ΣτΕ 696/2025 [Νόμιμη περιβαλλοντική έγκριση ΓΠΣ]
Περίληψη
– Όταν ένα σχέδιο ή έργο εκτελείται εντάς προστατευάμενου τύπου ή πλησίον αυτού, η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεών του, για τη διεξαγωγή της οποίας δεν καθορίζεται στην οδηγία ειδική μεθοδολογία, προϋποθέτει ότι, πριν από την έγκριση του σχεδίου ή του έργου, προσδιορίζονται όλες οι πτυχές που θα μπορούσαν, είτε η καθεμία από μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, να επηρεάσουν τους στόχους διατήρησης του τόπου αυτού, αφού ληφθούν υπόψη οι βέλτιστες επιστημονικές γνώσεις επί του θέματος. Η αρμόδια αρχή επιτρέπει την άσκηση δραστηριότητας στον οικείο τόπο μόνον εφόσον δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητά του.
Κατ’ αντίθεση με την εκτίμηση των επιπτώσεων που γίνεται δυνάμει της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ (κωδικοποιητική οδηγία 2011/92/ΕΕ), η εκτίμηση με βάση το άρθρο 6 παρ. 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους δεσμεύει ως προς την απόφαση, κατά τρόπο ώστε εάν παραμένουν αμφιβολίες ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών του συγκεκριμένου σχεδίου ή έργου για την ακεραιότητα του τόπου, η αρμόδια αρχή οφείλει να μην το εγκρίνει. Έχει κριθεί ότι η εκτίμηση που απαιτεί το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους πρέπει, καταρχήν, να πραγματοποιείται αμέσως μόλις καθίσταται δυνατόν να προσδιοριστούν επαρκώς όλες οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει το επίμαχο έργο σε προστατευόμενο τόπο. Επομένως, το άρθρο 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους, το οποίο ισχύει και για περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ, δεν απαγορεύει, καταρχήν, την εκτέλεση έργων και ανάπτυξη δραστηριοτήτων που επηρεάζουν εν δυνάμει τα φυσικά οικοσυστήματα που τυγχάνουν ειδικής προστασίας από την ως άνω οδηγία, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, εφόσον δηλαδή διασφαλίζεται κατόπιν δέουσας εκτίμησης και πέραν κάθε εύλογης αμφιβολίας, ότι η δραστηριότητα έχει σχεδιασθεί κατά τρόπο ώστε να μην παραβλάπτεται η ακεραιότητα του προστατευόμενου τόπου. Κατά μείζονα λόγο, δεν αποκλείεται, καταρχήν, με εξαίρεση ορισμένες περιοχές ιδιαίτερης οικολογικής αξίας, η θεσμοθέτηση εργαλείων χωρικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού σε προστατευόμενες περιοχές, δηλαδή σχεδίων που αποτελούν το αναγκαίο νομικό θεμέλιο για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, αφού κατά τη διενέργεια της απαραίτητης για την έγκριση του σχεδίου ΣΠΕ πρέπει να έχει διερευνηθεί, ήδη κατά το στάδιο του σχεδιασμού, η δυνατότητα πραγματοποίησης και οι επιπτώσεις του σχεδίου στο φυσικό περιβάλλον, η προστασία του οποίου πρέπει να εξειδικευθεί περαιτέρω κατά το στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των συγκεκριμένων έργων που θα ακολουθήσει. Υποχρέωση δέουσας εκτίμησης υπάρχει και όταν ένα σχέδιο δεν συνδέεται άμεσα ή δεν είναι αναγκαίο για τη διαχείριση ενός προστατευόμενου τόπου, εφόσον, όμως, υπάρχει πιθανότητα ή κίνδυνος να επηρεάσει σημαντικά έναν προστατευόμενο τόπο και πληρούνται οι προϋποθέσεις επέλευσης του κινδύνου επηρεασμού ή, πάντως, δεν δύναται να αποκλειστεί, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι το εν λόγω σχέδιο θα επηρεάσει σημαντικά τον περί ου πρόκειται τόπο.
