ΣτΕ 1608/2023 [Μη νόμιμο το π.δ. σημειακής τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου του δήμου Φιλοθέης -Ψυχικού στην ιδιοκτησία της ΚΕΚΡΩΨ ΑΕ]
Περίληψη
– Με μόνη την δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως, με την οποία ακυρώνεται η άρνηση της Διοικήσεως να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή ρυμοτομικό βάρος, το ακίνητο δεν καθίσταται οικοδομήσιμο, αλλά, μέχρι την ολοκλήρωση της τροποποίησης του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο. Εξάλλου, κατά την εκτίμηση της Διοικήσεως περί του επιβλητέου μετά την άρση της απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους πολεοδομικού καθεστώτος, η κρίση περί της δυνατότητας ή μη αποζημιώσεως των θίγόμενων ιδιοκτητών για την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, με την οποία συναρτάται η δυνατότητα επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης, πρέπει επίσης να είναι νομίμως και ειδικώς αιτιολογημένη. Τέλος, όταν η αρμοδιότητα τροποποίησης του σχεδίου ανήκει στα όργανα της κρατικής Διοικήσεως, η κρίση για τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων και στοιχείων, ιδίως δε για το πολεοδομικώς αναγκαίο ή μη της διατήρησης του κοινόχρηστου ή του κοινωφελούς χώρου, πρέπει να εκφέρεται και από τα όργανα αυτά.
Η επίδικη έκταση εντάχθηκε στο ρυμοτομικό σχέδιο το έτος 1927 ως τμήμα ΟΤ που ήταν χαρακτηρισμένο ως οικοδομήσιμος χώρος, απορριπτομένων ως αορίστως και αναποδείκτως προβαλλομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του Δήμου, με επίκληση το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμού περί μη πλήρωσης αναβλητικής αίρεσης σχετικής με την ισχύ του ρυμοτομικού σχεδίου Ψυχικού όπως αναθεωρήθηκε τα έτη 1927, 1936 και 1936, λόγω μη τήρησης συμβατικών υποχρεώσεων της παρεμβαίνουσας έναντι του Δήμου για τη διαμόρφωση κοινοχρήστων χώρων, ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι ο όρος αυτός απαλείφθηκε από μεταγενέστερες τροποποιήσεις του ρυμοτομικού σχεδίου (βλ. ενδεικτικά τροποποίηση του έτους 1973 που αφορά επίδικο ΟΤ), καθώς και ότι, σε κάθε περίπτωση, το επίδικο ΟΤ ήδη περιβάλλεται από τις υλοποιημένες οδούς Καλπακίου, Μελετοπούλου και Περιφερειακή οδό Αττικού Άλσους. Συναφώς, δε, αβάσιμως προβάλλονται τα περί “ανοικτού” ΟΤ, διεπόμενου εξ αυτού του λόγου από τη δασική νομοθεσία. Ωστόσο, όπως βασίμως προβάλλεται, το εν λόγω ΟΤ δεν ήταν συνεχώς και αδιαλείπτως οικοδομήσιμος χώρος, δηλαδή από την αρχική ένταξή του στο σχέδιο μέχρι το έτος 1988, οπότε χαρακτηρίσθηκε ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου. Συγκεκριμένα, όπως ήδη εκτέθηκε, με το από 8.2.1978 π.δ. η επίδικη έκταση απεντάχθηκε από το ρυμοτομικό σχέδιο Ψυχικού με κατάργηση του εν λόγω ΟΤ προκειμένου να ενταχθεί στον χώρο του Αττικού Άλσους, παρέμεινε δε εκτός σχεδίου Ψυχικού μέχρι το έτος 1988. Το γεγονός αυτό έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την επίδικη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, ανεξαρτήτως του ζητήματος περί εφαρμογής ή μη στην επίδικη έκταση των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, ως προς το οποίο ερίζουν ο αϊτών Δήμος, η Διοίκηση και η παρεμβαίνουσα, και το οποίο δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, εν όψει του ότι για την επίδικη έκταση έχει ήδη εκδοθεί η ανωτέρω 1990/2015 απόφαση της ασκούσας καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής περί ανακλήσεως της κήρυξής της ως αναδασωτέας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 36 παρ. 6 περ. γ’ του ν. 4067/2012, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 4315/2014, η οποία είναι εξοπλισμένη με το τεκμήριο νομιμότητας, ταυτόχρονα δε υφίσταται κυρωμένος δασικός χάρτης, όπως έχει διαμορφωθεί και ισχύει, σύμφωνα με τον οποίο η εν λόγω έκταση δεν είναι δασική. Εξάλλου, ως προς το ζήτημα του βάθους, ως προς το οποίο επίσης προβάλλονται αντίθετοι ισχυρισμοί του αιτούντος, της_Διοίκησης και της παρεμβαίνουσας από το ιστορικό και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: α) Σύμφωνα με το από Οκτωβρίου 2004 τοπογραφικό σχέδιο και την από 2 Σεπτεμβρίου 2002 πρόταση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου που υπογράφονται από ιδιώτη Αρχιτέκτονα Μηχανικό, που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο και είχαν κατατεθεί από την παρεμβαίνουσα προς τη Διοίκηση στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, στην περιοχή όπου βρίσκεται το επίδικο ΟΤ ισχύει το από 14.9.1979 π.δ. με πρόβλεψη ως όρου αρτιότητας των ακινήτων της ελάχιστης διάστασης βάθους 25 μ. για τον τομέα II. Η δε προβλεπόμενη παρέκκλιση 18 μ. αφορά οικόπεδα που υπήρχαν κατά την ημέρα δημοσίευσης του εν λόγω π.δ., δηλαδή στις 10.10.1979, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, διότι, όπως προεκτέθηκε, το επίδικο ακίνητο κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο ήταν εκτός σχεδίου Ψυχικού και εντάχθηκε εκ νέου στο σχέδιο το έτος 1988. Οι εν λόγω όροι δόμησης στην περιοχή επιβεβαιώνονται από τα αναφερόμενα στην από 9.3.2006 εισήγηση της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού του ΥΠΕΧΩΔΕ προς το ΚΣΧΟΙΊ, που περιλαμβάνεται στην 104/18ησυν./16.5.2007 γνωμοδότηση του Συμβουλίου, β) Όμως η Διοίκηση δεν εξέτασε το ζήτημα του βάθους ως όρου για την αρτιότητα του επίδικου ακινήτου στο πλαίσιο τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου. Λαμβάνοντας δε υπόψη, αφενός μεν ότι η κατάργηση του βάθους ως προϋπόθεση αρτιότητας με τον ΓΟΚ 1985 κρίθηκε ως αντίθετη στο άρθρο 24 του Συντάγματος (Ολομ ΣτΕ 2809/2002, ΣτΕ 4040/2005, 4964/2014, ΠΕ 154/2011), αφετέρου δε ότι, σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας κατάργησης του εν λόγω όρου δόμησης από τον ΝΟΚ, στην περιοχή του ακινήτου εφαρμόζονται οι όροι δόμησης του από 14.9.1979 π.δ., ως ειδικοί όροι που εξ αυτού του λόγου είναι εφαρμοστέοι και υπερισχύουν έναντι άλλων γενικών ρυθμίσεων, κατά την επίδικη τροποποίηση θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί και αυτό το δεδομένο (του βάθους), προκειμένου να χαρακτηρισθεί ή μη το ανωτέρω ακίνητο ως οικοδομήσιμο. Επιπροσθέτως, η συνεκτίμηση αυτού του στοιχείου ήταν αναγκαία, καθ’ όσον το ελάχιστο βάθος ως όρος αρτιότητας είναι στοιχείο αναβάθμισης του οικιστικού περιβάλλοντος συμβατό με τον χαρακτηρισμό του Ψυχικού ως κηπούπολης, έτσι ώστε να μην υπάρξει υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος και αλλοίωση της φυσιογνωμίας της περιοχής του Ψυχικού κατά παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος. Συνοψίζοντας, η Διοίκηση προχώρησε στην επίδικη τροποποίηση θεωρώντας, μεταξύ άλλων, ότι επαναφέρει το πολεοδομικό καθεστώς που ίσχυε στην επίμαχη έκταση του ΟΤ από το έτος 1927 μέχρι να χαρακτηριστεί το πρώτον ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου με το π.δ. του έτους 1988, παράλληλα δε παρέλειψε να αξιολογήσει, ως όφειλε, τα ειδικά μορφολογικά χαρακτηριστικά, τόσο της επίδικης έκτασης όσο και της ευρύτερης περιοχής στην οποία εντάσσεται και συγκεκριμένα: α) την κατά το παρελθόν ένταξη του ΟΤ στο Αττικό Άλσος και σε κάθε περίπτωση την άμεση γειτνίαση του εν λόγω ΟΤ με την εν λόγω δασική περιοχή, λόγω της θέσης του στο όριο του ρυμοτομικού σχεδίου, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι παρεμβάλλεται μεταξύ του εν λόγω ΟΤ και του άλσους η περιφερειακή οδός, κατά τους ισχυρισμούς της παρεμβαίνουσας, β) τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Ψυχικού ως κηπουπόλεως, όπως προκύπτει από το διαχρονικό-πολεοδομικό του καθεστώς και έχει αναγνωριστεί με αποφάσεις του Δικαστηρίου, γ) το τριγωνικό σχήμα αυτού με βάθος που φαίνεται να υπολείπεται του ισχύοντος όρου δόμησης για τα λοιπά ΟΤ της περιοχής σύμφωνα με το από 14.9.1979 [δεν έχει εξεταστεί καθόλου από τη Διοίκηση το ζήτημα αυτό, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει με ακρίβεια το ακριβές μέγεθος της εν λόγω διάστασης του επίδικου ακινήτου], λαμβάνοντας υπόψη συμπληρωματικά και τους ορισμούς των διατάξεων του ΓΟΚ 1973, και σε κάθε περίπτωση την επιρροή του χαρακτηρισμού του εν λόγω ακίνητου ως οικοδομήσιμου σε μία περιοχή με αυτά τα χαρακτηριστικά και όρους δόμησης, καθώς και δ) το βραχώδες της έκτασης και την ύπαρξη σημαντικών έως έντονων κλίσεων (άνω του 30% και 40%) στο 1/3 της έκτασης, συνολικού εμβαδού 1000 τ.μ. περίπου, με πρανή.
Με αυτά τα δεδομένα, όπως βασίμως προβάλλεται, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης δεν είναι νόμιμη ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με άρση της επίμαχης απαλλοτρίωσης και μείωση των κοινοχρήστων χώρων στην περιοχή του Ψυχικού, διότι η Διοίκηση παρέλειψε να εξετάσει αν τυχόν συντρέχουν λόγοι που δεν επιτρέπουν τη δόμηση του εν λόγω τμήματος του ΟΤ, εν όψει της θέσεως και των μορφολογικών χαρακτηριστικών του, σε σχέση και με την ένταξή του στο παρελθόν στη δασική περιοχή με την οποία γειτνιάζει (Αττικό Άλσος), αλλά και σε σχέση με τον χαρακτήρα του Ψυχικού ως κηπουπόλεως, και να αιτιολογήσει ειδικώς τη σχετική κρίση της εξετάζοντας και το ενδεχόμενο να εξαιρεθεί το ανωτέρω τμήμα του ΟΤ από το ρυμοτομικό σχέδιο). Για τον λόγο δε αυτόν πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί το προσβαλλόμενο διάταγμα, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως και των επιμέρους εκατέρωθεν ισχυρισμών του αιτούντος Δήμου, της Διοίκησης και της παρεμβαίνουσας.
Πρόεδρος: Π. Καρλή
Εισηγητής: Ζ. Θεοδωρικάκου