ΣτΕ 1322/2024 [Νόμιμη ΑΕΠΟ για τμήμα της γραμμής 4 του Μετρό]
Περίληψη
– Το νέο ΡΣΑ αντιλαμβάνεται τα μέσα σταθερής τροχιάς ως σημείο αναφοράς, το οποίο οφείλει να λαμβάνει υπόψη ο “ενιαίος πολεοδομικός και κυκλοφοριακός σχεδιασμός και προσανατολισμός της χωρικής ανάπτυξης”. Είναι, κατά συνέπεια, αναγκαίο, στην αντίστροφη περίπτωση που ο πολεοδομικός σχεδιασμός έχει προχωρήσει και έχουν ήδη δημιουργηθεί κατ’ εφαρμογή του ολοκληρωμένες συμπαγείς πόλεις, ιδίως εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, οι οποίες δεν εξυπηρετούνται από ΜΣΤ, ο σχεδιασμός των τελευταίων να γίνεται κατά τρόπο ώστε να εξυπηρετούνται οι πόλεις αυτές. Για τον λόγο αυτό τα μέσα σταθερής τροχιάς, αναγορεύονται σε έναν από τους κορμούς των δημοσίων συγκοινωνιών μητροπολιτικής εξυπηρέτησης, θεσπίζεται δε ως προτεραιότητα η εξυπηρέτηση των βασικών ροών καθημερινών μετακινήσεων από τα δίκτυα των μέσων σταθερής τροχιάς και από το βασικό δίκτυο λεωφορειακών γραμμών, για την επίτευξη της οποίας ειδικώς τα ΜΣΤ συνιστούν τον βασικό μοχλό επέκτασης και αναβάθμισης της δημόσιας συγκοινωνίας μητροπολιτικής εξυπηρέτησης γενικώς. Τέλος, τα ΜΣΤ, τα οποία συγκροτούν το πρωτεύον δίκτυο δημόσιας συγκοινωνίας Αθήνας και Αττικής, γίνονται αντιληπτά ως η “σπονδυλική στήλη” του ενιαίου συστήματος μεταφορών, αποτελούν δε εργαλείο οργάνωσης του χώρου, για την υποστήριξη και τόνωση, μεταξύ άλλων, και υψηλών οικιστικών πυκνοτήτων. Από τις παραπάνω σαφείς προβλέψεις του ν. ΡΣΑ προκύπτει ότι η επέλευση επιπτώσεων, ιδίως πρόσκαιρων, από την κατασκευή και επέκταση του δικτύου ΜΣΤ στους κοινόχρηστους χώρους των πυκνοδομημένων περιοχών της Αθήνας και, μάλιστα, στους κεντρικότερους από αυτούς, όχι απλώς δεν αποκλείεται, αλλά, αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί αναμενόμενη και ανεκτή υπό τις ειδικές προϋποθέσεις που θα καθοριστούν κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση των επιμέρους έργων και με τους αυτονόητους περιορισμούς που επιβάλλει η τυχόν υπαγωγή των χώρων αυτών σε ειδικά προστατευτικά καθεστώτα (π.χ. δασική νομοθεσία.
Οι προστατευτικές των δασών και δασικών εκτάσεων συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις δεν καταλαμβάνουν, κατά συνέπεια χώρους με βλάστηση, έστω και αν η τυχόν υφιστάμενη επ’ αυτών βλάστηση θα δικαιολογούσε, ενδεχομένως, την εισαγωγή ρυμοτομικής ρυθμίσεως περί χαρακτηρισμού τους ως κοινοχρήστων χώρων πρασίνου. Σε περίπτωση, πάντως, εκτελέσεως έργου σε χώρο με αξιόλογη βλάστηση, μη χαρακτηριζόμενο στο ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστο πράσινο, πρέπει, ενόψει του άρθρου 24 του Συντάγματος, να γίνεται στάθμιση μεταξύ της ωφέλειας από το εκτελούμενο έργο και της απώλειας της βλάστησης και να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την αποκατάστασή της. Με τους κανόνες αυτούς συμβαδίζει ο σχεδιασμός των ΜΣΤ από το ν. ΡΣΑ.
Ο λεπτομερειακός χαρακτήρας της ΜΠΕ δεν αποτυπώθηκε στην επιβολή λεπτομερειακών περιβαλλοντικών όρων για την προστασία του πρασίνου. Τούτο δε και λόγω της μεγάλης κλίμακας του έργου και των διαφορετικών χαρακτηριστικών της βλάστησης των επιμέρους περιοχών επέμβασης, που απέχουν μεταξύ τους πολλά χιλιόμετρα, με συνέπεια η βλάστηση αυτή να ποικίλλει και να αποτελείται είτε από συμπαγή πάρκα ή άλση, που υπάγονται, κατά τα γενικώς ισχύοντα, στη δασική νομοθεσία, είτε από μεμονωμένα άτομα ή συστάδες δέντρων ή άλλων φυτών σε πολεοδομικώς καθορισμένους κοινόχρηστους χώρους (π.χ. πλατείες Κολωνακίου, Εξαρχείων), που δεν έχουν το χαρακτήρα κοινόχρηστου χώρου (ΚΧ) πρασίνου και, επομένως, δεν υπάγονται στη δασική νομοθεσία, είτε, τέλος, από φυτά σε άλλες διατάξεις (π.χ. δενδροστοιχίες ή μεμονωμένα διάσπαρτα άτομα). Ο λόγος περί πλημμέλειας της ΑΕΠΟ διότι, κατά τους αιτούντες, η ΜΠΕ δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη σε σχέση με την απόληξη του δεύτερου κλιμακοστασίου, προβαλλόμενος εν αναφορά προς τη θιγόμενη βλάστηση, η οποία, άλλωστε, δεν προκύπτει ούτε προβάλλεται ότι πληροί τις προϋποθέσεις προστασίας κατά τη δασική νομοθεσία.
Στην περίπτωση όπου, με τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης, η διερεύνηση και παράθεση εναλλακτικών λύσεων στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι αλυσιτελής, διότι δεν καταλείπεται ευχέρεια επιλογής της θέσης ή άλλων στοιχείων εκτέλεσης του έργου, η μη εξέταση ή, πολλώ μάλλον, η συνοπτική εξέταση τέτοιων λύσεων δεν συνεπάγεται ακυρότητα της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Ως εναλλακτικές λύσεις, η εξέταση των οποίων είναι, καταρχήν, υποχρεωτική τόσο για τον μελετητή των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός έργου, όσο και για τη Διοίκηση κατά την άσκηση της αρμοδιότητας έγκρισης των οικείων περιβαλλοντικών όρων, νοούνται μόνον οι, καταρχήν, νόμιμες. Τούτο ισχύει και προκειμένου περί της μηδενικής εναλλακτικής λύσης, η οποία αποκλείεται να υιοθετηθεί και, επομένως, περιττεύει η εξέτασή της, όταν η εκτέλεση του έργου επιβάλλεται από συμβατό με το Σύνταγμα νόμο, όπως υπερκείμενο ρυθμιστικό σχέδιο και, μάλιστα, με σαφή ρύθμιση του τελευταίου, αφού, στην περίπτωση αυτή, η αποχή από την εκτέλεση και λειτουργία του έργου υπό τους δέοντες, βεβαίως, περιβαλλοντικούς όρους, θα ισοδυναμούσε με παραβίαση του νόμου και του ρυθμιστικού σχεδίου, η οποία δεν είναι επιτρεπτή. Σε περίπτωση, τέλος, ιδιαιτέρως μεγάλου έργου, όπως αυτό στο οποίο αφορά η προσβαλλόμενη πράξη (μήκος σιδηροτροχιών περί τα 13 χλμ. και 15 υπόγειοι σταθμοί με πολλαπλές προσβάσεις ανά σταθμό και σταθμούς μετεπιβίβασης), η περιβαλλοντική αδειοδότηση του οποίου με ενιαία διαδικασία δεν αποκλείεται από τον νόμο, η εξέταση βιώσιμων εναλλακτικών λύσεων σχετικών με “τη θέση, το μέγεθος και την τεχνολογία” κατασκευής του, μπορεί, από τη φύση του πράγματος και εφόσον δεν πρόκειται για προστατευόμενη περιοχή, να αναφέρεται στα βασικά χαρακτηριστικά και μεγέθη του έργου και δεν είναι δυνατόν να υπεισέρχεται σε λεπτομερειακά, ενόψει της κλίμακας του έργου, ζητήματα επακριβούς χωροθέτησης ενός εκάστου από τα επιμέρους στοιχεία υποσυνόλων του έργου. Εφόσον δε η εξέταση εναλλακτικών θέσεων των εν λόγω επιμέρους στοιχείων, παρά ταύτα, επιχειρηθεί, έστω και συνοπτικώς, η τελικώς εκδιδόμενη ΑΕΠΟ ουδεμία πάσχει, από την άποψη αυτή, πλημμέλεια.
