ΣτΕ 1455/2018 [Νόμιμη ΑΕΠΟ για το έργο μεταφοράς και διανομής νερού από τον π. Νέστο στις πεδιάδες Ξάνθης και Κομοτηνής]
Περίληψη
-Δεν συνιστά πλημμέλεια της προσβαλλόμενης το γεγονός ότι το ανωτέρω Σχέδιο Διαχείρισης, αν και εκπονήθηκε το Μάρτιο του έτους 2007 από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εγκρίθηκε ένα μήνα μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως δε προκύπτει από τη σχετική ΜΠΕ, τα συμπεράσματα και οι προτάσεις του Σχεδίου αυτού περιελήφθησαν και αποτέλεσαν περιεχόμενο της ΜΠΕ της προσβαλλόμενης. Επομένως, η προσβαλλόμενη εκδόθηκε βάσει σχεδίου διαχείρισης των επιφανειακών και υπογείων υδάτων της επίμαχης περιοχής, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Μεταγενεστέρως δε, εγκρίθηκε και το Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Θράκης, των Παραρτημάτων του και της οικείας Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, από το οποίο προκύπτει ότι η μεταφορά ύδατος από τον ποταμό Νέστο στην πεδιάδα της Ξάνθης δεν θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει το άρθρο 4 της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Εφόσον κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης με την υπό κρίση αίτηση απόφασης, δεν είχε παρέλθει η τασσόμενη στα κράτη μέλη από την οδηγία αυτή προθεσμία (22.12.2009) για την εκπόνηση ολοκληρωμένων σχεδίων διαχείρισης υδάτων σε επίπεδο (περιοχής) λεκάνης απορροής ποταμού, νομίμως, κατά τις διατάξεις της οδηγίας 2000/60 και της εθνικής νομοθεσίας (άρθρα 7 του ν. 3199/2003 και 9 παρ. 1 του ν. 3481/2006), επετράπη, με την προσβαλλόμενη απόφαση περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων του επίδικου έργου, πριν από τις 22.12.2009, η μεταφορά ύδατος από τη λεκάνη απορροής του ποταμού Νέστου (κωδικός GR07) στην πεδιάδα της Ξάνθης (λεκάνη απορροής Ρέματος Ξάνθης-Ξηρορέματος, κωδικός GR08), χωρίς να έχουν δημοσιευθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές τα σχέδια διαχειρίσεως της οικείας (περιοχής) λεκάνης απορροής ποταμού.
-Το επίδικο έργο δεν αποτελεί “σχέδιο” ή “πρόγραμμα” και τούτο διότι είναι έργο μεταφοράς ύδατος από τον ποταμό Νέστο στην πεδιάδα της Ξάνθης, προκειμένου να αποκατασταθεί το οικολογικό δυναμικό και η χημική κατάσταση των υδάτινων σωμάτων του Νέστου τόσο κατάντη του σημείου υδροληψίας, όσο και στο Δέλτα του Νέστου, σε επίπεδο δε γενικού σχεδιασμού, προβλέπεται από την ως άνω 29310/21.7.2003 υπουργική απόφαση με τίτλο “Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης” και από την προαναφερθείσα 4777/27.10.2008 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης που εγκρίνει το Σχέδιο Διαχείρισης επιφανειακών και υπογείων υδάτων της προστατευόμενης περιοχής του Δέλτα Νέστου, του συμπλέγματος λιμνών Βιστωνίδας και (σμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής τους, ενώ καταγράφεται ως προγραμματισθέν προς υλοποίηση από το εγκριθέν Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του υδατικού διαμερίσματος Θράκης που εκδόθηκε αφού προηγήθηκε η διαδικασία της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης. Κατά συνέπεια, το επίμαχο έργο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27^ Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων.
-Στη ΜΠΕ του επίδικου έργου, στην οποία στηρίζεται η ‘ προσβαλλόμενη πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, έγινε αναλυτική αναφορά στις περιοχές των οικοτόπων που βρίσκονται εντός της περιοχής όδευσης του έργου, αλλά καί στην περίμετρο και την ευρύτερη περιοχή αυτού, καθώς και στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά τους και ερευνήθηκαν οι επιπτώσεις από την κατασκευή και λειτουργία των επίμαχων έργων στο φυσικό περιβάλλον. Η κατασκευή του εξεταζόμενου έργου θα συντελέσει στην ανάταξη τών υδρογεωλογικών συνθηκών της υπόψη περιοχής και θα συμβάλει στην αναβάθμιση των οικοσυστημάτων της περιοχής, μεταξύ των οποίων και του Δέλτα του Νέστου που δέχεται σοβαρές πιέσεις. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, προκύπτει ότι κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων του επίδικου έργου, ελήφθησαν υπόψη τόσο ο χαρακτήρας των προστατευόμενων περιοχών που βρίσκονται εντός, στην περίμετρο και την ευρύτερη περιοχή όδευσης του έργου, όσο και το συμβατό της επίμαχης δραστηριότητας και των σχετικών εργασιών με το χαρακτήρα της περιοχής. Συνεπώς, ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μη νομίμως, διότι τα επίδικα έργα εμπίπτουν σε προστατευόμενη κατά τη διεθνή Σύμβαση Ραμσάρ περιοχή, στην οποία η εγκατάστασή τους δεν είναι, κατά τη Σύμβαση αυτή, επιτρεπτή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η κατασκευή και λειτουργία των προτεινόμενων έργων του επίδικου έργου στη συγκεκριμένη περιοχή όδευσής του είναι σύμφωνη με το καθεστώς προστασίας του υγροβιοτόπων στο πλαίσιο δε της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, εξετάσθηκε και αποκλείσθηκε το ενδεχόμενο δυσμενών επιδράσεων από το συγκεκριμένο έργο.
-Απορριπτέος είναι και ο λόγος, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των διατάξεων των άρθρων 24 του Συντάγματος, με τις οποίες θεσπίζονται οι αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, της αειφορίας και της προστασίας του περιβαλλοντικού κεκτημένου, καθώς και των άρθρων 1 παρ. 2, 12 παρ. 1, 2, 3, 4 και 18 παρ. 1 του ν. 1650/1986, εφόσον στην οικεία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις του και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής. Περαιτέρω, ελήφθη υπόψη και εκτιμήθηκε η ένταξη τμήματος της περιοχής του ένδικου έργου στο δίκτυο Natura 2000, προτάθηκαν δε και συγκεκριμένοι τρόποι για την εκτέλεση του έργου έτσι ώστε να διαφυλαχθεί ο χαρακτήρας της επίμαχης ζώνης του υγροβιότοπου, και, επομένως, δεν παραβιάζεται το άρθρο 24 του Συντάγματος και η προστατευτική των βιοτόπων διεθνή, κοινοτική και εθνική νομοθεσία. Τέλος, ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά παράβαση διατάξεων του ν. 2719/1999, με το άρθρο πρώτο του οποίου κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της άγριας πανίδας, που υπογράφηκε στη Βόννη στις 23.6.1979 (Α’ 106), καθώς επίσης και του ν. 1335/1983, με το άρθρο πρώτο οποίου κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης, που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 19.9.1979 (Α’32), είναι απορριπτέος, διότι ανεξαρτήτως του ότι προβάλλεται αορίστως, διότι δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες διατάξεις των διεθνών αυτών συμβάσεων που, κατά τους αιτούντες, παραβιάσθηκαν η πληρότητα της μελέτης ως προς την περιγραφή της κατάστασης του περιβάλλοντος και την ανάδειξη των κίνδυνων ή συνεπειών του επίμαχου έργου, δεν προκύπτει ούτε και προβάλλεται ότι αμφισβητήθηκε κατά τη δημόσια διαβούλευση που προηγήθηκε της έκδοσης της προσβαλλόμενης ε.π.ο.
-Οι λόγοι που υπαγόρευσαν το σχεδιασμό του επίδικου έργου και την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών του όρων είναι πρωτευόντως και, κυρίως, περιβαλλοντικοί και εντάσσονται στο πλαίσιο των απορρεουσών από την οδηγία 2000/60 υποχρεώσεων της χώρας να προωθήσει τη βελτίωση της ποιοτικής και ποσοτικής κατάστασης του υπόγειου υδροφορέα της πεδιάδας της Ξάνθης, η οποία εμφανίζει εξαιρετικώς σοβαρά προβλήματα υφαλμύρινσης και περιβαλλοντικής της υποβάθμισης, παραλλήλως δε, η κατασκευή και λειτουργία του έργου θα επιφέρει θετικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για το νομό της Ξάνθης. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, καθ’ ό μέρος με αυτόν προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης και της πρόληψης και ότι με το αδέιοδοτούμενο έργο διαταράσσεται η αναγκαία ισορροπία μεταξύ των πυλώνων της αειφόρου ανάπτυξης υπέρ της οικονομικής και σε βάρος της περιβαλλοντικής συνιστώσας.
-Η προβλεπόμενη δημοσιοποίηση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων έχει ως στόχο την ενημέρωση των ενδιαφερομένων και την παροχή σε αυτούς της δυνατότητας υποβολής τεκμηριωμένων προτάσεων ώστε να καταστεί δυνατή η επιλογή των βέλτιστων λύσεων. Εξ άλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 5, παρ. 2 του ν. 1650/1986 και του άρθρου 4 της Κ.Υ,Α, Η.Π. 37111/2021/26.9.2003, δεν απαιτείται η εκ νέου τήρηση της διαγραφομένης από τις διατάξεις αυτές διαδικασίας δημοσιοποίησης όταν η άπαξ υποβληθείσα προς έγκριση Μ.Π.Ε. υφίσταται στη συνέχεια επουσιώδεις τροποποιήσεις που ανάγονται σε σημειακές βελτιώσεις και λεπτομερειακά επιμέρους θέματα, μη επηρεάζοντα τις βασικές παραδοχές της μελέτης.
-Τα συμπληρωματικά τεύχη της Μ.Π.Ε., αφορούν σε επιμέρους ζητήματα και δεν μεταβάλλουν τα βασικά χαρακτηριστικά και τον γενικότερο σχεδίασμά του επίδικου έργου, ούτε ανατρέπουν τις βασικές παραδοχές της αρχικώς υποβληθείσας Μ.Π.Ε., ώστε να εμφανίζονται ως ουσιώδης μεταβολή των δεδομένων, στα οποία είχε στηριχθεί η μελέτη και, συνεπώς, δεν έχρηζαν δημοσιοποίησης. Επομένως, είναι απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 1650/1986 και της αριθμ. Η.Π. 37111/2021/2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., διότι δεν παρεσχέθη η δυνατότητα στο ενδιαφερόμενο κοινό να συμμετάσχει και να εκφράσει τη γνώμη του επί του περιεχομένου της Μ.Π.Ε.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Μ. Γκορτζολίδου
Βασικές Σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 108433/29.09.2008 κοινής απόφασης των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου «Μεταφορά και διανομή νερού από τον ποταμό Νέστο στις πεδιάδες Ξάνθης και Κομοτηνής για την αποκατάσταση των υπόγειων υδροφορέων (Νομός Ξάνθης)».
3. Επειδή, τα αιτούντα τρία σωματεία, στους καταστατικούς σκοπούς των οποίων περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, των άγριων πουλιών, των βιοτόπων τους, καθώς και των οικοσυστημάτων της χώρας, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυριζόμενα ότι από την εκτέλεση και τη λειτουργία του επίδικου έργου θα προκληθεί καταστροφή σημαντικών οικοσυστημάτων, εξαφάνιση προστατευόμενων ειδών ορνιθοπανίδας και υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Ξάνθης, ιδίως, λόγω της δραστικής μείωσης της ποσότητας και της υποβάθμισης της ποιότητας των υδάτων του ποταμού Νέστου, που καταλήγουν στους προστατευόμενους υγροτόπους της περιοχής.
4. Επειδή, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δράμας – Καβάλας – Ξάνθης (Ν.Δ. Ξάνθης), στην περιφέρεια της οποίας πρόκειται να εκτελεσθεί το επίδικο έργο, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνει με το 1565/9.12.2009 δικόγραφο παρεμβάσεως. Ομοίως, με έννομο συμφέρον ασκεί την από 21.12.09 παρέμβαση η εταιρεία «ΦΙΛΙΠΠΟΣ Α.Ε.», στην οποία έχει ανατεθεί η εκτέλεση των εργασιών, τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, ζητώντας την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Τέλος, η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Ν. Ξάνθης, που έχει ως μέλη πρωτοβάθμιους αγροτικούς συνεταιρισμούς του νομού και ισχυρίζεται ότι το επίμαχο έργο είναι αναγκαίο για την ανάπτυξη των γεωργικών καλλιεργειών στην περιοχή, παρεμβαίνει στη δίκη με το 599/28.4.2009 δικόγραφο παρεμβάσεως, πλην, όμως, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, παρέστη μεν με πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά δεν προσκομίσθηκε εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας πληρεξούσιο για τη νομιμοποίηση αυτού ή του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου, επομένως, η παρέμβαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
5. Επειδή, στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. …». Διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος και για την αρχή της αειφόρου αναπτύξεως περιέχουν, εξάλλου, τόσο η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, όσο και η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως μετονομάστηκε σε Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τροποποιήθηκε επίσης με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας που κυρώθηκε με τον ν. 3671/2008 (Α΄ 129) και τέθηκε σε ισχύ από 1.12.2009, καθώς και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απέκτησε νομικά δεσμευτική ισχύ και έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες μετά την κατά τα ανωτέρω θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα, η μεν Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει μεταξύ των στόχων της Ενώσεως την επίτευξη ισόρροπης και αειφόρου αναπτύξεως (ένατη παράγραφος του προοιμίου και άρθρο 3 με τη νέα αρίθμηση), η δε Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να εντάσσονται στον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη και περαιτέρω προβλέπει ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αρχές της προφυλάξεως και της προληπτικής δράσεως (άρθρα 11 και 191 παρ. 2 κατά την 2α αρίθμηση). Αντίστοιχη πρόβλεψη περιέχεται στο άρθρο 37 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να διασφαλίζονται σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης, το υψηλό επίπεδο προστασίας του Περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του.
6. Επειδή, με τις ως άνω διατάξεις, το φυσικό περιβάλλον, στοιχείο του οποίου αποτελούν και οι υδατικοί πόροι, έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό, προκειμένου να εξασφαλισθεί στα όρια της χώρας η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επόμενων γενεών. Για το σκοπό αυτό, ο συντακτικός νομοθέτης δεν αρκέσθηκε στην πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους που έχουν σχετική αρμοδιότητα να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του προστατευόμενου αγαθού και να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό και στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα (ΣτΕ 1492/2013, 2038, 1055/2012, 1125/2008, 2180/2006). Κατά τη λήψη δε των μέτρων αυτών, πρέπει, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ερμηνευομένης ενόψει και των άρθρων 106 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, να σταθμίζονται και λαμβάνονται υπόψη από μέρους της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, και άλλοι παράγοντες, αναγόμενοι στο γενικότερο εθνικό συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με τους σκοπούς της οικονομικής ανάπτυξης, της αξιοποιήσεως του εθνικού πλούτου, της ενισχύσεως της περιφερειακής ανάπτυξης και της εξασφάλισης εργασίας στους πολίτες, σκοπούς για τους οποίους επίσης λαμβάνεται πρόνοια στο Σύνταγμα, στα προαναφερθέντα άρθρα του Συντάγματος. Η στάθμιση, όμως, και η επιδίωξη των παραγόντων, των αντίστοιχων εννόμων αγαθών και των σκοπών αυτών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά, για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία απέβλεψε ο συντακτικός, αλλά και ο κοινοτικός νομοθέτης, δηλαδή ανάπτυξη που δεν οδηγεί σε εξάντληση των φυσικών πόρων και σε επιδείνωση των συνθηκών διαβιώσεως στους οικισμούς. Κατά τη στάθμιση εξάλλου αυτή, σε συμμόρφωση προς τις αρχές της προλήψεως και της προφυλάξεως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, που απορρέουν από τις ανωτέρω διατάξεις του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου, τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας πρέπει να λαμβάνουν προεχόντως υπόψη την τυχόν ύπαρξη ιδιαιτέρου κινδύνου για το φυσικό περιβάλλον από την κατασκευή και λειτουργία συγκεκριμένου έργου ή την ανάπτυξη συγκεκριμένης δραστηριότητας και να αρνούνται την έκδοση των σχετικών εγκριτικών πράξεων αν διαπιστώσουν αιτιολογημένα ότι ο κίνδυνος αυτός, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο επαπειλούμενος από ενδεχόμενη πλημμελή λειτουργία του έργου, υπερακοντίζει προδήλως τα προσδοκώμενα οφέλη από τη λειτουργία του. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση πρέπει, προκειμένου η στάθμιση αυτή να γίνεται κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στην ανάγκη προστασίας των εκατέρωθεν διακυβευομένων εννόμων αγαθών, να εκτίθενται και να συνεκτιμώνται κατά τρόπο επαρκή αφενός ο τρόπος και η μέθοδος κατασκευής και λειτουργίας της συγκεκριμένης εγκαταστάσεως και αφετέρου ο ειδικότερος χαρακτήρας του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο προσδοκάται ότι θα εξυπηρετηθεί από το έργο ή την δραστηριότητα αυτή, δεδομένου ότι η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη στάθμιση συναρτάται εκάστοτε με το είδος και την έκταση της επαπειλούμενης βλάβης και την φύση της εξυπηρετούμενης με την εκτέλεση του έργου ανάγκης (βλ. Ολ. ΣτΕ 1672/2005, ΣτΕ 4413/2012).
7. Επειδή, περαιτέρω, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ιδίως Ολομ ΣτΕ 3478/2000), από τα άρθρα 24 παρ. 1 και 106 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 174 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ήδη άρθρο 191 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και με τις διατάξεις του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), ο οποίος εκδόθηκε ενόψει της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής και αντικαταστάθηκε με το ν. 3010/2002 (91 Α΄) προκειμένου να εναρμονισθεί με τις οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ, προκύπτει ότι σε συμμόρφωση προς τη συνταγματική επιταγή για την προστασία του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, προς την αρχή της πρόληψης στον τομέα αυτόν, προβλέπεται διοικητική διαδικασία, με την οποία παρέχεται στα αρμόδια όργανα της Διοίκησης η δυνατότητα να εκτιμούν εκ των προτέρων τις αναμενόμενες συνέπειες για το περιβάλλον από σχεδιαζόμενα έργα ή δραστηριότητες και, ενόψει ιδίως των συνεπειών αυτών, της φύσης και της σημασίας των τυχόν θιγόμενων οικοσυστημάτων ή μεμονωμένων στοιχείων, του χαρακτήρα και του σκοπού του συγκεκριμένου έργου ή δραστηριότητας και των υφιστάμενων μέσων αποτροπής, άρσης ή μείωσης της πιθανολογούμενης βλάβης του περιβάλλοντος, να κρίνουν αν και με ποιους όρους μπορεί να πραγματοποιηθεί το έργο ή η δραστηριότητα ώστε να μη παραβιάζεται η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και, γενικότερα, οι παραπάνω ορισμοί του Συντάγματος και οι αναφερόμενοι στο περιβάλλον ορισμοί της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και, συγκεκριμένα, οι διατάξεις του άρθρου 174 αυτής (ήδη άρθρο 191 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), με τις οποίες – και όπως ίσχυαν κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως – καθιερώνεται επίσης η αρχή της προληπτικής δράσης στον τομέα του περιβάλλοντος. Εξάλλου, σε περίπτωση προσβολής με αίτηση ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατά την παραπάνω διοικητική διαδικασία, ο ακυρωτικός δικαστής ερευνά αν τηρήθηκε συννόμως από ουσιαστική και τυπική άποψη η διαδικασία αυτή, και εάν τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η ελεγχόμενη διοικητική πράξη, είναι σύμφωνα με τους σχετικούς ορισμούς της νομοθεσίας και επαρκή για να προσδώσουν έρεισμα στην πράξη. Ειδικότερα, κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου, στον οποίο περιλαμβάνεται και η πλάνη περί τα πράγματα, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, εάν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελεί το βασικό μέσο εφαρμογής της αρχής της πρόληψης, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του νόμου και εάν το περιεχόμενο της είναι επαρκές ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και να αξιολογούν τις συνέπειες του έργου και της δραστηριότητας και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας καθώς και με τις προαναφερόμενες συνταγματικές επιταγές και τους ορισμούς της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ευθεία όμως αξιολόγηση από μέρους του δικαστή, των συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητας και η κρίση αν η πραγματοποίηση του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου, διότι προϋποθέτουν διαπίστωση πραγματικών καταστάσεων και διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και στάθμιση στηριζόμενη στις εκτιμήσεις αυτές. Κατ’ ακολουθία, παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή μόνο αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή τη δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες ώστε προδήλως αντιστρατεύεται την παραπάνω συνταγματική αρχή (βλ. ΣτΕ 26/2014 σκ. 28, 2173/2002 σκ. 16, 3478/2000 Ολ.).
8. Επειδή, εξάλλου, με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» συστήθηκε ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό δίκτυο (Natura 2000) που αποσκοπεί στην προστασία της βιοποικιλότητας στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της οδηγίας: «3. Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη». Παρόμοιες ρυθμίσεις περιέχονται στο άρθρο 6 παρ. 1 περ. η΄ της Κ.Υ.Α. 33318/30281/1998 (Β΄ 1289), η οποία εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την ως άνω οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η κατά την προαναφερθείσα διάταξη (άρθρ. 6 παρ. 3 οδηγίας 92/43/ΕΟΚ) δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου ή του έργου στον προστατευόμενο τόπο προϋποθέτει ότι, προ της εγκρίσεως του σχεδίου ή του έργου, προσδιορίζονται, λαμβανομένων υπ’ όψιν των βέλτιστων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, όλες οι πτυχές του σχεδίου ή του έργου που θα μπορούσαν, είτε η καθεμία από μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, να επηρεάσουν τους στόχους διατηρήσεως του τόπου αυτού. Η αρμόδια αρχή επιτρέπει την άσκηση δραστηριότητας στον οικείο τόπο μόνον εφ’ όσον δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητά του (βλ. μεταξύ άλλων C-127/2002, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging, C-6/2004, Επιτροπή/Ηνωμένου Βασιλείου, C-304/05 Επιτροπή/Ιταλικής Δημοκρατίας, C-241/08 Επιτροπή/Γαλλικής Δημοκρατίας, C-404/09, Alto Sil). Η δέουσα εκτίμηση πρέπει να διενεργείται και σε σχέδια ή έργα χωροθετημένα εκτός του προστατευόμενου τόπου, εφ’ όσον ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε αυτόν (βλ. C-98/03 Επιτροπή/Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-404/09, Alto Sil). Έχει περαιτέρω κριθεί ότι ο σημαντικός χαρακτήρας των επιπτώσεων του έργου συνδέεται με το σκοπό διατηρήσεως του προστατευόμενου τόπου, υπό την έννοια ότι σχέδιο που, καίτοι έχει επιπτώσεις επί του συγκεκριμένου τόπου, δεν θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της διατηρήσεώς του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενο να επηρεάσει σημαντικά τον συγκεκριμένο τόπο. Η εκτίμηση του κινδύνου αυτού πρέπει να καθορίζεται, ιδίως, υπό το πρίσμα των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και προϋποθέσεων του τόπου που αφορά το σχέδιο (ΔΕΕ απόφαση της 4.10.2007, C – 179/2006, Επιτροπή κατά Ιταλίας, ΣτΕ 2741/2014, 4784/2013).
9. Επειδή, κατά τα αναφερόμενα και στην προηγούμενη σκέψη, δεν αποκλείεται πάντως, από τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 3 και 4 της Οδηγίας 92/43 η εκτέλεση έργου σε προστατευόμενη περιοχή, μη συνδεόμενου άμεσα ή μη αναγκαίου για τη διαχείριση αυτής ή η ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων, εφόσον στην οικεία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις του και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής (βλ. ΣτΕ 711/2014, 2059, 1990/2007, 2547/2005), δεδομένου ότι τα χαρακτηριστικά των περιοχών που περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο και η σημασία των αντίστοιχων οικοσυστημάτων, καθώς και τα αναγκαία για τη διαφύλαξή τους μέτρα διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό (βλ. ΣτΕ 2059, 1990/2007). Κατά δε την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου ή και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές, καθώς και αν το προσδοκώμενο από αυτό όφελος τελεί σε σχέση αναλογίας με την τυχόν επαπειλούμενη βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος (Ολ. ΣτΕ 462, 3219/2010, ΣτΕ 4413/2012).
10. Επειδή, εξάλλου, με το ν. 3199/2003 «Προστασία και διαχείριση των υδάτων – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000» (Α΄ 280) και το π.δ. 51/2007 (Α΄ 54) μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο η ως άνω οδηγία για τα ύδατα. Ο νόμος αυτός, ο οποίος ρυθμίζει τα συναρτώμενα με τη διαχείριση των υδατικών πόρων της χώρας ζητήματα, θεσπίζει επίσης, όπως και ο προγενέστερος ν. 1739/1987, διαδικασία προγραμματισμού για την ανάπτυξη τους, με την έγκριση αντιστοίχων σχεδίων και προγραμμάτων, καθώς και καθολική υποχρέωση προηγούμενης λήψεως αδείας για κάθε χρήση ύδατος, στο πλαίσιο του ανωτέρω προγραμματισμού. Ειδικότερα, στο άρθρο 7 του νόμου αυτού, όπως ισχύει μετά την προσθήκη της παραγράφου 5 με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3481/2006 (Α΄ 162), ορίζονται τα εξής: «1. Κάθε Περιφέρεια εκπονεί Σχέδιο Διαχείρισης των λεκανών απορροής ποταμών αρμοδιότητάς της, το οποίο ισχύει για έξι χρόνια … 3. Κατά την κατάρτιση των Σχεδίων Διαχείρισης λαμβάνονται υπόψη και οι κατευθύνσεις και προτάσεις των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης που προβλέπονται στο άρθρο 8 του Ν. 2742/1999, το περιεχόμενο των γενικών και ειδικών αναπτυξιακών προγραμμάτων, καθώς και οι ανάγκες που προκύπτουν για την προστασία και διαχείριση προστατευόμενων περιοχών. 4. Το πρώτο Σχέδιο Διαχείρισης καταρτίζεται και εγκρίνεται υποχρεωτικά μέχρι 22.12.2009. 5. Μέχρι την έγκριση του Εθνικού Προγράμματος Διαχείρισης και Προστασίας του υδατικού δυναμικού της χώρας και την έκδοση των οικείων Σχεδίων Διαχείρισης των Περιφερειών επιτρέπεται η υδροληψία από συγκεκριμένη λεκάνη απορροής, καθώς και η μεταφορά ύδατος σε άλλη λεκάνη, με βάση εγκεκριμένο Σχέδιο Διαχείρισης των υδάτων της λεκάνης ή των λεκανών αυτών για: α) … ή β) την προστασία και βελτίωση των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των επιφανειακών και υπόγειων υδατικών συστημάτων ή γ) την περιβαλλοντική αναβάθμιση περιοχών λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες για τη διατήρηση οικοσυστημάτων … Στο ως άνω σχέδιο διαχείρισης πρέπει να τεκμηριώνεται η διαθεσιμότητα και η επάρκεια των υδατικών πόρων της λεκάνης απορροής μετά τη σχεδιαζόμενη απόληψη ποσοτήτων ύδατος, καθώς και η βιώσιμη χρήση των υδάτων που θα αξιοποιηθούν στη λεκάνη απορροής που θα μεταφερθούν οι προς απόληψη ποσότητες, με βάση την ανάγκη μακροπρόθεσμης προστασίας των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Το σχέδιο αυτό ισχύει μέχρι την έγκριση του πρώτου Σχεδίου Διαχείρισης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και ενσωματώνεται σε αυτό λαμβάνοντας υπόψη περιβαλλοντικά κριτήρια …». Όπως δε προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει αυτή τη ρύθμιση, η τελευταία τέθηκε, προκειμένου να καλύψει το νομοθετικό κενό μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος που ορίζει το περιεχόμενο των σχεδίων διαχείρισης και να συμπληρώσει το εύρος εφαρμογής της αρχικά προτεινόμενης ρύθμισης, η οποία αφορούσε αποκλειστικά παρεμβάσεις εντός μίας ΛΑΠ, ενταγμένης σε μία Περιφέρεια, προκειμένου να καλυφθούν όλες οι επείγουσες και κρίσιμες δραστηριότητες που αφορούν στη διαχείριση των υδάτων, που σχετίζονται με μία ή περισσότερες ΛΑΠ και αφορούν σε μία ή περισσότερες Περιφέρειες, με διαφορετική, κατά περίπτωση, διαδικασία, ανάλογη με τη χωρική έκταση του έργου και την ουσιαστική βαρύτητα των επιχειρούμενων παρεμβάσεων (ΣτΕ Ολ. 3053/2009).
11. Επειδή, περαιτέρω, στο προοίμιο της αναφερόμενης στην προηγούμενη σκέψη, Οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23.10.2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327), επισημαίνεται, αφενός μεν, η ανάγκη συνετής και ορθολογικής αξιοποίησης των φυσικών πόρων, με βάση τις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης (άρθρο 174 της Συνθήκης) και ενσωμάτωσης της προστασίας και βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων σε άλλους τομείς κοινοτικής πολιτικής, μεταξύ των οποίων η γεωργική, η ενεργειακή, η περιφερειακή, η τουριστική και η πολιτική μεταφορών, αφετέρου δε, η αλληλεξάρτηση επιφανειακών και υπογείων υδάτων, υπογραμμίζεται δε ότι τα κράτη μέλη «θα πρέπει να επιτύχουν τουλάχιστον το στόχο της καλής κατάστασης των υδάτων με τον καθορισμό και την υλοποίηση των αναγκαίων μέτρων στο πλαίσιο ολοκληρωμένων προγραμμάτων μέτρων …» (26η σκέψη). Με την εν λόγω Οδηγία, με την οποία καθιερώθηκαν τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμού ως το κεντρικό διαχειριστικό εργαλείο για την επίτευξη των ποιοτικών περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας για κάθε υδατικό διαμέρισμα, επιδιώκεται (άρθρο 1 παρ. 1) η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των εσωτερικών επιφανειακών, των μεταβατικών, των παράκτιων και των υπόγειων υδάτων, το οποίο, πλην άλλων, να αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωση, να προστατεύει και να βελτιώνει την κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων και των χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων που εξαρτώνται αμέσως από αυτά, να προωθεί τη βιώσιμη χρήση του νερού βάσει μακροπρόθεσμης προστασίας των διαθέσιμων υδάτινων πόρων, να αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας και τη βελτίωση του υδάτινου περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων με ειδικά μέτρα για την προοδευτική μείωση των απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών ουσιών προτεραιότητας, να διασφαλίζει την προοδευτική μείωση της ρύπανσης των υπογείων υδάτων και να αποτρέπει την περαιτέρω μόλυνσή τους και με αυτόν τον τρόπο να συμβάλλει «-στην εξασφάλιση επαρκούς παροχής επιφανειακού και υπόγειου νερού καλής ποιότητας που απαιτείται για τη βιώσιμη, ισόρροπη και δίκαιη χρήση ύδατος. – σε σημαντική μείωση της ρύπανσης των υπογείων υδάτων. …». Σύμφωνα με την ως άνω 2000/60 Οδηγία, η διαχείριση των υδάτων πρέπει να γίνει σε επίπεδο περιοχής λεκανών απορροής, τα δε κράτη μέλη οφείλουν, μεταξύ άλλων, να προσδιορίσουν όλες τις λεκάνες απορροής, και να εκπονήσουν σχέδιο διαχείρισης και πρόγραμμα μέτρων για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού (άρθρα 3 παρ. 1, 5, παρ. 1, 11 παρ. 1 και 13 παρ. 1), δηλαδή για κάθε υδατικό διαμέρισμα. Τα ως άνω σχέδια διαχείρισης και προγράμματα μέτρων πρέπει να δημοσιευθούν το αργότερο εντός εννέα ετών από την έναρξη ισχύος της Οδηγίας (άρθρα 11 παρ. 7 και 13 παρ. 6), ενώ οι εν γένει στόχοι της Οδηγίας πρέπει να επιτευχθούν εντός δεκαπέντε ετών από την έναρξη ισχύος της, αλλά το χρονοδιάγραμμα αυτό μπορεί να μεταβληθεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τις οποίες θέτει η ίδια η Οδηγία [βλ. ΣτΕ 2875/2012, 4590/2011].
12. Επειδή, έχει κριθεί (ΔΕΕ απόφαση της 11.9.2012, C-43/2010 Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας κατά Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής) ότι τα άρθρα 13, παράγραφος 6, και 24, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2000/60 έχουν την έννοια ότι ορίζουν, αντιστοίχως, την 22α Δεκεμβρίου 2009 ως ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας που τάσσεται στα κράτη μέλη για τη δημοσίευση των σχεδίων διαχειρίσεως των περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού και την 22α Δεκεμβρίου 2003 ως ημερομηνία εκπνοής της απώτατης προθεσμίας που έχουν στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη για τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας και, ιδίως, των άρθρων της 3 έως 6, 9, 13 και 15». Περαιτέρω, το ΔΕΕ, με την ίδια απόφαση, έκρινε ότι η οδηγία 2000/60 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει, καταρχήν, εθνική ρύθμιση με την οποία επιτρέπεται, πριν τις 22 Δεκεμβρίου 2009, η μεταφορά ύδατος από μια λεκάνη απορροής ποταμού σε άλλη λεκάνη απορροής ποταμού ή από μια περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού σε άλλη περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, όταν δεν έχουν ακόμη εκπονηθεί, από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, τα σχέδια διαχειρίσεως των οικείων περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού, εφόσον η μεταφορά αυτή δεν θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η ως άνω οδηγία .
13. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Mε την προσβαλλόμενη απόφαση εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για έργο, το οποίο συνίσταται στην απόληψη ύδατος από το ήδη υφιστάμενο φράγμα Τοξοτών, προς το σκοπό της αρδεύσεως δύο περιοχών, ανατολικής και δυτικής, εκτάσεως 240.794 και 62.817 στρεμμάτων, αντιστοίχως, της πεδιάδας της Ξάνθης, η οποία χαρακτηρίζεται από το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 29310/21.7.2003 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β΄ 1471), ως γεωργική γη πρώτης προτεραιότητας. Η προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. έχει εκδοθεί σύμφωνα με το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το οποίο εγκρίθηκε με την 29310/21.7.2003 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Β΄ 1471) και το οποίο προβλέπει έργα κατασκευής κλειστών αγωγών μεταφοράς ύδατος και άρδευσης της πεδιάδας της Ξάνθης και έργα τεχνητού εμπλουτισμού για την ενίσχυση του υδροφόρου ορίζοντα σε περιοχές του ομώνυμου νομού, ο οποίος παρουσιάζει υψηλά ποσοστά αρδεύσεως από γεωτρήσεις (βλ. άρθρο 3, κεφ. 3.7.3). Εν προκειμένω, το συνολικό μήκος των προτεινόμενων διαμήκων έργων, που αποτελούνται από διώρυγα μεταφοράς ύδατος, μήκους 10,5 χιλιομέτρων, και από αγωγούς μεταφοράς και διανομής ύδατος, διαμέτρου 0,40 έως 2,00 μέτρα, ανέρχεται σε διακόσια χιλιόμετρα περίπου. Το έργο περιλαμβάνει, περαιτέρω, την κατασκευή τριάντα δεξαμενών, συνολικής χωρητικότητας 144.500 κυβικών μέτρων, και είκοσι ενός αντλιοστασίων, συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 19.800 kw. Για την κατασκευή, επιθεώρηση και συντήρηση των ανωτέρω διαμήκων έργων, προβλέπεται η κατασκευή παράλληλου δρόμου. Με την απόφαση αυτή επιβάλλονται υποχρεώσεις για τις φάσεις κατασκευής και λειτουργίας του έργου και μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι «σε κάθε περίπτωση η απολήψιμη ποσότητα από τον ποταμό Νέστο για την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών του έργου δεν θα υπερβαίνει τα 118.700,000 m3 σε ετήσια βάση» (όρος 32) και ότι «ως ελάχιστη οικολογική παροχή στο ποτάμιο οικοσύστημα και το Δέλτα του ποταμού Νέστου απαιτείται η διάθεση κατάντη του φράγματος Τοξοτών μέση ημερήσιας παροχής τουλάχιστον 6m3/sec» (όρος 33). Όπως, εξάλλου, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και από τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου (βλ. Χάρτη Προστατευόμενων Περιοχών), μικρό τμήμα του προτεινόμενου έργου βορειοανατολικά του ποταμού Νέστου εμπίπτει σε περιοχή (ζώνη) κοινοτικού ενδιαφέροντος (SCI) με την επωνυμία «Δέλτα Νέστου και Λιμνοθάλασσες Κεραμωτής – Ευρύτερη περιοχή και Παράκτια Ζώνη» με τον κωδικό GR11500010 του Εθνικού Καταλόγου περιοχών που εντάσσονται στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο NATURA 2000. Στην ευρύτερη περιοχή κατασκευής του έργου και, συγκεκριμένα, στην περιοχή Αβδήρων – Μέλισσας – Γκιώνας, βρίσκεται το καταφύγιο άγριας ζωής Ντομούζ Ορμάν (“Χοιροδάσος”). Τέλος, μικρό μέρος της έκτασης του επίδικου έργου, το οποίο περιλαμβάνει τους υγροβιότοπους διεθνούς ενδιαφέροντος, κατά τα κριτήρια της Συνθήκης RAMSAR, Δέλτα Νέστου, Λίμνης Βιστωνίδας, Λίμνης Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής τους, εμπίπτει σε περιοχή, η οποία έχει χαρακτηρισθεί με την 5796/1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Γεωργίας (Β΄ 854), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση της παραγράφου 6 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986, ως εθνικό πάρκο με την ονομασία «ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ (Ε.Π.Α.Μ.Θ.)», και με την οποία επιβλήθηκαν περιορισμοί και απαγορεύσεις χρήσεων γης. Τέλος, βάσει της ΚΥΑ 15393/2332/5.8.2002 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1
ν. 3010/2002 (Α΄ 91), το έργο κατατάσσεται στην Α΄ κατηγορία και ειδικότερα, εντάσσεται στην υποκατηγορία 1 της 1ης κατηγορίας της 2ης ομάδας της κοινής υπουργικής απόφασης Η.Π. 15393/2332/5.8.2002 ως έργο που αφορά «απολήψεις επιφανειακών νερών για άρδευση έκτασης > 15.000 στρεμμάτων». Για τα έργα της κατηγορίας αυτής απαιτείται η εκπόνηση προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία και υποβλήθηκε προς το ΥΠΕΧΩΔΕ και εν συνεχεία εκδόθηκε η 127435/9.11.2007 απόφαση της Ειδικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (ΕΥΠΕ) του ΥΠΕΧΩΔΕ για την Προκαταρκτική Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αξιολόγηση του έργου, με διάρκεια ισχύος 3 έτη από την έκδοσή της.
14. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου, βάσει του άρθρου 7 του ν. 3199/2003, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3481/2006 εκδόθηκε η 4777/27.10.2008 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, με την οποία εγκρίθηκε το σχέδιο διαχείρισης επιφανειακών και υπογείων υδάτων της προστατευόμενης περιοχής του Δέλτα Νέστου, του συμπλέγματος λιμνών Βιστωνίδας και Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής του έργου «Μελέτη για τη μεταφορά και διανομή νερού από τον ποταμό Νέστο στις πεδιάδες Ξάνθης και Κομοτηνής για την αποκατάσταση των υπόγειων υδροφορέων». Κατά ρητή πρόβλεψη της τελευταίας αυτής αποφάσεως, το σχέδιο διαχείρισης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της, «ισχύει μέχρι την έγκριση του Εθνικού Προγράμματος Διαχείρισης και Προστασίας του υδατικού Δυναμικού της χώρας και την έκδοση του Σχεδίου Διαχείρισης υδατικών πόρων της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, στο οποίο θα ενσωματωθεί». Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε) του επιδίκου έργου (κεφάλαιο 4), τα συμπεράσματα και οι προτάσεις του σχεδίου αυτού που εκπονήθηκε, το Μάρτιο του 2007, στο πλαίσιο του επίδικου έργου και σύμφωνα με το οποίο η μεταφορά ύδατος από τον ποταμό Νέστο εκρίθη αναγκαία για την άρδευση καλλιεργούμενων εκτάσεων του Ν. Ξάνθης και την προστασία και βελτίωση των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των υπογείων υδατικών συστημάτων που παρουσιάζουν αυξημένη υφαλμύρωση, ενόψει του ότι η υφιστάμενη κατάσταση υδροληψίας από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα για τις αρδευτικές ανάγκες της πεδιάδας της Ξάνθης παρουσιάζεται οριακή, συμπεριελήφθησαν στη Μ.Π.Ε του έργου (σ. 270-272). Στην εγκριτική του ως άνω σχεδίου απόφαση ορίζεται ότι η απόληψη ύδατος για την κάλυψη των αναγκών των προβλεπόμενων έργων ανάπτυξης των αρδευτικών δικτύων στο Ν. Ξάνθης θα γίνεται, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις των εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων (παρ. 10), καθώς και ότι η ανάπτυξη των αρδευτικών έργων στον ίδιο νομό θα γίνει σε τρία στάδια, το πρώτο εκ των οποίων για την εξυπηρέτηση 120.100 στρεμμάτων, ενώ τα υπόλοιπά δύο για την εξυπηρέτηση 164.600 και 304.650 στρεμμάτων, αντίστοιχα. Κατά ρητή πρόβλεψη της αποφάσεως αυτής, προ της κατασκευής των επίδικων έργων του δευτέρου και τρίτου σταδίου, η Διεύθυνση Υδάτων της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης θα πρέπει να προβεί στην επικαιροποίηση της προμνησθείσας εγκριτικής αποφάσεως, ενώ, ειδικώς, η ανάπτυξη του τρίτου σταδίου θα υλοποιηθεί μόνον μετά την κατασκευή σωληνωτών δικτύων στις «αρδευόμενες εκτάσεις του Ν. Καβάλας και την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών στους νομούς Καβάλας και Ξάνθης, για τον περιορισμό της κατανάλωσης νερού». Με την ίδια απόφαση καθορίσθηκαν, επίσης, οι ποσότητες ύδατος σε κυβικά μέτρα που θα διατίθενται από τους ταμιευτήρες της Δ.Ε.Η. ανά μήνα και για κάθε στάδιο ανάπτυξης των αρδευτικών έργων, όπως, επίσης, και οι μέγιστες απολήψιμες ποσότητες ύδατος από το φράγμα Τοξοτών, ανάλογα με την εξέλιξη των υφιστάμενων και των νέων αρδευτικών έργων στο νομό Ξάνθης, ενώ επανελήφθη ο διαλαμβανόμενος στην προσβαλλόμενη απόφαση όρος περί μη υπερβάσεως ενός προκαθορισμένου ορίου απολήψιμης ποσότητας ύδατος (118.750.000 κ.μ. ύδατος σε ετήσια βάση). Στο πλαίσιο εκπόνησης του ως άνω σχεδίου, εξετάσθηκε περαιτέρω ενδελεχώς, μεταξύ εκατό επιστημονικών μεθόδων που έχουν αναπτυχθεί διεθνώς, το ζήτημα του καθορισμού του ποσοστού οικολογικής παροχής, ενώ λήφθηκαν υπόψη οι εγκριθέντες, με την 16492/25.10.1996 κοινή απόφαση των Υπουργών ΠΕΧΩΔΕ, Γεωργίας και Ανάπτυξης, περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή των ΥΗΕ Θησαυρού, Πλατανόβρυσης και Τεμένους στον ποταμό Νέστο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αν και «δεν έχει μέχρι σήμερα οριστικοποιηθεί η απαιτούμενη περιβαλλοντική παροχή κατά το στάδιο της λειτουργίας των ταμιευτήρων. Εκτιμάται όμως ότι, εφόσον τα 6 m3/sec αποφασίστηκαν για την πλέον απαιτητική περίοδο της πλήρωσης των ταμιευτήρων και κατά την εφαρμογή τους δεν αναφέρθηκαν προβλήματα στα κατάντη οικοσυστήματα παρόλο που με το σημερινό τρόπο διαχείρισης των νερών από τα υφιστάμενα αρδευτικά φαίνεται ότι μόνο οι ποσότητες αυτές καταλήγουν στο Δέλτα, η παροχή αυτή είναι κατ΄ αρχήν αποδεκτή ως ελάχιστη απαιτούμενη για την προστασία του περιβάλλοντος» (σ. 273-280 ΜΠΕ). Ειδικώς, για την προστασία του Δέλτα του Νέστου προβλέπεται ότι «η μέση ημερήσια παροχή κατάντη του φράγματος Τοξοτών κατά την περίοδο Μαΐου – Σεπτεμβρίου θα είναι τουλάχιστον 6 m3/sec, ανεξάρτητα από τη διαθεσιμότητα νερών για τις λοιπές χρήσεις που καθορίζονται στο παρόν, ως ελάχιστη οικολογική παροχή στο ποτάμιο οικοσύστημα και το Δέλτα του ποταμού Νέστου». Ειδική μνεία γίνεται και στη, μέσω των έργων υδροληψίας του Φράγματος Τοξοτών, διάθεση ποσοτήτων ύδατος από το Νέστο στην ευρισκόμενη εντός της εκτάσεως που καταλαμβάνει το επίδικο έργο περιοχή Μαγγάνων – Μυρωδάτου με σκοπό τον εμπλουτισμό των υπογείων νερών της περιοχής, ενώ επισημαίνεται ότι «η εγκατάσταση του εξοπλισμού για την παρακολούθηση και καταγραφή των απολήψιμων ποσοτήτων νερού προς τις εξυπηρετούμενες περιοχές και το Δέλτα του Νέστου θα πρέπει να έχουν κατασκευαστεί πριν τη λειτουργία των έργων» (παρ. 9). Στο προοίμιο της ως άνω 4777/27.10.2008 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, με την οποία εγκρίθηκε το σχέδιο διαχείρισης επιφανειακών και υπογείων υδάτων της προστατευόμενης περιοχής του Δέλτα Νέστου, του συμπλέγματος λιμνών Βιστωνίδας και Ισμαρίδας, αναφέρεται ότι την 5η Αυγούστου 2008 πραγματοποιήθηκε διαβούλευση επί του σχεδίου μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών και των εμπλεκομένων φορέων, κατά την οποία δεν εκφράσθηκαν ιδιαίτερες αντιρρήσεις επί του σχεδίου διαχείρισης.
15. Επειδή, μετά την άσκηση της κρινόμενης εκδόθηκε η 706/16.07.2010 απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων
(Β΄ 1383/2.9.2010, διόρθωση σφαλμάτων Β΄ 1572/28.09.2010), με την οποία καθορίσθηκαν αφενός τα όρια σαράντα πέντε Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΛΑΠ), οι οποίες υπάγονται σε δεκατέσσερις Περιοχές Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΠΛΑΠ) που αντιστοιχούν στον όρο Υδατικά Διαμερίσματα του άρθρου 3 του π.δ/τος 51/2007 (Α΄ 54) και αφετέρου οι αρμόδιες περιφέρειες για κάθε μία εκ των ανωτέρω λεκανών απορροής. Μεταξύ των λεκανών αυτών που οριοθετήθηκαν με την απόφαση αυτή, περιλαμβάνονται και οι λεκάνες απορροής του ποταμού Νέστου (κωδικός GR07) και του Ρέματος Ξάνθης – Ξηρορέματος (κωδικός GR08), οι οποίες ανήκουν στο υδατικό διαμέρισμα (ΠΛΑΠ) της Θράκης και στην αρμοδιότητα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ακολούθησε η έκδοση της κοινής απόφασης 169281/8.7.2013 των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Εξωτερικών, Οικονομικών, Εσωτερικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υγείας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία εγκρίθηκε η στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) του Σχεδίου Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Θράκης, σύμφωνα με την οποία η συνολική αποτίμηση του σχεδίου αξιολογείται ως θετική, καθώς «δεν αναμένονται δυσμενείς περιβαλλοντικές μεταβολές στρατηγικού χαρακτήρα σε κανέναν τομέα περιβάλλοντος, ενώ αναφέρεται συμπερασματικώς ότι «η μη εφαρμογή του προτεινόμενου σχεδίου θα οδηγήσει σε συνθήκες μη αειφορικής χρήσης των υδάτινων πόρων στο ΥΔ12, με συνακόλουθες επιπτώσεις τόσο στο φυσικό περιβάλλον (περιοχές υψηλής οικολογικής αξίας, προστατευόμενες περιοχές, τοπίο κλπ) όσο και στο ανθρωπογενές και οικονομικό περιβάλλον (ερημοποίηση, μείωση γεωργικής παραγωγής κλπ)» (σ. 404, 472). Κατά τις ειδικότερες εκτιμήσεις της εν λόγω ΣΜΠΕ, για τα μεν ύδατα προβλέπεται ότι «το σύνολο των μεταβολών κινείται προς τη θετική κατεύθυνση, έχει μεγάλη έκταση, ισχυρή ένταση και μόνιμο χαρακτήρα. Τα αποτελέσματα εφαρμογής του Σχεδίου θα γίνονται αισθητά σταδιακά και σε βάθος χρόνου και θα οδηγήσουν τη συντριπτική πλειονότητα των ΥΣ του ΥΔ12 σε καλή κατάσταση μέχρι το έτος 2027», για δε τη βιοποικιλότητα, χλωρίδα και πανίδα ότι «οι στρατηγικού χαρακτήρα μεταβολές κινούνται προς τη θετική κατεύθυνση, έχουν μεγάλη έκταση και μόνιμο χαρακτήρα» (σ. 474-475). Το ως άνω Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Θράκης εγκρίθηκε, στη συνέχεια, με την οικ.1006/2013 απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων (Β΄ 2290/13.9.2013), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου 7 του ν. 3199/2003, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 περ. ζ΄ του άρθρου πέμπτου του ν. 4117/2013 (Α΄ 29), και των άρθρων 10 του π.δ/τος 50/2007 και 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή απόφαση, στόχος του εγκριθέντος Σχεδίου είναι «μέσω ενός περιβαλλοντικά ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού ορθολογικής διαχείρισης και προστασίας των υδατικών πόρων του Υδατικού Διαμερίσματος Θράκης, να προάγεται ο στόχος της επίτευξης της “καλής κατάστασης” των υδάτων που είναι και ο κύριος στόχος της ανωτέρω εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας». Στο τεύχος του Παραρτήματος Α11 του ίδιου ως άνω Σχεδίου (“Καθορισμός των περιβαλλοντικών στόχων, συμπεριλαμβανομένων των “εξαιρέσεων” από την επίτευξη των στόχων”), γίνεται αξιολόγηση του επίδικου έργου και εν τέλει αναφέρεται ότι η αξιολόγηση κατέληξε ότι δεν συντρέχουν λόγοι εφαρμογής του άρθρου 4.7 της οδηγίας 2000/60, οι οποία προβλέπει τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται στην περίπτωση που το έργο έχει αρνητικές συνέπειας ως προς τα ύδατα της περιοχής.
16. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία επετράπη η κατασκευή και λειτουργία του επίδικου έργου αξιοποίησης των υδατικών πόρων του ποταμού Νέστου, δεν προηγήθηκε η έγκριση σχεδίου διαχείρισης της λεκάνης ή των λεκανών απορροής του, όπως απαιτείτο από τις διατάξεις του ν. 3199/2003 για την «Προστασία και διαχείριση των υδάτων – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000» (Α΄ 280), ή, έστω, πρόγραμμα ανάπτυξης υδατικών πόρων, όπως προβλεπόταν από τον προϊσχύσαντα ν. 1739/1987 για τη «Διαχείριση των υδατικών πόρων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 201).
17. Επειδή, εν προκειμένω, κατά τα διαλαμβανόμενα στις σκέψεις 13 και 14, αφενός μεν με το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (29310/21.7.2003 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ) είχαν προβλεφθεί έργα κατασκευής κλειστών αγωγών μεταφοράς ύδατος και άρδευσης της πεδιάδας της Ξάνθης και έργα τεχνητού εμπλουτισμού για την ενίσχυση του υδροφόρου ορίζοντα σε περιοχές του ομώνυμου νομού, αφετέρου δε, με την 4777/27.10.2008 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, εγκρίθηκε το Σχέδιο Διαχείρισης των επιφανειακών και υπογείων υδάτων της προστατευόμενης περιοχής του Δέλτα Νέστου, του συμπλέγματος λιμνών Βιστωνίδας και Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής του επίδικου έργου, συμφώνως προς το άρθρο 7 παρ. 5 του ν. 3199/2003, κατά ρητή πρόβλεψη, άλλωστε της οποίας (4777/2008 απόφασης), το τελευταίο αυτό Σχέδιο «ισχύει μέχρι την έγκριση του Εθνικού Προγράμματος Διαχείρισης και Προστασίας του υδατικού Δυναμικού της χώρας και την έκδοση του Σχεδίου Διαχείρισης υδατικών πόρων της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, στο οποίο θα ενσωματωθεί». Εξάλλου, δεν συνιστά πλημμέλεια της προσβαλλόμενης το γεγονός ότι το ανωτέρω Σχέδιο Διαχείρισης, αν και εκπονήθηκε το Μάρτιο του έτους 2007 από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εγκρίθηκε ένα μήνα μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως δε προκύπτει από τη σχετική ΜΠΕ, τα συμπεράσματα και οι προτάσεις του Σχεδίου αυτού περιελήφθησαν και αποτέλεσαν περιεχόμενο της ΜΠΕ της προσβαλλόμενης. Επομένως, η προσβαλλόμενη εκδόθηκε βάσει σχεδίου διαχείρισης των επιφανειακών και υπογείων υδάτων της επίμαχης περιοχής, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Μεταγενεστέρως δε, εγκρίθηκε και το αναφερόμενο στη σκέψη 19, Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Θράκης, των Παραρτημάτων του και της οικείας Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, από το οποίο προκύπτει ότι η μεταφορά ύδατος από τον ποταμό Νέστο στην πεδιάδα της Ξάνθης δεν θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει το προαναφερόμενο άρθρο 4 της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Εξάλλου, ενόψει των κριθέντων με την απόφαση του 11.9.2012, C-43/2010 ΔΕΕ, εφόσον κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης με την υπό κρίση αίτηση απόφασης, δεν είχε παρέλθει η τασσόμενη στα κράτη μέλη από την οδηγία αυτή προθεσμία (22.12.2009) για την εκπόνηση ολοκληρωμένων σχεδίων διαχείρισης υδάτων σε επίπεδο (περιοχής) λεκάνης απορροής ποταμού, νομίμως, κατά τις διατάξεις της οδηγίας 2000/60 και της εθνικής νομοθεσίας (άρθρα 7 του
ν. 3199/2003 και 9 παρ. 1 του ν. 3481/2006), επετράπη, με την προσβαλλόμενη απόφαση περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων του επίδικου έργου, πριν από τις 22.12.2009, η μεταφορά ύδατος από τη λεκάνη απορροής του ποταμού Νέστου (κωδικός GR07) στην πεδιάδα της Ξάνθης (λεκάνη απορροής Ρέματος Ξάνθης-Ξηρορέματος, κωδικός GR08), χωρίς να έχουν δημοσιευθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές τα σχέδια διαχειρίσεως της οικείας (περιοχής) λεκάνης απορροής ποταμού. Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ανωτέρω ισχυρισμοί των αιτούντων σωματείων.
18. Επειδή, τα αιτούντα σωματεία ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας εκδόσεώς της, καθόσον δεν προηγήθηκε η τήρηση της διαδικασίας «στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης» που προβλέπεται από τις διατάξεις της κοινής υπουργικής απόφασης οικ. 107017/2006
(Β΄ 1225), με την οποία επιχειρήθηκε η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2001/42/ΕΚ «σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» (E.E. L. 197/2001).
19. Επειδή, το επίδικο έργο δεν αποτελεί “σχέδιο” ή “πρόγραμμα” και τούτο διότι είναι έργο μεταφοράς ύδατος από τον ποταμό Νέστο στην πεδιάδα της Ξάνθης, προκειμένου να αποκατασταθεί το οικολογικό δυναμικό και η χημική κατάσταση των υδάτινων σωμάτων του Νέστου τόσο κατάντη του σημείου υδροληψίας, όσο και στο Δέλτα του Νέστου, σε επίπεδο δε γενικού σχεδιασμού, προβλέπεται από την ως άνω 29310/21.7.2003 υπουργική απόφαση με τίτλο “Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης” και από την προαναφερθείσα 4777/27.10.2008 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης που εγκρίνει το Σχέδιο Διαχείρισης επιφανειακών και υπογείων υδάτων της προστατευόμενης περιοχής του Δέλτα Νέστου, του συμπλέγματος λιμνών Βιστωνίδας και Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής τους, ενώ καταγράφεται ως προγραμματισθέν προς υλοποίηση από το εγκριθέν Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του υδατικού διαμερίσματος Θράκης που εκδόθηκε αφού προηγήθηκε η διαδικασία της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης. Κατά συνέπεια, το επίμαχο έργο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
20. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη έχει εκδοθεί κατά παράβαση των άρθρων 24 παρ.1 του Συντάγματος, 1 παρ.2 και 3, 18 παρ.1 και 19 παρ.3 του ν. 1650/1986, των διατάξεων των οδηγιών 92/43/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (E.E. L 206/1992) και 79/409/ΕΟΚ «για την άγρια ορνιθοπανίδα» (E.E. L 15/1979), της Διεθνούς Σύμβασης Ραμσάρ που αποσκοπεί στην προστασία των υγροτόπων ιδίως ως βιοτόπων των υδρόβιων πτηνών, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ/γμα 191/1974 (Α΄ 350), της κυρωθείσης με το ν. 2719/1999 (Α΄ 106) Διεθνούς Σύμβασης για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της άγριας πανίδας που υπογράφτηκε στη Βόννη στις 23.06.1979 και της Διεθνούς Σύμβασης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης, που υπογράφτηκε στη Βέρνη στις 19.09.1979 και κυρώθηκε με το ν. 1335/1983 (Α΄ 32). Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς των αιτούντων, ο ποταμός Νέστος αποτελεί ένα εκτεταμένο ποτάμιο και παραποτάμιο σύμπλεγμα υγροτόπων και οικοτόπων με πλούσια και σπάνια χλωρίδα και πανίδα, καθώς και ένα από τα σημαντικότερα τμήματα του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας, μεγάλες εκτάσεις του οποίου έχουν υπαχθεί σε καθεστώς αυξημένης περιβαλλοντικής προστασίας. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι ο Νέστος έχει ενταχθεί, ως τόπος κοινοτικής σημασίας και ως ζώνη ειδικής προστασίας για τα πτηνά, στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Natura 2000 και στον κατάλογο των προστατευόμενων υγροτόπων διεθνούς σημασίας της Συμβάσεως του Ραμσάρ, ενώ η μεν ευρύτερη περιοχή των υγροτόπων του Δέλτα του ποταμού έχει χαρακτηρισθεί ως εθνικό πάρκο, οι δε πλησίον αυτού ευρισκόμενες περιοχές «Στενά Νέστου» και «Χοιροδάσος» έχουν κηρυχθεί αισθητικό δάσος και καταφύγιο άγριας ζωής, αντιστοίχως. Ειδικώς δε, οι περιοχές που πρόκειται να επηρεασθούν άμεσα από την κατασκευή και λειτουργία του επίδικου έργου έχουν ενταχθεί στον κατάλογο τόπων κοινοτικής σημασίας και απολαμβάνουν απόλυτης προστασίας, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται εντός της εκτάσεως που αυτές καταλαμβάνουν η κατασκευή έργων ή σχεδίων μεγάλης κλίμακας, τα οποία θα οδηγούσαν, λόγω του μεγέθους ή της φύσεως της λειτουργίας τους, σε σημαντική υποβάθμιση και σε εξάντληση των υδάτινων πόρων του ποταμού.
21. Επειδή, η προστασία των διεθνούς ενδιαφέροντος υγροτόπων σύμφωνα με την από 2.2.1971 υπογραφείσα Διεθνή Συμφωνία του Ραμσάρ, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 191/1974 (Α΄ 350) και τέθηκε σε ισχύ για την Ελλάδα από τις 21.12.1975 [βλ. από 10.1.1976 ανακοίνωση Υπουργείου Εξωτερικών (Α΄ 8)], συνίσταται όχι μόνο στην υποχρέωση των συμβαλλομένων Κρατών για τη συντήρησή τους με τη λήψη θετικών νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων, αλλά και στην απαγόρευση κάθε βλαπτικής ενέργειας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην υποβάθμιση ή την καταστροφή τους. Κατά την έννοια των άρθρων 2 παρ. 1, 4 και 6, 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 της Διεθνούς αυτής Συμφωνίας, η προστασία που παρέχει η Συμφωνία αυτή στους περιληφθέντες στον σχετικό πίνακα υγροτόπους διεθνούς συμφέροντος προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την κατά τόπο σαφή επί χάρτου οριοθέτησή τους, η οποία εξασφαλίζει τον ακριβή προσδιορισμό των προστατευομένων περιοχών. Ως προς το αρνητικής μορφής περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, οι διατάξεις της Συμφωνίας του Ραμσάρ έχουν αυτάρκεια και είναι αυτοδύναμης εφαρμογής (ΣτΕ 769/2005 7μ., 2343/1987).
22. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι μικρό μόνο τμήμα του προτεινόμενου έργου βορειοανατολικά του ποταμού Νέστου εμπίπτει σε περιοχή (ζώνη) κοινοτικού ενδιαφέροντος (SCI) με την επωνυμία «Δέλτα Νέστου & Λιμνοθάλασσες Κεραμωτής – Ευρύτερη περιοχή και Παράκτια Ζώνη» με τον κωδικό GR1150010 του Εθνικού Καταλόγου περιοχών που εντάσσονται στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ΝATURA 2000 (σ. 117 ΜΠΕ, βλ. ήδη τον κατάλογο των περιοχών Natura της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ν. 3937/2011, Α΄ 60). Επίσης, εντός της περιοχής κατασκευής του έργου και, συγκεκριμένα, στην περιοχή Αβδήρων-Μέλισσας-Γκιώνας, βρίσκεται το καταφύγιο άγριας ζωής Ντομούζ Ορμάν (“Χοιροδάσος”, Κ51, σ. 117 ΜΠΕ), ενώ στην ευρύτερη περιοχή του έργου (σ. 19, 118 ΜΠΕ), βρίσκεται το Δέλτα του Νέστου, Λίμνης Βιστωνίδας, Λίμνης Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής τους, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στους υγροβιότοπους που ενέταξε η Ελλάδα στον κατάλογο των «Υγροτόπων Διεθνούς Σημασίας» της Συμβάσεως Ραμσάρ (ν.δ/γμα 191/1974, Α΄ 350), οι οποίοι με την κ.υ.α. 5796/29.3.1996 (Β΄ 854/16.9.1996) χαρακτηρίσθηκαν ως εθνικό πάρκο με την ονομασία «ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ (Ε.Π.Α.Μ.Θ.)». Κατά τη διαδικασία εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων του επίμαχου έργου (κ.υ.α. 108433/29.9.2008), διαπιστώθηκε ότι η περιοχή όδευσης του επίδικου έργου εμπίπτει στην, στην καθορισθείσα με την ανωτέρω απόφαση ζώνη Γ1 του εθνικού πάρκου, όπου επιτρέπονται, αφενός μεν, η κατασκευή και επέκταση δικτύων και έργων υποδομής μετά από έγκριση των περιβαλλοντικών όρων των αντίστοιχων έργων, αφετέρου δε, η κατασκευή και εγκατάσταση υδατοδεξαμενών, φρεάτων και αντλιοστασίων (σ. 8997 της 5796/1996 ως άνω κ.υ.α.). Επίσης, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι στην περίμετρο των σχεδιαζόμενων έργων βρίσκονται και άλλες οικολογικά ευαίσθητες περιοχές και, συγκεκριμένα, οι Λίμνες και Λιμνοθάλασσες της Θράκης – Ευρύτερη Περιοχή και Παράκτια Ζώνη), με τον κωδικό GR1130009 (NATURA 2000-pSCI), οι Λίμνες Βιστονίς, Ισμαρίς – Λιμνοθάλασσες Πόρτο Λάγος, Αλύκη Πτελέα, Ξηρολίμνη, Καρατζά, με τον κωδικό GR1130010 (NATURA-SPA), καθώς και το Δέλτα Νέστου και Λιμνοθάλασσες Κεραμωτής και Νήσος Θασοπούλα, με τον κωδικό GR1150001 (NATURA 2000-SPA), ενώ στην ευρύτερη περιοχή των σχεδιαζόμενων έργων βρίσκονται το Αισθητικό Δάσος του Νέστου, με τον κωδικό GR112005 (NATURA 2000-pSCI), τα Στενά του Νέστου, με τον κωδικό GR1120004 (NATURA 2000-SPA) και το παραποτάμιο δάσος του Νέστου Κοτζά Ορμάν, με τον κωδικό Κ39. Για το λόγο δε αυτό, στη ΜΠΕ του επίδικου έργου, στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, έγινε αναλυτική αναφορά στις περιοχές των οικοτόπων που βρίσκονται εντός της περιοχής όδευσης του έργου, αλλά και στην περίμετρο και την ευρύτερη περιοχή αυτού, καθώς και στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά τους και ερευνήθηκαν οι επιπτώσεις από την κατασκευή και λειτουργία των επίμαχων έργων στο φυσικό περιβάλλον (σελ. 19 και επ.). Ειδικότερα η ΜΠΕ (σ. 113 επ., 158 επ.) καταγράφει λεπτομερώς και εξαντλητικά τα φυσικά οικοσυστήματα (ποτάμια, υγροτοπικά, δασικά κ.λ.