ΣτΕ 2462/2022 [Νόμιμη ΥΑ για την Περιβαλλοντική έγκριση του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές “Νοτιοδυτικά Κρήτης” και “Δυτικά Κρήτης” βάσει της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων]
Περίληψη
– Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, διότι δεν έχει προηγηθεί η απαιτούμενη απόφαση για την έγκριση της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων [ΣΜΠΕ] του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Επίσης, προβάλλεται ότι η πράξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιέχουσα ταυτόχρονη έγκριση του επίμαχου προγράμματος και της ΣΜΠΕ αυτού διότι Αρχή Σχεδιασμού του επίδικου προγράμματος είναι η [ήδη παρεμβαίνουσα] Ε… ΑΕ, η οποία δεν αποτελεί διοικητική υπηρεσία υπαγόμενη στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όπως προϋποθέτει η ως άνω διάταξη, αλλά ανώνυμη εταιρεία που λειτουργεί με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας.
Όπως προκύπτει από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε (διαβούλευση με τις ‘δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό επί της ΣΜΠΕ), το περιεχόμενο [: επιβολή όρων και κατευθύνσεων για όλες τις φάσεις υλοποίησης του προγράμματος με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, πρόβλεψη συστήματος παρακολούθησης, δημοσιοποίηση της πράξης με δημοσίευση στον τύπο και στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου] και τον τίτλο της, η προσβαλλόμενη απόφαση προβαίνει στην περιβαλλοντική έγκριση του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές “Νοτιοδυτικά Κρήτης” και “Δυτικά Κρήτης”, προγράμματος δηλαδή που αφορά τον τομέα της ενέργειας και καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων του Παραρτήματος I της οδηγίας 2011/92/ΕΕ [L. 26/2012 – βλ. περιπτώσεις 14, 16 και 21 του εν λόγω Παραρτήματος]. Τούτο ενισχύεται και από το Κεφάλαιο Ε της προσβαλλόμενης, όπου αναφέρεται ότι “Η ΣΜΠΕ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης. Στις πράξεις ή αποφάσεις έγκρισης του προγράμματος πρέπει να αναφέρεται ρητά η παρούσα απόφαση”, η μνεία αυτή στοιχεί προς τη ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 12 της ΚΥΑ Υ11ΕΧΩΔΕ/ΕΥΓΙΕ/οικ.1θ7θ17/2006, που προβλέπει ότι “το σχέδιο ή πρόγραμμα, όπως τελικά θα εγκριθεί, πρέπει να είναι πλήρως εναρμονισμένο με την απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. Στην πράξη ή απόφαση έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος πρέπει να αναφέρεται ρητά η απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε.”. Ως εκ τούτου, οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη, διότι εκδόθηκε χωρίς προηγηθεί θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, η έγκριση του οποίου επιβάλλεται από τα άρθρα 24 (παρ. 1 και 20, 79 (παρ. 8) και 106 (παρ. 1) του Συντάγματος και από τις διατάξεις της οδηγίας 2014/89/ΕΕ. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς των αιτούντων, αποκλείεται η έγκριση ενός προγράμματος όπως το επίδικο, προτού καθορισθούν οι όροι προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος της Μεσογείου και τα μέτρα αποτροπής της επιδείνωσής του, προτού δηλαδή καταρτισθεί σχέδιο θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, όπως επιτάσσει [και μάλιστα “το συντομότερο δυνατό”] το άρθρο 15 παρ. 3 της ως άνω οδηγίας. Περαιτέρω, τα αιτούντα ισχυρίζονται ότι η 31η.3.2021, ημερομηνία την οποία θέτει το άρθρο 15 παρ. 3 της οδηγίας 2014/89/ΕΕ, αποτελεί το απώτερο χρονικό όριο για την κατάρτιση των εν λόγω σχεδίων και όχι την καταληκτική ημερομηνία συμμόρφωσης στις διατάξεις της. Συναφώς τα αιτούντα επικαλούνται ότι ο βυθός και το υπέδαφος συγκροτούν το θαλάσσιο περιβάλλον το οποίο, κατά την οδηγία 2008/56/ΕΚ, συνιστά “πολύτιμη κληρονομιά [της ΕΕ] που πρέπει να προστατεύεται” και προβάλλουν ότι, παρά το ότι η ΣΜΠΕ όφειλε να αποδείξει ότι η έγκριση του επίδικου προγράμματος δεν είναι ικανή να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 2014/89/ΕΕ, αυτή εστιάζει στο υποτιθέμενο οικονομικό όφελος από την εκτέλεση της εξόρυξης και αγνοεί την ευαισθησία του οικοσυστήματος της ευρύτερης περιοχής υλοποίησης του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και ιδίως της “Ελληνικής Τάφρου”.
Ο ανατιθέμενος στην Πολιτεία σχεδιασμός της κατανομής των δραστηριοτήτων στο χώρο πρέπει να διασφαλίζει την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, τους άριστους δυνατούς όρους διαβίωσης του πληθυσμού και την οικονομική ανάπτυξη στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας (βιώσιμη ανάπτυξη), ουσιώδης όρος της οποίας είναι ο ολοκληρωμένος, ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός, μέχρι την ολοκλήρωση του οποίου είναι ανεκτός και ο μερικός, χωρικός ή τομεακός, χωροταξικός σχεδιασμός. Από την αρχή δε της βιώσιμης ανάπτυξης απορρέει και η ειδικότερη υποχρέωση σχεδιασμού και προγραμματισμού για την εξόρυξη πρώτων υλών και αδρανών υλικών, ώστε να εξασφαλίζονται η μείωση των δυσμενών για το περιβάλλον επιπτώσεων, ο σεβασμός της φέρουσας ικανότητας της περιοχής στην οποία αναπτύσσεται η σχετική) δραστηριότητα και η ορθολογική και με φειδώ εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Για το λόγο αυτό, όπως έχει κριθεί, οι λατομικοί χώροι πρέπει, κατ’ αρχήν, να χωροθετούνται εντός λατομικών περιοχών, περιοχών δηλαδή οι οποίες έχουν εκ των προτέρων καθορισθεί ως κατάλληλες για την άσκηση λατομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, στον κανόνα αυτόν δεν εμπίπτουν η έρευνα για τον εντοπισμό και η εν συνεχεία εξόρυξη μεταλλευτικών ορυκτών, όπως είναι οι υδρογονάνθρακες, διότι οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορεί παρά να ασκούνται στους χώρους, χερσαίους ή θαλάσσιους, όπου υπάρχουν ενδείξεις ύπαρξης κοιτάσματος υδρογονανθράκων ή στις περιοχές όπου τέτοιο εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα έχει ήδη εντοπισθεί. Προκειμένου, όμως, να διασφαλίζεται ότι το υπό έγκριση πρόγραμμα, σχέδιο ή έργο που συνδέεται με την επίμαχη δραστηριότητα δεν αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, η Διοίκηση οφείλει να προβαίνει σε εξατομικευμένη αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους, βάσει, αντιστοίχως, της ΣΜΠΕ ή της ΜΠΕ και των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων και κατόπιν συνεκτίμησης των απόψεων που εκφράσθηκαν κατά τη διαβούλευση. Αν δε η αξιολόγηση αυτή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υλοποίηση του σχεδίου ή του έργου αντίκειται στην προστασία του περιβάλλοντος, η Διοίκηση οφείλει να απορρίψει το αίτημα περιβαλλοντικής έγκρισης, έστω και αν αυτό θα έχει ως συνέπεια να παραμείνει αναξιοποίητο το σχετικό κοίτασμα.
