ΣτΕ 198/2024 [Χωροθέτηση βιομηχανικής δραστηριότητας σε γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας. Παραπομπή στη μείζονα σύνθεση]
Περίληψη
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 24 παράγρ. 1 και 2, 79 παράγρ. 8 και 106 παράγρ. 1 και 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός, ο οποίος αποτελεί τη χωρική έκφραση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ανήκει στην αρμοδιότητα του Κράτους, το οποίο υποχρεούται, σύμφωνα με τις αρχές και τα πορίσματα της επιστήμης της χωροταξίας, να λαμβάνει τα αναγκαία για τον ορθολογικό χωροταξικό σχεδιασμό μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβίωσης του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας, παρεμβαίνοντας στο αναγκαίο μέτρο στην οικονομική δραστηριότητα. Ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα χωροταξικά σχέδια, με τα οποία τίθενται, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και ρυθμίζεται, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών δραστηριοτήτων και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές. Ο θεμελιώδης κανόνας της βιώσιμης ανάπτυξης ισχύει κατά μείζονα λόγο για τα ευαίσθητα οικοσυστήματα, των οποίων η οικιστική και εν γένει οικονομική ανάπτυξη πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος και να μην παραβιάζει τη φέρουσα ικανότητά τους. Εξάλλου, όπως κρίνεται παγίως, «φυσικό περιβάλλον» εμπίπτον στην προστασία του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελούν όχι μόνο τα φυσικά οικοσυστήματα αλλά και τα τεχνητά, ιδίως δε η γεωργική γη, της οποίας η διατήρηση και η ορθή διαχείριση είναι ουσιώδης όρος της βιώσιμης ανάπτυξης, διότι αποτελεί την αναντικατάστατη βάση του ανθρωπογενούς παραγωγικού συστήματος. Τα αυτά ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, προκειμένου περί της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας, η διατήρηση και προστασία της οποίας επιβάλλεται από την συνταγματική αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Επομένως, κατά την άσκηση από το Κράτος της χωροταξικής πολιτικής και της οικιστικής ανάπτυξης, η οποία πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους κανόνες που απορρέουν από την ανωτέρω συνταγματική αρχή, απαιτείται να προστατεύεται και να διατηρείται η γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας, η διαφύλαξη της οποίας εξυπηρετεί και αναπτυξιακούς στόχους. Η προστασία, όμως, αυτή δεν συνεπάγεται απόλυτη απαγόρευση εκτελέσεως οποιουδήποτε έργου σε εκτάσεις γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας και, ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, η εκτέλεση βασικών έργων υποδομής, των οποίων η κατασκευή σε συγκεκριμένη περιοχή παρίσταται αναγκαία.
Από τις ισχύουσες διατάξεις προκύπτει ότι σε αγροτεμάχια που έχουν τον χαρακτήρα γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας απαγορεύεται κατ’ αρχήν η άσκηση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας, εκτός από την αγροτική εκμετάλλευση-αγροτική δραστηριότητα και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ, κάθε επέμβαση δε στις εκτάσεις αυτές είτε για τη μεταβολή του προορισμού τους και τη διάθεσή τους για άλλες χρήσεις είτε για την εκτέλεση έργων ή τη δημιουργία εγκαταστάσεων ή παροχή άλλων εξυπηρετήσεων μέσα σε αυτές, έστω και χωρίς μεταβολή της κατά προορισμό χρήσης τους, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και ενεργείται μόνο για λόγους που εξυπηρετούν τον γεωργικό χαρακτήρα της αγροτικής εκμετάλλευσης ή την εγκατάσταση σταθμών ΑΠΕ, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι η γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας είναι μη ανανεώσιμος φυσικός πόρος που βρίσκεται ήδη σε ανεπάρκεια, πρόκειται δε για κοινωνικό αγαθό