ΣΤΕ 1646/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΑΕΠΟ ΟΔΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ]
Περίληψη
-Οι γεφυρες αποτελούν πράγματι τεχνικά έργα που κατασκευάζονται για την εγκάρσια διέλευση υδατορέματος από συγκοινωνιακό έργο, μη κατατασσόμενες κατά τούτο στα αντιπλημμυρικά έργα. Το γεγονός δε ότι ενδέχεται να έχουν ιδιαίτερα τεχνική χαρακτηριστικά και τεχνικές απαιτήσεις δεν αναιρεί, κατ’ αρχήν, το χαρακτήρα τους ως έργων οδοποιίας. Η ερμηνευτική αυτή αυνάδει και με το προϊσχύσαν καθεστώς της ΚΥΑ ΗΠ 15393/2332 (ΦΕΚ Β’ 1022/5.8.2002), σύμφωνα με το παράρτημα 1 της οποίας οι γέφυρες κατατάσσονται ρητά στα έργα οδοποιίας και συμπαρασύρονται από την κατηγορία του έργου στο οποίο εντάσσονται.
-Οπροβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, διότι η απαιτούμενη για την έκδοσή της έγκριση χορηγήθηκε από το Τοπικό Συμβούλιο, ενώ αρμόδιος να επιληφθεί ήταν σύμφωνα με το νόμο ο Υπουργός Πολιτισμού, μετά από γνωμοδότηση του ΚΑΣ ή του ΚΣΜΝ, με
δεδομένο ότι πρόκειται για έργο -ή έστω τμήμα έργου- που εκτελείται εντός αρχαιολογικού χώρου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι για το επίδικο ζήτημα, ήτοι για την παροχή της κατά το νόμο γνώμης για την επιχείρηση τεχνικού έργου σε χερσαίο αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται είτε εντός είτε εκτός σχεδίου πόλεως, αρμόδιο είναι κατ’αρχήν το οικείο Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων, εν προκειμένω δε το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Πελοποννήσου, αφού το ζήτημα αυτό αφορά αρχαιολογικό χώρο που εμπίπτει στην περιφέρειά του. Δεν περιλαμβάνεται δε το ζήτημα αυτό μεταξύ εκείνων, για τα οποία, κατά την παρ. 5γ του άρθρου 50 του ν. 3028/ 2002, αρμόδιο να γνωμοδοτήσει είναι το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Και ναι μεν στα άρθρα 13 και 14 του ν. 3028/2002 γίνεται λόγος για «άδεια» από τον Υπουργό Πολιτισμού, μετά από γνωμοδότηση του οικείου γνωμοδοτικού οργάνου, ωστόσο στο άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 4014/2011, ειδικά για τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ρητώς προβλέπεται η διατύπωση «γνώμης» από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, δηλαδή από τα αρμόδια, αναλόγως του αντικειμένου, γνωμοδοτικά όργανα. Περαιτέρω, ενόψει των ανωτέρω δύο εγγράφων, που αποτελούν την αιτιολογία της απόφασης του Τοπικού Συμβουλίου Μνητιείων Πελοπόννησου, η προσβαλλόμενη πράξη είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη ως προς την προστασία των αρχαιοτήτων της περιοχής και συνεπώς ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, στο μέτρο που με τον λόγο αυτό πλήτεται η τεχνική κρίση της Δοίκησης ως προς την αξιολόγηση των επιπτώσεων από την κατασκευή του εν λόγω έργου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τέλος, ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι το Τοπικό Συμβούλιο όφειλε να έχει διενεργήσει ενδεικτικές τομές ή διασκόπηση του εδάφους, κατ’ άρθρο 38 του ν. 3028/2002, είναι απορριπτέος διότι τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από την εφαρμοστέα νομοθεσία και, συνεπώς, η αναγκαιότητά της ανάγεται στην ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση των αρμόδιων υπηρεσιών.
-Εφόσον από όλα τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι τηρήθηκε η διαδικασία της περ. β της παρ. 1 τηε ΥΑ 15277/2012, ο λόγος ακύρωσης, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι δεν αιτιολογείται με οποιοδήποτε τρόπο η χορηγούμενη έγκριση επέμβασης και ότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία του ανωτέρου άρθρου, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου άλλωστε ότι όπως προκύπτει από έγγραφο της Διεύθυνσης Περιβάλλοντας και Χωρικού Σχεδιασμού Πελοποννήσου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, αντίγραφο της ΜΠΕ διαβιβάστηκε- και προς το Δασαρχείο Σπάρτης και προς τη Διεύθυνση Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών.
-H προβλεπόμενη οδός, κατά το μέρος μεν που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης, προβλέπεται από το ρυμοτομικό σχέδιο της Σπάρτης, κατά δε το υπόλοιπο προβλέπεται από το ΓΠΣ της πόλης. Εξάλλου, οι ειδικότεροι ισχυρισμοί περί επιδείνωσης των όρων διαβίωσης σε δύο Ο.Τ. λόγω της ταχύτητας που θα αναπτύσσουν τα οχήματα και λόγω της υποτιθέμενης υπογειοποίησής τους από την κατασκευή της επίδικης οδού προβάλλονται άνευ εννόμου συμφέροντος, διότι δεν προβάλλεται ότι οι αιτούντες είναι κάτοικοι ή ιδιοκτήτες ακινήτων στα εν λόγω Ο.Τ. Σε κάθε περίπτωση, οι ταχύτητες μελέτης περιγράφονται στη ΜΠΕ και κυμαίνονται οριακά μεταξύ 50 και 90 χιλιομέτρων/ώρα , για το δε εντός σχεδίου κατοικημένο τμήμα της ισχύει ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας. Συνεπώς, ουδόλως παραβλάπτεται η χρήση αμιγούς κατοικίας των Ο.Τ., τα δε περί ταχείας κυκλοφορίας οχημάτων επί της οδού προβαλλόμενα ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Τέλος, ο ισχυρισμός ότι η οδός Ματάλα δεν θα μπορεί πλέον να διανοιχθεί στο σύνολό της, εκτός του ότι προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον, διότι ούτε προβάλλεται ούτε προκύπτει η βλάβη που υφίστανται οι αιτούντες απο ενα τέτοιο ενδεχόμενό, τούτο είναι υποθετικό και μελλοντικό, ερειδόμενο άλλωστε, εντελώς ότι το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης, και μάλιστα οτο όριο αυτής, θα μείνει ως έχει εις το διηνεκές, έστω και αν αντίκειται στο ΓΠΣ της περιοχής.
-Ανεξαρτήτως του περιεχομένου της ΜΠΕ, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τα αρμόδια διοικητικό όργανα έλαβαν πλήρως υπόψη τους και αξιολόγησαν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου στο δασικό τμήμα της έκτασης και εξετίμησαν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές. Περαιτέρω, εφόσον ούτε προβάλλεται ούτε προκύπτει ότι έχει γίνει χαρακτηρισμός της επίδικης περιοχής ως γης υψηλής παραγωγικότητας, κατά το ν, 2637/1998, η μη λήψη υπόψη από την ΜΠΕ του γεγονότος ότι καταστρέφονται, κατά τους αιτούντες, 60 και πλέον στρέμματα γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας δεν συνιστά πλημμέλεια της μελέτης ούτε στοιχείο του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. Εξάλλου, από τη μελέτη κάθε άλλο παρά παραγνωρίζεται ο γεωργικός χαρακτήρας της επίδικης έκτασης ενώ ρητά αναφέρεται σε αυτήν ότι «η χάραξη βαίνει σχεδόν εξ ολοκλήρου επί εκτάσεων με δενδρώδεις καλλιέργειες. Εκπμάται ότι η νέα οδός θα καταλάβει έκταση περί τα 32 στρέμματα και συνεπώς θα υπάρξει μείωση καλλιεργούμενης έκτασης της τάξης αυτού του εμβαδού. Η μείωση αυτή είναι αμελητέα, ιδίως όταν συγκριθεί με τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το νέο οδικό έργο και ειδικότερα η προσφερόμενη στους καλλιεργητές άμεση πρόσβαση στο οδικό δίκτυο (επαρχιακό και εθνικό)». Περαιτέρω, το ότι το επίδικο έργο «κόβει στα δύο την κοιλάδα του Ευρώτα» ουδόλως αποσιωπάται. Τέλος, το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Πελοποννήσου ρητώς αναφέρεται στο προοίμιο της προσβαλλομένης μεταξύ των διατάξεων που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της σχετικής απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ενώ η «προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα των υγροτόπων, και των τεχνικών υποδομών που σχετίζονται με τους υδάτινους πόρους» εξασφαλίζεται με την αναλυτική περιγραφή των επιπτώσεων του έργου στα ύδατα και τα προτεινόμενα μέτρα για την αντιμετώπισή τους. Εξάλλου, οι κατευθύνσεις του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό όσον αφορά την διατήρηση, την προστασία και την ανάδειξη των σημαντικών σημείων του χώρου και τη δημιουργία δικτύων μονοπατιών και διαδρομών περιβαλλοντικής ευαισθησίας και εκπαίδευσης σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού, δεν περιλαμβάνονται στο ελάχιστο περιεχόμενο φάκελου ΜΠΕ, απευθύνονται δε κατ’αρχήν προς τη Διοίκηση στο πλαίσιο του χωροταξικού σχεδιασμού και δε σχετίζονται με τις επιπτώσεις οδικού έργου στο περιβάλλον.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Χρ. Λιάκουρας
Βασικές Σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 64501/2625/30-10-2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι και περιορισμοί για το έργο «Παραλλαγή της Επαρχιακής οδού 4 στο τμήμα «Σπάρτη- Πλατάνα – Σκούρα» της Περιφέρειας Πελοποννήσου (Δ/ση Τεχνικών Έργων Περιφερειακής Ενότητας Λακωνίας), το οποίο χωροθετείται στην ΔΚ Σπαρτιατών και ΤΚ Αφισίου, της ΔΕ Σπαρτιατών, του Δήμου Σπάρτης, της ΠΕ Λακωνίας».
