ΣΤΕ 1668/2018 [ΝΟΜΙΜΟΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΥ ΑΙΓΙΑΛΟΥ ΣΤΟΝ ΛΑΓΑΝΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ]
Περίληψη
-Η πρόσκληση προς τα τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι νόμιμη καίτοι δεν απευθύνεται ονομαστικώς και προς τα αναπληρωματικά μέλη αυτών, διότι αυτονοήτως, αλλά και σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, τα μέλη των συλλογικών οργάνων που ορίζονται σ’ αυτά λόγω της ιδιότητάς τους ως προϊσταμένων υπηρεσιακών μονάδων νομίμως αναπληρώνονται, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, από τους αναπληρωτές τους στην κύρια θέση τους σύμφωνα με τις οργανικές διατάξεις κάθε υπηρεσίας. Εν όψει τούτων, η απουσία από την κρίσιμη συνεδρίαση του προϊσταμένου της πολεοδομικής υπηρεσίας Ζακύνθου ή του αναπληρωτή του, ανεξαρτήτως της τυχόν πειθαρχικής ευθύνης των εν λόγω υπαλλήλων, εν όψει και της επανειλημμένης, απουσίας τους κατά το παρελθόν, δεν καθιστά μη νόμιμη τη σύνθεση της Επιτροπής. Επομένως οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι κατά τη συνεδρίαση της 12,10.2005 η Επιτροπή καθορισμού δεν είχε νόμιμη σύνθεση διότι απούσιαζε ο προϊστάμενος της Πολεοδομίας Ζακύνθου και ο νόμιμος αναπληρωτής του, και m αυτοί δεν προκύπτει ότι προσκλήθηκαν νομίμους, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
-Σε περίπτωση χαράξεως το πρώτον αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού, τυχόν υφιστάμενα σχέδια πόλεως, τα οποία είχαν εγκριθεί χωρίς τη χάραξη τέτοιων γραμμών, δεσμεύουν την Επιτροπή μόνο ως προς τον καθορισμό της παραλίας, η οποία, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, δεν μπορεί να υπερβαίνει την εγκεκριμένη γραμμή δόμησης ενώ δεν δεσμεύουν την Επιτροπή ως προς τον καθορισμό αιγιαλού και παλαιού αιγιαλού. Τούτο διότι ο αιγιαλός, όπως και ο παλαιός αιγιαλός, είναι φυσικό φαινόμενο το οποίο δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας, όπως η παραλία, αλλά διαπιστώνεται και καθορίζεται εγκύρως με τη διαδικασία και τα όργανα που ορίζει ο νόμος. Δεν αποκλείεται πάντως από τις διατάξεις αυτές να συνεκτιμηθούν, για τον καθορισμό αιγιαλού και παλαιού αιγιαλού, και προϋφιστάμενα σχέδια πόλεως, εφ’ όσον όμως από συγκεκριμένα στοιχεία, όπως λ.χ, έκθεση καθορισμού της αρμόδιας επιτροπής, γνωμοδοτήσεις του Γ.Ε.Ν. κ.τ.ο., προκύπτει ότι κατά την έγκριση των εν λόγω σχεδίων ελήφθη υπ’ όψη η ύπαρξη αιγιαλού και παλαιού αιγιαλού. Τα αυτά ισχύουν, για την ταυτότητα του λόγου, και ως προς τις πράξεις εφαρμογής παρόμοιων σχεδίων. Από την από 12.10.2005 έκθεση καθορισμού συνάγεται ότι η Επιτροπή έλαβε μεν υπ’ όψη ότι στον οικισμό Λαγανά υφίσταται σχέδιο πόλεως, το οποίο έχει εφαρμοσθεί, πλην θεώρησε ότι δεν δεσμεύεται από τις σχετικές ρυθμίσεις διότι αυτές θεσπίσθηκαν πριν την ολοκλήρωση της χάραξης των οριογραμμών αιγιαλού και παραλίας. Η κρίση αυτή είναι νόμιμη, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε άλλωστε προβάλλεται, ότι κατά την έγκριση των * πράξεων ελήφθη υπ’ όψη η ύπαρξη αιγιαλού ή παλαιού αιγιαλού, δεδομένου μάλιστα ότι η σχετική διαδικασία ήταν εκκρεμής από μακρού και είχε διαπιστωθεί επανειλημμένως η ανάγκη άμεσης χαράξεως αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην περιοχή Λαγανά. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος της νομιμότητας της πολεοδομικής μελέτης η οποία, όπως και η προηγηθείσα οριοθέτηση του οικισμού, ως αφορώσες σε οικισμό παραλιακό, τουριστικό και εντός προστατευόμενης περιοχής, αναρμοδίως έχουν εγκριθεί με νομαρχιακή απόφαση και όχι, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα. Επομένως όλοι οι λόγοι με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
-Περίπτωση εξαιρέσεως οικιών ή κτισμάτων συντρέχει μόνο επί καθορισμού το πρώτον οριογραμμής αιγιαλού, και υπό την προϋπόθεση α) ότι πριν τη χάραξη υπήρξε διάβρωση του εδάφους, δηλαδή προώθηση της θάλασσας εντός της ξηράς, και β) ότι τα κτίσματα είχαν ανεγερθεί πριν τη διάβρωση, εκτός του τμήματος της ξηράς που κατακλυζόταν τότε από το μέγιστο χειμέριο κύμα. Συνεπώς δεν προβλέπεται εξαίρεση οικιών και κτισμάτων από τη χάραξη παλαιού αιγιαλού, δεδομένου ότι οι εφαρμοστέες επί καθορισμού παλαιού αιγιαλού διατάξεις δεν περιέχουν αντίστοιχη ρύθμιση. Δεν αποκλείεται πάντως η λήψη υπ’ όψη υφισταμένων κτισμάτων εφ’ όσον από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι κατά την έκδοση της σχετικής οικοδομικής άδειας η πολεοδομική αρχή εξέφερε αιτιολογημένη παρεμπίπτουσα κρίση ότι τα κτίσματα ανεγείρονται σε χώρο που δεν αποτελεί αιγιαλό ή παλαιό αιγιαλό. Εν όψει τούτων, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι έπρεπε να εξαιρεθούν τα κτίσματα του ξενοδοχείου της αιτούσας διότι αυτά έχουν ανεγερθεί με «νόμιμη οικοδομική άδεια», ανεξαρτήτως αν είναι ακριβής κατά την πραγματική του βάση, αφού η εν λόγω οικοδομική άδεια αφορά ορισμένα μόνο από τα υφιστάμενα κτίρια. Είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι δεν προκύπτει ότι κατά την έκδοση της εν λόγω οικοδομικής άδειας η πολεοδομική υπηρεσία ερεύνησε παρεμπιπτόντως την ύπαρξη παλαιού αιγιαλού στην περιοχή, παρά το ότι είχαν προηγηθεί η από 29.6.1984 έκθεση καθορισμού ορίων αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού της αρμόδιας Επιτροπής, στην οποία μετείχε ως μέλος η προϊστάμενη της Πολεοδομίας της Ν. Ζακύνθου. Η έλλειψη αυτή δεν αναπληρώνεται από το πρόχειρο σκαρίφημα επί του στελέχους της οικοδομικής άδειας, στο οποίο σημειώνεται απλώς η απόσταση ενός από τα τότε υφιστάμενα κτίρια από τη «θάλασσα», ενώ ο χώρος μεταξύ της «θάλασσας» και του ορίου του ακινήτου της αιτούσας χαρακτηρίζεται αορίστως ως «παραλία».
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Βασικές Σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισάγεται λόγω σπουδαιότητας στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, ζητείται η ακύρωση: 1) της αποφάσεως 30.300/12.4.2011 του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου με τίτλο «Καθορισμός οριογραμμών Αιγιαλού – Παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην περιοχή «Οικισμός Λαγανά» της Δημοτικής Κοινότητας Παντοκράτορα και Δημοτικής Κοινότητας Λιθακιάς του Δήμου Λαγανά Ν. Ζακύνθου» (Δ΄ 94/19.5.2011), και 2) της προηγηθείσας από 12.10.2005 εκθέσεως της Επιτροπής καθορισμού ορίων Αιγιαλού, Παραλίας και Παλαιού Αιγιαλού, καθ’ ο μέρος με τις πράξεις αυτές καθορίσθηκε παλαιός αιγιαλός εντός της ιδιοκτησίας της αιτούσας εταιρείας.
3. Επειδή, η έκθεση της Επιτροπής καθορισμού αιγιαλού και παραλίας προσβάλλεται απαραδέκτως διότι στερείται εκτελεστού χαρακτήρα ως υποκείμενη κατ’ άρθρο 5 παρ. 5 του ν. 2971/2001 σε κύρωση (ΣΕ 3398/2014, 4598/2011 κ.ά.).
4. Επειδή η αιτούσα εταιρεία, φερόμενη ως ιδιοκτήτρια ακινήτου εντός του οικισμού “Λαγανά”, τμήμα του οποίου, κατά τους ισχυρισμούς της, καταλαμβάνεται από τον καθορισθέντα παλαιό αιγιαλό, με έννομο συμφέρον ασκεί την υπό κρίση αίτηση (ΣΕ 3998/2014, 3094/2014).
5. Επειδή, η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως (δημοσίευση προσβαλλομένης στην ΕτΚ στις 19.5.2011, κατάθεση της αιτήσεως στις 23-8-2011, ήτοι εντός των θερινών δικαστικών διακοπών).
6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγρ. 1 και 2 του α.ν. 2344/1940 «περί αιγιαλού και παραλίας» (Α΄ 154), όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 719/1977 (Α΄ 301), ο καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού γίνεται από την οριζόμενη στην διάταξη αυτή επιτροπή (ήδη την Επιτροπή του άρθρου 100 του π.δ. 284/1988, Α΄ 128), επί τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος με την χάραξη ερυθράς γραμμής, η σχετική δε έκθεση της Επιτροπής με το διάγραμμα κυρώνονται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 3 του αν. νόμου. Περαιτέρω, η παρ. 3 του άρθρου 2 του ως άνω α.ν. ορίζει ότι «3. Εις περίπτωσιν καθ’ ην ένεκα προσχώσεων ή άλλων αιτίων είναι εμφανές, ότι, καθ’ ον χρόνον ενεργείται ο καθορισμός, ο αιγιαλός είναι διάφορος του εις το παρελθόν τοιούτου, εκ μαρτυρικών δε καταθέσεων μαρτύρων εξεταζομένων ενόρκως υπό της Επιτροπής ή εκ διαφόρων άλλων ενδείξεων δύναται να καθορισθή η παλαιά θέσις του αιγιαλού, η υφισταμένη μέχρι μεν του έτους 1884, εάν υφίστανται κατοχαί ιδιωτών, και πρότερον δε, εάν δεν υφίστανται τοιαύται, η Επιτροπή προβαίνει εις τον καθορισμόν του παλαιού αιγιαλού χαρασσομένης επί του διαγράμματος κυανής γραμμής». Εξ άλλου, στο άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του ίδιου α.ν. ορίζονται οι προϋποθέσεις καθορισμού παραλίας, στο δε άρθρο 6 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η οριογραμμή της παραλίας καθορίζεται από την ως άνω Επιτροπή (παρ. 1), η έκθεση της οποίας επικυρώνεται, μετά από σύμφωνη γνωμοδότηση του Γ.Ε.Ν., με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται μαζί με το σχετικό διάγραμμα στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (παράγρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 1078/80, Α’ 238).
7. Επειδή, ο α.ν. 2344/1940 αντικαταστάθηκε από τον
ν. 2971/2001 «Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 285), ο οποίος ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής: «Άρθρο 1. “Ορισμοί” 1. “Αιγιαλός” είναι η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της. 2. “Παραλία” είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα. 3. “Παλαιός αιγιαλός” είναι η ζώνη της ξηράς, που προέκυψε από τη μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα, οφείλεται σε φυσικές προσχώσεις ή τεχνικά έργα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλαιότερα υφιστάμενου αιγιαλού ….. Άρθρο 2. “Κυριότητα αιγιαλού, παραλίας … και χρησιμότητα αυτών” 1. Ο αιγιαλός, η παραλία … είναι πράγματα κοινόχρηστα και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται. 2. Η προστασία του οικοσυστήματος των ζωνών αυτών είναι ευθύνη του Κράτους. 3. Ο κύριος προορισμός των ζωνών αυτών είναι η ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση προς αυτές. Κατ’ εξαίρεση ο αιγιαλός, η παραλία … μπορούν να χρησιμεύσουν για κοινωφελείς περιβαλλοντικούς και πολιτιστικούς σκοπούς και για απλή χρήση της παραγράφου 1 του άρθρου 13, καθώς επίσης και για την εξυπηρέτηση υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. 4. Στον αιγιαλό, την παραλία … δεν επιτρέπεται η κατασκευή κτισμάτων και εν γένει κατασκευασμάτων, παρά μόνο για την επιδίωξη των σκοπών, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο. 5. Ο παλαιός αιγιαλός και η παλαιά όχθη ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και καταγράφονται ως δημόσια κτήματα. Άρθρο 3. “Επιτροπή καθορισμού αιγιαλού και παραλίας” 1. Ο καθορισμός των ορίων του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού γίνεται από Επιτροπή, η οποία συγκροτείται σε επίπεδο νομού με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών … 2… 3. …. 4….. Άρθρο 4 “Προδιαγραφές και διαγράμματα” [όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 του ν. 4281/2014 (Α΄ 160) και το άρθρο 27 του ν. 4321/2015 (Α΄ 32)] 1. Η οριογραμμή του αιγιαλού χαράσσεται από την Επιτροπή του άρθρου 3 ως πολυγωνική γραμμή πλησιέστερη στην πραγματική φυσική γραμμή και απεικονίζεται στο σχετικό διάγραμμα με ερυθρό χρώμα. Οι οριογραμμές της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού απεικονίζονται με κίτρινο και κυανούν χρώμα αντίστοιχα. Οι κορυφές των πολυγωνικών γραμμών έχουν ορθογώνιες συντεταγμένες εξαρτημένες από το τριγωνομετρικό δίκτυο της χώρας. 2. Η χάραξη γίνεται σε κτηματογραφικό υψομετρικό διάγραμμα, με κλίμακα τουλάχιστον 1:1000 στο οποίο αποτυπώνονται και τα όρια των περιλαμβανόμενων επί μέρους ιδιοκτησιών και οι εικαζόμενοι κύριοι αυτών. Το διάγραμμα αυτό είναι εξαρτημένο από το τριγωνομετρικό δίκτυο της χώρας, αναφέρεται σε μήκος ακτής τουλάχιστον πεντακοσίων (500) μέτρων ή περισσοτέρων, εφόσον το τμήμα που απομένει μέχρι το επόμενο καθορισμένο τμήμα δεν υπερβαίνει τα διακόσια (200) μέτρα. …, 3. Η Επιτροπή του άρθρου 3 παράλληλα με τη χάραξη των οριογραμμών συντάσσει υποχρεωτικά έκθεση, που συνοδεύεται από το σχετικό διάγραμμα. 4. …. Άρθρο 5 “Διαδικασία καθορισμού οριογραμμών αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού” [όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν. 3978/2011 (Α΄ 137) και την εν συνεχεία κατάργησή του με το άρθρο 11 ν. 4281/2014 (Α΄ 160)] 1. Εκτός της δυνατότητας της αυτεπάγγελτης κίνησης της διαδικασίας, όποιος ενδιαφέρεται για τον καθορισμό αιγιαλού και παραλίας, απευθύνεται στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία, η οποία μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την υποβολή σχετικής αίτησης ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο αν έχει ήδη γίνει καθορισμός. Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει ο καθορισμός αιγιαλού και παραλίας, ο ενδιαφερόμενος δύναται να υποβάλει στην Κτηματική Υπηρεσία αίτηση καθορισμού και τοπογραφικό διάγραμμα σύμφωνα με τις προδιαγραφές του άρθρου 4. , 2. …, 3. Η Επιτροπή καθορίζει τις οριογραμμές του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού εντός μηνός από την εισαγωγή της υπόθεσης σε αυτήν και συντάσσει σχετική έκθεση. Η Επιτροπή καθορίζει την παλαιά θέση του αιγιαλού, που υπήρχε μέχρι το έτος 1884 αν υφίστανται κατοχές ιδιωτών, αλλά και προγενέστερα εάν δεν υφίστανται τέτοιες κατοχές, εφόσον η θέση του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από ενδείξεις επί του εδάφους ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξαιρουμένων των μαρτυρικών καταθέσεων. 4…., . 5. Η έκθεση και το διάγραμμα επικυρώνονται, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.), με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και δημοσιεύονται μαζί με την επικυρωτική αυτή απόφαση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η παραπάνω σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν. διατυπώνεται το αργότερο εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών. Η έκθεση και το διάγραμμα αναρτώνται στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα του αρμόδιου κατά τόπο δήμου ή κοινότητας για τρεις (3) τουλάχιστον μήνες. Η ανάρτηση αποδεικνύεται από έκθεση του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας, η οποία αποστέλλεται εντός μηνός στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία. 6. Μετά την κατά την προηγούμενη παράγραφο δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μεταγράφεται μαζί με την έκθεση και το διάγραμμα με φροντίδα της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας στη μερίδα του Δημοσίου στα βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου …. 7. …, 8. …, 9. Σε περίπτωση εσφαλμένου καθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού ή της παραλίας επιτρέπεται ο επανακαθορισμός κατά τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Η διαδικασία για τον επανακαθορισμό κινείται είτε αυτεπαγγέλτως από την Κτηματική Υπηρεσία είτε ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου και προσκόμιση στοιχείων που να αποδεικνύουν το σφάλμα του πρώτου καθορισμού. Ο επανακαθορισμός της παραλίας, εφόσον συνεπάγεται μείωση της ζώνης της παραλίας που είχε αρχικώς καθορισθεί επιτρέπεται μόνον αν δεν έχει συντελεσθεί η σχετική αναγκαστική απαλλοτρίωση. 10. Η προηγούμενη παράγραφος έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα όρια του αιγιαλού, παλαιού αιγιαλού ή παραλίας έχουν καθοριστεί με βάση τον α.ν. 2344/1940. Άρθρο 6. «Στοιχεία για τον καθορισμό του παλαιού αιγιαλού» [όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 4281/2014] Η Επιτροπή αναζητά και συνεκτιμά όλα τα απαιτούμενα για την ακριβή οριοθέτηση του παλαιού αιγιαλού στοιχεία, τα οποία και παραθέτει στην έκθεσή της, ιδίως φυσικές ενδείξεις (όπως το αμμώδες, ελώδες ή βαλτώδες εκτάσεων συνεχομένων του αιγιαλού), αεροφωτογραφίες, χάρτες και διαγράμματα διαφόρων ετών, γεωλογικές μελέτες. Άρθρο 7 «Δημιουργία παραλίας, συνέπειες, περιορισμοί» [όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 11 του ν. 4281/2014 και στη συνέχεια με το άρθρο 27 του
ν. 4321/2015] 1. Η Επιτροπή του άρθρου 3 ταυτόχρονα με τον προσδιορισμό και τη χάραξη του αιγιαλού προσδιορίζει και την παραλία, εφόσον κρίνεται απαραίτητο για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της παραγράφου 2 του άρθρου 1. Η παραλία χαράσσεται στο ίδιο διάγραμμα για τον αιγιαλό με κίτρινη πολυγωνική γραμμή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4. 2. …, 3. …, 4. …, 5. Όπου υφίσταται σχέδιο πόλεως, η οριογραμμή της παραλίας δεν μπορεί να υπερβεί την εγκεκριμένη γραμμή δόμησης. Σε παραδοσιακούς οικισμούς η οριογραμμή της παραλίας δεν μπορεί να υπερβεί τη γραμμή δόμησης, όπως αυτή νομίμως έχει διαμορφωθεί. Σε πόλεις και οικισμούς που δημιουργήθηκαν πριν από το έτος 1923 ή έχουν πληθυσμό κάτω από 2.000 κατοίκους και στους οποίους δεν υπάρχει εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, η οριογραμμή της παραλίας δεν μπορεί να υπερβεί τη διαμορφωμένη γραμμή δόμησης, όπως αυτή νομίμως έχει διαμορφωθεί. … Κατά την έγκριση ή επέκταση σχεδίων πόλεων η γραμμή δόμησης σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει την οριογραμμή της παραλίας με την επιφύλαξη των περιπτώσεων, που αφορούν παραδοσιακούς οικισμούς ή διατηρητέα κτίσματα και κατασκευές. …. 6. …. 7. … Άρθρο 8 “Περιπτώσεις υποχρεωτικής χάραξης αιγιαλού παραλίας” : 1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 17, πριν από την έγκριση ή επέκταση του σχεδίου πόλης ή από οποιαδήποτε εκποίηση ή παραχώρηση δημόσιου κτήματος ή από την εκτέλεση λιμενικών, βιομηχανικών, τουριστικών και συγκοινωνιακών έργων ή από την έκδοση άδειας για οικοδομικές εργασίες, εφόσον οι πράξεις αυτές αναφέρονται σε ακίνητα, που απέχουν μέχρι εκατό (100) μέτρα από την ακτογραμμή, απαιτείται να γίνει, με ποινή ακυρότητας των πράξεων αυτών, ο καθορισμός του αιγιαλού και της παραλίας στην περιοχή αυτή….. 2. Για την έκδοση άδειας οικοδομής σε ακίνητα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο προσδιορίζεται, με ευθύνη του μηχανικού που υπογράφει τη μελέτη της άδειας, η ακριβής θέση του αιγιαλού σε αντίγραφο του τοπογραφικού διαγράμματος, που απαραίτητα συνοδεύει την αίτηση. 3. Προκειμένου για έκδοση οικοδομικής άδειας που αφορά τουριστικά έργα ή εγκαταστάσεις, ο καθορισμός του αιγιαλού και της παραλίας γίνεται εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης. Άρθρο 9 “Στοιχεία καθορισμού αιγιαλού και παραλίας”: 1. Η Επιτροπή για τη χάραξη της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας λαμβάνει υπόψη της ύστερα από αυτοψία τις φυσικές και λοιπές ενδείξεις, που επηρεάζουν το πλάτος του αιγιαλού και της παραλίας και ενδεικτικά: α) τη γεωμορφολογία του εδάφους, αναφορικά με κατηγορίες υψηλών και χαμηλών ακτών, τη σύστασή του, καθώς και το φυσικό όριο βλάστησης, β) την ύπαρξη, τα όρια και το είδος των παράκτιων φυσικών πόρων, γ) τα πορίσματα από την εκτίμηση των μετεωρολογικών στοιχείων της περιοχής, δ) τη μορφολογία του πυθμένα, ε) τον τομέα ανάπτυξης κυματισμού σε σχέση με το μέτωπο της ακτής, στ) την ύπαρξη τεχνικών έργων στην περιοχή, που νομίμως υφίστανται, ζ) τις τυχόν εγκεκριμένες χωροταξικές κατευθύνσεις και χρήσεις γης που επηρεάζουν την παράκτια ζώνη, η) την ύπαρξη δημόσιων κτημάτων κάθε κατηγορίας που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με την παράκτια ζώνη, θ) τυχόν υφιστάμενο Κτηματολόγιο και ι) την ύπαρξη ευπαθών οικοσυστημάτων και προστατευόμενων περιοχών. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων καθορίζονται οι προδιαγραφές και λοιπές λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου [βλ. συναφώς κ.υ.α. 089532/8205/Β0010/20.4.2005 “Στοιχεία καθορισμού αιγιαλού και παραλίας” (Β΄ 595)]. Άρθρο 10 “Απαλλοτρίωση ιδιωτικών κτημάτων – Αναγγελία δικαιωμάτων”: 1. Σε περίπτωση που ιδιώτες προβάλλουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί χώρων που χαρακτηρίστηκαν από την Επιτροπή του άρθρου 3 ότι ανήκουν στον αιγιαλό, τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται αναγκαστικώς απαλλοτριωθέντα υπέρ του Δημοσίου για να περιληφθούν στον αιγιαλό από και με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της έκθεσης της Επιτροπής μαζί με το διάγραμμα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 5. 2. Στους κυρίους των κτημάτων αυτών και σε αυτούς που αξιώνουν άλλα δικαιώματα σε αυτά, παρέχεται εξάμηνη προθεσμία από τη δημοσίευση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, εντός της οποίας οφείλουν να αναγγείλουν στον Υπουργό Οικονομικών τις αξιώσεις τους, υποβάλλοντας συγχρόνως και τους τίτλους, στους οποίους στηρίζουν τα δικαιώματα που προβάλλουν. 3. Ως προς τον καθορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης και την περαιτέρω διαδικασία απαλλοτρίωσης εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων…».
8. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2971/2001, όπως και με τις προγενέστερες διατάξεις του α.ν. 2344/1940, θεσπίζεται διοικητική διαδικασία για τον, κατά δέσμια αρμοδιότητα, καθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού ως φυσικού φαινομένου, δηλαδή της μέγιστης συνήθους αναβάσεως των κυμάτων σε δεδομένη χερσαία ζώνη. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να γίνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο, κατά τα δεδομένα της κοινής ή της επιστημονικής πείρας, μέσο, όπως είναι και η αυτοψία των μελών της οικείας επιτροπής καθορισμού ορίων (ΣΕ 4442, 2245, 1229//2014, 5516, 3912, 3906/2012, 4553/2011, 4513, 4479/2009, 3615/2007, 1508/2003 κ.ά.). Περαιτέρω με τις εν λόγω διατάξεις καθιερώνεται διοικητική διαδικασία οριοθέτησης και του παλαιού αιγιαλού, ο οποίος προκύπτει από τη μετατόπιση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα. Ειδικότερα, αν κατά τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού είναι φανερή, λόγω γεωφυσικών φαινομένων ή διεργασιών, όπως είναι οι προσχώσεις, ή άλλων αιτίων, η δημιουργία νέας χερσαίας ζώνης, με παράλληλη υποχώρηση της θάλασσας, η οικεία Επιτροπή προβαίνει στον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού βάσει των αναφερομένων στα άρθρα 5 και 6 του ν. 2971/2001 στοιχείων. Εν όψει της φύσεως του τμήματος αυτού της ξηράς ως ανεπίδεκτου κτήσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων όταν καταλαμβανόταν από τις μέγιστες συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων, μετά την επέκταση των ορίων της ακτογραμμής προς τη θάλασσα τούτο καθίσταται τμήμα της δημόσιας κτήσης. Λόγω του χαρακτήρα της αυτού, η ως άνω διαδικασία μπορεί κατ’ αρχήν να αναχθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά το παρελθόν. Ο νομοθέτης, όμως, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις του ως άνω καθορισμού σε διακατοχικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, θέσπισε ένα χρονικό όριο μέχρι του οποίου μπορεί να ανατρέξει η διαπίστωση αυτή. Ειδικότερα, εάν η νέα χερσαία ζώνη έχει δημιουργηθεί, στο σύνολό της, πριν από το έτος 1884, και στην έκταση μεταξύ του σημερινού και του ως άνω παλαιού αιγιαλού υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών πριν από το έτος αυτό, δεν μπορεί να καθορισθεί οριογραμμή παλαιού αιγιαλού και να δημιουργηθεί με τον τρόπο αυτό δημόσια κτήση. Εάν όμως δεν υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών έως το έτος 1884, τότε ο χρόνος αυτός δεν αποτελεί κρίσιμο, κατά νόμο, στοιχείο για τον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού και, συνεπώς, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται επακριβώς στην αιτιολογία της σχετικής διοικητικής πράξεως η χρονολογία δημιουργίας του παλαιού αιγιαλού (ΣΕ 4442, 3398/2014, 4496-4499, 3912, 3906/2012, 4553/2011, 1052/2010, 4513/2009, 1508/2003, 3941/2001, 2539/2000, 3153/1999, 2644/1999 κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων του ν. 2971/2001 η κρίση της Διοικήσεως για τη διαμόρφωση παλαιού αιγιαλού (και για τον χρόνο δημιουργίας του, εφ’ όσον είναι κρίσιμος κατά τα ανωτέρω), πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε ενδείξεις επιστημονικά τεκμηριωμένες ή σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξαιρουμένων, σε αντίθεση με όσα ίσχυαν υπό το καθεστώς του α.ν. 2344/1940, των μαρτυρικών καταθέσεων (ΣΕ 3398, 3345, 803, 706/2014, 4908/2013, 4499/2012, 4513/2009).
