ΣΤΕ 1119/2019 [ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΟΥΣΙΩΔΟΥΣ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΚΤΗΡΙΟΥ ΩΣ ΜΝΗΜΕΙΟΥ]
Περίληψη
– Ακίνητα που εμπίπτουν στις περ. β και γ της παρ. 1 του άρθρου αυτού χαρακτηρίζονται ως μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού που εκδίδεται κατόπιν εισηγήσεως της Υπηρεσίας και γνώμης του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως προβλέπονται διαζευκτικώς δύο τρόποι δημοσιότητας της ανωτέρω εισηγήσεως (είτε η απευθείας κοινοποίηση στον κύριο, νομέα ή κάτοχο του ακινήτου, είτε η δημοσίευση και τοιχοκόλληση της σχετικής συντασσομένης ανακοινώσεως), οι οποίοι αποσκοπούν αφενός μεν στην διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος με την επέλευση των αποτελεσμάτων του χαρακτηρισμού από την απευθείας κοινοποίηση της εισηγήσεως ή τη δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης, καθώς και με την, επί ένα έτος από την τήρηση των διατυπώσεων αυτών, απαγόρευση κάθε επεμβάσεως ή εργασίας στο ακίνητο), αφετέρου δε στη διασφάλιση των δικαιωμάτων του κυρίου, νομέως ή κατόχου του ακινήτου (με την παροχή σε αυτούς του δικαιώματος υποβολής αντιρρήσεων κατά του χαρακτηρισµού εντός προθεσμίας δύο µηνών από της ημερομηνίας τηρήσεως του εν λόγω τύπου).
Οι ως άνω διαζευκτικώς τασσόμενοι τρόποι δημοσιότητας της εν λόγω εισηγήσεως είναι αποκλειστικοί, δεν δύναται δηλαδή η μη τήρηση αυτών να καλυφθεί από την ενδεχόμενη καθοιονδήποτε τρόπο συναγόμενη γνώση της εν λόγω εισηγήσεως από τους κυρίους, νομείς ή κατόχους του ακινήτου, γνώση της οποίας, άλλωστε, ο χρόνος δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς ώστε να κινηθούν οι ανωτέρω, προς εξυπηρέτηση των επιδιωκομένων ως άνω σκοπών, προβλεπόμενες προθεσμίες. Εξ άλλου, η τήρηση ενός εκ των ανωτέρω διαζευκτικώς τασσόµενων τρόπων δημοσιοποίησης της εισηγήσεως αποτελεί ουσιώδη τόπο της διαδικασίας χαρακτηρισμού ακινήτου ως μνημείου, η μη τήρηση δε ή η πλημμελής τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου επάγεται ακυρότητα της τελικώς εκδιδομένης πράξεως χαρακτηρισμού του μνημείου.
Οι εφαρμοστέες διατάξεις συνιστούν έντονη υπόδειξη του νόµου για την ταχεία ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας και την έκδοση της απόφασης χαρακτηρισμού ακινήτου ως μνημείου εντός των τασσομένων προθεσμιών, η υπέρβαση δε των προθεσμιών αυτών δεν θεμελιώνει παρανομία της απόφασης χαρακτηρισμού, αλλά έχει ως συνέπεια την άρση των επιβαλλομένων στα ανωτέρω πρόσωπα απαγορεύσεων και υποχρεώσεων, όπως είναι η απαγόρευση εργασιών στο υπό χαρακτηρισμό ακίνητο, η υποχρέωση των εν λόγω προσώπων να επιτρέπουν την εξέταση του ακινήτου από υπαλλήλους της Υπηρεσίας κ.α και οι οποίες, σύμφωνα με τον νόμο, επέρχονται από την κοινοποίηση στα πρόσωπα αυτά, ή την ανακοίνωση στον τύπο, της πρότασης χαρακτηρισμού, δηλαδή της σχετικής εισήγησης της αρμόδιας Υπηρεσίας.
Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα διότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η εισήγηση για τον χαρακτηρισμό του επίδικου κτηρίου ως μνημείου δεν κοινοποιήθηκε στον πρώτο εκ των αιτούντων συγκύριο του εν λόγω ακινήτου, ούτε δημοσιεύθηκε κατά τα οριζόμενα στην ανωτέρω διάταξη, ώστε να δυνηθεί αυτός να προβάλλει τις αντιρρήσεις του κατά του ανωτέρω χαρακτηρισμού. Ο λόγος αυτός, εφόσον αφορά στην έλλειψη της δημοσιότητας που προβλέπεται από τον νόμο κατά τη διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλόμενης πραγματοπαγούς και ενιαίας (όχι μεριστής) πράξεως, χάριν, μάλιστα, όχι μόνο των ενδιαφερομένων κυρίων, νομέων ή κατόχων, αλλα και χάριν του δημοσίου συμφέροντος παραδεκτώς προβάλλεται κατά της εν λόγω πράξεως χαρακτηρισμού του επίμαχου κτηρίου ως μνημείου, αδιαφόρως αν η προβαλλόμενη πλημμέλεια, εν μέρει, δηλαδή ως προς τη μη κοινοποίηση της εισηγήσεως (και όχι ως προς τη μη δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης στον τύπο), αφορά μόνο τον πρώτο εκ των αιτούντων. Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ούτε ότι έλαβε χώρα δημοσίευση στον Τύπο και τοιχοκόλληση της ανωτέρω εισηγήσεως, ούτε ότι η εισήγηση αυτή κοινοποιήθηκε απ’ ευθείας στον ανωτέρω αιτούντα, ενώ, όπως αναφέρεται στην κρινόμενη αίτηση, η εν λόγω εισήγηση κοινοποιήθηκε στους λοιπούς αιτούντες, συγκυρίους του επίδικου ακινήτου.
Μάλιστα, ο συγκεκριμένος δεν μνημονεύεται σε κανένα στοιχείο του φακέλου ως συνιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου, ενώ σε αλλεπάλληλα έγγραφα του φακέλου αναφέρονται ως συνιδιοκτήτες άλλοτε ο πατέρας του και άλλοτε ο αδελφός του. Εφόσον δε οι ανωτέρω προβλεπόμενοι τρόποι δημοσιοποιήσεως της ως άνω εισηγήσεως (δημοσίευση / απευθείας κοινοποίηση) θεσπίζονται στο νόμο ως αποκλειστικοί, η κατά τα άνω μη τήρηση αυτών δεν μπορεί να καλυφθεί, εν προκειμένω, από την γνώση της εισηγήσεως αυτής από τον εν λόγω αιτούντα, η οποία (γνώση) θα μπορούσε να συναχθεί από την κοινοποίηση της εισηγήσεως αυτής στον αδελφό του και στους λοιπούς συνιδιοκτήτες. Παρίσταται, συνεπώς, βάσιμος ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως.
Πρόεδρος: Ι. Μαντζουράνης
Εισηγητής: Μ. Μαμπίλη
ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία συμπληρώνεται παραδεκτώς με το από 30.11.2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΜΤΕ ΔΝΣΑΚ/241011/27152/1422/23.10.2014 «Χαρακτηρισμός ως μνημείου του κτιρίου “πρώην Ξενοδοχείο Ακρόπολις” επί των οδών 28ης Οκτωβρίου, Τσιμισκή και Δαγκλή, στο Δήμο Ξάνθης του Νομού Ξάνθης, Περιφερειακής Ενότητας Ξάνθης Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, φερομένης ιδιοκτησίας του Γενικού Νοσοκομείου Ξάνθης και των Γ. Θ., Γ. Ζ., Γ. Β., Γ. Α., Ζ. Χ. και Κ. Α.» (ΦΕΚ ΑΑΠΘ 357/14.11.2014).
3. Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι ως συνιδιοκτήτες του προαναφερθέντος κτιρίου (οι μεν πρώτος και έκτος βάσει του προσκομισθέντος υπ’ αριθμ. 24915/23.12.2009 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Ξάνθης Μ. Τ., με το οποίο ο Ά. Κ. μεταβίβασε στους υιούς του Ν. και Σ. Κ., πρώτο και έκτο εκ των αιτούντων, αντιστοίχως, εξ αδιαιρέτου το μερίδιό του ενός δωδεκάτου (1/12) εξ αδιαιρέτου επί του επίμαχου κτιρίου, οι δε λοιποί ενόψει της ρητής αναφοράς τους στην προσβαλλόμενη πράξη ως φερόμενων ιδιοκτητών του εν λόγω κτιρίου), ασκούν την κρινόμενη αίτηση με προφανές έννομο συμφέρον και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι δεν προκύπτει γνώση από αυτούς της προσβαλλόμενης ατομικής πράξεως σε χρόνο προγενέστερο των εξήντα ημερών από την κατάθεση της κρινόμενης αιτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 3363/2014), περαιτέρω δε ομοδικούν παραδεκτώς, καθώς προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως, ερειδόμενους στην ίδια νομική και πραγματική βάση.
4. Επειδή, με το από 30.11.2015 δικόγραφο των προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι, κατά παράβαση τόσο του προβλεπομένου στις διατάξεις του άρθρο 6 του ν. 3028/2002 ουσιώδους τύπου όσο και του άρθρου 13 της Ε.Σ.Δ.Α. περί αποτελεσματικής προσφυγής, εν προκειμένω στους τέταρτο και πέμπτο αιτούντες χορηγήθηκε μόνο τυπικά η δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων κατά της σχετικής εισήγησης, δεδομένου ότι αυτές δεν αναγνώσθηκαν και δεν λήφθηκαν υπόψη από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων (Κ.Σ.Ν.Μ.). Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι, ως προς την προβολή του, δεν συντρέχει δεσμός ομοδικίας, χωρίς, περαιτέρω, να τίθεται ζήτημα χωρισμού δικογράφου κατά τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), διότι, όπως έχει κριθεί, η δικονομική αυτή δυνατότητα αποσκοπεί στη θεραπεία του απαραδέκτου, το οποίο συντρέχει ως προς εκείνους τους αιτούντες που δεν συνδέονται με τον δεσμό της ομοδικίας με τον προτασσόμενο στο αρχικό δικόγραφο (βλ. Σ.τ.Ε. 3535/2017, 720/2015, 2473/2013, 4392/2011).
5. Επειδή, το άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζει ότι «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας […] 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Όπως έχει κριθεί, με τις διατάξεις αυτές ο συντακτικός νομοθέτης, αναγνωρίζοντας τη σημασία της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας, καθιέρωσε αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει την πολιτιστική κληρονομιά. Η προστασία της κληρονομιάς αυτής συνίσταται στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των παραπάνω μνημείων και κάθε στοιχείου του πολιτιστικού περιβάλλοντος, συνεπάγεται δε τη δυνατότητα επιβολής των αναγκαίων μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας για την αποκατάσταση των μνημείων στην αρχική τους μορφή, όταν έχουν φθαρεί από τον χρόνο ή ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα περιστατικά (βλ. Σ.τ.Ε. 1855/2016, 3363/2014, 4916/2013 7μ., 2341/2009 7μ., 3611/2007, 1445/2006, 1100/2005, 3050/2004 7μ., 1712/2002, 2801/1991 Ολομ.).
6. Επειδή, στον ν. 3028/2002 (Α΄ 153), με τις διατάξεις του οποίου οργανώνεται και εξειδικεύεται η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1 «1. Στην προστασία που παρέχεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγεται η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα. Η προστασία αυτή έχει ως σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος […]», Άρθρο 2 «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου: α) Ως πολιτιστικά αγαθά νοούνται οι μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου, β) Ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία βάσει των εξής διακρίσεων: αα) Ως αρχαία μνημεία ή αρχαία […] ββ) Ως νεότερα μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που είναι μεταγενέστερα του 1830 και των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 6 και 20 γγ) Ως ακίνητα μνημεία νοούνται τα μνημεία που υπήρξαν συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό […] Στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους […] γ) Ως αρχαιολογικοί χώροι νοούνται […] δ) Ως ιστορικοί τόποι νοούνται […]», Άρθρο 3 «1. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως: α) στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της, β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της, γ) [….] δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάστασή της, ε) […] στ) στην ανάδειξη και την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και ζ) στην παιδεία, την αισθητική αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την πολιτιστική κληρονομιά», Άρθρο 6 «1. Στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται: α) τα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1830, β) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, γ) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους. 2. […]. 3. […] 4. Τα αρχαία ακίνητα μνημεία προστατεύονται από το νόμο χωρίς να απαιτείται η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης. Τα ακίνητα των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 χαρακτηρίζονται μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας και γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 5. Η εισήγηση κοινοποιείται απευθείας, με μέριμνα της Υπηρεσίας, στον κύριο, τον νομέα ή τον κάτοχο, ο οποίος μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις εντός δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση. Εάν δεν είναι δυνατόν να γίνει κοινοποίηση γιατί ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθεί από την Υπηρεσία, συντάσσεται ανακοίνωση για την εισήγηση, που δημοσιεύεται σε μία ημερήσια ή εβδομαδιαία εφημερίδα που εκδίδεται στην πρωτεύουσα του νομού όπου βρίσκεται το υπό χαρακτηρισμό ακίνητο ή το μεγαλύτερο τμήμα αυτού, και εάν δεν υπάρχει τέτοια σε μία ημερήσια εφημερίδα της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης για τις Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Παράλληλα η ανακοίνωση τοιχοκολλάται στο υπό χαρακτηρισμό ακίνητο και συντάσσεται πρακτικό από την Υπηρεσία για την τοιχοκόλληση. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία για την υποβολή αντιρρήσεων αρχίζει από τη δημοσίευση. 6. Ο κύριος ή όποιος έχει εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητο υπό χαρακτηρισμό, καθώς και ο νομέας, ο κάτοχος ή ο χρήστης οφείλει και πριν από την έκδοση της απόφασης να επιτρέπει στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την είσοδό τους σε αυτό και την εξέτασή του. Επίσης οφείλει να τους παρέχει κάθε σχετική πληροφορία. 7. Τα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού επέρχονται από την κοινοποίηση ή τη δημοσίευση της ανακοίνωσης στην εφημερίδα και αίρονται εάν η απόφαση περί χαρακτηρισμού δεν δημοσιευθεί εντός ενός (1) έτους από αυτές. Εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος απαγορεύεται κάθε επέμβαση ή εργασία στο υπό χαρακτηρισμό ακίνητο. 8. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων. 9. […]. 10. Η κατεδάφιση νεότερων ακινήτων που είναι προγενέστερα των εκάστοτε εκατό τελευταίων ετών ή η εκτέλεση εργασιών για τις οποίες απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας, ακόμα και αν τα ακίνητα αυτά δεν έχουν χαρακτηρισθεί μνημεία, δεν επιτρέπεται χωρίς την έγκριση της Υπηρεσίας. Για το σκοπό αυτόν ο ενδιαφερόμενος γνωστοποιεί στην Υπηρεσία ότι προτίθεται να προβεί σε αυτήν. Η έγκριση θεωρείται ότι έχει χορηγηθεί εάν μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από τη γνωστοποίηση δεν συντελεστούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας της εισήγησης για το χαρακτηρισμό του ακίνητου που προβλέπονται στην παράγραφο 5 […]», Άρθρο 11 «1. Ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος ακινήτου μνημείου …, οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία και να ακολουθεί τις υποδείξεις της για τη διατήρηση, την ανάδειξη και εν γένει την προστασία του μνημείου. Οφείλει επίσης να επιτρέπει την περιοδική ή έκτακτη επιθεώρηση του μνημείου από την Υπηρεσία μετά από έγγραφη ειδοποίηση και να ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την Υπηρεσία για κάθε γεγονός που μπορεί να το θέσει σε κίνδυνο. 2. Ο κύριος ή ο νομέας μνημείου υποχρεούται να μεριμνά για την άμεση εκτέλεση των εργασιών συντήρησης, στερέωσης ή προστασίας ετοιμόρροπου μνημείου χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με δική του δαπάνη και υπό την εποπτεία και τις υποδείξεις της Υπηρεσίας σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 40 και 41. … ». Άρθρο 41 «1. Αν ο φέρων οργανισμός ενός μνημείου μεταγενέστερου του 1453 έχει υποστεί επικίνδυνες βλάβες και είναι έτοιμος να καταρρεύσει, συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού πενταμελής επιτροπή … . Η επιτροπή ελέγχει την κατάστασή τους και προτείνει μέτρα υπό την προϋπόθεση ότι διαφυλάσσεται η αυθεντικότητα του μνημείου, στα οποία περιλαμβάνονται και οι αναγκαίες εργασίες για την υποστύλωση, την προσωρινή στερέωση του κτιρίου, την αποξήλωση ετοιμόρροπων τμημάτων, τη συλλογή αρχιτεκτονικών μελών, την απομάκρυνση διακοσμητικών στοιχείων που κινδυνεύουν, καθώς και την ασφάλεια των ενοίκων ή των διερχομένων. 2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η επιτροπή κρίνει ότι η διατήρηση του μνημείου είναι, στο σύνολο ή σε τμήμα του αδύνατη, μπορεί να εισηγηθεί βάσει μελέτης τη μερική ή ολική κατεδάφισή του, η οποία αποφασίζεται από τον Υπουργό Πολιτισμού μετά από γνώμη του Συμβουλίου, … . 3. Επείγουσες εργασίες προστασίας ετοιμόρροπων μνημείων γίνονται με μέριμνα της Υπηρεσίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και χωρίς άλλη διατύπωση. 4. …». Περαιτέρω, στην εισηγητική έκθεση του ως άνω νόμου αναφέρονται, ως προς το άρθρο 6 αυτού, τα εξής:«… Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι τα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού επέρχονται από την κοινοποίηση της εισήγησης της Υπηρεσίας, άρα και πριν εκδοθεί η τελική πράξη. … Επίσης εγκαθιδρύει δε μία εξαιρετικά αναλυτική διαδικασία χαρακτηρισμού μνημείων, η οποία σέβεται την ανάγκη προστασίας των πολιτιστικών αγαθών, αλλά και τον πολίτη ο οποίος γνωρίζει πλέον με ακρίβεια ποια είναι η διαδικασία χαρακτηρισμού. Η εισήγηση κοινοποιείται στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος μπορεί να υποβάλλει αντιρρήσεις εντός τακτής προθεσμίας, καθώς και σε άλλες εμπλεκόμενες αρχές, … . … Άρθρο 6 … Ρυθμίζεται η διαδικασία χαρακτηρισμού και ειδικότερα προβλέπεται η δυνατότητα του κυρίου, του νομέα ή του κατόχου να υποβάλει τις αντιρρήσεις του και λαμβάνονται μέτρα προστασίας του ακινήτου κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας (παρ. 5, 6, 7 και 8). …».
7. Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 1855/2016, 4547, 3176 7μ./2015, 3363/2014, 4771/2013), κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, τα μνημεία συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία της οποίας αποτελεί, ενόψει και του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, υποχρέωση της Πολιτείας και συγχρόνως ευθύνη και δικαίωμα του καθενός. Βασική κατεύθυνση του ν. 3028/2002 αποτελεί η ισότιμη κατ’ αρχήν αντιμετώπιση των μνημείων, αρχαίων και νεοτέρων, ώστε να αναδεικνύεται η διαχρονική διάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας. Ειδικότερα, τα ακίνητα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, δηλαδή τα αρχαία ακίνητα μνημεία, προστατεύονται από τον νόμο, χωρίς να απαιτείται έκδοση διοικητικής πράξης για τον χαρακτηρισμό τους. Τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται σε περίοδο προγενέστερη των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, λόγω της σημασίας τους, η οποία μπορεί να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην αρχιτεκτονική αξία τους (όπως συμβαίνει με τα οικοδομήματα που σημαδεύουν την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στη Χώρα ή έχουν διακριθεί από την έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική), στην αξία τους από πολεοδομική άποψη (προκειμένου π.χ. για μεμονωμένο κτίσμα ή για κτιριακό συγκρότημα που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας ιστορικής φάσης στην εξέλιξη του οικισμού ή δημιουργεί ανάπτυγμα όψεων και συμβάλλει στην ανάδειξη της εικόνας του αστικού τοπίου), ή, τέλος, στην ιστορική αξία τους (όταν πρόκειται για ακίνητο ή χώρο που συνδέεται με την πολιτική ή κοινωνική ή οικονομική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και η διατήρησή του συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης). Ως μνημεία χαρακτηρίζονται για τους ίδιους λόγους και ακίνητα αναγόμενα στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών, εφόσον, όμως, η σημασία τους για έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους είναι ιδιαίτερη. Για τον χαρακτηρισμό ακινήτου ως μνημείου δεν απαιτείται να συντρέχουν όλα τα κριτήρια που μνημονεύονται στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3028/2002, αλλ’ αρκεί προς τούτο η συνδρομή έστω και ενός από αυτά. Περαιτέρω, κατά τον χαρακτηρισμό δεν εξετάζεται η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερομένους, ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αφού η επιδιωκόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις διαφύλαξη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, του προστατευόμενου εννόμου αγαθού αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης, κατά ρητή συνταγματική επιταγή. Τέλος, η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 3028/2002 ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, η συνδρομή ή μη των κριτηρίων που προβλέπονται από τον νόμο για τον χαρακτηρισμό (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1720/2012, 1871/2010, 2341/2009 7μ., 3857/2007, 3763/2007, 3611/2007, 1445/2006, 1100/2005, 3050/2004 7μ. κ.ά).
8. Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3028/2002, ακίνητα που εμπίπτουν στις περ. β και γ της παρ. 1 του άρθρου αυτού χαρακτηρίζονται ως μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού που εκδίδεται κατόπιν εισηγήσεως της Υπηρεσίας και γνώμης του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην παρ. 5 του εν λόγω άρθρου προβλέπονται διαζευκτικώς δύο τρόποι δημοσιότητος της ανωτέρω εισηγήσεως (είτε η απευθείας κοινοποίηση στον κύριο, νομέα ή κάτοχο του ακινήτου είτε η δημοσίευση και τοιχοκόλληση της σχετικής συντασσομένης ανακοινώσεως), οι οποίοι αποσκοπούν, όπως συνάγεται και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3028/2002, αφενός μεν στην διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος (με την κατά την παρ. 7 του ανωτέρω άρθρου επέλευση των αποτελεσμάτων του χαρακτηρισμού από την απευθείας κοινοποίηση της εισηγήσεως ή τη δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης, καθώς και με την, επί ένα έτος από την τήρηση των διατυπώσεων αυτών, απαγόρευση κάθε επεμβάσεως ή εργασίας στο ακίνητο), αφετέρου δε στην διασφάλιση των δικαιωμάτων του κυρίου, νομέως ή κατόχου του ακινήτου (με την παροχή σε αυτούς, κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, του δικαιώματος υποβολής αντιρρήσεων κατά του χαρακτηρισμού εντός προθεσμίας δύο μηνών από της ημερομηνίας τηρήσεως του εν λόγω τύπου). Περαιτέρω, οι ως άνω διαζευκτικώς τασσόμενοι τρόποι δημοσιότητας της εν λόγω εισηγήσεως – ενόψει της γραμματικής διατυπώσεως της ως άνω παρ. 5 αλλά και των σκοπών στους οποίους αυτοί αποβλέπουν και των προθεσμιών, τις οποίες κινεί η τήρησή τους – είναι αποκλειστικοί, δεν δύναται δηλαδή η μη τήρηση αυτών να καλυφθεί από την ενδεχόμενη καθοιονδήποτε τρόπο συναγόμενη γνώση της εν λόγω εισηγήσεως από τους κυρίους, νομείς ή κατόχους του ακινήτου, γνώση της οποίας, άλλωστε, ο χρόνος δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς ώστε να κινηθούν οι ανωτέρω, προς εξυπηρέτηση των επιδιωκομένων ως άνω σκοπών, προβλεπόμενες προθεσμίες. Εξ άλλου, η τήρηση ενός εκ των ανωτέρω διαζευκτικώς τασσομένων τρόπων δημοσιοποίησης της εισηγήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας χαρακτηρισμού ακινήτου ως μνημείου, η μη τήρηση δε ή η πλημμελής τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου επάγεται ακυρότητα της τελικώς εκδιδομένης πράξεως χαρακτηρισμού του μνημείου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1506/2017 7μ., 2927/2016, 4658/2011, 2107/2010, 3635/2006 7μ. κ.ά.).
9. Επειδή, εξ άλλου, όπως επίσης έχει κριθεί, από τον συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 6 του ν. 3028/2002 συνάγεται ότι οι διατάξεις της παραγράφου 7, σύμφωνα με τις οποίες τα αποτελέσματα της εισήγησης για τον χαρακτηρισμό επέρχονται από την κοινοποίησή της ή τη δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης στον τύπο και αίρονται εάν η απόφαση περί χαρακτηρισμού δεν δημοσιευθεί εντός ενός έτους από τις ημερομηνίες αυτές, δεν ορίζουν κατά το γράμμα και τον σκοπό τους αποκλειστική προθεσμία ενός έτους για την έκδοση της απόφασης χαρακτηρισμού ακινήτου ως μνημείου, αλλά αποσκοπούν στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, συγχρόνως δε και του συμφέροντος των ενδιαφερομένων κυρίων, νομέων ή κατόχων. Επομένως, οι παραπάνω διατάξεις συνιστούν έντονη υπόδειξη του νόμου για την ταχεία ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας και την έκδοση της απόφασης χαρακτηρισμού ακινήτου ως μνημείου εντός των τασσομένων προθεσμιών, η υπέρβαση δε των προθεσμιών αυτών δεν θεμελιώνει παρανομία της απόφασης χαρακτηρισμού, αλλά έχει ως συνέπεια την άρση των επιβαλλομένων στα ανωτέρω πρόσωπα απαγορεύσεων και υποχρεώσεων, όπως είναι η απαγόρευση εργασιών στο υπό χαρακτηρισμό ακίνητο, η υποχρέωση των εν λόγω προσώπων να επιτρέπουν την εξέταση του ακινήτου από υπαλλήλους της Υπηρεσίας κ.ά. και οι οποίες, σύμφωνα με τον νόμο, επέρχονται από την κοινοποίηση στα πρόσωπα αυτά, ή την ανακοίνωση στον τύπο, της πρότασης χαρακτηρισμού, δηλαδή της σχετικής εισήγησης της αρμόδιας Υπηρεσίας (βλ. Σ.τ.Ε. 3363/2014, 2932/2012, πρβλ. Σ.τ.Ε. 3096/1990).
10. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Στις 11.7.2012 συντάχθηκε από την Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου Ξάνθης η υπ’ αρ. πρωτ. 457/11 έκθεση επικινδυνότητας τοιχοποιίας και μεσοπατώματος σε διώροφη λιθόκτιστη οικοδομή επί των οδών Τσιμισκή, Δαγκλή και 28ης Οκτωβρίου στην Ξάνθη και δόθηκε προθεσμία είκοσι ημερών για την υποβολή φακέλου έκδοσης σχετικής οικοδομικής άδειας ή έγκρισης εργασιών μικρής κλίμακας για την άρση της επικινδυνότητας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω έκθεση, για την άρση του κινδύνου απαιτείται με την έκδοση οικοδομικής άδειας είτε η κατεδάφιση του κτιρίου, άλλως η πλήρης επισκευή της στέγης, η επισκευή του ξύλινου μεσοπατώματος στα σημεία που παρουσιάζεται παραμόρφωση και πρόβλημα στατικότητας, η επισκευή της εξωτερικής τοιχοποιίας περιμετρικά του αιθρίου και του κτιρίου και η επισκευή της εσωτερικής τοιχοποιίας. Η ταχθείσα ως άνω προθεσμία παρήλθε χωρίς οποιαδήποτε σχετική ενέργεια από πλευράς των ιδιοκτητών, ενημερώθηκε δε σχετικώς η Εισαγγελία Πρωτοδικών Ξάνθης με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 811/48536/21.8.2012 έγγραφο της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Ξάνθης. Ωστόσο, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 1075/31.8.2012 έγγραφο της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων & Τεχνικών Έργων Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης (η οποία εφεξής αναφέρεται ως «Υπηρεσία») διαβιβάσθηκε στη Δ/νση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (Δ.Ν.Σ.Α.Κ.) σχετικός φάκελος, για το χαρακτηρισμό του ως άνω κτίσματος ως μνημείου, λόγω αρχιτεκτονικής, κοινωνικής και ιστορικής σημασίας, του κτιρίου “πρώην Ξενοδοχείο Ακρόπολις”, η διατήρηση του οποίου κρίθηκε απαραίτητη, διότι, κατά την εκτίμηση της Υπηρεσίας, πρόκειται για ένα από τα μοναδικά που σώζονται στον Βορειοελλαδικό χώρο και αποτελεί αξιόλογο δείγμα αρχιτεκτονικής των “χανίων” – ξενοδοχείων και ιστορική μαρτυρία της ακμής της Ξάνθης του β΄ μισού του 19ου αιώνα – αρχές 20ου. Επισημαίνεται δε στο ίδιο έγγραφο ότι από τα πενήντα τρία ιστορικά καταγεγραμμένα χάνια στην πόλη της Ξάνθης έχουν χαρακτηριστεί τα τέσσερα, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος έχει κατεδαφιστεί, για δύο δε από αυτά εκκρεμούν πρωτόκολλα ετοιμορροπίας, ενώ το εν λόγω κτίριο είναι το μοναδικό εναπομείναν δείγμα ξενοδοχείου (εξελιγμένη μορφή χανιού) που διατηρείται στο σύνολό του και έχει κρατήσει σε μεγάλο βαθμό τα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του. Περαιτέρω, η Υπηρεσία, η οποία ενημερώθηκε από το Γενικό Νοσοκομείο Ξάνθης, φερόμενο συνιδιοκτήτη του επίμαχου κτιρίου κατά ποσοστό 50%, για την κίνηση της διαδικασίας κατεδάφισης αυτού, απέστειλε τόσο στο Νοσοκομείο (με την παράκληση να ενημερωθούν και οι λοιποί ιδιοκτήτες), όσο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών το από 3.9.2012 έγγραφο, με κοινοποίηση αυτού στη Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Ξάνθης, το Αστυνομικό Τμήμα Ξάνθης και την ως άνω Δ/νση του Υπ. Πολιτισμού, ζητώντας από τις ως άνω υπηρεσίες να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, ενόψει των ρυθμίσεων του άρθρου 6 παρ. 7 και 10 του ν. 3028/2002, περί απαγόρευσης επεμβάσεων/εργασιών σε υπό χαρακτηρισμό ακίνητο ή κατεδάφισης αυτού χωρίς την έγκριση της Υπηρεσίας. Στις 11.9.2012 η προαναφερθείσα έκθεση επικινδυνότητας απεστάλη στην Υπηρεσία για τις δικές της ενέργειες. Ακολούθως, με το από 15.10.2012 έγγραφό της – το οποίο φέρεται κοινοποιούμενο, μεταξύ άλλων, στο Γενικό Νοσοκομείο Ξάνθης (με την παράκληση να ενημερωθούν οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες), στις Γ. Β. και Ζ. και στον Κ. Σ. – η Υπηρεσία ενημέρωσε το Δήμο ότι δεν έχει αντίρρηση για την λήψη μέτρων ασφαλείας και σήμανσης για την έγκαιρη προειδοποίηση των διερχομένων, επισημαίνοντας ότι πρέπει να συνταχθεί μελέτη επισκευής του κτιρίου βάσει των εξειδικευμένων αρχών αποκατάστασης της Δ.Ν.Σ.Α.Κ., ενώ σε απάντηση προς το από 20.9.2012 έγγραφο του Νοσοκομείου, σύμφωνα με το οποίο οι ιδιοκτήτες του κτιρίου προωθούν τη διαδικασία κατεδάφισής του, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 1176/16.10.2012 έγγραφό της η Υπηρεσία επεσήμανε ότι το επίμαχο κτίριο είναι προγενέστερο των τελευταίων εκατό ετών, συνεπώς κατά τις διατάξεις του ν. 3028/2002 απαγορεύεται η κατεδάφιση ή οποιαδήποτε άλλη επέμβαση / εργασία σε αυτό χωρίς την έγκριση της. Στη συνέχεια, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 1280/16.10.2012 έγγραφό της η Υπηρεσία διαβίβασε στην Δ.Ν.Σ.Α.Κ. α) έκθεση πραγματογνωμοσύνης διενεργηθείσας με πρωτοβουλία του Νοσοκομείου, σύμφωνα με την οποία ο φέρων οργανισμός του κτιρίου δεν πληροί τους όρους της στατικής επάρκειας, β) την υπ’ αριθμ. πρωτ. 475/11/11.7.2012 έκθεση επικινδυνότητας της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου, γ) σχετική έκθεση πολιτικού μηχανικού και δ) έκθεση τεκμηρίωσης της Υπηρεσίας με φωτογραφικό υλικό. Στην τελευταία αυτή έκθεση διευκρινίζεται ότι το κτίριο δεν κρίθηκε ετοιμόρροπο, αλλά παρουσιάζει φθορές που χρήζουν επισκευής για την αποκατάστασή του, γι’ αυτό και η υπόθεση δεν παραπέμφθηκε στην Τριμελή Επιτροπή Επικινδύνως Ετοιμόρροπων Οικοδομών, ενώ γενικά διατηρείται σε καλή κατάσταση, χρήζει όμως επισκευής προκειμένου να μην καταστεί ετοιμόρροπο, οι δε αλλοιώσεις που έχουν υποστεί οι όψεις των καταστημάτων στο ισόγειο (βιτρίνες) είναι αναστρέψιμες. Τέλος, στην ως άνω έκθεση επισημαίνεται ότι οι ιδιοκτήτες του κτιρίου επιθυμούν την κατεδάφισή του για οικονομικούς λόγους, ενόψει του υψηλού κόστους των επισκευών και του γεγονότος ότι με την επισκευή του δεν αξιοποιείται ο ισχύον για την περιοχή συντελεστής δόμησης. Κατά την άποψη, ωστόσο, της Υπηρεσίας, με μεθόδους ήπιας άρσης των τοπικά παρατηρούμενων βλαβών, το κόστος επισκευής – ενίσχυσης του κτιρίου θα είναι περιορισμένο. Στις 25.1.2013 η Υπηρεσία απέστειλε στην Δ.Ν.Σ.Α.Κ. συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την αξία του κτιρίου ως αναπόσπαστου κομματιού του πολεοδομικού ιστού της ιστορικής περιοχής και τη μεγάλη σημασία διατήρησής του για την ιστορική μνήμη της πόλης της Ξάνθης, ενώ στις 4.6.2013 διαβιβάσθηκαν στοιχεία σχετικά με την πρόταση της Υπηρεσίας για την ενοποίηση του ιστορικού τόπου της παλαιάς πόλης της Ξάνθης με την περιοχή των καπναποθηκών, στο πλαίσιο “Διαμόρφωσης Αναπτυξιακής Στρατηγικής Τομέα Πολιτισμού 2014 -2020” που προγραμματίζεται να υλοποιηθεί σε συνεργασία με το Δήμο Ξάνθης. Με το από 12.8.2013 έγγραφό της η Δ.Ν.Σ.Α.Κ. διαβίβασε την από 12.8.2013 εισήγησή της σχετικά με τον χαρακτηρισμό του κτιρίου ως μνημείου κατά τις διατάξεις του ν. 3028/2002 στο Γενικό Νοσοκομείο Ξάνθης, τις Βασιλική και Ζαφειρώ Γεωργιάδου και τον Σωκράτη Κομνηνακίδη, με την παράκληση να ενημερωθούν και οι λοιποί συνιδιοκτήτες, προκειμένου να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί του θέματος αυτού, εντός δύο μηνών από την παραλαβή του εγγράφου. Με το υπ’ αριθμ. 26/17.10.2013 πρακτικό του το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων (Κ.Σ.Ν.Μ.) – στο οποίο είχε διαβιβασθεί ο φάκελος για γνωμοδότηση με το υπ’ αρ. 26/17.10.2013 έγγραφο της Δ.Ν.Σ.Α.Κ. – αποφάσισε ομόφωνα την αναβολή εξέτασης του θέματος, ύστερα από αίτημα των ιδιοκτητών, προκειμένου να εκθέσουν τις απόψεις τους, ενώ με το από 28.3.2014 έγγραφο της Υπηρεσίας η σχετική εισήγηση διαβιβάσθηκε και στους Χρήστο Ζάρρα και Άγγελο και Θεόδωρο Γεωργιάδη, ως συνιδιοκτήτες του επίμαχου κτιρίου. Όπως προκύπτει από τα υπ’ αριθμ. 11/26.6.2014 και 12/3.7.2014 πρακτικά του Κ.Σ.Ν.Μ., η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε και πάλι, ύστερα από αιτήματα ιδιοκτητών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η παράστασή τους στη συνεδρίαση του Συμβουλίου. Τελικώς, με την υπ’ αριθμ. 16/11.9.2014 γνωμοδότησή του το Κ.Σ.Ν.Μ. πρότεινε, κατά πλειοψηφία, τον χαρακτηρισμό του κτιρίου ως μνημείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1β του ν. 3028/2002, χωρίς τις μεταγενέστερες επεμβάσεις (όπως αυτές για τη μετατροπή του χώρου εισόδου προς το αίθριο σε κατάστημα, προκειμένου να αποκατασταθεί η πρόσβαση στον όροφο και η κατασκευή εξώστη από οπλισμένο σκυρόδεμα στην όψη επί της 28ης Οκτωβρίου), «διότι πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα κτίρια του είδους που διασώζονται στην περιοχή, ιδιαίτερα σημαντικό για την εξέλιξη του τύπου των χανιών – πανδοχείων και γενικότερα για την πόλη της Ξάνθης από πολιτισμική, πολεοδομική, οικονομική, κοινωνική και αρχιτεκτονική άποψη». Κατ’ αποδοχή της ως άνω γνωμοδότησης εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΜΤΕ/ΔΝΣΑΚ/241011/27152/1422/23.10.2014 (ΦΕΚ Α.Α.Π.Θ. 357/14.11.2014), η οποία, σύμφωνα με το σχετικό πίνακα αποδεκτών, ανακοινώθηκε, μεταξύ άλλων, στον Δήμο Ξάνθης, το Αστυνομικό Τμήμα Ξάνθης, την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ξάνθης, το Γενικό Νοσοκομείο Ξάνθης, το Κτηματολόγιο Α.Ε, τον Χρήστο Ζάρα και τους Άγγελο και Θεόδωρο Γεωργιάδη με το από 20.11.2014 έγγραφο της Δ/νσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
11. Επειδή, με το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως προβάλλεται ότι, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 7 του ν. 3028/2002, εν προκειμένω, ενώ η εισήγηση είχε διαβιβασθεί σε τρεις εκ των συγκυρίων με το από 12.8.2013 έγγραφο της Δ.Ν.Σ.Α.Κ., τόσο η γνωμοδότηση του Κ.Σ.Ν.Μ. όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκαν μετά την πάροδο ενός έτους από την ως άνω ημερομηνία, συνεπώς η τελευταία είναι ακυρωτέα ως εκδοθείσα αναρμοδίως κατά χρόνο. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη σκέψη 9, η υπέρβαση των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 6 του ν. 3028/2002 δεν καθιστά την απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία χαρακτηρίζεται ακίνητο ως μνημείο, παράνομη, ως αναρμοδίως κατά χρόνο εκδοθείσα, όπως αβασίμως προβάλλεται, αλλά επισύρει μόνον τις συνέπειες που ρητώς προβλέπονται στο άρθρο 6 του ν. 3028/2002 (βλ. ΣτΕ 3363/2014).
12. Επειδή, περαιτέρω, με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των παρ. 1, 2, 4 και 10 του άρθρου 6 του ν. 3028/2002, διότι, εν προκειμένω, είχε εγκριθεί σιωπηρώς η κατεδάφιση του κτιρίου – δια της παρόδου τεσσάρων (4) μηνών από την γνωστοποίηση στη Διοίκηση της προθέσεως των ιδιοκτητών να προβούν στην κατεδάφισή του – με αποτέλεσμα να μην είναι νόμιμος ο χαρακτηρισμός του ως μνημείου. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η τυχόν παρέλευση τετραμήνου από τη γνωστοποίηση στη Διοίκηση της προθέσεως των αιτούντων ιδιοκτητών για κατεδάφιση του κτιρίου χωρίς να συντελεστούν οι κατά την παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3028/2002 διατυπώσεις δημοσιότητας της εισηγήσεως έχει μεν ως συνέπεια την κατά την παρ. 10 του εν λόγω άρθρου σιωπηρή έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού για την κατεδάφιση ή τις εργασίες που προτίθενται αυτοί να εκτελέσουν επί του επίμαχου, προγενέστερου των τελευταίων εκατό ετών, κτιρίου, δεν καθιστά, όμως, πλημμελή τον μεταγενέστερο χαρακτηρισμό του κτιρίου ως μνημείου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3096/1990). Εξ άλλου, ο χαρακτηρισμός του επίμαχου κτηρίου ως μνημείου αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα σχετική έκθεση τεκμηρίωσης της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων & Τεχνικών Έργων Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης το κτήριο δεν κρίθηκε ως ετοιμόρροπο, αλλά ως παρουσιάζον φθορές, δυνάμενες να αποκατασταθούν. Ενόψει των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επίσης νομίμου και επαρκούς αιτιολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
13. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα διότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που τάσσεται στην παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3028/2002, η εισήγηση της Δ.Ν.Σ.Α.Κ. για τον χαρακτηρισμό του επίδικου κτιρίου ως μνημείου δεν κοινοποιήθηκε στον πρώτο εκ των αιτούντων Ν. Κ., συγκύριο του εν λόγω ακινήτου, ούτε δημοσιεύθηκε κατά τα οριζόμενα στην ανωτέρω διάταξη, ώστε να δυνηθεί αυτός να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά του ανωτέρω χαρακτηρισμού. Ο λόγος αυτός, εφόσον αφορά στην έλλειψη της δημοσιότητας που προβλέπεται από τον νόμο κατά τη διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλόμενης πραγματοπαγούς και ενιαίας (όχι μεριστής) πράξεως, χάριν, μάλιστα, όχι μόνο των ενδιαφερομένων κυρίων, νομέων ή κατόχων, αλλά και χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 8, παραδεκτώς προβάλλεται κατά της εν λόγω πράξεως χαρακτηρισμού του επίμαχου κτιρίου ως μνημείου, αδιαφόρως αν η προβαλλόμενη πλημμέλεια, εν μέρει, δηλαδή ως προς τη μη κοινοποίηση της εισηγήσεως (και όχι ως προς τη μη δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης στον τύπο), αφορά μόνο τον πρώτο εκ των αιτούντων. Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ούτε ότι έλαβε χώρα δημοσίευση στον Τύπο και τοιχοκόλληση της ανωτέρω εισηγήσεως της ΔΝΣΑΚ, ούτε ότι η εισήγηση αυτή κοινοποιήθηκε απ’ ευθείας στον ανωτέρω Ν. Κ. (ενώ, όπως αναφέρεται στην κρινόμενη αίτηση, η εν λόγω εισήγηση κοινοποιήθηκε στους λοιπούς αιτούντες, συγκυρίους του επίδικου ακινήτου). Μάλιστα, ο Ν. Κ. δεν μνημονεύεται σε κανένα στοιχείο του φακέλου ως συνιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου, ενώ σε αλλεπάλληλα έγγραφα του φακέλου αναφέρονται ως συνιδιοκτήτες άλλοτε ο πατέρας του Ά. Κ. και άλλοτε ο αδελφός του Σ. Κ. (προφανώς ενόψει του αναφερομένου στη σκέψη 3 συμβολαίου, στο οποίο όμως μνημονεύεται ως συνιδιοκτήτης και ως άνω Ν. Κ.). Εφόσον δε οι ανωτέρω προβλεπόμενοι στην παρ. 5 τρόποι δημοσιοποιήσεως της ως άνω εισηγήσεως (δημοσίευση / απευθείας κοινοποίηση) θεσπίζονται στο νόμο ως αποκλειστικοί, η κατά τα άνω μη τήρηση αυτών δεν μπορεί να καλυφθεί, εν προκειμένω, από την γνώση της εισηγήσεως αυτής από τον Ν. Κ., η οποία (γνώση) θα μπορούσε να συναχθεί από την κοινοποίηση της εισηγήσεως αυτής στον αδελφό του Σ. Κ. και στους λοιπούς συνιδιοκτήτες (πρβλ. ΣτΕ 4658/2011, 2107/2010). Παρίσταται, συνεπώς, βάσιμος ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως. Κατά τη γνώμη, όμως, της Συμβούλου Μ. Σ., στην οποία προσχώρησε η Πάρεδρος Μ. Μπαμπίλη, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν ιστορικό της υπόθεσης, η σχετική εισήγηση γνωστοποιήθηκε προς τους περισσότερους από τους συνιδιοκτήτες του επίμαχου κτηρίου του πρώην ξενοδοχείου, ορισμένοι εκ των οποίων άσκησαν αντιρρήσεις κατά της εν λόγω εισήγησης. Περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση, ο πρώτος αιτών δεν προβάλλει ισχυρισμούς που άπτονται τεχνικών κρίσεων και εκτιμήσεων ως προς το χαρακτηρισμό του κτηρίου ως μνημείου, ούτε πρόσθετες αιτιάσεις κατά της εισήγησης, πέραν αυτών που είχαν προβληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες και αντιμετωπίσθηκαν από τη Διοίκηση, παρά προβάλλει ως λόγους ακυρώσεως, ομοδικώντας κατά τούτο με τους λοιπούς αιτούντες, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και έχει εκδοθεί κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, κατά τη μειοψηφήσασα άποψη, ο πρώτος αιτών, ο οποίος κατοικεί στην πόλη της Ξάνθης και συνδέεται με στενό συγγενικό δεσμό με τον έκτο αιτούντα, προς τον οποίον και κοινοποιήθηκε η εισήγηση, έχει εκπροσωπηθεί από τους λοιπούς ως άνω συγκυρίους, που υπέβαλαν αντιρρήσεις κατά της εισήγησης, και τεκμαίρεται ότι έχει λάβει γνώση αυτής πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, με αποτέλεσμα η μη κοινοποίηση και προς αυτόν της εισήγησης να μην συνεπάγεται πλημμέλεια της διαδικασίας που οδηγεί στην ακυρότητα της κήρυξης του επίδικου πρώην ξενοδοχείου ως μνημείου.
14. Επειδή, μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου, να τηρήσει, αμέσως μετά την προς αυτήν κοινοποίηση της παρούσης αποφάσεως, τις παραλειφθείσες ως άνω διατυπώσεις του άρθρου 6 παρ. 5 του ν. 3028/2002, τούτο δε ενόψει των σοβαρών συνεπειών που έχει κατά τα προεκτεθέντα η τήρηση των διατυπώσεων αυτών. Προς επίσπευση, άλλωστε, της εν λόγω διαδικασίας, η Διοίκηση, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την ταυτότητα των ενδιαφερομένων προσώπων (ιδιοκτητών, νομέων ή κατόχων του κτίσματος) ή δυσχερείας ανευρέσεώς τους, δύναται, εν προκειμένω, να προβεί στην δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης για την ανωτέρω εισήγηση της ΔΝΣΑΚ και τοιχοκόλληση αυτής στο υπό χαρακτηρισμό ακίνητο κατά τα οριζόμενα στην ανωτέρω διάταξη.