3. Επειδή, εκ των αιτούντων, ο πέμπτος, ο δέκατος πέμπτος, η εικοστή πρώτη, η εικοστή τρίτη και εικοστή τέταρτη δεν νομιμοποιήθηκαν με κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 τρόπους και συνεπώς, ως προς αυτούς, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Εξ άλλου, οι λοιποί αιτούντες, προβάλλοντες ότι είναι κάτοικοι Σπάρτης ή ιδιοκτήτες ακινήτων στην περιοχή του έργου, αντιταχθέντες, κατά τη διοικητική προδικασία, στην κατασκευή του, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινομένη αίτηση, αφού προβάλλουν ότι με την κατασκευή του θα αλλοιωθεί το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον της περιοχής, ομοδικούν δε παραδεκτώς εφ’ όσον προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως, στηριζόμενους στην αυτή, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, πραγματική και νομική βάση.
4. Επειδή, ως προς τον δέκατο τέταρτο αιτούντα υποβλήθηκε παραίτηση και συνεπώς ως προς αυτόν η δίκη πρέπει να καταργηθεί, κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.
5. Επειδή, υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκούν παρέμβαση με χωριστά δικόγραφα η Περιφέρεια Πελοποννήσου, ισχυριζόμενη ότι το επίδικο έργο εντάσσεται σε ένα δίκτυο αρτηριών ευρύτερης σημασίας για την Περιφέρεια, και η εταιρεία με την επωνυμία “ΙΝΤΡΑΚΟΜ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ” και το διακριτικό τίτλο ΙΝΤΡΑΚΑΤ, η οποία έχει αναδειχθεί προσωρινή μειοδότης του διαγωνισμού για την ανάδειξη αναδόχου στο εν λόγω έργο (βλ. την 2386/2015 κατακυρωτική απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Πελοποννήσου), έχει δε υποβάλει στην Περιφέρεια Πελοποννήσου δήλωση παράτασης χρόνου ισχύος της οικονομικής της προσφοράς και ανανέωσης της σχετικής εγγυητικής επιστολής. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των αιτούντων περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος της δεύτερης παρεμβαίνουσας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
6. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η Σπάρτη συνδέεται με το δευτερεύον εθνικό οδικό δίκτυο μέσω τριών σημείων, προς το νότο με το τμήμα Σπάρτης – Γυθείου της Ε.Ο. 39, προς τα δυτικά με την Ε.Ο. 82 Σπάρτης – Πύλου και προς το βορρά με το τμήμα Σπάρτης – Τρίπολης της Ε.Ο. 39. Η τελευταία αυτή σύνδεση πραγματοποιείται μέσω της οδού Ορθίας Αρτέμιδος, η οποία, προεκτεινόμενη, τρέπεται σε Ε.Ο. 39, διασχίζει μέσω γέφυρας τον ποταμό Ευρώτα, συναντά την αρχή της επαρχιακής οδού 4 και συνεχίζει προς Τρίπολη. Η επαρχιακή οδός 4 αναπτύσσεται προς τα ανατολικά και συνδέει με το δευτερεύον αυτό εθνικό δίκτυο τους οικισμούς της ανατολικής Λακωνίας. Με το υπό μελέτη έργο προβλέπεται δεύτερη – απευθείας (κεντροβαρική) – οδική σύνδεση του κέντρου της πόλης της Σπάρτης με την επαρχιακή οδό 4, στην περιοχή της οποίας σχεδιάζεται αναβάθμιση του εθνικού οδικού δικτύου (Ε.Ο. Τρίπολης – Σπαρτης – Γυθείου), με παράκαμψη της πόλης της Σπάρτης (βλ. αναλυτικά σημείο3.2. ΜΠΕ). Όπως δε προκύπτει από τη σχετική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η σύνδεση αυτή, που θα αποτελεί ουσιαστικά δεύτερη έξοδο της πόλης προς τα ανατολικά και βόρεια, θα ξεκινά από την οδό Λυκούργου, θα διατρέχει την πεδινή ζώνη της κοιλάδας του ποταμού Ευρώτα και θα καταλήγει σε τρισκελή ισόπεδο κόμβο. Το συνολικό μήκος της οδού θα είναι 1.048,18 μέτρα και σε αυτό περιλαμβάνεται γεφύρωση του ποταμού Ευρώτα μήκους 185 μέτρων, με έξι ανοίγματα. Με την προσβαλλόμενη απόφαση εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι και περιορισμοί για το ως άνω έργο.
7. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209) ορίζεται ότι: «1. Τα έργα και οι δραστηριότητες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των οποίων η κατασκευή ή λειτουργία δύναται να έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον, κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες (Α και Β) ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον. Η πρώτη κατηγορία (Α) περιλαμβάνει τα έργα και τις δραστηριότητες τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και για τα οποία απαιτείται η διεξαγωγή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) προκειμένου να επιβάλλονται ειδικοί όροι και περιορισμοί για την προστασία του περιβάλλοντος σχετικά με το συγκεκριμένο έργο ή δραστηριότητα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 2, 3 και 4 του παρόντος. Τα έργα και οι δραστηριότητες της κατηγορίας Α κατατάσσονται: α) σε αυτά που ενδέχεται να προκαλέσουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αποτελούν την υποκατηγορία Α1 και β) σε αυτά που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αποτελούν την υποκατηγορία Α2 … Η κατάταξη των έργων και δραστηριοτήτων γίνεται βάσει των σχετικών κριτηρίων του Παραρτήματος Ι. … 4. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που εκδίδεται εντός ενός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος, τα δημόσια ή ιδιωτικά έργα και δραστηριότητες που υπόκεινται στις ρυθμίσεις του νόμου, κατατάσσονται στις κατηγορίες και υποκατηγορίες του άρθρου 1, καθώς και σε ομάδες κοινές για όλες τις κατηγορίες … 6. Σε περίπτωση που κάποιο έργο ή δραστηριότητα δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα κατάταξης των έργων και δραστηριοτήτων στις κατηγορίες, υποκατηγορίες και ομάδες του παρόντος, μπορεί να ακολουθεί την κατάταξη του πλησιέστερου συναφούς έργου ή δραστηριότητας με απόφαση του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, κατόπιν αιτήσεως είτε του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας είτε της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής. Εάν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός συναφούς έργου ή δραστηριότητας, η κατάταξη γίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής». Κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου αυτού εκδόθηκε η 1958/13.1.2012 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Κατάταξη δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες και υποκατηγορίες σύμφωνα με το Άρθρο 1 παράγραφος 4 του Ν. 4014/21.09.2011 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 209/2011)» (ΦΕΚ Β΄ 21), με την οποία κατετάγησαν σε κατηγορίες και υποκατηγορίες τα έργα και οι δραστηριότητες, των οποίων η κατασκευή ή λειτουργία δύναται να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Στο παράρτημα 1 περιλαμβάνεται η πρώτη ομάδα, με γενικό τίτλο «Έργα χερσαίων και εναέριων μεταφορών», στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το έργο οδοποιίας με τίτλο «Οδός μεταξύ επαρχιών/οικισμών», που, στο σύνολό του, κατατάσσεται στην υποκατηγορία Α2. Στο παράρτημα 2 περιλαμβάνεται η δεύτερη ομάδα, με γενικό τίτλο «Υδραυλικά Έργα», στην οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και τα αντιπλημμυρικά έργα και τα έργα διευθέτησης της ροής των υδάτων. Στις παρατηρήσεις αυτών των έργων (στοιχείο δ) προβλέπεται ότι «τα τεχνικά έργα που κατασκευάζονται για την εγκάρσια διέλευση υδατορέματος από συγκοινωνιακά έργα … δεν λαμβάνονται υπόψη για λόγους κατάταξης αντιπλημμυρικών έργων. …». Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του ανωτέρω άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4014/2011, άλλως κατά πλάνη περί τα πράγματα και, πάντως, με πλημμελή αιτιολογία. Και τούτο διότι, κατά του αιτούντες, το επίδικο έργο θεωρήθηκε ότι κατατάσσεται άνευ άλλου τινός στην Υποκατηγορία Α2 της Ομάδας ΑΙΙΙ (οδός μεταξύ επαρχιών/οικισμών) του Παραρτήματος Ι της ΥΑ 1958/2012, ενώ, στην ομάδα αυτή κατατάσσονται με τα έργα οδοποιίας, όχι όμως και οι γέφυρες ποταμών, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται σε καμία Ομάδα ή Κατηγορία της ως άνω υπουργικής απόφασης και, ως εκ τούτου, όφειλε η οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση να έχει ζητήσει, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης, από τον Γενικό Διευθυντή Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ να προβεί στην κατάταξη της σχεδιαζόμενης γέφυρας, ή, πάντως, να τεκμηριώσει τους λόγους για τους οποίους κατατάσσει το έργο στην Ομάδα ΙΙΙ της Υποκατηγορίας Α2, ειδικότερα ενόψει του μεγέθους της εν λόγω γέφυρας και των ιδιαίτερων στατικών και λοιπών τεχνικών απαιτήσεών της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, διότι δεν προβάλλεται με το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης σε τί θα επηρεαζόταν η συγκεκριμένη προσβαλλόμενη πράξη από την ύπαρξη ειδικής απόφασης κατάταξης ή από την τυχόν κατάταξη του έργου σε άλλη ομάδα ή υποκατηγορία της Α΄ κατηγορίας έργων. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι γέφυρες αποτελούν πράγματι τεχνικά έργα που κατασκευάζονται για την εγκάρσια διέλευση υδατορέματος από συγκοινωνιακό έργο, μη κατατασσόμενες κατά τούτο στα αντιπλημμυρικά έργα. Το γεγονός δε ότι ενδέχεται να έχουν ιδιαίτερα τεχνικά χαρακτηριστικά και τεχνικές απαιτήσεις δεν αναιρεί, κατ’ αρχήν, τον κατά τις άνω διατάξεις χαρακτήρα τους ως έργων οδοποιίας. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή συνάδει και με το προϊσχύσαν καθεστώς της ΚΥΑ ΗΠ 15393/2332 (ΦΕΚ Β΄ 1022/5.8.2002), σύμφωνα με το παράρτημα 1 της οποίας οι γέφυρες κατατάσσονται ρητά στα έργα οδοποιίας (α/α 15.1) και συμπαρασύρονται από την κατηγορία του έργου στο οποίο εντάσσονται (βλ. ΣτΕ 2400/2009).
8. Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 4014/2011, προβλέπεται ότι «4. Για κάθε νέο έργο ή δραστηριότητα απαιτείται γνώμη του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού σχετικά με το εάν η περιοχή όπου χωροθετείται το έργο ή η δραστηριότητα είναι αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, … Για το σκοπό αυτόν αποστέλλεται αντίγραφο του φακέλου της ΜΠΕ στην αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία σε ηλεκτρονική μορφή εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Σύμφωνη γνώμη απαιτείται εφόσον το έργο ή η δραστηριότητα χωροθετείται εν όλω ή εν μέρει εντός κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου, Ζωνών Προστασίας Α΄ και Β΄ ή πλησίον αρχαίου κατά την έννοια των άρθρων 12, 13 και 10 παράγραφος 3, αντίστοιχα, του ν. 3028/2002 …». Περαιτέρω, με το άρθρο 2 του ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α΄ 153), ορίζεται ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου: α) … β) … γ) Ως αρχαιολογικοί χώροι νοούνται εκτάσεις στην ξηρά … οι οποίες περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν … μνημειακά, οικιστικά ή ταφικά σύνολα. Οι αρχαιολογικοί χώροι περιλαμβάνουν και το απαραίτητο περιβάλλον που επιτρέπει στα σωζόμενα μνημεία να συντίθεται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα». Με το άρθρο 3 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «1. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως: α) … β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά άμεσης ή έμμεσης βλάβης της», ενώ με το άρθρο 10 ότι «1 … 2 … 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης, … η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας», ενώ με το άρθρο 12 ότι «4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 10 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους». Εξάλλου, με το άρθρο 13 ορίζεται ότι «1. Στους χερσαίους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων νομίμως υφισταμένων οικισμών … η οικοδομική δραστηριότητα είναι δυνατή μετά από άδεια, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου … 2 …» και με το άρθρο 14 ότι «2. Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη των οικείου γνωμοδοτικού οργάνου: … δ) η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου στα υφιστάμενα κτίσματα, στους ιδιωτικούς ακάλυπτους χώρους και τους κοινόχρηστους χώρους, λαμβανομένου πάντα υπόψη του χαρακτήρα του οικισμού ως αρχαιολογικού χώρου …». Περαιτέρω, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 49 ορίζονται τα εξής: «1. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού συγκροτούνται Τοπικά Συμβούλια Μνημείων (ΤΣΜ) στην έδρα κάθε διοικητικής περιφέρειας … 2. Τα ΤΣΜ είναι αρμόδια να γνωμοδοτούν για όλα τα ζητήματα που αφορούν σε μνημεία, χώρους και τόπους της περιφέρειάς τους, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στις διατάξεις της παραγράφου 5γ του άρθρου 50 …». Τέλος, στο άρθρο 50 ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού συγκροτείται Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), … 2. … 4. Στην αρμοδιότητα του ΚΑΣ ανήκουν θέματα που αφορούν στην προστασία αρχαίων μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων που αποτέλεσαν το χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων έως το 1830. Στην αρμοδιότητα του ΚΣΝΜ ανήκουν θέματα που αφορούν στην προστασία νεοτέρων μνημείων και των λοιπών ιστορικών τόπων. 5. Υπό την επιφύλαξη της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου, τα Κεντρικά Συμβούλια: … γ) Γνωμοδοτούν για ζητήματα που σχετίζονται με: αα) μνημεία, χώρους και τόπους που βρίσκονται σε περισσότερες από μία περιφέρειες, καθώς και στη θάλασσα ή σε ποταμούς ή σε λίμνες, ββ) την προστασία των μνημείων που είναι εγγεγραμμένα στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, καθώς και των άλλων μείζονος σημασίας μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, γγ) επεμβάσεις μείζονος σημασίας σε μνημεία, χώρους και τόπους, δδ) την οριοθέτηση και τον καθορισμό αρχαιολογικών χώρων, ιστορικών τόπων και ζωνών προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 έως 17, εε) την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή απευθείας αγορά ή ανταλλαγή ακινήτων χάριν της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, στστ) τη μεταφορά ακινήτων μνημείων ή τμήματος αυτών ή την απόσταση στοιχείων από μνημεία μείζονος σημασίας, ζζ) τη χορήγηση άδειας για κατεδάφιση σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 6, ηη) το χαρακτηρισμό κατηγοριών κινητών μνημείων, θθ) την εξαγωγή μνημείων, ιι) το δανεισμό και την ανταλλαγή κινητών μνημείων που ανήκουν στο Δημόσιο, ιαια) την αναγνώριση συλλεκτών και την περιέλευση συλλογών στο Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31, ιβιβ) το δανεισμό, την προσωρινή εξαγωγή, την ανταλλαγή και τη μεταβίβαση αρχαίων αντικειμένων συλλογών μουσείων του άρθρου 45, ιγιγ) για κάθε άλλο μείζον θέμα που παραπέμπεται σε αυτά από τον Υπουργό Πολιτισμού.»
9. Επειδή, όπως παγίως κρίνεται, από τις διατάξεις του
ν. 3028/2002, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος που καθιερώνεται με το άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, συνάγεται ότι η Διοίκηση υποχρεούται να λαμβάνει κάθε μέτρο που κρίνεται πρόσφορο για την προστασία των αρχαίων και νεοτέρων μνημείων, των αρχαιολογικών χώρων και των ιστορικών τόπων. Η προστασία αυτή συνίσταται, κατ’ αρχήν, στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των ανωτέρω στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος και του χώρου που είναι αναγκαίος για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα, περιλαμβάνει δε και τη δυνατότητα επιβολής των απαιτουμένων για το σκοπό αυτό περιορισμών. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, περαιτέρω, ότι κάθε επέμβαση επί ή πλησίον αρχαίου μνημείου πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποβλέπει στην προστασία και την ανάδειξή του, να ενεργείται δε ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του και επί τη βάσει των δεδομένων της οικείας επιστήμης, απαγορευομένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του μνημείου και του περιβάλλοντος αυτό χώρου. Εκ τούτου παρέπεται ότι οι πράξεις των αρμοδίων οργάνων της Διοίκησης με τις οποίες επιτρέπεται η εκτέλεση έργων ή εργασιών πλησίον μνημείου, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένες ως προς την κρίση ότι με τα έργα ή τις εργασίες αυτές προστατεύεται, αναδεικνύεται, ή, πάντως, δεν παραβλάπτεται ουσιωδώς το μνημείο ούτε ο περιβάλλων χώρος του. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της, η χορηγούμενη έγκριση πρέπει, ειδικότερα, να περιέχει περιγραφή των προστατευτέων μνημείων και του προς εκτέλεση έργου, καθώς και η τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των μνημείων (βλ. ΣΕ 4160/15 κ.ά.).
10. Επειδή, εν προκειμένω, από τους χάρτες που συνοδεύουν την αναοριοθέτηση του Αρχαιολογικού Χώρου Σπάρτης (ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/ Α1/Φ43/49608/2494/11.6.2012 Απόφαση Υπουργού Πολιτισμού, ΦΕΚ Α.Α.Π.201/14.6.2012) και το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Σπάρτης (58041/2358/14.8.1985 Απόφαση Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, ΦΕΚ Δ΄ 471/24.9.1985 σελ. 4715), προκύπτει ότι η περιοχή όπου χωροθετείται το επίδικο έργο βρίσκεται κατά ένα μέρος εντός σχεδίου πόλεως και εντός αρχαιολογικού χώρου, κατά ένα άλλο μέρος εκτός σχεδίου πόλεως αλλά εντός αρχαιολογικού χώρου και κατά ένα τρίτο μέρος εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός αρχαιολογικού χώρου, η δε περιοχή διέλευσης του έργου δεν εμπίπτει σε ζώνη προστασίας (Α ή Β), όπως προκύπτει από το σχέδιο 2.Α (1/2013) που συνοδεύει τη ΜΠΕ. Εξάλλου, εν προκειμένω, με το 6/3.7.2013 Πρακτικό, το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Πελοποννήσου γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία υπέρ της έγκρισης της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για το επίδικο έργο, επικαλούμενο αφενός μεν την από 17.4.2013 εισήγηση της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και αφετέρου το 1036/1134/15.4.2013 έγγραφο της Ε΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Στην ανωτέρω εισήγηση της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων περιγράφεται λεπτομερώς το προς εκτέλεση έργο, καθώς και τα προστατευτέα μνημεία (αρχαιολογικός χώρος Σπάρτης και Μαγούλας, κεραμικά ευρήματα των βυζαντινών χρόνων στο ανατολικό τμήμα του έργου από προηγούμενη επιφανειακή έρευνα, ναΐσκος στο ανατολικό όριο του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης) και κρίνεται ότι δεν θίγονται από την προτεινόμενη χάραξη του έργου. Περαιτέρω, γίνεται μνεία πρόσφατης αυτοψίας που διενεργήθηκε σε τμήμα του προτεινόμενου έργου, κατά την οποία δεν εντοπίστηκαν ιστάμενες αρχαιότητες, διαπιστώθηκαν, όμως, επιφανειακές ενδείξεις ύπαρξης αρχαιοτήτων (κεραμική). Στο δε έγγραφο της Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αναφέρεται ότι τμήμα του έργου εμπίπτει εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Σπάρτης, σε περιοχή όπου κατά τις σωστικές ανασκαφές οικοπέδων έχουν έρθει στο φως αρχαιότητες σε μεγάλη πυκνότητα, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά πιθανή την αποκάλυψη αρχαιοτήτων και στο τμήμα αυτό του έργου. Ως εκ τούτου, εκφράζονται μεν θετικά και οι δύο αρχαιολογικές υπηρεσίες, διότι δεν υπάρχουν ιστάμενα μνημεία στην περιοχή, αλλά θέτουν αυστηρούς όρους, προκειμένου να μην παραβλαφθούν τυχόν ευρήματα κατά τις εκσκαφές που θα απαιτηθούν για την εκτέλεση του έργου. Ειδικότερα, εκτός από την επίβλεψη των εργασιών εκσκαφής, που θα πρέπει να γίνονται σε εργάσιμες μέρες και ώρες, και τη λήψη μέτρων ασφαλείας, προβλέπεται διακοπή των εργασιών αυτών σε περίπτωση αποκάλυψης αρχαιοτήτων, ακολουθούμενη από ανασκαφική έρευνα, από τα αποτελέσματα της οποίας θα εξαρτηθεί η συνέχιση ή μη του έργου.
11. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, διότι η απαιτούμενη για την έκδοσή της έγκριση χορηγήθηκε από το Τοπικό Συμβούλιο, ενώ αρμόδιος να επιληφθεί ήταν σύμφωνα με το νόμο ο Υπουργός Πολιτισμού, μετά από γνωμοδότηση του ΚΑΣ ή του ΚΣΜΝ, με δεδομένο ότι πρόκειται για έργο -ή έστω τμήμα έργου- που εκτελείται εντός αρχαιολογικού χώρου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, συνάγεται ότι για το επίδικο ζήτημα, ήτοι για την παροχή της κατά νόμο γνώμης για την επιχείρηση τεχνικού έργου σε χερσαίο αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται είτε εντός είτε εκτός σχεδίου πόλεως, αρμόδιο είναι, κατ’ αρχήν, το οικείο Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων, εν προκειμένω δε το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Πελοποννήσου, αφού το ζήτημα αυτό αφορά αρχαιολογικό χώρο που εμπίπτει στην περιφέρειά του. Δεν περιλαμβάνεται δε το ζήτημα αυτό μεταξύ εκείνων, για τα οποία, κατά την παρ. 5γ του άρθρου 50 του
ν. 3028/2002, αρμόδιο να γνωμοδοτήσει είναι το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (πρβλ. ΣτΕ 4616/2011). Και ναι μεν στα άρθρα 13 και 14 του
ν. 3028/2002 γίνεται λόγος για «άδεια» από τον Υπουργό Πολιτισμού, μετά από γνωμοδότηση του οικείου γνωμοδοτικού οργάνου, ωστόσο στο άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 4014/2011, ειδικά για τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ρητώς προβλέπεται η διατύπωση «γνώμης» από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, δηλαδή από τα αρμόδια, αναλόγως του αντικειμένου, γνωμοδοτικά όργανα, εν προκειμένω δε από το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Πελοποννήσου. Περαιτέρω, ενόψει των ανωτέρω δύο εγγράφων, που αποτελούν την αιτιολογία της απόφασης του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Πελοποννήσου, η προσβαλλόμενη πράξη είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη ως προς την προστασία των αρχαιοτήτων της περιοχής και συνεπώς ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, στο μέτρο που με τον λόγο αυτό πλήττεται η τεχνική κρίση της Διοίκησης ως προς την αξιολόγηση των επιπτώσεων από την κατασκευή του εν λόγω έργου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τέλος, ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι το Τοπικό Συμβούλιο όφειλε να έχει διενεργήσει ενδεικτικές τομές ή διασκόπηση του εδάφους, κατ’ άρθρο 38 του ν. 3028/2002, είναι απορριπτέος διότι τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από την εφαρμοστέα νομοθεσία και, συνεπώς, η αναγκαιότητά της ανάγεται στην ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση των αρμόδιων υπηρεσιών.
12. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 45 του νόμου 998/1979
(Α΄ 279) όπως αυτή αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του δέκατου τρίτου άρθρου του ν. 1822/1988 (Α΄ 272) και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, προβλέπεται ότι «Στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, περί των οποίων το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος, ουδεμία επιτρέπεται επέμβαση προβλεπόμενη από τις διατάξεις του παρόντος ή από άλλη διάταξη …», στη δε παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως η δεύτερη περίοδός της αντικαταστάθηκε αρχικά από την παρ. 2 του δέκατου τρίτου άρθρου του
ν. 1822/1988 και εκ νέου από την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2941/2001
(Α΄ 201), ότι «Δεν επιτρέπεται η εν όλω ή εν μέρει μεταβολή του προορισμού δημοσίου δάσους ή δασικής εκτάσεως, ή η εντός αυτών εκτέλεσις έργων, ή η δημιουργία μονίμων εγκαταστάσεων, ή η παροχή άλλης διαρκούς εξυπηρετήσεως εφ’ όσον δια τον αυτόν σκοπόν είναι δυνατή η παραχώρησις ή η διάθεσις ή η χρησιμοποίησις εδαφών, τα οποία δεν εμπίπτουν εις την έννοιαν των δασών ή δασικών εκτάσεων, ως αύτη προσδιορίζεται εν άρθρω 3 του παρόντος. Η παραπάνω γενική απαγόρευση δεν ισχύει εφόσον πρόκειται για εκτέλεση στρατιωτικών έργων που αφορούν άμεσα την εθνική άμυνα της χώρας, για διανοίξεις δημόσιων οδών, … η χάραξη των οποίων προβλέπει διέλευσή τους από δάσος ή δασική έκταση.». Εξάλλου, στο άρθρο 48 του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, ορίζεται «1. Η διάνοιξις δημοσίων οδών δια μέσου δασών ή δασικών εκτάσεων είναι επιτρεπτή, εφ’ όσον δια της μελέτης κατασκευής τούτων λαμβάνεται πρόνοια δια την διαφύλαξιν του τυχόν προστατευτικού χαρακτήρος των δασών. Επίσης κατά την χάραξιν και την κατασκευήν των οδών δέον να προβλέπωνται και λαμβάνωνται μέτρα δια την προστασίαν της εκατέρωθεν δασικής βλαστήσεως και την μη αλλοίωσιν του φυσικού περιβάλλοντος. … 2. …». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 4014/2011, όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αναδιατυπώθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 55 του ν. 4042/2012 (Α΄ 24), «1. Με τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται για έργα και δραστηριότητες κατηγορίας Α και Β αντικαθιστάμενες από την ΑΕΠΟ ή τις ΠΠΔ αντίστοιχα: α. … β. Η έγκριση επέμβασης κατά την έννοια του έκτου κεφαλαίου του ν. 998/1979 (Α΄ 279), του άρθρου 13 του ν. 1734/1987
(Α΄ 189), ως και κάθε άλλης σχετικής διάταξης της δασικής νομοθεσίας … γ. … 2. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και των συναρμόδιων Υπουργών εξειδικεύονται περαιτέρω οι διαδικασίες για την εφαρμογή της παραγράφου 1 και καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες προκειμένου να ενσωματωθούν στην ΑΕΠΟ οι διοικητικές πράξεις ή οι πράξεις, για την έκδοση των οποίων απαιτούνται η προσκόμιση ή εξέταση των ίδιων δικαιολογητικών με αυτά της διαδικασίας έκδοσης της ΑΕΠΟ.». Δυνάμει της εξουσιοδότησης αυτής, εκδόθηκε η 15277/23.3.2012 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με τίτλο «Εξειδίκευση διαδικασιών για την ενσωμάτωση στις Αποφάσεις Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων ή στις Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις της προβλεπόμενης από τις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας έγκρισης επέμβασης, για έργα και δραστηριότητες κατηγοριών Α και Β της υπουργικής απόφασης με αριθμ. 1958/2012 (ΦΕΚ21/Β/13.1.2012), σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν. 4014/2011 (ΦΕΚ Β΄ 1077/9.4.2012), στο άρθρο 1 της οποίας ορίζονται τα ακόλουθα: «Με την παρούσα απόφαση εξειδικεύονται οι διαδικασίες για την ενσωμάτωση στις Αποφάσεις Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (Α.Ε.Π.Ο.) ή στις Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (Π.Π.