Η αιτιολογία που παρέχει η ΣΜΠΕ στην προσβαλλόμενη πράξη είναι επαρκής από την άποψη της εξέτασης εναλλακτικών λύσεων, δεδομένου ότι παρέχεται σύνοψη πληροφοριών σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τόσο της επιλεγείσας λύσης όσο και κάθε μίας από τις κύριες εναλλακτικές λύσεις που μελετήθηκαν, καθώς και οι λόγοι επιλογής του σχεδίου, από πλευράς, τουλάχιστον, των επιπτώσεών του στο περιβάλλον, ενώ δεν απαιτείται να υπόκεινται οι μελετηθείσες κύριες εναλλακτικές λύσεις σε εκτίμηση επιπτώσεων, ανάλογη με εκείνη της τελικώς επιλεγείσας. Εξάλλου, στο επίπεδο του πολεοδομικού σχεδιασμού, η απαιτούμενη σωρευτική εκτίμηση των επιπτώσεων των προτεινόμενων χρήσεων γης του ΓΠΣ διενεργείται, κατ’ ουσίαν, μέσω της εκτίμησης της συμβατότητας του σχεδίου με τον υπερκείμενο χωροταξικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό, στο πλαίσιο του οποίου οι σωρευτικές επιπτώσεις έχουν εξεταστεί. Δεδομένου δε ότι: α) το Περιφερειακό Σχέδιο είναι αυτό που κατά τον νόμο προσδιορίζει και ιεραρχεί τα απαραίτητα μέτρα και δράσεις προσαρμογής όλης της Περιφέρειας στην Κλιματική Αλλαγή, αναλύει σε βάθος τις αναγκαίες τομεακές πολιτικές και αποφαίνεται για τη σκοπιμότητα και την ιεράρχηση επιμέρους μέτρων και δράσεων προσαρμογής σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, β) σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 16 του ν. 2936/2022, οι οικείος Δήμος είναι αρμόδιος για την κατάρτιση και την παρακολούθηση εφαρμογής του Δημοτικού Σχεδίου Μείωσης Εκπομπών, γ) το ΓΠΣ Νίκαιας δεν αποτελεί σχέδιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής ώστε να απαιτούνται ειδικότερες έρευνες και μετρήσεις, οι κατευθύνσεις που ήδη δίδονται με την προσβαλλόμενη πράξη, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, διασφαλίζουν επαρκώς την προσαρμογή του σχεδίου στην κλιματική αλλαγή, όπως αυτή θα μελετηθεί ειδικότερα στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης μελλοντικών έργων υποδομής. Τέλος, στην προκειμένη περίπτωση, ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας είναι εν προκειμένω η αρμόδια διοικητική αρχή για την έγκριση του σχεδίου του ΓΠΣ (“αρχή σχεδιασμού” σύμφωνα με την εφαρμοστική ΚΥΑ 107017/2006), αναπόσπαστο τμήμα του οποίου αποτελεί η προσβαλλόμενη πράξη, η αρχή δε αυτή διακρίνεται λειτουργικά από την ΔΙΠΑ του ΥΠΕΝ, η οποία είναι η αρμόδια διοικητική αρχή για τη διεξαγωγή της διαβούλευσης και η οποία εκπονεί μεν το σχέδιο της περιβαλλοντικής έγκρισης του σχεδίου αλλά δεν συμμετέχει στη διαδικασία γνωμοδοτήσεων, παρά μόνον συγκεντρώνει και αξιολογεί τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, μετά τη διεξαγωγή της, προκειμένου να υποβάλει εμπεριστατωμένη και υποβληθείσα σε κριτική, εισήγηση, στην αρχή σχεδιασμού. Αντίθετα δε με τα προβαλλόμενα, η παραπάνω διαδικασία δεν είναι αντίθετη, αλλά εναρμονίζεται με τη νομολογία του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία η δομή της διαδικασίας διαβούλευσης αποβλέπει στη διατύπωση εμπεριστατωμένης γνώμης εκ μέρους μιας αρχής με περιβαλλοντική αρμοδιότητα και, προκειμένου να έχει πρακτική αποτελεσματικότητα, δεν πρέπει να διεξάγεται από μία αρχή που συγχρόνως εκπονεί ή εγκρίνει το σχέδιο. Στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου η ΔΙΠΑ, με έγγραφό της, υπέβαλε την επίδικη ΣΜΠΕ στις αρμόδιες αρχές για τη διατύπωση γνώμης, καθώς και σε διατυπώσεις δημοσιότητας και ακολούθησε η διατύπωση γνωμοδοτήσεων επί της μελέτης από τους αρμόδιους φορείς – στους οποίους δεν περιλαμβανόταν η ΔΙΠΑ – καθώς και από το ενδιαφερόμενο κοινό. Οι δε αιτούντες δεν επικαλούνται συγκεκριμένες ενστάσεις, οι οποίες υποβλήθηκαν και έχρηζαν ειδικότερης απαντήσεως από τη Διοίκηση, ή ενστάσεις οι οποίες ήταν ουσιώδεις και ηδύναντο να υποβληθούν από τους αιτούντες αλλά δεν υπήρξε η δυνατότητα να υποβληθούν. Ούτε, τέλος προβάλλονται με ορισμένους ισχυρισμούς, ότι εντός της ΔΙΠΑ, ως αρχής που εκπονεί και εγκρίνει περιβαλλοντικό σχέδιο, δεν υφίσταται λειτουργικός διαχωρισμός μεταξύ των οργάνων, εντός της ίδιας αρχής, που διεξάγουν τη διαβούλευση και αυτών που εισηγούνται την έγκριση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος, ως προς όλα τα σκέλη του, ως αβάσιμος.