9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η ανάγκη καθορισμού αιγιαλού, παλαιού αιγιαλού και παραλίας στην περιοχή του Κόλπου Λαγανά της Ζακύνθου διαπιστώθηκε ήδη από το έτος 1966. Ειδικότερα, στην 252/23.9.1966 έκθεση του Επιθεωρητή Δημοσίων Κτημάτων Τριαντ. Ακρίδα προς τη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων αναφέρονται τα εξής: «… Η παραθαλασσία έκτασις αύτη κείται εις το νότιον άκρον της νήσου, εις απόστασιν οκτώ περίπου χιλιομέτρων από της πόλεως Ζακύνθου και εις τα όρια των Κοινοτήτων Παντοκράτορος και Καλαμακίου, είναι δε γνωστή υπό την ονομασίαν “Κόλπος Λαγανά”. Είναι αμμώδης, τω λόγω δε τούτω και ακαλλιέργητος, συνεχομένη των ορίων του αιγιαλού κατά μήκος της ακτής, υπολογιζομένη[ς] από 20 έως 200 μέτρα. Τμήματα της εκτάσεως ταύτης, καθ’ ο μέρος συνορεύει με κτήματα κατοίκων της Κοινότητος Παντοκράτορος, επεχείρησαν να καταλάβουν οι ιδιοκτήται παρακειμένων αγροτικών κτημάτων κατά το πρόσφατον παρελθόν και κυρίως αφ’ ης κατέστη εμφανής η μελλοντική αξιοποίησις της περιοχής από τουριστικής απόψεως, πρόβλεψις ήτις ήρχισεν υλοποιουμένη διά της αγοράς οικοπέδων προς ανέγερσιν κατοικιών, εξοχικών κέντρων και ξενοδοχείων. Έναντι της εκδηλωθείσης τάσεως ταύτης των ιδιοκτητών …, η κοινότης Παντοκράτορος διεξεδίκησε δι’ αγωγής της τα τμήματα της καταληφθείσης εκτάσεως, … Επί της αγωγής ταύτης δεν εδόθη συνέχεια, εξ αδυναμίας … να προσκομισθούν … διαγράμματα εφ’ ων να αποτυπούνται σαφέστατα τα όρια των καταληφθέντων τμημάτων. Ως αποτέλεσμα ματαιώσεως της δίκης εμφανίζεται ήδη οι ιδιοκτήται των ομόρων της παραλιακής εκτάσεως κτημάτων να πωλούν εις ιδιώτας, κατοίκους Αθηνών κατά το πλείστον, τμήματα ταύτης άνευ τίτλων ιδιοκτησίας, επικαλούμενοι εις τα συμβόλαια μεταβιβάσεως μόνον υπερ40ετή διακατοχήν και χρησικτησίαν, … Πρόκειται περί εγκαταλελειμμένης εκτάσεως … Την εγκατάλειψίν της και το μη δυνατόν της χρησιμοποιήσεώς της έκτοτε μαρτυρεί η φύσει διαμόρφωσις αυτής (αμμώδης, χέρσος και άγονος) …». Προς εξασφάλιση δε των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί της εκτάσεως αυτής προτείνεται με την ίδια έκθεση, «επειγόντως μάλιστα», μεταξύ άλλων, όπως «… α) καθορισθή η οριογραμμή του αιγιαλού εν τη περιοχή ταύτη, … Επειδή δε είναι προφανές ότι κατά το πλείστον μέρος η έκτασις αύτη προέρχεται εκ προσχώσεων, να καθορισθή υπό της κατά τον νόμον Επιτροπής και η παλαιά θέσις του αιγιαλού, β) … γ) διαταχθή ο Οικον. Έφορος να κοινοποιήση πρωτόκολλον καθορισμού αποζημιώσεως εις βάρος των αυθαιρέτως καταλαβόντων τμήματα της εκτάσεως από του έτους 1963, από του οποίου ήρχισαν εκδηλούμεναι τάσεις καταπατήσεως και εντεύθεν …». Η διαδικασία καθορισμού ξεκίνησε το ίδιο έτος (βλ. 53362/11.8.1966 έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ. προς τη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), πλην δεν ολοκληρώθηκε. Δεύτερη προσπάθεια καθορισμού ορίων αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού σημειώθηκε το έτος 1984 (βλ. από 29.6.1984 έκθεση καθορισμού της αρμόδιας Επιτροπής και έγγραφα 187.2/641/84/2178/26.10.1984 και 187.2/356/85/1260/11.7.1985 του Γ.Ε.Ν., με τα οποία διατυπώνεται η σύμφωνη γνώμη του επί του καθορισμού), πλην ούτε η προσπάθεια αυτή ολοκληρώθηκε. Το 1999 ξεκίνησε νέα διαδικασία καθορισμού αιγιαλού κ.λπ. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής η αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 3 του ν. 2971/2001 καθόρισε με την από 10-11.12.2002 έκθεσή της, κατόπιν αυτοψίας, τα όρια αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στη περιοχή «Οικισμός Λαγανά» του Δ.Δ. Παντοκράτορα και του Δ.Δ. Λιθακιάς Ν. Ζακύνθου επί τοπογραφικού, υψομετρικού και κτηματολογικού διαγράμματος (υπό κλίμακα 1: 1000) της Δ/νσης Φωτογραμμετρίας του Υ.ΠΕ.Χ.Ω.Δ.Ε., το οποίο θεωρήθηκε από τον προϊστάμενο της εν λόγω υπηρεσίας στις 15.1 και 25.7.2002. Για τον καθορισμό η Επιτροπή έλαβε υπ’ όψη, μεταξύ άλλων, τη σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν. (έγγραφα 187.2/356/85/Σχ.1260/ 11.7.1985 και Φ. 544.5/226/00/Σχ. 1297/7.8.2000). Επειδή όμως διαπιστώθηκε ότι για τον οικισμό «Λαγανά» υπήρχε εγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη [απόφαση Τ.Π. οικ.362/4.2.1988 του Νομάρχη Ζακύνθου (Δ΄ 159), όπως τροποποιήθηκε με την όμοια απόφαση 146/17.1.1992 (Δ΄ 116 )], η Κτηματική Υπηρεσία Ζακύνθου και η Περιφέρεια Ιονίων Νήσων ζήτησαν επανειλημμένως από την αρμόδια Δ/νση Πολεοδομίας της Ν. Α. Ζακύνθου να αποστείλει τα διαγράμματα της πολεοδομικής μελέτης του οικισμού Λαγανά, με αποτύπωση της ρυμοτομικής γραμμής και της γραμμής δόμησης προς τη θάλασσα, τα οποία τελικώς απεστάλησαν με το 3630/3.11.2003 έγγραφο της ανωτέρω υπηρεσίας. Κατά την επεξεργασία των διαγραμμάτων από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών διαπιστώθηκε ότι σε ορισμένα σημεία η γραμμή του αιγιαλού, όπως καθορίσθηκε από την αρμόδια Επιτροπή σύμφωνα με τις υποδείξεις του Γ.Ε.Ν., υπερβαίνει την εγκεκριμένη ρυμοτομική γραμμή, πλην το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ότι δεν ασκεί επιρροή, με την αιτιολογία ότι η γραμμή δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τη γραμμή αιγιαλού, αδιαφόρως αν αυτή έχει καθορισθεί ή όχι από την αρμόδια Επιτροπή, διότι ο αιγιαλός αποτελεί φυσικό φαινόμενο και διαμορφώνεται από την ίδια τη φύση, και επομένως η ύπαρξη εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, ανεξαρτήτως αν αυτό έχει εγκριθεί πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του νόμου περί αιγιαλού, δεν κωλύει τον καθορισμό αιγιαλού, σε περίπτωση δε που το σχέδιο πόλεως επεμβαίνει στη ζώνη του αιγιαλού πρέπει αυτό να τροποποιηθεί ώστε να εξαιρεθεί ο αιγιαλός (βλ. έγγραφο 1332/Β0010/26.3.2004 της Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών). Κατόπιν τούτου, η έκθεση της Επιτροπής και τα σχετικά διαγράμματα απεστάλησαν στον Δήμο Λαγανά για την κατά νόμο (άρθ. 5 παρ. 5 του ν. 2971/2001) ανάρτηση (βλ. έγγραφα 1191/15.9.2004 της Κτηματικής Υπηρεσίας και 3503/21.9.2004 του Δήμου Λαγανά με το από 20.9.2004 αποδεικτικό αναρτήσεως). Εν συνεχεία, μετά την σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν. (έγγραφο 544.5.268/05/15.3.2005), ο φάκελος διαβιβάσθηκε στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων προς έκδοση της πράξεως καθορισμού, πλην επεστράφη στην Επιτροπή προς διόρθωση των διαγραμμάτων, επειδή σε ορισμένα τμήματα η γραμμή παραλίας ταυτιζόταν με την ρυμοτομική γραμμή και ετοποθετείτο λανθασμένα μεταξύ θάλασσας και αιγιαλού (βλ. 5742/14.6.2005 έγγραφο του Γ.Γ.Π. Ιονίων Νήσων). Η Επιτροπή στη συνεδρίαση της 12.10.2005, αφού έλαβε υπόψη τη γεωμορφολογία του εδάφους, της ακτής και του πυθμένα, το γεγονός ότι η ευρύτερη περιοχή εμπίπτει στην προστατευόμενη περιοχή του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Ζακύνθου [Π.Δ. 1-22.12.1999 (Δ΄ 906), όπως ισχύει], την προηγούμενη από 10-11.12.2002 έκθεσή της, τις γνωμοδοτήσεις του Γ.Ε.Ν. και την μη ύπαρξη παλαιών διακατοχικών πράξεων, καθόρισε τα όρια αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού επί τοπογραφικού, υψομετρικού και κτηματολογικού διαγράμματος, το οποίο, μαζί με την έκθεση καθορισμού και την επακολουθήσασα σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν. (έγγραφο Φ. 544.5/611/06/13.6.2006), διαβιβάσθηκαν στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων προς έκδοση της πράξεως καθορισμού με το 835/20.7.2006 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Ζακύνθου, πλην ο φάκελος της υποθέσεως επεστράφη εκ νέου με το 12347/22.9.2006 έγγραφο του Γ.Γ.Π. Ιονίων Νήσων, προκειμένου να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή Καθορισμού η συνταχθείσα εν τω μεταξύ, για λογαριασμό του Δήμου Λαγανά, από Μαΐου 2006 γεωλογική μελέτη του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε.), την οποία απέστειλε στην Περιφέρεια ο Δήμος. Στην συνεδρίαση της 22.11.2006 η Επιτροπή έλαβε υπ’ όψη την εν λόγω μελέτη, πλην απέρριψε κατά πλειοψηφία την άποψη περί πλάτους του παλαιού αιγιαλού μέχρι 13 μέτρων, διότι από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε μεγαλύτερο πλάτος παλαιού αιγιαλού, ο δε φάκελος διαβιβάσθηκε αυθημερόν στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων προς έκδοση αποφάσεως. Με την από 30.11.2006 αίτηση-υπόμνημα προς τον Περιφερειάρχη Ιονίων Νήσων ιδιοκτήτες ακινήτων και τουριστικών επιχειρήσεων της περιοχής Λαγανά, μεταξύ των οποίων και η αιτούσα, επεσήμαναν πλημμέλειες που κατά την άποψή τους παρουσίαζε η έκθεση της Επιτροπής και ζήτησαν την μη επικύρωσή της και την επανεξέταση της υποθέσεως εν όψει και των πορισμάτων της μελέτης του Ι.Γ.Μ.Ε., με συμμετοχή και των ιδίων, πλην στην αίτηση αυτή δεν δόθηκε συνέχεια (βλ. 1009437/328/Β0010/25.1.2007 έγγραφο της προϊσταμένης της Δ/νσης Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών προς τους ενδιαφερομένους). Μετά την πάροδο τετραετίας περίπου, κατά την οποία ο φάκελος της υποθέσεως παρέμεινε σε εκκρεμότητα στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων (βλ. έγγραφα 1844/2-11-2007 και 988/30.7.2010 της Κτηματικής Υπηρεσίας Ζακύνθου, Δ.Υ. 3913/Β0010/9-6-2008 της Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με επισημάνσεις για την ανάγκη ταχείας περαίωσης της διαδικασίας), ο Γ.Γ.Π. Ιονίων Νήσων (έγγραφα 18347/29.9.2010, 21980/24.11.2010) και το Εθνικό Τυπογραφείο (έγγραφο Δ196902/17.11.2010), κατόπιν σχετικής παρατηρήσεως της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης, θεώρησαν ότι ο φάκελος πρέπει να επιστραφεί στην Επιτροπή προς «επικαιροποίηση» των τοπογραφικών διαγραμμάτων και της εκθέσεως καθορισμού λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη σύνταξή τους. Κατόπιν υποδείξεως της Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. έγγραφο 1136707/5989/ Β0010/ΠΕ/10-1-2011 αυτής), η Κτηματική Υπηρεσία Ζακύνθου με το 14/12.1.2011 έγγραφό της προς το Εθνικό Τυπογραφείο εξέφρασε την άποψη ότι δεν απαιτείται η σύνταξη νέας εκθέσεως και νέων διαγραμμάτων διότι δεν είχε μεταβληθεί η πραγματική κατάσταση στην περιοχή, η δε άποψη του Γ.Ε.Ν. παρέμενε αμετάβλητη από το 1985, επικαλέσθηκε δε και σχετική γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. (αριθ. 881/1991). Το Εθνικό Τυπογραφείο επέστρεψε και πάλι τον σχετικό φάκελο διότι εν τω μεταξύ ο Γ.Γ.Π. Ιονίων Νήσων έπαυσε να είναι αρμόδιος για την έκδοση της αποφάσεως εν όψει του νεώτερου
ν. 3852/2010, τελικώς δε εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση 30.300/12.4.2011 του Γ.Γ. Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου με την οποία επικυρώθηκε η από 12.10.2005 έκθεση της Επιτροπής (Δ΄ 94/19-5-2011).
10. Επειδή, ο ν. 2971/2001 ορίζει στο άρθρο 34 «Μεταβατικές και τελικές διατάξεις» ότι: «1… 2. Εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διατάξεις, οι εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν τον καθορισμό αιγιαλού και παραλίας, καθώς και συναφή θέματα. 3. Από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου καταργούνται ο Α.Ν. 2344/1940, το άρθρο 60 του Π.Δ. 11/12.11.1929 (ΦΕΚ 399 Α΄) “Περί Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων” ….», στο δε άρθρο 37 ότι «Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει: α Των διατάξεων του άρθρου 33 μετά την πάροδο ενός (1) μηνός από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως…, β. Των λοιπών διατάξεων, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
[:29.12.2001], εκτός και αν ορίζεται διαφορετικά από αυτές». Στην προκειμένη περίπτωση, τα διαγράμματα που συνοδεύουν τις από 10-11.12.2002 και 12.10.2005 εκθέσεις της Επιτροπής, καθώς και οι εν λόγω εκθέσεις, συντάχθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2971/2001 και με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, ο οποίος, όπως έχει κριθεί (ΣΕ 4908/2013), μετέβαλε ουσιωδώς τις τεχνικές προδιαγραφές για τη σύνταξη των διαγραμμάτων καθορισμού οριογραμμών αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού, που πρέπει να είναι εξαρτημένα από το τριγωνομετρικό δίκτυο της χώρας (άρθ. 4 παρ. 1). Με τα δεδομένα αυτά, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 2971/2001 η υπόθεση δεν ήταν «εκκρεμής» κατά την έννοια του άρθρου 34 παράγρ. 2 αυτού, και συνεπώς ορθώς εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις του νέου αυτού νόμου και όχι αυτές του α.ν. 2344/1940, αδιαφόρως αν παλαιότερα είχαν εκδηλωθεί ενέργειες της Διοικήσεως για τον καθορισμό αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην επίμαχη περιοχή, αφού αυτές δεν τελεσφόρησαν, ο δε λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (πρβλ. ΣΕ 4908/2013, 5506/2012, 3356/2008, 2859/2007, 490/2007).
11. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2971/2001, που παρατέθηκε στην 7η σκέψη, η Επιτροπή καθορισμού αιγιαλού κ.λπ. συγκροτείται σε επίπεδο νομού με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Εξ άλλου, με το π.δ. 551/1988 «Οργανισμός Νομαρχιών (Οργάνωση Οικονομικών Υπηρεσιών)» (Α΄ 259), οι Κτηματικές Υπηρεσίες, ως Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, είχαν ενταχθεί στις Νομαρχίες, οι οποίες αποτελούσαν τότε περιφερειακές μονάδες του Κράτους (βλ. άρθρα 1 και 9). Μετά το ν. 2218/1994 (Α΄ 90) και τη σύσταση των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων ως Ο.Τ.Α. δευτέρου βαθμού (ν.π.δ.δ.), περιήλθαν σε αυτές η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων νομαρχιακού επιπέδου, καθώς και όλες οι αρμοδιότητες των νομαρχών και των νομαρχιακών υπηρεσιών, με εξαίρεση τις αρμοδιότητες, μεταξύ άλλων, επί θεμάτων δημόσιας περιουσίας και τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Οικονομικών (άρθρο 3 παρ. 1) ενώ, με το άρθρο 39 παρ. 2 του ιδίου νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 6 παράγρ. 7 του ν. 2240/1994 (Α΄ 153) και 11 παρ. 2 του ν. 2325/1995 (Α΄ 153), ορίσθηκε ότι: «2. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού δημόσιες πολιτικές υπηρεσίες που συγκροτούν τη νομαρχία, καθώς και τα επαρχεία και οι διοικητικές τους υπηρεσίες, καταργούνται από την έναρξη της άσκησης των αρμοδιοτήτων από τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, εκτός από: α. … β. τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών». Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 2503/1997 (Α΄ 107) ορίσθηκε ότι «οι περιφερειακές υπηρεσίες των Υπουργείων Οικονομικών … σε επίπεδο νομού ή νομαρχίας δεν καταργούνται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και εξακολουθούν να αποτελούν υπηρεσίες των Υπουργείων Οικονομικών … αντίστοιχα». Τέλος, με το άρθρο 46 παρ. 21 του ν. 3220/2004 (Α΄ 15), ορίσθηκε ότι «Από 10.4.2004 αρμοδιότητες του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών οι οποίες ανήκαν ή είχαν μεταβιβασθεί στους Νομάρχες μέχρι την έναρξη λειτουργίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και αφορούν θέματα των Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που εξαιρέθηκαν από την κατάργηση με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του Ν. 2218/1994, περιέρχονται στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, εκτός των θεμάτων των Υ.Δ.Ε. (Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου)». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες της Κτηματικής Υπηρεσίας, ως νομαρχιακής – κρατικής υπηρεσίας, και του Νομάρχη, ως περιφερειακού κρατικού οργάνου, όπως ασκούντο πριν τη σύσταση των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, περιήλθαν βάσει του ν. 3220/2004 στην οικεία Περιφέρεια, ως αποκεντρωμένη μονάδα του Κράτους (ΣΕ 2075/2011), ειδικότερα δε η αρμοδιότητα συγκροτήσεως της Επιτροπής καθορισμού αιγιαλού κ.λπ. περιήλθε με το ν. 3220/2004 στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας ως κρατικό όργανο (ΣΕ 3094/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή καθορισμού συγκροτήθηκε με την απόφαση 12483/28.9.2004 του Γ.Γ.Π. Ιονίων Νήσων με τίτλο «Απόφαση Συγκρότησης Επιτροπής Καθορισμού Ορίων Αιγιαλού – Παραλίας… Νομού Ζακύνθου». Εν όψει των ήδη εκτεθέντων ο καθορισμός αυτός νομίμως έγινε από τον Γ.Γ.Π. και όχι από τον Υπουργό Οικονομικών, ο δε αντίθετος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος..
12. Επειδή, στο άρθρο 3 του ν. 2971/2001 ορίζεται ότι η Επιτροπή καθορισμού αιγιαλού κλπ «1. … αποτελείται από: α) τον προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας ως πρόεδρο, β) έναν μηχανικό της Κτηματικής Υπηρεσίας με ειδικότητα τοπογράφου ή πολιτικού μηχανικού …, γ) τον αρμόδιο Λιμενάρχη, δ) τον διευθυντή της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ε) τον διευθυντή Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της Γενικής Γραμματείας της Περιφέρειας. … 2. … 3. Η Επιτροπή συνεδριάζει με πρόσκληση του Προέδρου τακτικά μια φορά το μήνα και έκτακτα, προκειμένου να τηρείται η προθεσμία της παρ. 3 του άρθρου 5, είτε κατά τις ώρες λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών είτε σε άλλη ώρα. Το θέμα στην Επιτροπή εισηγείται ο Πρόεδρος. 4. …». Περαιτέρω, σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, για τη νόμιμη σύνθεση συλλογικού οργάνου της Διοικήσεως δεν αρκεί η παρουσία στη συνεδρίαση των μελών που αποτελούν τη νόμιμη απαρτία, αλλά απαιτείται να εξασφαλίζεται η δυνατότητα συμμετοχής όλων των τακτικών μελών, καθώς και των αναπληρωματικών, για την περίπτωση κωλύματος των πρώτων, με την έγκαιρη και έγγραφη πρόσκλησή τους, η οποία πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία προγενέστερα της συνεδριάσεως. Η τήρηση του τύπου αυτού δεν απαιτείται μόνον όταν η ημέρα συνεδριάσεως ορίσθηκε σε προγενέστερη συνεδρίαση, στην οποία μετείχαν όλα τα τακτικά μέλη, ή όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε τακτές και εκ των προτέρων καθορισμένες ημερομηνίες αποδεδειγμένα γνωστές σε όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου, καθώς και όταν υπάρχει αντικειμενική αδυναμία προσελεύσεως του μέλους στη συνεδρίαση, γνωστή εκ των προτέρων, ή όταν το μέλος έχει δηλώσει εγγράφως πριν από τη συνεδρίαση κώλυμα συμμετοχής του σε αυτή. Αν δεν έχει τηρηθεί ο τύπος αυτός και το συλλογικό όργανο συνεδριάσει χωρίς τη συμμετοχή τακτικού μέλους, η σχετική απόφαση είναι μη νόμιμη λόγω κακής συνθέσεως, είναι δε αδιάφορο το ότι τυχόν παρέστη το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος (ΣΕ 4647/2013, 327/2012, 1505/2005 7μ., 175/2002, 3598/2002 κ.α.). Σε αντιστοιχία με τη γενική αυτή αρχή, το άρθρο 14 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με τον ν. 2690/1999 (Α΄ 45), ορίζει τα εξής: «1. Το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στη σύνθεσή του μετέχουν, ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία) … 2. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων και καλεί τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν. Η πρόσκληση, η οποία περιλαμβάνει την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται, από το γραμματέα, στα μέλη του συλλογικού οργάνου τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη συνεδρίαση, μπορεί δε να γίνει και με τηλεφώνημα, τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον το γεγονός τούτο αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει χρονολογία και την υπογραφή του προσώπου που έκανε την πρόσκληση …. Πρόσκληση των μελών του συλλογικού οργάνου δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε ημερομηνίες τακτές, που ορίζονται με απόφασή του, η οποία και γνωστοποιείται στα μέλη του. Πρόσκληση δεν απαιτείται, επίσης, όταν μέλος έχει δηλώσει, πριν από τη συνεδρίαση, κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν ή όταν το κώλυμα τούτο είναι γνωστό στον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου. 3. Τα αναπληρωματικά μέλη καλούνται προς αναπλήρωση απόντων ή κωλυομένων μελών της ίδιας κατηγορίας, εκτός αν ο ορισμός τους δεν έχει γίνει κατά τέτοια αντιστοιχία. 4. Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει τακτικό μέλος το οποίο δεν είχε προσκληθεί, η συνεδρίαση είναι παράνομη. Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν, αντ’ αυτού, είχε μετάσχει το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. Αν υπήρξαν πλημμέλειες ως προς την κλήτευση μέλους, το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως αν αυτό είναι παρόν και δεν αντιλέγει για την πραγματοποίηση της συνεδρίασης. 5. …». Περαιτέρω, το άρθρο 8 του αυτού Κώδικα ορίζει ότι: «Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, τον προϊστάμενο οργανικής μονάδας δημόσιας αρχής αναπληρώνει ο ανώτερος κατά βαθμό προϊστάμενος των υποκείμενων σε αυτόν οργανικών μονάδων. Αν δεν υπάρχουν υποκείμενες οργανικές μονάδες, τον προϊστάμενο αναπληρώνει ο κατά βαθμό ανώτερος υπάλληλος της μονάδας. Σε περίπτωση ομοιοβάθμων, αναπληρωτής είναι ο προϊστάμενος ή ο υπάλληλος που έχει τον περισσότερο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό….». Στη συνέχεια, με την παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 2738/1999 «Ρύθμιση θεμάτων Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων … κλπ» (Α΄ 180) ορίσθηκε ότι: «Ο τρόπος και η διαδικασία αναπλήρωσης προϊσταμένων οργανικών μονάδων των δημοσίων υπηρεσιών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διέπεται αποκλειστικά από το άρθρο 97 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.», το δε άρθρο 97 του εν λόγω Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 (Α΄ 19), ορίζει ότι: «Άρθρο 97. Αναπλήρωση προϊσταμένων. 1. Τον προϊστάμενο, που απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνει στα καθήκοντά του ο ανώτερος κατά βαθμό προϊστάμενος των υποκείμενων οργανικών μονάδων και επί ομοιοβάθμων ο προϊστάμενος που έχει ασκήσει περισσότερο χρόνο καθήκοντα προϊσταμένου, με την προϋπόθεση ότι ανήκει σε κλάδο του οποίου οι υπάλληλοι προβλέπεται ότι μπορούν να προΐστανται, σύμφωνα με τις οικείες οργανικές διατάξεις. Το αρμόδιο για την τοποθέτηση προϊσταμένων όργανο μπορεί, τηρουμένου του προβαδίσματος των βαθμών, να ορίσει ως αναπληρωτή προϊσταμένου οργανικής μονάδας, που απουσιάζει ή κωλύεται, έναν από τους προϊσταμένους των υποκείμενων οργανικών μονάδων. 2. Αν δεν υπάρχουν υποκείμενες οργανικές μονάδες, τον προϊστάμενο αναπληρώνει στα καθήκοντά του ο ανώτερος κατά βαθμό υπάλληλος που υπηρετεί στην ίδια οργανική μονάδα, εφόσον ανήκει σε κλάδο του οποίου οι υπάλληλοι προβλέπεται ότι μπορούν να προΐστανται σύμφωνα με τις οικείες οργανικές διατάξεις. Αν υπηρετούν περισσότεροι υπάλληλοι με τον ίδιο βαθμό, αναπληρώνει αυτός που έχει περισσότερο χρόνο στο βαθμό ή αυτός που ορίζεται από τον προϊστάμενο της αμέσως υπερκείμενης μονάδας ή αρχής. 3. Το αρμόδιο για το διορισμό όργανο μπορεί με απόφασή του να ορίσει ως αναπληρωτή προϊσταμένου οργανικής μονάδας τον προϊστάμενο άλλης οργανικής μονάδας του ίδιου επιπέδου. 4. Όταν ο προϊστάμενος τμήματος ή αυτοτελούς γραφείου ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας απουσιάζει νομίμως από τα καθήκοντά του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών, επιλέγεται προσωρινός προϊστάμενος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 85. 5. ..».
13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την προαναφερθείσα 12483/28.9.2004 απόφαση του Γ.Γ.Π. Ιονίων Νήσων συγκροτήθηκε η Επιτροπή καθορισμού ορίων αιγιαλού και παραλίας της Ν. Α. Ζακύνθου, με μέλη: (α) τον Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας Ζακύνθου ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή τον νόμιμο αναπληρωτή του, (β) τον Προϊστάμενο της ΤΥΔΚ Νομού Ζακύνθου, με αναπληρωτή το νόμιμο αναπληρωτή του, (γ) τον Λιμενάρχη Ζακύνθου, με αναπληρωτή το νόμιμο αναπληρωτή του, (δ) τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ζακύνθου, με αναπληρωτή το νόμιμο αναπληρωτή του και (ε) τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων, με αναπληρωτή το νόμιμο αναπληρωτή του, με την δε 1737/13.6.2005 απόφαση του Νομάρχη Ζακύνθου ορίσθηκε ότι, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Ζακύνθου, χρέη αναπληρωτή προϊσταμένου θα εκτελεί η Μαριέττα Φαραού, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ αγρονόμων τοπογράφων μηχανικών. Με το έγγραφο 1336/22.9.2005 της Προέδρου της Επιτροπής, προϊσταμένης της Κτηματικής Υπηρεσίας Ζακύνθου, στο οποίο μνημονεύεται ρητώς η ανωτέρω απόφαση του Γ.Γ.Π. περί ορισμού τακτικών και αναπληρωματικών μελών, εκλήθησαν τα μέλη της Επιτροπής σε συνεδρίαση για τις 11 και 12 Οκτωβρίου 2005 με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην περιοχή Λαγανά, και με την επισήμανση ότι η παρουσία όλων των μελών είναι απαραίτητη διότι η συνεδρίαση της Επιτροπής είχε ήδη ματαιωθεί δύο φορές λόγω ελλείψεως απαρτίας (συνεδριάσεις της 30.7 και της 2.9.2005). Η πρόσκληση αυτή απεστάλη αυθημερόν (22.9.2005) και ώρα 13.47 στη Διεύθυνση Πολεοδομίας Ζακύνθου με τηλεομοιοτυπία και την επομένη με συστημένη επιστολή (βλ. σχετικό αποδεικτικό αποστολής και κατάσταση ΕΛ.ΤΑ.), περιήλθε δε στη ως άνω υπηρεσία στις 28.9.2005 (βλ. αντίγραφο της προσκλήσεως με αριθμό πρωτοκόλλου εισερχομένων 4567/28.09.2005 και χειρόγραφη επισημείωση «σε Φαραού» με την ίδια ημερομηνία και μονογραφή). Στο από 12.10.2005 πρακτικό της Επιτροπής καθορισμού αναφέρατι ότι κατά την οικεία συνεδρίαση απουσίαζε η προϊσταμένη της Δ/νσης Πολεοδομίας της Ν. Α. Ζακύνθου «… αν και είχε κληθεί νόμιμα, και δεν αναπληρώθηκε από τον νόμιμο αναπληρωτή της». Από τα ανωτέρω παρατεθέντα στοιχεία προκύπτει ότι η πρόσκληση προς την προϊσταμένη της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Ζακύνθου εστάλη και παρελήφθη νομίμως. Δεδομένου δε ότι η πράξη συγκροτήσεως της Επιτροπής, η οποία μνημονεύεται στην πρόσκληση, ορίζει ότι αναπληρωτές των τακτικών μελών είναι οι κατά νόμο αναπληρωτές τους, η πρόσκληση προς τα τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι νόμιμη καίτοι δεν απευθύνεται ονομαστικώς και προς τα αναπληρωματικά μέλη αυτών, διότι αυτονοήτως, αλλά και σύμφωνα με τον γενικό κανόνα που καθιερώνεται στο άρθρο 8 του Κ.Δ.Δ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 29 παρ. 2 του
ν. 2738/1999 και 97 του Κ.Δ.Υ. (ν. 2689/1999), τα μέλη των συλλογικών οργάνων που ορίζονται σ’ αυτά λόγω της ιδιότητάς τους ως προϊσταμένων υπηρεσιακών μονάδων νομίμως αναπληρώνονται, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, από τους αναπληρωτές τους στην κύρια θέση τους σύμφωνα με τις οργανικές διατάξεις κάθε υπηρεσίας (βλ. ΣΕ 3615/2007 7μ.). Εν όψει τούτων, η απουσία από την κρίσιμη συνεδρίαση του προϊσταμένου της πολεοδομικής υπηρεσίας Ζακύνθου ή του αναπληρωτή του, ανεξαρτήτως της τυχόν πειθαρχικής ευθύνης των εν λόγω υπαλλήλων, εν όψει και της επανειλημμένης απουσίας τους κατά το παρελθόν, δεν καθιστά μη νόμιμη τη σύνθεση της Επιτροπής. Επομένως οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι κατά τη συνεδρίαση της 12.10.2005 η Επιτροπή καθορισμού δεν είχε νόμιμη σύνθεση διότι απουσίαζε ο προϊστάμενος της Πολεοδομίας Ζακύνθου και ο νόμιμος αναπληρωτής του, και ότι αυτοί δεν προκύπτει ότι προσκλήθηκαν νομίμως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
14. Επειδή, στην από 12.10.2005 έκθεση της Επιτροπής αναφέρονται τα εξής: «… μεταβήκαμε επί τόπου και πραγματοποιήσαμε αυτοψία στην περιοχή «Οικισμού Λαγανά» του Δ.Δ. Παντοκράτορα και του Δ.Δ. Λιθακιάς του Δήμου Λαγανά Ν. Ζακύνθου και έχοντας υπόψη: Α. Το τοπογραφικό, υψομετρικό και κτηματολογικό διάγραμμα υπό κλίμακα 1: 1000… της Δ/νσης Φωτογραμμετρίας, της Υπηρεσίας Κτηματολογίου και χαρτογραφήσεων Ελλάδας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ [που] θεωρήθηκε από τον τοπογράφο μηχανικό Δ/ντη της παραπάνω Δ/νσης … Α. Ρεπούλη, αρχικά στις 15.1.2002 και την 27.7.2002 ως προς το τοπογραφικό υπόβαθρο που συντάχθηκε από αεροφωτογραφίες φωτοληψίας 5.4.1999, Β…, Γ. …, Δ. Τα στοιχεία καθορισμού αιγιαλού και παραλίας που προβλέπονται από το άρθρο 9 του ν. 2971/2001 και ειδικότερα: α. Την γεωμορφολογία του εδάφους για την οποία αναλυτικά αναφέρεται ότι: 1) Η μορφολογία της ακτής συνίσταται από χαλαρά ιζήματα (άμμος) που έχουν προκύψει από την εναπόθεση φερτών υλών και την αποσάθρωση – διάβρωση των μητρικών πετρωμάτων της ακτής και τις εκβολές χειμάρρων. 2) Της ακτής συνέχονται εκτάσεις με έδαφος αμμώδες, ακαλλιέργητες, εντός σχεδίου δόμησης με αρκετά μεγάλη δόμηση, με χρήση, κυρίως τουριστική. 3) Το φυσικό όριο βλάστησης συνίσταται από χαμηλή ποώδη βλάστηση. β. Το γεγονός ότι στη περιοχή δεν εντοπίσθηκαν παράκτιοι φυσικοί πόροι. γ. Τα πορίσματα από την εκτίμηση των μετεωρολογικών στοιχείων της περιοχής, ήτοι το γεγονός ότι η περιοχή προσβάλλεται από πολύ ισχυρούς ανέμους από Ν, ΝΑ διευθύνσεις. δ. Τη μορφολογία του πυθμένα ο οποίος συνίσταται από αμμώδη σύσταση και πολύ ήπιες κλίσεις με πολύ μικρά βάθη κοντά στην ακτή. ε. Τον τομέα ανάπτυξης κυματισμού σε σχέση με το μέτωπο της ακτής, που έχει ανάπτυγμα πελάγους προς νότια και νοτιοανατολική διεύθυνση τουλάχιστον 25 χιλιομέτρων, γεγονός που συμβάλλει στη δημιουργία μεγάλης έντασης κυματικού πεδίου. στ. Την μη ύπαρξη τεχνικών έργων στην περιοχή που νομίμως υφίστανται. ζ. Την ύπαρξη εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου και πολεοδομικής μελέτης στην περιοχή και το γεγονός ότι αυτά εγκρίθηκαν χωρίς την προηγούμενη (πριν την επικύρωσή τους), ολοκλήρωση της χάραξης των οριογραμμών του αιγιαλού και της παραλίας … [κ]αθώς και την ύπαρξη χωροταξικών κατευθύνσεων και χρήσεων γης που επηρεάζουν την παράκτια ζώνη. η. Τη μη ύπαρξη καταγεγραμμένων δημοσίων κτημάτων κάθε κατηγορίας που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με την παράκτια ζώνη. θ. Το γεγονός ότι δεν υφίσταται κτηματολόγιο. ι. Την ύπαρξη ευπαθών οικοσυστημάτων και προστατευόμενων περιοχών σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. «Χαρακτηρισμός χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών του κόλπου Λαγανά και νήσων Στροφάδων ως Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο και Χαρακτηρισμός ως περιφερειακής ζώνης του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου της χερσαίας έκτασης του δήμου Ζακύνθου (τέως…) Ν. Ζακύνθου» (ΦΕΚ 906 τ. Δ΄/22-12-1999), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα. Ε. Τα …. Φ. 544.5/226/00/Σχ.1297/7.8.2000, Φ.544.5/268/05/Σχ.1550/15.3.2005 και Φ.544.5/1029/05 Σχ.10024/22-9-2005 έγγραφα του ΓΕΝ. ΣΤ. Την από 10 και 11.12.2002 έκθεση επιτροπής καθορισμού των ορίων αιγιαλού και παραλίας για τον καθορισμό των ορίων αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην παραπάνω περιοχή…, Ζ…. Για τον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού λήφθηκαν επιπλέον, υπόψη τα στοιχεία του άρθρου 6 του ν. 2971/2001 και ειδικότερα η ύπαρξη εκτεταμένων αμμωδών εκτάσεων, με σχηματισμό αμμοθινών, χωρίς ύπαρξη διακατοχικών πράξεων, που προκύπτουν από αυτοψία και την επεξεργασία αεροφωτογραφιών, χαρτών και διαγραμμάτων διαφόρων ετών από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΓΕΝ σύμφωνα με την άποψή του, εκφρασμένη με τα … 187.2/356/85 Σχ.1260/11.7.1985 και … Φ. 544.5/226/00/Σχ.1297/7.8.2000 έγγραφά του, αποφασίζει: Καθορίζει, πάνω στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα, τις οριογραμμές του αιγιαλού, της παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην περιοχή «Οικισμού Λαγανά» … ως εξής: Α) Την οριογραμμή του αιγιαλού με κόκκινη συνεχή πολυγωνική γραμμή οριζόμενη από τα σημεία (κορυφές πολυγωνικής) 1α… 42, της οποίας οι κορυφές ορίζονται από το κρατικό τριγωνομετρικό δίκτυο, με τις ακόλουθες συντεταγμένες:….., Β) Την οριογραμμή της παραλίας με κίτρινη συνεχή πολυγωνική γραμμή οριζόμενη από τα σημεία (κορυφές πολυγωνικής) 1΄.. 22΄ προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι σκοποί της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου 2971/2001. Η οριογραμμή παραλίας απέχει από την οριογραμμή αιγιαλού σε σταθερή απόσταση 10,00 μέτρων και είναι παράλληλος σε αυτή καθ’ όλο το μήκος της, εκτός από τις περιπτώσεις της παρ. 5 του άρθρου 7 του Ν. 271/19-12-2001, όπου συμπίπτει με αυτήν της εγκεκριμένης ρυμοτομικής (πράσινης) γραμμής [ενν. προφανώς της οικοδομικής γραμμής, βλ. άρθ. 7 παρ. 5 του ν. 2971/2001]. Δεν καθορίζεται οριογραμμή και κατ’ επέκταση ζώνη παραλίας σε όσα τμήματα η ρυμοτομική [=οικοδομική] γραμμή χαράσσεται εντός της ζώνης του αιγιαλού. Εντός της ζώνης της παραλίας υπάρχουν κτίσματα τα οποία δεν εξαιρούνται. Γ) Την οριογραμμή του παλαιού αιγιαλού, με μπλε συνεχή πολυγωνική γραμμή οριζόμενη με τα στοιχεία (κορυφές πολυγωνικής) 1΄΄…19΄΄, με τις ακόλουθες συντεταγμένες ….. Ο καθορισμός των ανωτέρω οριογραμμών γίνεται για πρώτη φορά. Στο παραπάνω τοπογραφικό η ρυμοτομική γραμμή απεικονίζεται με πράσινο χρώμα…». Περαιτέρω, στο Φ.187/.2/356/85/11.7.1985 έγγραφο του Γ.Ε.Ν., το οποίο μνημονεύεται στην ανωτέρω έκθεση της Επιτροπής, αναφέρονται τα εξής: «… ειδικώτερα για τον καθορισμό ορίων παλαιού αιγιαλού ελήφθησαν υπόψη όλα τα υπάρχοντα γνωστά μέχρι την 26.10.84 στοιχεία και η οριοθέτηση του παλαιού αιγιαλού έγινε μετά από επιτόπια αυτοψία της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Π.Ν. και με την ομόφωνη απόφαση των εκπροσώπων της Υδρογραφικής Υπηρεσίας και των μελών της Επιτροπής… Για τα νέα στοιχεία … έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: α. Αεροφωτογραφία της περιοχής έτους 1934….: (1) Στη συνοδεύουσα την αεροφωτογραφία γνωμοδότηση του μηχανικού Γ. Μεταξά σωστά αναφέρεται ότι το πλάτος του αιγιαλού κυμαίνεται μεταξύ 20-40 μέτρων … Χαρακτηριστικά φαίνονται στην … αεροφωτογραφία, φωτοληψίας 1934, οι αμμώδεις ακαλλιέργητες εκτάσεις στο ανατολικό άκρο αυτής και οι οποίες έχουν οριοθετηθεί σαν παλαιός αιγιαλός. Επομένως και η αεροφωτογραφία του 1934 ενισχύει τις απόψεις της Υ.Υ. για την ύπαρξη παλαιού αιγιαλού. …. β. …. Η διαπίστωση ύπαρξης υπολειμμάτων καλλιέργειας αμπέλου, και η ύπαρξη ετησίων καλλιεργειών, δεν είναι αποδεικτικό στοιχείο για την μη ύπαρξη παλαιού αιγιαλού γιατί είναι γνωστό ότι τόσο η άμπελος όσο και τα πεπόνια (ξηρικά) ευδοκιμούν σε αμμώδες έδαφος. γ. … Κατά την αυτοψία της 26.6.84 από εκσκαφή στην περιοχή αυτή μεγάλης έκτασης και σε μεγάλο βάθος (αρνητικά υψόμετρα), διαπιστώθηκε ότι το υπέδαφός της είναι καθαρή άμμος και παρατηρήθηκε ύπαρξη θαλάσσιου νερού ως το επίπεδο της στάθμης της θάλασσας. Οι διαπιστώσεις αυτές σε συνδυασμό με τα λοιπά διατιθέμενα στοιχεία (αεροφωτογραφίες, παλαιοί χάρτες κλπ.) πιστοποιούν ότι η περιοχή αυτή υφίστατο την επίδραση της θαλάσσης, με αποτέλεσμα η θάλασσα να εκτοπισθεί σταδιακά από την άμμο που συσσωρεύτηκε από τη δυναμική ενέργεια των κυμάτων και του ανέμου. ε. …τίτλους ιδιοκτησίας προ του έτους 1884 δεν παρουσίασε κανένας από τους φερόμενους ιδιοκτήτες. Έτσι ο παλαιός αιγιαλός επεκτείνεται και για παλαιό αιγιαλό που σχηματίστηκε πριν το έτος αυτό… 3….. κάθε φερόμενος ιδιοκτήτης θα πρέπει να αποδείξει ιδιοκτησία στην κυριολεκτική της έννοια (νομή και κατοχή). Όπως παρατηρούμε όμως από τις αεροφωτογραφίες 1934, 1945 και 1956 στην περιοχή που καθορίστηκε σαν παλαιός αιγιαλός υπάρχουν άγονες αμμώδεις και ακαλλιέργητες εκτάσεις όπου ουδεμία διακατοχική πράξη υφίστατο, ενώ ιδιοκτησίες (περιφράξεις, καλλιέργειες, κτίσματα κλπ) αρχίζουν να εμφανίζονται τα τελευταία 20 χρόνια. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πλήρως τεκμηριωμένη και εμπεριστατωμένη έκθεση του Τριαντ. Ακρίδα, επιθεωρητή Δημ. Κτημάτων του Υπ. Οικονομικών που αναφέρεται στην κατάσταση της περιοχής το έτος 1966 όταν έκανε εκεί αυτοψία. 4. Μετά τα πιο πάνω εκτεθέντα, άποψη του ΓΕΝ είναι ότι …. η ύπαρξη αμιγών αμμωδών εκτάσεων αποτελεί σοβαρότατη ένδειξη παλαιού αιγιαλού…. εναπόκειται στους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες να αποδείξουν νομή και κατοχή με κάθε νόμιμο τρόπο…». Εξ άλλου, στην μνημονευθείσα από 23.9.1966 έκθεση του Επιθεωρητή Δημοσίων Κτημάτων, Τριαντ. Ακρίδα, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η επίμαχη παραθαλάσσια περιοχή είναι αμμώδης, εγκαταλελειμμένη και ακαλλιέργητη (χέρσος και άγονος), συνεχόμενη των ορίων του αιγιαλού κατά μήκος της ακτής, μήκους κατά προσέγγιση 6 χιλιομέτρων και σε βάθος από 20 έως 200 μέτρα, ότι τμήματα της εκτάσεως αυτής επιχείρησαν να καταλάβουν οι ιδιοκτήτες παρακείμενων αγροτικών κτημάτων στην αρχή της δεκαετίας του 1960, αφ’ ότου διεφάνη η μελλοντική αξιοποίηση της περιοχής από τουριστικής απόψεως, ότι ιδιοκτήτες κτημάτων όμορων της εκτάσεως εμφανίζονται να πωλούν σε ιδιώτες τμήματα αυτής χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας, επικαλούμενοι στα συμβόλαια μεταβιβάσεως μόνο υπερτεσσαρακονταετή διακατοχή και χρησικτησία, ενώ παρατηρούνται και καταπατήσεις τρίτων αγνώστων, και προτείνεται στη Διοίκηση να λάβει επειγόντως τα ενδεδειγμένα μέτρα προς εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, πρωτίστως δε να καθορισθεί η οριογραμμή του αιγιαλού στην περιοχή αυτή, καθώς και παλαιού αιγιαλού, επειδή είναι προφανές ότι η έκταση αυτή προέρχεται από προσχώσεις.
15. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3, 6 και 7 παρ. 5 του ν. 2971/2001, που παρατέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, προκύπτει ότι σε περίπτωση χαράξεως το πρώτον αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού, τυχόν υφιστάμενα σχέδια πόλεως, τα οποία είχαν εγκριθεί χωρίς τη χάραξη τέτοιων γραμμών, δεσμεύουν την Επιτροπή μόνο ως προς τον καθορισμό της παραλίας, η οποία, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, δεν μπορεί να υπερβαίνει την εγκεκριμένη γραμμή δόμησης (άρθ. 7 παράγρ. 5), ενώ δεν δεσμεύουν την Επιτροπή ως προς τον καθορισμό αιγιαλού και παλαιού αιγιαλού. Τούτο διότι ο αιγιαλός, όπως και ο παλαιός αιγιαλός, είναι φυσικό φαινόμενο το οποίο δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας, όπως η παραλία, αλλά διαπιστώνεται και καθορίζεται εγκύρως με τη διαδικασία και τα όργανα που ορίζει ο νόμος. Δεν αποκλείεται πάντως από τις διατάξεις αυτές να συνεκτιμηθούν, για τον καθορισμό αιγιαλού και παλαιού αιγιαλού, και προϋφιστάμενα σχέδια πόλεως, εφ’ όσον όμως από συγκεκριμένα στοιχεία, όπως λ.χ. έκθεση καθορισμού της αρμόδιας επιτροπής, γνωμοδοτήσεις του Γ.Ε.Ν. κ.τ.ο., προκύπτει ότι κατά την έγκριση των εν λόγω σχεδίων ελήφθη υπ’ όψη η ύπαρξη αιγιαλού και παλαιού αιγιαλού. Τα αυτά ισχύουν, για την ταυτότητα του λόγου, και ως προς τις πράξεις εφαρμογής παρόμοιων σχεδίων. Στην προκειμένη περίπτωση, από την από 12.10.2005 έκθεση καθορισμού συνάγεται ότι η Επιτροπή έλαβε μεν υπ’ όψη ότι στον οικισμό Λαγανά υφίσταται σχέδιο πόλεως, το οποίο έχει εφαρμοσθεί [βλ. απόφαση Τ.Π.οικ.362/4.2.1988 του Νομάρχη Ζακύνθου περί εγκρίσεως πολεοδομικής μελέτης (Δ΄ 159), όπως τροποποιήθηκε με την όμοια απόφαση 146/17.1.1992 (Δ΄ 116), και Π.οικ.564/1.3.1994 απόφαση της Νομάρχου Ζακύνθου περί κυρώσεως της 1/1994 πράξεως εφαρμογής], πλην θεώρησε ότι δεν δεσμεύεται από τις σχετικές ρυθμίσεις διότι αυτές θεσπίσθηκαν πριν την ολοκλήρωση της χάραξης των οριογραμμών αιγιαλού και παραλίας. Η κρίση αυτή είναι νόμιμη σύμφωνα με τα εκτεθέντα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε άλλωστε προβάλλεται, ότι κατά την έγκριση των ανωτέρω πράξεων ελήφθη υπ’ όψη η ύπαρξη αιγιαλού ή παλαιού αιγιαλού, δεδομένου μάλιστα ότι η σχετική διαδικασία ήταν εκκρεμής από μακρού και είχε διαπιστωθεί επανειλημμένως η ανάγκη άμεσης χαράξεως αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην περιοχή Λαγανά. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος της νομιμότητας της πολεοδομικής μελέτης η οποία, όπως και η προηγηθείσα οριοθέτηση του οικισμού, ως αφορώσες σε οικισμό παραλιακό, τουριστικό και εντός προστατευόμενης περιοχής, αναρμοδίως έχουν εγκριθεί με νομαρχιακή απόφαση και όχι, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα (άρθρα 24 παρ. 2 και 43 παρ. 2), με προεδρικό διάταγμα (ΣΕ 3661/2005 Ολομ., 2280/2004, 764/2006, 937/2008, 1998/2015 κ.ά.). Επομένως όλοι οι λόγοι με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
16. Επειδή, το άρθρου 5 του ν. 2971/2001 ορίζει στην παράγρ. 4 ότι: «Δεν μπορούν να περιληφθούν οικίες ή κτίσματα εντός της ζώνης του αιγιαλού, του οποίου για πρώτη φορά χαράσσεται η οριογραμμή, εφόσον έχει γίνει διάβρωση της ακτής πριν από τη χάραξη και τα κτίσματα είχαν ανεγερθεί πριν από τη διάβρωση και εκτός του τμήματος μέχρι του οποίου έφθανε άλλοτε η θάλασσα κατά τις μεγαλύτερες αλλά συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της. Τα κτίσματα αυτά δύνανται να απαλλοτριώνονται σύμφωνα με το άρθρο 7 του νόμου αυτού». Από τη διάταξη αυτή, η οποία αναφέρεται ειδικά στην χάραξη αιγιαλού, σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις του ίδιου άρθρου, που αναφέρονται και στον καθορισμό παραλίας και παλαιού αιγιαλού, προκύπτει ότι, μετά τον ν. 2971/2001, περίπτωση εξαιρέσεως οικιών ή κτισμάτων συντρέχει μόνο επί καθορισμού το πρώτον οριογραμμής αιγιαλού, και υπό την προϋπόθεση α) ότι πριν τη χάραξη υπήρξε διάβρωση του εδάφους, δηλαδή προώθηση της θάλασσας εντός της ξηράς, και β) ότι τα κτίσματα είχαν ανεγερθεί πριν τη διάβρωση, εκτός του τμήματος της ξηράς που κατακλυζόταν τότε από το μέγιστο χειμέριο κύμα. Συνεπώς δεν προβλέπεται εξαίρεση οικιών και κτισμάτων από τη χάραξη παλαιού αιγιαλού, δεδομένου ότι οι εφαρμοστέες επί καθορισμού παλαιού αιγιαλού διατάξεις (άρθρα 5 παρ. 3 και 6) δεν περιέχουν αντίστοιχη ρύθμιση, ούτε παραπέμπουν στο άρθρο 5 παρ. 4. Δεν αποκλείεται πάντως από τις διατάξεις αυτές η λήψη υπ’ όψη υφισταμένων κτισμάτων εφ’ όσον από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι κατά την έκδοση της σχετικής οικοδομικής άδειας η πολεοδομική αρχή εξέφερε αιτιολογημένη παρεμπίπτουσα κρίση ότι τα κτίσματα ανεγείρονται σε χώρο που δεν αποτελεί αιγιαλό ή παλαιό αιγιαλό (πρβλ. ΣΕ 1549/1994). Εν όψει τούτων, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι έπρεπε να εξαιρεθούν τα κτίσματα του ξενοδοχείου της αιτούσας διότι αυτά έχουν ανεγερθεί με «νόμιμη οικοδομική άδεια» (534/1986), ανεξαρτήτως αν είναι ακριβής κατά την πραγματική του βάση, αφού η εν λόγω οικοδομική άδεια αφορά ορισμένα μόνο από τα υφιστάμενα κτίρια (βλ. στέλεχος της άδειας σε συνδυασμό με το διάγραμμα της προσβαλλομένης και το από Ιουνίου 2010 διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Διον. Κόκλα που προσκομίζει η αιτούσα), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι δεν προκύπτει ότι κατά την έκδοση της εν λόγω οικοδομικής άδειας η πολεοδομική υπηρεσία ερεύνησε παρεμπιπτόντως την ύπαρξη παλαιού αιγιαλού στην περιοχή, παρά το ότι είχαν προηγηθεί η από 29.6.1984 έκθεση καθορισμού ορίων αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού της αρμόδιας Επιτροπής, στην οποία μετείχε ως μέλος η προϊσταμένη της Πολεοδομίας της Ν. Ζακύνθου, κατόπιν των 187.2/641/84/2178/26.10.1984 και 187.2/356/85/ 1260/11.7.1985 σύμφωνων γνωμοδοτήσεων του Γ.Ε.Ν. Η έλλειψη αυτή δεν αναπληρώνεται από το πρόχειρο σκαρίφημα επί του στελέχους της οικοδομικής άδειας 534/1986, στο οποίο σημειώνεται απλώς η απόσταση ενός από τα τότε υφιστάμενα κτίρια από τη «θάλασσα», ενώ ο χώρος μεταξύ της «θάλασσας» και του ορίου του ακινήτου της αιτούσας χαρακτηρίζεται αορίστως ως «παραλία».
17. Επειδή, με τον ν. 2308/1995 «Κτηματογράφηση για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου … κ.λπ.» (Α΄ 114), καθορίσθηκε η διαδικασία σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου. Η διαδικασία αρχίζει με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αποφάσεως του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία ορισμένη περιοχή κηρύσσεται υπό κτηματογράφηση (άρθρο 1). Ακολουθεί η υποβολή δηλώσεων από όσους έχουν εμπράγματα ή άλλα εγγραπτέα στα κτηματολογικά βιβλία δικαιώματα επί ακινήτων της υπό κτηματογράφηση περιοχής (άρθρο 2), η σύνταξη των προσωρινών κτηματολογικών διαγραμμάτων και πινάκων με βάση τα τοπογραφικά υπόβαθρα που διαθέτει ο Ο.Κ.Χ.Ε., τις υποβληθείσες δηλώσεις, τους συνυποβαλλομένους με αυτές τίτλους, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που συλλέγει ο Ο.Κ.Χ.Ε. από άλλες υπηρεσίες κ.λπ. (άρθρο 3) και η ανάρτηση των προσωρινών κτηματολογικών διαγραμμάτων και πινάκων (άρθρο 4). Στη συνέχεια, προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής ενστάσεων από όσους έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο (άρθρο 6), η εξέταση των ενστάσεων σε πρώτο βαθμό από τριμελή Επιτροπή (άρθρο 7), η μετά την εξέταση αυτή αναμόρφωση των προσωρινών κτηματολογικών διαγραμμάτων και πινάκων (άρθρο 8) και η δεύτερη ανάρτηση των στοιχείων της κτηματογραφήσεως (άρθρο 9), η υποβολή προσφυγών σε Δευτεροβάθμια Επιτροπή από τυχόν θιγομένους και η εκδίκαση αυτών (άρθρο 10), μετά την οποία χωρεί αναμόρφωση, από το αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο, των κτηματολογικών διαγραμμάτων και των κτηματολογικών πινάκων με βάση τις αποφάσεις της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής και η έκδοση από τον Ο.Κ.Χ.Ε. «διαπιστωτικής πράξης περαίωσης της όλης διαδικασίας κτηματογράφησης» (άρθρο 11). Στη συνέχεια, το Γραφείο Κτηματολογίου προβαίνει στις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία για όλα τα ακίνητα της περιοχής που κτηματογραφήθηκε, μετά την ολοκλήρωση των οποίων ακολουθεί ο καθορισμός ημερομηνίας οριστικοποίησης των εγγραφών (άρθρο 12). Ακολούθως, με τον ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο … κ.ά.» (Α΄ 275) ρυθμίσθηκαν ζητήματα σχετικά με την τήρηση του Εθνικού Κτηματολογίου, την λειτουργία των Κτηματολογικών Γραφείων και την μετάβαση από το σύστημα των μεταγραφών και υποθηκών στο σύστημα του κτηματολογίου, ορίσθηκε δε, μεταξύ άλλων, ότι οι πρώτες εγγραφές οριστικοποιούνται εφ’ όσον η ακρίβειά τους δεν αμφισβητηθεί εντός 7 ή 14 ετών κατά περίπτωση, και ότι μετά την οριστικοποίηση δημιουργείται αμάχητο τεκμήριο υπέρ των φερόμενων ως δικαιούχων των αντίστοιχων δικαιωμάτων (άρθ. 7). Στη συνέχεια, ο
ν. 2971/2001 στο άρθρο 32 με τίτλο «Μέτρα για την προστασία της δημόσιας περιουσίας, καθορισμός αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού σε περιοχές που κηρύσσονται υπό κτηματογράφηση» όρισε τα εξής: «1. Αν κηρυχθεί περιοχή υπό κτηματογράφηση, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2308/1995… η ανώνυμη εταιρεία ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. υποχρεούται να αποστείλει, πριν από την κατά το άρθρο 4 του άνω νόμου, πρώτη ανάρτηση των στοιχείων της Κτηματογράφησης και για το έγκυρο της ανάρτησης αυτής, στην αρμόδια ή τις αρμόδιες Κτηματικές Υπηρεσίες, στις οποίες υπάγεται η περιοχή αυτή, αντίγραφα των προσωρινών κτηματολογικών διαγραμμάτων και πινάκων (των άρθρων 3 και 4 του Ν. 2308/1995). 2. Σε περίπτωση που η περιοχή που κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση ή τμήμα αυτής βρέχεται από θάλασσα …, η υποχρέωση αποστολής κατά την παράγραφο 1 περιλαμβάνει και κτηματογραφικό – υψομετρικό διάγραμμα κλίμακας τουλάχιστον 1:1.000, που απεικονίζει παράκτια ή παρόχθια ζώνη πλάτους τριακοσίων (300) μέτρων προς την ξηρά. Το διάγραμμα αυτό εντός μηνός από την παραλαβή του ελέγχεται και θεωρείται με μέριμνα της Κτηματικής Υπηρεσίας και τίθεται υπόψη της Επιτροπής του άρθρου 3 στην πρώτη τακτική συνεδρίασή της για τον καθορισμό του αιγιαλού, της παραλίας και του τυχόν παλαιού αιγιαλού …. 3. …. 4. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως αν ο παλαιός αιγιαλός εκτείνεται σε μεγάλο βάθος προς την ξηρά και αποβαίνει δαπανηρή η απεικόνισή του με τις κλίμακες της παραγράφου 2, είναι δυνατή η χάραξή του σε διάγραμμα με κλίμακα τουλάχιστον 1:5.000. Για το διάγραμμα όμως του αιγιαλού και της παραλίας έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή οι κλίμακες της παραγράφου 2. 5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών (ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) και Οικονομικών ρυθμίζονται οι προδιαγραφές σύνταξης του κτηματογραφικού – υψομετρικού διαγράμματος των παραγράφων 2 και 4, … 6. …». Επακολούθησε ο
ν. 3127/2003 «Τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 … » (Α΄ 67). Με το άρθρο 1 παρ. 10 του νόμου αυτού προστέθηκε στον ν. 2308/1995 άρθρο 2α, οι διατάξεις του οποίου επαναλαμβάνουν τις διατάξεις των παρ. 2, 4 και 5 του άρθρου 32 του
ν. 2971/2001, με το δε άρθρο 3 παράγρ. 2 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι από τη δημοσίευσή του στην Ε.τ.Κ. καταργείται το άρθρο 32 του
ν. 2971/2001. Όπως έχει κριθεί, από το συνδυασμό των διατάξεων των
ν. 2308/1995 και 2664/1998 συνάγεται ότι με τη διαδικασία της κτηματογράφησης αποτυπώνεται απλώς και καταγράφεται η υφισταμένη κατάσταση των ακινήτων και των επ’ αυτών δικαιωμάτων με βάση τις δηλώσεις των ενδιαφερομένων και τις πληροφορίες που έχουν συλλεγεί, χωρίς πάντως να κρίνεται με την αποτύπωση και την καταγραφή αυτή το ζήτημα του ιδιοκτήτη των περί ων πρόκειται ακινήτων (ΣΕ 3829-32/1997 Ολομ., 1676/2012 7μ., 4279/2013). Όπως επίσης έχει κριθεί, ο καθορισμός των ορίων του αιγιαλού, του παλαιού αιγιαλού και της παραλίας γίνεται από τα όργανα και την αυτοτελή διαδικασία που προβλέπει ο ν. 2971/2001, χωρίς ανάμειξη των οργάνων που είναι αρμόδια για την συγκρότηση εθνικού κτηματολογίου (ΣΕ 1676/2012 7μ.).
18. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η πρώην Κοινότητα Παντοκράτορος, στην οποία υπαγόταν ο οικισμός Λαγανά, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση με την απόφαση 71155/4394/11.7.1995 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Δ΄ 635). Όπως προαναφέρθηκε, ο καθορισμός παλαιού αιγιαλού έγινε από την Επιτροπή επί τοπογραφικού, υψομετρικού και κτηματολογικού διαγράμματος, υπό κλίμακα 1: 1000, το οποίο διαβιβάσθηκε στην Κτηματική Υπηρεσία Ζακύνθου από την Δ/νση Φωτογραμμετρίας της Υπηρεσίας Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων της Ελλάδας, η οποία αρχικά αποτελούσε αυτοτελή δημόσια υπηρεσία υπαγομένη στο Υπουργείο ΠΕ.Χ.Ω.Δ.Ε. [άρθρα 6 παράγρ. 1 και 2 και 7 παράγρ. 1 περίπτ. β΄ του ν. 1647/1986 (Α΄ 141)], εν συνεχεία δε, με το άρθ 30 παρ. 1 περ. δ΄ του ν. 3882/2010 (Α΄ 166), υπήχθη στον Ο.Κ.Χ.Ε., ο οποίος είναι αρμόδιος για την σύνταξη του κτηματολογίου βάσει των στοιχείων που ορίζει ο νόμος. Στο τοπογραφικό αυτό διάγραμμα, το οποίο θεωρήθηκε νομίμως από τον προϊστάμενο της ανωτέρω Δ/νσεως, αποτυπώνεται λεπτομερώς το ακίνητο της αιτούσας και οι επ’ αυτού εγκαταστάσεις, η ακρίβεια δε της αποτυπώσεως δεν αμφισβητείται με την κρινόμενη αίτηση. Η διαδικασία της κτηματογράφησης ολοκληρώθηκε μετά την κρίσιμη συνεδρίαση της Επιτροπής (12.10.2005), με την έκδοση των αποφάσεων του Προέδρου του Ο.Κ.Χ.Ε. 372/5/8.5.2006 «Περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης στο Δημοτικό Διαμέρισμα Παντοκράτορος ….» και 373/5/10.5.2006 «Καταχώριση πρώτων εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο και έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου στο Δημοτικό Διαμέρισμα Παντοκράτορος …», που δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ Β΄ 627 της 18.5.2006, η ημερομηνία δε αυτή αποτελεί κατά νόμο και την ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή. Με τα ως άνω δεδομένα ελήφθησαν υπ’ όψη από την Επιτροπή τα διαθέσιμα μέχρι τη κρίσιμη συνεδρίαση (12.10.2005) κτηματολογικά στοιχεία, περαιτέρω δε ορθώς αναφέρεται στην έκθεση καθορισμού ότι κατά τον χρόνο αυτό δεν υφίστατο Κτηματολόγιο, υπό την έννοια, προδήλως, ότι δεν είχε περατωθεί ακόμη η διαδικασία κτηματογραφήσεως, η οποία περατώθηκε μεταγενεστέρως. Επομένως ο λόγος με τον οποίο, χωρίς να αμφισβητείται η αποτύπωση του ακινήτου και των κτιριακών εγκαταστάσεων της αιτούσας, προβάλλεται ότι κατά πλάνη περί τα πράγματα και κατά παράβαση του άρθρου 2α του ν. 2308/1995 η Επιτροπή δεν έλαβε υπ’ όψη το συνταχθέν από την αρμόδια υπηρεσία κτηματογραφικό διάγραμμα και το γεγονός ότι η περιοχή έχει ενταχθεί στο Κτηματολόγιο, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αβασίμως επίσης προβάλλεται παράβαση του άρθρου 9 παρ.1 εδαφ. θ΄ του ν. 2971/2001, προεχόντως διότι το άρθρο αυτό αφορά τον καθορισμό αιγιαλού και παραλίας, ο οποίος δεν πλήττεται με την κρινόμενη αίτηση. Περαιτέρω, το γεγονός ότι τον Μάϊο του 2006 περατώθηκε η διαδικασία κτηματογράφησης και άρχισε να ισχύει το Κτηματολόγιο στην συγκεκριμένη περιοχή και ότι το ακίνητο της αιτούσας καταχωρίσθηκε στο Κτηματολόγιο, δεν είναι κρίσιμα καθ’ εαυτά για τον καθορισμό του παλαιού αιγιαλού, εν όψει της εκτεθείσας αυτοτέλειας των δύο διαδικασιών, ούτε υποχρέωναν την Επιτροπή να επανεξετάσει αυτεπαγγέλτως τον γενόμενο καθορισμό, δεν προβάλλεται δε ούτε προκύπτει ότι με την ανωτέρω καταχώριση μεταβλήθηκαν τα πραγματικά δεδομένα του επίδικου ακινήτου σε σχέση με αυτά που έλαβε υπ’ όψη η Επιτροπή. Επομένως όλοι ο αντίθετοι λόγοι είναι απορριπτέοι. Τέλος οι ισχυρισμοί κατά τους οποίους η αιτούσα είναι, ή κατέστη κυρία του επίμαχου ακινήτου ως νεμόμενη αυτό επί τριακονταετία μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 3127/2003, το άρθρο 4 του οποίου ορίζει ότι ο νομέας ακινήτου εντός, μεταξύ άλλων, οριοθετημένου οικισμού κάτω των 2000 κατοίκων, θεωρείται υπό ορισμένες προϋποθέσεις κύριος αυτού έναντι του Δημοσίου, ανεξαρτήτως αν προβάλλονται παραδεκτώς το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι απορριπτέοι διότι πάντως δεν απεδείχθη κυριότητα της αιτούσας και των δικαιοπαρόχων της επί του επίδικου ακινήτου μέχρι το έτος 1884.
19. Επειδή, από την έκθεση καθορισμού και τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη στην οριοθέτηση του παλαιού αιγιαλού αφού έλαβε υπ’ όψη της νόμιμα στοιχεία κρίσεως, και δη τη γεωμορφολογία του εδάφους (αμμώδεις εκτάσεις προερχόμενες από την εναπόθεση φερτών υλών και την αποσάθρωση- διάβρωση των μητρικών πετρωμάτων από τις εκβολές χειμάρρων), το είδος της βλαστήσεως (χαμηλή ποώδης), την έλλειψη παράκτιων φυσικών πόρων, την ύπαρξη και την ένταση της δομήσεως, τα πορίσματα από την εκτίμηση των μετεωρολογικών στοιχείων της περιοχής (ισχυροί Ν –Ν.Α άνεμοι), τη μορφολογία του πυθμένα (αμμώδης σύσταση με πολύ ήπιες κλίσεις) και τον τομέα ανάπτυξης κυματισμού σε σχέση με το μέτωπο της ακτής (ανάπτυγμα 25 χλμ που συμβάλλει στη δημιουργία κυματικού πεδίου μεγάλης έντασης), καθώς και την ύπαρξη ειδικών διατάξεων για την προστασία της θαλάσσιας χελώνας caretta-caretta στην περιοχή του κόλπου του Λαγανά [π.δ. της 1-22.12.1999 (Δ΄ 906/99, διόρθ. Δ΄ 916/01) περί ιδρύσεως θαλάσσιου Πάρκου Λαγανά Ζακύνθου]. Με τα δεδομένα αυτά η κρίση της Επιτροπής αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς και ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων διαδοχικές γνωμοδοτήσεις του Γ.Ε.Ν., α/φ των ετών 1934, 1945 και 1956, εκθέσεις φωτοερμηνείας, παλαιοί χάρτες, επιτόπιες επισκέψεις και εκσκαφή της Υδρογραφικής Υπηρεσίας και έκθεση του Επιθεωρητή Δημοσίων Κτημάτων έτους 1966, σε συνδυασμό με την προσωπική αντίληψη των μελών της Επιτροπής κατόπιν αυτοψίας, δεν παρίσταται δε ως προϊόν πλάνης περί τα πράγματα. Επομένως οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται αναιτιολόγητο και πλάνη περί τα πράγματα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ η περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως της Διοικήσεως είναι απαράδεκτη. Ειδικότερα, αβασίμως προβάλλεται ότι δεν προηγήθηκε αυτοψία της επίμαχης περιοχής από την αρμόδια Επιτροπή, διότι στην από 12.10.2005 έκθεση καθορισμού βεβαιώνεται το αντίθετο. Περαιτέρω, αορίστως και πάντως εκ συμφέροντος τρίτου προβάλλεται η Επιτροπή δεν έλαβε υπ’ όψη οικοδομές και ξενοδοχεία που ανεγέρθηκαν στην περιοχή με νόμιμες άδειες, ενώ ανακριβώς προβάλλεται ότι δεν ελήφθη υπ’ όψη το ανεγερθέν βάσει της οικοδομικής άδειας 534/1986 ξενοδοχείο της αιτούσας, διότι στο τοπογραφικό διάγραμμα της προσβαλλομένης αποτυπώνονται λεπτομερώς οι ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις της αιτούσας, και μάλιστα πληρέστερα από ότι στο σκαρίφημα της οικοδομικής άδειας 534/1986, το διάγραμμα δε αυτό συμφωνεί και με το από Ιουνίου 2010 διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Διον. Κόκλα που προσκομίζει η αιτούσα (βλ. και σκέψη 16). Αβασίμως επίσης προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να καθορίσει τον χρόνο δημιουργίας του παλαιού αιγιαλού, διότι κατά τα εκτεθέντα στην 8η σκέψη η υποχρέωση αυτή ανακύπτει όταν υφίστανται πράξεις διακατοχής ιδιωτών μέχρι το 1884. Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν προκύπτει ότι η αιτούσα έθεσε υπ’ όψη της Επιτροπής συγκεκριμένα στοιχεία περί πράξεων νομής ή κατοχής του επίμαχου ακινήτου μέχρι το 1884, ούτε κατά τη διαδικασία αναρτήσεως της εκθέσεως καθορισμού και του διαγράμματος στον Δήμο Λαγανά (άρθ. 5 παρ. 5 ν. 2971/2001), η οποία αποσκοπεί ακριβώς στο να παράσχει τη δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να προσκομίσουν τίτλους ιδιοκτησίας και άλλα κρίσιμα κατά την άποψή τους στοιχεία για τα ακίνητά τους ούτε, έστω, με το από 30.11.2006 υπόμνημα επιχειρήσεων και φορέων της περιοχής, μεταξύ των οποίων και η αιτούσα, προς τον Περιφερειάρχη Ιονίων Νήσων, στο οποίο γίνεται απλώς επίκληση τίτλων ιδιοκτησίας και λοιπών στοιχείων των ενδιαφερομένων χωρίς εξειδίκευση για καθέναν από αυτούς. Εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία που επικαλείται η αιτούσα με την κρινόμενη αίτηση (τίτλοι ιδιοκτησίας ετών 1978 και 1965) ή προσκομίζει με το από 4.5.2011 σημείωμα (συμβολαιογραφική πράξη έτους 1987 περί συστάσεως ΑΕ με εισφορά του επίμαχου ακινήτου, απόσπασμα από 8.2.2011 κτηματολογικού διαγράμματος και εγγραφής στο Κτηματολόγιο, οικοδομική άδεια 534/2006 για την ανέγερση ξενοδοχείου, ειδικά σήματα λειτουργίας ετών 2003 και 2008), ανεξαρτήτως του παραδεκτού της επικλήσεως και προσκομιδής τους το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου (ΣΕ 4442/2014), δεν αποδεικνύουν πάντως διακατοχικές πράξεις πριν το 1965. Επομένως τα προβαλλόμενα περί διακατοχής του επίμαχου ακινήτου μέχρι ή και πριν το 1884 είναι απορριπτέα ως αναπόδεικτα, ενώ ο ισχυρισμός περί αδυναμίας προσκομιδής παλαιότερων τίτλων λόγω καταστροφής του Υποθηκοφυλακείου Ζακύνθου από τους σεισμούς του 1953 είναι αλυσιτελής, διότι η διακατοχή ακινήτου μπορεί να αποδειχθεί και με άλλα πρόσφορα μέσα, όπως λ.χ. στοιχεία περί καλλιέργειας και εν γένει εκμεταλλεύσεως του ακινήτου, συμβόλαια εις χείρας του ενδιαφερομένου από τα οποία να προκύπτει η θέση και η απόσταση του ακινήτου από τη θάλασσα, δικαστικές αποφάσεις κ.λπ. (πρβλ. ΣΕ 3998/2014, 2014, 706/2014, 4496-99/2012). Αβασίμως επίσης προβάλλεται ότι το ξενοδοχείο της αιτούσας έπρεπε να εξαιρεθεί του παλαιού αιγιαλού εκ του ότι ανεγέρθηκε βάσει οικοδομικής άδειας, διότι, όπως εκτέθηκε στην 16η σκέψη, μόνη η έκδοση άδειας οικοδομής και η ανέγερση κτιρίου δεν αρκούν για την εξαίρεσή του από τον καθορισμό, ενώ εξ άλλου τα αυτά γεγονότα δεν είναι κρίσιμα ως πράξεις διακατοχής του ακινήτου, εφ’ όσον πάντως δεν ανάγονται σε χρόνο πριν το 1884. Περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι δεν διενεργήθηκε γεωλογική έρευνα πριν την έκδοση της προσβαλλομένης, διότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η σύσταση του εδάφους στην περιοχή που αφορά η προσβαλλόμενη πράξη (βλ. Φ.187/.2/356/85/11.7.1985 γνώμη του Γ.Ε.Ν., που διατυπώθηκε κατόπιν αυτοψίας και εκσκαφής της Υδρογραφικής Υπηρεσίας, κατά την οποία το υπέδαφος είναι αμμώδες, υπάρχει δε θαλάσσιο νερό ως το επίπεδο της στάθμης της θάλασσας). Εφ’ όσον δε η Επιτροπή έκρινε επαρκή τα εν λόγω στοιχεία, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν υπεχρεούτο να ζητήσει την εκπόνηση ειδικής γεωλογικής μελέτης. Περαιτέρω, νομίμως η Επιτροπή έλαβε υπ’ όψη ως παράγοντες δημιουργίας παλαιού αιγιαλού την έκθεση της περιοχής σε ισχυρούς νότιους ανέμους και έντονο κυματισμό, καθώς και τον σχηματισμό προσχώσεων με φερτά υλικά από τη δράση χειμάρρων στην περιοχή Λαγανά, η ύπαρξη των οποίων επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του φακέλου [βλ. άρθ. 3 Πίνακα Ι, παρ. ΙΙ.2 του π.δ. της 1-22.12.1999 (χείμαρρος που οριοθετεί προς ανατολάς τον οικισμό Λαγανά), Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη Λαγανά έτους 1997, και από Μαΐου 2006 μελέτη του Ι.Γ.Μ.Ε., περί της οποίας βλ. κατωτέρω]. Επομένως, οι ισχυρισμοί ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψη οι ανωτέρω παράγοντες και ότι δεν υπάρχουν εκβολές χειμάρρων ούτε προσχώσεις στην περιοχή, είναι απορριπτέοι. Περαιτέρω, η κρίση της Επιτροπής ότι οι εκτάσεις που αποτελούν σήμερα παλαιό αιγιαλό ήταν χέρσες και ακαλλιέργητες πριν τα μέσα της δεκαετίας 1960, ότι αποτελούσαν αμμοθίνες, ότι στην περιοχή δεν υφίστανται φυσικοί πόροι, ότι η ανοικοδόμηση και αξιοποίησή της άρχισε μετά το 1960 και ότι το φυσικό όριο της βλαστήσεως συνίσταται από χαμηλή ποώδη βλάστηση, ευρίσκει έρεισμα στα προαναφερθέντα έγγραφα του Γ.Ε.Ν. ετών 1984 και 1985 και τα στοιχεία στα οποία αυτά παραπέμπουν, σε συνδυασμό με την αυτοψία της Επιτροπής και την έκθεση Επιθεώρησης έτους 1966, τα οποία δεν αντικρούονται με συγκεκριμένα στοιχεία. Συνεπώς οι λόγοι με τους οποίους αορίστως και αναποδείκτως προβάλλονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι. Η αιτιολογία της προσβαλλομένης δεν κλονίζεται από την από Μαΐου 2006 γεωτεχνική μελέτη του Ι.Γ.Μ.Ε. με τίτλο «΄Εκθεση επανακαθορισμού αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στα Δ.Δ. Παντοκράτορα και Καλαμακίου του Δήμου Λαγανά Ν. Ζακύνθου», όπως αβασίμως προβάλλει η αιτούσα. Κατ’ αρχάς, οι γενικές διαπιστώσεις της μελέτης όσον αφορά τα φυσικά χαρακτηριστικά της επίμαχης περιοχής δεν αναιρούν αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνουν τις διαπιστώσεις της Διοικήσεως για την ύπαρξη αμμοθινών στην περιοχή, εκτεινομένων κατά το παρελθόν σε απόσταση μέχρι 600 μ. από την ακτή (σελ. 1, 9, 19 της μελέτης), την παρουσία υδατορευμάτων και χειμάρρων, σημαντικότερος των οποίων ο χείμαρρος «Μπούκα» (σελ. 1, 9, 18, 19), την εμφάνιση των πρώτων οικοδομών στην επίμαχη περιοχή δυτικά του χειμάρρου Μπούκα μετά το έτος 1960 (σελ. 19), καθώς επίσης και την ύπαρξη παλαιού αιγιαλού – αν και κατά την άποψη των συντακτών της μελέτης γεωλόγων, το πλάτος του παλαιού αιγιαλού στη συγκεκριμένη περιοχή είναι μέχρι 13 μ. από την οριογραμμή του αιγιαλού που καθορίσθηκε από την Επιτροπή (σελ. 30). Η Επιτροπή καθορισμού έλαβε υπ’ όψη της την εν λόγω μελέτη στη συνεδρίαση της 22.11.2006 (πρακτικό 58/2006), πλην απέρριψε την άποψη περί πλάτους του παλαιού αιγιαλού μέχρι 13 μ. με την αιτιολογία ότι από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, και ιδίως από τις διαδοχικές γνωμοδοτήσεις του Γ.Ε.Ν., στα οποία απέδωσε μείζονα βαρύτητα, προκύπτει μεγαλύτερο του πλάτος παλαιού αιγιαλού. Η κρίση αυτή παρίσταται αιτιολογημένη και ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων και αεροφωτογραφία έτους 1934 με σχετική φωτοερμηνεία, ενώ η μελέτη του Ι.Γ.Μ.Ε. στηρίζεται σε αεροφωτογραφίες έτους 1945 και μεταγενέστερες (σελ. 19-20). Περαιτέρω, τα συμπεράσματα της μελέτης από την μόνη εκσκαφή που πραγματοποιήθηκε στην επίμαχη περιοχή, δυτικά του χειμάρρου «Μπούκα» (οι λοιπές τρεις αφορούν άλλη περιοχή, ανατολικά του χειμάρρου, βλ. σελ. 23-24), σύμφωνα με τα οποία ο υδροφόρος ορίζοντας ευρίσκεται στα 2,20 μ., το υλικό της εκσκαφής είναι άμμος με φερτά υλικά «που αποτέθηκαν προφανώς από την δράση του χειμάρρου», παρατηρείται υψηλή περιεκτικότητα σε χλωριούχα, οφειλόμενη στην διείσδυση θαλασσινού νερού (σελ. 24), δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, αλλά αντιθέτως συνάδουν με τα αποτελέσματα της αυτοψίας και της εκσκαφής της Υδρογραφικής Υπηρεσίας. Τέλος, το συμπέρασμα της ανωτέρω μελέτης περί πλάτους του παλαιού αιγιαλού μέχρι 13 μ προδήλως δεν δέσμευε την επιτροπή, δεδομένου ότι πλάτος του αιγιαλού, ως και του παλαιού αιγιαλού, είναι συνάρτηση όχι μόνο της συστάσεως του εδάφους, αλλά και άλλων παραγόντων, όπως η κυματική δράση και η επίδραση των ανέμων, για την εκτίμηση των οποίων είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιο το Γ.Ε.Ν., εξ ου και ο νόμος απαιτεί την σύμφωνη και όχι μόνο την απλή γνώμη του οργάνου αυτού επί του θέματος. Επομένως ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν ελήφθη υπ’ όψη η μελέτη του Ι.Γ.Μ.Ε. είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, ενώ ο λόγος κατά τον οποίο η αιτιολογία της προσβαλλομένης κλονίζεται από τα πορίσματα της εν λόγω μελέτης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εφ’ όσον δε η προσβαλλομένη φέρει νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, η περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής και τεχνικής κρίσεως της Διοικήσεως είναι απαράδεκτη.
20. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ανεπίκαιρη διότι από τη σύνταξη της εκθέσεως της Επιτροπής μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, παρήλθε διάστημα άνω της πενταετίας, κατά το οποίο μεταβλήθηκε ουσιωδώς η πραγματική κατάσταση, με την ανέγερση τουριστικών-ξενοδοχειακών μονάδων βάσει νομίμων αδειών, την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, την οριστική ένταξη της περιοχής στο Κτηματολόγιο ως εντός ρυμοτομικού σχεδίου, την υποβολή από το Δήμο Λαγανά της από Μαΐου 2006 γεωλογικής μελέτης του Ι.Γ.Μ.Ε., κατά την οποία ο τυχόν παλαιός αιγιαλός δεν πρέπει να έχει βάθος μεγαλύτερο των 13 μέτρων κατά μέσο όρο από την οριογραμμή του αιγιαλού, και την «συνεισφορά» νέων στοιχείων από τους ιδιοκτήτες της περιοχής, οι οποίοι με το από 30.11.2006 υπόμνημά τους προς τον Γ.Γ.Π. επικαλέσθηκαν την ύπαρξη τίτλων ιδιοκτησίας στην περιοχή, την ύπαρξη διακατοχικών πράξεων με την ανοικοδόμηση από το 1975 και εντεύθεν ξενοδοχειακών και τουριστικών επιχειρήσεων και τη συνεχή εκμετάλλευσή τους μέχρι σήμερα, την ανυπαρξία προσχώσεων ή επιχώσεων στην περιοχή, και την προαναφερθείσα μελέτη του Ι.Γ.Μ.Ε.
21. Επειδή, όλοι οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα, μόνη η πάροδος πενταετίας από την σύνταξη της εκθέσεως της Επιτροπής μέχρι την έκδοση της προσβαλλομένης δεν καθιστά την έκθεση ανεπίκαιρη, δεδομένου ότι ούτε τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής μεταβλήθηκαν κατά το διάστημα αυτό, ούτε προέκυψαν άλλα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με το πλάτος του παλαιού αιγιαλού. Εξ άλλου τα στοιχεία που επικαλείται η αιτούσα είναι είτε προγενέστερα της εκθέσεως της Επιτροπής (ύπαρξη ρυμοτομικού σχεδίου, ανέγερση οικοδομών, ένταξη της περιοχής στο κτηματολόγιο), είτε μεταγενέστερα μεν της εκθέσεως (έναρξη ισχύος Κτηματολογίου, μελέτη του Ι.Γ.Μ.Ε., από 30.11.2006 αίτηση-υπόμνημα ενδιαφερομένων προς τον Περιφερειάρχη Ιονίων Νήσων) πλην δεν κλονίζουν την αιτιολογία της προσβαλλομένης, όπως εκτέθηκε σε προηγούμενες σκέψεις, και συνεπώς δεν υποχρέωναν την Επιτροπή να επανέλθει επί της υποθέσεως. Οίκοθεν πάντως νοείται ότι εφ’ όσον οι αιτούσες προσκομίσουν μελλοντικώς νεώτερα, κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τα ακίνητά τους, από τα οποία να προκύπτουν διαφορετικά συμπεράσματα ως προς το πλάτος του παλαιού αιγιαλού εντός των ακινήτων, η Διοίκηση θα υποχρεούται να επανέλθει επί του θέματος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παράγρ. 9 του ν. 2971/2001.
22. Επειδή, στα άρθρα 9 και 10 του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 131) ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 9. Σύνταξη, περιεχόμενο και αποστολή κειμένων προς δημοσίευση. 1. Οι κανονιστικές και ατομικές πράξεις και οι περιλήψεις που αποστέλλονται προς δημοσίευση στην “Εφημερίδα της Κυβερνήσεως” διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια και αναφέρουν τις εξουσιοδοτικές διατάξεις βάσει των οποίων εκδίδονται. Ειδικά οι κανονιστικές πράξεις της Διοίκησης πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005. … 9. Η σύνταξη και αποστολή κάθε κειμένου γίνεται με μέριμνα και ευθύνη του φορέα αποστολής. Το Εθνικό Τυπογραφείο επιστρέφει στους αποστολείς αδημοσίευτα τα κείμενα που είναι δυσανάγνωστα, επισημαίνοντας τα σημεία των προς δημοσίευση κειμένων που δεν μπορούν να αναγνωσθούν. Αν ο υπογράφων το δημοσίευμα έπαυσε να είναι αρμόδιος πριν από τη δημοσίευση στην “Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”, το Εθνικό Τυπογραφείο επιστρέφει στο φορέα αποστολής αδημοσίευτο το έγγραφο … Άρθρο 10. Άδεια δημοσίευσης. 1. Την άδεια για τη δημοσίευση στην “Εφημερίδα της Κυβερνήσεως” κάθε κειμένου, του οποίου η δημοσίευση σε αυτήν προβλέπεται από το νόμο, δίδει ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης. 2. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης μπορεί να ανατίθεται η άσκηση της κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αρμοδιότητάς του ως προς τα τεύχη Α.Ε. – Ε.Π.Ε. και Γ.Ε.ΜΗ., Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π. και Δ.Δ.Σ. στον Ειδικό Γραμματέα του Εθνικού Τυπογραφείου. Με όμοια απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης μπορεί να ορισθεί ότι η αρμοδιότητα της παραγράφου 1 ως προς όλα τα Τεύχη θα ασκείται εκ παραλλήλου και από τον Προϊστάμενο του Νομικού Γραφείου της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης ή πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου του Νομικού Γραφείου της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης. 3. Τα δοκίμια των κειμένων που αποστέλλονται προς δημοσίευση υποβάλλονται για άδεια δημοσίευσης σε αυτόν που ορίζουν οι προηγούμενες παράγραφοι. 4. Απαγορεύεται η δημοσιοποίηση, καθώς και η αναπαραγωγή οποιουδήποτε κειμένου προς δημοσίευση, πριν από τον έλεγχο, τη θεώρηση και τη χορήγηση άδειας από τους αρμοδίους, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου». Όπως έχει κριθεί, η προβλεπόμενη στις ανωτέρω διατάξεις «άδεια δημοσίευσης» που χορηγείται από τον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης ή τον Ειδικό Γραμματέα του Εθνικού Τυπογραφείου για τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κάθε πράξεως, της οποίας η δημοσίευση σε αυτήν προβλέπεται από τον νόμο, συνιστά άσκηση εποπτείας επί των πράξεων αυτών, εφ’ όσον η χορήγηση της άδειας γίνεται κατόπιν ελέγχου νομιμότητας επί των ζητημάτων τα οποία περιγράφονται στις εν λόγω διατάξεις (ΣΕ 4929/2014). Η εν λόγω εποπτεία αφορά αποκλειστικώς στα ζητήματα εξωτερικής νομιμότητας που αναφέρονται στον νόμο, ήτοι στην σαφή και ακριβή διατύπωση των πράξεων, την παράθεση των εξουσιοδοτικών διατάξεων και την μνεία της προκαλούμενης από τις κανονστικές πράξεις δαπάνης [άρθρο 90 του κυρωθέντος με το π.δ. 63/2005 (Α΄ 98) Κώδικα] και την αρμοδιότητα του υπογράφοντος οργάνου, όχι δε και σε ζητήματα εσωτερικής νομιμότητας των προς δημοσίευση πράξεων, όπως οι νόμιμες προϋποθέσεις εκδόσεώς τους, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με την καθιέρωση συναρμοδιότητας του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης και του Εθνικού Τυπογραφείου για την έκδοση πάσης πράξεως δημοσιευτέας στην Ε.τ.Κ., πράγμα το οποίο προδήλως δεν θέλησε ο νομοθέτης. Εν όψει τούτων, η διατυπούμενη στα έγγραφα 18347/29.9.2010 και 21980/24.11.2010 της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων και 196902/17.11.2010 του Εθνικού Τυπογραφείου άποψη, που φέρεται ότι διαμορφώθηκε σε συνεννόηση με την Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, ότι η από 12.10.2005 έκθεση καθορισμού κατέστη ανεπίκαιρη και ότι υπάρχει ανάγκη κινήσεως νέας διαδικασίας καθορισμού αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην περιοχή, για διαφόρους λόγους, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, και συνεπώς ο λόγος με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, κατ’ επίκληση των ανωτέρω εγγράφων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
23. Επειδή, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του
ν. 2971/2001, ο καθορισμός των ορίων του αιγιαλού και παλαιού αιγιαλού, ενεργείται κατά δεσμία αρμοδιότητα και συναρτάται αρρήκτως με τη μορφολογία της συγκεκριμένης περιοχής (ΣΕ 2365-69/2011 κ.ά.). Επομένως, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας (πρβλ. ΣΕ 4476/2011, 2327/2000). Περαιτέρω, ο λόγος κατά τον οποίο η προσβαλλομένη εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, και δη προκειμένου το Δημόσιο να αποκτήσει κυριότητα επί του είδικου ακινήτου χωρίς αποζημίωση, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αναπόδεικτος (πρβλ. ΣΕ 2688/2007 7μ., 3252/2005 κ.ά.), τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος αν σε πράξεις που εκδίδονται κατά δέσμια αρμοδιότητα νοείται κατάχρηση εξουσίας (βλ. ΣΕ 2365/2011, πρβλ. 3945/2006, 1826/2005, 1343/2004, 241/2004).
24. Επειδή, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που προβάλλονται, κατ’ επίκληση σχετικών στοιχείων, το πρώτον με το από 15.5.2015 υπόμνημα που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, εντός της προθεσμίας που χορήγησε η Πρόεδρος, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
25. Επειδή, επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.