Δ.), της προβλεπόμενης από τις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας έγκρισης επέμβασης, για έργα και δραστηριότητες κατηγοριών Α και Β της ΥΑ1958/2012 (ΦΕΚ 21/Β/ 13.01.2012), σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν. 4014/11, όπως αυτό τροποποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 55 του Ν. 4042/2012 (ΦΕΚ Α 24).» Στο άρθρο 2 ορίζεται ότι «1. Για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων της Α και Β κατηγορίας της υπουργικής απόφασης 1958/12 (ΦΕΚ 21/Β/13.01.2012), ο φορέας του έργου ή της δραστηριότητας μαζί με τη Μ.Π.Ε. και ως συνημμένα στοιχεία σ’ αυτήν ή με τη δήλωση του για υπαγωγή σε Π.Π.Δ., (και μέχρι να εκδοθούν οι κατά περίπτωση Π.Π.Δ. με την αίτηση υποβολής της περιβαλλοντικής έκθεσης) θα πρέπει να συνυποβάλει και τα ακόλουθα: α) την πράξη χαρακτηρισμού της έκτασης (καθώς και την τελεσιδικία της) όπου αυτή απαιτείται, με βάση τις διατάξεις της κείμενης δασικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις που απαιτείται τελεσιδικία, αυτή δύναται να προσκομίζεται με την αίτηση του φορέα για τον καθορισμό του ανταλλάγματος χρήσης. β) σε περιπτώσεις έργων ή δραστηριοτήτων που θα υλοποιηθούν σε δημόσιες εκτάσεις: βεβαίωση από την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου καθώς και από την οικεία Δ/νση Αγροτικής Ανάπτυξης για τη μη ύπαρξη άλλων διαθέσιμων εκτάσεων σύμφωνα με το άρθρο 45, παραγρ. 3 του Ν. 998/79. 2. Για έργα ή δραστηριότητες που θα υλοποιηθούν σε εκτάσεις που διέπονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, στις εναλλακτικές λύσεις που θα εξετάζονται στις Μ.Π.Ε., θα πρέπει οπωσδήποτε να εξετάζονται – αξιολογούνται και λύσεις που θα αφορούν στην υλοποίηση του έργου με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η μικρότερη δυνατή επέμβαση σε δασικές εκτάσεις.». Στο δε άρθρο 3 προβλέπεται ότι «1. Σε περίπτωση που από την υποβληθείσα πράξη χαρακτηρισμού προκύπτει ότι το έργο ή η δραστηριότητα θα υλοποιηθεί σε έκταση που διέπεται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, ή σε περίπτωση απουσίας πράξης χαρακτηρισμού, θα τηρούνται τα ακόλουθα: α)… β) Για έργα ή δραστηριότητες Α2 υποκατηγορίας: Κατά τη διαδικασία διαβούλευσης επί της Μ.Π.Ε. (σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 19 του Ν. 4014/11), διαβιβάζεται από ένα αντίτυπο της Μ.Π.Ε. στο (α) αρμόδιο(α) Δασαρχείο(α) καθώς και στη Διεύθυνση Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Το(α) αρμόδιο(α) Δασαρχείο(α) με βάση τα στοιχεία της Μ.Π.Ε. καθώς και κάθε άλλο διαθέσιμο στοιχείο που κατέχει, γνωμοδοτεί προς τη Δ/νση Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, για τα σχετικά θέματα αρμοδιότητάς του (ους) και ειδικότερα για τη μορφή και το ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει την εξεταζόμενη έκταση καθώς επίσης δύναται να προτείνει περιβαλλοντικά μέτρα, όρους και περιορισμούς προκειμένου να αξιολογηθούν στη σχετική Α.Ε.Π.Ο. Η εισήγηση του(ων) Δασαρχείου(ων) υποβάλλεται ιεραρχικώς με διατύπωση γνώμης και από τις ιεραρχικά υπερκείμενες υπηρεσίες εκείνης που εισηγείται. Η Διεύθυνση Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης με βάση και την παραπάνω γνωμοδότηση διατυπώνει τις τελικές απόψεις της επί της Μ.Π.Ε. προς την περιβαλλοντική αρχή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, γ) … 2. Η ενσωμάτωση της έγκρισης επέμβασης στις Α.Ε.Π.Ο. ή στις Π.Π.Δ. σημαίνει ότι η έγκριση επέμβασης δεν υφίσταται ως αυτοτελής διοικητική πράξη. 3. Στην Α.Ε.Π.Ο. ή στην κατά περίπτωση προβλεπόμενη άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 8 του
ν. 1014/2011 ή στην απόφαση υπαγωγής σε Π.Π.Δ. για έργα και δραστηριότητες που δεν λαμβάνουν άδεια λειτουργίας, θα αναφέρεται ότι η εκδοθείσα διοικητική πράξη αποτελεί και έγκριση επέμβασης.» Εξάλλου, στο Κεφάλαιο Β΄ (άρθρα 13-26) του ν. 3889/2010 «Χρηματοδότηση Περιβαλλοντικών Παρεμβάσεων, Πράσινο Ταμείο, Κύρωση Δασικών Χαρτών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 182), περιγράφεται αναλυτικά η διαδικασία κύρωσης των δασικών χαρτών. Ειδικότερα, αρμόδια για την κατάρτιση και τη θεώρηση του δασικού χάρτη είναι, κατ’ αρχήν, η Διεύθυνση Δασών της Περιφέρειας στο νομό (άρθρο 13). Αμέσως μετά τη θεώρησή του, ο χάρτης αναρτάται σε εμφανή θέση στη Διεύθυνση Δασών, στο Δασαρχείο και στα καταστήματα των οικείων πρωτοβάθμιων ΟΤΑ και δημοσιοποιείται μέσω διαδικτύου (άρθρο 14). Κατά του περιεχομένου του επιτρέπεται η υποβολή αντιρρήσεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 45 ημερών (άρθρο 16), μετά πάροδο της οποίας η αρμόδια Διεύθυνση Δασών επεξεργάζεται τα στοιχεία των αντιρρήσεων και αποτυπώνει στο δασικό χάρτη με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση τις εκτάσεις, για τις οποίες δεν υποβλήθηκαν αντιρρήσεις και στη συνέχεια τον θεωρεί. Ο δασικός χάρτης κυρώνεται ως προς τα τμήματά του με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την ημερομηνία δημοσίευσής του καθίσταται οριστικός και έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ σε κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή για όλα τα τμήματα που αποτυπώνονται με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση, τα οποία αποτελούν δασικές περιοχές, στις οποίες εφαρμόζονται και ισχύουν οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας (άρθρο 17). Τέλος, στην παρ. 18 του άρθρου 28 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις» (Α΄ 275), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 25 του ν. 3889/2010, ορίζεται ότι «α. Μετά την ανάρτηση του δασικού χάρτη οι Επιτροπές Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν. 998/1979 καθίστανται αναρμόδιες για την εξέταση θεμάτων που ανάγονται στο χαρακτηρισμό εκτάσεων που εμπίπτουν στο χάρτη αυτόν. … β. …».
13. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 3753/7.6.2013 πράξη χαρακτηρισμού, η οποία περιλαμβάνεται στα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της προσβαλλόμενης -όπως απαιτείται από το άρθρο 2 της ΥΑ 15277/2012 -, ο Δασάρχης Σπάρτης προέβη στο χαρακτηρισμό έκτασης εμβαδού 51.174,95 τ.μ. ως μη δάσους, μη δασικής, μη διεπόμενης καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, ενώ για τις λοιπές εκτάσεις που περιλαμβάνονται στο επίδικο έργο δεν προέβη σε χαρακτηρισμό, το μεν διότι τρεις από αυτές (εμβαδού 82,36 τ.μ. 868,26 τ.μ. και 4,90 τ.μ.) είχαν ήδη με προηγούμενες πράξεις του αυτού οργάνου χαρακτηριστεί ως μη δάση και ως μη δασικές, το δε διότι έκταση 35.083,57 τ.μ. είχε ήδη περιληφθεί σε αναρτημένο δασικό χάρτη, τα στοιχεία του οποίου παρατίθενται στην πράξη του Δασάρχη. Από το δασικό αυτό χάρτη, που αναρτήθηκε μεταξύ άλλων, και στον ιστότοπο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, προκύπτει ότι τμήμα αυτής της έκτασης, που με το έγγραφο των απόψεων της Διοίκησης αλλά και το 14463/359/16.2.2013 έγγραφο του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δασών της Περιφερειακής Ενότητας Λακωνίας προς το Δικαστήριο προσδιορίζεται σε 2.634,97 τ.μ., έχει δασικό χαρακτήρα, προερχόμενο από δασωθέντες αγρούς (κωδικός ΑΔ 00082). Για το χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου τμήματος δεν προκύπτει, ούτε προβάλλεται άλλωστε, ότι υπήρξαν αντιρρήσεις και, συνεπώς, κατά τούτο, ο χάρτης κατέστη οριστικός από τη δημοσίευση της κύρωσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Δ΄ 646/17.12.2013). Συνεπώς, ο λόγος ακύρωσης, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι με την πράξη του Δασάρχη δεν διασαφηνίζεται ο χαρακτήρας της περιοχής επέμβασης ως δασικός ή μη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από το 57431/1122/3.10.2013 έγγραφο του Δασαρχείου Σπάρτης προκύπτει ότι τηρήθηκε και η διαδικασία του άρθρου 3 παρ. 1 περ. β) της ΥΑ 15277/2012, διότι σε αυτό αναφέρεται η εκ μέρους του διατύπωση θετικής γνώμης για το επίδικο έργου, μετά από εξέταση της ΜΠΕ και επίσκεψη στην περιοχή. Τη γνώμη αυτή υιοθέτησε με το 57665/305/10.10.2013 έγγραφό της, και η ιεραρχικά υπερκείμενη υπηρεσία, ήτοι η Διεύθυνση Δασών της Περιφερειακής Ενότητας Λακωνίας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, και, στη συνέχεια, με το 126612/7146/22.10.2013 έγγραφό της, ομοίως, και η Διεύθυνση Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών, η οποία διαβίβασε προς τη Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Πελοποννήσου τις ανωτέρω γνωμοδοτήσεις. Το γεγονός δε ότι δεν προτάθηκαν από τις υπηρεσίες αυτές ειδικοί όροι και περιορισμοί δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της τηρηθείσας διαδικασίας, διότι η πρόταση αυτή είναι κατά το άρθρο 3 της ΥΑ 15277/2012, δυνητική και υποβάλλεται μόνον αν κριθεί ότι συντρέχει ειδική προς τούτο ανάγκη. Άλλωστε, τόσο από τη ΜΠΕ (βλ. σημεία 6.1.2 και 7.1.2) όσο και από την προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ (βλ. σημείο 19 των όρων) προκύπτει ότι λαμβάνεται πρόνοια για την διαφύλαξη του προστατευτικού χαρακτήρα των δασών και μέτρα για την προστασία της εκατέρωθεν δασικής βλάστησης και τη μη αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος. Συνεπώς, εφόσον από όλα τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει οι τηρήθηκε η διαδιακασία της περ. β της παρ. 1 της ΥΑ 15277/2012, ο ανωτέρω λόγος ακύρωσης, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι δεν αιτιολογείται με οποιονδήποτε τρόπο η χορηγούμενη έγκριση επέμβασης και ότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία του ανωτέρω άρθρου, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου, άλλωστε, ότι, όπως προκύπτει από το μνημονευόμενο στην προσβαλλόμενη έγγραφο με αριθμό 11230/728/9.5.2013 της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Πελοποννήσου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, αντίγραφο της ΜΠΕ διαβιβάστηκε και προς το Δασαρχείο Σπάρτης και προς τη Διεύθυνση Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών.
