ΣτΕ 596/2025 [Νόμιμο π.δ. χαρακτηρισμού του Όρους Ολύμπου ως Εθνικού Πάρκου]
Περίληψη
– Η επίκληση από την αιτούσα Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω του χαρακτήρα του συγκροτήματος που έχει αναπτυχθεί γύρω από την Ιερά Μονή με τη μορφή διακεκριμένων και μη συνεχόμενων κτηριακών ενοτήτων εντός του Εθνικού Δρυμού, ως οικισμού, δεν έχει νόμιμο έρεισμα. Τούτο διότι η έννοια του οικισμού ή της οικιστικής περιοχής κατά την επιστήμη του πολεοδομικού δικαίου, την προστασία της οποίας εγγυάται το Σύνταγμα και κατοχυρώνει η νομοθεσία, αναφέρεται στον αστικό οικισμό που έχει οικιστικό προορισμό και ειδικά πολεοδομικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, πέραν όσων συλλέγονται από τη Στατιστική Υπηρεσία για λόγους απογραφής του πληθυσμού. Ο αστικός οικισμός απεικονίζεται ή δύναται να απεικονισθεί σε πολεοδομικό σχέδιο και χαρακτηρίζεται από ένα συνεκτικό σύνολο κατοικιών που οργανώνονται στον χώρο με σκοπό την εξυπηρέτηση στοιχειωδών κοινόχρηστων λειτουργιών της κοινότητας (καταστήματα εξυπηρέτησης καθημερινών αναγκών, σχολείο, πλατεία κ.λπ). Η ως άνω επιστημονική έννοια του οικισμού δεν έχει υπόψη της τον μοναστικό οικισμό, ο οποίος έχει ιδιότυπα χαρακτηριστικά, καθόσον αποτελεί ένα συγκρότημα κτηρίων που εξυπηρετούν αποκλειστικά τις ανάγκες λειτουργίας της Ιεράς Μονής γύρω από την οποία αναπτύσσονται. Στην προκειμένη δε περίπτωση, ο επίμαχος μοναστικός οικισμός είναι κλειστός και δεν απεικονίζεται σε πολεοδομικό σχέδιο ως τέτοιος, εφόσον δεν εντάσσεται σε ευρύτερη αστική περιοχή, παρ’ όλον ότι διοικητικά υπάγεται στον Δήμο Δίου, αλλά εντάσσεται εξ ολοκλήρου στο ιδιαίτερο και προστατευόμενο περιβάλλον του Εθνικού Δρυμού του Ολύμπου με το οποίο αποτελεί, όπως ομολογείται από την ίδια την αιτούσα Ιερά Μονή, αδιάσπαστη ενότητα.
Έχοντας υπόψη τις εξουσιοδοτικές διατάξεις του άρθρου 19 παρ.3α περ.3.1και 3.2 του ν. 1650/1986, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή του από τον ν.3937/2011, από τις οποίες προκύπτει ότι τα Εθνικά Πάρκα δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνουν οικιστικές ενότητες (κατ’ αντιδιαστολή προς τα περιφερειακά πάρκα, στα οποία ρητώς επιτρέπονται οικιστικές ενότητες, βλ. ΠΕ 208/2020 παρ.34, ΠΕ 32/2015), καθώς και τα υφιστάμενα νομικά και πραγματικά δεδομένα, τα οποία δεν ήταν πρόσφορα για τη λήψη υπόψη του επίμαχου μοναστικού συγκροτήματος ως αυτοτελούς και λειτουργικού οικισμού με διακριτά του περιβάλλοντος του χαρακτηριστικά, η Διοίκηση νομίμως δεν εξαίρεσε το επίμαχο μοναστικό συγκρότημα από τη ζώνη προστασίας του Εθνικού Δρυμού του Ολύμπου, στην οποία γεωγραφικά ενέπιπτε. Η παράλειψη δε προηγούμενης οριοθέτησης του εν λόγω εν τοις πράγμασι υφιστάμενου και απογεγραμμένου οικισμού δεν εκώλυε την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, όπως αβασίμως προβάλλεται. Και τούτο, αφενός μεν, διότι ο επίμαχος μοναστικός οικισμός δεν είχε τα κρίσιμα εκείνα πολεοδομικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά που θα υποχρέωναν τη Διοίκηση να τον αντιμετωπίσει ως οικισμό υπό την έννοια που προστατεύει το Σύνταγμα, εκφέροντας έστω μια παρεμπίπτουσα κρίση για τα όριά του και να μην το συμπεριλάβει στο Εθνικό Πάρκο αφετέρου δε, διότι με τις 464/2019 και 2153/2019 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας, τις οποίες επικαλείται η αιτούσα Ιερά Μονή, δεν διαπιστώθηκε η παράνομη παράλειψη της Διοίκησης να οριοθετήσει τον επίμαχο μοναστικό οικισμό, όπως διατείνεται, ούτε κρίθηκε ότι η ύπαρξη εν τοις πράγμασι δημιουργηθέντος προ του έτους 1923 οικισμού συνιστά άνευ ετέρου λόγο εξαίρεσης από τον δασικό χάρτη της περιοχής της ευρισκόμενης εντός του πολυγώνου του συγκροτήματος της Ιεράς Μονής δασικής έκτασης, ελλείψει μάλιστα στοιχείων σχετικών, μεταξύ άλλων, με τα όρια της ιδιότυπης αυτής οικιστικής διάχυσης στον αγροτικό χώρο.
Νομίμως η κανονιστική Διοίκηση, μετά από εκτίμηση της ανάγκης προστασίας και διατήρησης της φύσης και του τοπίου στην επίμαχη περιοχή δεν επέτρεψε την ανέγερση και ανάπτυξη νέων εγκαταστάσεων και έργων και την επέκταση του μοναστικού οικισμό που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα της περιοχής προστασίας του Εθνικού Πάρκου. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η δυνατότητα αυτή δεν παρέχεται, ως προς το συγκρότημα της αιτούσας Ιεράς Μονής, ούτε από τον υπερκείμενο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Για τον ίδιο λόγο δεν τυγχάνει εφαρμογής στην κρινόμενη υπόθεση το π.δ. 59/2018 περί καθορισμού των κατηγοριών χρήσεων γης, το οποίο επικαλείται η αιτούσα Ιερά Μονή. Άλλωστε και ο χαρακτηρισμός που φέρει η αιτούσα Ιερά Μονή βάσει της αρχαιολογικής νομοθεσίας επιτάσσει τον καθορισμό ζώνης προστασίας της και τη θέσπιση περιορισμών ως προς τη δυνατότητα δόμησης εντός της ζώνης αυτής, με σκοπό την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας με βάση το Σύνταγμα.
Η προηγούμενη οριοθέτηση του εν τοις πράγμασι διαμορφωμένου οικισμού, είτε ως προϋφιστάμενου του 1923 είτε ως αρχαιολογικού χώρου, καθώς και ο παρεμπίπτων έλεγχος των πραγματικών του ορίων, αποσκοπούν στη θέσπιση αυστηρότερων πολεοδομικών περιορισμών εντός του οικισμού και όχι στη δημιουργία δικαιωμάτων δόμησης υπέρ της Ιεράς Μονής. Συνεπώς, το ότι δεν παρέχεται στην αιτούσα Ιερά Μονή η δυνατότητα ανάπτυξης και επέκτασης, σύμφωνα με τον κατά τις αντιλήψεις της προορισμό της και κατά το πρότυπο των Μονών του Αγίου Όρους, κατά παράκαμψη, όμως, των περιορισμών που θέτει στην επίμαχη περιοχή η εφαρμογή της περιβαλλοντικής, της αρχαιολογικής και της πολεοδομικής νομοθεσίας, δεν συνιστά παραβίαση ορισμένου κατοχυρωμένου δικαιώματος της αιτούσας Ιεράς Μονής, όλοι δε οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι και οι ειδικότεροι ισχυρισμοί ότι θίγεται στον πυρήνα του το καθεστώς λειτουργίας της αιτούσας Ιεράς Μονής, ότι καταργείται εν τοις πράγμασι η Μονή και ότι παραβιάζεται η οικονομική και θρησκευτική της ελευθερία όπως και το δικαίωμα στην αξιοποίηση της περιουσίας της, σύμφωνα με τον προορισμό της. Δεδομένου δε ότι ο ένδικος μοναστικός οικισμός δεν αποτελεί οικισμό όπως οι λοιποί εξαιρούμενοι από το προστατευτικό καθεστώς του Εθνικού Πάρκου αστικοί οικισμοί, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι ο οικισμός αυτός διακρίνεται από τους λοιπούς κατά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Πρόεδρος: Π. Καρλή
Εισηγητής: Θ. Ζιάμου