ΣΤΕ 873/2020 [ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΑΕΠΟ ΓΙΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΛΑΤΟΜΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ]
Περίληψη
– Κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, τόσο του ν. 4014/2011, όσο και του ν. 1650/1986, στην περίπτωση της παρόδου χρόνου πέραν του ευλόγου µετά τη λήξη ισχύος της αρχικής ΑΕΠΟ, η ανανέωση περιβαλλοντικών όρων θεωρείται αρχική έγκριση αυτών, με όλες τις κατά νόµο συνέπειες, ασχέτως δηλ. αν επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση µε τις επιπτώσεις στο περιβάλλον ή ουσιώδεις µεταβολές των δεδοµένων, επί των οποίων στηρίχθηκε η αρχική έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Στην ειδική, όµως, περίπτωση κατά την οποία η προς ανανέωση ΑΕΠΟ δεν μπόρεσε να τύχει εφαρµογής λόγω δικαστικής εκκρεµότητας, συγκεκριµένα λόγω αναστολής εκτέλεσης, µε δικαστική απόφαση ή προσωρινή διαταγή, αυτής ή άλλης διοικητικής πράξης που είναι αναγκαία για την υλοποίησή της, καθόλη τη διάρκεια ισχύος της, η Διοίκηση µπορεί, κατ’ εξαίρεση, να παρατείνει την ισχύ της για όσο διάστηµα διήρκησε η αναστολή ισχύος της, χωρίς να παρίσταται στην περίπτωση αυτή, αναγκαία η έκδοση νέας ΑΕΠΟ ή η υποβολή φακέλου ανανέωσης αυτής. Τούτο διότι, σε αντίθετη περίπτωση η μεν αρχική πράξη δεν θα είχε ποτέ μπορέσει να παραγάγει τα έννομα αποτελέσματά της, ο δε δικαιούχος θα υφίστατο αναιτίως τις συνέπειες της παρατεινόμενης εκκρεμότητας. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ιδίως δε όταν έχει μεσολαβήσει µακρός χρόνος από την έκδοση της αρχικής πράξης, η Διοίκηση υποχρεούται, µε βάση τα διαθέσιµα στοιχεία (όπως ιδίως τη ΜΠΕ και τα λοιπά στοιχεία, βάσει των οποίων εκδόθηκε η αρχική ΑΕΠΟ, καθώς και στοιχεία για την υφιστάμενη κατάσταση, εντωμεταξύ διαμορφωθείσα του περιβάλλοντος) ή στοιχεία που καλείται να υποβάλει συμπληρωματικά ο ενδιαφερόμενος φορέας, να διατυπώσει ειδική αιτιολογηµένη κρίση περί του ότι δεν έχουν μεταβληθεί κατά τρόπο ουσιώδη οι συνθήκες που υπήρχαν και ελήφθησαν υπόψη κατά τον χρόνο έκδοσης της αρχικής ΑΕΠΟ, ούτε επέρχονται ουσιώδεις διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Εάν. αντιθέτως, διαπιστωθεί ουσιώδης µεταβολή των δεδοµένων, τότε απαιτείται η έγκριση νέων περιβαλλοντικών όρων κατόπιν τήρησης εξ αρχής της σχετικής διαδικασίας. Με τον τρόπο αυτόν ικανοποιείται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος αφενός με της ασφάλειας δικαίου που, κατ’ αρχήν, παρέχει η έκδοση μιας διοικητικής πράξεως μέχρι την τυχόν ακύρωσή της αφετέρου.
Η Διοίκηση εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη θεωρώντας ότι δύναται να αποφασίσει την αυτόματη ανανέωση ισχύος της αρχικής ΑΕΠΟ του επίδικου έργου αποκλειστικά για τον λόγο ότι δεν ήταν δυνατή η υλοποίησή της “για όσο χρόνο διαρκούσε γεγονός ανωτέρας βίας”, χωρίς να εξετάσει, όπως όφειλε, εάν μεσολάβησε ουσιώδης µεταβολή των συνθηκών, οπότε θᾳ απαιτείτο να τηρηθεί εξ αρχής η διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Για τον λόγο αυτό βασίμως προβαλλόµενο, η πρώτη προσβαλλόµενη πράξη είναι παράνομη και ακυρωτέα.
Με αυτά τα δεδοµένα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόµενη αίτηση και να ακυρωθεί η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω δε, µετά την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, καθίσταται ακυρωτέα και η επ’ αυτής ερειδόµενη σιωπηρή απόρριψη εκ µέρους του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας της προσφυγής νομιμότητας, κατ’ άρθρο 8 του ν. 3200/1955, που ασκήθηκε από την αιτούσα.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Ζ. Θεοδωρικάκου
Το πλήρες κείμενο της απόφασης θα αναρτηθεί αμέσως μετά την καθαρογραφή του από το Δικαστήριο.