14. Επειδή προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη, κατά το μέρος που προβλέπει ότι η επίδικη οδός αναπτύσσεται με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σε μήκος 80 μέτρων εντός του σχεδίου πόλεως, παραβιάζει τις διατάξεις του ρυμοτομικού σχεδίου (απόφαση του Νομάρχη Λακωνίας με αριθμ. 1946/1989, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει). Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η η επίδικη οδός ταχείας κυκλοφορίας δεν προβλέπεται από το ρυμοτομικό σχέδιο, αναιρεί δε κατ’ ουσίαν την προβλεπόμενη από αυτό χρήση αμιγούς κατοικίας των ΟΤ 90 και 110Α. Σε κάθε περίπτωση, υπογεοποιώντας εν τοις πράγμασι τα εν λόγω, ΟΤ, επιδεινώνει ουσιωδώς τους όρους διαβίωσης στην περιοχή. Περαιτέρω, κατά τους αιτούντες, η επίδικη οδός, αναιρεί την πολεοδομική λειτουργία της κεντρικής και με μεγάλη κυκλοφορία οδού Ορθίας Αρτέμιδας που χρησιμοποιείται ως παρακαμπτήριος του κέντρου της πόλης, αλλά και της προβλεπόμενης ως όριο του ρυμοτομικού σχεδίου οδού Αθ. Ματάλα, της οποίας τη διάνοιξη καθιστά πλέον αδύνατη. Λαμβάνοντας υπ’ όψη τη σημασία που έχει για το σχεδιασμό της οδού το ως άνω τμήμα της, οι παραπάνω πλημμέλειες καθιστούν, σύμφωνα με τους αιτούντες, την προσβαλλόμενη ακυρωτέα στο σύνολό της. Όπως, όμως, προκύπτει από το ΓΠΣ της Σπάρτης (58041/2358/11.8.1985 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, ΦΕΚ Δ΄ 471) και τους χάρτες που το συνοδεύουν, η επέκταση της οδού Λυκούργου εκτός σχεδίου προς την επαρχιακή οδό 4 προβλέπεται ρητά. Από το ρυμοτομικό δε σχέδιο της πόλης (Π-1916/11.5.1989 Απόφαση Νομάρχη Λακωνίας, ΦΕΚ Δ΄ 351, όπως αναθεωρήθηκε με την 8445/25.11.1998 απόφαση του ιδίου οργάνου, ΦΕΚ Δ΄ 1028) προκύπτει ότι η οδός Λυκούργου εντός σχεδίου συνδέεται κάθετα με τις οδούς Ορθίας Αρτέμιδος και Θιβρώνος. Στη μελέτη οδοποιίας της ΜΠΕ (σημείο 5.1.2.2), αναφέρεται ότι η μελετώμενη οδός αρχίζει από την οδό Λυκούργου στο ύψος της οδού Ορθίας Αρτέμιδος και βαίνει για 230 μέτρα εντός σχεδίου πόλης, τα 100 τελευταία εκ των οποίων είναι αδιάνοικτα. Περαιτέρω, στην κατά μήκος τομή της ΜΠΕ (σημείο 5.1.2.2.) αναφέρεται ότι η σχεδιαζόμενη οδός συναρμόζεται με την υψομετρία και τις κατά κλίσεις της οδού Λυκούργου, στο δε αδιάνοικτο τμήμα του σχεδίου πόλης βαίνει με την ίδια κατά μήκος κλίση. Υψομετρικά, αρχικά κατέρχεται με κατά μήκος κλίση 3,6% μέχρι το όριο του σχεδίου πόλης και στη συνέχεια ανέρχεται με κατά μήκος κλίση 1,2%. Εξάλλου, με το 4375/22.2.2016 έγγραφο του Προϊσταμένου Διεύθυνσης της Πολεοδομίας του Δήμου Σπάρτης προς το Δικαστήριο βεβαιώνεται αφενός μεν ότι τα Ο.Τ. 90 και 110Α εμπίπτουν στη ζώνη Ε από πλευράς επιτρεπόμενων χρήσεων γης, δηλαδή κατοικία, εμπορικά καταστήματα, κτίρια κοινωνικής πρόνοιας, κτίρια εκπαίδευσης, θρησκευτικοί χώροι, αθλητικές εγκαταστάσεις και πολιτιστικά κέντρα (παρ. 4 του άρθρου 1 της 8445/25.11.1998 απόφασης), αφετέρου δε ότι το μεν Ο.Τ. 90 είναι αδόμητο, ενώ το Ο.Τ. 110Α είναι δομημένο σε μήκος περίπου 30 μέτρων επί της οδού Λυκούργου. Περαιτέρω, από τα γεωμετρικά στοιχεία σχεδιασμού της οδού (στοιχείο 5.1.2.1 της ΜΠΕ) προκύπτει ότι αυτή μελετήθηκε για ταχύτητες 60-80 χιλιόμετρα την ώρα, ως οδός που διατρέχει περιοχές εκτός σχεδίου μεταξύ νομών/επαρχιών. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η προβλεπόμενη οδός, κατά το μέρος μεν που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, προβλέπεται από το ρυμοτομικό σχέδιο της Σπάρτης, κατά δε το υπόλοιπο προβλέπεται από το ΓΠΣ της πόλης. Εξάλλου, οι ειδικότεροι ισχυρισμοί περί επιδείνωσης των όρων διαβίωσης στα Ο.Τ. 90 και 110Α λόγω της ταχύτητας που θα αναπτύσσουν τα οχήματα και λόγω της υποτιθέμενης υπογειοποίησής τους από την κατασκευή της επίδικης οδού, προβάλλονται άνευ εννόμου συμφέροντος, διότι δεν προβάλλεται ότι οι αιτούντες είναι κάτοικοι ή ιδιοκτήτες ακινήτων στα εν λόγω Ο.Τ. (πρβλ. ΣτΕ 5488-90/2012 (7μ), 3501/2010, 2605/2005, 3633/2000). Σε κάθε περίπτωση, οι ταχύτητες μελέτης περιγράφονται στο σημείο 5.1.2.1 της ΜΠΕ και κυμαίνονται οριακά μεταξύ 50 και 90 χιλιομέτρων/ώρα, για το δε εντός σχεδίου κατοικημένο τμήμα της ισχύει ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας. Συνεπώς, ουδόλως παραβλάπτεται η χρήση αμιγούς κατοικίας των Ο.Τ. 90 και 110Α, τα δε περί ταχείας κυκλοφορίας οχημάτων επί της οδού προβαλλόμενα ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Τέλος, ο ισχυρισμός ότι η οδός Ματάλα δεν θα μπορεί πλέον να διανοιχθεί στο σύνολό της, εκτός του ότι προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον, διότι ούτε προβάλλεται ούτε προκύπτει η βλάβη που υφίστανται οι αιτούντες από ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τούτο είναι υποθετικό και μελλοντικό, ερειδόμενο, άλλωστε επί της εκδοχής ότι το ρυμοτομικό σχέδιο πόλης, και μάλιστα στο όριο αυτού, θα μείνει ως έχει εις το διηνεκές, έστω και αν αντίκειται στο ΓΠΣ της περιοχής.
15. Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 4114/2011 ορίζεται ότι: «Τα περιεχόμενα του φακέλου της ΜΠΕ ανά υποκατηγορία έργου ή δραστηριότητας, τυχόν απαιτούμενες γνωμοδοτήσεις φορέων, το περιεχόμενο της ΜΠΕ και τα λοιπά συνοδευτικά στοιχεία καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ανάλογα με το είδος του έργου ή της δραστηριότητας. Τα περιεχόμενα της μελέτης εμπεριέχουν τουλάχιστον τα αναφερόμενα στο Παράρτημα ΙΙ.» Στο δε Παράρτημα ΙΙ ως ελάχιστα περιεχόμενα φακέλου ΜΠΕ ορίζονται τα εξής: «Ελάχιστα περιεχόμενα φακέλου ΜΠΕ δραστηριότητας. 1) Επιτρεπόμενες χρήσεις γης στην περιοχή του έργου ή της δραστηριότητας 2) Περιγραφή της θέσης του έργου, του σχεδιασμού και των τεχνικών χαρακτηριστικών του συνόλου του έργου κατά τα στάδια της κατασκευής και της λειτουργίας. Επίσης, την περιγραφή των κυριότερων χαρακτηριστικών των μεθόδων κατασκευής, τη φύση και τις ποσότητες των χρησιμοποιούμενων υλικών, καθώς και την περιγραφή των προβλεπόμενων τύπων και ποσότητας καταλοίπων και εκπομπών, ιδίως στα νερά, ατμόσφαιρα, έδαφος, θόρυβο, δονήσεις, ακτινοβολίες, που αναμένεται να προκύψουν από την κατασκευή και λειτουργία του προτεινόμενου έργου ή της δραστηριότητας. 3) Περιγραφή και αξιολόγηση των εναλλακτικών λύσεων, ιδίως ως προς τη θέση, το μέγεθος ή / και την τεχνολογία αυτών, συμπεριλαμβανομένης της μηδενικής λύσης, που εξετάστηκαν από τον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας και παρουσίαση των κύριων λόγων της επιλογής της προτεινόμενης λύσης σχετικά με τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. 4) Περιγραφή των στοιχείων του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος που ενδέχεται να θιγούν σημαντικά από το προτεινόμενο έργο ή δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων ειδικότερα του πληθυσμού, της πανίδας, της χλωρίδας, των οικοτόπων, του εδάφους, του νερού, του αέρα, των κλιματικών παραγόντων, των υλικών αγαθών, μεταξύ των οποίων η αρχιτεκτονική, πολιτιστική και αρχαιολογική κληρονομιά, το τοπίο, καθώς και η περιγραφή της αλληλεπίδρασης των στοιχείων αυτών. 5) Περιγραφή, εκτίμηση και αξιολόγηση των πιθανά σημαντικών επιπτώσεων που το προτεινόμενο έργο ή δραστηριότητα ενδέχεται να προκαλέσει στο περιβάλλον από τη χρήση των φυσικών πόρων, την εκπομπή ρυπαντών, τη δημιουργία οχλήσεων και τη διάθεση των αποβλήτων, το σύνολο των δεδομένων και την περιγραφή των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για την πρόβλεψη και εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, με αναφορά στην αξιοπιστία των μεθόδων καθώς και επισήμανση των ενδεχόμενων δυσκολιών που προέκυψαν κατά τη συλλογή των απαιτούμενων πληροφοριών. 6) Αναλυτική περιγραφή των μέτρων που προβλέπονται για να αποφευχθούν, μειωθούν, αποκατασταθούν και αντισταθμιστούν οι σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις του έργου ή της δραστηριότητας στο περιβάλλον. 7) Σχέδιο περιβαλλοντικής διαχείρισης που θα εφαρμοστεί για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος και εφαρμογής των προτεινόμενων μέτρων, το οποία θα περιλαμβάνει και το προτεινόμενο πρόγραμμα παρακολούθησης. Το πρόγραμμα παρακολούθησης στην εφαρμογή του οποίου δεσμεύεται ο φορέας του έργου ή της δραστηριότητας περιλαμβάνει τουλάχιστον: α) Τις παραμέτρους, τα στοιχεία και τους δείκτες του περιβάλλοντος που παρακολουθούνται, β) τις μεθόδους, τον τόπο, τον χρόνο και τη συχνότητα καταγραφής, γ) τα μέτρα διασφάλισης της ποιότητας και αξιοπιστίας των καταγραφών, δ) το χρονοδιάγραμμα ενημέρωσης του ΗΠΜ, 8) Μη τεχνική περίληψη των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στην ΜΠΕ. 9) Εξειδικευμένες μελέτες οι οποίες τυχόν προέκυψαν κατά το σχέδιο της διαδικασίας ΠΠΠΑ (εφόσον ακολουθήθηκε) και παρατίθενται σε παράρτημα της ΜΠΕ.»
16. Επειδή, προβάλλεται ότι η επίμαχη ΜΠΕ δεν έχει το κατά το άρθρο 11 παρ. 4 και το παράρτημα ΙΙ του ν. 4014/2011 ελάχιστο περιεχόμενο. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι α) δεν εξετάζονται οι χρήσεις γης στο τμήμα των 80 μέτρων που είναι εντός σχεδίου ούτε οι πολεοδομικές δεσμεύσεις ούτε αξιολογούνται οι επιπτώσεις στην πολεοδομική οργάνωση της πόλης, β) δεν αξιολογούνται οι επιπτώσεις στη βλάστηση (εσπεριδοειδή, ελαιόδεντρα) και στο δάσος, στα παραδοσιακά κτίσματα και στις γεωργικές εγκαταστάσεις (ναός Αγ. Παρασκευής, υδρόμυλος, λιθόκτιστοι περίβολοι, πηγάδι), γ) Τέμνει στα δύο την κοιλάδα του Ευρώτα και καταστρέφει 60 στρέμματα γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας, δ) Είναι προσχηματική η εξέταση εναλλακτικών λύσεων ως προς τη θέση του έργου, διότι η πρόβλεψη στο ΓΠΣ δεν αρκούσε για την απαλλαγή από την υποχρέωση αυτή, ενόψει των νεότερων δεδομένων που μεσολάβησαν από το 1985, ε-στ) Προσχηματική είναι και η εξέταση του μηδενικού σεναρίου, διότι η σκοπιμότητα του έργου δεν είναι δεδομένη. Αιτιολογείται πλημμελώς ο δυνητικός αποκλεισμός της πόλης, δεν εξετάζεται η δυνατότητα αναβάθμισης της παλιάς βορινής εισόδου, η ύπαρξη και άλλων γεφυρών, δεν αιτιολογείται η ωφέλεια από την οδό ούτε η μέθοδος κατασκευής της (σε επίχωση) ζ) Δεν αξιολογούνται οι επιπτώσεις στο ευαίσθητο οικοσύστημα του Ευρώτα, ήτοι παραγνωρίζεται η βλάβη του τοπίου της περιοχής από την κατασκευή τείχους από οπλισμένο σκυρόδεμα ξένου προς τη φυσιογνωμία της, δεν λαμβάνονται υπόψη οι κατευθύνσεις του εθνικού, περιφερειακού και τοπικού σχεδίου διαχείρισης των υδάτων, δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι στην περιοχή επέμβασης υπάρχει υψηλός κίνδυνος πλημμύρας, δεν λαμβάνεται υπόψη ότι η περιοχή διαθέτει μεγάλο πλούτο πανίδας, εκ των οποίων και είδη προτεραιότητας, δεν εκτιμάται η ανάγκη ειδικών αντιπλημμυρικών έργων, καθώς και έργων για την άρδευση των γεωργικών εκτάσεων σε αντικατάσταση των υπαρχόντων αρδευτικών καναλιών, δεν λαμβάνονται υπόψη οι κατευθύνσεις του Περιφερειακού και του Ειδικού Χωροταξικού Σχεδιασμού για τον Τουρισμό, για την προστασία των υγροτόπων και την ανάδειξη σημαντικών σημείων του χώρου για τη δημιουργία δικτύων μονοπατιών και διαδρομών περιβαλλοντικών ευαισθησίας και η) Δεν αξιολογούνται οι σωρευτικές επιπτώσεις από τα άλλα έργα που υπάρχουν ή προγραμματίζεται να κατασκευασθούν.