Η περιβαλλοντική έγκριση του ΓΠΣ Νίκαιας, ως εργαλείου στρατηγικού πολεοδομικού σχεδιασμού που περιλαμβάνει προεχόντως γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις, έχει λάβει επαρκώς υπόψη την ανάγκη προστασίας της ΖΕΠ “Θεσσαλικός Κάμπος”, της άγριας πανίδας και ειδικώς του Κιρκινεζιού ως προστατευόμενου είδους κατά την κατανομή των χρήσεων μεταξύ αγροτικής και αστικής γης, ώστε να δύναται να αποκλειστεί, βάσει αντικειμενικών δεδομένων, ότι το κρινόμενο σχέδιο θα επηρεάσει σημαντικά τον προστατευόμενο τόπο, κατά το ενωσιακό δίκαιο. Εφόσον δε η Διοίκηση διαπίστωσε αιτιολογημένα ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ή κίνδυνος να επηρεαστεί σημαντικά ο προστατευόμενος τόπος, δεν είχε υποχρέωση εκφοράς δέουσας εκτίμησης, πολλώ δε μάλλον καθόσον δεν προκύπτει, ούτε και προβάλλεται, ότι με το σχέδιο αποφασίστηκε η εκτέλεση συγκεκριμένων έργων, προσδιοριζόμενων κατά τα βασικά τους χαρακτηριστικά, οπότε θα απαιτείτο δέουσα εκτίμηση ως δεσμευτική προϋπόθεση την υλοποίηση του σχεδίου. Οίκοθεν νοείται ότι στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης μελλοντικών έργων ή δραστηριοτήτων στην περιοχή εφαρμογής του σχεδίου, θα πρέπει να γίνει ειδική κρίση για το ενδεχόμενο επηρεασμού του προστατευόμενου τόπου και θα προταθούν εξειδικευμένα μέτρα για την προστασία και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των προστατευόμενων ειδών από τα αρμόδια όργανα, ήτοι τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής και τη Διεύθυνση Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος και Βιοποικιλότητας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος, ως προς όλα του τα σκέλη, ως αβάσιμος.
Το ΓΠΣ Νίκαιας, το οποίο έλαβε περιβαλλοντική έγκριση με την προσβαλλόμενη πράξη, δεν αποτελεί, καθεαυτό, σχέδιο διαχείρισης ή προστασίας των υδάτων, ώστε να διαλαμβάνει συγκεκριμένες επιστημονικές έρευνες, μετρήσεις και προβλέψεις για τους τρόπους βελτίωσης της κατάστασης των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων της περιοχής, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη νομιμότητά του. Όμως, η Διοίκηση, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός μεν, την υποχρέωση συμμόρφωσής της με τα μέτρα που ήδη έχουν οριστεί ή πρόκειται να οριστούν στα νομοθετικώς προβλεπόμενα σχέδια διαχείρισης (Αναθεωρημένο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών, Σχέδια Ασφάλειας Νερού, Γενικά Σχέδια Ύδρευσης), αφετέρου δε, τους κινδύνους που μπορούν δυνητικά να επηρεάσουν τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας των υδάτων της περιοχής, εκτίμησε την υφιστάμενη κατάσταση, κατέγραψε την ανάγκη αντιμετώπισης βασικών προβλημάτων και καθόρισε, με την προσβαλλόμενη πράξη, σαφείς, ελέγξιμους και εφαρμόσιμους, κατά τη μελλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, όρους προστασίας. Με τα δεδομένα αυτά κρίνεται ότι έχουν μελετηθεί επαρκώς και έχουν αντιμετωπιστεί οι βασικές παράμετροι της προστασίας των επιφανειακών και υπογείων υδάτων της περιοχής και δεν συντελέστηκε παραβίαση της οδηγίας 2000/60 σε συνδυασμό με την οδηγία 2001/42 κατά την περιβαλλοντική έγκριση του ΓΠΣ Νίκαιας. Συνεπώς, ο σχετικώς προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Θ. Ζιάμου