων για την προστασία αρχαιολογικών χώρων, τοπίων, αεροδρομίων ή παρόμοιων θέσεων, ή ύψος κτιρίων με απόλυτο υψόμετρο ή με ειδικά προσδιοριζόμενα επίπεδα κατισχύουν της παρ.7». Ως προς την διάταξη αυτή, η εισηγητική έκθεση του σχεδίου νόμου διελάμβανε ότι «… Με την παράγραφο 9 προστατεύονται τα ειδικά ύψη για την προστασία αρχαιολογικών χώρων και άλλων ειδικών θέσεων». Κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, ο εισηγητής της πλειοψηφίας Ι. Τσακλίδης δήλωσε τα εξής: «Θα ήθελα να πληροφορήσω το Σώμα για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις ότι
ο καθορισμός των ανώτατων υψών που προβλέπει αυτό το σχέδιο νόμου αλλάζει τα ανώτατα ύψη που προέβλεπε ο προηγούμενος Γ.Ο.Κ. Υπάρχουν περιοχές όπου με Προεδρικά Διατάγματα ορίζεται π.χ. ανώτατος αριθμός ορόφων, ανώτατο όριο κάλυψης, ή ανώτατο ύψος.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν ισχύει ο Γ.Ο.Κ. αλλά τα Προεδρικά Διατάγματα που καθορίζουν ελάχιστο ύψος κ.λπ. Μάλιστα όχι μόνο εξακολουθούν να ισχύουν αυτά τα διατάγματα, αλλά και μελλοντικά ο μελετητής σε μια επέκταση σχεδίου, σε μια αδόμητη περιοχή μπορεί να ξεφύγει από αυτά που ορίζει ο Γ.Ο.Κ. και το ύψος να είναι μικρότερο
απ’ αυτό που ορίζει ο Γ.Ο.Κ., όχι όμως μεγαλύτερο» (Πρακτικά Ολομέλειας της Βουλής, συνεδρ. ΛΑ΄ της 13.11.1985, σελ. 1367). Στη συνέχεια, κατά τη συνεδρίαση της Βουλής της 20.11.1985, η παράγρ. 9 του άρθρου 9 του ΓΟΚ τροποποιήθηκε με την εξής δήλωση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.: «… Στην ίδια παράγραφο [9], σειρά 5, μετά τη λέξη «υψόμετρο», τίθεται η φάση “ή αριθμητικά”» (Πρακτ. Ολομ., συνεδρ. ΛΣΤ΄ της 20.11.1985, σελ. 1546). Εν τέλει δε, η παράγρ. 9 του άρθ. 9, όπως ψηφίσθηκε από τη Βουλή και περιελήφθη στο ν. 1577/1985, διατυπώθηκε ως εξής: «Ειδικές διατάξεις, σχετικά με τον τρόπο δόμησης για την προστασία αρχαιολογικών χώρων, ιστορικών τόπων, παραδοσιακών οικισμών, έργων τέχνης, μνημείων, διατηρητέων κτιρίων, τοπίων, αεροδρομίων ή παρόμοιων θέσεων ή που καθορίζουν ύψος κτιρίων με απόλυτο υψόμετρο ή αριθμητικά ή με ειδικά προσδιοριζόμενα επίπεδα ή ύψος κτιρίων που η σεισμική επικινδυνότητα της περιοχής το επιβάλλει, κατισχύουν των διατάξεων του παρόντος». Μεταγενεστέρως, με την απόφαση 9152/426/12.2.1986 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με τίτλο «Διόρθωση παραδρομών σε ορισμένες διατάξεις του ν. 1577/85…»
(Β΄ 41), η οποία επικαλείται στο προοίμιό της τη διάταξη του άρθρου 23 παράγρ. 1 του ν. 1558/1985 (Α΄ 137), στην οποία καθορίζεται απλώς ο τίτλος και η τάξη των υπουργείων, διεγράφησαν οι λέξεις «ή αριθμητικά» από την παράγρ. 9 του άρθρου 9 του ΓΟΚ, ως τεθείσες, δήθεν, «εκ παραδρομής». Η εν λόγω απόφαση κυρώθηκε αναδρομικώς με το άρθρο 14 παρ. 1 περίπτ. δ΄ του ν. 1647/1986 (Α΄ 141/19.9.1986), χωρίς να προκύπτουν από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες πολεοδομικοί ή άλλοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επέβαλαν τη σχετική ρύθμιση. Ακολούθως, με τη παράγρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 2831/2000 αντικαταστάθηκε η παράγρ. 7 του άρθρου 9 του Γ.Ο.Κ., κατά τρόπο ώστε μειώθηκε το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος κτιρίων που αντιστοιχεί σε κάθε βαθμίδα της κλίμακας σ.δ., ορίσθηκε δε ειδικότερα ότι σε σ.δ. 2,4 αντιστοιχεί ύψος 24 μ. Περαιτέρω, με την παρ. 7 του άρθρου 7 του