17. Επειδή, τα εν ευρεία εννοία ζητήματα που αφορούν οι ανωτέρω προβαλλόμενοι ισχυρισμοί αντιμετωπίζονται επαρκώς από τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που συνοδεύει το επίμαχο έργο. Ειδικότερα, οι χρήσεις γης και οι πολεοδομικές δεσμεύσεις εξετάζονται στο σημείο 4.2.1.2. της ΜΠΕ, το δε έργο προσαρμόζεται προς το σχέδιο πόλης και εντάσσεται και λειτουργικά σε αυτό (βλ. 5.1.2.2. της ΜΠΕ). Οι επιπτώσεις στη βλάστηση (εσπεριδοειδή, ελαιόδεντρα) αντιμετωπίζονται στο σημείο 4.1.4. της ΜΠΕ. Ως προς τις γεωργικές εγκαταστάσεις, γίνεται μνεία στο σημείο 6.3.3 της ΜΠΕ. Εξάλλου, από την ΜΠΕ του έργου (5.1.1.), το ζήτημα της όδευσης της επίδικης οδού εξετάσθηκε διεξοδικά, με την περιγραφή τριών εναλλακτικών λύσεων και την επιλογή της προκριθείσας ως βέλτιστης από τεχνικής και περιβαλλοντικής άποψης, κατόπιν συγκριτικής αξιολόγησης και τεκμηριωμένης αντίκρουσης των μη επιλεγεισών λύσεων, με βάση, κυρίως, κριτήρια αναγόμενα στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της οδού στα ισχύοντα πολεοδομικά και οικιστικά δεδομένα και στο εδαφικό ανάγλυφο. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι, όπως έχει κριθεί (πρβλ. ΣτΕ 2805/2002., Ολ., 3170/2012), όταν η χάραξη οδού προβλέπεται από κείμενα ευρύτερου σχεδιασμού, όπως είναι το ρυθμιστικό ή το γενικό πολεοδομικό σχέδιο, δεν απαιτείται, κατά νόμον, η εξέταση εναλλακτικών λύσεων ως προς αυτή και, εν προκειμένω, η χάραξη της επίμαχης οδού εμφαίνεται στους συνοδευτικούς του ισχύοντος Γ.Π.Σ. χάρτες. Περαιτέρω, η εξέταση του μηδενικού σεναρίου γίνεται στα σημεία 5.3.2. και 6.1.1.4 της ΜΠΕ., η δε σκοπιμότητα του έργου αναφέρεται στα σημεία 1.2. και 3.1., στα οποία μνημονεύεται ο δυνητικός αποκλεισμός της πόλης από τα ανατολικά και βόρεια, σε περίπτωση βλάβης της υφιστάμενης γέφυρας και η ωφέλεια από την κατασκευή της οδού. Εξάλλου, στο σημείο 5.1.2.2. της ΜΠΕ αναφέρεται και η μέθοδος κατασκευής της οδού, η οποία βαίνει επιχωματικά, προκειμένου να συναρμοστεί με την υψομετρία και τις κατά μήκος κλίσεις, η δε μέθοδος κατασκευής της γέφυρας αναλύεται στο σημείο 5.2.2., όπου για τη μορφή του φορέα ανωδομής της γέφυρας επιλέγεται η μέθοδος των προκατασκευασμένων-προεντεταμένων δοκών ως μόνη δόκιμη, κατ’ αποκλεισμό της λύσης συνεχούς φορέα με επί τόπου σκυροδέτηση και καλούπωμα εντός της κοίτης του Ευρώτα, λόγω της σπουδαιότητας του ποταμού, της συνεχούς ροής του, του κινδύνου πολύ μεγάλης παροχής σε περίπτωση βροχοπτώσεων και της κακής ποιότητας του εδάφους. Άλλωστε, ούτε με την ένσταση στο πλαίσιο της διαβούλευσης ούτε με την κρινόμενη αίτηση προτείνεται, κατ’ επίκληση συγκεκριμένων δεδομένων, κάποια άλλη τεχνική λύση. Το ζήτημα των κυκλοφοριακών επιπτώσεων από τη λειτουργία της επίμαχης οδού εξετάσθηκε και εκτιμήθηκε διεξοδικά στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπου περιγράφεται η υπάρχουσα κατάσταση και ο κυκλοφοριακός φόρτος, όπως αυτός έχει ήδη διαμορφωθεί [σημεία 4.3.4. και 5.3.1. ΜΠΕ]. Οι σημαντικότερες επιπτώσεις που θα προκύψουν κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου αντιμετωπίζονται επίσης από την ΜΠΕ (σημεία 6.1.2. και 7.1.2.) και εκτιμάται ότι, μετά το τέλος των εργασιών, οι αναγκαστικές αλλοιώσεις του φυσικού τοπίου, που θα προκληθούν από την επέμβαση σε αυτό, θα προσαρμόζονται, σε γενικές γραμμές, προς τη μορφή και το χρώμα του φυσικού περιβάλλοντος. Περαιτέρω, στην ΜΠΕ (σημείο 4.1.2.5.), όπου περιγράφονται αναλυτικά οι υδρογεωλογικές συνθήκες της περιοχής, μεταξύ των οποίων και η ποιότητα των υδάτων, γίνεται αναφορά στο υπό εκπόνηση -τότε- σχέδιο διαχείρισης υδάτων της Ανατολικής Πελοποννήσου και περιγράφονται αναλυτικά οι επιπτώσεις από την κατασκευή και τη λειτουργία του έργου στα ύδατα και οι τρόποι αντιμετώπισής τους (σημεία 6.1.3. και 7.1.3. της μελέτης). Η αντιπλημμυρική προστασία του έργου απασχόλησε τη μελέτη (σημείο 5.2.2. και στα σημεία 6.1.2. και στο σημείο 6.1.3.), ενώ προηγήθηκε και υδραυλική διερεύνηση (τμήμα 6 του Παραρτήματος της ΜΠΕ), η οποία καθόρισε και τα τεχνικά χαρακτηριστικά της γέφυρας και την «αναγκαιότητα διαμόρφωσης» επίπεδης κοίτης στο ύψος της βαθιάς γραμμής με τις αναγκαίες επιφανειακές εκσκαφές και την αφαίρεση της εντός της κοίτης βλάστησης» (σημείο 6.1.3. ΜΠΕ). Εξάλλου, στα ανωτέρω σημεία της ΜΠΕ αναφέρεται ότι θα εκπονηθεί ειδική υδραυλική μελέτη, όπου «ελέγχεται η πλημμυρική απορροή 100ετίας, ενώ προβλέπονται οχετοί εκτόνωσης στην επιχωματική περιοχή εκατέρωθεν της γέφυρας, κατάλληλα διαστασιολογημένοι και σχεδιασμένοι για τον ανωτέρω σκοπό». Το θέμα της χλωρίδας και της πανίδας εξετάστηκε ενδελεχώς από την ΜΠΕ (4.1.3, 4.3.3. και 6.1.4. αυτής), περιγράφονται οι επιπτώσεις στα υφιστάμενα αρδευτικά κανάλια με ρητή πρόβλεψη άμεσης αποκατάστασής τους (σημείο 6.3.3.), και τέλος γίνεται ενδελεχής συσχετισμός του έργου με το υπάρχον δίκτυο μεταφορών, καθώς και με τα προγραμματιζόμενα έργα στην ευρύτερη περιοχή (στο σημείο 3.2.). Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αιτούντων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
18. Επειδή, εξάλλου, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της ΜΠΕ, όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα στοιχεία του φακέλου, τα αρμόδια διοικητικά όργανα έλαβαν πλήρως υπόψη τους και αξιολόγησαν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου στο δασικό τμήμα της έκτασης και εξετίμησαν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές. Περαιτέρω, εφόσον ούτε προβάλλεται ούτε προκύπτει ότι έχει γίνει χαρακτηρισμός της επίδικης περιοχής ως γης υψηλής παραγωγικότητας, κατά το
ν. 2637/1998, η μη λήψη υπόψη από την ΜΠΕ του γεγονότος ότι καταστρέφονται, κατά τους αιτούντες, 60 και πλέον στρέμματα γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας δεν συνιστά πλημμέλεια της μελέτης ούτε στοιχείο του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. Εξάλλου, από τη μελέτη κάθε άλλο παρά παραγνωρίζεται ο γεωργικός χαρακτήρας της επίδικης έκτασης (βλ. σημείο 4.2.2.1), ενώ ρητά αναφέρεται σε αυτήν ότι «η χάραξη βαίνει σχεδόν εξ ολοκλήρου επί εκτάσεων με δενδρώδεις καλλιέργειες. Εκτιμάται ότι η νέα οδός θα καταλάβει έκταση περί τα 32 στρέμματα και συνεπώς θα υπάρξει μείωση καλλιεργούμενης έκτασης της τάξης αυτού του εμβαδού. Η μείωση αυτή είναι αμελητέα, ιδίως όταν συγκριθεί με τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το νέο οδικό έργο και ειδικότερα η προσφερόμενη στους καλλιεργητές άμεση πρόσβαση στο οδικό δίκτυο (επαρχιακό και εθνικό)». Περαιτέρω, το ότι το επίδικο έργο «κόβει στα δύο την κοιλάδα του Ευρώτα» ουδόλως αποσιωπάται (βλ. σημείο 6.1.4.). Τέλος, το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Πελοποννήσου (ΚΥΑ 25294/2003 ρητώς αναφέρεται στο προοίμιο της προσβαλλομένης μεταξύ των διατάξεων που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της σχετικής απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (αρ. 4), ενώ η «προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα των υγροτόπων, και των τεχνικών υποδομών που σχετίζονται με τους υδάτινους πόρους» εξασφαλίζεται με την αναλυτική περιγραφή των επιπτώσεων του έργου στα ύδατα και τα προτεινόμενα μέτρα για την αντιμετώπισή τους (σημεία 6.1.3 και 7.1.3 ΜΠΕ). Εξ άλλου, κατευθύνσεις του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό (ΚΥΑ 24208/2009, ΦΕΚ Β΄ 1138), όσον αφορά την διατήρηση, την προστασία και την ανάδειξη των σημαντικών σημείων του χώρου και τη δημιουργία δικτύων μονοπατιών και διαδρομών περιβαλλοντικής ευαισθησίας και εκπαίδευσης σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού, δεν περιλαμβάνονται στο κατά το Παράρτημα ΙΙ του ν. 4014/2011 ελάχιστο περιεχόμενο φακέλου ΜΠΕ, απευθύνονται δε, κατ’ αρχήν, προς τη Διοίκηση στο πλαίσιο του χωροταξικού σχεδιασμού και δεν σχετίζονται με τις επιπτώσεις οδικού έργου στο περιβάλλον.
19. Επειδή, μη προβαλλόμενου άλλου λόγου ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ενώ πρέπει να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις.