ΣτΕ 248/2025 [Αναιτιολόγητη μη εξέταση των προϋποθέσεων χαρακτηρισμού κτίσματος ως νεωτέρου μνημείου]
Περίληψη
– Οι διατάξεις του Αρχαιολογικού νόμου, οι οποίες ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, τους όρους για την συντήρηση, αποκατάσταση και αναστήλωση των μνημείων προκειμένου να διαφυλαχθεί η υλική υπόσταση και η αυθεντικότητά τους, δεν θέτουν, κατά το γράμμα και τον σκοπό τους και μάλιστα ως αναγκαία προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ακινήτου ως μνημείου την διατήρηση του κτίσματος και των αξιόλογων στοιχείων του ανέπαφων, δεδομένου ότι, υπό την εκδοχή αυτήν, ο χαρακτηρισμός ως νεωτέρου μνημείου οιουδήποτε κτίσματος, μεταγενεστέρου του έτους 1830, στο οποίο επήλθαν αλλοιώσεις και επεμβάσεις θα ήταν ανεπίτρεπτος, ανεξάρτητα από τη δυνατότητα τεκμηρίωσης του μνημειακού του χαρακτήρα. Άλλωστε και υπό τις προϊσχύουσες του ν. 3028/2002 διατάξεις είχε γίνει δεκτό, ότι ουδόλως αποκλείεται η εφαρμογή της αρχαιολογικής νομοθεσίας για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, οσάκις τα οικοδομήματα ή στοιχεία αυτών έχουν αλλοιωθεί ή καταστραφεί, εφόσον οι υπάρχουσες επεμβάσεις και αλλοιώσεις είναι, κατ’ αρχήν, αναστρέψιμες. Κατά συνέπεια, αν ορισμένο κτίσμα ή κτίριο υφίσταται ως υλική μαρτυρία και είναι, περαιτέρω, εφικτή η επιστημονική τεκμηρίωση και αξιολόγησή του από την άποψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και της εκδιωκόμενης κατά τον νόμο προστασίας, το κτίσμα δεν στερείται της αυθεντικότητάς του, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως μνημείο, εκ μόνου του λόγου ότι έχουν καταστραφεί, αφαιρεθεί ή κατεδαφισθεί τα ιδιαιτέρως αξιόλογα αρχιτεκτονικά ή μορφολογικά του στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να αποκατασταθούν.
Η αρμόδια Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων απέκλεισε την περαιτέρω πρόοδο της διαδικασίας για τον χαρακτηρισμό του ανωτέρω ανεμόμυλου ως μνημείου, στηριζόμενη στο γεγονός ότι το κτίσμα έχει απολέσει τα στοιχεία της τυπολογίας της κάτοψης και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που χαρακτήριζαν τις όψεις του, λόγω της εν μέρει κατεδάφισής του και της περιέλευσής του σε ερειπιώδη μορφή, και οποιαδήποτε προσπάθεια αποκατάστασής του, η οποία έχει καταστεί πολύ δύσκολη λόγω της κατάληψής του από τη θάλασσα, θα προκαλούσε μεγάλη απόκλιση από την αυθεντικότητά του. Όμως, εφόσον συντρέχουν και μπορούν να αξιολογηθούν τα επιστημονικά κριτήρια που θέτει ο νόμος, εφαρμοζόμενα κατά την ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης, δεν αποκλείεται ο χαρακτηρισμός κτιρίου ως νεοτέρου μνημείου κατά το άρθρο 6 παρ. 1 περίπτ. β’ του ν. 3068/2002 και αν ακόμη έχουν καταστραφεί ή αφαιρεθεί, για οποιονδήποτε λόγο, τα αξιόλογα αρχιτεκτονικά ή μορφολογικά στοιχεία του, εφόσον είναι εφικτό να αποκατασταθούν τα στοιχεία αυτά, δεδομένου ότι και υπό τις συνθήκες αυτές το κτίριο υφίσταται ως υλική μαρτυρία της αυθεντικότητάς του από την άποψη της επιδιωκόμενης, σύμφωνα με τον νόμο, προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Με αυτά τα δεδομένα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης δεν είναι νόμιμη, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν κατά τον νόμο επιτρεπτός ο χαρακτηρισμός του κτίσματος ως μνημείου εκ μόνου του προαναφερθέντος λόγου, θέτει δηλαδή η προσβαλλόμενη πράξη ως αναγκαία προϋπόθεση^ για τον χαρακτηρισμό του επίμαχου κτιρίου ως μνημείου, την διατήρηση ανέπαφων των αρχικών μορφολογικών και αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών του κτίσματος, χωρίς να εξετάζει αν ήταν εφικτή η αξιολόγηση και τεκμηρίωσή τους με τα στοιχεία που υπήρχαν και, σε καταφατική περίπτωση, αν τα συγκεκριμένα μορφολογικά και λοιπά προβλεπόμενα στον νόμο χαρακτηριστικά του κτίσματος είχαν την απαιτούμενη αξία και μπορούσαν, με βάση την υφιστάμενη κατάσταση του κτιρίου, να αποκατασταθούν κατά τρόπο που δεν θα αναιρούσε την αυθεντικότητα του κτιρίου ως υλικής μαρτυρίας από την άποψη της επιδιωκόμενης προστασίας. Η υποχρέωση δε αυτή της Διοίκησης ήταν έτι εντονότερη λαμβάνοντας υπόψη ότι για τον ένδικο ανεμόμυλο είχε ήδη εκκινήσει στο παρελθόν διαδικασία για τον χαρακτηρισμό του ή μη ως μνημείου λόγω του κατ’ αρχήν αρχιτεκτονικού και μορφολογικού ενδιαφέροντος του κτίσματος, βάσει των κριτηρίων του προϊσχύσαντος ν. 1469/1950, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε και στο πλαίσιο της οποίας ήδη από το έτος 1997 είχε εκδοθεί απόφαση του ΚΣΝΜ, με την οποία ζητήθηκε η τεκμηρίωση του φακέλου, ιδίως για την αρχική χρήση του κτίσματος και τη δυνατότητα διάσωσής του, προκειμένου να είναι δυνατή η διατύπωση γνώμης εκ μέρους του Συμβουλίου.
Για τον λόγο επομένως αυτόν, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως προς την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου να εξετάσει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό του ένδικου κτίσματος ως μνημείου, κατόπιν σχετικής έρευνας, τεκμηρίωσης και αξιολόγησης του χρόνου κατασκευής, της χρήσης, των μορφολογικών και αρχιτεκτονικών ή άλλων χαρακτηριστικών του κτίσματος, κατά τα οριζόμενα στον νόμο, βάσει των στοιχείων που υπάρχουν, και να ολοκληρώσει της διαδικασία χαρακτηρισμού ή μη του κτίσματος ως μνημείου.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Ζ. Θεοδωρικάκου