ν. 2831/2000 η παράγρ. 9 του άρθρου 9 του Γ.Ο.Κ. αντικαταστάθηκε ως εξής: «Ειδικές διατάξεις, σχετικά με τα επιτρεπόμενα ύψη κτιρίων για την προστασία αρχαιολογικών χώρων, παραδοσιακών οικισμών, ιστορικών τόπων, έργων τέχνης, μνημείων, διατηρητέων κτιρίων, αεροδρομίων ή παρόμοιων χρήσεων, ή που καθορίζουν ύψος κτιρίων με απόλυτο υψόμετρο ή αριθμητικά ή με ειδικά προσδιοριζόμενα επίπεδα ή ύψος κτιρίων που η σεισμική επικινδυνότητα της περιοχής το επιβάλλει, κατισχύουν των διατάξεων της παρ. 7». Κατά την εισηγητική έκθεση του
ν. 2831/2000, η τελευταία ρύθμιση αφορά μόνο τα ύψη των κτιρίων, και όχι γενικά τον τρόπο δόμησης, όπως η προϊσχύουσα διάταξη, προκειμένου να μην υπάρχει επικάλυψη με το άρθρο 28 παρ. 4 του Γ.Ο.Κ., με το οποίο ρυθμίζεται το θέμα αυτό καθώς και το θέμα του ύψους των κτιρίων σε ειδικά προστατευόμενες περιοχές. Κατά τη σχετική δε συζήτηση στη Βουλή, ο εισηγητής της πλειοψηφίας διευκρίνισε ότι με τις ρυθμίσεις του άρθρου 7 «… Προστατεύονται και συνεχίζουν να ισχύουν τα ύψη που έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις» (Πρακτικά Ολομέλειας Βουλής, συνεδρ. ΙΖ΄ 24.5.2000, σελ. 352). - Επειδή, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 9 του ΓΟΚ 1985, ερμηνευόμενες υπό το φως των προπαρασκευαστικών εργασιών του νόμου και σε αρμονία με το άρθ. 24 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο, όπως εκτέθηκε στην 6η σκέψη, επιτάσσει την ορθολογική πολεοδόμηση των οικισμών με τη θέσπιση ειδικών όρων δομήσεως για κάθε οικισμό, κατόπιν σχετικής μελέτης και με τήρηση της νόμιμης διαδικασίας (μελέτη της αρμόδιας υπηρεσίας, γνωμοδοτήσεις των οικείων Ο.Τ.Α. και Συμβουλίων Χωροταξίας, συμμετοχή του κοινού με υποβολή ενστάσεων, γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας), ο νομοθέτης απέβλεψε στην κατάργηση των προϊσχυουσών διατάξεων του ΓΟΚ 1973 ή άλλων νομοθετημάτων, οι οποίες προέβλεπαν άλλον τρόπο καθορισμού του μέγιστου επιτρεπτού ύψους των κτιρίων [βλ. άρθ. 22 ΓΟΚ 1973, ν.δ. 8/1973 (Α΄ 124), όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 1 του
ν.δ. 205/74 (Α΄ 363)] και στην καθιέρωση, εφ’ εξής, νέου τρόπου υπολογισμού και ανώτατες τιμές του ύψους των οικοδομών κατά τη θέσπιση ή την τροποποίηση των σχεδίων πόλεων κάθε περιοχής. Ειδικότερα, η παράγρ. 7 του άρθρου 9, η οποία απευθύνεται στον κανονιστικό νομοθέτη, (α) ορίζει ότι εφ’ εξής το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος των οικοδομών καθορίζεται σε συνάρτηση προς τον ισχύοντα στην περιοχή σ.δ., σύμφωνα με κλίμακα που ορίζει ο ίδιος ο νόμος και
(β) καθορίζει ανώτατη τιμή του ύψους που αντιστοιχεί σε κάθε βαθμίδα της κλίμακας σ.δ. Όθεν η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει αυτόματη, εκ του νόμου, αύξηση του ύψους των οικοδομών όλων των περιοχών της χώρας, όπως το ύψος αυτό καθοριζόταν από ειδικές για κάθε περιοχή διατάξεις που ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του ΓΟΚ 1985, αλλά καθορίζει το μέγιστο ύψος το οποίο επιτρέπεται να ορίζει ο κανονιστικός νομοθέτης κατά την έγκριση ή την τροποποίηση των ισχυόντων πολεοδομικών σχεδίων. Η παράγρ. 8 του άρθρου 9, με την οποία καταργούνται οι «γενικές και ειδικές διατάξεις που θεσπίζουν μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος διαφορετικό από το προβλεπόμενο στην προηγούμενη παράγραφο [7]», καταργεί μόνο τις προϊσχύουσες γενικές και ειδικές διατάξεις που προβλέπουν διαφορετικό μηχανισμό καθορισμού του μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους των οικοδομών, ή θεσπίζουν ύψος μεγαλύτερο από το ανώτατο ύψος που αντιστοιχεί στον σ.δ. της περιοχής, σύμφωνα την κλίμακα της παραγρ. 7 του ίδιου άρθρου, όχι δε τις ειδικές διατάξεις π.δ/των με τα οποία καθορίζεται κατά περιοχή ανώτατο ύψος κτιρίων,