μεγάλης σπουδαιότητας για την οικονομία και την κοινωνική ζωή. Περαιτέρω, στην έννοια της αγροτικής εκμετάλλευσης περιλαμβάνεται, εκτός από την παραγωγή αγροτικών προϊόντων, όπως, μεταξύ άλλων, προϊόντων της κτηνοτροφίας και των προϊόντων που προέρχονται από το πρώτο στάδιο επεξεργασίας ή μεταποίησης αυτών, και η δραστηριότητα της πρώτης χωρικής ή οικοτεχνικής μεταποίησής τους. Εξάλλου, βάσει των διατάξεων του Ειδικού Πλαισίου για τη Βιομηχανία, στη γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας απαγορεύεται η εγκατάσταση νέων βιομηχανικών μονάδων εκτός από τις δραστηριότητες με χωροθετική εξάρτηση από αγροτικές πρώτες ύλες, δηλαδή δραστηριότητες που χρησιμοποιούν πρώτες ύλες ιδιαίτερα ευπαθείς στη μεταφορά ή μεταποιούν προϊόντα γεωγραφικής ένδειξης ή προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης ή εάν οι αγροτικές πρώτες ύλες προέρχονται από σχετικά ευρείες ζώνες αγροτικής γης υψηλής παραγωγικότητας, ιδίως όταν με τη μεταποίηση περιορίζεται σημαντικά ο όγκος της πρώτης ύλης, ζητήματα για τα οποία γνωμοδοτούν οι αρμόδιες Διευθύνσεις Αγροτικής Ανάπτυξης της Περιφέρειας, όπως προκύπτει από την υποστηρικτική μελέτη του Ειδικού Πλαισίου για τη βιομηχανία.
Στην ειδικότερη περίπτωση κτιρίων και εγκαταστάσεων που υφίστανται νομίμως προ της 3ης.12.2019 επί αγροτεμαχίων που έχουν χαρακτηρισθεί ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας, επιτρέπεται η αλλαγή χρήσης, ώστε να αξιοποιηθούν για μεταποίηση αγροτικών προϊόντων εν γένει, χωρίς να τίθενται επιπρόσθετα κριτήρια ως προς τη μορφή της μεταποίησης (πρώτη χωρική ή οικοτεχνική ή πρώτου σταδίου) και τη χωροθετική εξάρτηση της δραστηριότητας από την πρώτη ύλη. Όπως δε προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4711/2020, η εν λόγω ρύθμιση εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος για την αξιοποίηση υφιστάμενων κτιρίων τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση αχρησίας λόγω της παύσης λειτουργίας επιχειρήσεων τις οποίες έπληξε η οικονομική κρίση, ταυτόχρονα δε η νέα χρήση είναι σχετική με την αγροτική δραστηριότητα. Σε περίπτωση δε εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, επιτρέπεται και η επέκταση του υφιστάμενου κτιρίου ή εγκατάστασης στο αναγκαίο μέτρο για την εξυπηρέτηση της νέας χρήσης.
Κατά την άποψη της μειοψηφίας, όπως προκύπτει από τις διατάξεις, που εξυπηρετούν τον σκοπό προστασίας της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας, η μεταβολή του χαρακτήρα της επιτρέπεται όλως κατ’ εξαίρεση και υπό την προϋπόθεση ότι δεν ανατρέπεται ο χωροταξικός σχεδιασμός, όπως ιδίως του Ειδικού Πλαισίου για τη βιομηχανία, όταν πρόκειται για βιομηχανική δραστηριότητα. Ειδικότερα δε επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεση εγκατάσταση βιομηχανικής δραστηριότητας μεταποίησης αγροτικών προϊόντων μόνο όταν αυτή εμπίπτει στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις ως άνω διατάξεις, δηλαδή πρόκειται είτε για πρώτη χωρική ή οικοτεχνική ή πρώτου σταδίου μεταποίηση είτε για δραστηριότητα με χωροθετική εξάρτηση από την πρώτη ύλη, δηλαδή πρόκειται για μεταποιητικές δραστηριότητες των οποίων η χωροθέτηση σε γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας είναι απολύτως αναγκαία λόγω της άμεσης σύνδεσής τους με τον πρωτογενή τομέα της αγροτικής δραστηριότητας. Κατά την ίδια άποψη, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ακόμη και υπό την εκδοχή ότι επιτρέπεται η εγκατάσταση δραστηριότητας μεταποίησης αγροτικών προϊόντων εν γένει, άνευ άλλων προϋποθέσεων, σε υφιστάμενα κτίρια προ της 3ης. 12.2019, δεν επιτρέπεται η επέκταση αυτών αλλά μόνο η αξιοποίησή τους ως έχουν, προκειμένου να μην προκαλείται περαιτέρω απώλεια γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας.