π.), τις οικολογικά ευαίσθητες περιοχές (οικότοποι περιοχών NATURA), καθώς και τα είδη χλωρίδας και πανίδας που υπάρχουν εντός αυτών, γίνεται δε αξιολόγηση του οικοσυστήματος και της αξίας του οικοσυστήματος και εξετάζονται οι επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον, τόσο κατά τη φάση κατασκευής, όσο και κατά τη φάση λειτουργίας του έργου, αλλά και γίνεται εκτενής αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (σ. 316-332 ΜΠΕ). Συγχρόνως, με την ίδια μελέτη, εκτιμήθηκε, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία που δεν προκύπτει ούτε και προβάλλεται ότι κατά την πραγματοποιηθείσα δημόσια διαβούλευση, χαρακτηρίσθηκαν ως ανακριβή, ότι «η περιοχή του έργου βρίσκεται εκτός των προστατευόμενων περιοχών στην ευρύτερη περιοχή και δεν αναμένεται σε καμία περίπτωση να τις θίξει, τόσο σε επίπεδο βλάστησης-χλωρίδας όσο και σε επίπεδο πανίδας (σ. 295 ΜΠΕ)». Εξάλλου, όπως έχει προαναφερθεί, η σχεδιαζόμενη με το επίδικο έργο υδροληψία δεν θα πραγματοποιείται απευθείας από το Νέστο, αλλά από τις διώρυγες του υφιστάμενου αρδευτικού έργου της ανατολικής όχθης του ποταμού και, συγκεκριμένα, από την υφιστάμενη διώρυγα του Φράγματος Τοξοτών και από την υφιστάμενη κύρια διώρυγα του αρδευτικού έργου Θαλασσιάς – Κρεμαστής, ενώ το συνολικό μήκος των προτεινόμενων διαμήκων έργων, που αποτελούνται από διώρυγα μεταφοράς ύδατος, αγωγούς μεταφοράς και διανομής ύδατος, τριάντα δεξαμενές και είκοσι ένα αντλιοστάσια (σ. 249 ΜΠΕ). Όπως δε προκύπτει από το Χάρτη των Προστατευόμενων Περιοχών (ΜΠΕ-7), η όδευση των επιμέρους αυτών έργων δεν διέρχεται από καμιά από τις μνημονευθείσες ανωτέρω προστατευόμενες περιοχές και τους ευαίσθητους φυσικούς οικότοπους, μόνο δε τμήματα των προτεινόμενων δευτερευόντων αγωγών του επίδικου έργου διέρχονται από ένα μικρό τμήμα, το οποίο εμπίπτει σε τμήμα της ζώνης Γ1 του υγροβιότοπου του Δέλτα Νέστου, Λίμνης Βιστωνίδας, Λίμνης Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής τους ως Πάρκου, όπου κατά τα προεκτεθέντα, δεν απαγορεύονται οι διενεργούμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση δραστηριότητες. Όπως επίσης προκύπτει, στις αρδευόμενες και περιβαλλοντικά προστατευόμενες περιοχές (Ζώνες Α΄ και Β΄) δεν έχουν προβλεφθεί έργα, λόγω των σχετικών περιβαλλοντικών περιορισμών (βλ. και σ. 5-2, 5-34 του Σχεδίου Διαχείρισης του Δέλτα Νέστου και του Συμπλέγματος των Λιμνών Βιστωνίδας και Ισμαρίδας). Προκύπτει ακόμη ότι κατά τη φάση εκπόνησης της ΜΠΕ αξιολογήθηκαν και εκτιμήθηκαν, ενδελεχώς, οι επιπτώσεις του επίδικου έργου στα κλιματολογικά, βιοκλιματικά, μορφολογικά, τοπιολογικά, γεωλογικά, τεκτονικά και εδαφολογικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος της περιοχής όδευσης του έργου, τόσο κατά τη φάση κατασκευής, όσο και λειτουργίας του (σ. 281 επ. ΜΠΕ). Επιπλέον, εκτιμήθηκε ότι στην περιοχή ανάπτυξης των έργων βρίσκεται το καταφύγιο άγριας ζωής Ντομούζ Ορμάν (Αβδήρων) με Κωδικό Κ51, το οποίο όμως «ως επί το πλείστον, περιλαμβάνει γεωργικές καλλιεργούμενες εκτάσεις και σε μικρό βαθμό δασικές και θαμνώδη βλάστηση» και διαπιστώθηκε ότι τα έργα που πρόκειται να κατασκευαστούν εντός της έκτασης αυτής, αφορούν κυρίως υπόγειους αγωγούς μεταφοράς νερού, που δεν θα επηρεάσουν την βλάστηση ούτε την πανίδα της περιοχής (σελ. 293, 295 ΜΠΕ). Καταλήγει δε η ΜΠΕ στο συμπέρασμα ότι «με το υπό κατασκευή έργο, πέρα από τον εμπλουτισμό και την αποκατάσταση του υδροφόρου ορίζοντα, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε η περιοχή να αποτελέσει πρότυπο διατήρησης της βιοποικιλότητας ως αποτέλεσμα της αλληλεξάρτησης φυσικών οικοσυστημάτων και αγροοικοσυστημάτων μέσα από γεωργικές πρακτικές σύμφωνες με τις αρχές της αειφορικής διαχείρισης σε τέτοιο βαθμό που να διατηρείται και να ενισχύεται η ισορροπία και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος» (139 επ. ΜΠΕ). Τέλος, όπως προέκυψε από τα προεκτεθέντα, η κατασκευή του εξεταζόμενου έργου θα συντελέσει στην ανάταξη των υδρογεωλογικών συνθηκών της υπόψη περιοχής και θα συμβάλει στην αναβάθμιση των οικοσυστημάτων της περιοχής, μεταξύ των οποίων και του Δέλτα του Νέστου που δέχεται σοβαρές πιέσεις. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, προκύπτει ότι κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων του επίδικου έργου, ελήφθησαν υπόψη τόσο ο χαρακτήρας των προστατευόμενων περιοχών που βρίσκονται εντός, στην περίμετρο και την ευρύτερη περιοχή όδευσης του έργου, όσο και το συμβατό της επίμαχης δραστηριότητας και των σχετικών εργασιών με το χαρακτήρα της περιοχής. Συνεπώς, ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μη νομίμως, διότι τα επίδικα έργα εμπίπτουν σε προστατευόμενη κατά τη διεθνή Σύμβαση Ραμσάρ περιοχή, στην οποία η εγκατάστασή τους δεν είναι, κατά τη Σύμβαση αυτή, επιτρεπτή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η κατασκευή και λειτουργία των προτεινόμενων έργων του επίδικου έργου στη συγκεκριμένη περιοχή όδευσής του είναι σύμφωνη με το καθεστώς προστασίας του υγροβιοτόπων που θεσπιζόταν αρχικά με την κ.υ.α. 5796/29.3.1996 και στη συνέχεια, με την κ.υ.α 44549/17.10.2008, στο πλαίσιο δε της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων εξετάσθηκε και αποκλείσθηκε το ενδεχόμενο δυσμενών επιδράσεων από το συγκεκριμένο έργο (σ. 293 επ.).
23. Επειδή, περαιτέρω, σχετικώς με τα προβαλλόμενα περί αρνητικής επίδρασης του επίμαχου έργου στα οικολογικά χαρακτηριστικά του δέλτα του Νέστου παρατηρείται ότι στην ΜΠΕ (σελ.26) γίνεται η εκτίμηση ότι η προτεινόμενη ελάχιστη παροχή κατάντη θεωρείται επαρκής για τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας της περιοχής. Για την επιβεβαίωση δε των εκτιμήσεων αυτών προτάθηκε η υλοποίηση ειδικού προγράμματος παρακολούθησης των ποιοτικών και ποσοτικών οικολογικών χαρακτηριστικών του δέλτα σε σχέση με την παροχή του ποταμού και υπογραμμίσθηκε ότι «με το υπό κατασκευή έργο, πέρα από τον εμπλουτισμό και την αποκατάσταση του υδροφόρου ορίζοντα, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε η περιοχή να αποτελέσει πρότυπο διατήρησης της βιοποικιλότητας ως αποτέλεσμα της αλληλεξάρτησης φυσικών οικοσυστημάτων και αγροοικοσυστημάτων μέσα από γεωργικές πρακτικές σύμφωνες με τις αρχές της αειφορικής διαχείρισης σε τέτοιο βαθμό που να διατηρείται και να ενισχύεται η ισορροπία και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος». Εξάλλου, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 15 το ζήτημα του καθορισμού του ποσοστού οικολογικής παροχής εξετάσθηκε ενδελεχώς, μεταξύ εκατό επιστημονικών μεθόδων που έχουν αναπτυχθεί διεθνώς, δεν προβάλλονται δε από τους αιτούντες συγκεκριμένοι ισχυρισμοί προς αντίκρουση της επιστημονικής μεθόδου που προκρίθηκε. Κατά συνέπεια, οι παραπάνω λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
24. Επειδή, ομοίως απορριπτέος είναι και ο συναφής λόγος, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των διατάξεων των άρθρων 24 του Συντάγματος, με τις οποίες θεσπίζονται οι αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, της αειφορίας και της προστασίας του περιβαλλοντικού κεκτημένου, καθώς και των άρθρων 1 παρ. 2, 12 παρ. 1, 2, 3, 4 και 18 παρ. 1 του ν. 1650/1986, εφόσον στην οικεία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις του και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής(βλ. ΣτΕ 4267/2009, 769/2005). Εξάλλου, ελήφθη υπόψη και εκτιμήθηκε η ένταξη τμήματος της περιοχής του ένδικου έργου στο δίκτυο Natura 2000, προτάθηκαν δε και συγκεκριμένοι τρόποι για την εκτέλεση του έργου έτσι ώστε να διαφυλαχθεί ο χαρακτήρας της επίμαχης ζώνης του υγροβιότοπου, και, επομένως, δεν παραβιάζεται τοο άρθρο 24 του Συντάγματος και η προστατευτική των βιοτόπων διεθνή, κοινοτική και εθνική νομοθεσία. Περαιτέρω, καθ΄ ό μέρος με τον ίδιο λόγο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά παράβαση διατάξεων του ν. 2719/1999, με το άρθρο πρώτο του οποίου κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της άγριας πανίδας, που υπογράφηκε στη Βόννη στις 23.6.1979 (Α΄ 106), καθώς επίσης και του ν. 1335/1983, με το άρθρο πρώτο οποίου κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης, που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 19.9.1979 (Α΄ 32), είναι απορριπτέος διότι ανεξαρτήτως του ότι προβάλλεται αορίστως, διότι δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες διατάξεις των διεθνών αυτών συμβάσεων που, κατά τους αιτούντες, παραβιάσθηκαν (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 3478/2000), η πληρότητα της μελέτης ως προς την περιγραφή της κατάστασης του περιβάλλοντος και την ανάδειξη των κινδύνων ή συνεπειών του επίμαχου έργου, δεν προκύπτει ούτε και προβάλλεται ότι αμφισβητήθηκε κατά τη δημόσια διαβούλευση που προηγήθηκε της έκδοσης της προσβαλλόμενης ε.π.ο.
25. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά παράβαση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης και της πρόληψης, διότι με το αδειοδοτούμενο έργο διαταράσσεται η αναγκαία ισορροπία μεταξύ των πυλώνων της αειφόρου ανάπτυξης (οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική συνοχή και προστασία του περιβάλλοντος) υπέρ της οικονομικής και σε βάρος της περιβαλλοντικής συνιστώσας. Συναφώς, προβάλλεται ότι από την κατασκευή και λειτουργία του επίδικου έργου θα προκληθούν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις τόσο κατάντη του σημείου απόληψης ύδατος, όσο και σε ολόκληρη την ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή των υγροτόπων του ποταμού Νέστου, εξαιτίας της άντλησης μεγάλων ποσοτήτων ύδατος, αλλά και της αυξημένης ρύπανσης που μετά βεβαιότητας θα επέλθει στο φυσικό περιβάλλον από την επέκταση και εντατικοποίηση των καλλιεργειών, η άρδευση των οποίων επιχειρείται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ισχυρίζονται, επίσης, τα αιτούντα σωματεία ότι το επίδικο έργο δεν αφορά την αποκατάσταση του υπόγειου υδροφορέα της πεδιάδας της Ξάνθης, όπως εσφαλμένως εκλαμβάνει η διοίκηση, προσδίδοντάς του φιλοπεριβαλλοντικό χαρακτήρα, αλλ’ αντιθέτως, αποτελεί ένα αμιγώς αρδευτικό έργο. Προς επίρρωση των ως άνω ισχυρισμών τους επικαλούνται το ότι κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησής του, το επίδικο έργο υπήχθη στην υποκατηγορία 1 της 1ης κατηγορίας της 2ης ομάδας της κοινής υπουργικής απόφασης Η.Π. 15393/2332/5.8.2002 ως έργο που αφορά «απολήψεις επιφανειακών νερών για άρδευση έκτασης > 15.000 στρεμμάτων» και όχι ως έργο «τεχνητής αναπλήρωσης των υπογείων υδάτων». Τέλος, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη εγκριτική απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι, κατά την έκδοσή της, δεν εξετάσθηκαν επαρκώς οι κίνδυνοι που δημιουργούνται από το επίδικο έργο, ούτε ερευνήθηκαν μέθοδοι αποτελεσματικής αντιμετώπισής τους.
26. Επειδή στο κεφάλαιο 4.2 της Μ.Π.Ε του επίδικου έργου αναφέρεται ότι η κατανάλωση νερού για όλες τις χρήσεις και ιδιαίτερα για τις ανάγκες της γεωργίας έχει προκαλέσει αρνητικό ισοζύγιο στα υπόγεια νερά της περιοχής της Ξάνθης το οποίο εκδηλώνεται α) με τη συνεχή πτώση στάθμης που παρατηρείται στις γεωτρήσεις με το χρόνο και β) με τη συνεχή υποβάθμιση της ποιότητας των υπογείων υδάτων λόγω υφαλμύρινσης που παρατηρείται στο μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδας της Ξάνθης και σε έκταση της τάξεως των 250.000 στρεμμάτων, όπως προκύπτει από τα σχέδια 2.1 και 2.2 (της εγκεκριμένης μελέτης). Περαιτέρω τονίζεται ότι «η σημερινή κατάσταση υδροληψίας για τις αρδευτικές ανάγκες της πεδιάδας παρουσιάζεται οριακή, καθώς το πλήθος των διανοιχθεισών γεωτρήσεων, σύννομων και παράνομων, η υπεράντληση και τα εξ αυτής αποτελέσματα (υφαλμύρινση, πτώση στάθμης), η ελλιπής επαναπλήρωση (επεμβάσεις στις κοίτες των ποταμών) και πιθανώς η διαφοροποίηση των υδρομετεωρολογικών δεδομένων, απειλούν να αποστερήσουν την πεδιάδα και τα υπάρχοντα, στο νότιο ειδικά μέρος της, οικοσυστήματα από καλής ποιότητας και ικανοποιητικής ποσότητας νερό», ενόψει δε των δεδομένων αυτών εκτιμάται ότι «η μεταφορά καλής ποιότητας αρδευτικού νερού από τον ποταμό Νέστο και η διανομή και εφαρμογή του στην περιοχή μελέτης θα λύσει οριστικά το πρόβλημα της υποβάθμισης του υπόγειου υδροαποθεματικού της περιοχής μελέτης» (βλ. σ. 4, 5, 13, 189, 237, 292 και σ. 2 Β΄ συμπληρωματικού τεύχους). Ενόψει της προπεριγραφόμενης κατάστασης που επικρατεί στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα της πεδιάδας της Ξάνθης, οι κύριοι στόχοι του επίδικου έργου, κατά την ίδια Μελέτη, συνίστανται στη «σταδιακή αποκατάσταση των υπογείων υδάτων τα οποία σήμερα εμφανίζουν ταπείνωση της στάθμης και υποβάθμιση της ποιότητάς τους λόγω της υφαλμύρινσης» και «[στ]η διατήρηση και … βελτίωση του γεωργικού εισοδήματος της περιοχής της Ξάνθης». Στη Μ.Π.Ε αναφέρεται ότι τα εν λόγω έργα σχεδιάσθηκαν προκειμένου να συμμορφωθεί η Ελλάδα προς τις απορρέουσες από την Οδηγία για τα ύδατα υποχρεώσεις της. Ειδικότερα κατά τη μελέτη «τα έργα αυτά αποτελούν τον κύριο άξονα άμεσων μέτρων για την επίλυση και την ικανοποίηση των απαιτήσεων της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ που αφορούν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων. … [και] εντάσσονται στα αναφερόμενα στο Άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ όπου τονίζεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προστατεύουν να αναβαθμίζουν και να αποκαθιστούν όλα τα συστήματα υπογείων νερών διασφαλίζοντας την ισορροπία μεταξύ άντλησης και ανατροφοδοσίας των υπογείων υδάτων με στόχο την επίτευξη της καλής κατάστασης των υπογείων υδάτων το αργότερο 15 έτη από την ημερομηνία έναρξης της οδηγίας (ήτοι το 2015)». Στην Μ.Π.Ε περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το επίδικο έργο μεταφοράς ύδατος από τα φράγματα του ποταμού Νέστου στην πεδιάδα της Ξάνθης είναι απόλυτα συμβατό και με το χωροταξικό σχεδιασμό της Περιφέρειας, καθώς εντάσσεται στο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (παρ. 218 του άρθρου 3 του τελευταίου), όπου, κατά τα ανωτέρω, η πεδιάδα της Ξάνθης χαρακτηρίζεται ως γεωργική γη α΄ προτεραιότητας, για την οποία προβλέπονται ειδικά μέτρα αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης της παραγωγικότητάς της και ειδικότερα η κατασκευή “κλειστών αγωγών μεταφοράς νερού και άρδευσης της πεδιάδας της Ξάνθης”, καθώς και τεχνητού εμπλουτισμού για την ενίσχυση του φρεατίου ορίζοντα σε περιοχές των Νομών Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου. Παραλλήλως, στη Μ.Π.Ε. αποτιμώνται ως θετικές και οι επιπτώσεις από την κατασκευή και λειτουργία του επίδικου έργου στο δομημένο, το κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον και τις τεχνικές υποδομές, δοθέντος ότι κατά τη φάση κατασκευής του, πρόκειται να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας, συμπερασματικά δε, η κατασκευή του αρδευτικού δικτύου της πεδιάδας της Ξάνθης χαρακτηρίζεται ως «έργο ζωτικής σημασίας» για την υπό μελέτη περιοχή, καθώς εκτιμάται ότι «η αύξηση της παραγωγικότητας του κάμπου θα βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της περιοχής και θα συμβάλει εν μέρει στη μείωση της μετανάστευσης μόνιμου πληθυσμού προς αναζήτηση εργασίας …». Παρατηρείται, επιπλέον, ότι “το εισόδημα, το κέρδος εκμεταλλεύσεως και το οικογενειακό εισόδημα της περιοχής με την λειτουργία των έργων αναμένεται να υπερδιπλασιασθούν” (σ. 298-299). Εξάλλου, σύμφωνα με στοιχεία και τους οικονομικούς δείκτες “γεωργοτεχνικοοικονομικής μελέτης”, μνεία των οποίων γίνεται στη ΜΠΕ, αναμένονται θετικές επιπτώσεις στη γεωργία (διπλασιασμός προσόδων) και στην απασχόληση, αλλά και ποιοτική βελτίωση επιμέρους παραμέτρων, αναφορικά με τη βελτίωση στη χρήση λιπασμάτων και την ορθολογικοποίηση των αρδεύσεων, ώστε να αποφευχθεί η ρύπανση των εδαφών από νιτρικά. Συμπερασματικά δε, η ΜΠΕ αναφέρει ότι το «εξεταζόμενο έργο συμβάλλει πρωτίστως στην άσκηση Αγροτικής και ευρύτερης Κοινωνικής Πολιτικής από την πλευρά του κράτους προς τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις, και συνδυάζεται με την επίτευξη στόχων συγκράτησης του πληθυσμού, ειδικότερα μάλιστα σε αγροτικές και ευπαθείς περιοχές» (σ. 300).
27. Επειδή, εκ των διαλαμβανομένων στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι οι λόγοι που υπαγόρευσαν το σχεδιασμό του επίδικου έργου και την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών του όρων είναι πρωτευόντως και, κυρίως, περιβαλλοντικοί και εντάσσονται στο πλαίσιο των απορρεουσών από την οδηγία 2000/60 υποχρεώσεων της χώρας να προωθήσει τη βελτίωση της ποιοτικής και ποσοτικής κατάστασης του υπόγειου υδροφορέα της πεδιάδας της Ξάνθης, η οποία εμφανίζει εξαιρετικώς σοβαρά προβλήματα υφαλμύρινσης και περιβαλλοντικής της υποβάθμισης, παραλλήλως δε, η κατασκευή και λειτουργία του έργου θα επιφέρει θετικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για το νομό της Ξάνθης. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αυτός ακυρώσεως, καθ΄ ό μέρος με αυτόν προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης και της πρόληψης και ότι με το αδειοδοτούμενο έργο διαταράσσεται η αναγκαία ισορροπία μεταξύ των πυλώνων της αειφόρου ανάπτυξης υπέρ της οικονομικής και σε βάρος της περιβαλλοντικής συνιστώσας. Τέλος, η υπαγωγή του επιδίκου έργου στην υποκατηγορία 1 της 1ης κατηγορίας της 2ης ομάδας της κοινής υπουργικής απόφασης 15393/2332/5.8.2002 ως έργο που αφορά «απολήψεις επιφανειακών νερών για άρδευση έκτασης > 15.000 στρεμμάτων» και όχι ως έργο «τεχνητής αναπλήρωσης των υπογείων υδάτων» δεν αναιρεί τον χαρακτήρα του και ο επιδιωκόμενος με το έργο σκοπός παραμένει περιβαλλοντικός. Τέλος, ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που με αυτόν αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
28. Επειδή, περαιτέρω, συναφώς προβάλλεται από τα αιτούντα σωματεία ότι στην ως άνω Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, δεν τεκμηριώνεται επαρκώς η αναγκαιότητα κατασκευής του επιδίκου έργου, καθόσον απουσιάζουν στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την έλλειψη υδατικών πόρων, τις ανάγκες των καλλιεργειών σε αρδευτικό νερό και την υποβάθμιση της ποιότητας των υπόγειων υδροφορέων της πεδιάδας της Ξάνθης, ότι η προβλεφθείσα ελάχιστη οικολογική παροχή 6 κ.μ./δευτ. στο ποτάμιο οικοσύστημα και το δέλτα του Νέστου κατάντη του φράγματος των Τοξοτών δεν τεκμηριώνεται επαρκώς, και ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι βασικές κοινοτικές στρατηγικές της αειφόρου ανάπτυξης, καθόσον δεν ενσωματώνονται στη μελέτη οι αναμενόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής, όπως απαιτείται από την «Πράσινη Βίβλο για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή», ούτε οι κατευθύνσεις της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και οι ειδικότερες απαιτήσεις της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τη διαχείριση των λεκανών απορροής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο παράγοντας ανάκτησης κόστους.
29. Επειδή, στη ΜΠΕ του επίμαχου έργου, όπως έχει ήδη εκτεθεί σε προηγούμενες σκέψεις, τεκμηριώθηκε επαρκώς και με στοιχεία που δεν ελέγχονται ως ανακριβή ότι ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας της πεδιάδας της Ξάνθης παρουσιάζει υποβάθμιση της ποιοτικής και ποσοτικής κατάστασης λόγω της υφαλμύρινσης από τις γεωτρήσεις, στις σελίδες δε 4-47 της ΜΠΕ περιγράφονται οι υδροφορίες της περιοχής μελέτης και στη σελ. 48 παρατίθεται σχήμα των υδροφόρων οριζόντων της περιοχής μελέτης και το όριο της υφαλμύρινσης (βλ. Σχήμα 3.2.3. της σ. 48 ΜΠΕ, 2-16 Β΄ Συμπληρωματικού Τεύχους ΜΠΕ και Δ-3 Χάρτη του Σχεδίου Διαχείρισης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων του Δέλτα Νέστου και συμπλέγματος λιμνών Βιστωνίδας και Ισμαρίδας). Περαιτέρω, αναφέρεται ότι ναι μεν η «τροφοδοσία του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα στην πεδιάδα της Ξάνθης επιτυγχάνεται είτε από την απ΄ ευθείας διήθηση του βρόχινου νερού είτε – κυρίως – από τις διηθήσεις του Νέστου, του χειμάρρου της Ξάνθης (Κόσυνθου) και εν συνεχεία των μικρότερων χειμάρρων της περιοχής (Κιμμερίων, Σημάντρου, Σουνίου)», ωστόσο, «η σημερινή κατάσταση υδροληψίας από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα παρουσιάζεται οριακή, καθώς το πλήθος των γεωτρήσεων που έχουν διανοιχθεί, νόμιμων και παράνομων, η υπεράντληση και τα αποτελέσματά της (υφαλμύρινση, πτώση της στάθμης, η ελλιπής επαναπλήρωση (επεμβάσεις στις κοίτες των ποταμών) και πιθανώς η διαφοροποίηση των υδρομετεωρολογικών δεδομένων, έχουν ως αποτέλεσμα την υφαλμύρινση σημαντικών εκτάσεων» (σ. 44 επ. ΜΠΕ). Κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, οι επιπτώσεις του επίδικου έργου στην ποιότητα και την ποσότητα των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων στην επίμαχη περιοχή εξετάσθηκαν από τη Διοίκηση βάσει μιας σειράς επιστημονικών δεδομένων( ΜΠΕ σελ. 263-264, 286-291). Τα στοιχεία αυτά έχουν επιβεβαιωθεί και από το πρόσφατο Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Θράκης (σ. 120, 121, 183), ενώ, τα προβαλλόμενα με τα από 21.02 και 26.03.2014 υπομνήματα των αιτούντων σχετικά με πλημμέλειες του εν λόγω Σχεδίου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα, καθόσον με τα ως άνω υπομνήματα δεν μπορεί να διευρυνθεί το αντικείμενο της παρούσας δίκης. Περαιτέρω, στη μελέτη γίνεται εκτεταμένη αναφορά, στο αναφερόμενο στις προηγούμενες σκέψεις ειδικό Σχέδιο Διαχείρισης Επιφανειακών και Υπογείων υδάτων της προστατευόμενης περιοχής του Δέλτα του Νέστου, του Συμπλέγματος Λιμνών Βιστωνίδας και Ισμαρίδας και της ευρύτερης Περιοχής τους που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του επίδικου έργου από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και τα στοιχεία του οποίου σχετικά με τα υδρολογικά δεδομένα, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των υδάτων, τις ανάγκες σε νερό και το υδατικό ισοζύγιο της περιοχής, όπως και τα συμπεράσματα και οι προτάσεις που προέκυψαν από αυτό, αποτέλεσαν τη βάση των δεδομένων που έλαβε υπόψη της η ΜΠΕ του επίδικου έργου. Σχετικώς με την ελάχιστη οικολογική παροχή επισημαίνεται ότι, εφόσον τα 6 m3/sec αποφασίστηκαν για την πλέον απαιτητική περίοδο της πλήρωσης των ταμιευτήρων και κατά την εφαρμογή τους δεν αναφέρθηκαν προβλήματα στα κατάντη οικοσυστήματα παρόλο που με το σημερινό τρόπο διαχείρισης των νερών από τα υφιστάμενα αρδευτικά φαίνεται ότι μόνο οι ποσότητες αυτές καταλήγουν στο Δέλτα, η παροχή αυτή είναι κατ΄ αρχήν αποδεκτή ως ελάχιστη απαιτούμενη για την προστασία του περιβάλλοντος» (σ. 273-280 ΜΠΕ). Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται στην ΜΠΕ ότι η ανάπτυξη των έργων θα είναι σταδιακή, ώστε να καταστεί δυνατή «η παρακολούθηση των φυσικών οικοσυστημάτων και των κύριων περιβαλλοντικών παραμέτρων του Δέλτα με κατάλληλες μετρήσεις», αλλά και να είναι δυνατή «η αξιολόγηση των επιπτώσεων της σημερινής οικολογικής παροχής και σε περίπτωση που απαιτηθεί, η αναπροσαρμογή της» (σελ. 280 ΜΠΕ). Διευκρινίζεται, τέλος, ότι οι υφιστάμενες αρδευτικές διώρυγες εξυπηρετούν σήμερα μια έκταση 31.000 στρεμμάτων περίπου, πλην όμως επαρκούν από πλευράς παροχετευτικότητας για τις ανάγκες του υπό μελέτη έργου, καθόσον η επάρκεια των υφιστάμενων έργων οφείλεται στο γεγονός ότι εκ της κατασκευής (δεκαετία του ΄60) τα βασικά έργα (η υδροληψία από τον Νέστο και οι κύριες διώρυγες μεταφοράς) είχαν διαστασιολογηθεί με την προοπτική να καλύψουν τις μελλοντικές απαιτήσεις άρδευσης μιας ευρύτερης περιοχής της πεδιάδας της Ξάνθης (σ. 246 της ΜΠΕ). Κατά συνέπεια, οι διαλαμβανόμενοι στη σκέψη 28 λόγοι, ανεξαρτήτως του ότι με αυτούς δεν προτείνεται συγκεκριμένη επιστημονική μέθοδος για την πραγματοποίηση ακριβέστερων μετρήσεων, ενώ, εξάλλου, δεν προβάλλεται, ούτε και προκύπτει εάν οι λόγοι αυτοί είχαν προταθεί κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας εκδόσεως της προσβαλλομένης απόφασης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων του επίδικου έργου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που πλήττουν την ανέλεγκτη ακυρωτικά τεχνική κρίση της Διοικήσεως, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
30. Επειδή, προβάλλεται, ότι η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, δεν εξετάζονται με πληρότητα εναλλακτικές λύσεις, ούτε προκρίνεται μία εξ αυτών ως η πλέον ενδεδειγμένη, ως εναρμονιζόμενη, δηλαδή, με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ δεν ερευνώνται εναλλακτικές δυνατότητες για την εξοικονόμηση αρδευτικού ύδατος και δεν εξετάζεται το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης των υφιστάμενων καλλιεργειών ή αντικατάστασης των πλέον υδροβόρων εξ αυτών με άλλες, λιγότερο υδροβόρες καλλιέργειες.
31. Επειδή, στο πλαίσιο εκπόνησης της ΜΠΕ του επίδικου έργου και για την επίτευξη των κύριων στόχων που επιδιώκονται με αυτό, εξετάσθηκαν διεξοδικά δύο εναλλακτικές λύσεις και η μηδενική λύση (σ. 237 επ. ΜΠΕ). Η πρώτη από τις λύσεις αυτές αφορά σε έργα τεχνητού εμπλουτισμού των υδροφορέων της περιοχής στο πλαίσιο ειδικής μελέτης που εκπονήθηκε από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης για λογαριασμό του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η δε δεύτερη αφορά σε αξιοποίηση των επιφανειακών νερών με σκοπό τη μείωση των απολήψεων για άρδευση από τους υπόγειους υδροφορείς της περιοχής, όπως δε αναφέρεται στη ΜΠΕ, «εκτιμήσεις της μελέτης από την οποία προέκυψαν τα έργα αυτά αναφέρουν ότι με το παραπάνω σύστημα αναμένεται βελτίωση των υδροφόρων σε 20.000 στρέμματα περίπου της περιοχής». Η πρώτη από τις ως άνω εξετασθείσες λύσεις, όμως, απορρίφθηκε για το λόγο ότι «τα έργα αυτά δεν είναι αποδεκτά αφού τα αναμενόμενα περιβαλλοντικά οφέλη από αυτά είναι περιορισμένης κλίμακας και δεν αντιμετωπίζονται τα προβλήματα των υδροφόρων στο σύνολο της πεδιάδας της Ξάνθης. Επιπλέον δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί εάν είναι δυνατό να εφαρμοστούν και σε άλλες περιοχές με αποδεκτά αποτελέσματα. Τέτοια έργα θα μπορούσαν ίσως να εξετασθούν ως συμπληρωματικά άλλων έργων στο βαθμό που είναι εφικτή η ενσωμάτωσή τους με τεχνικοοικονομικούς όρους» (Μ.Π.Ε. σ. 242). Παραλλήλως, όπως προκύπτει από τη ΜΠΕ (σ. 245) εξετάσθηκε και η μηδενική λύση, δηλαδή η μη κατασκευή έργων στην περιοχή και η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης, με την οποία «αποφεύγονται οι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις στο περιβάλλον της περιοχής, καθώς επίσης και οι οχλήσεις και οι επιπτώσεις κατά τη διάρκεια κατασκευής και λειτουργίας των έργων». Η λύση αυτή απορρίφθηκε αιτιολογημένα για το λόγο ότι «με τη λύση αυτή παραμένουν ή ακόμα και επιδεινώνονται τα προβλήματα των υπογείων υδροφορέων της πεδιάδας της Ξάνθης», κατάσταση η οποία «στο σημερινό πλαίσιο διαχείρισης των υδάτων όπως αυτό έχει τεθεί από την Οδηγία 2000/60/ΕΚ και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας για την εφαρμογή της … δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή». Αναφορικά, περαιτέρω, με τις καλλιέργειες στην περιοχή που πρόκειται να αρδευθεί με το επίδικο έργο, στη ΜΠΕ μνημονεύεται ότι «στη συνολική έκταση της περιφέρειας, η γεωργική γη καλύπτει ποσοστό 35,2% από το οποίο το 1/3 καταλαμβάνουν οι αρδευόμενες καλλιέργειες» και ότι «η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε ευνόησε την καλλιέργεια του βαμβακιού, η οποία κατά την περίοδο 1990-95 τριπλασιάστηκε σε έκταση, σε βάρος άλλων καλλιεργειών και κυρίως του καλαμποκιού και του σίτου. Τα γεωργικά προϊόντα, Βαμβάκι, Καπνός, Καλαμπόκι και Ζαχαρότευτλα συμβάλλουν με ποσοστό 96% περίπου στη διαμόρφωση της ακαθάριστης προσόδου από τη φυτική παραγωγή», όπως δε επισημαίνεται, η συμμετοχή των βασικών γεωργικών προϊόντων της περιφέρειας στη συνολική εγχώρια παραγωγή είναι σημαντική (σ. 154, 179, 186 ΜΠΕ). Αναφέρεται, επίσης, ότι «η άρδευση των εκτάσεων του αραβοσίτου, καλαμποκιού, ζαχαρότευτλων, μηδικής, λαχανικών, μποστανικών, πατάτας κλπ., διενεργείται από τον υπόγειο υδροφορέα της πεδιάδας» (σ. 180 ΜΠΕ). Η συνολική έκταση που σπάρθηκε με βαμβάκι την άνοιξη του 2003 ανήλθε σε 40.420 στρέμματα που αποτελούν το 12,3% της συνολικά καλλιεργούμενης έκτασης της περιμέτρου των έργων. Τέλος, η συνολική εικόνα της κατάστασης που παρουσιάζει η πεδιάδα της Ξάνθης και που καθιστά αναγκαία την κατασκευή και λειτουργία του επίμαχου έργου, περιγράφεται λεπτομερώς στη ΜΠΕ (βλ. και κεφάλαιο 3.2.2.5). Κατά συνέπεια ο λόγος ακυρώσεως περί μη εμπεριστατωμένης εξέτασης εναλλακτικών λύσεων, εν προκειμένω, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
32. Επειδή, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ε.π.ο. είναι ακυρωτέα, διότι δεν έχει συνυπογραφεί από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, ο οποίος ήταν, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 1650/1986, συναρμόδιος για την έκδοσή της, λόγω της μεγάλης έκτασης και του σύνθετου χαρακτήρα του επίδικου έργου, το οποίο πρόκειται να επηρεάσει σημαντικά τόσο το σιδηροδρομικό δίκτυο της ευρύτερης περιοχής, όσο και τη λειτουργία της Εγνατίας Οδού.
33. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η μεν διάβαση της βασικής διώρυγας Α0 του δικτύου του επίδικου έργου προβλέπεται να γίνει κάτω από την Εγνατία Οδό, με την κατασκευή σήραγγας που θα διέρχεται κάτω από την οδό αυτή, οι δε διαβάσεις των κλειστών αγωγών του έργου στα σημεία διασταύρωσης αυτών με τα σημαντικά συγκοινωνιακά έργα της περιοχής (Εγνατία Οδός, σιδηροδρομική γραμμή, αγωγό φυσικού αερίου) έχουν σχεδιασθεί να γίνουν κάτω από τα τελευταία χωρίς ανοικτή εκσκαφή, με την εφαρμογή δόκιμων μεθόδων υπόγειας διάτρησης, αλλά και η διάβαση του επίδικου έργου έχει σχεδιασθεί να διέλθει πάνω από τον αγωγό φυσικού αερίου, αφού προηγηθεί η μετάθεση του τελευταίου και, ενόψει, τέλος, του ότι, όπως επισημαίνεται στη ΜΠΕ (σ. 5 Συμπληρωματικού Τεύχους ΜΠΕ) «σε γενικές γραμμές το σύνολο των παρεμβάσεων που θα γίνουν για την κατασκευή των οδικών εξυπηρετήσεων των έργων είναι πολύ μικρό, δεδομένου του πολύ μεγάλου μήκους στο οποίο αναπτύσσονται τα έργα». Κατά συνέπεια, δεν απαιτείτο η συνυπογραφή της προσβαλλόμενης ΕΠΟ από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, όπως αβασίμως υποστηρίζουν τα αιτούντα σωματεία, αλλά αρκεί για τη νομιμότητα αυτής η συνυπογραφή της από τους υπογράψαντες αυτήν Υπουργούς ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Πολιτισμού. Το συμπέρασμα αυτό επιρρωνύεται και από το ότι στην εγκριθείσα με την προσβαλλόμενη κ.υ.α. ΜΠΕ (και δη το Συμπληρωματικό Τεύχος) γίνεται αναφορά των διασταυρώσεων του έργου με το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο και τον αγωγό φυσικού αερίου. Εξάλλου, τόσο η προσβαλλόμενη (παρ. Ζ, όροι 5, 6, 11, 45, 46, 47 και 48, όσο και η ΜΠΕ του επίδικου έργου διαλαμβάνουν όρους και προϋποθέσεις για την κατασκευή των επιμέρους έργων στα σημεία διασταύρωσής τους με τα συγκοινωνιακά έργα της περιοχής όδευσης του έργου και όπως ανωτέρω εκτέθηκε, έχει ληφθεί σχετικώς ειδική μέριμνα, αλλά και αναμένεται να ληφθεί κατά τη φάση και εξέλιξη κατασκευής του επίδικου έργου, σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς και κατόπιν εκδόσεως των απαραίτητων κάθε φορά διοικητικών αδειών.
34. Επειδή, η προβλεπόμενη δημοσιοποίηση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων έχει ως στόχο την ενημέρωση των ενδιαφερομένων και την παροχή σε αυτούς της δυνατότητας υποβολής τεκμηριωμένων προτάσεων ώστε να καταστεί δυνατή η επιλογή των βελτίστων λύσεων. Για τον λόγο αυτό η δημοσιοποίηση της Μ.Π.Ε. αποτελεί ουσιώδη τύπο για την έκδοση της απόφασης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, η παράλειψη τήρησης του οποίου επιφέρει ακυρότητα της εν λόγω απόφασης (βλ. ΣτΕ 970/2007 7μ.). Εξ άλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 5, παρ. 2 του ν. 1650/1986 και του άρθρου 4 της Κ.Υ.Α. Η.Π. 37111/2021/26.9.2003, δεν απαιτείται η εκ νέου τήρηση της διαγραφομένης από τις διατάξεις αυτές διαδικασίας δημοσιοποίησης όταν η άπαξ υποβληθείσα προς έγκριση Μ.Π.Ε. υφίσταται στη συνέχεια επουσιώδεις τροποποιήσεις που ανάγονται σε σημειακές βελτιώσεις και λεπτομερειακά επιμέρους θέματα, μη επηρεάζοντα τις βασικές παραδοχές της μελέτης (πρβλ. ΣτΕ 475/2005).
35. Επειδή, προβάλλεται ότι κατά τη σύνταξη των συμπληρωματικών τευχών της μελέτης δεν τηρήθηκε η διαδικασία της προηγούμενης διαβούλευσης των ενδιαφερομένων, όπως απαιτείται από τις διατάξεις άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 1650/1986 και της αριθμ. Η.Π. 37111/2021/2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β΄ 1391/29.9.2003),
36. Επειδή, όπως, προκύπτει, από τα στοιχεία του φακέλλου το μεν “Συμπληρωματικό Τεύχος” της ΜΠΕ του επίδικου έργου συντάχθηκε κατόπιν προφορικών συνεννοήσεων που έγιναν με την ΕΥΠΕ/ΥΠΕΧΩΔΕ, επειδή ζητήθηκαν από την υπηρεσία αυτή συμπληρωματικά στοιχεία και, συγκεκριμένα, αναλυτικότερη αναφορά στο καθεστώς των υφιστάμενων γεωτρήσεων και προσδιορισμός του αριθμού αυτών για τις οποίες υπάρχει περιβαλλοντική αδειοδότηση, στοιχεία σχετικά με τη διάνοιξη νέων δρόμων, όπου αυτοί θα απαιτηθούν για την εξυπηρέτηση των έργων και σχετικά με τα ειδικά έργα που προβλέπονται στις διασταυρώσεις των αγωγών με τα μεγάλα οδικά έργα, τη σιδηροδρομική γραμμή και τον αγωγό φυσικού αερίου (σ. 1 Συμπληρωματικού Τεύχους ΜΠΕ). Το δε “Β΄ Συμπληρωματικό Τεύχος” ΜΠΕ σχετικά με τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία των υπόγειων υδάτων συντάχθηκε «σε απάντηση του από 13157/208/ 9/6/2008 εγγράφου της Διεύθυνσης Υδατικού Δυναμικού και Φυσικών Πόρων του ΥΠΑΝ, με το οποίο ζητείται η παράθεση στοιχείων επί της στάθμης των γεωτρήσεων της περιοχής του έργου, επί της εποχικής ή της υπερετήσιας διακύμανσής της, καθώς και στοιχείων επί της ποιότητας των υπογείων υδάτων της περιοχής (σ. 1 Β΄ Συμπληρωματικού Τεύχους ΜΠΕ). Περαιτέρω, στα κεφάλαια 2 και 3 επαναλαμβάνονται συνοπτικά τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των υπόγειων υδάτων της περιοχής μελέτης, όπως αυτά αναπτύσσονται ήδη στη ΜΠΕ και, επιπλέον, παρατίθενται τα συμπεράσματα της μελέτης «”Ανάπτυξη συστημάτων και εργαλείων διαχείρισης υδατικών πόρων υδατικών διαμερισμάτων Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης” (σελ. 5 και 6). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα θέματα. τα οποία πραγματεύονται τα συμπληρωματικά τεύχη της Μ.Π.Ε., αφορούν σε επιμέρους ζητήματα και δεν μεταβάλλουν τα βασικά χαρακτηριστικά και τον γενικότερο σχεδιασμό του επίδικου έργου, ούτε ανατρέπουν τις βασικές παραδοχές της αρχικώς υποβληθείσας Μ.Π.Ε., δοθέντος ότι δεν εμφανίζονται, κατά την κοινή πείρα, ως ουσιώδης μεταβολή των δεδομένων, στα οποία είχε στηριχθεί η μελέτη και, συνεπώς, δεν έχρηζαν δημοσιοποίησης (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 2638-9/2009, ΣτΕ 4575/2005, καθώς και 970/2007 7μ.). Επομένως, είναι απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 1650/1986 και της αριθμ. Η.Π. 37111/2021/2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., διότι δεν παρεσχέθη η δυνατότητα στο ενδιαφερόμενο κοινό να συμμετάσχει και να εκφράσει τη γνώμη του επί του περιεχομένου της Μ.Π.Ε.
37. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της, δεκτών γενομένων των παρεμβάσεων.