εφ’ όσον βεβαίως αυτό είναι μικρότερο του ήδη ανώτατου επιτρεπομένου. Στο πλαίσιο αυτό, με το δεύτερο εδάφιο της παραγρ. 8 του άρθρου 9 παρέχεται εξουσιοδότηση στον κανονιστικό νομοθέτη να καθορίσει, κατά την έγκριση ή τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, μικρότερα ύψη από αυτά που ορίζονται στην προηγούμενη παράγρ. 7, είτε με το διάταγμα εγκρίσεως ή τροποποιήσεως του σχεδίου, είτε με αυτοτελές διάταγμα καθορισμού όρων δομήσεως σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν.δ. της 17.7-16.8.1923 (βλ. ΣΕ 1112/1990 7μ. σκ. 9, 1842/1989 σκ. 4). Σε αρμονία προς τις ρυθμίσεις αυτές, η παράγρ. 9 του αυτού άρθρου, τόσο κατά την αρχική διατύπωσή της, όσο και μετά την τροποποίησή της με το άρθ. 7 παράγρ. 7 του ν. 2831/2000, ανεξαρτήτως του κύρους της ενδιαμέσως ισχύσασας διατάξεως του άρθρου 14 παράγρ. 1 περίπτ. δ΄ του
ν. 1647/1986, ορίζει και ρητώς ότι ειδικές διατάξεις που καθορίζουν, μεταξύ άλλων, ύψος κτιρίων αριθμητικά, κατισχύουν της παραγρ. 7 του ίδιου άρθρου – υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το καθοριζόμενο από την ειδική διάταξη αριθμητικώς ύψος δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που καθορίζεται στην παράγρ. 7 του άρθρου 9 του ΓΟΚ. Αντίθετη ερμηνεία, κατά την οποία, μετά την έναρξη ισχύος του ΓΟΚ 1985 αυξήθηκε «αυτομάτως» το ανώτατο ύψος των οικοδομών σε όλες τις περιοχές της χώρας σε συνάρτηση με τον ισχύοντα σ.δ., αδιαφόρως των προβλέψεων των ειδικών πολεοδομικών διατάξεων που ίσχυαν σε κάθε περιοχή, θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 24 παράγρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο, όπως εκτέθηκε ήδη, επιτάσσει την ορθολογική πολεοδόμηση των οικισμών με τη θέσπιση εξιδιασμένων όρων δομήσεως για τον καθένα, κατόπιν μελέτης των τοπικών συνθηκών και της φυσιογνωμίας κάθε περιοχής και με τη συμμετοχή του οικείου ΟΤΑ και των ενδιαφερόμενων πολιτών, δεν επιτρέπει δε την δια γενικής διατάξεως και χωρίς σχετική επιστημονική μελέτη κατάργηση, συλλήβδην, των ειδικών όρων δομήσεως που είχαν θεσπισθεί για κάθε περιοχή με τήρηση των ανωτέρω εγγυήσεων. - Επειδή, όπως προκύπτει από το 178/31.3.2014 έγγραφο απόψεων της Δ/νσης Πολεοδομίας του Δήμου Λεβαδέων προς το Δικαστήριο, το οποίο υπεβλήθη σε εκτέλεση της παραπεμπτικής αποφάσεως, το νομικό καθεστώς του Ο.Τ. 64 του ρυμοτομικού σχεδίου Λιβαδειάς, όπου κείται το επίδικο ακίνητο, είχε διαδοχικά ως εξής: Με το β.δ. της 18.2-3.3.1954 (Α΄ 35) εγκρίθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της Λιβαδειάς. Με το άρθ. 1 του β.δ. της 17.6-6.7.1954 (Α΄ 147) καθορίσθηκαν εντός του σχεδίου Τομείς Α, Β και Γ (στον τελευταίο των οποίων ενέπιπτε το επίδικο ακίνητο) καθώς και αντίστοιχοι όροι δομήσεως κατά Τομέα, με την δε παρ. 4 του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι «Αι οικοδομαί δι’ όλους τους Τομείς δεν επιτρέπεται να έχωσι πλείονες των τριών (3) ορόφων, συνολικού ύψους ένδεκα και ημίσεος (11,5) μέτρων». Στη συνέχεια, με το άρθρο 3 παρ. 1 του β.δ. της 30.10-16.11.1971 (Δ΄ 269) καθορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, εντός του Τομέα Γ, νέοι τομείς Α1 και Β1, με την δε παρ. 6 του ίδιου άρθρου ορίσθηκε στον Τομέα Β1 (στον οποίο ενέπιπτε το επίδικο ακίνητο) μέγιστος αριθμός ορόφων τέσσερις (4) και μέγιστο ύψος 14 μ. Ακολούθως, με το άρθρο 1 παρ. 1 του π.