Η προσβαλλόμενη περιβαλλοντική έγκριση του επίδικου προγράμματος έρευνας·’ και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων εξαντλείται στο γενικό σχεδιασμό των σταδίων υλοποίησής του, στο γεωγραφικό προσδιορισμό των περιοχών όπου θα διεξαχθούν σεισμικές έρευνες, στην παροχή κατευθύνσεων και στη θέσπιση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος σε όλες τις φάσεις εκτέλεσης του προγράμματος. Ειδικότερα, με το επίδικο πρόγραμμα προσδιορίζονται γεωγραφικά οι ευρύτερες θαλάσσιες περιοχές έρευνας για τον εντοπισμό κοιτασμάτων, στις οποίες, σε πρώτο στάδιο, θα λάβουν χώρα οι σεισμικές έρευνες, από τα αποτελέσματα των οποίων θα εξαρτηθεί αν και σε ποιές θέσεις θα πραγματοποιηθούν εν συνεχεία ερευνητικές γεωτρήσεις. Αναλόγως δε των αποτελεσμάτων των ερευνητικών αυτών γεωτρήσεων και υπό την προϋπόθεση του εντοπισμού εμπορικά εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος, θα επακολουθήσει το στάδιο της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, με την τυχόν αξιοποίηση ήδη υπαρχουσών γεωτρήσεων και τη διάνοιξη νέων, ενώ, όπως ορίζεται στο νόμο, η τελική περιοχή εκμετάλλευσης δεν μπορεί κατ’ αρχήν να υπερβαίνει τα 200 τετρ. χλμ. ανά εντοπισμένο κοίτασμα, δηλ. το 1 % έναντι της κάθε έκτασης [των 20.000 περίπου τετρ. χλμ.] όπου επιτρέπεται η πραγματοποίηση των σεισμικών ερευνών. Στην προσβαλλόμενη ή στη ΣΜΠΕ που τη συνοδεύει δεν προσδιορίζεται η θέση υποθαλάσσιων έργων, εγκαταστάσεων ή υποδομών για την έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων η χωροθέτηση των ερευνητικών ή εξορυκτικών δραστηριοτήτων, εάν εντοπισθούν στόχοι και εκμεταλλεύσιμα αποθέματα, όπως και η τυχόν αδειοδότηση χερσαίων εγκαταστάσεων ή έργων που απαιτούνται για τη μεταφορά των υδρογονανθράκων, θα λάβουν χώρα σε επόμενα στάδια, για καθένα από τα οποία απαιτείται η τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ήτοι, προκειμένου για έργα Α’ κατηγορίας, η έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατόπιν εκπόνησης μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Επιπλέον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, η έρευνα για τον εντοπισμό στόχων υδρογονανθράκων δεν μπορεί παρά να διεξάγεται στις περιοχές όπου, βάσει προκαταρκτικών γεωλογικών δεδομένων, υφίστανται ενδείξεις ύπαρξης κοιτάσματος, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, της αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που η έρευνα αυτή ενδέχεται να προκαλέσει. Πέραν δε αυτών, το επίδικο πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης εναρμονίζεται προς τις ανωτέρω περιγραφείσες κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού, ήτοι του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και, ιδίως, του αναθεωρημένου Χωροταξικού Πλαισίου της Περιφέρειας Κρήτης, το τελευταίο των οποίων αντιστοιχεί, δυνάμει του προπαρατεθέντος άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4546/2018, στο ίδιο [περιφερειακό] επίπεδο σχεδιασμού με τα υπό κατάρτιση θαλάσσια χωροταξικά σχέδια. Υπό όλα τα ανωτέρω δεδομένα, πριν από την περιβαλλοντική έγκριση του προπεριγραφέντος προγράμματος δεν απαιτείτο να έχει εγκριθεί θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός και να έχει προβλεφθεί κατανομή χρήσεων και δραστηριοτήτων ανά θαλάσσια υποπεριοχή, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου ακυρώσεως. Περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά τις αιτιάσεις ότι η έγκριση του προγράμματος παραβλάπτει το ευαίσθητο οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής και θέτει σε κίνδυνο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της οδηγίας 2014/89/ΕΕ πριν από την παρέλευση της προθεσμίας που η ίδια θέτει για να θεσπισθούν τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια (31.3.2021), παρατηρούνται τα ακόλουθα: στη ΣΜΠΕ εξετάζεται διεξοδικά η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος της περιοχής, της χλωρίδας και της πανίδας, με ιδιαίτερη έμφαση στα θαλάσσια θηλαστικά (κητώδη και μεσογειακή φώκια), στις θαλάσσιες χελώνες και στις προστατευόμενες περιοχές, εκτιμώνται και αξιολογούνται οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις επιμέρους εργασίες του επίδικου προγράμματος και προτείνεται σειρά μέτρων άμβλυνσης των επιπτώσεων που είναι δυνατόν να προκληθούν, μεταξύ άλλων, από τον υποθαλάσσιο θόρυβο, την εγκατάσταση των υποδομών, την ατυχηματική ρύπανση, τη φωτορρύπανση και την εισβολή ξενικών ειδών, καθώς και τεχνικά διαχειριστικά μέτρα και μέτρα ασφαλείας για πιθανές διαρροές πετρελαίου ή χημικών ουσιών. Στη δε προσβαλλόμενη απόφαση ενσωματώνονται, κατ’ αποδοχή και των παρατηρήσεων που εκφράσθηκαν κατά τη διαβούλευση, όροι υλοποίησης του προγράμματος, καθώς και κατευθύνσεις για το εκδοθησόμενο “Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης”, με σκοπό την προστασία των προστατευόμενών περιοχών και ειδών, όπως είναι: Ι/ τα ειδικά μέτρα για την προστασία των κητωδών από τις ηχοβολιστικές διασκοπήσεις του θαλάσσιου πυθμένα – ιδίως καταγραφή, οπτική και ακουστική παρακολούθηση των ειδών, ύπαρξη ειδικών εκπαιδευμένων παρατηρητών επί του σκάφους, διαπίστωση θορύβου βάσης, βαθμιαία αύξηση της ισχύος των ηχοβολισμών, διακοπή τους αν εντοπισθούν άτομα κητωδών, αποφυγή διεξαγωγής της έρευνας σε γειτνίαση με υποθαλάσσιες τάφρους, ελαχιστοποίηση επαναληπτικών οχλήσεων, επιλογή της χειμερινής περιόδου για την εκτέλεση των ερευνών, διότι τα θηλαστικά επηρεάζονται λιγότερο ως προς την αναπαραγωγή τους, και τήρηση εν γένει των δεσμεύσεων της Σύμβασης ACCOBAMS -, II/ η υποχρέωση συλλογής πρόσθετων στοιχείων και βιβλιογραφικών δεδομένων και εκπόνησης ειδικών μελετών πριν από τα επόμενα στάδια (π.