Κατά την κρατήσασα γνώμη, η επίδικη δραστηριότητα θερμικής αδρανοποίησης ζωικών υποπροϊόντων και υλικών που προέρχονται ενδεικτικά από μονάδες σφαγείων, πτηνοσφαγείων, ιχθυοκαλλιεργειών και επεξεργασίας ιχθύων και μαλακίων, παραγωγής γάλακτος και γαλακτοκομικών, δερμάτων και μονάδες χοντρικής και λιανικής πώλησης τροφίμων, συνιστά μεταποίηση αγροτικών προϊόντων εν γένει, η οποία, σε κάθε περίπτωση, επιτρεπτώς εγκαθίσταται στην επίδικη θέση σε νομίμως υφιστάμενο κτίριο που έχει ανεγερθεί προ της 3ης.12.2019, το οποίο δύναται, κατ’ αρχήν, να επεκταθεί. Συνεπώς, ο εξεταζόμενος λόγος περί μη νόμιμης χωροθέτησης της επίδικης μονάδας σε γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Επιπλέον, δε, πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι πρόκειται για μονάδα που αξιοποιεί (ανακυκλώνει) οργανικά απόβλητα συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας, η επίδικη βιομηχανική δραστηριότητα μεταποίησης ζωικών υποπροϊόντων δεν συνιστά αγροτική εκμετάλλευση με την έννοια είτε της παραγωγής αγροτικών προϊόντων του πρωτογενούς τομέα ή προϊόντων που προέρχονται από το πρώτο στάδιο επεξεργασίας και μεταποίησης αυτών είτε της πρώτης χωρικής ή οικοτεχνικής μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, καθ’ όσον αφορά στη μεταποίηση- ανακύκλωση υποπροϊόντων της κτηνοτροφίας σε δεύτερο στάδιο, καθώς και της βιομηχανίας τροφίμων. Τούτο διότι, εν προκειμένω, η πρώτη ύλη της επίδικης μονάδας προέρχεται από σφαγεία, τεμαχιστήρια, κρεοπωλεία και υπεραγορές της Περιφέρειας Πελοποννήσου και όμορων Περιφερειών, και συνεπώς η επίδικη δραστηριότητα δεν συνδέεται άρρηκτα με αγροτικά προϊόντα της περιοχής εγκατάστασής της. Εξάλλου, δεν πρόκειται για βιομηχανική δραστηριότητα με χωροθετική εξάρτηση από αγροτικές πρώτες ύλες, κατά την έννοια των διατάξεων του Ειδικού Πλαισίου για τη Βιομηχανία. Συνεπώς, κατά την εν λόγω γνώμη, η εν λόγω δραστηριότητα, εφόσον δεν εμπίπτει στις ως άνω περιπτώσεις, δεν συνιστά μεταποίηση αγροτικών προϊόντων που επιτρέπεται να εγκατασταθεί σε υφιστάμενο προ της 3ης.12.2019 κτίσμα εντός γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι πρόκειται για δραστηριότητα μέσης όχλησης ως υπαγόμενη στην Α2 κατηγορία, κατά την περιβαλλοντική νομοθεσία σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 9 του ν. 3982/2011 (Α’ 143), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, δυνάμενη να προκαλέσει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ως εκ τούτου, κατά την εν λόγω γνώμη, ο εξεταζόμενος λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής : Ζ. Θεοδωρικάκου