δ. της 10-26.6.1977 (Δ΄ 205) ανακαθορίσθηκε ο μέγιστος αριθμός ορόφων στο σχέδιο πόλεως της Λιβαδειάς, το οποίο χωρίσθηκε σε τρεις νέους Τομείς Α, Β και Γ, ορίσθηκε δε, μεταξύ άλλων, στον Τομέα Α (στον οποίο ενέπιπτε το επίδικο ακίνητο) μέγιστος αριθμός ορόφων πέντε (5), περαιτέρω δε, στο άρθρο 3 του ίδιου δ/τος, ορίσθηκε ότι για τον καθορισμό του μέγιστου ύψους εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ΓΟΚ 1973 [ν.δ. 8/1973 (Α΄ 124) – βλ. μαθηματικό τύπο της παραγρ. 1 του άρθρου 22 αυτού, κατ’ εφαρμογή του οποίου, όπως αναφέρεται στο μνημονευθέν έγγραφο απόψεων, προέκυπτε για το επίδικο ακίνητο μέγιστο ύψος 18,5 μ.]. Με το άρθ. 1 παρ. 1 του π.δ. της 4.1-7.2.1979 (Δ΄ 80) καθορίσθηκε για τον Τομέα Ι, στον οποίο φέρεται ότι εμπίπτει το επίδικο ακίνητο, συντελεστής δομήσεως (σ.δ.) 2,4, με το δε άρθ. 2 παρ. 1 ορίσθηκε ότι κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι ισχύοντες όροι δομήσεως. Τέλος, με την απόφαση 4283/17.11.1987 του Νομάρχη Βοιωτίας (Δ΄ 1163) καθορίσθηκε το ανώτατο ύψος των κτιρίων στους τομείς Ι έως IV του ρυμοτομικού σχεδίου της Λιβαδειάς και των περιοχών που θα ενταχθούν σε αυτό, ορίσθηκε δε ειδικότερα ότι στον Τομέα Ι, στον οποίο εμπίπτει το επίδικο ακίνητο, για σ.δ. 2,40 ισχύει μέγιστο ύψος
14,50 μ. και ότι κατά τα λοιπά η δόμηση διέπεται από τις διατάξεις του
ν. 1577/85 (ΓΟΚ/85) (βλ. παράγρ. 1 της αποφάσεως αυτής). Στην παράγρ. 2 της ίδιας αποφάσεως ορίσθηκε ότι εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις του ν. 651/1977 (Α 207) και ιδίως του άρθρου 12 αυτού, το οποίο, όπως τροποποιηθέν με το άρθ. 31 παρ. 5 του ν. 1577/1985 ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθ. 25 του ν. 2831/2000, θέσπιζε δυνατότητα εφαρμογής των παλαιότερων ευμενέστερων όρων δομήσεως σε περίπτωση μεταβολής του πολεοδομικού καθεστώτος αν είχε υποβληθεί πλήρης αίτηση για την έκδοση οικοδομικής άδειας (βλ. αντίστοιχο άρθ. 26 του ν. 2831/2000). Η απόφαση αυτή ερείδεται στις διατάξεις αφ’ ενός των άρθρων 9 του ν.δ. της 17.7.1923 και 9 του Γ.Ο.Κ. 1985 και αφ’ ετέρου του α.ν. 314/1968 (Α΄ 47) και του εκδοθέντος βάσει του άρθ. 33 παρ. 2 του
ν. 1337/1983 (Α΄ 33) π.δ/τος 183/1986 (Α΄ 70). Οι τελευταίες διατάξεις, κατά τη νομολογία, θεμιτώς ανέθεσαν πολεοδομικές αρμοδιότητες στον νομάρχη ως όργανο της κρατικής εξουσίας, πλην κατέστησαν αντισυνταγματικές μετά τον ν. 2218/1994 (Α´ 90), με τον οποίο ο νομάρχης κατέστη όργανο ο.τ.α. β΄ βαθμού (ΣΕ 4483/2013, 3852/2005, 1375, 792/2003, 3250, 1271/2002, 3024/2001, 2319/1999 κ.ά.), έπαυσαν δε να ισχύουν μετά τον ν. 2831/2000, με το άρθρο 29 παράγρ. Δ περ. 3 του οποίου [παρ. 5 του ίδιου άρθ. 29, όπως αντικαταστάθηκε με το
άρθ. 10 παρ. 1 του ν. 3044/2002 (Α΄ 197)], καταργήθηκε και «… κάθε διάταξη με την οποία μεταβιβάστηκαν αρμοδιότητες πολεοδομικών ρυθμίσεων στους νομάρχες και σε δημοτικά ή κοινοτικά συμβούλια». - Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την οικοδομική άδεια 312/1996 του Τμήματος Πολεοδομίας της Ν. Α. Βοιωτίας επετράπη στην εκκαλούσα οικοδομική επιχείρηση η ανέγερση, με το σύστημα της αντιπαροχής, τετραώροφης οικοδομής με υπόγειο και δώμα επί των οδών Αισχύλου και Αχιλλέως, στο Ο.Τ. 64 του ρ.σ. Λιβαδειάς, στην θέση «Λειβαδάκι» (τομέας Ι), ενώ με την 11/3.4.1997 αναθεώρηση επετράπη η προσθήκη υπογείου και η αλλαγή κατόψεων και όψεων της οικοδομής. Ακολούθως, με την 178/1997 έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου της αυτής Δ/νσης Πολεοδομίας διαπιστώθηκε υπέρβαση του ύψους της οικοδομής, με την δε 28721/1999 απόφαση της ίδιας υπηρεσίας επιβλήθηκε πρόστιμο για την ανωτέρω υπέρβαση για επιφάνεια 184,70 τ.μ., ένσταση δε της εκκαλούσας εταιρείας κατά της αποφάσεως αυτής απερρίφθη με την απόφαση 38844/1999 της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων της Ν. Α. Βοιωτίας. Ακολούθως, με την 1024/2.4.2002 αίτησή της προς το Τμήμα Πολεοδομίας της Ν. Α. Βοιωτίας η εκκαλούσα ζήτησε τη χορήγηση οικοδομικής άδειας για την προσθήκη όγκου καθ’ ύψος και ειδικότερα την αύξηση του ύψους της οικοδομής από 14,50 μ., σε 15,10 – 16,70 μ., προς «νομιμοποίηση αυθαιρέτου», ισχυριζόμενη ότι η υπέρβαση του ύψους καλύπτεται εκ του ότι το άρθ. 9 παρ. 7 του ΓΟΚ 1985, όπως ισχύει, ορίζει ότι σε σ.δ. 2,4 αντιστοιχεί ανώτατο ύψος κτιρίου 27 μ. Η αίτηση αυτή απερρίφθη με την 1024/11.4.2002 απόφαση του προϊσταμένου της Δ/νσεως Χωροταξίας της Ν. Α. Βοιωτίας, με την αιτιολογία ότι «στην περιοχή που βρίσκεται η οικοδομή … έχει καθορισθεί μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος 14,50 m … με την … 4283/17-11-1987 απόφαση Νομάρχη Βοιωτίας … η οποία εξακολουθεί να ισχύει …». Προσφυγή από 15.4.2002 της εκκαλούσας κατά της πράξεως αυτής απερρίφθη με την απόφαση 6192/28.5.2002 του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος με ταυτόσημη αιτιολογία. Κατά των ανωτέρω πράξεων η εκκαλούσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως, με την οποία προέβαλε, μεταξύ των άλλων, ότι η απόφαση 4283/17.11.1987 του Νομάρχη Βοιωτίας, στην οποία ερείδονται οι προσβληθείσες πράξεις, και της οποίας ο παρεμπίπτων έλεγχος είναι δυνατός λόγω του κανονιστικού της χαρακτήρα, εκδόθηκε χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση και ότι είναι παρανόμως «αιτιολογημένη» όσον αφορά τον καθορισμό ανώτατου ύψους 14,5 μ. Το Διοικητικό Εφετείο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αίτηση, με την αιτιολογία ότι η 4283/17.11.1987 απόφαση του Νομάρχη Βοιωτίας περί καθορισμού ανωτάτου ύψους οικοδομών στην πόλη της Λιβαδειάς εκδόθηκε νομίμως κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του
ν.δ. της 17.7.1923 και ότι ο επιβληθείς περιορισμός του ανωτάτου ύψους οικοδομών σε 14,5 μ., αντί των 24 μ. που προέκυπτε από την εφαρμογή του άρθ 9 παρ. 7 του ΓΟΚ 1985, όπως τροποποιήθηκε με τον
ν. 2831/2000, δικαιολογείται από πολεοδομικούς λόγους και ειδικότερα την ανάγκη προσαρμογής των υψών των οικοδομών στις τοπικές συνθήκες που επικρατούν στην Λιβαδειά. - Επειδή, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι μη νομίμως η εκκαλουμένη και η Διοίκηση εφήρμοσαν την νομαρχιακή απόφαση 4283/17.11.1987, που προβλέπει ανώτατο ύψος 14,5 μ., ενώ εφαρμοστέα ήταν η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 7 του ΓΟΚ 1985, σύμφωνα με την οποία το ύψος που αντιστοιχεί στον ισχύοντα για το επίδικο ακίνητο συντελεστή δομήσεως 2,4 είναι τα 24 μ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η ανωτέρω διάταξη του ΓΟΚ 1985 δεν έχει την έννοια ότι συνεπάγεται αυτόματη αύξηση του ανώτατου ύψους οικοδομών που καθορίζεται για κάθε συγκεκριμένη περιοχή από ειδικές διατάξεις, αλλά απευθύνεται στον κανονιστικό νομοθέτη και ορίζει τον τρόπο καθορισμού, κατά την άσκηση της κανονιστικής εξουσίας, του μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους των οικοδομών σε συνάρτηση προς τον ισχύοντα στην περιοχή σ.δ. και την ανώτατη τιμή του ύψους που αντιστοιχεί σε κάθε βαθμίδα της θεσπιζόμενης στην ίδια διάταξη κλίμακας σ.δ.
- Επειδή, το άρθρο 43 του Συντάγματος στην παρ. 2 ορίζει ότι: «2. Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.». Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η εξουσία να μεταβιβάζει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική λειτουργία. Τίθεται δε ο κανόνας ότι η σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής λειτουργίας, που ασκεί την μεταβιβαζομένη αρμοδιότητα με προεδρικά διατάγματα, με τα οποία ρυθμίζονται είτε θέματα, καθοριζόμενα σε γενικό πλαίσιο υπό ορισμένους όρους διά νόμων, ψηφιζομένων από την Ολομέλεια της Βουλής (νόμων-πλαισίων), είτε ειδικά θέματα, προσδιοριζόμενα συγκεκριμένως από την εξουσιοδοτική νομοθετική διάταξη. Επιτρέπεται, πάντως, σύμφωνα με την παρ. 2 εδάφιο δεύτερο του ανωτέρω άρθρου 43 του Συντάγματος, κατ’ εξαίρεση του τιθεμένου ως άνω κανόνα, να ορίζονται ως φορείς της κατ’ εξουσιοδότηση ασκούμενης κανονιστικής αρμοδιότητας και άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως, εφ’ όσον, όμως, πρόκειται περί «ειδικοτέρων» θεμάτων, ή «θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον, ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό» (ΣΕ 3973/2009, 4025/1998 Ολομ. κ.ά.). Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν αποτελεί ειδικότερο θέμα κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς για τις ρυθμίσεις αυτές απαιτείται, κατ’ αρχήν, η έκδοση προεδρικού διατάγματος, οι δε διατάξεις του π.δ/τος 183/1986, με τις οποίες μεταβιβάσθηκαν στους νομάρχες πολεοδομικές αρμοδιότητες που δεν ανάγονται σε εντοπισμένη τροποποίηση σχεδίου ή σε πολεοδομικές εφαρμογές, είναι αντίθετες προς τα άρθρα 43 παρ. 2 και 24 παρ. 2 του Συντάγματος (ΣΕ 3661 – 3663/2005 Ολομ., 937/2008, 2512/2001 κ.ά.). Εξ άλλου, όπως γίνεται δεκτό, διοικητικές πράξεις με τις οποίες καθορίζονται όροι δομήσεως, όπως είναι ο καθορισμός ανώτατου ύψους οικοδομών, έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και συνεπώς είναι δυνατός ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας των ρυθμίσεων αυτών, και δη χωρίς χρονικό περιορισμό (ΣΕ 3839/2009 Ολομ.), σε περίπτωση προσβολής ατομικής διοικητικής πράξεως, η οποία ερείδεται στις σχετικές κανονιστικές διατάξεις (ΣΕ 937/2008, ΣΕ 3610/2007, 2077/2006 7μ. κ.ά.).
- Επειδή, εξ άλλου, το άρθρο 9 του ν.δ. της 17.7/16-8-1923
(Α΄ 228), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 625/1968 (Α΄ 266) και αποδίδεται στο άρθρο 160 του Κώδικα βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν., π.δ. της 14-27.7.1999 (Δ΄ 580), ορίζει τα εξής:
«1. Για λόγους υγιεινής, ασφάλειας, γενικής οικονομίας της πόλης και αισθητικής, επιτρέπεται να επιβάλλονται οποιοιδήποτε όροι κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών και περιορισμοί στα οικόπεδα και στις
επ’ αυτών ανεγειρόμενες και επισκευαζόμενες οικοδομές στις πόλεις, κωμοπόλεις κλπ. 2. Οι κατά τα παραπάνω όροι και περιορισμοί καθορίζονται με π. δ/γματα ή άλλες πράξεις της κατά περίπτωση αρμόδιας αρχής που εκδίδονται μετά από γνώμη του ΣΧΟΠ και κανονίζουν για κάθε τμήμα ή για κάθε οικοδομικό τετράγωνο της πόλης, κωμόπολης κλπ. 1) … 2) το μέγιστο και το ελάχιστο επιτρεπόμενο ύψος των οικοδομών 3) τον αριθμό των ορόφων και τις ελάχιστες διαστάσεις τους ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο προορίζονται 4) …». Οι κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως θεσπιζόμενες ρυθμίσεις έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και συνεπώς είναι δυνατός ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητάς τους, και δη χωρίς χρονικό περιορισμό (ΣΕ 3839/2009 Ολομ.), σε περίπτωση προσβολής ατομικής διοικητικής πράξεως που ερείδεται σ’ αυτές (ΣΕ 937/2008, ΣΕ 3610/2007, 2077/2006 7μ. κ.ά.), από την άποψη της τηρήσεως των προϋποθέσεων που θέτει η εξουσιοδοτική διάταξη και της μη υπερβάσεως των ορίων της εξουσιοδοτήσεως. Εξ άλλου, οι θεσπιζόμενοι περιορισμοί, οι οποίοι αναφέρονται κατ’ αρχήν σε ορισμένο τμήμα της πόλεως ή οικοδομικό τετράγωνο, δεν πρέπει να προσκρούουν στο άρθρο 4 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της ισότητας και, κατά συνέπεια, πρέπει να επιβάλλονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και κατά τρόπο ομοιόμορφο, προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος (ΣΕ 1112/1990 7μ. σκ. 9, 1842/1989 σκ. 4 κ.ά.). - Επειδή, όπως εκτέθηκε σε προηγούμενη σκέψη, το άρθρο 9 του ΓΟΚ 1985 καθορίζει τον τρόπο καθορισμού του ανώτατου ύψους των οικοδομών κατά την έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων βάσει του ισχύοντος συντελεστή δομήσεως (παράγρ. 7), εξακολουθούν όμως να ισχύουν ειδικές διατάξεις που καθορίζουν το ύψος, μεταξύ άλλων, αριθμητικά, (παράγρ. 9), επιτρέπει δε ειδικώς εφ’ εξής, κατά την έγκριση, επέκταση, η αναθεώρηση σχεδίων πόλεων, να καθορίζονται ύψη κτιρίων μικρότερα από το ανώτατο όριο που ορίζεται στην παράγραφο 7 (παράγρ. 8). Από αυτά προκύπτει ότι το άρθρο 9 του ΓΟΚ περιέχει τη βασική ρύθμιση του ζητήματος του καθορισμού των υψών εντός των σχεδίων πόλεων και διαγράφει σαφώς το πλαίσιο εντός του οποίου οφείλει να κινηθεί ο κανονιστικός νομοθέτης, αφού ορίζει τον τρόπο προσδιορισμού και τα ανώτατα όρια ύψους μέχρι των οποίων μπορεί να κινηθεί ο κανονιστικός νομοθέτης, επιτρέπει δε την θέσπιση κανονιστικώς μόνο μειωμένου ύψους σε σχέση με τα εν λόγω ανώτατα όρια. Εξυπακούεται επίσης ότι, εν όψει του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, η κανονιστική ρύθμιση του ύψους των οικοδομών δεν πρέπει να επιφέρει επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος σε σχέση με την προηγούμενη ρύθμιση. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, ο κανονιστικός καθορισμός του ύψους των οικοδομών αποτελεί «ειδικότερο θέμα» εν σχέσει με την περιεχόμενη στον νόμο βασική ρύθμιση και δεν αντίκειται στα άρθρα 43 παράγρ. 2 και 24 παράγρ. 1 και 2 του Συντάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, με την απόφαση 4283/17.11.1987 του Νομάρχη Βοιωτίας, που ήταν τότε κρατικό όργανο, καθορίσθηκε στο σχέδιο πόλεως Λειβαδιάς ανώτατο ύψος οικοδομών το οποίο είναι κατώτερο του ανωτάτου ορίου που θεσπίζεται στο άρθρο 9 του ΓΟΚ και κατώτερο του προηγουμένως ισχύοντος στην περιοχή. Με τα δεδομένα αυτά, η επίμαχη ρύθμιση εγκύρως επιχειρήθηκε με νομαρχιακή απόφαση κατ’ άρθρο 43 παράγρ. 2 εδάφ. δεύτερο του Συντάγματος, και όχι με προεδρικό διάταγμα, ο δε πρόσθετος λόγος εφέσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (πρβλ. ΣΕ 4483/2013, 3852/2005, 1375, 792/2003, 3250, 1271/2002, 3024/2001, 2319/1999 κ.ά.). Οίκοθεν πάντως νοείται ότι, μετά τον ν. 2831/2000, η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ενεργείται βάσει των διατάξεων του άρθρου 29 αυτού, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές (ΣΕ 3661/2005 Ολομ.) διατάξεις του άρθρου 10 παράγρ. 1 του ν. 3044/2002 (Α΄ 197).
- Επειδή, προβάλλεται ότι η νομαρχιακή απόφαση 4283/17.11.1987 παρανόμως επικαλείται το άρθρο 9 του ν.δ. της 17.7-16.8.1923, το οποίο, καθ’ όσον αφορά την θέσπιση ανώτατου ορίου υψών, καταργήθηκε από την νεώτερη και ειδικότερη διάταξη του άρθρου 9 του ΓΟΚ 1985. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η διάταξη του άρθρου 9 παράγρ. 1 και 2 του ν.δ. της 17.7-16.8.1923 (άρθρο 160 παράγρ. 1 και 2 του Κ.Β.Π.Ν.) έχει διάφορο και ευρύτερο περιεχόμενο από την διάταξη του άρθρου 9 του ΓΟΚ 1985, δεν καταργήθηκε δε αμέσως ή εμμέσως από την τελευταία διάταξη ή άλλη διάταξη του ΓΟΚ 1985, αλλά συνισχύει με αυτές.
- Επειδή, η απόφαση 4283/17.11.1987 του Νομάρχη Βοιωτίας ερείδεται στην 216/1987 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Λεβαδέων και το 19/16.11.1987 πρακτικό του Συμβουλίου ΠΕΧΩΔΕ Ν. Βοιωτίας, που μνημονεύονται στο προοίμιο της. Όπως προκύπτει από την 216/1987 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, με την οποία συντάχθηκε το ΣΧΟΠ, με την επίμαχη ρύθμιση επιδιώκεται η προσαρμογή των νέων οικοδομών στο ανάγλυφο του εδάφους και εντεύθεν η δημιουργία πιο ανθρώπινης πόλης και η πληρέστερη προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της Λειβαδιάς. Ειδικότερα, όπως εξέθεσε η εισηγήτρια ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου, κατά την σύνταξη της Γ΄ φάσης της Ε.Π.Α. Λιβαδειάς, Ιούνιος 1986, προτάθηκε η θέσπιση μειωμένων υψών για την περιοχή της παλιάς πόλης και την περιοχή επέκτασης, «ώστε να περιορισθούν τα τεράστια ύψη που επιτρέπει ο νέος [Γ.Ο.Κ.] σε συνδυασμό με το έντονο ανάγλυφο της παλιάς πόλης και το κακό υπέδαφος των περιοχών επέκτασης». Εν όψει τούτων η εισηγήτρια πρότεινε «την μείωση του ύψους των κτιρίων για ανθρωπιστικούς λόγους [δηλαδή, προφανώς, για τη δημιουργία πιο ανθρώπινων όρων διαβίωσης], για λόγους ασφαλείας (σεισμοί) και για λόγους εδαφολογικούς» και ειδικότερα «… για μεν την παλιά πόλη και όπου έχει συντελεστή δόμησης 1,0 και 1,2 μέγιστο ύψος οικοδομών 11,0 μ., για δε την νέα πόλη και όπου έχει συντελεστή δόμησης 1,6 και 2,4 μέγιστο ύψος 14,50 μ.» Η εισήγηση έγινε δεκτή από το δημοτικό συμβούλιο με την αιτιολογία ότι «… η ρύθμιση αυτή αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του … συμφέροντος της πόλης» και δικαιολογείται «… από την ανάγκη διαφύλαξης του περιβάλλοντος και λελογισμένης και ορθολογικής ανάπτυξης της πόλης, ενόψει μάλιστα και των πολεοδομικών αντιλήψεων και επιστημονικών δεδομένων που κρατούν σήμερα» και από την «… ιδιομορφία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πόλης (ιστορικό κέντρο, άνισα επίπεδα της πόλης, μεγάλη υψομετρική στάθμη τμημάτων του σχεδίου)». Κατά την αυτή απόφαση του δημοτικού συμβουλίου «Με τον προτεινόμενο περιορισμό του ύψους των οικοδομών δεν περιορίζονται οι ιδιοκτησίες των συμπολιτών, αλλά απεναντίας διασφαλίζονται και επιτυγχάνεται η πλήρης εκμετάλλευσή τους, με τον υπάρχοντα και μη θιγόμενο συντελεστή δόμησής τους». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίμαχη ρύθμιση επιβλήθηκε με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια και δικαιολογείται από πολεοδομικούς λόγους, συνισταμένους στην ανάγκη προσαρμογής των νέων οικοδομών στο ανάγλυφο του εδάφους και ήπιας οικοδομικής ανάπτυξης. Επομένως η εν λόγω νομαρχιακή απόφαση κινείται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 9 του ν.δ. της 17.7-16.8.1923, οι δε λόγοι με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα χωρίς να αμφισβητείται τεκμηριωμένα η πραγματική βάση των πολεοδομικών λόγων που επικαλείται η Διοίκηση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ η περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως της Διοικήσεως είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, με τα ανωτέρω δεδομένα η επίμαχη ρύθμιση, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα ανεγέρσεως στο επίδικο ακίνητο οικοδομής ύψους 14,5 μ., δεν πλήττει υπέρμετρα ούτε καθιστά αδρανή την ιδιοκτησία εν σχέσει προς τον προορισμό της, αλλά επιτρέπει, σε συνδυασμό με τον ισχύοντα σ.δ. που δεν εθίγη, ικανοποιητική κατά κοινή πείρα εκμετάλλευση αυτής, όπως αναφέρεται και στην απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Συνεπώς, και δεδομένου ότι δεν παρίσταται απρόσφορη ή ακατάλληλη για την εξυπηρέτηση του σκοπού της, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στις προστατευτικές της ιδιοκτησίας διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256)], ο δε λόγος με τον οποίο προβάλλονται, αορίστως άλλωστε, τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (βλ. ΣΕ 2262/2014, 2878/2012). Αβασίμως επίσης προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση είναι ανεπιτρέπτως δυσμενέστερη σε σχέση με αυτή που ίσχυε προηγουμένως, διότι από καμία διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος δεν επιβάλλεται η διαιώνιση των όρων και περιορισμών δομήσεως που ισχύουν σε δεδομένο τόπο και χρόνο, ο δε κοινός ή κανονιστικός νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να μεταβάλλει τους όρους αυτούς εφ’ όσον η νέα ρύθμιση υπαγορεύεται από πολεοδομικούς λόγους και επιβάλλεται με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, όπως εν προκειμένω (βλ. ΣΕ 2262/2014, πρβλ. 2650/2013, 4014/2008, 4554/2005), δεδομένου μάλιστα ότι, όπως αναφέρθηκε στην 8η σκέψη, η επίμαχη νομαρχιακή απόφαση περιέχει μεταβατικές διατάξεις που επιτρέπουν την εφαρμογή του παλαιότερου, ευνοϊκότερου για την ιδιοκτησία, πολεοδομικού καθεστώτος υπό ορισμένους όρους.
- Επειδή, εν όψει τούτων το αίτημα της αιτούσας νομίμως απερρίφθη με τις προσβληθείσες ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου πράξεις, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλούμενη απόφαση, και συνεπώς η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.