χ. για τη θαλάσσια περιοχή και τα χαρακτηριστικά της, τα υποθαλάσσια φαράγγια, τα ιζήματα, την αιωρούμενη σωματιδιακή ύλη, μελέτες γεωκινδύνων, τα ευρήματα των οποίων θα αξιοποιηθούν κατά τη σύνταξη εκθέσεων μεγάλων κινδύνων, υποχρέωση εκπόνησης και χρήσης λεπτομερών υπολογιστικών ομοιωμάτων διασποράς πετρελαιοκηλίδας), III/ οι κατευθύνσεις για την επιλογή των συγκεκριμένων θέσεων κάθε γεώτρησης (ερευνητικής και εξορυκτικής), ιδίως όταν υφίστανται περισσότερες επιλογές, κατόπιν συνεκτίμησης περιβαλλοντικών παραμέτρων (όπως είναι η οικολογική ευαισθησία της άμεσα επηρεαζόμενης ή γειτονικής προστατευόμενης περιοχής και της βενθικής της βιοκοινότητας και η αποφυγή αθροιστικών ή συστηματικών επιβαρύνσεων στην ίδια υποπεριοχή), κατόπιν ειδικής ανάλυσης του βυθού και των κοραλλιών και αφού ληφθούν υπόψη τα Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων και τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των υδάτων κολύμβησης, IV/ η κατεύθυνση για την πρόκριση τεχνικών επιλογών που διασφαλίζουν την προστασία από τη ρύπανση (πρόβλεψη των χαρακτηριστικών της διατρητικής ιλύος και του τρόπου διάθεσης των αποβλήτων της γεώτρησης και των θρυμμάτων της, απαγόρευση απόρριψης άλλων υλικών ή ουσιών), V/ τα μέτρα αποτροπής ατυχήματος (υποχρέωση τήρησης ν. 4409/2016 για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών, πρόβλεψη για συστήματα ασφαλείας, κατάλληλο εξοπλισμό, προσωπικό, σχέδια δράσης επί έκτακτων περιστατικών), VI/ η κατεύθυνση για τις δοκιμές καύσης, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι εκπεμπόμενοι αέριοι ρύποι, VII/ η πρόβλεψη εφαρμογής των διεθνών βέλτιστων πρακτικών στον τομέα των υδρογονανθράκων και επιλογής της καλύτερης δυνατής για το περιβάλλον λύσης και VIII/ η πρόβλεψη συστήματος παρακολούθησης. Επίσης, η ΣΜΠΕ έλαβε υπόψη τις λοιπές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην ευρύτερη περιοχή μελέτης [:τουρισμό, αλιεία, υδατοκαλλιέργειες, θαλάσσιες οδούς και κυκλοφοριακές ροές, λιμενικές εγκαταστάσεις, οδεύσεις υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών, προστατευόμενες περιοχές, προστατευό μένους παράκτιους και θαλάσσιους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία] και η προσβαλλόμενη απόφαση περιέλαβε ομοίως ειδικές προβλέψεις για την μείωση των επιπτώσεων στις δραστηριότητες αυτές. Κατόπιν των ανωτέρω, αβασίμως, σε κάθε περίπτωση, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, εκδοθείσα πριν από την πάροδο της προθεσμίας που τάσσει η οδηγία 2014/89/ΕΕ για τη θέσπιση θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων (31.3.2021), θέτει σε κίνδυνο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αυτής ή παραβλάπτει το ευαίσθητο οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής.
Tο επίδικο πρόγραμμα εναρμονίζεται προς τις κατευθύνσεις του άρθρου 106 του Συντάγματος, περί αξιοποίησης των πηγών του εθνικού πλούτου και των υποθαλασσίων κοιτασμάτων της χώρας, και του γενικού και περιφερειακού χωροταξικού σχεδιασμού σχετικά με την επέκταση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων σε περιοχές όπου εντοπίζονται νέα κοιτάσματα και με την προώθηση της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων δυτικώς και νοτίως της Κρήτης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη στο περιβάλλον και ότι λαμβάνονται πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή ή μείωση των δυσμενών επιπτώσεων. Επιπλέον, η αναζήτηση υδρογονανθράκων στις επίδικες θαλάσσιες περιοχές προβλέπεται και στο, κυρωθέν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, “Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Περαιτέρω, η ενδεχόμενη αξιοποίηση των εγχώριων υδρογονανθράκων δεν αντιστρατεύεται την προώθηση των ΑΠΕ ή άλλων καθαρών τεχνολογιών, σε κάθε δε περίπτωση, τα ζητήματα της σύνθεσης του ενεργειακού μείγματος (πετρέλαιο/φυσικό αέριο/ΑΠΕ) δεν αποτελούν αντικείμενο της ΣΜΠΕ και της περιβαλλοντικής έγκρισης του προγράμματος, αλλά του εθνικού ενεργειακού και χωροταξικού σχεδιασμού, ο οποίος προβλέπει την έρευνα και πιθανή εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στις συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές. Ασχέτως δε της νομικής του δεσμευτικότητας, και ο “Οδικός Ενεργειακός Χάρτης Πορείας για το 2050” αναφέρεται στην ανάγκη εκμετάλλευσης των εγχώριων αποθεμάτων υδρογονανθράκων, από κοινού με τη σημαντική μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών και τη διείσδυση των ΑΠΕ σε ποσοστό 60% – 70% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας μέχρι το 2050. Ενόψει των ανωτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι η ΣΜΠΕ πάσχει κατά την εξέταση εναλλακτικών λύσεων και δεν ερευνά ειδικώς την προώθηση των ΑΠΕ ή άλλων σύγχρονων, μη ρυπογόνων τεχνολογιών. Εξάλλου, αορίστως προβάλλεται ότι το επίδικο πρόγραμμα δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις που η χώρα έχει αναλάβει σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, διότι ο λόγος αυτός δεν συνδέεται με παράβαση συγκεκριμένων διατάξεων ή ρυθμίσεων Διεθνών Συμβάσεων, Πρωτοκόλλων ή οδηγιών, των οποίων γίνεται συλλήβδην επίκληση, εφόσον μάλιστα, όπως βεβαιώνεται στο έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο, η χώρα καλύπτει, ήδη από το έτος 2020, τους ενωσιακούς στόχους για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι ο προβαλλόμενος λόγος εστιάζει στις δυσμενείς συνέπειες της χρήσης πετρελαίου, παρά το ότι, όπως αναφέρεται στο αναθεωρημένο Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο της Περιφέρειας Κρήτης και στο ΕΣΕΚ, υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να ανευρεθεί [και] φυσικό αέριο. Τέλος, απαραδέκτως αμφισβητείται η ύπαρξη ωφέλειας από την υλοποίηση του επίδικου προγράμματος, δεδομένου ότι αυτή διαγράφεται ήδη στο άρθρο 2 του ν. 2289/1995 – που ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στις χερσαίες, υπολίμνιες και υποθαλάσσιες περιοχές της χώρας “αφορά πάντοτε τη δημόσια ωφέλεια”-, στον προπεριγραφέντα χωροταξικό και ενεργειακό σχεδίασμά, αλλά και στην οδηγία 2013/30/ΕΕ “για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/53/ΕΚ”, στο προοίμιο της οποίας αναγνωρίζεται ότι η υπεράκτια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τον ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης.
Η στρατηγική μελέτη του επίδικου προγράμματος περιγράφει αναλυτικά τις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000 που βρίσκονται πλησίον της περιοχής υλοποίησής του, αξιολογεί εκτενώς τις αναμενόμενες επιπτώσεις και προβαίνει, βάσει της μεθοδολογικής προσέγγισης που επέλεξε, σε μία πρώτη εκτίμηση ότι, μετά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, δεν αναμένονται σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, τόσο γενικώς όσο και ειδικώς στις γειτνιάζουσες περιοχές Natura, ούτε “μεταβολή της βιοποικιλότητας” ή επίδραση στη “συνοχή των οικοτύπων στις προστατευόμενες περιοχές”, εξαιρουμένης της περίπτωσης ατυχηματικής διαρροής μεγάλης κλίμακας, που χαρακτηρίζεται ως σπάνια πιθανότητα και για την αποτροπή και άμβλυνση της οποίας προτείνονται μέτρα. Με τα δεδομένα αυτά, η ΣΜΠΕ πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ περί δέουσας εκτίμησης, σε στρατηγικό επίπεδο, των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προγράμματος που υλοποιείται πλησίον προστατευόμενων τόπων, ενόψει του γεωγραφικού εύρους, του περιεχομένου και του επιπέδου λεπτομέρειας του σχεδιασμού που διενεργείται στο παρόν στάδιο, κατά το οποίο επιχειρείται η κατάστρωση του γενικού πλαισίου του προγράμματος και η περιγραφή των σταδίων αυτού, η επιλογή ευρύτατων περιοχών σεισμικής έρευνας [40.000 τετρ. χλμ.], προς εντοπισμό στόχων στους οποίους θα ορυχθούν ερευνητικές γεωτρήσεις, και ο καθορισμός περιβαλλοντικών όρων και κατευθύνσεων για την αδειοδότηση των έργων που ενδεχομένως θα απαιτηθούν στη συνέχεια για την υλοποίησή του. Περαιτέρω, όσον αφορά το υποστάδιο των γεωφυσικών – σεισμικών διασκοπήσεων του υπεδάφους, για το οποίο δεν απαιτείται περιβαλλοντική αδειοδότηση, η προσβαλλόμενη προβλέπει, ως ελάχιστο περιεχόμενο του εκδοθησόμενου Περιβαλλοντικού Σχεδίου Δράσης, ειδικά μέτρα αντιμετώπισης των συνεπειών στα “κρίσιμα στοιχεία της θαλάσσιας οικολογίας” που ενδέχεται να επηρεασθούν από τις σεισμικές έρευνες, τέτοια δε μέτρα και ειδικές μελέτες προβλέπονται στην προσβαλλόμενη πράξη και για τα επόμενα των ερευνών αυτών στάδια, βάσει των προτάσεων της ΣΜΠΕ και των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διενεργηθεί η, αναγκαία για το παρόν στάδιο σχεδιασμού, εκτίμηση σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και ότι ο περί του αντιθέτου πρόσθετος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η ανωτέρω εκτίμηση στο επίπεδο του στρατηγικού σχεδιασμού δεν απαλλάσσει τη Διοίκηση από την υποχρέωση διενέργειας δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων στο στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των επιμέρους έργων που ενδέχεται να ακολουθήσουν, όπως λ.χ. της εκτέλεσης ερευνητικών και παραγωγικών γεωτρήσεων (σε συγκεκριμένες πλέον θέσεις, που θα αντιπροσωπεύουν ελάχιστη έκταση σε σχέση προς αυτήν των σεισμικών ερευνών), της τυχόν κατασκευής αγωγών μεταφοράς του κοιτάσματος ή της χωροθέτησης χερσαίων υποστηρικτικών εγκαταστάσεων. Και τούτο διότι, αφού συγκεκριμενοποιηθούν κατά τόπο και είδος, βάσει των αποτελεσμάτων των ερευνών, οι ασκηθησόμενες δραστηριότητες, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μπορούν να αξιολογηθούν καλύτερα στο επόμενο στάδιο της αδειοδότησης των οικείων έργων, ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη της εκτίμησης, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 παρ. 2 της οδηγίας 2001/42/ΕΕ.
Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη εκδόθηκε κατά παράβαση των προπαρατεθείσών διατάξεων του άρθρου 5 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και του άρθρου 6 της ΚΥΑ ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/2006, άλλως ότι εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα και παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι η ΣΜΠΕ δεν περιέχει τις πληροφορίες του Παραρτήματος I της ανωτέρω οδηγίας, ούτε εκείνες που ευλόγως απαιτούνται με βάση τις υφιστάμενες για την περιοχή του προγράμματος γνώσεις. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι η ΣΜΠΕ κατέγραψε ελλιπώς τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των περιοχών που ενδέχεται να επηρεασθούν σημαντικά και τα προβλήματα περιοχών που εμπίπτουν στο δίκτυο NATURA 2000, διότι ί) αποτύπωσε ανακριβώς 8, αναλυτικώς περιγραφόμενες στο δικόγραφο, γειτονικές περιοχές του δικτύου NATURA 2000, ως μη καταλαμβάνουσες θαλάσσιες εκτάσεις, και ii) δεν έλαβε υπόψη 12 επιπλέον γειτονικές περιοχές του δικτύου NATURA 2000 [πέραν δηλαδή των 42 καταγεγραμμένων στη ΣΜΠΕ], 2 εκ των οποίων βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των 10 χλμ. από την περιοχή στην οποία αφορά το πρόγραμμα.
Όπως συνομολογούν η Διοίκηση και η παρεμβαίνουσα, η ΣΜΠΕ αναφέρει εσφαλμένως ότι 7 από τις 42 γειτονικές περιοχές του δικτύου NATURA 2000 που καταγράφει δεν περιλαμβάνουν θαλάσσιες εκτάσεις. Ωστόσο, πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά, την έκταση, τη μορφή και τα προστατευόμενα είδη κάθε περιοχής NATURA περιέχονται στα δημοσιευθέντα Τυποποιημένα Δελτία Δεδομένων (Standard Data Form), επιπλέον δε, η ΣΜΠΕ αναφέρει τον κωδικό, την κατηγορία (ΕΖΔ/ΖΕΠ) αλλά και την ονομασία των προστατευόμενων περιοχών [π.χ. “… και θαλάσσια ζώνη”, “… και θαλάσσια περιοχή”, λιμνοθάλασσα, όρμος, κόλπος], στοιχεία από τα οποία προκύπτει σαφώς ότι αυτές περιέχουν και θαλάσσια έκταση. Ως εκ τούτου, η ανακριβής αυτή παρουσίαση των 7 περιοχών NATURA 2000 ως αμιγώς χερσαίων, στην οικεία στήλη του πίνακα 7-13 της ΣΜΠΕ, δεν ασκεί επιρροή στην ορθή εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του προγράμματος επί των περιοχών αυτών. Εξάλλου, παρατηρείται ότι οι αιτούντες δεν προβάλλουν ειδικότερο ισχυρισμό σε σχέση με την επίδραση που άσκησε η παραδρομή αυτή στην πληρότητα της μελέτης και, κατ’ επέκταση, στη νομιμότητα της περιβαλλοντικής εκτίμησης του προγράμματος. Τέλος, ειδικώς καθ’ όσον αφορά την ΕΖΔ με κωδικό GR 300010 “Νησίδες Κυθήρων,…”, η ΣΜΠΕ αναφέρει ότι αυτή περιλαμβάνει θαλάσσια έκταση, άρα δεν τίθεται ζήτημα ανακριβούς αποτύπωσης αυτής. Κατόπιν τούτου, η προεκτεθείσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί κατά το πρώτο σκέλος της.
Ο πρόσθετος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος και κατά το μέρος που προβάλλεται ότι η ΣΜΠΕ και η προσβαλλόμενη δεν κατέγραψαν – και δεν έλαβαν, κατά συνέπεια, υπόψη – 12 επιπλέον, αναλυτικά περιγραφόμενες στο δικόγραφο, γειτονικές περιοχές του δικτύου NATURA 2000, 2 εκ των οποίων βρίσκονται μάλιστα σε απόσταση μικρότερη των 10 χλμ. Τούτο, διότι ο λόγος αυτός πλήσσει απαραδέκτως, το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, την ουσιαστική εκτίμηση των μελετητών της ΣΜΠΕ ως προς τις περιοχές Natura 2000 πέριξ των επίμαχων θαλάσσιων περιοχών που είναι δυνατόν να επηρεασθούν από την υλοποίηση του προγράμματος και στηρίζεται σε στοιχείο μη υποβληθέν κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης αλλά προσκομιζόμενο το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι σε κριτική επισκόπηση της ΣΜΠΕ που έχει συνταχθεί τον Απρίλιο του 2020 (μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης) από αλλοδαπή εταιρεία περιβαλλοντικής εκτίμησης. Επίσης, όπως βεβαιώνει η Διοίκηση, οι 2 περιοχές NATURA στις οποίες εστιάζουν τα αιτούντα ως απέχουσες ελάχιστη απόσταση από την έκταση του προγράμματος δεν απέχουν απόσταση μικρότερη των 10 χλμ. (ώστε να είναι ενδεχομένως προφανές ότι επηρεάζονται), αλλά η μεν περιοχή με κωδικό GR4320003 [Νήσος Χρυσή] απέχει περίπου 163 χλμ. από το πλησιέστερο όριο της περιοχής «Νοτιοδυτικά Κρήτης» [και όχι 3 χλμ., όπως προβάλλεται], η δε περιοχή με κωδικό GR4320008 [Νήσος Κουφονήσι και παράκτια θαλάσσια ζώνη], απέχει περίπου 203 χιλιόμετρα από το-πλησιέστερο όριο της ίδιας περιοχής [και όχι 8 χλμ.]. Κατά συνέπεια, ο πρόσθετος λόγος πρέπει να απορριφθεί και ως προς το δεύτερο σκέλος του.
Η επιλογή του τρόπου και της μεθόδου μεταφοράς των υδρογονανθράκων εξαρτάται απο άγνωστους στην παρούσα φάση παράγοντες, δηλαδή από το είδος (φυσικό αέριο ή πετρέλαιο), τα χαρακτηριστικά, το μέγεθος του κοιτάσματος, τη θέση και το βάθος ανεύρεσής του, την απόσταση από την ακτή κ.ο.κ., και ότι, ως εκ τούτου, το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να αξιολογηθεί στο παρόν στάδιο εκτίμησης των περιβαλλοντικών συνεπειών του επίδικου προγράμματος, αλλά στο επόμενο στάδιο της αδειοδότησης των οικείων έργων και δραστηριοτήτων. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος με τον οποίον προβάλλεται ότι η ΣΜΠΕ είναι ελλιπής και η προσβαλλόμενη μη νόμιμη, λόγω της παράλειψης περιγραφής του τρόπου μεταφοράς και εκτίμησης των επιπτώσεων της ειδικότερης αυτής δραστηριότητας στο περιβάλλον.
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ΣΜΠΕ, στη μελέτη καταγράφονται αναλυτικά οι χερσαίες και παράκτιες προστατευόμενες περιοχές που ευρίσκονται πλησίον των θαλάσσιων περιοχών του επίδικου προγράμματος και μελετώνται οι συνέπειες της εφαρμογής του [και] στις περιοχές αυτές, όπως, ειδικότερα, οι επιπτώσεις στην παράκτια βιοποικιλότητα ανά υποστάδιο του προγράμματος και ιδίως αυτές που θα προκόψουν λόγω διαρροής υδρογονανθράκων, χημικών, επεξεργασμένου ή ανεπεξέργαστου νερού και λοιπών απορροών. Οι επιπτώσεις αξιολογούνται είτε ως μη σημαντικές, είτε, στην περίπτωση άτυχηματικής διαρροής, ως σημαντικές, αλλά προτείνονται ειδικά μέτρα για την άμβλυνσή τους, επιπλέον δε, στην προσβαλλόμενη απόφαση έχουν περιληφθεί ειδικές προβλέψεις για την ελαχιστοποίησή τους. Απόδειξη, επίσης, της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδουν η ΣΜΠΕ και η προσβαλλόμενη πράξη στις προστατευόμενες περιοχές αποτελεί η υποχρέωση συνεκτίμησης της γειτνίασης της θέσης της γεώτρησης με περιοχές NATURA, θαλάσσιες ή χερσαίες, κατεύθυνση που δεσμεύει την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων που τυχόν θα εκδοθεί προς τούτο. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως σύμφωνα με τον οποίον η ΣΜΠΕ δεν προβαίνει σε καταγραφή και αξιολόγηση των επιπτώσεων που θα προκαλέσουν οι δραστηριότητες του επίδικου προγράμματος στις χερσαίες και τις παράκτιες προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, στο παρόν στάδιο ανάπτυξης του επίδικου προγράμματος, δεν ήταν αναγκαία η αναφορά των αγωγών, εγκαταστάσεων ηλεκτρικής τροφοδοσίας, λιμενικών εγκαταστάσεων και οδών πρόσβασης που τυχόν θα απαιτηθούν για την υλοποίηση του προγράμματος και η εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον· τούτο δεδομένου ότι το κρινόμενο πρόγραμμα, με το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενο, δεν αφορά έργα ή δραστηριότητες σε χερσαίες ή παράκτιες περιοχές ούτε, όπως παρατηρεί η παρεμβαίνουσα στο υπόμνημά της, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η κατασκευή έργων υποδομής για την ανάπτυξη του προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση, στο αναθεωρημένο Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο της Περιφέρειας Κρήτης περιλαμβάνεται ήδη η κατεύθυνση ότι, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του προγράμματος, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τρεις υφιστάμενοι λιμένες (άρθρο 14 παρ. 3) και προτείνεται να χωροθετηθούν m τυχόν απαιτούμενες χερσαίες εγκαταστάσεις κοντά σε συγκεκριμένα αστικά κέντρα. Κατά συνέπεια, αβάσιμος κρίνεται και ο ειδικότερος ισχυρισμός με τον οποίον προβάλλεται, ως πλημμέλεια της ΣΜΠΕ, ότι δεν αναφέρονται οι υποδομές του προγράμματος στις παράκτιες περιοχές.
Στη ΣΜΠΕ καταγράφονται οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη χλωρίδα [: φυτοπλαγκτόν, προκαρυωτικούς οργανισμούς, φυτικούς βενθικούς οργανισμούς] και την πανίδα [: θαλάσσια θηλαστικά, ορνιθοπανίδα, ζωοπλαγκτόν, βενθικούς οργανισμούς, ιχθυοπανίδα] του θαλάσσιου οικοσυστήματος που επηρεάζεται άμεσα και έμμεσα από την εφαρμογή του επίδικου προγράμματος, εκτιμώνται δεδομένα σχετικά με το ενδιαίτημα, τον πληθυσμό, τις απειλές και τα υπάρχοντα μέτρα διατήρησης για τα κητώδη και τις θαλάσσιες χελώνες, την ιχθυοπανίδα και την ορνιθοπανίδα, σε σχέση και με την περιοχή του έργου, καθώς και δεδομένα σχετικά με τη βενθική πανίδα, την πλαγκτονική πανίδα και χλωρίδα και τα ασπόνδυλα, μελετώνται οι επιπτώσεις των επιμέρους δραστηριοτήτων του προγράμματος και προτείνονται ειδικά μέτρα. Όπως αναφέρεται στη ΣΜΠΕ, λόγω της σημασίας των δύο θαλάσσιων περιοχών του προγράμματος [που αποτελούν μέρος της Ελληνικής Τάφρου] για την επιβίωση των βαθιά καταδυόμενων και απειλούμενων θαλάσσιων θηλαστικών και της φάλαινας φυσητήρα, ειδικώς προστατευόμενης από τη Συμφωνία ACCOBAMS, οι σοβαρότερες συνέπειες από τις σεισμικές έρευνες – οι οποίες μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς ιδιαίτερη περιβαλλοντική αδειοδότηση, μετά την έγκριση Περιβαλλοντικού Σχεδίου Δράσης [ΠΣΔ] – αφορούν τον υποθαλάσσιο θόρυβο που επηρεάζει τα είδη αυτά. Για το λόγο αυτό, η εξάπλωση, οι απειλές και οι κίνδυνοι για τα κητώδη, αλλά και για άλλα είδη [ιχθύες, θαλάσσια ασπόνδυλα, με διαχωρισμό σε κατ’ ιδίαν είδη – ομάδες ζώων], μελετώνται διεξοδικά στη ΣΜΠΕ και προβλέπονται στην προσβαλλόμενη πράξη ειδικά μέτρα προστασίας, τα οποία πρέπει να περιληφθούν και να εξειδικευθούν στο ΠΣΔ· τα μέτρα αυτά στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα, ενσωματώνουν τις απαιτήσεις της Συμφωνίας ACCOIMMS και, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης, αποτρέπουν την όχληση και κάθε πιθανή βλάβη όλων των κητωδών κατά τη διάρκεια των ηχοβολιστικών διασκοπήσεων του πυθμένα, ενώ, όσον αφορά τα άλλα θαλάσσια είδη, η προσβαλλόμενη προβλέπει ότι πρέπει να μελετηθεί, στο στάδιο του ΠΣΔ που προηγείται των σεισμικών ερευνών, αν τα ληφθέντα για τα κητώδη μέτρα είναι επαρκή ή αν απαιτείται η λήψη διαφορετικών ή επιπλέον μέτρων. Επίσης, στη ΣΜΠΕ μελετώνται επαρκώς και οι επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα, στα προστατευόμενα είδη αυτής και ιδίως σε όσα χρησιμοποιούν την περιοχή ως “μεταναστευτικό μονοπάτι”, και μελετώνται τρόποι αποφυγής της φωτορρύπανσης, που αποτελεί την κυριότερη όχληση των πτηνών κατά την εκτέλεση του προγράμματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, η στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση των συνεπειών του επίδικου προγράμματος δεν πάσχει εκ του ότι περιορίσθηκε στην εκτίμηση των ως άνω, σοβαρότερων, περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που ανακύπτουν ήδη κατά το πρώτο υποστάδιο των σεισμικών ερευνών, και δεν επεκτάθηκε στη διεξαγωγή ειδικότερης ανάλυσης για ζητήματα στα οποία η ΣΜΠΕ διαπίστωσε ότι υπάρχουν κενά στη γνώση, όπως για τα οικοσυστήματα του βυθού, τις βενθικές κοινωνίες, την ύπαρξη κοραλλιών σε αυτές κλπ. και για τα οποία προέβλεψε διεξαγωγή παρακολούθησης. Οι μελέτες αυτές επιτρεπτώς μετατίθενται στο επόμενο στάδιο της εκπόνησης ΜΠΕ και της έκδοσης ΑΕΠΟ για την επιλογή της συγκεκριμένης θέσης των γεωτρήσεων [ερευνητικών ή και εξορυκτικών, βλ. όρους 12.3 και 12.4], αφενός διότι, όπως αναφέρεται στη ΣΜΠΕ, στην περιοχή των 40.000 τετρ. χλμ. όπου προβλέπεται να διεξαχθούν οι σεισμικές έρευνες, το βάθος της θάλασσας είναι πολύ μεγάλο και η συλλογή επιπλέον στοιχείων παρίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής· αφετέρου δε διότι τα πρόσθετα αυτά ζητήματα μπορούν να αξιολογηθούν καλύτερα κατά την επιλογή της θέσης των γεωτρήσεων, που 0α αντιπροσωπεύουν ελάχιστο ποσοστό [1%] σε σχέση προς τη μείζονα έκταση των σεισμικών ερευνών, με σκοπό να αποφεύγεται η επικάλυψη της αξιολόγησης στα αλληλοδιάδοχα επίπεδα εκτίμησης (ΣΜΠΕ/ΜΠΕ). Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι, όπως και, κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός περί μη νόμιμου κατακερματισμού της εκτίμησης των επιπτώσεων του επίδικου προγράμματος.
Η προσβαλλόμενη πράξη προβαίνει στην περιβαλλοντική έγκριση του επίμαχου προγράμματος και προβλέπει τις γενικές κατευθύνσεις και τα μέτρα που απαιτούνται για την αποτροπή ή τον περιορισμό των συνεπειών του σε στρατηγικό επίπεδο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πολλά μέτρα που συντείνουν στην αποτροπή της ενόχλησης ή βλάβης προστατευόμενών ειδών. Για την προστασία των κητωδών, που αποτελούν τα κύρια είδη προστασίας της “περιοχής αυτής της Μεσογείου και μνημονεύονται και στο Παράρτημα IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, η προσβαλλόμενη θεσπίζει μέτρα και κατευθύνσεις για το υποστάδιο των σεισμικών ερευνών, τα οποία αφορούν τον έλεγχο της στάθμης θορύβου βάσης της περιοχής, τη βαθμιαία αύξηση της ακουστικής ισχύος, τη χρήση εξοπλισμού με την ελάχιστη απαραίτητη ακουστική ισχύ, για να μην προκληθεί τραύμα ή αλλαγή στη συμπεριφορά των ειδών, το σχεδιασμό και την επιλογή της πυκνότητας του πλέγματος της έρευνας ώστε οι γραμμές να συναντώνται κατ’ ελάχιστο με τις υποθαλάσσιες τάφρους και κατά τρόπον ώστε κάθε πιθανή όχληση στα είδη της περιοχής να είναι προσωρινή και μη συστηματική, την προτίμηση της χειμερινής περιόδου και όχι της περιόδου αναπαραγωγής τους, την εξειδίκευση, δια του ΠΣΔ, κατάλληλων “χρονικ[ών] και χωρικ[ών] παραμέτρ[ων]”, κατόπιν συνεργασίας με τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΝ και τους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, και εν γένει την “ανταπόκριση σε δεσμεύσεις και κατευθύνσεις διακρατικών συμβάσεων που έχει συνυπογράψει η Ελλάδα, όπως ιδίως η ACCOBAMS. Επίσης, στη ΣΜΠΕ του επίδικου προγράμματος προβλέπεται η χρήση συστημάτων “φυλακών χελωνών” στα σεισμικά σκάφη, για την αποφυγή του κινδύνου παγίδευσης θαλάσσιων χελωνών. Ως προς την προστατευόμενη ορνιθοπανίδα, η ΣΜΠΕ προβλέπει μετριασμό της φωταγώγησης κατά τις, χρονικά προσδιοριζόμενες, μεταναστευτικές περιόδους σημαντικών ειδών, όπως του ασπροπάρη και του μαυροπετρίτη, αναφέρεται στα θαλασσοπούλια αι παραθέτει τεχνικές διαχείρισης του φωτισμού στην πλατφόρμα εξόρυξης, όπως είναι ο περιορισμός της διάχυσης και η προσαρμογή του μήκους κύματος του φωτός κατά τρόπον ώστε να γίνεται λιγότερο αντιληπτό από τα πτηνά, η επιλεκτική και όχι συνεχόμενη χρήση του και η χρήση αναλαμπόντων φανών. Περαιτέρω, στη ΣΜΠΕ και στην προσβαλλόμενη λαμβάνονται μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος από τη ρύπανση και τα ατυχήματα και μέτρα ασφαλείας, μέσω των οποίων προστατεύονται και τα είδη του Παραρτήματος IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και τα πτηνά της οδηγίας 2009/147/ΕΚ. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι στη ΣΜΠΕ και στην προσβαλλόμενη πράξη προβλέπονται ειδικά μέτρα προστασίας των ειδών των οδηγιών 92/43/ΕΟΚ και 2009/147/ΕΚ, ενώ, κατά τα λοιπά, απαραδέκτως αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης ως προς την καταλληλότητα, προσφορότητα και επάρκεια των μέτρων αυτών.
O λόγος κατά τον οποίον η ΣΜΠΕ αγνοεί 20 επιπλέον είδη πτηνών πέραν αυτών που καταγράφει, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήσσει την ουσιαστική εκτίμηση των μελετητών ως προς τα επηρεαζόμενα από το πρόγραμμα είδη, το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου και κατ’ επίκληση στοιχείου που δεν είχε υποβληθεί στη διαβούλευση, αλλά προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθούν όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι.
Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει το ως άνω άρθρο 21 του Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Βαρκελώνης και την υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει ειδικά προληπτικά μέτρα προστασίας από δραστηριότητες εξερεύνησης και εκμετάλλευσης του θαλάσσιου βυθού της Μεσογείου, όπως η κρινόμενη. Ωστόσο, η Διοίκηση προέβη στην εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του επίδικου προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και προέβλεψε μέτρα με σκοπό την πρόληψη, τη μείωση, την καταπολέμηση και τον έλεγχο της ρύπανσης από τις δραστηριότητες του προγράμματος. Τα μέτρα αυτά συνίστανται στην υποχρέωση τήρησης ν. 4409/2016 για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών, στην εκπόνηση σχεδίων έκτακτης ανάγκης και εκθέσεων μεγάλων κινδύνων, στην πρόβλεψη σύνταξης ειδικών μελετών για τη σεισμικότητα και τους γεωκινδύνους πριν από την περιβαλλοντική αδειοδότηση των έργων, στην πρόβλεψη για συστήματα ασφαλείας, λεπτομερή υπολογιστικά ομοιώματα διασποράς [για την περίπτωση διαρροής], κατάλληλο εξοπλισμό, μεθόδους, υλικά και προσωπικό, στην υποχρέωση εφαρμογής των διεθνών βέλτιστων πρακτικών στον τομέα των υδρογονανθράκων και επιλογής της καλύτερης δυνατής για το περιβάλλον λύσης, στην πρόβλεψη γεωτρητικών πλοίων με δυναμικό προσδιορισμό θέσης [προς μετριασμό των συνεπειών της παλιρροϊκής κίνησης ή του ανέμου], ζωνών αποκλεισμού γύρω από την πλατφόρμα εξόρυξης, προστατευτικών αναχωμάτων, πλοίων διπλού κύτους για τη μεταφορά καυσίμων, δεξαμενών συγκεκριμένου τύπου, χρήσης χημικών ουσιών χαμηλού κινδύνου, στην αποφυγή εξαερώσεων φυσικού αερίου κατά την παραγωγή, επεξεργασία και ανάλυση εκροών νερού, στην πρόβλεψη συστήματος αποτροπής εκρήξεων, παρακολούθησης πίεσης φρέατος, βαλβίδων στραγγαλισμού και αποκοπής της ροής, ώστε να συγκρατηθεί η εκροή αν η σωλήνωση σπάσει ή παρουσιάσει διαρροή, βαλβίδων που θα επιτρέψουν τη διακοπή της ροής μέσω τηλεχειρισμού, συστήματος σχεδιασμού άκρης πυρσού καύσης βάσει ΒΔΤ, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου που εκλύονται από το πεδίο εξόρυξης και οι επιπτώσεις στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, συστημάτων εντοπισμού διαρροών και προγράμματος συντήρησης και επιδιόρθωσης εξοπλισμού, διαδικασιών ανύψωσης εξοπλισμού μεγάλου βάρους, στην πρόβλεψη των χαρακτηριστικών της διατρητικής ιλύος και του τρόπου διάθεσης των αποβλήτων της γεώτρησης και των θρυμμάτων της, στην απαγόρευση απόρριψης άλλων υλικών ή ουσιών, στη σύνταξη σχεδίου διαχείρισης αποβλήτων και υδατικών πόρων και στον καθορισμό προγράμματος παρακολούθησης, τα μέτρα δε αυτά θα εξειδικευθούν έτι περαιτέρω στις ΜΠΕ και τις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων των επομένων σταδίων. Στο Κεφ. Β.ΙΙ.2 της προσβαλλόμενης πράξης μνημονεύεται ειδικώς το Πρωτόκολλο της Σύμβασης της Βαρκελώνης, ως ληπτέο υπόψη κατά το στάδιο του λεπτομερούς σχεδιασμού της γεώτρησης και παρέχονται κατευθύνσεις που θα συγκεκριμενοποιηθούν στο στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των γεωτρήσεων, ώστε να διασφαλισθεί η ικανοποιητική λειτουργία του συστήματος και να αποτραπεί η πιθανότητα ρύπανσης και ατυχήματος με επίπτωση στο περιβάλλον. Επομένως, ο λόγος περί παράβασης της ως άνω διάταξης του Πρωτοκόλλου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
H ως άνω Μονάδα Περιβάλλοντος δεν ορίζεται στην προσβαλλόμενη πράξη ως “αρμόδια αρχή” κατά την έννοια των άρθρων 8 της οδηγίας 2013/30/ΕΕ και 8 του ν. 4409/2016 ούτε της ανατίθενται αρμοδιότητες σε σχέση με την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων (π.χ. εκτίμηση εκθέσεων μεγάλων κινδύνων κ.ο.κ.) και, κατόπιν αυτού, αβασίμως προβάλλεται, ως πλημμέλεια των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης που αφορούν την εν λόγω Μονάδα, παράβαση των διατάξεων αυτών της οδηγίας και του νόμου. Περαιτέρω, στη Μονάδα αυτή δεν ανατίθενται, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν τα αιτούντα, ελεγκτικές αρμοδιότητες περιβαλλοντικού περιεχομένου, αλλά η “μέριμνα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων” του προγράμματος στο περιβάλλον, ο σχεδιασμός του προγράμματος παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και η διεξαγωγή της περιβαλλοντικής παρακολούθησης στην άμεση και στην ευρύτερη περιοχή εκτέλεσης των εργασιών, επιπλέον δε, στην προσβαλλόμενη πράξη προβλέπεται ότι τα αποτελέσματα της παρακολούθησης δημοσιοποιούνται, υπό τη μορφή ετήσιας έκθεσης, στην ιστοσελίδα της εν λόγω Μονάδας Περιβάλλοντος, και ότι παρέχεται η δυνατότητα στο ενδιαφερόμενο κοινό να εκφράσει τις απόψεις του επί των διαπιστώσεων και παρατηρήσεων αυτής. Οίκοθεν νοείται ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι πάγιες διατάξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας που θεσπίζουν υποχρέωση κρατικού ελέγχου κατά τη διάρκεια εκτέλεσης τιυν εργασιών του προγράμματος και προβλέπουν ειδικότερα : 1/ ότι “η αρμόδια αρχή και οι αρμόδιες ελεγκτικές περιβαλλοντικές αρχές σε κεντρικό, περιφερειακό και νομαρχιακό επίπεδο ελέγχουν την τήρηση των όρων και κατευθύνσεων που τίθενται στην απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. του σχεδίου ή προγράμματος” και II/ ότι “κάθε έργο ή δραστηριότητα κατηγορίας Α’ ή Β’ υπόκειται σε προληπτικές και τακτικές ή έκτακτες επιθεωρήσεις για τον έλεγχο της τήρησης των ΑΕΠΟ ή ΠΠΔ και της εν γένει περιβαλλοντικής νομοθεσίας”, ότι “αρμόδιες αρχές για τη διεξαγωγή περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων είναι: (α) η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος … για κάθε περίπτωση διενέργειας περιβαλλοντικής επιθεώρησης, (β) η αδειοδοτούσα αρχή για τις προληπτικές επιθεωρήσεις, κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, … (γ) οι αρμόδιες υπηρεσίες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Περιφερειών σε έργα και δραστηριότητες της χωρικής αρμοδιότητας τους, … (δ) τα Κλιμάκια Ελέγχου Ποιότητας Περιβάλλοντος σε έργα και δραστηριότητες της χωρικής αρμοδιότητας τους, … (ε) οι Περιβαλλοντικοί Ελεγκτές”, ότι όλα τα έργα και δραστηριότητες κατηγορίας Α’ εντάσσονται σε σχέδιο περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων που καταρτίζεται από την ΕΥΕ1Ί και ότι “βάσει των σχεδίων περιβαλλοντικής επιθεώρησης, η ΕΥΕΠ … καταρτίζει προγράμματα τακτικών περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, … μετά από συστηματική αξιολόγηση των περιβαλλοντικών κινδύνων, με βάση τα ακόλουθα τουλάχιστον κριτήρια: (αα) τις πιθανές και πραγματικές επιπτώσεις των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη … την ευαισθησία του τοπικού περιβάλλοντος και τον κίνδυνο ατυχημάτων”.
Σε κάθε περίπτωση, όπως προβλέπεται στην προσβαλλόμενη πράξη, η Μονάδα Περιβάλλοντος είναι “διακριτή” και “ανεξάρτητη από άλλες μονάδες του οργανογράμματος [του φορέα στον οποίο παραχωρείται το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων] που προσανατολίζονται σε καθήκοντα τεχνικού ή οικονομικού χαρακτήρα”, στελεχώνεται με επαρκές προσωπικό ειδικής κατάρτισης και διεξάγει την παρακολούθηση στον τόπο εκτέλεσης των εργασιών και στα λοιπά σημεία όπου επιβάλλεται η παρακολούθηση περιβαλλοντικών παραμέτρων, κατά τρόπον ώστε να μην δημειουργείται αμφιβολία ως προς τη δυνατότητα ανεξάρτητης και αποτελεσματικής, εκ μέρους των μελών της, παρακολούθησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του προγράμματος. Κατά συνέπεια, όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Μ. Σωτηροπούλου
Το πλήρες κείμενο της απόφασης θα αναρτηθεί αμέσως μετά την καθαρογραφή του από το Δικαστήριο.