Με την αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά στον σταθμό Ζωγράφου, λόγω μη εξετάσεως της εναλλακτικής λύσης που συνίσταται στη μετατόπιση ενός εκ των κλιμακοστασίων του σταθμού κατά 6ο μ. ανατολικότερα επί του πεζοδρομίου της λεωφόρου Παπάγου. Η εναλλακτική λύση, όμως, αυτή αφορά σε όλως τεχνικό ζήτημα, συναρτώμενο με την επιλογή και τη διάταξη του κεντρικού και των άλλων σημείων πρόσβασης στον ευρισκόμενο εντός του αστικού ιστού σταθμό και μπορεί, ενόψει τούτου, να συνδέεται, κατά την κοινή πείρα, με την ύπαρξη άλλων κτιρίων και ιδιοκτησιών και τις επιπτώσεις επ’ αυτών της εναλλακτικής χωροθέτησης που επιδιώκουν οι αιτούντες, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ως προφανής, υπό την ανωτέρω έννοια. Δεν συνιστά, επομένως, η παράλειψη των μελετητών και της Διοίκησης να εξετάσουν την εν λόγω εναλλακτική λύση, και μάλιστα αυτεπαγγέλτως, λόγο ακυρώσεως της στηριζόμενης επί της σχετικής ΜΠΕ προσβαλλόμενης πράξης, λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψη και της, κατά τα προαναφερόμενα, μεγάλης κλίμακας του έργου, η οποία καθιστά, και για τον λόγο αυτό, μη υποχρεωτική την εξέταση εναλλακτικών λύσεων επί λεπτομερειακών (+ ή – 60 μ. τοποθέτηση ενός εκ των κλιμακοστασίων ενός εκ των δεκαπέντε σταθμών) ζητημάτων. Εξάλλου, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους αμφισβητείται η εκ μέρους της Διοικήσεως στάθμιση των οικονομικών συνεπειών της εν λόγω χωροθέτησης (τόσο στο επίπεδο του κόστους της απαλλοτρίωσής όσο και στο επίπεδο των συνεπειών στη λειτουργία της στεγαζόμενης στο σημείο αυτό επιχειρήσεως), και υπό την εκδοχή ότι αποτελούν αντικείμενο υποχρεωτικής εξέτασης ΜΠΕ έργου παρόμοιας κλίμακας, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι καθόσον ανάγονται σε ουσιαστικές εκτιμήσεις της Διοικήσεως, καθ’ όσον δε αφορά το κόστος της κηρυχθησομένης απαλλοτρίωσης προς υλοποίηση της επίμαχης χωροθέτησης, και για τον λόγο ότι η επί του ζητήματος των οικονομικών συνεπειών της απαλλοτρίωσης κρίση ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια κατά τη διαδικασία του καθορισμού του ύψους της επιδικαστέας αποζημίωσης.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης