ΣτΕ 2462*/2017 [Νόμιμο σχέδιο διαχείρισης υδάτων της υδ. λεκάνης Στυμφαλίας και η απόληψη ύδατος από τις πηγές της Στυμφαλίας για την υδροδότηση της Κορίνθου
Περίληψη
-Μετά την κατάργηση της δίκης επί της αιτήσεως ακυρώσεως που είχε ασκηθεί κατά του αρχικού Σχεδίου Διαχείρισης (:απόφαση 1160/οικ./12.10.2006 της Γενικής Γραμματέως της Περιφέρειας Πελοποννήσου), οι λόγοι που είχαν προβληθεί με αυτήν δεν εξετάζονται. Με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης ο αϊτών προβάλλει ότι το νεώτερο Σχέδιο Διαχείρισης του Υδατικού Διαμερίσματος Βόρειας Πελοποννήσου είναι ακυρωτέο και “για τους … βάσιμους λόγους που επικαλούμαστε στην παραπάνω ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως” (δηλ. σε αυτήν που στρεφόταν κατά του αρχικού Σχεδίου). Κατά το μέρος, όμως, που οι προβληθέντες λόγοι ακυρώσεως του αρχικού δικογράφου αφορούσαν πλημμέλειες του αρχικού και μόνον Σχεδίου, η εξέταση των λόγων αυτών έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.
-Το νεώτερο Σχέδιο επαναξιολογεί τα δεδομένα – που ανάγονται μάλιστα έως το έτος 2006 και εγκρίνει την την υδροδότηση της Κορίνθου και των Δημοτικών Ενοτήτων Σολυγείας, Σαρωνικού και Τενέας του Δήμου Κορινθίων από τις προαναφερθείσες πηγές του Υδατικού Συστήματος Ζήρειας, υπό το πρίσμα των σκοπών της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Το γεγονός ότι η επαναξιολόγηση της τροφοδοσίας της Κορίνθου με πόσιμο νερό από τις πηγές Δρίζας γίνεται βάσει των επιταγών της οδηγίας και των παγίων διατάξεων του ν. 3199/2003, σε επίπεδο υδατικού διαμερίσματος, για την επίτευξη των στόχων της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας, συνάγεται από το συντονισμό των μέτρων του Σχεδίου και τη συνεκτίμηση της ωφέλειας που θα προκύψει, μετά την υλοποίηση του επίδικου έργου, για τα Συστήματα Βόρειας Κορινθίας και Αραχναίου, βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λόγω της συνακόλουθης μείωσης των γεωτρήσεων που ευθύνονται για την κακή ποσοτική κατάσταση του πρώτου και την πτώση της στάθμης του δεύτερου. Εσφαλμένως δε ο αϊτών υπολαμβάνει α) ότι το επίμαχο έργο οδηγεί σε αδυναμία επίτευξης της καλής κατάστασης των υδατικών συστημάτων που επηρεάζει ή β) ότι απαιτείτο επικαιροποίηση των στοιχείων και μετρήσεων του προηγούμενου Σχεδίου Διαχείρισης ως προς την υδρολογική λεκάνη Στυμφαλίας, αφενός, διότι σε κανένα σημείο του Σχεδίου ή των σχετικών μελετών δεν γίνεται δεκτό ότι τίθεται σε διακινδύνευση η καλή κατάσταση του ΥΥΣ Ζήρειας και, αφετέρου, διότι τα στοιχεία του προηγούμενου Σχεδίου καλύπτουν μεγάλη χρονική περίοδο και δεν απέχουν από την έγκριση του Σχεδίου (:2013) σε χρόνο που να τα καθιστά παρωχημένα, πολλώ δε μάλλον όταν, για τον υπολογισμό της μέσης ετήσιας τροφοδοσίας του ευρύτερου ΥΥΣ Ζήρειας, έχουν αξιολογηθεί και στοιχεία μεταγενέστερα, όπως στοιχεία του? Υπουργείου Ανάπτυξης και του ΙΓΜΕ, ετών 2008 και 2010. Δεν αποτελεί πλημμέλεια του Σχεδίου η χρήση “ίδιας ή παρόμοιας” (ως αορίστως προβάλλεται) επιστημονικής μεθοδολογίας μέτρησης ή αξιολόγησης δεδομένων με αυτήν που υιοθετήθηκε από το παλαιότερο Σχέδιο, ούτε μαρτυρεί έλλειψη αντικειμενικότητας ή αξιοπιστίας των μελετών, στις οποίες βασίζεται, το γεγονός ότι οι ίδιοι μελετητές έχουν συμπράξει, είτε αυτοτελώς^ είτε ως μέλη μελετητικού σχήματος, στις μελέτες που έχουν διαχρονικά διεξαχθεί για τη Αίμνη Στυμφαλία και την επίλυση του προβλήματος της υδροδότησης της Κορίνθου ή το ότι η Διοίκηση είχε ζητήσει, λόγω της κατεπείγουσας ανάγκης υδροδότησης της Κορίνθου, την κατά προτεραιότητα ολοκλήρωση της μελέτης που αφορούσε την επιμέρους υδρολογική λεκάνη Στυμφαλίας. Τέλος, η παραπομπή του Σχεδίου στους περιβαλλοντικούς όρους του ήδη εκτελεσθέντος έργου «Υδροδότηση Κορίνθου από περιοχή Στυμφαλίας (εξωτερικό δίκτυο ύδρευσης τμήμα Γαλατά- Στυμφαλία και περιοχή Στυμφαλίας) Νομού Κορινθίας έχει τεθεί προς μείζονα προστασία των υδατικών πόρων και του οικοσυστήματος της λίμνης, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η ελάχιστη αναγκαία, κατά την τεχνική κρίση της Διοίκησης, ποσότητα ύδατος (500 κ.μ.) θα παραμένει αδέσμευτη στις πηγές. Οίκοθεν νοείται ότι η αρμόδια Περιβαλλοντική Αρχή δύναται και υποχρεούται να σταθμίσει εκ νέου την κατάσταση και να τροποποιήσει επί το αυστηρότερον τους τεθέντες περιβαλλοντικούς όρους, αν διαπιστώσει ότι αυτοί δεν επαρκούν στην πράξη για την προστασία και οικολογική ισορροπία της Λίμνης και της ευρύτερης περιοχής. Υπό τα δεδομένα αυτά, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως.
-Το ειδικό καθεστώς προστασίας των ΕΖΔ και των ΖΕΠ περιοχών αυτών δεν περιλαμβάνει πλήρη απαγόρευση εκτέλεσης έργων και ανάπτυξης ανθρώπινων δραστηριοτήτων που επηρεάζουν εν δυνάμει τα φυσικά οικοσυστήματα που τυγχάνουν ειδικής προστασίας από τις ως άνω οδηγίες και τα αντίστοιχα εθνικά μέτρα, αλλά επιβάλλει την πλήρη και εμπεριστατωμένη μελέτη των επιπτώσεων του έργου ή της δραστηριότητας κατά το στάδιο που προηγείται της περιβαλλοντικής τους αδειοδύτησης και την πρόβλεψη των κατάλληλων μέτρων για την εξουδετέρωση ή ελαχιστοποίηση των κινδύνων. Το ειδικό αυτό καθεστώς προστασίας ανέχεται την κατ’ εξαίρεση εκτέλεση έργων με σημαντικές επιπτώσεις σε περιοχή που έχει καθορισθεί ιος Ζ.Ε.Π., μόνον εφόσον αυτό επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιοι λόγοι δεν είναι, μεν, επιτρεπτό να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό Ζ.Ε.Π., ο οποίος οφείλει να διενεργείται βάσει ορνιθολογικών και μόνον κριτηρίων, αλλά μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά την επακολουθούσα αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων στις ήδη καθορισθείσες ζώνες. Κατά μείζονα λόγο, δεν αποκλείεται η θεσμοθέτηση εργαλείων χωρικών σχεδιασμών των προστατευομένων περιοχών, δηλαδή σχεδίων που αποτελούν το αναγκαίο νομικό θεμέλιο για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, αφού κατά την κατάρτιση της απαραίτητης για την έγκριση του σχεδίου Σ.Μ.Π,Ε. οφείλει να έχει διερευνηθεί, ήδη κατά το στάδιο του σχεδιασμού, η επίπτωση του σχεδίου στο φυσικό περιβάλλον, η προστασία του οποίου πρέπει να εξειδικευθεί περαιτέριο κατά το στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδύτησης των συγκεκριμένων έργων που θα ακολουθήσει. Είναι, τέλος, αυτονόητο ότι η συνδρομή λόγων επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν κατ’ εξαίρεση τη θεσμοθέτηση σχεδίου παρά τις αναμενόμενες σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις του επί Ε.Ζ.Δ. ή Ζ.Ε.Π., δεν απαλλάσσει τη Διοίκηση από την υποχρέωση να διασφαλίζει, στο μέτρο του εφικτού, την πλήρη εξουδετέρωση ή την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων του σχεδίου στις ζώνες προστασίας
-Αβασίμως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος και των οδηγιών περί ΖΕΠ ΚΑΙ ΕΖΔ, οι οποίες δεν περιέχουν απόλυτη απαγόρευση εκτέλεσης έργων που επηρεάζουν εν δυνάμει φυσικά οικοσυστήματα τυγχάνοντας ειδικής προστασίας ως ΖΕΠ ήΕΖΔ, αλλά επιβάλλουν πλήρη μελέτη των επιπτώσεων του έργου ή της δραστηριότητας. Πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι , ενώ στο βαθμό που αμφισβητείται περαιτέρω η ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης ως προς τις επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον, οι λόγοι αυτοί προβάλλονται απαραδέκτως.
-Αβασίμως προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως του Σχεδίου ότι δεν προκύπτει το κριτήρια επιλογής του ΥΥΣ Ζήρειας για την ύδρευση της Κορίνθου. Το νέο Σχέδιο τεκμηριώνει επαρκώς το συμπέρασμα ότι η ποσότητα των αντλήσεων από το ΥΥΣ Ζήρειας είναι πολύ μικρότερη από τα ετησίως ανανεώσιμα υδατικά αποθέματα και ότι το νέο έργο δεν θα επηρεάσει την καλή κατάσταση του ΥΥΣ, εφόσον, αφενός, δέχεται ότι η χημική του κατάσταση είναι καλή και ότι η μέση ετήσια τροφοδοσία του είναι 60 εκατ. κ.μ., από τα οποία αντλούνται τα 8, με αποτέλεσμα οι επιπλέον απολήψεις που θα απαιτηθούν για την υδροδότηση του διευρυμένου Καλλικρατικού Δήμου Κορινθίων να μην οδηγούν σε υποβάθμιση ή διακινδύνευση της καλής του κατάστασης και να μην απαιτείται να τεθούν εναλλακτικοί περιβαλλοντικοί στόχοι ή μέτρα προστασίας, και, αφετέρου, εκτιμά τις απολήψεις ως πολύ μικρότερες από τα ετησίως ανανεώσιμα υδατικά αποθέματα και μη επηρεάζουσες τα συνδεόμενα επιφανειακά συστήματα ή οικοσυστήματα. Πρέπει επομένως να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως.
-Κατά την έννοια της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας, το Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις ανάγκες ύδρευσης των οικισμών και άρδευσης τοιν εκτάσεων που εμπίπτουν στα κατ’ ιδίαν υδατικά συστήματα και να εξασφαλίζει, στο μέτρο του δυνατού, την ικανοποίηση όλων των σχετικών αναγκών, με την ύδρευση να προηγείται και να αποκλείει κάθε άλλη χρήση, σε περίπτωση ανεπάρκειας των υδατικών πόρων.
-Λόγω των αναλυτικών στοιχείων, μετρήσεων και εκτιμήσεων που περιέχονται στο Σχέδιο Διαχείρισης του Υδατικού Διαμερίσματος Β. Πελοποννήσου και τα υποστηρικτικά του παραρτήματα, οι ελλείψεις δεδομένων στις οποίες αναφέρεται ο αιτών – οι οποίες άλλωστε δεν συνδέονται με τη συγκεκριμένη ΛΑΠ Ρεμάτων Βόρειας Πελοποννήσου, αλλά μνημονεύονται ως γενική διαπίστωση του Σχεδίου – δεν αποτελούν πλημμέλεια συνεπαγόμενη την ακύρωση του Σχεδίου κατά το πλησσόμενο μέρος του, ως αβασίμως προβάλλεται.
*Με την επόμενη απόφαση 2463/2017 ΣτΕ απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως κατά της ΑΕΠΟ του έργου υδροδότησης
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: M. Σωτηροπούλου
Δικηγόροι: Θ. Κοντοζήση, Κων. Βαρδακαστάνης, Αλ. Σταυράκης, Σπ. Λάλας
Βασικές Σκέψεις
2. Επειδή, η δίκη συνεχίζεται από το Δήμο Σικυωνίων, ο οποίος, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 1 (παρ. 2 περιπτ. 28 υποπερ. Α.2) και 283 παρ. 1 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87), υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταργηθέντος πρώτου αιτούντος, Δήμου Στυμφαλίας, και συνεχίζει αυτοδικαίως, χωρίς άλλη διατύπωση, τις εκκρεμείς δίκες αυτού. Περαιτέρω, ο Δήμος Άργους – Μυκηνών, ο οποίος συνεχίζει τη δίκη για λογαριασμό της δεύτερης αιτούσας Κοινότητας, παραιτήθηκε από την κρινόμενη αίτηση και, κατά συνέπεια, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη ως προς αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).
3. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους πράξης η οποία αφορά στην υδροδότηση του Δήμου Κορινθίων η Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης Κορίνθου, η οποία ιδρύθηκε, με το π.δ. 286/1982 (Α΄ 51), ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με σκοπό την εκτέλεση και λειτουργία έργων ύδρευσης στην εδαφική της περιφέρεια.
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η πόλη της Κορίνθου αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ποιότητας και ποσότητας υδροδότησης, λόγω της χρήσης νερού από γεωτρήσεις της περιοχής. Συγκεκριμένα, από τη δεκαετία του 1990, είχαν διανοιγεί τρεις γεωτρήσεις στην περιοχή της Στυμφαλίας, με σκοπό την κατασκευή έργου μεταφοράς ύδατος προς την Κόρινθο, και είχε κατασκευασθεί αγωγός μεταφοράς ύδατος με αφετηρία την πόλη της Κορίνθου, ο οποίος κατέληγε στην περιοχή του Γαλατά Κορινθίας, ενώ για την αποπεράτωση του έργου απέμενε η κατασκευή του υπόλοιπου τμήματος του αγωγού μέχρι τις γεωτρήσεις. Εν τω μεταξύ, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της υδροδότησης της πόλης, η παρεμβαίνουσα Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης Κορίνθου ανέθεσε σε διάφορους φορείς την εκπόνηση σχετικών μελετών, προκρίθηκε δε τελικά η λύση της υδροδότησης όχι από τις προαναφερθείσες γεωτρήσεις, αλλά από τις πηγές Δρίζας Στυμφαλίας, οι οποίες εξασφάλιζαν νερό καλύτερης ποιότητας. Ο αγωγός μεταφοράς ύδατος θα ξεκινούσε από τις πηγές αυτές και θα κατέληγε στον οικισμό του Γαλατά, για να ενωθεί με το ήδη κατασκευασθέν τμήμα αυτού. Η Περιφερειακή Μονάδα Πελοποννήσου του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ), με το έγγραφό της 853/31.5.2000, γνωστοποίησε προς την Περιφέρεια Πελοποννήσου ότι οι υδρολογικές λεκάνες της Στυμφαλίας και της Νεμέας θεωρούνται πλεονασματικές για την εξασφάλιση της ύδρευσης των ελλειμματικών περιοχών στο νομό Κορινθίας, ότι στη λεκάνη της Στυμφαλίας μπορούν να γίνουν μακροπρόθεσμα υδροληπτικά έργα, για την προμήθεια ύδατος ακόμη και σε περιόδους ανομβρίας, ότι οι ποσότητες που μπορούν να διατεθούν είναι της τάξης των 4 – 6 εκατ. κ.μ. ετησίως, οι οποίες αποτελούν μικρό ποσοστό της χειμερινής απορροής της λεκάνης προς τη θάλασσα, μέσω της υπάρχουσας σήραγγας και του ποταμού Ασωπού, και ότι επικρατούσα άποψη των μελετητών είναι ότι το πρόβλημα ύδρευσης της Κορίνθου μπορεί να επιλυθεί με τη διάθεση υδατικών πόρων από τη λεκάνη της Στυμφαλίας. Με το έγγραφο 2989/19.4.2001 η Κεντρική Υπηρεσία του ΙΓΜΕ διατύπωσε προς το ΥΠΕΧΩΔΕ και την παρεμβαίνουσα την άποψη ότι “ο καρστικός υδροφορέας της Ζήρειας, με τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις που έχει υποστεί (αποστραγγιστικό κανάλι, αντλιοστάσιο αρδευτικού Λαύκας, αλόγιστη χρήση υδρογεωτρήσεων)”, δεν είναι μεν σε θέση να ανταποκριθεί σε πρόσθετα υδροληπτικά έργα χωρίς επιπτώσεις στη φυσική μορφή της Λίμνης Στυμφαλίας, αλλά ότι θα μπορούσε να αξιοποιηθεί μέρος του όγκου των νερών της υγρής περιόδου που αποστραγγίζεται μέσω του Ασωπού ποταμού, δια του “Βοχαϊκού ή Χάνδακα” και των σηράγγων Σούρι και Πράθι, ότι “ο υδροφόρος ορίζοντας στον οποίον βρίσκονται και οι τρεις γεωτρήσεις της (παρεμβαίνουσας) ΔΕΥΑΚορ. είναι σημαντικός και δύναται να ανταποκριθεί στις ετήσιες απολήψεις της περιοχής και μετά την ενεργοποίηση των παραπάνω υδρογεωτρήσεων”, ότι “παραπέρα νέα υδροληπτικά έργα (γεωτρήσεις) τον καθιστούν επισφαλή με ενδεχόμενη ανατροπή της υφιστάμενης ισορροπίας” και ότι “μετά τα παραπάνω, η οποιαδήποτε παρέμβαση στην ευρεία περιοχή των Ζηρείων συνίσταται στην ανακατανομή και μόνον των υδατικών πόρων της υδρογεωλογικής λεκάνης Στυμφαλίας”. Με την ΚΥΑ 113588/27.12.2001 εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την εκτέλεση του σχετικού τεχνικού έργου υδροληψίας από τις πηγές Δρίζας για την υδροδότηση της Κορίνθου, η πράξη, όμως, αυτή ακυρώθηκε με την απόφαση 2129/2003 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την αιτιολογία ότι δεν είχε προηγηθεί η έγκριση προγράμματος ανάπτυξης υδατικών πόρων, κατά τους ορισμούς του άρθρου 4 του ν. 1739/1987. Μετά την ως άνω ακυρωτική απόφαση, η Δ.Ε.Υ.Α.Κορ. ανέθεσε στην εταιρεία ENVECO την εκπόνηση μελέτης για τη διαχείριση των υδατικών πόρων των λεκανών απορροής Στυμφαλίας και Ασωπού, η οποία καταρτίσθηκε και συνυποβλήθηκε στη Διοίκηση με επικαιροποιημένη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ). Με έγγραφο από 16.2.2004 το ΙΓΜΕ παρατήρησε επί της υποβληθείσης ΜΠΕ ότι οι υδατικοί πόροι της Λεκάνης Στυμφαλίας κρίνονται οι καταλληλότεροι ποσοτικά και ποιοτικά για την ικανοποιητική επίλυση του υδρευτικού προβλήματος της Κορίνθου, ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε από τις πηγές Δρίζας (υδρομάστευση ή ανόρυξη γεωτρήσεων), είτε με την ανόρυξη γεωτρήσεων στα πλειστοκαινικά κροκαλοπαγή της περιοχής, και ότι η απόληψη από την εν λόγω Λεκάνη αποτελεί την προσφορότερη από τεχνικοοικονομική άποψη λύση, αν συνδυασθεί με την κατασκευή ταμιευτήρα στην υδρολεκάνη του ποταμού Ασωπού, προκειμένου να συγκρατηθεί το επιφανειακό χειμερινό υδατικό δυναμικό που απορρέει στη θάλασσα και να χρησιμοποιηθεί κατά την αρδευτική περίοδο. Με το έγγραφο 930/20.2.2004, το Τμήμα Διαχείρισης Υδατικών Πόρων της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος γνωμοδότησε επί της υποβληθείσης ΜΠΕ ότι η επίλυση του επιτακτικού προβλήματος ύδρευσης της Κορίνθου, που δημιουργείται από την επιβάρυνση της ποιότητας του νερού του υπόγειου προσχωματικού υδροφορέα της πεδινής ζώνης του νομού Κορινθίας και την υφαλμύρινση των υδροφορέων των παράκτιων περιοχών του νομού, θα επιτευχθεί με μεταφορά νερού από την κλειστή λεκάνη της Στυμφαλίας, με συνδιαχείριση του επιφανειακού και υπόγειου νερού της λεκάνης και σεβασμό των υφισταμένων χρήσεων και του οικοσυστήματος, καθόσον
α. η εν λόγω λεκάνη είναι υδρολογικώς ευνοημένη και τυγχάνει περιορισμένης εκμετάλλευσης του υδατικού της δυναμικού, β. μικρό δε ποσοστό των πηγών Δρίζας εξυπηρετεί αρδευτικές ανάγκες της περιοχής, ενώ το υπόλοιπο οδηγείται μέσω του Βοχαϊκού αύλακα, μαζί με την περίσσεια του υπόλοιπου επιφανειακού νερού της λεκάνης Στυμφαλίας, τελικώς προς τη λεκάνη του Ασωπού. Σύμφωνα με το αυτό έγγραφο η παροχή της πηγής Δρίζας μειώνεται τους μήνες Αύγουστο έως Οκτώβριο, η Λίμνη δέχεται πιέσεις κατά την αρδευτική περίοδο λόγω της άμεσης απόληψης νερού από αυτήν προκειμένου να ενισχυθεί το αρδευτικό δίκτυο της Λαύκας, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται, και η Υπηρεσία (Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος) συμφωνεί με την απόληψη 3 εκατ. κ.μ. ύδατος ετησίως και 130 λίτρων ανά δευτερόλεπτο για 18 ώρες ημερησίως από την παροχή των πηγών Δρίζας, σε συνδυασμό με την απόληψη από γεωτρήσεις για τα φτωχά υδρολογικώς έτη και τους μήνες από Ιούλιο έως Οκτώβριο των μέσων ετών. Το ίδιο έγγραφο αξιολογεί τις αντιδράσεις των κατοίκων ως προερχόμενες από λανθασμένη ή ελλιπή ενημέρωση και δέχεται ότι η πιθανή πτώση της στάθμης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα κατά τη διάρκεια των αντλήσεων θα επανέλθει γρήγορα κατά την υγρή περίοδο και ότι η στάθμη της λίμνης δεν πρόκειται να επηρεασθεί, αφού έχει αποδειχθεί η υδατοστεγανότητα του πυθμένα της και ο τρόπος τροφοδοσίας της. Με την ΚΥΑ 122411/2.7.2004 εγκρίθηκαν εκ νέου, μετά την ακυρωτική απόφαση 2129/2003 του Συμβουλίου της Επικρατείας και κατ’ επίκληση των ως άνω μελετών και του ν. 3199/2003, οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου, η απόφαση, όμως, αυτή, καθώς και η από 22.05.2005 ορθή επανάληψή της, ακυρώθηκαν με τις αποφάσεις 2179 και 2180/2006 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την αυτή αιτιολογία, ότι δηλαδή δεν είχε προηγηθεί η έγκριση προγράμματος ανάπτυξης υδατικών πόρων ή σχεδίου διαχείρισης κατά τους ορισμούς της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Με το έγγραφο 4332/24.8.2005, το Τμήμα Διαχείρισης Υδατικών Πόρων της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος επανέλαβε τη γνωμοδότηση που είχε διατυπώσει με το έγγραφό του 930/20.2.2004, προσθέτοντας ότι οι υδρογεωλογικές συνθήκες της περιοχής Στυμφαλίας είναι οι πλέον ευνοϊκές στο νομό Κορινθίας, λόγω της “γειτνίασης με μεγάλο ορεινό όγκο που εξασφαλίζει σημαντικές ποσότητες ποιοτικώς καλού νερού” και ότι η μεταφορά της ελεγχόμενης ποσότητας νερού από τη Στυμφαλία για την ύδρευση της Κορίνθου δεν θα επηρεάσει την ύδρευση και άρδευση στο Αργολικό πεδίο, στο οποίο πρέπει να κατασκευασθούν επειγόντως έργα τεχνητού εμπλουτισμού και, μακροπρόθεσμα, φράγματα αποθήκευσης νερού που θα μείωναν τις ανάγκες άντλησης. Με το έγγραφο 147219/13.9.2005, η Ειδική Υπηρεσία Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ γνωμοδότησε θετικώς επί της περιβαλλοντικής αδειοδότησης του έργου υδροληψίας, αναφέροντας ότι η υδρομάστευση θα γίνεται σε τμήμα των πηγών, ώστε ο κύριος όγκος των νερών τους να συνεχίσει να λειτουργεί και να απορρέει κατά τον ίδιο τρόπο. Κατόπιν αυτών εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση 1160/οικ./12.10.2006 της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας Πελοποννήσου, με την οποία εγκρίθηκε, κατ΄ επίκληση του άρθρου 7 παρ. 5 του ν. 3199/2003 (Α΄ 280), όπως ίσχυε μετά το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3481/2006 (Α΄ 162/2.8.2006 – διατάξεις που παρατίθενται κατωτέρω), το Σχέδιο Διαχείρισης υδάτων της υδατικής λεκάνης Στυμφαλίας, βάσει της μελέτης που εκπονήθηκε από την εταιρεία ENVECO AE το έτος 2003. Επακολούθησε η ΚΥΑ 129772/οικ./8.6.2007, περί έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για το έργο «Υδροδότηση Κορίνθου από περιοχή Στυμφαλίας (εξωτερικό δίκτυο ύδρευσης τμήμα Γαλατά-Στυμφαλία και περιοχή Στυμφαλίας) Νομού Κορινθίας», ισχύος έως 31.3.2017, η οποία έχει επίσης προσβληθεί από τον πρώτο αιτούντα (αίτηση ακυρώσεως υπ’ αριθμ. καταθ. 4629/2007). Με την τελευταία αυτή ΚΥΑ επετράπη η απόληψη 3 εκατ. κ.μ. ύδατος από τις πηγές Δρίζας για τις ανάγκες ύδρευσης της Κορίνθου, υπό την προϋπόθεση ότι η παροχή τους είναι μεγαλύτερη των 500 κ.μ. ανά ώρα και για συγκεκριμένες ποσότητες, ήτοι 130 λίτρων ανά δευτερόλεπτο για 18 ώρες, για το διάστημα από 1.11 έως 30.6, και 100 λίτρων ανά δευτερόλεπτο για 18 ώρες, για το διάστημα από 1.7 έως 31.10 κάθε έτους, και, με την απόφαση 498/6.5.2010 του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Πελοποννήσου, χορηγήθηκε στην παρεμβαίνουσα Δ.Ε.Υ.Α.Κ. άδεια χρήσης νερού από τις εν λόγω πηγές για την υδρομάστευση ποσοτήτων έως 3.000.000 κ.μ. ανά έτος, υπό τους αυτούς περιορισμούς. Στη συνέχεια, δυνάμει του άρθρου 13 της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ και των παγίων διατάξεων του ν. 3199/2003 για την προστασία και τη διαχείριση των υδάτων, όπως είχε τροποποιηθεί με το ν. 4117/2013, εκδόθηκε η απόφαση οικ. 391/8.4.2013 της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων (Β΄ 1004), με την οποία εγκρίθηκε το Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Βόρειας Πελοποννήσου, “ώστε, μέσω ενός περιβαλλοντικά ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού ορθολογικής διαχείρισης και προστασίας των υδατικών πόρων του οικείου Υδατικού Διαμερίσματος, να προάγεται ο στόχος της επίτευξης της «καλής κατάστασης» των υδάτων που είναι και ο κύριος στόχος της ανωτέρω εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας” (βλ. προοίμιο και άρθρο 1 του Σχεδίου). Το νεώτερο αυτό Σχέδιο: α. προβλέπει, ως νέο έργο, τη «Διαδικτύωση Αγωγών Ύδρευσης Δήμου Κορινθίων – Α΄ Φάση», δεχόμενο ότι το έργο αυτό επηρεάζει «[τ]ο υπόγειο ΥΣ Ζήρειας (GR0200220), από το οποίο ήδη υδρεύεται η Κόρινθος (πηγές Στυμφαλίας), με απολήψεις 3 εκ. κ.μ. ετησίως», β. προβλέπει ότι, για την υδροδότηση των οικισμών του Καλλικρατικού Δήμου Κορίνθου, «θα απαιτηθούν έξι εκ. κ.μ. ετησίως επιπλέον απολήψεις από τις πηγές Στυμφαλίας» και γ. αναφέρει, στον πίνακα Συμπληρωματικών Μέτρων, ότι «[π]ροτείνεται η αύξηση απολήψεων, έως 10 εκ. m3 ετησίως, από καρστικό σύστημα Ζήρειας για την υδροδότηση οικισμών Καλλικρατικού Δ. Κορίνθου, με τήρηση των λοιπών Περιβαλλοντικών Όρων του έργου “Υδροδότηση Κορίνθου από περιοχή Στυμφαλίας (εξωτερικό δίκτυο ύδρευσης τμήμα Γαλατά, Στυμφαλία και περιοχή Στυμφαλίας) Ν. Κορινθίας”». Τέλος, με την απόφαση Α.Π. Οικ. 58412/2.12.2016 της Γενικής Διευθύντριας Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας οι περιβαλλοντικοί όροι του ένδικου έργου ανανεώθηκαν έως 31.1.2026 και προβλέφθηκε αύξηση της απολήψιμης ποσότητας νερού από τις πηγές Δρίζας για την ύδρευση του Δήμου Κορινθίων, λόγω της υδροδότησης και νέων οικισμών του Καλλικρατικού Δήμου, από 3.000.000 σε 5.000.000 κυβικά μέτρα ανά έτος.
5. Επειδή, τα ζητήματα διαχείρισης των υδατικών πόρων ρυθμίσθηκαν σε κοινοτικό επίπεδο με την οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 «για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων» (ΕΕ L. 327), στο προοίμιο της οποίας επισημαίνονται η ανάγκη συνετής και ορθολογικής αξιοποίησης των φυσικών πόρων, με βάση τις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης (άρθρο 174 της Συνθήκης), η επιδίωξη της καλής κατάστασης των υδάτων για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού, ώστε να συντονίζονται τα μέτρα που αφορούν τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα που ανήκουν στο ίδιο οικολογικό, υδρολογικό και υδρογεωλογικό σύστημα, και η ανάγκη ορισμού αρχών για τον έλεγχο στην άντληση του ύδατος, ώστε να εξασφαλίζεται η περιβαλλοντική βιωσιμότητα των υδατικών συστημάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 1, σκοπός της οδηγίας είναι “η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των εσωτερικών επιφανειακών, … και των υπόγειων υδάτων, το οποίο: α) να αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωση, να προστατεύει και να βελτιώνει την κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων, καθώς και των αμέσως εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων σε ό,τι αφορά τις ανάγκες τους σε νερό, β) να προωθεί τη βιώσιμη χρήση του νερού βάσει μακροπρόθεσμης προστασίας των διαθέσιμων υδάτινων πόρων, γ) να αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας και τη βελτίωση του υδάτινου περιβάλλοντος, …ε) … και να συμβάλλει με αυτό τον τρόπο: – στην εξασφάλιση επαρκούς παροχής επιφανειακού και υπόγειου νερού καλής ποιότητας που απαιτείται για τη βιώσιμη, ισόρροπη και δίκαιη χρήση ύδατος”. Σύμφωνα με την οδηγία, η διαχείριση των υδάτων πρέπει να γίνεται σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 περ. 15 (“η θαλάσσια και χερσαία έκταση που αποτελείται από μία ή περισσότερες γειτονικές λεκάνες απορροής ποταμού μαζί με τα συναφή υπόγεια ή παράκτια ύδατα, και η οποία προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 3 παρ. 1 ως η βασική μονάδα διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμού”, η οποία αντιστοιχεί στο υδατικό διαμέρισμα των άρθρων 2 περ. 11 και 3 του κατωτέρω εκτιθέμενου π.δ. 51/2007), τα δε κράτη μέλη οφείλουν: α) να προσδιορίσουν τις επιμέρους λεκάνες απορροής ποταμού (οι οποίες ορίζονται ως οι εδαφικές εκτάσεις από τις οποίες συγκεντρώνεται το σύνολο της απορροής μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών και πιθανώς λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα – βλ. άρθρο 2 περ. 13 της οδηγίας) και να τις υπαγάγουν σε επιμέρους περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού (άρθρο 3 παρ. 1), β) να εξασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις της οδηγίας για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων, που τίθενται δυνάμει του άρθρου 4 αυτής, και, ειδικότερα, όλα τα προγράμματα μέτρων, συντονίζονται για όλη την περιοχή λεκάνης απορροής (άρθρο 3 παρ. 4), γ) να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβάθμισης και την επίτευξη καλής κατάστασης των επιφανειακών και υπογείων υδάτων το αργότερο σε 15 έτη μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας, καθώς και για την ισορροπία μεταξύ της άντλησης και της ανατροφοδότησης των υπογείων υδάτων, με την παροχή, πάντως, δυνατότητας παράτασης των σχετικών προθεσμιών ή και επιδίωξης λιγότερο αυστηρών στόχων, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (βλ. άρθρο 4 και τις ειδικότερες ρυθμίσεις του), δ) να πραγματοποιούν ανάλυση των χαρακτηριστικών της κάθε περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού, επισκόπηση των επιπτώσεων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στην κατάσταση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων της και οικονομική ανάλυση της χρήσης ύδατος (άρθρο 5), ε) να εξασφαλίσουν τη δημιουργία μητρώων όλων των περιοχών που έχουν χαρακτηριστεί ως χρήζουσες ειδικής προστασίας, μεταξύ άλλων, για τη διατήρηση των οικοτόπων και των ειδών που εξαρτώνται άμεσα από το νερό (άρθρο 6), και στ) να προσδιορίσουν τα υδατικά συστήματα που προορίζονται για υδροληψία με σκοπό την ανθρώπινη κατανάλωση εντός κάθε περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού και παρέχουν κατά μέσο όρο άνω των 10 m³ ημερησίως ή εξυπηρετούν περισσότερα από 50 άτομα ή τα υδατικά συστήματα που προορίζονται για τέτοια χρήση μελλοντικά (άρθρο 7). Επίσης τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καταρτίσουν προγράμματα για την παρακολούθηση της κατάστασης των υδάτων και, ειδικότερα, για τα επιφανειακά ύδατα, του όγκου, της στάθμης ή του ρυθμού ροής, “στο μέτρο που αφορά την οικολογική και τη χημική τους κατάσταση και το οικολογικό τους δυναμικό” (άρθρο 8), και να μεριμνούν για τη θέσπιση, το αργότερο 9 έτη μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας, προγράμματος μέτρων, σε κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των αναλύσεων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 5, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 4 (άρθρο 11). Στη δε παρ. 3 του εν λόγω άρθρου 11 της οδηγίας αναφέρονται τα “βασικά μέτρα” του προγράμματος, που συνίστανται μεταξύ άλλων “σε μέτρα για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 7, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διαφύλαξη της ποιότητας του ύδατος προκειμένου να μειωθεί το επίπεδο της επεξεργασίας καθαρισμού που απαιτείται για την παραγωγή πόσιμου ύδατος” (περ. δ΄) και στην παρ. 4 τα “συμπληρωματικά μέτρα”, που τίθενται σε εφαρμογή επιπλέον των βασικών, με σκοπό την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4, δηλ. με σκοπό την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης των οικείων συστημάτων και την επίτευξη της καλής κατάστασης των υδάτων. Τέλος, τα κράτη μέλη οφείλουν να δημοσιεύσουν, το αργότερο 9 έτη μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας, σχέδιο διαχείρισης για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, το οποίο αναθεωρείται και ενημερώνεται το αργότερο 15 έτη μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας και στη συνέχεια ανά εξαετία (άρθρο 13). Το Σχέδιο Διαχείρισης αποτελεί το βασικό εργαλείο για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας και τον ειδικότερο προσδιορισμό των στόχων ανά υδατικό σύστημα και περιλαμβάνει, σύμφωνα με το παράρτημα VII της οδηγίας (παρ. Α.), γενική περιγραφή των χαρακτηριστικών της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού (περ. 1), περίληψη των σημαντικών πιέσεων και επιπτώσεων που ασκούν οι ανθρώπινες δραστηριότητες στα συγκεκριμένα υδατικά συστήματα (περ. 2), προσδιορισμό και χαρτογράφηση των προστατευόμενων περιοχών (περ. 3), παρουσίαση των δικτύων παρακολούθησης που συγκροτούνται για τους σκοπούς του άρθρου 8 (περ. 4), κατάλογο των περιβαλλοντικών στόχων που καθορίζονται βάσει του άρθρου 4 (περ. 5), περίληψη της οικονομικής ανάλυσης της χρήσης ύδατος που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 5 (περ. 6) και περίληψη των προγραμμάτων μέτρων που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 11 (περ. 7), μεταξύ των οποίων και αυτών που λαμβάνονται για να τηρηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 7, που αφορά τα ύδατα που χρησιμοποιούνται για την άντληση πόσιμου ύδατος (υποπερ. 7.3.), καθώς και λεπτομέρειες τυχόν συμπληρωματικών μέτρων που κρίνονται αναγκαία για να τηρηθούν οι καθοριζόμενοι περιβαλλοντικοί στόχοι (υποπερ. 7.10.).
6. Επειδή, το άρθρο 7 του ν. 3199/2003 (Α΄ 280), όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης (12.10.2006), μετά την προσθήκη παραγράφου 5 με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3481/2006 (Α΄ 162/2.8.2006), ορίζει τα εξής: “1. Κάθε Περιφέρεια εκπονεί Σχέδιο Διαχείρισης των λεκανών απορροής ποταμών αρμοδιότητάς της, το οποίο ισχύει για έξι χρόνια. … Το Σχέδιο Διαχείρισης περιέχει όλα τα στοιχεία, πληροφορίες και εκτιμήσεις που είναι απαραίτητα για την προστασία και διαχείριση των υδάτων. Το ειδικότερο περιεχόμενο των Σχεδίων Διαχείρισης καθορίζεται με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 15. 2. Το Σχέδιο Διαχείρισης καταρτίζεται από τη Διεύθυνση Υδάτων της Περιφέρειας και εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας ύστερα από γνώμη του Περιφερειακού Συμβουλίου Υδάτων και σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων. … 3. … 4. Το πρώτο Σχέδιο Διαχείρισης καταρτίζεται και εγκρίνεται υποχρεωτικά μέχρι 22.12.2009. 5. Μέχρι την έγκριση του Εθνικού Προγράμματος Διαχείρισης και Προστασίας του υδατικού δυναμικού της χώρας και την έκδοση των οικείων Σχεδίων Διαχείρισης των Περιφερειών επιτρέπεται η υδροληψία από συγκεκριμένη λεκάνη απορροής, καθώς και η μεταφορά ύδατος σε άλλη λεκάνη, με βάση εγκεκριμένο Σχέδιο Διαχείρισης των υδάτων της λεκάνης ή των λεκανών αυτών για: α) την ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών ύδρευσης πόλεων και οικισμών ή β) … ή γ) … ή δ) … . Στο ως άνω σχέδιο διαχείρισης πρέπει να τεκμηριώνεται η διαθεσιμότητα και η επάρκεια των υδατικών πόρων της λεκάνης απορροής μετά τη σχεδιαζόμενη απόληψη ποσοτήτων ύδατος, καθώς και η βιώσιμη χρήση των υδάτων που θα αξιοποιηθούν στη λεκάνη απορροής που θα μεταφερθούν οι προς απόληψη ποσότητες, με βάση την ανάγκη μακροπρόθεσμης προστασίας των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Το σχέδιο αυτό ισχύει μέχρι την έγκριση του πρώτου Σχεδίου Διαχείρισης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και ενσωματώνεται σε αυτό λαμβάνοντας υπόψη περιβαλλοντικά κριτήρια. Το ανωτέρω Σχέδιο Διαχείρισης εγκρίνεται είτε α) με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Ανάπτυξης και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, όταν το σχέδιο αφορά υδατικές λεκάνες περισσοτέρων της μιας περιφερειών της χώρας, είτε β) με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων, όταν το σχέδιο αφορά υδατικές λεκάνες μίας περιφέρειας. …”. Εξάλλου, μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου 7 του ν. 3199/2003 με την παρ. 1ζ του άρθρου πέμπτου του ν. 4117/2013 (Α΄ 29/5.2.2013), ορίσθηκαν τα εξής: “2. Το Σχέδιο Διαχείρισης καταρτίζεται από την αρμόδια Διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης … 2.1. Ύστερα από αίτημα του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης είναι δυνατόν το Σχέδιο Διαχείρισης να καταρτίζεται, να αναθεωρείται ή να ενημερώνεται από την Ειδική Γραμματεία Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Στην περίπτωση αυτή το Σχέδιο Διαχείρισης εγκρίνεται από την Εθνική Επιτροπή Υδάτων μετά από εισήγηση της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, … ”. Περαιτέρω, στο άρθρο 8 του νόμου ορίζεται ότι «1. Οι Περιφέρειες καταρτίζουν: α) Πρόγραμμα Μέτρων και β) Πρόγραμμα Παρακολούθησης και κατάστασης των υδάτων. Το Σχέδιο Διαχείρισης της Περιφέρειας περιλαμβάνει υποχρεωτικά ως μέρη του τα ανωτέρω προγράμματα. 2. Το Πρόγραμμα Μέτρων καθορίζει σε γενικές γραμμές τα μέτρα που απαιτούνται για: α) την προστασία και διαχείριση των υδάτων των λεκανών απορροής ποταμών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα κάθε Περιφέρειας, β) τη διατήρηση, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του υδάτινου περιβάλλοντος, γ) την αντιμετώπιση της ρύπανσης των υδατικών οικοσυστημάτων … δ) τη διασφάλιση της αειφόρου χρήσης των υδάτων. 3. Το Πρόγραμμα Μέτρων περιέχει, ανάλογα με τις ανάγκες και ιδιομορφίες των λεκανών απορροής, βασικά και συμπληρωματικά μέτρα, το αναλυτικό περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 15 … 5. Το Πρόγραμμα παρακολούθησης περιέχει ειδικότερα μέτρα που εξασφαλίζουν τη διαρκή παρακολούθηση των ποιοτικών παραμέτρων και της ποσοτικής κατάστασης των υδάτων, καθώς και της οικολογικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων. 6. Τα Προγράμματα Παρακολούθησης εγκρίνονται όπως τα Σχέδια Διαχείρισης, το αναλυτικό τους περιεχόμενο καθορίζεται με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 15 …». Με την παράγραφο 4 του άρθρου 8 του νόμου ορίζεται, σύμφωνα με τη σχετική δυνατότητα που παρέχεται από την οδηγία, ότι «το Πρόγραμμα Μέτρων καταρτίζεται και εγκρίνεται όπως και το Σχέδιο Διαχείρισης. Το πρώτο Πρόγραμμα Μέτρων καταρτίζεται και εγκρίνεται υποχρεωτικά μέχρι 22.12.2009». Εξάλλου, στο άρθρο 11 του νόμου με τίτλο «Άδειες χρήσεως νερού και εκτέλεσης έργων αξιοποίησής του» ορίζεται ότι «1. Κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο μπορεί να χρησιμοποιεί νερό ή να εκτελεί έργα αξιοποίησης υδατικών πόρων για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών του … Για την παροχή νερού, τη χρήση νερού και την εκτέλεση έργου για την αξιοποίηση υδατικών πόρων, … από φυσικό ή νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα, απαιτείται άδεια. Για την έκδοση άδειας χρήσης νερού ή εκτέλεσης έργου αξιοποίησης υδατικών πόρων πρέπει να τεκμηριώνεται η διαθεσιμότητα των ποσοτήτων νερού που θα αξιοποιηθούν, καθώς και η σκοπιμότητα έκδοσής της σύμφωνα με το οικείο Σχέδιο Διαχείρισης και τα μέτρα που καθορίζονται από το Πρόγραμμα Μέτρων … 2. … ».
7. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 15 του ν. 3199/2003 εκδόθηκε το π.δ. 51/2007 (Α΄ 54), με το οποίο σκοπείται, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 αυτού, «η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 και 10 του ν. 1650/1986, καθώς και των άρθρων 4 (παρ. 1 εδ. ι), 5 (παρ. 5 εδ. στ), 6 (παρ. 3), 7 (παρ. 1), 8 (παρ. 3 και 6), 9 (παρ. 4), 12 (εδαφ. γ) και 15 (παρ. 1) του ν. 3199/2003 και συγχρόνως η συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ …». Το π.δ. ακολουθεί κατά βάση τη δομή της οδηγίας και, στο άρθρο 10, ορίζει ότι: «1. Το Σχέδιο Διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, καταρτίζεται και εγκρίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία και τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 7 του ν. 3199/2003 μετά από γνώμη του Περιφερειακού Συμβουλίου Υδάτων και σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. Το Σχέδιο Διαχείρισης περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνει υποχρεωτικά τις πληροφορίες που αναφέρονται αναλυτικά στο Παράρτημα VII του παρόντος διατάγματος, συμπεριλαμβανομένου του Προγράμματος Μέτρων και του Προγράμματος Παρακολούθησης της κατάστασης των νερών σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3199/2003. Το περιεχόμενο των Προγραμμάτων αυτών καθορίζεται στα άρθρα 11 και 12 του παρόντος διατάγματος. 3. Το Σχέδιο Διαχείρισης περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού καταρτίζεται και εγκρίνεται το αργότερο μέχρι 22.12.2009, ενώ αναθεωρείται και ενημερώνεται το αργότερο μέχρι 22.12.2015 και, στη συνέχεια, ανά 6ετία. Κάθε ενημέρωση περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα VII του παρόντος διατάγματος … 6. Είναι δυνατόν τα Σχέδια Διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών να συμπληρώνονται με την κατάρτιση λεπτομερέστερων προγραμμάτων και Σχεδίων Διαχείρισης ανά υπολεκάνη, τομέα, θέμα ή τύπο νερού, προκειμένου να αντιμετωπίζονται ειδικά θέματα διαχείρισης των νερών. Η εφαρμογή των μέτρων αυτών γίνεται τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος διατάγματος». Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του π.δ. περιλαμβάνονται ρυθμίσεις σχετικώς με το “Πρόγραμμα Παρακολούθησης της κατάστασης των νερών” που συνιστά μέρος του Σχεδίου Διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού και αποβλέπει στη δημιουργία μιας συνεκτικής και συνολικής εικόνας της κατάστασης των νερών, επιφανειακών και υπόγειων, σε κάθε περιοχή λεκάνης απορροής. Εξάλλου, στο άρθρο 12 ορίζονται τα εξής: «1. Το Πρόγραμμα Μέτρων συνιστά μέρος του Σχεδίου Διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού. … 3. Το Πρόγραμμα Μέτρων περιλαμβάνει «βασικά μέτρα» και «συμπληρωματικά μέτρα», το αναλυτικό περιεχόμενο των οποίων εκτίθεται παρακάτω. 4. «Βασικά μέτρα» είναι οι ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται και συνίστανται σε: α) … δ) μέτρα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 7” (που αφορά τα υδατικά συστήματα που χρησιμοποιούνται με σκοπό την απόληψη πόσιμου ύδατος), “συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διαφύλαξη της ποιότητας των υδάτων, προκειμένου να μειωθεί το επίπεδο της επεξεργασίας καθαρισμού, το οποίο απαιτείται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος, ε)… . 8. Τα Προγράμματα Μέτρων καταρτίζονται το αργότερο μέχρι 22.12.2009 και όλα τα μέτρα είναι έτοιμα προς εφαρμογή το αργότερο μέχρι 22.12.2012. 9. Τα Προγράμματα μέτρων ενημερώνονται και, αν είναι ανάγκη, αναθεωρούνται, το αργότερο μέχρι 22.12.2015 και, στη συνέχεια, ανά 6ετία …». Τέλος, στο Παράρτημα VII του π.δ. αναφέρονται τα στοιχεία που περιέχει το Σχέδιο Διαχείρισης, ενώ, σύμφωνα με το Παράρτημα VIII Τμήμα Β΄ του π.δ., μεταξύ των συμπληρωματικών μέτρων του Σχεδίου περιλαμβάνονται μέτρα για τον έλεγχο της άντλησης ύδατος, μέτρα διαχείρισης της ζήτησης και έργα αποκατάστασης.
8. Επειδή, εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 11 παρ. 2 του ν. 3199/2003 εκδόθηκε η κοινή απόφαση 43504/5.12.2005 των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Τουριστικής Ανάπτυξης (Β΄ 1784), η οποία ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, προτού καταργηθεί με την ΚΥΑ 146896/17.10.2014 (Β΄ 2878). Στο άρθρο 1 αυτής, ως ίσχυε, οριζόταν ότι «1. Οι χρήσεις νερού για τις οποίες απαιτείται άδεια είναι η ύδρευση… Οι ανωτέρω χρήσεις μπορεί να αφορούν σε επιφανειακά ή υπόγεια νερά, τόσο ως απλές χρήσεις όσο και όταν έπονται έργου αξιοποίησης υδατικών πόρων. 2. Τα έργα αξιοποίησης υδατικών πόρων για τα οποία απαιτείται η έκδοση άδειας είναι τα έργα υδροληψίας, μεταφοράς νερού, έργα δικτύων …» και, στο άρθρο 3, ότι «1. … 2. Στην περίπτωση που για τη χρήση νερού ή την εκτέλεση έργου αξιοποίησης υδατικών πόρων απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης του ν. 1650/1986 όπως αυτός τροποποιήθηκε με το ν. 3010/2002 και εκάστοτε ισχύει, θα πρέπει η εξέταση της αίτησης για χορήγηση άδειας χρήσης νερού ή εκτέλεσης έργου αξιοποίησης υδατικών πόρων, να προωθείται παράλληλα με τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. … 4. Η αρμόδια για την έκδοση άδειας Διεύθυνση Υδάτων της Περιφέρειας, μετά την υποβολή της αίτησης από τον ενδιαφερόμενο, προβαίνει κατά την κρίση της στους απαραίτητους επί τόπου ελέγχους, καθώς και στους διοικητικούς ελέγχους, όπου απαιτούνται, για τη διαπίστωση της ακρίβειας και επάρκειας των υποβληθέντων στοιχείων. … 5. Στη συνέχεια η Διεύθυνση Υδάτων της Περιφέρειας προχωρεί στη χορήγηση ή όχι της άδειας, συνεκτιμώντας αφενός τα υποβληθέντα στοιχεία για τη συγκεκριμένη χρήση ή την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου και αφετέρου τα στοιχεία που αφορούν σε χρήσεις και έργα εντός της Περιοχής Λεκάνης Απορροής ποταμού, καθώς και τα υφιστάμενα υδατικά αποθέματα. Προϋπόθεση για τη χορήγηση ή μη της άδειας, αποτελεί η συμβατότητα της νέας χρήσης ή/και του νέου έργου με τις αρχές του εθνικού σχεδιασμού και με το Σχέδιο Διαχείρισης της συγκεκριμένης Λεκάνης Απορροής ποταμού, εφόσον αυτό υπάρχει, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 του ν. 3199/2003. Εφόσον δεν υπάρχει Σχέδιο Διαχείρισης προϋπόθεση για τη χορήγηση ή μη της άδειας αποτελεί η συμβατότητα με τις δράσεις για τις προστατευόμενες περιοχές του Εθνικού Μητρώου προστατευόμενων περιοχών, που καταρτίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 του ν. 3199/2003, καθώς και με το Σχέδιο Προγράμματος Διαχείρισης των Υδατικών πόρων της χώρας. 6. … ».
9. Επειδή, τέλος, με την απόφαση ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/28.8.2006 του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημ. Διοίκησης και Αποκέντρωσης, του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Β΄ 1225) μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 2001/42/ΕΚ (L. 197) και προβλέφθηκε ότι, πριν από την έγκριση σχεδίου διαχείρισης υδατικών πόρων, που “καθορίζ[ει] το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων και δραστηριοτήτων της πρώτης κατηγορίας (υποκατηγορίες 1 και 2) του Παραρτήματος Ι (πίνακες 1-10) της υπ’ αριθμ. 15393/2332/2002 κοινής υπουργικής απόφασης”, πρέπει να πραγματοποιείται στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση (ΣΠΕ, άρ. 3 παρ. 1 περ. α΄). Σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΚΥΑ, “1. Σε περίπτωση που απαιτείται Σ.Π.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 3 (παρ. 1 και 2), η αρχή σχεδιασμού εκπονεί Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.) για το προτεινόμενο σχέδιο ή πρόγραμμα, στην οποία εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και λογικές εναλλακτικές δυνατότητες, σε περιεκτική μορφή, λαμβανομένων υπόψη των στόχων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του σχεδίου ή προγράμματος. Το περιεχόμενο της Σ.Μ.Π.Ε. περιγράφεται αναλυτικά στο παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 11 της παρούσας απόφασης. 2. Η Σ.Μ.Π.Ε. περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ευλόγως μπορεί να απαιτούνται για την εκτίμηση των ενδεχόμενων σημαντικών επιπτώσεων που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες γνώσεις και μεθόδους εκτίμησης, το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομερειών του σχεδίου ή του προγράμματος, το στάδιο της διαδικασίας εκπόνησής του και το βαθμό στον οποίο οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις δύνανται να αξιολογηθούν καλύτερα σε διαφορετικά επίπεδα σχεδιασμού ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη εκτίμησής τους. 3. …”. Στο άρθρο 7 της ΚΥΑ, τιτλοφορούμενο “Διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (Σ.Π.Ε.)”, ορίζεται ότι “1. Τα σχέδια ή προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, υποβάλλονται σε διαδικασία Σ.Π.Ε. H Σ.Π.Ε. αποτελεί προϋπόθεση για την έγκριση του εν λόγω σχεδίου ή προγράμματος ή για την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. 2. Για τη διενέργεια Σ.Π.Ε. η αρχή σχεδιασμού υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 της παρούσας, συνοδευόμενη από τον φάκελο της Σ.Μ.Π.Ε. σε δέκα (10) τουλάχιστον αντίτυπα. Το περιεχόμενο της Σ.Μ.Π.Ε., στην οποία περιλαμβάνεται και περιγραφή του προτεινόμενου σχεδίου ή προγράμματος, καθορίζεται στο Παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 11 της παρούσας. … 9. Η απόφαση αυτή για τα σχέδια και προγράμματα της παραγράφου 1 του άρθρου 4” (δηλ. για όσα ανήκουν στην αρμοδιότητα της ΕΥΠΕ/ΥΠΕΧΩΔΕ – ήτοι τα αναγόμενα σε εθνικό, διαπεριφερειακό ή περιφερειακό επίπεδο ή τα εμπίπτοντα εν όλω ή εν μέρει σε περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000) “υπογράφεται από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Συνυπογράφεται επίσης από τον αρμόδιο κατά τομέα Υπουργό, ο οποίος αποδέχεται την ενδεχόμενη τροποποίηση στο σχέδιο ή πρόγραμμα που πιθανόν να προκύψει κατά τη διαδικασία Σ.Π.Ε. και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση περιβαλλοντικής έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών για σχέδια ή προγράμματα εθνικού ή περιφερειακού επιπέδου που περιλαμβάνουν έργα ή δραστηριότητες η υλοποίηση των οποίων γίνεται στο σύνολό τους ή εν μέρει από κοινοτικούς πόρους. … 10. Η απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. περιλαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία: α) … γ) για τις διαφοροποιήσεις που τυχόν επιβάλλονται στο σχέδιο ή πρόγραμμα από την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης, δ) για τους όρους, περιορισμούς και κατευθύνσεις για την προστασία και διαχείριση του περιβάλλοντος που πρέπει να συνοδεύουν την έγκριση του σχεδίου ή προγράμματος, ε) για το προβλεπόμενο σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, στ) για το χρονικό διάστημα ισχύος της απόφασης. Η Σ.Μ.Π.Ε. αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω απόφασης. 11. … 12. Το σχέδιο ή πρόγραμμα, όπως τελικά θα εγκριθεί, πρέπει να είναι πλήρως εναρμονισμένο με την απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. Στην πράξη ή απόφαση έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος πρέπει να αναφέρεται ρητά η απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε.”. Στη συνέχεια, στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι, αναφέρεται ότι τα “Σχέδια Διαχείρισης Υδάτινων Συστημάτων” απαιτούν την προηγούμενη εκπόνηση Σ.Π.Ε. και στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ ορίζονται τα εξής: “Η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.) περιλαμβάνει τουλάχιστον: Α. ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ. Στο κεφάλαιο αυτό δίνεται μία μη τεχνική περίληψη του συνόλου της μελέτης. Β. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. … ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Ή ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ. Αναλύονται η σκοπιμότητα και οι στόχοι του σχεδίου ή προγράμματος. Επίσης συμπεριλαμβάνονται: α) οι διεθνείς ή κοινοτικοί ή εθνικοί στόχοι περιβαλλοντικής προστασίας που αφορούν στο σχέδιο ή πρόγραμμα, β) ο τρόπος με τον οποίο οι στόχοι αυτοί και τα περιβαλλοντικά ζητήματα ελήφθησαν υπόψη κατά την προετοιμασία του, γ) η σχέση του με άλλα σχετικά σχέδια και προγράμματα. Δ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Ή ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται περιγραφή του σχεδίου ή προγράμματος με ιδιαίτερη αναφορά: α) στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του, β) στο περιεχόμενό του, γ) στα έργα και στις δραστηριότητες που ενδεχομένως να προκύψουν από την εφαρμογή του. Ε. ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ Περιγράφονται οι εύλογες εναλλακτικές δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένων α) της μηδενικής λύσης, β) των λόγων επιλογής των εναλλακτικών δυνατοτήτων που εξετάσθηκαν, γ) των περιβαλλοντικά τεκμηριωμένων λόγων επιλογής του προτεινόμενου σχεδίου ή προγράμματος έναντι των άλλων εναλλακτικών δυνατοτήτων. ΣΤ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Περιγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος και δίνονται πληροφορίες για: α) τα σχετικά στοιχεία της τρέχουσας κατάστασης του περιβάλλοντος στην περιοχή μελέτης και [τη] βάσει αυτής πιθανή εξέλιξη εάν δεν εφαρμοσθεί το σχέδιο ή πρόγραμμα, β) τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των περιοχών που ενδέχεται να επηρεασθούν σημαντικά εντός της περιοχής μελέτης, γ) τα τυχόν υφιστάμενα περιβαλλοντικά προβλήματα των περιοχών της παραγράφου β΄ ανωτέρω, κυρίως εάν πρόκειται για περιοχές ιδιαίτερης περιβαλλοντικής σημασίας, όπως εκείνες που περιλαμβάνονται στο εθνικό σκέλος του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000. … Ζ. ΕΚΤΙΜΗΣΗ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Ή ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Προσδιορίζονται, εκτιμώνται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, και ειδικότερα οι πρωτογενείς και δευτερογενείς, σωρευτικές, συνεργιστικές, βραχυ- μεσο-, μακροπρόθεσμες, μόνιμες και προσωρινές, θετικές και αρνητικές επιπτώσεις σε τομείς όπως: η βιοποικιλότητα, ο πληθυσμός, η ανθρώπινη υγεία, η πανίδα, η χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, οι κλιματικοί παράγοντες, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, η πολιτιστική κληρονομιά συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς, το τοπίο και οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρω παραγόντων. Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφεται ο τρόπος διενέργειας της εκτίμησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον. Επίσης περιγράφονται: α) οι προτάσεις / κατευθύνσεις / μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την, κατά το δυνατόν, αντιμετώπιση οποιωνδήποτε σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον, και β) το σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος (monitoring)”.
10. Επειδή, το άρθρο 32 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 31 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), ορίζει τα ακόλουθα: «1. … 2. Καταργείται ομοίως η δίκη αν μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. … 3. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο». Κατά την έννοια της παρ. 2 του ως άνω άρθρου 32, η δίκη καταργείται, εάν, μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και πριν από την πρώτη συζήτηση, έπαυσε να ισχύει η προσβαλλόμενη πράξη, λόγω αντικατάστασης, τροποποίησης ή λήξης της ισχύος της ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο• η δίκη, όμως, συνεχίζεται, εάν ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που επιβάλλει να συνεχισθεί η δίκη για να αρθούν δυσμενείς συνέπειες, οι οποίες δημιουργήθηκαν κατά το χρόνο ισχύος της πράξης, διατηρούνται και στο μέλλον και δεν μπορούν να αρθούν παρά μόνο με την ακύρωσή της. Εξάλλου, με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 παρέχεται η δυνατότητα να ζητηθεί η συνέχιση της δίκης, όταν η παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης οφείλεται στη μεταγενέστερη έκδοση πράξης ομοίου περιεχομένου ή στην τροποποίηση ή αντικατάστασή της με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η κατάθεση του δικογράφου συνέχισης της δίκης αρκεί να γίνεται έξι πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς να απαιτείται το δικόγραφο να κατατίθεται και εντός της προθεσμίας ευθείας προσβολής της νεώτερης βλαπτικής πράξης, που επέφερε κατάργηση, αντικατάσταση ή λήξη ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, με αίτηση ακυρώσεως.
11. Επειδή, το νυν προσβαλλόμενο Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων της υδατικής λεκάνης Στυμφαλίας είχε εκδοθεί για την κάλυψη των επιτακτικών υδρευτικών αναγκών της Κορίνθου, κατ’ επίκληση της παρ. 5 [περ. α΄] του άρθρου 7 του ν. 3199/2003, μετά την εκπόνηση μελέτης που αφορούσε τη διαχείριση των Υδατικών Πόρων των Υδρολογικών Λεκανών Στυμφαλίας και Ασωπού, ίσχυε δε, όπως ρητώς και το ίδιο ανέφερε, “μέχρι την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3199/2009, σε συνδυασμό με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου”. Επομένως, σύμφωνα και με τις αναφερθείσες σε προηγούμενη σκέψη διατάξεις του άρ. 7 του παρ. 5 του ν. 3199/2003, το Σχέδιο αυτό έπαυσε να ισχύει μετά την ενσωμάτωσή του στο προμνησθέν νεώτερο Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Βόρειας Πελοποννήσου, που εγκρίθηκε με την απόφαση 391/8.4.2013 της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων (Β΄ 1004/24.4.2013 – βλ. και έγγραφα 100509/2015 της Διεύθυνσης Προστασίας και Διαχείρισης Υδάτων και 657/2016 της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων προς το ΣτΕ). Το τελευταίο αυτό Σχέδιο έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 13 της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ και των παγίων διατάξεων του ν. 3199/2003 και έχει, ως εκ τούτου, ευρύτερο περιεχόμενο σε σχέση με την προσβαλλόμενη, ωστόσο, ρυθμίζει ευθέως το κρίσιμο ζήτημα της υδροδότησης της Κορίνθου από τις πηγές της Στυμφαλίας, που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσης δίκης. Ειδικότερα, το Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Βόρειας Πελοποννήσου προβλέπει, στον “Πίνακα νέων έργων και δραστηριοτήτων στη ΛΑΠ Ρεμάτων Β. Πελοποννήσου”, τη «Διαδικτύωση Αγωγών Ύδρευσης Δήμου Κορινθίων – Α΄ Φάση», η οποία επηρεάζει «το υπόγειο ΥΣ Ζήρειας (GR0200220), από το οποίο ήδη υδρεύεται η Κόρινθος (πηγές Στυμφαλίας), με απολήψεις 3 εκ. κ.μ. ετησίως» και ορίζει ότι “Για την υδροδότηση των οικισμών των ΔΕ Σολυγείας, Σαρωνικού και Τενέας και την ενίσχυση της υδροδότησης της πόλης της Κορίνθου θα απαιτηθούν έξι εκ. κ.μ. ετησίως επιπλέον απολήψεις από τις πηγές Στυμφαλίας” (σ. 16162 του ΦΕΚ Β΄ 1004/2013, στο οποίο δημοσιεύθηκε το Σχέδιο Διαχείρισης). Όσον αφορά στο Υδατικό Σύστημα Βόρειας Κορινθίας, το νέο Σχέδιο αναφέρει, στον πίνακα Συμπληρωματικών Μέτρων, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του, ότι «Προτείνεται η αύξηση απολήψεων, έως 10 εκ. m3 ετησίως από καρστικό σύστημα Ζήρειας για την υδροδότηση οικισμών Καλλικρατικού Δ. Κορίνθου, με τήρηση των λοιπών Περιβαλλοντικών Όρων του έργου “Υδροδότηση Κορίνθου από περιοχή Στυμφαλίας (εξωτερικό δίκτυο ύδρευσης τμήμα Γαλατά, Στυμφαλία και περιοχή Στυμφαλίας) Ν. Κορινθίας”» (βλ. μέτρα 8.03 “Αντικατάσταση των υδρευτικών απολήψεων από άλλο ΥΥΣ, που βρίσκεται σε καλή κατάσταση” και 8.04 “Κατάργηση υδρευτικών γεωτρήσεων μετά την εκτέλεση υδρευτικού έργου”, σελ. 16205 του ΦΕΚ, καθώς και μέτρο 13.01 “Δίκτυα ύδρευσης”, σελ. 16206). Υπό τα δεδομένα αυτά, το νέο Σχέδιο ενσωματώνει, όπως ορίζει το άρθρο 7 παρ. 5 του ν. 3199/2003, το παλαιότερο και νυν προσβαλλόμενο, εφόσον υιοθετεί την υδροδότηση της Κορίνθου από τις πηγές της Στυμφαλίας, περαιτέρω δε, προβλέπει την αύξηση της απολήψιμης ποσότητας έως 10 εκατ. κ.μ. για την υδροδότηση του ευρύτερου Καλλικρατικού Δήμου Κορινθίων. Η νεώτερη πράξη περιέχει, δηλαδή, τις βασικές επιλογές του υπερκείμενου σχεδιασμού, σε σχέση με τον προορισμό του υδατικού συστήματος Ζήρειας – και ειδικότερα των πηγών Στυμφαλίας – για την άντληση πόσιμου ύδατος και την κάλυψη συγκεκριμένων υδρευτικών αναγκών, και θεσπίζει μέτρα αφορώντα την κατάργηση των υφισταμένων γεωτρήσεων και τη μείωση των απολήψεων, που ευθύνονται για την κακή κατάσταση άλλων υδρευτικών συστημάτων, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της οδηγίας 2000/60/ΕΚ• οι υδρευτικές αυτές ανάγκες της Κορίνθου προσδιορίζονται στο Σχέδιο κατ’ αρχήν ως προς το μέγιστο όριο απολήψεων (10 εκατ. κ.μ.), εξειδικεύονται, όμως, στη συνέχεια, με την πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, στο πλαίσιο της οποίας εξετάζονται λεπτομερέστερα οι εξυπηρετούμενες ανάγκες ύδρευσης, από πλευράς ποσότητας απαιτούμενου ύδατος -που δεν μπορεί να υπερβεί το τεθέν στο Σχέδιο ανώτατο όριο των 10 εκατ. κ.μ.-, η όδευση και ο τρόπος εκτέλεσης του έργου κατασκευής του αγωγού, οι ειδικότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον των κατ’ ιδίαν έργων και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αποφυγή ή τη μείωσή τους. Ως εκ τούτου, το νεώτερο Σχέδιο δεσμεύει κατά τούτο τη Διοίκηση και τους διοικουμένους και φέρει εκτελεστό χαρακτήρα, διότι επάγεται, βάσει της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, του ν. 3199/2003, του π.δ. 51/2007 και της ΚΥΑ 43504/2005, υποχρέωση επίτευξης των τιθέμενων με αυτό στόχων και εναρμόνισης οποιουδήποτε επιμέρους Σχεδίου [ανά υπολεκάνη κ.ο.κ.] ή έργου και δραστηριότητας προς τις προβλέψεις του ιδίου και του Προγράμματος Μέτρων [βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 1ης Ιουλίου 2015, επί της υποθέσεως C-461/13, πρβλ. ΣτΕ 454/2014, 1421/2013-σκ. 7, 1688/2005]. Κατόπιν αυτών, η ανοιγείσα με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως δίκη, που στρέφεται κατά του αρχικού Σχεδίου Διαχείρισης, πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, εφόσον ο αιτών δεν προέβαλε ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχισή της• όμως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως ο πρώτος αιτών, με το από 20.11.2015 δικόγραφο (υπ’ αρ. καταθ. 643/7.12.2015), αιτείται τη συνέχιση της δίκης, επιδιώκοντας την ακύρωση της ως άνω, από 8.4.2013, απόφασης της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, έχει αντικαταστήσει το αρχικώς προσβληθέν Σχέδιο και παρίσταται, μάλιστα, δυσμενέστερη για τα συμφέροντα του αιτούντος, ως επαυξάνουσα τις απολήψιμες ποσότητες ύδατος από τις επίμαχες πηγές για την υδροδότηση του Δήμου Κορινθίων. Πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του Δημοσίου και της παρεμβαίνουσας, σύμφωνα με τους οποίους δεν πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα συνέχισης της δίκης, διότι: α. δεν πρόκειται, όπως ισχυρίζονται, για τη συνέχιση της “ίδιας” δίκης και β. η αίτηση συνέχισης δεν ασκήθηκε εντός της προθεσμίας ευθείας προσβολής του νεώτερου Σχεδίου Διαχείρισης και, συνεπώς, είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέα, κατά την άποψή τους, ως εκπρόθεσμη.
12. Επειδή, η παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται επίσης ότι έχει εκλείψει το έννομο συμφέρον του αιτούντος Δήμου Σικυωνίων κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης, άλλως ότι ο αιτών έχει σιωπηρώς παραιτηθεί από την αίτηση, δεδομένου ότι προέβη σε μελέτη για την ύδρευσή του από τις επίμαχες πηγές Στυμφαλίας και ζήτησε τη σύμφωνη γνώμη της παρεμβαίνουσας Δημοτικής Επιχείρησης για να αντλήσει 2 εκατ. κ.μ. ετησίως από τις πηγές, η οποία και του παρεσχέθη με τις αποφάσεις 108 και 109/πρακτ. 11/9.12.2013 του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως διότι με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών Δήμος αμφισβητεί τη νομιμότητα της υδροδότησης της Κορίνθου από τις πηγές της Στυμφαλίας, η οποία απαιτεί, βάσει των εκδοθεισών αποφάσεων έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, τη δέσμευση 3 και ήδη 5 εκατ. κ.μ. νερού ετησίως, ήτοι ποσότητας πολλαπλάσιας σε σχέση με αυτή που ζήτησε εκ των υστέρων ο ίδιος (2 εκατ. κ.μ.), υποστηρίζοντας, άλλωστε, μεταξύ άλλων, ότι η απόληψη τόσο μεγάλης ποσότητας από το Δήμο Κορινθίων, που απέχει 50 χλμ. από τις πηγές, καθιστά αμφίβολη την ικανοποίηση των δικών του υδρευτικών και αρδευτικών αναγκών, που αγνοήθηκαν, αφού μάλιστα δεν έχει προηγηθεί η σύνταξη κανονισμού κατανομής της χρήσης των πηγών, ώστε να αποφεύγονται συγκρούσεις των χρηστών του νερού. Πέραν αυτού, η υδροληψία για την ικανοποίηση των αναγκών του αιτούντος Δήμου από τις επίμαχες πηγές δεν έχει προβλεφθεί στο υφιστάμενο, εγκριθέν με την απόφαση 391/8.4.2013 της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων (Β΄ 1004), Σχέδιο Διαχείρισης του Υδατικού Διαμερίσματος Βόρειας Πελοποννήσου, το οποίο ήδη ευρίσκεται υπό αναθεώρηση και είναι άδηλο αν θα προβλέψει -και από ποιο Υδατικό Σύστημα ή πηγές- επιπλέον απολήψεις για την ικανοποίηση των υδρευτικών αναγκών του αιτούντος (βλ. α. Πίνακα 11-5 του ισχύοντος Σχεδίου, που αναφέρεται σε “τυχόν μελλοντικά έργα ύδρευσης της παράκτιας ζώνης του Δήμου Σικυωνίων από την εκφόρτιση του συστήματος Ζήρειας στις πηγές Κεφαλάρι” – δηλ. από άλλες πηγές, σελ. 16162 του ΦΕΚ Β΄ 1004/2013, και β. συμπληρωματικό μέτρο 11.06, σελ. ΦΕΚ 16209, όπου αναφέρεται η κακή κατάσταση του ΥΣ Κορίνθου / Κιάτου και προτείνεται η υδροδότηση οικισμών της παραλιακής ζώνης του αιτούντος Δήμου Σικυωνίων, με αξιοποίηση των πηγών Βάλτου και του καρστικού συστήματος Ζήρειας που εκφορτίζεται με τις πηγές Στυμφαλίας – Κεφαλαρίου, με σταδιακή κατάργηση των υφισταμένων υδρευτικών γεωτρήσεων της παραλιακής ζώνης). Κατόπιν αυτών, ο Δήμος Σικυωνίων, στα διοικητικά όρια του οποίου ανήκουν οι επίμαχες πηγές υδροληψίας, ασκεί με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς την κρινόμενη αίτηση, όπως συμπληρώνεται με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης, ισχυριζόμενος ότι η υδροδότηση της Κορίνθου και των λοιπών Δημοτικών Ενοτήτων του Δήμου Κορινθίων, με απόληψη των συγκεκριμένων ποσοτήτων ύδατος από τις πηγές Δρίζας, καθιστά επισφαλείς τους υδατικούς πόρους της περιοχής και απειλεί να ανατρέψει την οικολογική ισορροπία της.
13. Επειδή, η μελέτη της εταιρείας ENVECO A.E. – που εκπονήθηκε το έτος 2003, τιτλοφορείται «Διαχείριση Υδατικών Πόρων Υδρολογικών Λεκανών Στυμφαλίας και Ασωπού» και εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως πράξη 1160/οικ./12.10.2006 – στηρίχθηκε σε σειρά μελετών που έχουν εκπονηθεί για την περιοχή κατά το παρελθόν και αναφέρονται αναλυτικά στη σελ. 3 αυτής. Στο Κεφάλαιο Α.1 της μελέτης περιγράφονται οι υδρολογικές λεκάνες Στυμφαλίας και Ασωπού, ως προς τη θέση, τα όρια και τη μορφολογία τους, παρατίθενται βροχομετρικά, χιονομετρικά και μετεωρολογικά δεδομένα, γεωλογικά και τεκτονικά στοιχεία και υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά και παρουσιάζονται οι πηγές των λεκανών αυτών. Συγκεκριμένα, ως προς τις επίμαχες πηγές, από τις οποίες υδροδοτείται η Κόρινθος, αναφέρονται τα εξής: «Πηγές Στυμφαλίας (Δρίζας). Αναβλύζουν σε υψόμετρο 615m, σε μέτωπο 470m και σε απόσταση 500m βόρεια της λίμνης. Πρόκειται για καρστικές πηγές υπερπλήρωσης των ανθρακικών της ενότητας Τρίπολης που φράσσονται από λεπτομερή τεταρτογενή ιζήματα. Η μέση ετήσια απορροή τ[ου]ς ανέρχεται σε 32 x 106 m3 (Ζερβογιάννης 1991, ΔΕΗ 1960-68)” (σελ. Α-22), “Μετρήσεις της παροχής έχουν πραγματοποιηθεί κατά την εκπόνηση της υδρογεωλογικής μελέτης πηγών Στυμφαλίας (Ζερβογιάννης 1991) και παλαιότερα από το ΥΠΕΧΩΔΕ, το ΙΓΜΕ και στη δεκαετία του 1960 από τη ΔΕΗ. Η πληρέστερη χρονοσειρά, που αναφέρεται σε συνεχή περίοδο 8 ετών, είναι αυτή της ΔΕΗ (1960-61 έως 1967-68). Παρατίθενται στη συνέχεια οι μετρήσεις και τα διαγράμματα των παροχών αυτών (ΔΕΗ, ΙΓΜΕ, ΥΠΕΧΩΔΕ, Ζερβογιάννης). Κατά την περίοδο 1960-68 των μετρήσεων της ΔΕΗ, στην περιοχή ανάντη των πηγών δεν είχαν εκτελεσθεί ακόμη γεωτρήσεις. Στο διάστημα εκείνο λειτουργούσε και η καταβόθρα Γιδομάντρα. Με βάση τις μετρήσεις της ΔΕΗ, η μέση εκφόρτιση των πηγών ανέρχεται σε 32 x 106 m3 / έτος, με υψηλότερη τιμή τα 46,3 x 106 m3, το έτος 1962-63, και χαμηλότερη την τιμή 17,6 x 106 m3, το έτος 1966-67. … Οι μετρήσεις του Ζερβογιάννη (1991), που περιελάμβαναν μία ιδιαίτερα ξηρή χρονιά, μας δίνουν, για μεν την ξηρή χρονιά 1989-90, ετήσια εκφόρτιση 11 x 106 m3, για δε την επόμενη, 1990-91, εκφόρτιση 37,3 x 106 m3. Κατά την περίοδο των μετρήσεων ΙΓΜΕ, ΥΠΕΧΩΔΕ, Ζερβογιάννη, έχουν ανορυχθεί ανάντη των πηγών κάποιες γεωτρήσεις που εκμεταλλεύονται την υπόγεια υδροφορία που εκρέει στις πηγές. … Με βάση τη μη ύπαρξη συνεχών χρονοσειρών μετρήσεων των παροχών των πηγών είναι δυνατή η χρησιμοποίηση μιας μέσης χρονοσειράς που προκύπτει από συνεχείς μετρήσεις και δύο χρονοσειρών ελαχίστων και μεγίστων εκροών. Ως ξηρή χρονιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή των ετών 1989-90 και ως υγρή των ετών 1962-63” (σελ. Α-22 έως 24). Περαιτέρω, ως προς την τροφοδοσία της λίμνης Στυμφαλίας, η μελέτη δέχεται (σ. Α-7) ότι παλαιότερα η Λίμνη ετροφοδοτείτο από τις πηγαίες εκφορτίσεις των πηγών Δρίζας (Στυμφαλίας), Κιόνων και Βελατσουρίου (Αρχαίας Στυμφάλου) και από τις επιφανειακές απορροές της λεκάνης, με σημαντική τροφοδοσία και από τις πηγαίες εκφορτίσεις του Κεφαλαρίου και μικρότερων πηγών, και αποστραγγιζόταν φυσικά μέσω δύο καταβοθρών, της Φόρτσας (που λειτουργούσε και ως πηγή) και της Γιδομάντρας, αλλά ότι, μετά την κατασκευή διαφόρων υδραυλικών έργων, που ξεκίνησαν από το Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό και συνεχίσθηκαν τους δύο τελευταίους αιώνες, με στόχο την αποφυγή πλημμυρών στην πεδινή ζώνη, η λειτουργία της κλειστής λεκάνης Στυμφαλίας έπαυσε να είναι φυσική, διότι η κατασκευή του Βοχαϊκού αύλακα, η διάνοιξη των σηράγγων αποστράγγισης (στις θέσεις Σούρι και Πράθι) και οι επεμβάσεις στη Γιδομάντρα και στον τρόπο παροχέτευσης των πηγών Δρίζας – Κιόνων και Κεφαλαρίου είχαν ως αποτέλεσμα την επιλεκτική τροφοδοσία της Λίμνης με νερά. Σχετικώς με την ιστορία των κατασκευασθέντων έργων, σε άλλο σημείο της μελέτης (σελ. Α-42) αναφέρεται ότι, ήδη από τη Ρωμαϊκή εποχή, είχαν κατασκευασθεί οι σήραγγες στις θέσεις Σούρι και Πράθι και η διώρυγα της Σκοτεινής, που αποτελούσαν τμήματα του Αδριάνειου Υδραγωγείου, κατασκευασθέντος για τη διοχέτευση νερού από τις πηγές της Στυμφαλίας προς την Κόρινθο, και οδηγούσαν το νερό από τις υδρολογικές λεκάνες Στυμφαλίας και Ασωπού στην πεδιάδα του Ασωπού. Στο Κεφάλαιο περί υδραυλικών δεδομένων (Α.1.7., σελ. Α-31) η μελέτη αναφέρει τα εξής: «Η τροφοδοσία της λίμνης πραγματοποιείται κυρίως από τις επιφανειακές απορροές των υδατορεμάτων που καταλήγουν σε αυτή και κυρίως στο νοτιοδυτικό τμήμα της. Δέχεται επίσης περιορισμένες εκφορτίσεις των καρστικών πηγών που αναβλύζουν εντός της λεκάνης Στυμφαλίας και κυρίως των πηγών Δρίζας. Πλευρικές υπόγειες μεταγγίσεις τροφοδοσίας της λίμνης από το καρστικό σύστημα Κυλλήνης δεν υφίστανται, αφού ο πυθμένας της είναι υδροστεγανός και λειτουργεί ανασχετικά στην υπόγεια ροή των καρστικών νερών της Κυλλήνης, οδηγώντας τα σε ανάβλυση στο μέτωπο των πηγών Δρίζας που λειτουργούν ως πηγές υπερχείλισης. Η αποστράγγιση της λίμνης πραγματοποιείται τεχνητά μέσω επεμβάσεων στο Βοχαϊκό αύλακα, με σκοπό τη διατήρηση της στάθμης στο επιθυμητό επίπεδο για την προστασία των αρδευόμενων εκτάσεων. … Η σπάνια φυσική εκφόρτισή της πραγματοποιείται μέσω της καταβόθρας Γιδομάντρας και της εσταβέλας (=πηγής) Φόρσα. Ο Βοχαϊκός αύλακας συγκεντρώνει τα επιφανειακά νερά της απορροής και των πηγών και τα παροχετεύει μέσω της Αδριάνειας σήραγγας Σούρι εκτός της κλειστής λεκάνης. Από τις ποσότητες του νερού που παροχετεύονται εκτός λεκάνης, ένα μέρος χρησιμοποιείται για την άρδευση της κλειστής λεκάνης Σκοτεινής, ενώ το υπόλοιπο, μέσω της σήραγγας στην έξοδο Πράθι, παροχετεύεται στον Ποταμό Ασωπό και καταλήγει ανεκμετάλλευτο στη θάλασσα» (Κεφάλαιο Α.1.7., σελ. Α-31). Ακολούθως, στο Κεφάλαιο Α.1.12 («Φυσικό Περιβάλλον» – σελ. Α-38 επ.) αναφέρεται ότι η λίμνη Στυμφαλία αντιμετωπίζει τρία προβλήματα που απειλούν τη διατήρησή της -την επέκταση των καλαμιώνων, τον ευτροφισμό και τη μείωση του βάθους, εξαιτίας προσχώσεων-, ότι περιλαμβάνεται στον εθνικό κατάλογο των περιοχών προς ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 (οδηγία 92/43/ΕΟΚ), ότι αποτελεί περιοχή ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, το οικοσύστημα της οποίας χρήζει προστασίας, και ότι αποτελεί μεταναστευτικό σταθμό αποδημητικών πτηνών στη διαδρομή μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής και περιλαμβάνεται στο δίκτυο των σημαντικών περιοχών για τα πουλιά (σελ. Α-41). Στο Κεφάλαιο Β.1. (σελ. Β-1 επ.) επεξηγείται η μέθοδος επεξεργασίας των υδρομετεωρολογικών δεδομένων, βασικό στοιχείο της οποίας αποτελούν οι μετρήσεις παροχών της ΔΕΗ για την περίοδο 1959-68 -που αποτελούν μία σειρά τακτικών μετρήσεων για περίοδο 8 ετών, αξιολογούνται ως οι μόνες ακριβείς και αποτελούν τη βάση εύρεσης μίας πλήρους χρονοσειράς βροχοπτώσεων-, ιδιαίτερη δε σημασία αποδίδει η μελέτη στο βροχομετρικό σταθμό “Ψάρι”, που περιέχει πλήρη στοιχεία βροχοπτώσεων από το 1951 έως το 1999, έχει ελεγχθεί για την ομοιογένειά του και συμπίπτει και με την περίοδο των διατιθέμενων υδρομετρικών δεδομένων για τις πηγές Δρίζας. Βάσει των προεκτεθέντων στοιχείων, η μελέτη υπολογίζει σε διάγραμμα τη μέση ετήσια και τη μέση μηνιαία παροχή των πηγών Δρίζας και προβαίνει σε συσχετισμό των βροχοπτώσεων προς τις παροχές, με ανάπτυξη μαθηματικού ομοιώματος, η δε προκύπτουσα από τη σχέση βροχόπτωσης / παροχής καμπύλη των ετών 1959-1968, που αφορά τους (χαρακτηριστικούς) μήνες Ιανουάριο, Μάιο και Σεπτέμβριο εκάστου των ετών αυτών, επεκτείνεται έως το έτος 1999, “δημιουργώντας έτσι μία εκτιμημένη χρονοσειρά δεδομένων παροχών των πηγών Δρίζας της τάξης των 47 ετών” (1952-1998, όπως προκύπτει από το σχετικό διάγραμμα). Όπως σημειώνει η μελέτη, παρά το ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική χρονοσειρά τακτικών μετρήσεων, στην εκτιμώμενη χρονοσειρά συμπεριελήφθησαν όλα τα καταγεγραμμένα στοιχεία παροχών, μεταξύ των οποίων και αυτών του έτους ισχυρής ξηρασίας 1989, τα οποία εισήχθησαν στο μαθηματικό ομοίωμα. Κατόπιν, επιλέγονται χαρακτηριστικά έτη υψηλής ξηρασίας, μέσης και υψηλής βροχόπτωσης, παρουσιάζονται η μέση ετήσια παροχή, ανά δευτερόλεπτο, των πηγών Δρίζας και οι κατ’ ιδίαν μηνιαίες παροχές τους, για τα έτη 1962-63 (πλέον υγρό), 1967-68 (με ικανοποιητικά μεγάλη παροχή), 1989-90 (ακραία ξηρό) και 1991-92, αναλύονται τα διαθέσιμα στοιχεία παροχών της σήραγγας “Σούρι” (1988 έως 1994) και υπολογίζεται η μέση ετήσια παροχή στην έξοδο αυτή. Ενόψει όλων αυτών των δεδομένων, διατυπώνονται συμπεράσματα για το υδατικό ισοζύγιο της υδρολογικής λεκάνης Στυμφαλίας, για τα τρία “σενάρια”, που αφορούν ξηρό έτος (υδρολογικό έτος 1989-90), κανονικό (1991-92) και υγρό (1967-68) και καθέναν από τους 12 μήνες των ετών αυτών. Επακολουθούν η εκτίμηση εκροών της λεκάνης Στυμφαλίας προς την περιοχή της Σκοτεινής (βάσει μετρήσεων της ΔΕΗ στην έξοδο της σήραγγας Πράθι, από το 1988 έως το 1997) και η ανάλυση των υδρολογικών χαρακτηριστικών της λεκάνης Ασωπού, με ανάλογη μεθοδολογία, που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ποσότητες νερού που εισέρχονται στην κοίτη του Ασωπού από τη λεκάνη Στυμφαλίας μέσω των σηράγγων αποτελούν συνάρτηση της δίαιτας των πηγών Στυμφαλίας και των ανθρωπίνων παρεμβάσεων προ της εισόδου των υδάτων στις σήραγγες, ότι η μέση ετήσια εκροή των πηγών υπολογίζεται σε 32 x 106 m3 για την πενταετία 1987-1991, στην οποία περιλαμβάνεται και το ιδιαιτέρως ξηρό έτος 1989-90, και ότι “ο μέσος ετήσιος όγκος νερού που εισέρχεται τελικά στη λεκάνη Ασωπού από τη λεκάνη της Στυμφαλίας, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Πατρών (καθ. …), ανέρχεται σε 37 x 106 m3” (σελ. Β-13). Στο Κεφάλαιο Γ.1 της μελέτης αναπτύσσεται το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης του νερού, για τα έτη 2004 και 2018 (“μελλοντική κατάσταση”), για κάθε ένα από τα τρία υδρολογικά σενάρια (ξηρό, μέσο και υγρό υδρολογικό έτος), όπως δε αναφέρεται ρητά, ελήφθη υπόψη, μεταξύ άλλων, το καθεστώς προστασίας της λίμνης Στυμφαλίας (σελ. Γ-1). Όπως προκύπτει από την παράγραφο Γ.1.1, η μελέτη υπολογίζει το συνολικό διαθέσιμο υδατικό δυναμικό (υπόγεια και επιφανειακά ύδατα, συμπεριλαμβανομένων των υπερχειλίσεων της λίμνης Στυμφαλίας) και τις ανάγκες νερού για ύδρευση, κτηνοτροφική και γεωργική χρήση, όπως είχαν προσδιορισθεί στις σελ. Β-14 έως 26 της μελέτης, κατά τα έτη 2004 και 2018, από την ανάλυση δε των στοιχείων αυτών εκτιμάται ότι «δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται έλλειμμα υδατικού δυναμικού στην υδρολογική λεκάνη της Στυμφαλίας, σήμερα [2004] ή στο μέλλον», με τη σημείωση ότι “στη μελλοντική μάλιστα κατάσταση, στην οποία γίνεται η υπόθεση διπλασιασμού των αναγκών για κτηνοτροφική και γεωργική χρήση, το σύνολο των αναγκών που προκύπτει ανέρχεται στο 11,86% (μέσες συνθήκες) του συνολικά διαθέσιμου υδατικού δυναμικού” και σε 25,82% για το ξηρό και 6,84%, για το υγρό υδρολογικό έτος (σελ. Γ-2). Εάν δε συνυπολογισθούν και οι ανάγκες για την ύδρευση της Κορίνθου (εκτιμώμενες, κατά το χρόνο, εκείνο σε 2,898 εκατομμύρια κυβικά μέτρα), η μελέτη υπολογίζει ότι οι συνολικές ανάγκες σε νερό ανέρχονται στα εξής ποσοστά: Α. για το έτος 2004, σε ποσοστό 30,31%, 13,92%, 8,02% επί του υδατικού δυναμικού της υδρολογικής λεκάνης Στυμφαλίας για καθένα από τα προεκτεθέντα “σενάρια” (ξηρό, μέσο και υγρό υδρολογικό έτος) και, αντιστοίχως, σε 26,46%, 10,73 και 6,98%, επί του δυναμικού των πηγών Δρίζας (σελ. Γ-5) και Β. για το έτος 2018, σε ποσοστό 41,43%, 19,02%, 10,97% του υδατικού δυναμικού της υδρολογικής λεκάνης Στυμφαλίας και σε 29,72%, 12,06 και 7,84% του δυναμικού των πηγών Δρίζας (σελ. Γ-7). Στη σελ. Γ-6 της μελέτης παρουσιάζονται δύο διαγράμματα που εμφανίζουν τις μέσες μηνιαίες παροχές των πηγών ανά σενάριο (“έτος υπέρξηρο, κανονικό και υγρό”) και που αντιστοιχίζουν τις μηνιαίες αυτές παροχές των τριών σεναρίων προς τις ανάγκες ύδρευσης της Κορίνθου. Ενόψει αυτών, αναφέρεται συμπερασματικά ότι «δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται έλλειμμα υδατικού δυναμικού, τόσο στις Πηγές Δρίζας όσο και στην υδρολογική λεκάνη της Στυμφαλίας, από την χρήση των νερών τους για την ύδρευση της Κορίνθου, σήμερα [2004] ή στο μέλλον [2018]» (σελ. Γ-8). Ακολούθως, εκτιμάται ότι, ενόψει των αυξημένων αναγκών για τις χρήσεις της κτηνοτροφίας και της γεωργίας και δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος των διαθέσιμων νερών της υδρολογικής λεκάνης του Ασωπού καταλήγει στη θάλασσα, «στοιχειοθετείται η ανάγκη για τη δημιουργία ενός έργου ταμίευσης των νερών του Ασωπού, τα οποία θα διατεθούν για την άρδευση των πεδινών περιοχών του νομού Κορινθίας», καθώς και ότι «στην παρούσα φάση δεν υφίσταται έλλειμμα επιφανειακού υδατικού δυναμικού στην υδρολογική λεκάνη Ασωπού, σε περίπτωση χρήσης των πηγών Δρίζας για την ύδρευση της Κορίνθου» (σελ. Γ-10, Γ-11, Γ-12). Η μελέτη λαμβάνει υπόψη επιγραμματικά ότι: « – Το σύνολο σχεδόν των εκφορτίσεων των πηγών Δρίζας, οι οποίες διαθέτουν νερό πολύ καλής ποιότητας, καταλήγουν στον Βοχαϊκό αύλακα, όπου αναμειγνύονται με τις επιφανειακές απορροές της υδρολογικής λεκάνης Στυμφαλίας και καταλήγουν τελικά στον Ασωπό, – Ο βαθμός αξιοποίησης των επιφανειακών απορροών της λεκάνης του Ασωπού (συμπεριλαμβανομένων των εισροών από τη λεκάνη της Στυμφαλίας) είναι αρκετά μικρός, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό τμήμα των απορροών του Ασωπού να καταλήγει στη θάλασσα» και ότι “Το υφιστάμενο υδρολογικό καθεστώς της λίμνης Στυμφαλίας διατηρείται όπως είναι σήμερα, στην ίδια δηλαδή κατάσταση που υπάρχει τα τελευταία 50 έτη», προτείνει δε, εν κατακλείδι, τα εξής: «1. Ύδρευση της πόλης της Κορίνθου από τις πηγές Δρίζας. 2. Κατασκευή ενός φράγματος επί του ποταμού Ασωπού, χωρητικότητας 23 εκ. m3. 3. Επέκταση υφιστάμενων αρδευτικών δικτύων της πεδινής Κορινθίας. 4. Επέκταση υφιστάμενων αρδευτικών δικτύων ορεινής Κορινθίας (π.χ. αρδευτικού Καίσαρη κ.λπ.)» (σελ. Γ-13, Γ-14).
14. Επειδή, περαιτέρω, με την απόφαση 391/8.4.2013 της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων [Β΄ 1004/2013] εγκρίθηκε το Σχέδιο Διαχείρισης του Υδατικού Διαμερίσματος της Βόρειας Πελοποννήσου, στο οποίο ενσωματώθηκε το προσβληθέν με την αίτηση ακυρώσεως Σχέδιο. Στο νεώτερο αυτό Σχέδιο αναλύεται κατ’ αρχήν η μεθοδολογία μέτρησης του ισοζυγίου ύδατος σε επίπεδο υπολεκάνης απορροής ποταμού (Παράγραφος 5.1.4., σελ. 15911 του ΦΕΚ Β΄ 1004/2013, στο οποίο δημοσιεύθηκε το Σχέδιο Διαχείρισης) και στο Παράρτημα Β – Παραδοτέο 8 του Σχεδίου (“ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΩΝ ΠΙΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΥΔΑΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ”) αναφέρονται αναλυτικώς τα στοιχεία και δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την εκπόνηση του Σχεδίου. Σε σχέση με τον υπολογισμό του ισοζυγίου υδάτων σε επίπεδο υπολεκάνης απορροής κάθε ποτάμιου και λιμναίου υδατικού συστήματος, αναφέρεται ότι “… χρησιμοποιήθηκαν τα δεδομένα και τα αποτελέσματα της μελέτης «Ανάπτυξη Συστημάτων και Εργαλείων Διαχείρισης Υδατικών Πόρων Υδατικών Διαμερισμάτων Δυτικής Πελοποννήσου, Βόρειας Πελοποννήσου και Ανατολικής Πελοποννήσου» του ΥΠ.ΑΝ., η οποία εκπονήθηκε κατά την περίοδο 2005 – 2008 από την Κοινοπραξία που απαρτίζεται από τα γραφεία ENVECO ΑΕ, WL/DELFT HYDRAULICS, Β. ΠΕΡΛΕΡΟΣ, ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ Ε.Π.Ε. και GEOMET Ε.Π.Ε. Σε πρώτη φάση πραγματοποιήθηκε η συλλογή πρωτογενών δεδομένων για τα φυσικά συστήματα στην περιοχή της Πελοποννήσου από φορείς που διατηρούν μετεωρολογικούς και υδρομετρικούς σταθμούς στην περιοχή, οι οποίοι είναι η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε. (ΔΕΗ), η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία (ΕΜΥ), το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ), καθώς και το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (πρώην Υπ. Γεωργίας, σήμερα ΥΠΑΑΤ). Λήψη στοιχείων έγινε και από την Εθνική Τράπεζα Υδρολογικής και Μετεωρολογικής Πληροφορίας (ΕΤΥΜΠ), όπου έχει πραγματοποιηθεί καταγραφή και επεξεργασία υδρολογικών και μετεωρολογικών δεδομένων για όλη την Ελλάδα, με πηγή τους παραπάνω φορείς. Τα στοιχεία αφορούν ημερήσιες και μηνιαίες επεξεργασμένες χρονοσειρές της ΔΕΗ, μηνιαίες επεξεργασμένες χρονοσειρές της ΕΜΥ, ημερήσιες χρονοσειρές από στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ εντός και εκτός της ΕΤΥΜΠ και μηνιαίες χρονοσειρές του ΥΠΑΑΤ για όσους σταθμούς λειτούργησαν μέσα στην εικοσαετία 1980‐2000. Τα στοιχεία αυτά διαμορφώθηκαν κατάλληλα και εισήχθησαν στη βάση δεδομένων Hymos 4.03 του Ολλανδικού οίκου WL/delft hydraulics, εξειδικευμένη εφαρμογή καταχώρισης και επεξεργασίας μετεωρολογικής και υδρολογικής πληροφορίας. Μετά τον έλεγχο, την αξιολόγηση και την επεξεργασία των διαθέσιμων χρονοσειρών, έγινε ο υπολογισμός των μέσων μηνιαίων και ετήσιων τιμών των μετεωρολογικών παρατηρήσεων σε όλους τους σταθμούς που θεωρήθηκαν αξιόπιστοι και η ανάπτυξη των υδρολογικών μοντέλων σε επίπεδο λεκάνης ποταμού με τη χρήση του μοντέλου Sacramento, ενσωματωμένο(υ) στην εφαρμογή Hymos 4.03” (σελ. 5-1, Κεφάλαιο 5 “ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΗΨΕΙΣ ΝΕΡΟΥ” – παρ. 5.1. “Υδατικό Ισοζύγιο”). Στο αυτό Παραδοτέο 8 του Σχεδίου, παρουσιάζεται η αθροιστική οικολογική παροχή ανά Λεκάνη Απορροής Ποταμού [ΛΑΠ] και ανά Υδατικό Σύστημα [ΥΣ], η οποία υπολογίσθηκε ως η μεγαλύτερη τιμή μεταξύ του 30% της μέσης παροχής των θερινών μηνών Ιουνίου – Ιουλίου – Αυγούστου και του 50% της μέσης παροχής του μηνός Σεπτεμβρίου, και υπολογίζεται οικολογική παροχή για το ΥΣ της Λίμνης Στυμφαλίας (σελ. 5-11, Πίνακας 5-8), στη βιοποικιλότητα της οποίας γίνεται αναφορά στο Σχέδιο (βλ. σελ. 15933 του ΦΕΚ: «θεωρείται ένας από τους σπανιότερους υδροβιότοπους της Πελοποννήσου. Είναι ένας ιδανικός παράδεισος για τα 133 είδη προστατευόμενων, επαπειλούμενων και υπό εξαφάνιση πουλιών, μιας και αποτελεί καταφύγιο για πολλά μεταναστευτικά πουλιά»). Στο Κεφάλαιο 7.3 του Σχεδίου καθορίζονται τα Επιφανειακά Υδατικά Συστήματα και περιγράφεται η τυπολογία τους (σελ. ΦΕΚ 15982 επ.), με αναφορά στα λιμναία Υδατικά Συστήματα (Παράγραφος 7.3.2., σελ. ΦΕΚ 15986 επ.), και αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η έκταση, η έκταση λεκάνης, ο τύπος, η μέση ετήσια μικτή απορροή, η ετήσια αθροιστική φυσική απορροή, η θερινή αθροιστική φυσική απορροή και η μηδενική θερινή απολήψιμη ποσότητα της Λίμνης Στυμφαλίας (σελ. 15988 – βλ. και σελ. ΦΕΚ 16067, 16074, όπου παρουσιάζονται οι σημειακές πιέσεις που δέχεται η Λίμνη). Στο Παράρτημα Α – 5ο Παραδοτέο Α΄ Φάσης του Σχεδίου (υπό τον τίτλο “ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ, ΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ”) περιέχεται Πίνακας 6-5 (σελ. 6-11), κατά τον οποίον το Σύστημα Ζήρειας σχετίζεται με τον Τρικαλίτικο ποταμό και τη Λίμνη Στυμφαλία, έχει έκταση 196,7 τετραγωνικά χιλιόμετρα, μέση ετήσια τροφοδοσία 60 εκατ. κυβικά μέτρα και μέσες ετήσιες απολήψεις 8 εκατ. κ. μ. Στο αυτό Παραδοτέο, παρατίθενται τα κατ΄ ιδίαν Υδατικά Συστήματα και α) το Σύστημα Ζήρειας παρουσιάζεται ως μη έχον πρόβλημα ρύπανσης ή μόλυνσης, β) για το Σύστημα Βόρειας Κορινθίας αναφέρεται ότι έχει “Σημαντικές επιβαρύνσεις ΝΟ3 λόγω αγροτικών δραστηριοτήτων και οικιστικής ανάπτυξης – Τοπικά αυξημένες τιμές Cl λόγω υφαλμύρινσης” και ότι “δέχεται έντονες διάχυτες και σημειακές πιέσεις, λόγω των έντονων χρήσεων που περιλαμβάνουν αστικοποίηση, γεωργικές καλλιέργειες, κτηνοτροφία, ελαιοτριβεία, βιομηχανίες, ΧΥΤΑ, ΧΑΔΑ. Παρατηρείται σημαντική παρουσία νιτρικών ιόντων, όχι όμως σε υψηλά επίπεδα. Αυξημένες τιμές Cl και SO4 συναντώνται στην παράκτια ζώνη συνδεόμενες με υφαλμύρινση. Λόγω των αυξημένων πιέσεων που δέχεται το υδατικό σύστημα και των σημαντικών απολήψεων που γίνονται θα πρέπει το σύστημα να παρακολουθείται συστηματικά και ως προς την ποιοτική και ως προς την ποσοτική του κατάσταση” και γ) για το Σύστημα Αραχναίου αναφέρεται ότι παρουσιάζει “Τοπικές επιβαρύνσεις ΝΟ3 λόγω αγροτικών δραστηριοτήτων. Αυξημένες τιμές Cl λόγω φυσικού περιβάλλοντος και υπεραντλήσεων” και ότι “Το υπόγειο υδατικό σύστημα χρήζει περαιτέρω παρακολούθησης και λήψης μέτρων ώστε να μην επιδεινωθεί περαιτέρω η ποιοτική του υποβάθμιση λόγω υπεραντλήσεων στο δυτικό, κυρίως, τμήμα του” [βλ. και Πίνακες 8-34, σελ. ΦΕΚ 16082, και 9-30, σελ. ΦΕΚ 16127]. Στο Παράρτημα Α – 10ο παραδοτέο Α΄ Φάσης (“ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ (ΧΗΜΙΚΗΣ) ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ”) και στο Κεφάλαιο 3 αυτού, που φέρει τον τίτλο “Ανάλυση ποιοτικών χαρακτηριστικών και προσδιορισμός χημικής κατάστασης των Υπογείων Υδατικών Συστημάτων Υδρολογικής Λεκάνης Βόρειας Πελοποννήσου” [παρ. 3.11, σελ. 3-47 επ.], περιγράφεται η Λεκάνη Απορροής Ποταμού (ΛΑΠ) Ρεμάτων Βόρειας Πελοποννήσου και, ως προς το, ανήκον στη ΛΑΠ αυτή, Υπόγειο Υδατικό Σύστημα (ΥΥΣ) Ζήρειας (GR0200220), όπου εντάσσονται οι επίμαχες πηγές Δρίζας, αναφέρονται τα εξής: «Το υπόγειο υδατικό σύστημα GR0200220 αναπτύσσεται στους ανθρακικούς σχηματισμούς της ζώνης της Τρίπολης και της Πίνδου. Στο νοτιοανατολικό του τμήμα καλύπτεται από πλειοπλειστοκαινικές αποθέσεις κροκαλοπαγών και αλλουβιακές αποθέσεις. Η κύρια εκφόρτιση του συστήματος γίνεται στο νότιο τμήμα μέσω των πηγών της Στυμφαλίας ‐ Κεφαλαρίου, όπου στη συνέχεια αποστραγγίζεται … Μετά την κατασκευή της Σήραγγας Σούρι, τμήμα των νερών εκτρέπεται στη λεκάνη του Ασωπού ποταμού. Για το υπόγειο υδατικό σύστημα GR0200220 υπάρχουν διαθέσιμες σποραδικές χημικές αναλύσεις από το ΥΠΥΜΕΔΙ για την περίοδο 2004-2008 σε 1 σημείο και από το ΙΓΜΕ την περίοδο 2004-2008 σε 12 σημεία». Ακολούθως παρουσιάζονται σε υδρολιθολογικό χάρτη τα σημεία παρακολούθησης της ποιοτικής κατάστασης και τα όρια του εν λόγω υπόγειου συστήματος, αναφέρεται ότι “Το πλήθος των υφιστάμενων στοιχείων από τα σημεία παρακολούθησης του ΥΥΣ είναι ικανοποιητικό για τον προσδιορισμό της χημικής κατάστασής του με βάση τις υδρογεωλογικές συνθήκες ανάπτυξής του”, αναλύονται οι πιέσεις που δέχεται, επισημαίνεται ότι το σύστημα χρησιμοποιείται για άντληση ύδατος για ανθρώπινη κατανάλωση, αναφέρεται ότι στα όρια του ΥΥΣ συναντάται η λίμνη Στυμφαλία (ΤΚΣ/ΖΕΠ) και ότι οι πηγές της Στυμφαλίας εκφορτίζουν το καρστικό σύστημα Ζήρειας και αξιολογείται η χημική του κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται καλή. Επίσης, στην Παρ. 5.11 του αυτού 10ου παραδοτέου (σ. 5-21) αναφέρεται, για το υδατικό σύστημα Ζήρειας, ότι «Εκτιμάται από την συναξιολόγηση των υφιστάμενων στοιχείων (ΙΓΜΕ, 2010 – ΥΠΑΝ, 2008), σε συνδυασμό με εκτιμήσεις στα πλαίσια της παρούσας μελέτης, ότι το σύστημα δέχεται μέση ετήσια τροφοδοσία της τάξης των 60 x 106 m3 /y. Οι μέσες ετήσιες απολήψεις από το σύστημα μέσω γεωτρήσεων και απόληψης από τις πηγές εκτιμώνται σε 8 x 106 m3/y. Η φυσική εκφόρτιση του συστήματος γίνεται μέσω του μετώπου των πηγών Στυμφαλίας και Κεφαλαρίου. Στη συνέχεια τα νερά οδηγούνται στη λίμνη και παλιότερα στην καταβόθρα και από εκεί στο Αργολικό Πεδίο ή μέσω της σήραγγας Σούρι στον Ασωπό ποταμό. Η ποσότητα των αντλήσεων από το υδατικό σύστημα είναι πολύ μικρότερη από τα ετησίως ανανεώσιμα υδατικά αποθέματα. Οι απολήψεις αυτές δεν επηρεάζουν τα συνδεόμενα επιφανειακά συστήματα ή οικοσυστήματα. Το σύστημα εντάσσεται στο μητρώο προστατευόμενων περιοχών λόγω άντλησης υπόγειου ύδατος για ύδρευση. Στο υπόγειο υδατικό σύστημα Ζήρειας το ΙΓΜΕ παρακολουθεί την υπόγεια στάθμη σε 8 γεωτρήσεις και την παροχή από 1 πηγή. Δίδονται στη συνέχεια χαρακτηριστικά διαγράμματα μέτρησης στάθμης σε γεωτρήσεις και παροχής σε πηγές, που είναι αντιπροσωπευτικές του υπόγειου υδατικού συστήματος. …”. Ακολουθούν: α/ διάγραμμα διακύμανσης της παροχής των πηγών Στυμφαλίας για συγκεκριμένα έτη του χρονικού διαστήματος 1958 έως 2006, πάντοτε κατά το μήνα Σεπτέμβριο, σύμφωνα με στοιχεία της ΔΕΗ, του ΥΠΕΧΩΔΕ, του ΥΠΑΑΤ και του ΙΓΜΕ, και β/ “Διάγραμμα διακύμανσης παροχής πηγών – Διακύμανση Απόλυτων Υψομέτρων Στάθμης Γεωτρήσεων – Πηγαδιών”, για τους μήνες Αύγουστο 2004, Φεβρουάριο και Σεπτέμβριο 2005, Μάρτιο και Οκτώβριο 2006, Απρίλιο και Νοέμβριο 2007, Ιούνιο και Δεκέμβριο 2008, Ιούλιο 2009. Στη συνέχεια, στο αυτό 10ο παραδοτέο του Σχεδίου, αναφέρεται ως προς το ΥΥΣ Ζήρειας ότι “Από την επεξεργασία των μετρήσεων στάθμης και παροχής πηγών, σε συνδυασμό με τις αντλήσεις και την τροφοδοσία του συστήματος, δεν προκύπτουν ενδείξεις υπεράντλησης του ΥΥΣ. Οι διακυμάνσεις τόσο της στάθμης όσο και της παροχής των πηγών ακολουθούν γενικώς τους ρυθμούς φυσικής εκφόρτισης και τροφοδοσίας του Υ.Υ.Σ. Η μικρή περίοδος μετρήσεων στάθμης δεν επιτρέπει, από μόνη της, την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων επί της διακύμανσης της υπόγειας στάθμης, η οποία θα παρακολουθείται και μελλοντικά στο εγκατεστημένο δίκτυο παρακολούθησης και σε πιθανά νέα σημεία που θα προταθούν στο τέλος της παρούσας μελέτης. Με βάση τα ανωτέρω το ΥΥΣ GR0200220 βρίσκεται σε καλή ποσοτική κατάσταση και βάφεται με πράσινο χρώμα». Στο παράρτημα Β – Παραδοτέο 8 του Σχεδίου (σ. 5-18 επ.) υπολογίζονται οι ετήσιες και θερινές απολήψεις νερού για ύδρευση κατά το έτος 2011, όσον αφορά στη ΛΑΠ Ρεμάτων παραλίας Βορείας Πελοποννήσου, στην οποία ανήκει το ΥΥΣ Ζήρειας και οι επίμαχες πηγές• επίσης, βάσει υπολογισμών στηριζομένων στα δεδομένα της ΕΣΥΕ έτους 2007, στη μελέτη των εργαλείων του ΥΠΑΝ, με την επικαιροποίηση των δεδομένων από τις απαντήσεις ερωτηματολογίων από τους ΤΟΕΒ / ΓΟΕΒ και τις επί τόπου επισκέψεις των μελετητών στις αρμόδιες υπηρεσίες, υπολογίζονται, ανά Δημοτική Ενότητα, οι καλλιεργήσιμες και αρδευόμενες εκτάσεις και οι “εκτάσεις συλλογικών δικτύων”, με τις κατά κατηγορία ετήσιες και θερινές ανάγκες νερού και τις αντίστοιχες απολήψεις, καθώς και η μηνιαία κατανάλωση νερού ανά στρέμμα άρδευσης (σελ. 5-28, 5-53 έως 5-65), γίνεται υπολογισμός των αναγκών της κτηνοτροφίας και της βιομηχανίας και τελικώς παρουσιάζονται οι “Συγκεντρωτικές ανάγκες και απολήψεις ύδατος” (σ. 5-89), με συνολική επισκόπηση των αναγκών και απολήψεων νερού (σ. 10-82). Στο Κεφάλαιο 8.8 του Σχεδίου Διαχείρισης (σελ. ΦΕΚ 16058 επ.) περιγράφονται οι συνολικές ανάγκες σε νερό της Λεκάνης Απορροής Ρεμάτων παραλίας Βόρειας Πελ/σου (202 εκ. κ.μ), η ποσοστιαία αναλογία τους ανά δραστηριότητες και χρήσεις (γεωργία: 157,4 εκ. κ.μ, κτηνοτροφία: 2, ύδρευση: 40,3, βιομηχανία: 2 εκ. κ.μ) και οι αντίστοιχες απολήψεις (σελ. ΦΕΚ 16061: συνολικώς 261 εκ. κ.μ. – και ανά χρήση, αντιστοίχως, 200, 2,5, 55,6 και 2,8 εκ. κ.μ.). Στην Παράγραφο 9.1.1 του Σχεδίου αναλύονται τα συστήματα παρακολούθησης των επιφανειακών υδατικών συστημάτων, σύμφωνα δε με το Σχήμα 9-1 (σελ. ΦΕΚ 16095) προτείνεται η τοποθέτηση επιχειρησιακού σταθμού παρακολούθησης των υδάτων στη Λίμνη Στυμφαλία (βλ. και σελ. 3-11 του Παραρτήματος Α – Παραδοτέο 1 Β Φάσης “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ”), καθώς, όπως προκύπτει από τον Πίνακα 9-9 (σελ. ΦΕΚ 16110), η οικολογική και χημική κατάσταση της Λίμνης είναι άγνωστες. Περαιτέρω, βάσει του Πίνακα 9-33 (σελ. ΦΕΚ 16135), τόσο το Σύστημα Ζήρειας, ως Υδατικό Σύστημα Υδροληψίας, όσο και η Λίμνη Στυμφαλία εντάσσονται στο Μητρώο Προστατευόμενων Περιοχών, με πρόσθετες απαιτήσεις παρακολούθησης (βλ. Παράγραφο 9.5.2., σελ. ΦΕΚ 16141 επ., Πίνακα 9-34 του Σχεδίου, σελ. ΦΕΚ 16142, καθώς και παρ. 8 του Παραρτήματος Α – 10ου παραδοτέου Α΄ Φάσης). Στο Κεφάλαιο 11 του Σχεδίου (σελ. ΦΕΚ 16152 επ.) αναλύονται οι περιβαλλοντικοί στόχοι, βάσει της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, οι οποίοι, όσον αφορά τις προστατευόμενες περιοχές, συνίστανται στη συμμόρφωση προς τα πρότυπα και τους στόχους της κοινοτικής νομοθεσίας και στην επίτευξη καλής κατάστασης των υδάτων μέχρι το 2015, περιγράφεται η μεθοδολογία καθορισμού των περιβαλλοντικών στόχων και εξαιρέσεων (Παράγραφοι 11.1.1., 11.1.2) και εξαιρούνται της επίτευξης των στόχων τα Υδατικά Συστήματα Βόρειας Κορινθίας και Κορίνθου – Κιάτου (σελ. 16158), όχι όμως το Σύστημα Ζήρειας ή η Λίμνη Στυμφαλίας (σελ. 16155-6 του ΦΕΚ). Εξάλλου, στο Κεφάλαιο 11.3 του Σχεδίου (σελ. ΦΕΚ 16160 επ.) εξετάζονται τα προγραμματιζόμενα νέα έργα από την άποψη επίτευξης των στόχων των οικείων υδατικών συστημάτων, στο δε Πίνακα 11-5 (σελ. ΦΕΚ 16162) αναφέρεται ως νέο έργο στη ΛΑΠ Ρεμάτων Βόρειας Πελ/σου η «Διαδικτύωση Αγωγών Ύδρευσης Δήμου Κορινθίων – Α΄ Φάση», που αφορά στην υδροδότηση των οικισμών των Δημοτικών Ενοτήτων Σολυγείας, Σαρωνικού και Τενέας, με ανάγκη μεταφοράς επιπλέον 6 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων ύδατος ετησίως. Το έργο αυτό επηρεάζει το Υπόγειο Υδατικό Σύστημα Ζήρειας, «από το οποίο ήδη υδρεύεται η Κόρινθος (πηγές Στυμφαλίας), με απολήψεις 3 εκ. κ.μ. ετησίως», όμως, «δεν τίθενται εναλλακτικοί περιβαλλοντικοί στόχοι για το ΥΥΣ Ζήρειας, αφού δεν αναμένεται να επηρεασθεί η επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων έως το 2015», σημειώνεται δε ότι «η αύξηση των απολήψεων από το ΥΥΣ δεν θα επηρεάσει και τυχόν μελλοντικά έργα ύδρευσης της παράκτιας ζώνης του Δήμου Σικυωνίων από την εκφόρτιση του συστήματος Ζήρειας στις πηγές Κεφαλάρι». Τα αυτά αναφέρονται στο Παράρτημα Β, Παραδοτέο 12 (“ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΕΡΓΩΝ / ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ / ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ, ΜΕ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΟΦΕΛΗ ΠΟΥ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΝΤΑΙ”) του Σχεδίου, με την επισήμανση (σ. 3-2, 4-2) ότι το έργο “αφορά την κατασκευή εξωτερικού υδραγωγείου για την κάλυψη των αναγκών των Δημοτικών Ενοτήτων Σολυγείας, Σαρωνικού και Τενέας του Δήμου Κορινθίων, που σήμερα αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα επάρκειας και ποιότητας νερού”. Στο Κεφάλαιο 12 του Σχεδίου (σελ. ΦΕΚ 16164 επ.) αναφέρονται τα Προγράμματα Μέτρων, τόσο Βασικών (Κεφάλαιο 12.2) όσο και Συμπληρωματικών (Κεφάλαιο 12.3), και στον Πίνακα 12-2 προτείνεται, ως μία από τις «προγραμματιζόμενες δράσεις στο πλαίσιο εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών», η δράση ΒΜ02 (σελ. 16166), που αφορά και τη Λίμνη Στυμφαλία, με ειδικότερο περιεχόμενο την «Κατάρτιση/ θεσμοθέτηση Σχεδίων Διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Natura 2000 που εξαρτώνται άμεσα από το νερό, με ειδική αναφορά σε θέματα διαχείρισης νερών», την «Παρακολούθηση/ αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησης των εξαρτώμενων από το νερό οικοτόπων και ειδών στις περιοχές του δικτύου Natura 2000», καθώς και το «Σχεδιασμό τυχόν νέων μέτρων (λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση και σε συσχέτιση των αποτελεσμάτων με τα αποτελέσματα της ταξινόμησης και τις πιέσεις των Υ.Σ.)», ενώ στον Πίνακα 12-3 (σ. 16171 επ. ΦΕΚ) προτείνονται: α. το Μέτρο ΟΜ05-3, που «αφορά στην αποκατάσταση παλαιών φθαρμένων αγωγών ύδρευσης και στην ενίσχυση του εξωτερικού υδραγωγείου ύδρευσης για την κάλυψη αυξημένης ζήτησης σε υδρευτικές ανάγκες. … Τα έργα αυτά στοχεύουν στην αποτελεσματική κάλυψη της αυξανόμενης υδρευτικής ανάγκης σε οικισμούς και δήμους, αποτελούν πρώτης προτεραιότητας έργα για την εφαρμογή της Οδηγίας», β. το Μέτρο ΟΜ07-1, για τη «Σταδιακή τοποθέτηση υδρομετρητών σε όλες τις γεωτρήσεις, πηγές που έχουν υδρομαστευτεί και πηγάδια με άντληση ίση ή μεγαλύτερη των 10μ3/ημέρα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των απολήψεων υπογείων υδάτων», και γ. το Μέτρο ΟΜ07-2, για την “Καταγραφή απολήψεων επιφανειακού νερού για ύδρευση … από μεγάλους καταναλωτές (αναφέρεται σε απολήψεις άνω των 10 μ3/ημέρα)”, που “περιλαμβάνει την τοποθέτηση ή/ και τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενου εξοπλισμού καταγραφής των απολήψεων (υδρόμετρα, σταθμηγράφους κ.λπ.) στα σημεία απόληψης επιφανειακών υδάτων”, με την πρόβλεψη ότι τα αποτελέσματα των μετρήσεων θα αποστέλλονται το πρώτο 10ήμερο του Οκτωβρίου κάθε έτους στις Διευθύνσεις Υδάτων. Στον Πίνακα 12-4 (σ. 16186 επ. ΦΕΚ) αναφέρονται τα υδατικά συστήματα που κινδυνεύουν να μην επιτύχουν καλή κατάσταση το έτος 2015, μεταξύ των οποίων δεν αναφέρεται το Σύστημα Ζήρειας, περιλαμβάνονται, όμως, τα Συστήματα Βόρειας Κορινθίας και Αραχναίου, καθώς και η Λίμνη Στυμφαλία. Για την τελευταία λαμβάνονται τα εξής συμπληρωματικά μέτρα (βλ. Πίνακα 12-7, σελ. ΦΕΚ 16204): α) Μέτρο 7.06 «Προσδιορισμός αιτίων μείωσης του βάθους της λίμνης και Δράσεις αποκατάστασης λίμνης, όπως απομάκρυνση καλαμιώνων, αδρανών υλικών και στερεών απορριμμάτων που βρίσκονται σε διάφορες θέσεις κατά μήκος της παρόχθιας ζώνης» και β) Μέτρο 18.07 «Εγκατάσταση σύγχρονου συστήματος μέτρησης, παρακολούθησης μετεωρολογικών στοιχείων και υδρομετρικών σταθμών», με σκοπό να «προσδιορισθούν επακριβώς οι εισροές από τους χείμαρρους που καταλήγουν σε αυτή, η εξατμισοδιαπνοή και τα κατακρημνίσματα». Τέλος, στον Πίνακα Π.Θ-1 (Λοιπές δράσεις – σελ. 16261 ΦΕΚ) προτείνεται, για τη Λίμνη Στυμφαλία, το Μέτρο 1.06 «Κατάργηση Βασιλικού διατάγματος 98/4-6-1957 που καθιστά τον Αρδευτικό Οργανισμό Στυμφαλίας Ασωπού Κορινθίας (ΑΟΣΑΚ) αποκλειστικό διαχειριστή των πηγαίων και επιφανειακών υδάτων της λεκάνης Στυμφαλίας και Ασωπού» και το Μέτρο 11.02 «Νέα οργανωμένα αρδευτικά δίκτυα, … στα οποία θα ενταχθούν οι υφιστάμενες αρδευόμενες εκτάσεις στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης» (Αρδευτικά Έργα Δ.Δ. Ψαριού, Δροσοπηγής και Καισαρίου)». Μετά τη λήψη των συμπληρωματικών αυτών μέτρων, αναμένεται η κατάσταση της Λίμνης Στυμφαλίας να αναβαθμισθεί σε “καλή” έως το 2015 (βλ. Παράρτημα Ε, Παραδοτέο 13 του Σχεδίου, Πίνακα 4-14 των Λιμνιαίων ΥΣ). Σε σχέση με το ΥΣ Ασωπού, λαμβάνεται συμπληρωματικό μέτρο (υπ’ αρ. 11.05, σελ. 16203 ΦΕΚ) που αφορά τη “Μέτρηση παροχής στην έξοδο σήραγγας Σούρι και στην έξοδο της σήραγγας Πράθι και κατασκευή έργου διανομής στην έξοδο της σήραγγας Σούρι, ώστε να ελέγχεται και να εξασφαλίζεται η μεταφορά των αναγκαίων και προβλεπόμενων ποσοτήτων των υδάτων (17%) προς τη Λεκάνη Σκοτεινής … σύμφωνα με τα υφιστάμενα δικαιώματα χρήσης των υδάτων της λεκάνης Στυμφαλίας, τα οποία μέσω του Βοχαϊκού χάνδακα και της σήραγγας Σούρι μεταφέρονται προς τη Λεκάνη του Ασωπού”. Ομοίως, για το Σύστημα Βόρειας Κορινθίας λαμβάνονται (σελ. 16205 και 16206 ΦΕΚ) τα συμπληρωματικά μέτρα 8.03, 8.04 και 13.01, ως εξής: “Αντικατάσταση των υδρευτικών απολήψεων από άλλο ΥΥΣ, που βρίσκεται σε καλή κατάσταση – Προτείνεται η αύξηση απολήψεων, έως 10 εκ. m3 ετησίως από καρστικό σύστημα Ζήρειας για την υδροδότηση οικισμών Καλλικρατικού Δ. Κορίνθου, με τήρηση των λοιπών Περιβαλλοντικών Όρων του έργου Υδροδότηση Κορίνθου από περιοχή Στυμφαλίας (εξωτερικό δίκτυο ύδρευσης τμήμα Γαλατά, Στυμφαλία και περιοχή Στυμφαλίας) Ν. Κορινθίας” [μέτρο 8.03] / “Κατάργηση υδρευτικών γεωτρήσεων μετά την εκτέλεση υδρευτικού έργου – Το ΥΣ βρίσκεται σε κακή ποσοτική κατάσταση. Προτείνεται η κατάργηση υδρευτικών γεωτρήσεων μετά την εκτέλεση του έργου Διαδικτύωση Αγωγών Ύδρευσης Δήμου Κορινθίων – Α΄ Φάση” [μέτρο 8.04] / “Δίκτυα ύδρευσης – Προτείνεται η εκτέλεση του έργου Διαδικτύωση Αγωγών Ύδρευσης Δήμου Κορινθίων – Α΄ Φάση, με στόχο την ύδρευση των οικισμών του Καλλικρατικού Δήμου που εκτείνεται στο εξεταζόμενο ΥΥΣ και στο Σύστημα Αραχναίου. Το έργο αφορά στις εργασίες κατασκευής αγωγών ύδρευσης που θα συνδέουν όλες τις οικιστικές μονάδες του νέου Καλλικρατικού Δ. Κορινθίων μεταξύ τους. Πρόκειται για τους ακόλουθους τρεις κλάδους συνολικού μήκους 53.700,00 μ.: … Μετά την περαίωση του έργου, θα καταργηθούν οι υφιστάμενες γεωτρήσεις με αποτέλεσμα τη μείωση της έντασης των απολήψεων από το ΥΥΣ, το οποίο βρίσκεται σε κακή ποσοτική κατάσταση. Το κόστος … κατανέμεται ισόποσα μεταξύ του εξεταζόμενου ΥΥΣ και τους ΥΥΣ Αραχναίου” [μέτρο 13.01]. Παραλλήλως, για το Σύστημα Αραχναίου, λαμβάνεται το μέτρο 13.01, ιδίου περιεχομένου με το μέτρο 13.01 του Συστήματος Βόρειας Κορινθίας, με την πρόσθετη επισήμανση ότι “Μετά την περαίωση του έργου, θα καταργηθούν οι υφιστάμενες γεωτρήσεις με αποτέλεσμα τη μείωση της έντασης των απολήψεων από το ΥΥΣ, το οποίο βρίσκεται σε καλή ποσοτική κατάσταση, αλλά εκδηλώνει τάση πτώσης στάθμης” (σελ. ΦΕΚ 16213).
15. Επειδή, μετά την κατάργηση της δίκης επί της αιτήσεως ακυρώσεως που είχε ασκηθεί κατά του αρχικού Σχεδίου Διαχείρισης (:απόφαση 1160/οικ./12.10.2006 της Γενικής Γραμματέως της Περιφέρειας Πελοποννήσου), οι λόγοι που είχαν προβληθεί με αυτήν δεν εξετάζονται. Με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης ο αιτών προβάλλει ότι το νεώτερο Σχέδιο Διαχείρισης του Υδατικού Διαμερίσματος Βόρειας Πελοποννήσου είναι ακυρωτέο και “για τους … βάσιμους λόγους που επικαλούμαστε στην παραπάνω ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως” (δηλ. σε αυτήν που στρεφόταν κατά του αρχικού Σχεδίου). Κατά το μέρος, όμως, που οι προβληθέντες λόγοι ακυρώσεως του αρχικού δικογράφου αφορούσαν πλημμέλειες του αρχικού και μόνον Σχεδίου, η εξέταση των λόγων αυτών έχει καταστεί άνευ αντικειμένου. Συγκεκριμένα, μετά τη δημοσίευση του π.δ. 51/2007 (Α΄ 54) και της απόφασης οικ. 706/16.7.2010 της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων “Καθορισμός των Λεκανών Απορροής Ποταμών της χώρας και ορισμού των αρμόδιων Περιφερειών για τη διαχείριση και προστασία τους” (Β΄ 1383 – διόρθωση σφαλμάτων Β΄ 1572) και μετά την έγκριση της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων του νεώτερου Σχεδίου Διαχείρισης Υδατικού Διαμερίσματος Βόρειας Πελοποννήσου (ΚΥΑ 167391/5.4.2013) και του τελευταίου αυτού Σχεδίου, που μεσολάβησαν από την κατάθεση της αίτησης μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, παρέλκει πλέον ως αλυσιτελής η εξέταση των λόγων με τους οποίους προβαλλόταν ότι το αρχικό Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων της Υδατικής Λεκάνης Στυμφαλίας: Α] έχει εκδοθεί κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3199/2003, διότι, πριν από την έκδοσή του, α/ δεν είχε δημοσιευθεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 7 παρ. 1 εδ. δ΄ προεδρικό διάταγμα, το οποίο θα καθόριζε το ειδικότερο περιεχόμενο των Σχεδίων Διαχείρισης [ήδη π.δ. 51/2007], β/ δεν είχαν καθορισθεί οι λεκάνες απορροής ποταμών και οι περιοχές λεκανών απορροής ποταμών, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 3199/2003 διαδικασία, και δεν είχαν κατανεμηθεί οι αρμοδιότητες διαχείρισης μεταξύ των Περιφερειών [ήδη απόφαση οικ. 706/16.7.2010 της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων (Β΄ 1383 και 1572)] και γ/ δεν είχε εγκριθεί Πρόγραμμα Παρακολούθησης της κατάστασης των υδάτων στις λεκάνες απορροής, ούτε είχαν εκδοθεί οι προβλεπόμενες στο άρθρο 4 παρ. 1 περ. θ΄ και ι΄ του ν. 3199/2003 πράξεις της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, όπως κατάρτιση Εθνικού Μητρώου Προστατευόμενων Περιοχών, σύνταξη πλήρους και αναλυτικής έκθεσης των χαρακτηριστικών κάθε λεκάνης απορροής κ.λπ. [που ήδη εγκρίνονται με το νεώτερο Σχέδιο], Β] έχει εκδοθεί κατά παράβαση της οδηγίας 2001/42/ΕΚ (L. 197 – βλ. ΚΥΑ ΥΠΕΧΩΔΕ /ΕΥΠΕ /οικ. 107017/28.8.2006, Β΄ 1225, με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η εν λόγω οδηγία), περί υποχρέωσης διενέργειας στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης πριν από την έκδοση των Σχεδίων Διαχείρισης Υδάτων [ήδη ΚΥΑ 167391/5.4.2013, που μνημονεύεται στο προοίμιο του νεώτερου Σχεδίου, με την οποία εγκρίθηκε, βάσει των διατάξεων που παρετέθησαν στη σκ. 9, η σχετική στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων], Γ] εκπονήθηκε αναρμοδίως από την παρεμβαίνουσα Δ.Ε.Υ.Α.Κορ., αντί της Διεύθυνσης Υδάτων της Περιφέρειας, και δεν προηγήθηκε γνωμοδότηση του Περιφερειακού Συμβουλίου Υδάτων, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 3199/2003, Δ] η εξαιρετική διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 7 του ν. 3199/2003, κατ΄ επίκληση της οποίας αυτό εκδόθηκε – αντί των παγίων διατάξεων του νόμου, βάσει των οποίων εκδόθηκε το νεώτερο Σχέδιο – αντίκειται στο Σύνταγμα και την κοινοτική νομοθεσία, Ε] έχει εκδοθεί κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, καθώς η απαιτούμενη σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (έγγραφο 191819/3.10.2006), ήταν αναιτιολόγητη και αόριστη και ΣΤ] έχει εκδοθεί κατά παράβαση των διαδικασιών δημοσιοποίησης του σχεδίου διαχείρισης. Περαιτέρω, οι προβληθέντες με το αρχικό δικόγραφο λόγοι ακυρώσεως, περί παράβασης του άρθρου 24 του Συντάγματος και της κοινοτικής νομοθεσίας και περί ανεπαρκειών της μελέτης στην οποία στηριζόταν το αρχικό Σχέδιο, προβάλλονται και με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης, που στρέφεται κατά του Σχεδίου Διαχείρισης Υδατικού Διαμερίσματος Βόρειας Πελοποννήσου, και εξετάζονται στις επόμενες σκέψεις.
16. Επειδή, με το από 20.11.2015 δικόγραφο συνέχισης της δίκης, προβάλλεται ότι η απόφαση 391/8.4.2013 της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων (Β΄ 1004) – στην οποία έχει ενσωματωθεί και η απόφαση 1160/οικ./12.10.2006 της Γενικής Γραμματέως της Περιφέρειας Πελοποννήσου, κατά της οποίας στρεφόταν η αίτηση ακυρώσεως – δεν αποτελεί, κατά το πλησσόμενο τμήμα της, προϊόν ολοκληρωμένης διαδικασίας προγραμματισμού, αλλά αποσκοπεί αποκλειστικά στην πραγματοποίηση και “νομιμοποίηση” του προαποφασισμένου έργου υδροδότησης της Κορίνθου από τις πηγές της Στυμφαλίας, το οποίο μάλιστα επεκτείνει με αύξηση των απολήψεων, αν και αξιολογεί ότι αυτό “συμβάλει σε αδυναμία επίτευξης της καλής κατάστασης και του δυναμικού των υδατικών συστημάτων που επηρεάζει”. Προβάλλεται συναφώς ότι το νέο Σχέδιο Διαχείρισης δεν επανεξετάζει, ούτε επικαιροποιεί τις παραδοχές του προηγούμενου Σχεδίου, ως προς την υδρολογική λεκάνη Στυμφαλίας, βάσει των πραγματικών δεδομένων του χρόνου εκπόνησης του νεώτερου σχεδίου, αλλά το υιοθετεί σιγή, ανακυκλώνει τα δεδομένα και τις παραδοχές των παλαιοτέρων μελετών (ήτοι της μελέτης υπό τον τίτλο “Διαχείριση Υδατικών Πόρων Υδρολογικών Λεκανών Στυμφαλίας και Ασωπού”, έτους 2003, καθώς και της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων υπό τον τίτλο “Υδροδότηση Κορίνθου από περιοχή Στυμφαλίας”, Ιανουαρίου 2004) και θεωρεί δεδομένους τους προηγουμένως εγκριθέντες περιβαλλοντικούς όρους του εν λόγω έργου (ΚΥΑ οικ. 129772/8.6.2007), στους οποίους παραπέμπει. Η σύνταξη του νέου Σχεδίου “κατά παραγγελία”, με τη χρήση ίδιων ή παρομοίων μεθοδολογιών που κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα, χωρίς να επανεξετασθεί το ζήτημα, αποδεικνύεται, κατά τον αιτούντα, και από το τα εξής: α/ ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης και η Περιφέρεια Πελοποννήσου είχαν ζητήσει, το έτος 2003, από το μελετητικό σχήμα που είχε αναλάβει τη μελέτη κατάρτισης διαχειριστικών σχεδίων υδατικών πόρων για ολόκληρη την Πελοπόννησο, την κατά προτεραιότητα ολοκλήρωση της μελέτης για τη λεκάνη Στυμφαλίας και β/ ότι οι ίδιοι μελετητές [γραφείο ENVECO ΑΕ και Β. Περλέρος] έχουν συμμετάσχει, είτε αυτοτελώς είτε ως μέλη κοινοπραξίας, στην εκπόνηση όλων των μελετών για την υδρολογική λεκάνη Στυμφαλίας επί σειρά ετών.
17. Επειδή, στην αρχική μελέτη της εταιρείας Εnveco για τις υδρολογικές λεκάνες Στυμφαλίας και Ασωπού παρουσιάζονται μέσες μηνιαίες τιμές παροχών για τις πηγές Δρίζας κατά τα χαρακτηριστικά υδρολογικά έτη 1962-63, 1967-68, 1989-90 (ιδιαιτέρως ξηρό έτος) και 1990-1991 και μέσες μηνιαίες τιμές παροχών για την υδρολογική λεκάνη Στυμφαλίας κατά τα έτη 1967-68, 1989-90 και 1991-92, οι οποίες αντιστοιχούν σε τρία χαρακτηριστικά σενάρια [υγρού, ξηρού και κανονικού έτους], και δημιουργείται – βάσει των διεξαχθεισών μετρήσεων και των υπαρχόντων στοιχείων, ιδίως αυτών του βροχομετρικού σταθμού Ψαρίου, που καταγράφει πλήρη στοιχεία βροχοπτώσεων επί 48 έτη – “μία εκτιμημένη χρονοσειρά δεδομένων παροχών των πηγών Δρίζας της τάξης των 47 ετών”. Η αρχική μελέτη, επίσης, υπολογίζει τη μέση ετήσια παροχή στην έξοδο της σήραγγας “Σούρι” για τα έτη 1988 έως 1994, παραθέτει παραμέτρους προσφοράς και ζήτησης για τη Λεκάνη της Στυμφαλίας, αλλά και για τις πηγές Δρίζας ειδικότερα, λαμβάνει υπόψη τη μέση ετήσια εκροή των πηγών προς τη λεκάνη Ασωπού για την πενταετία 1987-1991, στην οποία περιλαμβανόταν και το ιδιαιτέρως ξηρό έτος 1989-90, και υπολογίζει το μέσο ετήσιο όγκο νερού που εισέρχεται σε αυτήν από τη λεκάνη της Στυμφαλίας, διαπιστώνει δε, κατόπιν αναλυτικών υπολογισμών και εκτιμήσεων, ότι δεν υφίσταται, ούτε προβλέπεται στο μέλλον, έλλειμμα υδατικού δυναμικού στην υδρολογική λεκάνη της Στυμφαλίας ή στις πηγές μετά την απόληψη ύδατος για την υδροδότηση της Κορίνθου, ακόμα και υπό το δυσμενέστερο σενάριο του ξηρού υδρολογικού έτους. Στη συνέχεια, το νεώτερο Σχέδιο Διαχείρισης του Υδατικού Διαμερίσματος Βόρειας Πελοποννήσου και τα υποστηρικτικά του κείμενα λαμβάνουν μεν υπόψη, χωρίς αυτό να αποτελεί πλημμέλειά τους, τα στοιχεία των προγενέστερων μελετών και μετρήσεων – τα οποία διαμόρφωσαν κατάλληλα και εισήγαγαν σε εξειδικευμένη εφαρμογή επεξεργασίας μετεωρολογικών και υδρολογικών πληροφοριών -, προβαίνουν, όμως, σε συνολικό σχεδιασμό και συντονισμό μέτρων για την περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (=υδατικό διαμέρισμα του π.δ. 51/2007), στο επίπεδο της οποίας πρέπει να γίνεται η διαχείριση των υδάτων, με σκοπό την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιείται ανάλυση των χαρακτηριστικών της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού και περιγράφονται οι συνολικές ανάγκες σε νερό της Λεκάνης Απορροής Ρεμάτων παραλίας Βόρειας Πελοποννήσου (στην οποία εντάσσονται οι επίδικες πηγές), για τους τομείς της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της ύδρευσης και της βιομηχανίας. Επίσης, επαναξιολογείται η κατάσταση και το ισοζύγιο ύδατος του επιμέρους υπόγειου υδατικού συστήματος (ΥΥΣ) Ζήρειας, το οποίο παρακολουθείται από το ΙΓΜΕ με μετρήσεις και προορίζεται για την άντληση πόσιμου ύδατος, υπολογίζονται η μέση ετήσια τροφοδοσία του (60 εκατ. κυβ. μ.) και οι απολήψεις (8 εκατ. κυβ. μ., εκ των οποίων 4 για την ύδρευση) και διαπιστώνεται ότι δεν προκύπτουν ενδείξεις υπεράντλησης. Ειδικώς ως προς τις επίμαχες πηγές Στυμφαλίας (Δρίζας), από τις οποίες ήδη υδροδοτείτο η Κόρινθος με ετήσια απόληψη 3 εκατ. κ.μ., στο – συνοδευτικό του Σχεδίου – 10ο παραδοτέο της μελέτης (παρ. 5.11, σ. 5-21) παρουσιάζεται διάγραμμα με τη διακύμανση της παροχής των πηγών Στυμφαλίας σε περισσότερα έτη, κατά το διάστημα από το 1958 έως το 2006, πάντοτε κατά το μήνα Σεπτέμβριο (που έπεται των θερινών ξηρών μηνών), σύμφωνα με στοιχεία της ΔΕΗ, του ΥΠΕΧΩΔΕ, του ΥΠΑΑΤ και του ΙΓΜΕ. Προκύπτει, ως εκ τούτου, ότι το νεώτερο Σχέδιο επαναξιολογεί τα ως άνω δεδομένα – που ανάγονται, μάλιστα, έως το έτος 2006, δηλ. και μετά τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη από τη μελέτη Enveco, έτους 2003 – και εγκρίνει την υδροδότηση της Κορίνθου και των Δημοτικών Ενοτήτων Σολυγείας, Σαρωνικού και Τενέας του Δήμου Κορινθίων από τις προαναφερθείσες πηγές του Υδατικού Συστήματος Ζήρειας, υπό το πρίσμα των σκοπών της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Το γεγονός ότι η επαναξιολόγηση της τροφοδοσίας της Κορίνθου με πόσιμο νερό από τις πηγές Δρίζας γίνεται βάσει των επιταγών της οδηγίας και των παγίων διατάξεων του ν. 3199/2003, σε επίπεδο υδατικού διαμερίσματος, για την επίτευξη των στόχων της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας, συνάγεται από το συντονισμό των μέτρων του Σχεδίου και τη συνεκτίμηση της ωφέλειας που θα προκύψει, μετά την υλοποίηση του επίδικου έργου, για τα Συστήματα Βόρειας Κορινθίας και Αραχναίου, βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λόγω της συνακόλουθης μείωσης των γεωτρήσεων που ευθύνονται για την κακή ποσοτική κατάσταση του πρώτου και την πτώση της στάθμης του δεύτερου. Εσφαλμένως δε ο αιτών υπολαμβάνει α) ότι το επίμαχο έργο οδηγεί σε αδυναμία επίτευξης της καλής κατάστασης των υδατικών συστημάτων που επηρεάζει ή β) ότι απαιτείτο επικαιροποίηση των στοιχείων και μετρήσεων του προηγούμενου Σχεδίου Διαχείρισης ως προς την υδρολογική λεκάνη Στυμφαλίας, αφενός, διότι σε κανένα σημείο του Σχεδίου ή των σχετικών μελετών δεν γίνεται δεκτό ότι τίθεται σε διακινδύνευση η καλή κατάσταση του ΥΥΣ Ζήρειας και, αφετέρου, διότι τα στοιχεία του προηγούμενου Σχεδίου καλύπτουν μεγάλη χρονική περίοδο και δεν απέχουν από την έγκριση του Σχεδίου (:2013) σε χρόνο που να τα καθιστά παρωχημένα, πολλώ δε μάλλον όταν, για τον υπολογισμό της μέσης ετήσιας τροφοδοσίας του ευρύτερου ΥΥΣ Ζήρειας, έχουν αξιολογηθεί και στοιχεία μεταγενέστερα, όπως στοιχεία του Υπουργείου Ανάπτυξης και του ΙΓΜΕ, ετών 2008 και 2010 (σελ. 5-21 του παραδοτέου 10, ανωτέρω, σκ. 14). Εξάλλου, δεν αποτελεί πλημμέλεια του Σχεδίου η χρήση “ίδιας ή παρόμοιας” (ως αορίστως προβάλλεται) επιστημονικής μεθοδολογίας μέτρησης ή αξιολόγησης δεδομένων με αυτήν που υιοθετήθηκε από το παλαιότερο Σχέδιο, ούτε μαρτυρεί έλλειψη αντικειμενικότητας ή αξιοπιστίας των μελετών, στις οποίες βασίζεται, το γεγονός ότι οι ίδιοι μελετητές έχουν συμπράξει, είτε αυτοτελώς είτε ως μέλη μελετητικού σχήματος, στις μελέτες που έχουν διαχρονικά διεξαχθεί για τη Λίμνη Στυμφαλία και την επίλυση του προβλήματος της υδροδότησης της Κορίνθου ή το ότι η Διοίκηση είχε ζητήσει, λόγω της κατεπείγουσας ανάγκης υδροδότησης της Κορίνθου, την κατά προτεραιότητα ολοκλήρωση της μελέτης που αφορούσε την επιμέρους υδρολογική λεκάνη Στυμφαλίας. Τέλος, η παραπομπή του Σχεδίου στους περιβαλλοντικούς όρους του ήδη εκτελεσθέντος έργου «Υδροδότηση Κορίνθου από περιοχή Στυμφαλίας (εξωτερικό δίκτυο ύδρευσης τμήμα Γαλατά-Στυμφαλία και περιοχή Στυμφαλίας) Νομού Κορινθίας» [που εγκρίθηκαν με την ΚΥΑ οικ. 129772/8.6.2007 για απολήψεις 3 εκατ. κ.μ. ετησίως] έχει τεθεί προς μείζονα προστασία των υδατικών πόρων και του οικοσυστήματος της λίμνης, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η ελάχιστη αναγκαία, κατά την τεχνική κρίση της Διοίκησης, ποσότητα ύδατος (500 κ.μ.) θα παραμένει αδέσμευτη στις πηγές. Οίκοθεν νοείται ότι η αρμόδια Περιβαλλοντική Αρχή δύναται και υποχρεούται να σταθμίσει εκ νέου την κατάσταση και να τροποποιήσει επί το αυστηρότερον τους τεθέντες περιβαλλοντικούς όρους, αν διαπιστώσει ότι αυτοί δεν επαρκούν στην πράξη για την προστασία και οικολογική ισορροπία της Λίμνης και της ευρύτερης περιοχής. Υπό τα δεδομένα αυτά, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που περιγράφονται στην προηγούμενη σκέψη.
18. Επειδή, με το άρθρο 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (L 206) συνεστήθη ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών προστασίας (Natura 2000). Τα κράτη – μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των τόπων κοινοτικής σημασίας, ικανά να διαφυλάξουν το ουσιώδες οικολογικό ενδιαφέρον τους και να αποτρέπουν παρεμβάσεις που μπορεί να ελαττώσουν σημαντικά την έκταση του προστατευόμενου τόπου ή να προκαλέσουν την εξαφάνιση ειδών προτεραιότητας, χωρίς να αποκλείεται, πάντως, η εκτέλεση έργων σε προστατευόμενη περιοχή, μη συνδεομένων άμεσα ή μη αναγκαίων για τη διαχείρισή της, ή η ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων, εφόσον περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις τους και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής. Ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή εγκρίθηκε με την απόφαση 2006/613/ΕΚ της Επιτροπής (L 259), στους τόπους δε αυτούς έχει περιληφθεί και η Λίμνη Στυμφαλία (κωδ. GR A25300002). Ενόψει των οριζομένων στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 της ως άνω οδηγίας 92/43/ΕΚ, οι τόποι που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο αυτό υπόκεινται πλέον ευθέως στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 6 της ίδιας οδηγίας, στην οποία ορίζονται τα εξής: «Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατό να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο … οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνο αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη». Η ίδια οδηγία, με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 6, επιβάλλει στα κράτη – μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο υποβάθμισης των οικοτόπων και πρόκλησης σημαντικών διαταράξεων που θίγουν τα είδη για τα οποία έχουν καθορισθεί οι ζώνες αυτές. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η, κατά τα ανωτέρω, δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου ή του έργου στον προστατευόμενο τόπο προϋποθέτει ότι, προ της εγκρίσεως του σχεδίου ή του έργου, προσδιορίζονται, λαμβανομένων υπόψη των επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, όλες οι πτυχές του σχεδίου ή του έργου που θα μπορούσαν, είτε η καθεμία αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, να επηρεάσουν τους στόχους διατήρησης του τόπου αυτού. Η αρμόδια αρχή επιτρέπει την άσκηση δραστηριότητας στον προστατευόμενο τόπο, μόνον εφόσον δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία για την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητά του. Περαιτέρω, με το άρθρο 4 της οδηγίας 2009/147/ΕΚ “για τη διατήρηση των αγρίων πτηνών” (L. 20), η οποία κωδικοποίησε και κατήργησε την οδηγία 79/409/ΕΟΚ (L. 103), θεσπίζεται, τόσο για τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα I, όσο και για τα αποδημητικά πτηνά, ειδικό και ενισχυμένο σύστημα προστασίας, το οποίο περιλαμβάνει μέτρα γενικής και ειδικής διατήρησης, όπως είναι η δημιουργία ζωνών προστασίας και ειδικών προστατευτικών ζωνών (Ζωνών Ειδικής Προστασίας – Ζ.Ε.Π.), βάσει αποκλειστικώς και μόνον ορνιθολογικών κριτηρίων, χωρίς να δύνανται, παραλλήλως, να ληφθούν υπόψη επιταγές οικονομικής φύσεως για τον καθορισμό των εν λόγω Ζωνών. Κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 της οδηγίας αυτής, τα κράτη – μέλη υποχρεούνται να καθιερώνουν, για τις ζώνες ειδικής προστασίας που θεσπίζουν εντός της επικράτειάς τους, αυστηρό νομικό καθεστώς που διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την επιβίωση και την αναπαραγωγή των πτηνών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής, καθώς και την αναπαραγωγή, την αλλαγή φτερώματος και τη διαχείμαση των αποδημητικών πτηνών που δεν περιλαμβάνονται μεν στο παράρτημα I, η έλευση, όμως, των οποίων από τα εδάφη της Ένωσης είναι τακτική. Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 4 της οδηγίας περί προστασίας της ορνιθοπανίδας και 6 και 7 της οδηγίας περί οικοτόπων συνάγεται ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 6 παρ. 2-4 της τελευταίας ισχύουν για ζώνες που έχουν χαρακτηρισθεί, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 ή 2 της οδηγίας περί πτηνών, είναι δε επιτρεπτή, κατά τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου 6 παρ. 4, η εκτέλεση σχεδίου που έχει σημαντικές επιπτώσεις σε περιοχή, η οποία έχει καθορισθεί, βάσει ορνιθολογικών κριτηρίων, ως Ζ.Ε.Π., όταν συντρέχουν λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως. Αντίθετα, σε ζώνες οι οποίες δεν έχουν αναχθεί σε Ζ.Ε.Π., εφαρμόζεται το αυστηρό καθεστώς προστασίας του άρθρου 4 παρ. 4 της οδηγίας 2009/147/ΕΚ και, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή δεν είναι επιτρεπτή η εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 3 και 4 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ περί οικοτόπων, οι οποίες επιτρέπουν την έγκριση σχεδίων για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως. Από τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτει ότι τόσο για τις Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (Ε.Ζ.Δ. – βλ. άρθρο 19 παρ. 4 περ. β΄ 4.1. του ν. 1650/1986, όπως το άρθρο αυτό έχει ήδη αντικατασταθεί με το άρθρο 5 του ν. 3937/2011), δηλαδή τους Τόπους Κοινοτικής Σημασίας κατά την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, όσο και για τις Ειδικές Προστατευτικές Ζώνες (Ζ.Ε.Π.) του άρθρου 4 της οδηγίας 2009/147/ΕΚ, το προαναφερθέν ειδικό καθεστώς προστασίας των περιοχών αυτών δεν περιλαμβάνει πλήρη απαγόρευση εκτέλεσης έργων και ανάπτυξης ανθρώπινων δραστηριοτήτων που επηρεάζουν εν δυνάμει τα φυσικά οικοσυστήματα που τυγχάνουν ειδικής προστασίας από τις ως άνω οδηγίες και τα αντίστοιχα εθνικά μέτρα, αλλά επιβάλλει την πλήρη και εμπεριστατωμένη μελέτη των επιπτώσεων του έργου ή της δραστηριότητας κατά το στάδιο που προηγείται της περιβαλλοντικής τους αδειοδότησης και την πρόβλεψη των κατάλληλων μέτρων για την εξουδετέρωση ή ελαχιστοποίηση των κινδύνων. Το ειδικό αυτό καθεστώς προστασίας ανέχεται την κατ’ εξαίρεση εκτέλεση έργων με σημαντικές επιπτώσεις σε περιοχή που έχει καθορισθεί ως Ζ.Ε.Π., μόνον εφόσον αυτό επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιοι λόγοι δεν είναι, μεν, επιτρεπτό να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό Ζ.Ε.Π., ο οποίος οφείλει να διενεργείται βάσει ορνιθολογικών και μόνον κριτηρίων, αλλά μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά την επακολουθούσα αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων στις ήδη καθορισθείσες ζώνες. Κατά μείζονα λόγο, δεν αποκλείεται η θεσμοθέτηση εργαλείων χωρικών σχεδιασμών των προστατευομένων περιοχών, δηλαδή σχεδίων που αποτελούν το αναγκαίο νομικό θεμέλιο για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, αφού κατά την κατάρτιση της απαραίτητης για την έγκριση του σχεδίου Σ.Μ.Π.Ε. οφείλει να έχει διερευνηθεί, ήδη κατά το στάδιο του σχεδιασμού, η επίπτωση του σχεδίου στο φυσικό περιβάλλον, η προστασία του οποίου πρέπει να εξειδικευθεί περαιτέρω κατά το στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των συγκεκριμένων έργων που θα ακολουθήσει. Είναι, τέλος, αυτονόητο ότι η συνδρομή λόγων επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν κατ’ εξαίρεση τη θεσμοθέτηση σχεδίου παρά τις αναμενόμενες σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις του επί Ε.Ζ.Δ. ή Ζ.Ε.Π., δεν απαλλάσσει τη Διοίκηση από την υποχρέωση να διασφαλίζει, στο μέτρο του εφικτού, την πλήρη εξουδετέρωση ή την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων του σχεδίου στις ζώνες προστασίας (ΣτΕ 2741/2014, 807/2014 7μ., ΠΕ Ολομ. 29/2015 κ.ά.).
19. Επειδή, με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης προβάλλεται ότι το νεώτερο Σχέδιο Διαχείρισης έχει εκδοθεί, κατά το βλαπτικό για τον αιτούντα μέρος της, κατά παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος, της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης και των Οδηγιών 2000/60/ΕΚ, 92/43/ΕΟΚ, 2001/42/ΕΚ και 85/337/ΕΟΚ, διότι το προτεινόμενο έργο θα προκαλέσει σοβαρή βλάβη στον προστατευόμενο υγροβιότοπο της Λίμνης Στυμφαλίας, που έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000 (GR 25300002), αποτελεί τόπο κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) και έχει ταξινομηθεί ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) βάσει της προμνησθείσης οδηγίας 2009/147/ΕΚ “για τη διατήρηση των αγρίων πτηνών”, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 της οποίας “Τα κράτη μέλη υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για να αποφεύγουν, στις ζώνες προστασίας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, τη ρύπανση ή την υποβάθμιση των οικοτόπων, καθώς και τις επιζήμιες για τα πτηνά διαταράξεις, όταν αυτές έχουν σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς στόχους του παρόντος άρθρου”.
20. Επειδή, σύμφωνα με την παρατεθείσα στη σκέψη 9 της παρούσης ΚΥΑ ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/28.8.2006 (Β΄ 1225), η στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), η οποία προηγείται κατά νόμον του Σχεδίου Διαχείρισης κάθε Υδατικού Διαμερίσματος, πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης του περιβάλλοντος και αξιολόγηση των ενδεχόμενων σημαντικών επιπτώσεων που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος. Εν προκειμένω, η ΣΜΠΕ, η οποία εγκρίθηκε με την πράξη Α.Π. οικ. 167391/5.4.2013 του Υπουργού Π.Ε.Κ.Α., του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Εσωτερικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υγείας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, περιέχει Κεφάλαιο 6, στο οποίο παρουσιάζεται η υφιστάμενη κατάσταση περιβάλλοντος (: 6.1.1. Φυσικό Περιβάλλον, 6.1.2. Προστατευόμενες Φυσικές Περιοχές – ΤΚΣ της οδηγίας 92/43, ΕΖΔ του ν. 3937/20011 και ΖΕΠ της οδ. 2009/147), στη δε σελ. 6-18 του εν λόγω Κεφαλαίου γίνεται ειδική αναφορά στη Λίμνη Στυμφαλία και το καθεστώς προστασίας της, βάσει των οδηγιών 92/43 και 2009/147. Επίσης, η ΣΜΠΕ περιέχει Κεφάλαιο 7, τιτλοφορούμενο “Εκτίμηση, Αξιολόγηση και Αντιμετώπιση επιπτώσεων”, στη σελ. 7-5 του οποίου αναφέρονται τα ακόλουθα: “Σημαντικό θεωρείται το μέτρο που προτείνεται να εφαρμοστεί στη λίμνη Στυμφαλία (7.06) και αφορά στον προσδιορισμό των αιτίων μείωσης του βάθους της λίμνης και σε καθορισμό δράσεων αποκατάστασης της λίμνης, όπως απομάκρυνση καλαμιώνων, αδρανών υλικών και στερεών απορριμμάτων που βρίσκονται σε διάφορες θέσεις κατά μήκος της παρόχθιας ζώνης. Μέσω των εν λόγω δράσεων δύναται να προστατευτεί και η πλούσια βιοποικιλότητα της λίμνης”. Περαιτέρω, στο ειδικότερο Κεφάλαιο 7.1.6 της ΣΜΠΕ, υπό τον τίτλο “Επιπτώσεις στα ύδατα”, γίνονται δεκτά τα εξής: “Δεδομένου ότι το προτεινόμενο σχέδιο αφορά σε διαχείριση υδατικών πόρων, οι επιπτώσεις στα ύδατα της περιοχής αναμένονται ιδιαίτερα θετικές και σημαντικές. Το προτεινόμενο Σχέδιο δύναται να επηρεάσει θετικά τόσο τα επιφανειακά όσο και τα υπόγεια ύδατα. Τα προτεινόμενα μέτρα είναι ιδιαιτέρως στοχευμένα με σκοπό την κάλυψη των αναγκών αλλά κυρίως στόχο την προστασία των υδατικών συστημάτων και των οικοσυστημάτων. Επισημαίνεται δε πως, ακόμα και αν τα μέτρα αφορούν αποκλειστικά στην προστασία οικοσυστημάτων (π.χ. διατήρηση οικολογικής παροχής), έχουν έμμεσα θετικές επιπτώσεις στους υδατικούς πόρους, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η κατασπατάλησή τους. Το προτεινόμενο Σχέδιο δύναται να επηρεάσει τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των υδατικών πόρων της περιοχής με σκοπό την αειφορική του διαχείριση ως έναν από τους σημαντικότερους φυσικούς πόρους. Σε προηγούμενο κεφάλαιο περιγράφηκαν αναλυτικά τα μέτρα (έργα) τα οποία δύναται να επηρεάσουν σημαντικά τους υδατικούς πόρους και τα οποία είναι: – Φράγμα Ασωπού ποταμού Ν. Κορινθίας – Διαδικτύωση Αγωγών Ύδρευσης Δήμου Κορινθίων ‐ Α΄ Φάση – … Τα μέτρα αξιολογήθηκαν ως προς τις επιπτώσεις τους: – Στον τρόπο διαχείρισης των υδατικών πόρων – Στην επάρκεια των υδατικών πόρων – Στη μείωση των απολήψεων – Στην εξασφάλιση των υδατικών πόρων για τις επόμενες γενιές – Στην ποιότητα των υδατικών πόρων. Η αξιολόγηση των συμπληρωματικών μέτρων έγινε στον πίνακα που ακολουθεί. Στον εν λόγω πίνακα παρουσιάζεται η αξιολόγηση των εφαρμοζόμενων ανά υδατικό σύστημα μέτρων προκειμένου να είναι κατανοητότερη η συνολική αξιολόγηση του Σχεδίου. Για εποπτικούς λόγους και προκειμένου να είναι σαφές γιατί ένα μέτρο επηρεάζει περισσότερο ή λιγότερο ένα σύστημα από ένα άλλο, χρησιμοποιείται ο χρωματισμός που δηλώνει την κατάσταση του συστήματος. Το μέτρο αξιολογείται μόνο ως προς το ΥΣ στο οποίο εφαρμόζεται”. Βάσει Πίνακα της ΣΜΠΕ, τα μέτρα 8.03, 8.04 και 13.01, που αφορούν την επίδικη υπόθεση (βλ. ανωτέρω, σκ. 14), αξιολογούνται ότι θα έχουν μικρή θετική επίπτωση στα συστήματα Β. Αχαΐας και Αραχναίου, αλλά μεγάλη θετική επίπτωση στο σύστημα Βόρειας Κορινθίας, που χρωματίζεται με κόκκινο χρώμα (= κακή οικολογική κατάσταση) και καμία επίπτωση στο σύστημα της Λίμνης Στυμφαλίας, που χρωματίζεται με γκρι χρώμα (=άγνωστη οικολογική κατάσταση) και για το οποίο λαμβάνονται και αξιολογούνται ότι θα έχουν μικρή και μέση, αντιστοίχως, θετική επίπτωση τα μέτρα 18.07 και 7.06 (για το ακριβές περιεχόμενο των οποίων βλ. ανωτέρω, σκ. 14). Στο Κεφάλαιο Α.6 της διοικητικής πράξης με την οποία εγκρίθηκε η ΣΜΠΕ αναφέρεται ότι “Τα εν λόγω έργα (Φράγμα Ασωπού ποταμού Ν. Κορινθίας, Διαδικτύωση Αγωγών Ύδρευσης Δήμου Κορινθίων – Α΄ Φάση, …) του ΥΔ Βόρειας Πελοποννήσου κρίνεται ότι δεν θα επηρεάσουν την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του συστήματος” και στο Κεφάλαιο Β της πράξης “Β1. Διαφοροποιήσεις Σχεδίου” γίνεται δεκτό ότι “Η εκτίμηση και αξιολόγηση των επιπτώσεων του Σχεδίου οδήγησε στο συμπέρασμα ότι δεν αναμένονται σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο των εξεταζόμενων περιβαλλοντικών παραγόντων. Συγκεκριμένα, στις περισσότερες των περιπτώσεων το προτεινόμενο πρόγραμμα μέτρων βελτιώνει σημαντικά την υφιστάμενη κατάσταση, είτε άμεσα είτε έμμεσα και συνεργιστικά, γεγονός που οφείλεται στο ότι ο σχεδιασμός του έχει γίνει με στόχο την αειφορία και την αντιμετώπιση όποιων δυσμενών καταστάσεων άπτονται της διαχείρισης των υδατικών πόρων. Ως εκ τούτου, δεν επιβάλλονται διαφοροποιήσεις στο προτεινόμενο πρόγραμμα για την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης”. Πέραν αυτών, η αρχική μελέτη της εταιρείας Εnveco, που ελήφθη υπόψη και κατά την εκπόνηση του ευρύτερου Σχεδίου της Βόρειας Πελοποννήσου, είχε λάβει υπόψη τον προστατευόμενο χαρακτήρα της Λίμνης Στυμφαλίας και είχε δεχθεί ότι αυτή τροφοδοτείται “και” από τις διαφυγές των πηγών Δρίζας, με περιορισμένες, ωστόσο, εκφορτίσεις, ενώ και το νεώτερο Σχέδιο δέχεται ότι, ναι μεν η Λίμνη αποτελεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας και Ειδική Ζώνη Διατήρησης [ΖΕΠ / ΕΖΔ] και η αύξηση των απολήψεων από τις πηγές Στυμφαλίας επηρεάζει κατ’ αρχήν το Υδατικό Σύστημα της Λίμνης, της οποίας η οικολογική κατάσταση είναι άγνωστη, όμως, εκτιμά τις απολήψεις ως πολύ μικρότερες από τα ετησίως ανανεώσιμα υδατικά αποθέματα και μη επηρεάζουσες, τελικώς, τα συνδεόμενα οικοσυστήματα. Επίσης, το νέο Σχέδιο υπολογίζει οικολογική παροχή για τη Λίμνη Στυμφαλία (σελ. 5-11, Πίνακας 5-8), στη βιοποικιλότητα της οποίας αναφέρεται, προτείνει τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων (7.06, 18.07), μετά την υλοποίηση των οποίων αναμένεται να επιτευχθεί “καλή κατάσταση” της Λίμνης έως το 2015, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν θα επηρεασθεί η επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων. Υπό τα δεδομένα αυτά, προκύπτει ότι η αυτοτελής – και μη προσβαλλόμενη με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης – ατομική πράξη έγκρισης της ΣΜΠΕ ερεύνησε πριν από την έγκριση του σχεδιασμού, όπως επιβάλλει η ΚΥΑ ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/28.8.2006 (Β΄ 1225), τις σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του Σχεδίου και των μέτρων του και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες, ενώ, πάντως, παρόμοιες εκτιμήσεις περιέχονται και στο Σχέδιο Διαχείρισης του Υδατικού Διαμερίσματος Βόρειας Πελοποννήσου. Επομένως, αβασίμως, εν πάση περιπτώσει, προβάλλεται παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος και των προαναφερθεισών οδηγιών, οι οποίες δεν περιέχουν, όπως έγινε δεκτό στη σκ. 18, απόλυτη απαγόρευση εκτέλεσης έργων που επηρεάζουν εν δυνάμει φυσικά οικοσυστήματα τυγχάνοντα ειδικής προστασίας ως ΖΕΠ ή ΕΖΔ, αλλά επιβάλλουν πλήρη μελέτη των επιπτώσεων του έργου ή της δραστηριότητας. Πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι που παρετέθησαν στην προηγούμενη σκέψη, ενώ, στο βαθμό που αμφισβητείται περαιτέρω η ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης ως προς τις επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον, οι λόγοι αυτοί προβάλλονται απαραδέκτως.
21. Επειδή, με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης προβάλλεται ότι δεν προκύπτει το κριτήριο επιλογής του Υδατικού Συστήματος Ζήρειας για την ύδρευση της Κορίνθου και δεν προηγείται η εξέταση και ο αποκλεισμός εναλλακτικών λύσεων ευμενέστερων για το περιβάλλον, όπως π.χ. η υδροληψία από το υδατικό σύστημα Λουτρακίου, το οποίο ευρίσκεται μεν στη ΛΑΠ Λεκανοπεδίου Αττικής, αλλά σε εγγύτητα προς την Κόρινθο, σε σχέση με τις πηγές της Στυμφαλίας, που απέχουν 50 χλμ. από την πόλη. Συναφώς, με το αυτό δικόγραφο προβάλλεται ότι μη νομίμως δεν τίθενται εναλλακτικοί περιβαλλοντικοί στόχοι, ούτε μέτρα προστασίας για το Υπόγειο Υδατικό Σύστημα Ζήρειας, ενόψει των επιπλέον απολήψεων και του προγραμματιζόμενου έργου της ύδρευσης των Δημοτικών Ενοτήτων Σολυγείας, Σαρωνικού και Τενέας του Δήμου Κορινθίων από τις πηγές της Στυμφαλίας, και ότι δεν τεκμηριώνεται επαρκώς το συμπέρασμα ότι το νέο αυτό έργο δεν πρόκειται να επηρεάσει την καλή κατάσταση του εν λόγω υδατικού συστήματος.
22. Επειδή, σύμφωνα με το Παράρτημα VII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, το ν. 3199/2003 και το π.δ. 51/2007, η εξέταση εναλλακτικών λύσεων δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των στοιχείων που υποχρεωτικώς περιλαμβάνει το Σχέδιο Διαχείρισης, ενώ “λογικές εναλλακτικές δυνατότητες σε περιεκτική μορφή”, εξετάζονται, κατά νόμον, στο πλαίσιο της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που προηγείται υποχρεωτικώς του Σχεδίου και εγκρίνεται με αυτοτελή διοικητική πράξη (βλ. άρθρο 6 παρ. 1 της ΚΥΑ ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/2006, ανωτέρω, σκ. 9). Εν προκειμένω εναλλακτικές λύσεις εξετάσθηκαν από τη στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων [ΣΜΠΕ], εγκριθείσα με την ΚΥΑ Α.Π. οικ. 167391/5.4.2013, η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως επ’ ευκαιρία προσβολής του προσβαλλόμενου Σχεδίου. Ειδικότερα, στη σελ. 5-7 της εν λόγω ΣΜΠΕ αναφέρεται ειδικότερα, σε σχέση με το επίμαχο ζήτημα, ότι “Το προτεινόμενο πρόγραμμα μέτρων προωθεί τη μείωση των αντλήσεων από το εξεταζόμενο ΥΥΣ και την ύδρευση περιοχών του Δ. Κορίνθου από τις πηγές Στυμφαλίας μέσω εξωτερικών δικτύων ύδρευσης. Οι περιοχές αυτές εκτείνονται τόσο στο εξεταζόμενο ΥΥΣ όσο και στο ΥΥΣ Αραχναίου. Εναλλακτικά, η απαιτούμενη ποσότητα νερού ύδρευσης (4.000.000 m3 /έτος) για τις περιοχές αυτές, μπορεί να εξασφαλιστεί με την κατασκευή και λειτουργία μιας μονάδας αφαλάτωσης. Το κόστος μιας τέτοιας μονάδας είναι μεγάλο (~0,8€/m3), ενώ το προτεινόμενο έργο δίκτυο ύδρευσης είναι ενταγμένο έργο και άρα έχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση”. Ειδικώς δε σε σχέση με την προτεινόμενη από τον αιτούντα δυνατότητα υδροληψίας από το Λουτράκι, αυτή είχε εξετασθεί στο παρελθόν και απορριφθεί, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το έγγραφο 93/26.1.2006 της ΔΕΥΑ Λουτρακίου – Περαχώρας προς τη ΔΕΥΑ Κορίνθου, “οι μελέτες που εκπονήθηκαν από το ΙΓΜΕ για το υδρολογικό ισοζύγιο του μεταλλικού υδροφορέα Λουτρακίου και ολοκληρώθηκαν το 2004 καταδεικνύουν ότι τα υδατικά αποθέματά του καλύπτουν οριακά τις σημερινές υδρευτικές ανάγκες του Λουτρακίου. Επιπρόσθετα υφίστανται ζητήματα επάρκειας στην υδροδότηση δημοτικών διαμερισμάτων του Δήμου Λουτρακίου – Περαχώρας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διατεθεί πόσιμο νερό για την κάλυψη υδρευτικών αναγκών της Κορίνθου καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα αποθέματα”. Εξάλλου, δεν απαιτείτο κατά νόμον να μνημονεύονται στο σώμα του Σχεδίου αναλυτικώς οι λόγοι για τους οποίους επελέγη για την υδροδότηση της Κορίνθου το ΥΥΣ Ζήρειας, το οποίο αναφέρεται στη ΣΜΠΕ ως έχον δυνατότητα περαιτέρω εκμετάλλευσης και απόληψης από μόνιμα αποθέματα σε περιόδους ξηρασίας (σελ. 4-84, “Πίνακας υπόγειων στρατηγικών αποθεμάτων στο Υδατικό Διαμέρισμα Βόρειας Πελοποννήσου” της ΣΜΠΕ), τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι, ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους, η Κόρινθος υδρευόταν από το Υδατικό Σύστημα Ζήρειας και είχε κατασκευασθεί, προ του έργου υδροληψίας 3 εκ. κ.μ. από τις πηγές Στυμφαλίας, αγωγός μεταφοράς ύδατος από γεωτρήσεις, με αφετηρία την πόλη της Κορίνθου που κατέληγε στην, κοντινή προς τις πηγές, περιοχή του Γαλατά. Ενόψει των προεκτεθέντων, αβασίμως, σε κάθε περίπτωση, προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως του Σχεδίου ότι δεν προκύπτει το κριτήριο επιλογής του ΥΥΣ Ζήρειας για την ύδρευση της Κορίνθου. Περαιτέρω, το νέο Σχέδιο τεκμηριώνει επαρκώς το συμπέρασμα ότι η ποσότητα των αντλήσεων από το ΥΥΣ Ζήρειας είναι πολύ μικρότερη από τα ετησίως ανανεώσιμα υδατικά αποθέματα και ότι το νέο έργο δεν θα επηρεάσει την καλή κατάσταση του ΥΥΣ, εφόσον, αφενός, δέχεται ότι η χημική του κατάσταση είναι καλή και ότι η μέση ετήσια τροφοδοσία του είναι 60 εκατ. κ.μ., από τα οποία αντλούνται τα 8, με αποτέλεσμα οι επιπλέον απολήψεις που θα απαιτηθούν για την υδροδότηση του διευρυμένου Καλλικρατικού Δήμου Κορινθίων να μην οδηγούν σε υποβάθμιση ή διακινδύνευση της καλής του κατάστασης και να μην απαιτείται να τεθούν εναλλακτικοί περιβαλλοντικοί στόχοι ή μέτρα προστασίας, και, αφετέρου, εκτιμά τις απολήψεις ως πολύ μικρότερες από τα ετησίως ανανεώσιμα υδατικά αποθέματα και μη επηρεάζουσες τα συνδεόμενα επιφανειακά συστήματα ή οικοσυστήματα. Πρέπει επομένως να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως.
23. Επειδή, με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης ο αιτών Δήμος ισχυρίζεται ειδικότερα, επαναφέροντας λόγους ακυρώσεως που είχαν προβληθεί κατά του αρχικού Σχεδίου Διαχείρισης, ότι: α) για τη διαθεσιμότητα και επάρκεια των υδατικών πόρων του υδατικού συστήματος Ζήρειας έχουν ληφθεί υπόψη μόνον τα στοιχεία μετρήσεων των ετών 1959-1969, 1984-1992 και 2004-2006, που δεν επαρκούν για να εξαχθούν οι πιο μακροχρόνιοι «μέσοι όροι» της δυναμικότητας των πηγών Δρίζας, λόγω των μεγάλων διακυμάνσεων μεταξύ υγρής και ξηρής περιόδου ανά έτος, β) κρίσιμος είναι ο όγκος υδάτων που εκφορτίζεται ετησίως από τις πηγές και που κυμαίνεται μεταξύ 11 εκατομμυρίων (βάσει μετρήσεων του έτους 1990) και 46 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων (βάσει μετρήσεων του έτους 1963) ετησίως, η δε συνολική παροχή του Συστήματος Ζήρειας αναφέρεται μόνον προς εντυπωσιασμό και ουδεμία σχέση έχει με τις εκφορτίσεις των πηγών Στυμφαλίας, γ) κατά συνέπεια, σε περιόδους που η εκφόρτιση των πηγών είναι μόλις 11 εκατ. κ.μ., καθίσταται ανέφικτη η υδροδότηση της Κορίνθου με 9 ή και 10 εκατ. κ.μ. ετησίως, όταν μάλιστα πρέπει να καλυφθούν από τις πηγές και οι υδρευτικές ανάγκες άλλων περιοχών στην ίδια ΛΑΠ, όπως του αιτούντος Δήμου Σικυωνίων, δ) εσφαλμένως θεωρείται διαθέσιμο το σύνολο του υδατικού δυναμικού της υδρολογικής λεκάνης, καθώς οι συγκεκριμένοι γεωλογικοί σχηματισμοί είναι καρστικοί και το νερό διαφεύγει υπογείως προς γειτονικές υδρολογικές λεκάνες, ε) αποκρύπτεται ότι το νέο έργο επηρεάζει και τα Υδατικά Συστήματα Ασωπού και Αργολικού Πεδίου, λόγω εκροών από τη λεκάνη Στυμφαλίας προς τις λεκάνες Ασωπού και Αλέας, και δεν εξετάζονται οι επιπτώσεις του έργου στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων των επηρεαζόμενων Υδατικών Συστημάτων Ζήρειας, ΛΑΠ Αργολίδας και Λίμνης Στυμφαλίας, όπως επιτάσσει το άρθρο 4 του π.δ. 51/2007, ούτε ερευνάται αν επηρεάζεται η στάθμη της λίμνης και στ) η μέθοδος χρήσης μέσων ετήσιων, αντί μηνιαίων, τιμών προσφοράς και ζήτησης νερού είναι, κατά τον αιτούντα, επιστημονικώς ανεπαρκής, διότι υπάρχει μεγάλη διακύμανση μεταξύ υγρών (Νοέμβριος έως Φεβρουάριος) και ξηρών (Μάρτιος έως Οκτώβριος) μηνών και έξαρση της ζήτησης από Μάιο έως Σεπτέμβριο, ενώ θα έπρεπε να υπολογισθεί η προσφορά και ζήτηση ανά μήνα για τα τρία υδρολογικά σενάρια, που θα κατεδείκνυε ότι οι καλοκαιρινές παροχές των πηγών, κατά τους υπέρξηρους μήνες, είναι ελάχιστες ή μηδαμινές και δεν επαρκούν για τις ανάγκες ύδρευσης και άρδευσης.
24. Επειδή, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο του Σχεδίου, για την τεκμηρίωση της επάρκειας των υδατικών πόρων του υδατικού συστήματος Ζήρειας έχουν πράγματι ληφθεί υπόψη και στοιχεία μετρήσεων των ετών 1959-1969, 1984-1992 και 2004-2006, αβασίμως όμως προβάλλει ο αιτών (βλ. προηγούμενη σκ., υπό στοιχείο α΄) ότι αυτά δεν επαρκούν για να εξαχθούν οι πιο μακροχρόνιοι «μέσοι όροι» της δυναμικότητας των πηγών Δρίζας, λόγω των μεγάλων διακυμάνσεων μεταξύ υγρής και ξηρής περιόδου ανά έτος. Και τούτο διότι, πέραν του ότι οι μετρήσεις αυτές ανάγονται σε μεγάλο χρονικό διάστημα και αποτυπώνουν τις μεγάλες διακυμάνσεις των ετήσιων παροχών των πηγών, αναλόγως αν πρόκειται για έτος με αυξημένες βροχοπτώσεις ή για έτος έντονης ξηρασίας (π.χ. 46,3 εκατ. κ.μ. το έτος 1962-63 έναντι 11 εκατ. κ.μ. το έτος 1989-90), πάντως, στο 10ο παραδοτέο του Σχεδίου έχουν συναξιολογηθεί και μεταγενέστερα του 2006 στοιχεία, προερχόμενα από το Υπουργείο Ανάπτυξης και το ΙΓΜΕ, που αφορούν τα έτη 2008 και 2010, ενώ παρατίθεται και ειδικό διάγραμμα παροχής των πηγών Στυμφαλίας σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους του διαστήματος των ετών 1958 έως 2006 και πάντοτε κατά το μήνα Σεπτέμβριο, που έπεται των καλοκαιρινών ξηρών μηνών και θεωρείται περίοδος χαμηλών παροχών ύδατος. Περαιτέρω, το Σχέδιο αναφέρει τις παροχές του Συστήματος Ζήρειας συνολικώς, αλλά και τις παροχές των επίδικων πηγών, με υπολογισθείσα μέση ετήσια απορροή, κατά το αρχικό Σχέδιο Διαχείρισης της λεκάνης Στυμφαλίας, της τάξης των 32 εκατ. κ.μ. και με παροχή μόλις 11 εκατ. κ. μ., κατά τη διάρκεια ενός ιδιαιτέρως ξηρού υδρολογικού έτους, και παραπέμπει στους περιβαλλοντικούς όρους του εκτελεσθέντος έργου “Υδροδότηση Κορίνθου από περιοχή Στυμφαλίας (εξωτερικό δίκτυο ύδρευσης τμήμα Γαλατά, Στυμφαλία και περιοχή Στυμφαλίας) Ν. Κορινθίας”, άρα και στον όρο Δ.20, σύμφωνα με τον οποίον δεν θα πραγματοποιείται υδροληψία αν η παροχή των πηγών είναι μικρότερη των 500 κ.μ. ανά ώρα, κατ’ εφαρμογή δε του όρου αυτού δεν θα γίνεται απόληψη, αν η παροχή πηγών κυμαίνεται κάτω του ελαχίστου αυτού ορίου. Ενόψει αυτού, πρέπει να απορριφθούν οι εκτεθέντες στην προηγούμενη σκέψη λόγοι υπό στοιχεία β΄ και γ΄. Στη συνέχεια, ο λόγος υπό στοιχείο δ΄, κατά τον οποίον “οι συγκεκριμένοι γεωλογικοί σχηματισμοί είναι καρστικοί και το νερό διαφεύγει υπογείως προς γειτονικές υδρολογικές λεκάνες”, είναι, όπως προβάλλεται, απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήσσει την ανέλεγκτη τεχνική κρίση της Διοίκησης, πολλώ δε μάλλον όταν η δυναμικότητα του συστήματος είναι 60 εκατ. κ.μ. και οι απολήψεις, ακόμη και μετά την αύξηση της υδρομάστευσης για τις ανάγκες του Δήμου Κορινθίων, πολύ μικρότερες και δεν προβάλλεται ποιά είναι η ποσότητα που διαφεύγει, κατά τον αιτούντα, ώστε να κριθεί αν αυτή είναι σημαντική, σε βαθμό που να οδηγεί σε ουσιώδη μείωση των αποθεμάτων του υδατικού συστήματος. Απορριπτέος επίσης κρίνεται και ο προπεριγραφείς λόγος υπό στοιχείο ε΄, σύμφωνα με τον οποίον δεν ερευνάται αν επηρεάζεται η στάθμη της Λίμνης και αποκρύπτεται ότι το νέο έργο επηρεάζει και άλλα Υδατικά Συστήματα χωρίς να ερευνηθούν οι σχετικές επιπτώσεις. Και τούτο διότι το Σχέδιο δέχεται, σε κάθε περίπτωση, ότι “Οι απολήψεις αυτές δεν επηρεάζουν τα συνδεόμενα επιφανειακά συστήματα ή οικοσυστήματα”, άρα εμμέσως δέχεται ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις σε κανένα από τα συστήματα και οικοσυστήματα, όπως άλλωστε είχε γίνει δεκτό και από το αρχικό Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων της Λεκάνης Στυμφαλίας, το οποίο συνεκτιμήθηκε κατά την εκπόνηση του νεώτερου Σχεδίου• σημειωτέον δε ότι έχουν ληφθεί και μέτρα που αποσκοπούν στην προστασία άλλων περιοχών και την ενίσχυση διαφορετικών υδατικών συστημάτων (κατασκευή έργου διανομής ύδατος στην έξοδο της σήραγγας στη θέση Σούρι, ώστε να μεταφέρεται η απαιτούμενη ποσότητα προς τη λεκάνη Σκοτεινής Αλέας της Αργολίδας, κατασκευή φράγματος Ασωπού, ένταξη αρδευομένων εκτάσεων της περιοχής της Λίμνης σε νέα οργανωμένα αρδευτικά δίκτυα), ενώ στο Παράρτημα Β – Παραδοτέο 8 Α΄ φάσης του νεώτερου Σχεδίου αναφέρεται η οικολογική παροχή των υδατικών συστημάτων της ΛΑΠ GR27 και ειδικότερα οικολογική παροχή για το ΥΣ της Λίμνης Στυμφαλίας [σελ. 5-10 επ. – Πίνακας 5‐8], στοιχείο που μαρτυρεί την πρόνοια εξασφάλισης της ελάχιστης παροχής ύδατος για την τροφοδοσία της Λίμνης, της οποίας η στάθμη δεν πρόκειται να επηρεασθεί, κατά το έγγραφο από 20.2.2004 του Τμ. Διαχείρισης Υδατικών Πόρων της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας (ανωτέρω, σκ. 4). Τέλος, αβασίμως προβάλλεται και ο λόγος υπό στοιχείο στ΄, κατά τον οποίον η μέθοδος χρήσης μέσων ετήσιων, αντί μηνιαίων, τιμών προσφοράς και ζήτησης νερού είναι επιστημονικώς ανεπαρκής. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι στο αρχικό Σχέδιο, οι μετρήσεις του οποίου ελήφθησαν υπόψη, παρέχονται στοιχεία της παροχής των πηγών Δρίζας για καθέναν από τους 12 μήνες των τριών “σεναρίων” (που ανάγονται σε ξηρό, κανονικό και υγρό έτος), πάντως, και στο νεώτερο Σχέδιο αποτυπώνεται όχι μόνον η ετήσια παροχή, αλλά και η διακύμανση της μηνιαίας δυναμικότητας των πηγών Στυμφαλίας το μήνα Σεπτέμβριο συγκεκριμένων ετών έως το 2006, ενώ, κατά τα λοιπά, απαραδέκτως πλήσσεται η τεχνική κρίση της Διοίκησης ως προς την επιλογή της κατάλληλης επιστημονικής μεθόδου αξιολόγησης του υδατικού δυναμικού. Αν, πάντως, ανακύψει ζήτημα μικρής παροχής των πηγών Δρίζας (κάτω των 500 κ.μ. ανά ώρα), ο Δήμος Κορινθίων δεν θα υδροδοτείται από τις εν λόγω πηγές, αλλά οι σχετικές ανάγκες θα ικανοποιούνται με άλλο τρόπο, και το επιχείρημα ότι, στην περίπτωση αυτή, δεν θα εξασφαλίζεται η ύδρευση του Δήμου Κορινθίων προβάλλεται από τον αιτούντα εκ συμφέροντος τρίτου, ήτοι του Δήμου Κορινθίων.
25. Επειδή, προβάλλεται ότι το νεώτερο Σχέδιο δεν αιτιολογεί την ανάγκη αύξησης των απολήψεων, δεδομένου ότι στο αρχικό σχέδιο Διαχείρισης της λεκάνης Στυμφαλίας (2006) είχαν υπολογισθεί οι ανάγκες για την ύδρευση της Κορίνθου για το έτος 2018 σε 3 εκ. κυβικά μέτρα, με αποτέλεσμα είτε το παλαιό είτε το νέο Σχέδιο να περιέχουν ανακριβή δεδομένα. Στη συνέχεια, προβάλλεται ότι δεν εξετάζονται από το Σχέδιο όλες οι χρήσεις των υδάτων των πηγών Δρίζας, δεν καθορίζεται η οικολογική τους παροχή, ούτε αναφέρονται, κατά περιοχές και αριθμητικώς, οι εν δυνάμει χρήστες νερού του ΥΣ Ζήρειας που εκφορτίζεται στις πηγές Στυμφαλίας, οι χρονικές περίοδοι αύξησης της ζήτησης, οι ποσότητες νερού και οι χρονικές περίοδοι που είναι διαθέσιμο, ή ο τρόπος με τον οποίον οι διαθέσιμες ποσότητες θα μοιραστούν στους χρήστες, για να μην υπάρχουν συγκρούσεις χρήσεων. Συναφώς προβάλλεται ότι δεν παρατίθενται στοιχεία για την τεκμηρίωση της παραδοχής ότι τυχόν μελλοντικά έργα ύδρευσης του Δήμου Σικυωνίων από το ίδιο ΥΣ δεν θα επηρεασθούν από την αύξηση της απολήψιμης ποσότητας ύδατος από το Δήμο Κορινθίων, ούτε προκύπτει ο λόγος για τον οποίον προτάσσεται η υδροδότηση της Κορίνθου έναντι του Δήμου Σικυωνίων, ο οποίος υδροδοτείται από το ΥΣ Κορίνθου – Κιάτου, το οποίο βρίσκεται, όπως δέχεται και η μελέτη, σε κακή ποιοτική κατάσταση. Προβάλλεται τέλος ότι δεν αναφέρεται ο τρόπος αποφυγής φαινομένων υπερεκμετάλλευσης του φυσικού πόρου και εξάντλησής του, όταν μάλιστα από τις ίδιες πηγές τροφοδοτείται και η προστατευόμενη Λίμνη Στυμφαλίας.
26. Επειδή, κατά την έννοια της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας, το Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις ανάγκες ύδρευσης των οικισμών και άρδευσης των εκτάσεων που εμπίπτουν στα κατ’ ιδίαν υδατικά συστήματα και να εξασφαλίζει, στο μέτρο του δυνατού, την ικανοποίηση όλων των σχετικών αναγκών, με την ύδρευση να προηγείται και να αποκλείει κάθε άλλη χρήση, σε περίπτωση ανεπάρκειας των υδατικών πόρων. Σε σχέση με το ζήτημα της αιτιολόγησης της ανάγκης αύξησης των απολήψεων για την υδροδότηση του Δήμου Κορινθίων, στη σελ. 5-15 του Παραδοτέου 8 του Σχεδίου, που αφορά την “Ανάλυση ανθρωπογενών πιέσεων και των επιπτώσεών τους στα επιφανειακά ύδατα και στα υπόγεια υδατικά συστήματα”, αναφέρονται οι ετήσιες και οι θερινές ανάγκες ύδρευσης για το έτος 2011, ανά Δημοτική Ενότητα του εν λόγω Δήμου, και στη σελ. 5-18 παρουσιάζονται οι πραγματοποιηθείσες απολήψεις για ύδρευση ανά Δημοτική Ενότητα (ΔΕ) του Δήμου Κορινθίων για το αυτό έτος 2011 (συνολικώς 8,204 εκατ. κ.μ. για όλες τις ΔΕ του Δήμου Κορινθίων, οι οποίες εν μέρει ικανοποιούνται, προφανώς, με άλλο τρόπο), στοιχεία που δεν αμφισβητούνται ως προς την ακρίβειά τους με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης. Τα στοιχεία αυτά δεν έρχονται σε αντίφαση με τις προβλέψεις του προηγούμενου σχεδίου, διότι μετά το ν. 3852/2010 (Α΄ 87) ο Δήμος Κορινθίων αποτελείται όχι μόνον από τον παλαιό ομώνυμο Δήμο, αλλά και από τους Δήμους Σαρωνικού, Σολυγείας, Άσσου – Λέχαιου και Τενέας, οι οποίοι καταργήθηκαν, με συνέπεια την αύξηση πληθυσμού (βλ. σελ. 15939 επ. του ΦΕΚ του Σχεδίου, όπου καταγράφονται ο πραγματικός και εποχιακός πληθυσμός των Δημοτικών Ενοτήτων του Δήμου Κορινθίων τα έτη 1991, 2001, οι ξενοδοχειακές μονάδες και στοιχεία τουρισμού και γίνεται εκτίμηση των μεγεθών αυτών έως το έτος 2021)• τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι τυχόν αστοχία του παλαιότερου Σχεδίου στην πρόβλεψη, για το έτος 2018, του υδρευόμενου πληθυσμού και των αναγκών ύδρευσης δεν θα αποτελούσε λόγο ακυρώσεως του νεώτερου. Πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ο λόγος κατά τον οποίον δεν τεκμηριώνεται η ανάγκη αύξησης των απολήψεων για την υδροδότηση του Δήμου Κορινθίων. Περαιτέρω, ήδη από το 2004, το Τμήμα Διαχείρισης Υδατικών Πόρων της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος είχε δεχθεί ότι μικρό μόνον ποσοστό των πηγών Δρίζας εξυπηρετεί αρδευτικές ανάγκες της περιοχής (έγγραφο 930/20.2.2004, ανωτέρω, σκ. 4) και το αρχικό Σχέδιο, που αφορούσε τη λεκάνη Στυμφαλίας και ελήφθη υπόψη από το νεώτερο, είχε υπολογίσει τις ποσότητες ύδατος των πηγών Δρίζας σε 32 εκατ. κ.μ., κατά μέσο όρο ετήσιας απορροής, και είχε εξετάσει τις χρήσεις των υδάτων της λεκάνης Στυμφαλίας και τις σχετικές ανάγκες (βλ. σελ. Α-33 επ., Β-17 επ.). Όπως προελέχθη, και το νεώτερο Σχέδιο αναφέρει τους χρήστες νερού από το επίμαχο ΥΣ Ζήρειας και τις ανάγκες σε νερό ανά κατηγορία (άρδευση, ύδρευση κοκ), χωρίς να απαιτείται κατά νόμον να αναφέρονται στο σώμα του και οι χρήσεις των υδάτων για κάθε επιμέρους πηγή. Ούτε απαιτείται να αναλύεται λεκτικώς στο σώμα του Σχεδίου Διαχείρισης ο τρόπος κατανομής του ύδατος στους χρήστες νερού του ΥΣ κατά περιοχές και ανά χρονική περίοδο, αφού τέτοια ανάλυση προφανώς έχει προηγηθεί προκειμένου να σχεδιασθεί η ικανοποίηση των αναγκών ύδρευσης, άρδευσης, βιομηχανίας κ.ο.κ. και να ληφθούν τα απαιτούμενα μέτρα για την επίτευξη των στόχων της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας που αφορούν τη βιώσιμη χρήση των υδάτων, την καλή ποσοτική και ποιοτική κατάστασή τους και τη μακροπρόθεσμη προστασία των διαθέσιμων πόρων, που είναι εκ της φύσεώς τους περιορισμένοι. Εν προκειμένω, πέραν του σχεδιασμού για την υδροδότηση της Κορίνθου και την αντιμετώπιση των προβλημάτων του Συστήματος Βόρειας Κορινθίας, το Σχέδιο εξετάζει, παραλλήλως, και ζητήματα που άπτονται της υδροδότησης οικισμών της παραλιακής ζώνης του αιτούντος Δήμου Σικυωνίων και της άρδευσης των καλλιεργειών του, και θεσπίζει τα εξής συμπληρωματικά μέτρα για το σύστημα Κορίνθου – Κιάτου, από το οποίο υδροδοτείται ο αιτών: α. μέτρο 11.06, που προβλέπει “αξιοποίηση των πηγών Βάλτου και του καρστικού συστήματος Ζήρειας που εκφορτίζεται με τις πηγές Στυμφαλίας – Κεφαλαρίου” και “σταδιακή κατάργηση των υφισταμένων υδρευτικών γεωτρήσεων της παραλιακής ζώνης του Δήμου Σικυωνίων” (σελ. 16209 του ΦΕΚ του Σχεδίου), β. μέτρο 2.04, για την κατάργηση αρδευτικών γεωτρήσεων που ευθύνονται για την παρατηρούμενη υπεράντληση, μετά την κατασκευή του φράγματος στον Ασωπό ποταμό (σελ. 16208 ΦΕΚ), γ. μέτρο 9.02, βάσει του οποίου αντικαθίστανται οι δύο μέθοδοι άρδευσης με κατάκλυση και καταιονισμό, από την μέθοδο της “στάγδην άρδευσης”, που αναμένεται να περιορίσει σε σημαντικό βαθμό την κατασπατάληση του αρδευτικού νερού (με όφελος κατά 40 και 30%, ανά μέθοδο – σελ. 16208 ΦΕΚ), δ. μέτρο 13.03, για την αντικατάσταση των ανοικτών συλλογικών δικτύων με κλειστά δίκτυα υπό πίεση, με σκοπό τη μείωση των απωλειών (αναφέρεται ότι το μέτρο αφορά αντλήσεις για την άρδευση εκτάσεων του Αρδευτικού Οργανισμού Στυμφαλίας – Ασωπού Κορινθίας – ΑΟΣΑΚ – και ότι το δίκτυο αρδεύει 45.000 στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων – σελ. 16209 ΦΕΚ), ε. μέτρο 14.01, κατά το οποίο i/ η κατασκευή του φράγματος του Ασωπού – που είχε προταθεί για τη συγκράτηση του χειμερινού υδατικού δυναμικού που καταλήγει ανεκμετάλλευτο στη θάλασσα – θα αποφέρει όγκο νερού 59 εκ. κ.μ., εκ των οποίων ποσοστό 55% προέρχεται από τη λεκάνη του Ασωπού και 45% από απορροές της λεκάνης της Στυμφαλίας, ii/ ο ταμιευτήρας του φράγματος θα δεσμεύει 17,95 εκατ. κ.μ. για αρδευτικούς σκοπούς (από Απρίλιο έως Οκτώβριο), 6 εκ. κ.μ. για τεχνητό εμπλουτισμό (από Ιανουάριο έως Μάρτιο), 2,37 εκ. κ.μ. για οικολογική παροχή (από Απρίλιο έως Οκτώβριο) και 2 – 2,5 εκ. κ.μ. για άλλες χρήσεις, iii/ σκοπός της κατασκευής του φράγματος είναι η άρδευση των καλλιεργειών που αρδεύονται από το ΥΥΣ Κορίνθου – Κιάτου, ο τεχνητός εμπλουτισμός του ΥΥΣ, καθώς και η αντιμετώπιση της υφαλμύρινσης και της υποβάθμισης του Συστήματος από τις υφιστάμενες αντλήσεις. Συναφώς, το Σχέδιο προβλέπει την ένταξη των υφισταμένων αρδευόμενων εκτάσεων στην περιοχή της λίμνης σε “Νέα οργανωμένα αρδευτικά δίκτυα” [Μέτρο 11.02] και, κατά συνέπεια, έχει προνοήσει για την κάλυψη της άρδευσης των εκτάσεων αυτών μετά την εκτέλεση του έργου της υδροδότησης της Κορίνθου. Προκύπτει, κατά συνέπεια, ότι υφίσταται σχεδιασμός και για το σύστημα Κορίνθου – Κιάτου, που βρίσκεται όντως σε κακή κατάσταση, όπως και το σύστημα Βόρειας Κορινθίας, και ότι το Σχέδιο έχει λάβει πρόνοια και για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του πρώτου, με την εισαγωγή των προπεριγραφέντων συμπληρωματικών μέτρων. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι, δοθέντος μάλιστα ότι με τα δικόγραφα της αρχικής αίτησης ή συνέχισης της δίκης δεν προβάλλεται ειδικότερα ότι ο αιτών Δήμος είχε υποβάλει αίτημα υδροδότησης από τις επίμαχες πηγές Στυμφαλίας πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου Σχεδίου ή ότι υπάρχουν άλλες ανάγκες ύδρευσης / άρδευσης του αιτούντος, που δεν λαμβάνονται υπόψη από αυτό και παραμένουν ακάλυπτες μετά το νέο σχεδιασμό της ικανοποίησης των αναγκών σε νερό. Σημειωτέον ότι και η νεώτερη ΜΠΕ, που συνετάγη τον Απρίλιο του έτους 2015 και εγκρίθηκε με την πράξη Α.Π. Οικ. 58412/2.12.2016 (βλ. σκ. 4), διαπιστώνει ότι το έργο της απόληψης, κατά το χρόνο εκείνο, 3 εκατ. κ.μ. ετησίως, για την υδροδότηση της Κορίνθου, ετέθη σε λειτουργία το έτος 2011 και λειτουργεί κανονικά και ότι “από τη λειτουργία του έργου δεν έχουν προκύψει προβλήματα υδροδότησης άλλων περιοχών, καθώς και αρδευτικών αναγκών των περιοχών που υδροδοτούνται από το ίδιο υδατικό διαμέρισμα της Ζήρειας, ούτε βέβαια στο ίδιο το υδατικό σύστημα” (σελ. 37). Λόγω δε της δυναμικότητας του ΥΣ Ζήρειας (60 εκ. κ.μ.) και των υποπολλαπλάσιων, σε σχέση προς αυτήν, απολήψεων, δεν εξειδικεύεται από τον αιτούντα, ούτε πιθανολογείται, αδυναμία σχεδιασμού μελλοντικών έργων υδροδότησής του από το αυτό ΥΣ, πολλώ δε μάλλον όταν ο αιτών Δήμος ζήτησε και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη της παρεμβαίνουσας Δημοτικής Επιχείρησης για να αντλήσει 2 εκατ. κ.μ. ετησίως από τις πηγές Στυμφαλίας, χωρίς, ωστόσο, αυτό να έχει ακόμη προβλεφθεί σε Σχέδιο Διαχείρισης (ανωτέρω, σκ. 12). Τέλος, αβασίμως προβάλλεται ότι δεν λαμβάνονται μέτρα αποτροπής της “υπερεκμετάλλευσης του φυσικού πόρου και εξάντλησής του”, “όταν μάλιστα από τις ίδιες πηγές τροφοδοτείται και η προστατευόμενη Λίμνη Στυμφαλίας”. Τούτο διότι ο στόχος αυτός εξυπηρετείται με την πρόβλεψη οικολογικής παροχής της Λίμνης Στυμφαλίας [Παραδοτέο 8 Α΄ φάσης του Σχεδίου, σελ. 5-10 επ.], αλλά και με τη θέσπιση ανωτάτου ορίου απολήψεων από τις πηγές (10 εκατ. κ.μ.), ενώ, όπως έγινε δεκτό προηγουμένως, υφίστανται περιβαλλοντικοί όροι του ήδη εκτελεσθέντος έργου “Υδροδότηση Κορίνθου από περιοχή Στυμφαλίας (εξωτερικό δίκτυο ύδρευσης τμήμα Γαλατά, Στυμφαλία και περιοχή Στυμφαλίας) Ν. Κορινθίας”, ως προς την ελάχιστη αδέσμευτη ωριαία παροχή των πηγών και την κλιμάκωση της υδρομάστευσης αναλόγως της εποχής (130 λίτρα / δευτερόλεπτο από Νοέμβριο – Ιούνιο, έναντι 100 από Ιούλιο – Οκτώβριο), όροι που έχουν τεθεί ακριβώς για την αποτροπή κινδύνων υπερεκμετάλλευσης των πηγών. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι που εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη.
27. Επειδή, με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο Σχέδιο είναι, κατά το οικείο μέρος του, μη νόμιμο και για το λόγο ότι ομολογείται σε αυτό (σελ. 16240 ΦΕΚ) η προβληματική παροχή δεδομένων από φορείς σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, η μικρή κάλυψη των ποτάμιων και μεταβατικών υδάτων από σταθμούς, η έλλειψη σταθμών παρακολούθησης στα λιμνιαία συστήματα, η έλλειψη πληρότητας και συνέχειας χρονοσειρών υδρομετεωρολογικών μεγεθών από υδρομετρικούς σταθμούς και η έλλειψη επάνδρωσης των κατά τόπους Διευθύνσεων Υδάτων και Τμημάτων Υδροοικονομίας. Η έλλειψη αυτή δεδομένων, που ενισχύει, κατά τον αιτούντα, την αμφιβολία για την αξιοπιστία των συμπερασμάτων, καθίσταται ακόμη εντονότερη για τη Λίμνη Στυμφαλία, διότι, ενώ γίνεται δεκτό από το Σχέδιο ότι η οικολογική της κατάσταση είναι άγνωστη, ότι είναι άδηλο αν θα επιτύχει τους στόχους της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ έως το έτος 2015 και ότι πρέπει να διεξαχθεί μέτρηση της στάθμης της και διερεύνηση των αιτίων υποβάθμισής της, παρά ταύτα, υιοθετείται, αντιφατικώς, αύξηση των απολήψεων από τις πηγές που την τροφοδοτούν [σε 10 εκατ. κ.μ.], χωρίς να έχει εκτιμηθεί ο ακριβής όγκος νερού που εκφορτίζεται στη λίμνη από τις πηγές, χωρίς να προβλέπεται οικολογική παροχή για τις εν λόγω πηγές και χωρίς να έχει ληφθεί μέριμνα για τη διατήρηση της Λίμνης ως τόπου κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.
28. Επειδή, λόγω των αναλυτικών στοιχείων, μετρήσεων και εκτιμήσεων που περιέχονται στο Σχέδιο Διαχείρισης του Υδατικού Διαμερίσματος Β. Πελοποννήσου και τα υποστηρικτικά του παραρτήματα και περιγράφονται σε προηγούμενες σκέψεις, οι ως άνω ελλείψεις δεδομένων στις οποίες αναφέρεται ο αιτών – οι οποίες άλλωστε δεν συνδέονται με τη συγκεκριμένη ΛΑΠ Ρεμάτων Βορείας Πελοποννήσου, αλλά μνημονεύονται ως γενική διαπίστωση του Σχεδίου – δεν αποτελούν πλημμέλεια συνεπαγόμενη την ακύρωση του Σχεδίου κατά το πλησσόμενο μέρος του, ως αβασίμως προβάλλεται. Εξάλλου, ναι μεν η οικολογική κατάσταση της Λίμνης Στυμφαλίας είναι, όπως δέχεται το Σχέδιο, άγνωστη και πρέπει να διεξαχθεί μέτρηση της στάθμης της και διερεύνηση των αιτίων υποβάθμισής της, όμως, γίνεται επίσης δεκτό (σελ. Α-31 και 38 της μελέτης «Διαχείριση Υδατικών Πόρων Υδρολογικών Λεκανών Στυμφαλίας και Ασωπού») ότι η Λίμνη τροφοδοτείται κυρίως από τις επιφανειακές απορροές των υδατορεμάτων, ότι δέχεται “περιορισμένες” εκφορτίσεις από τις πηγές και ιδίως τις επίμαχες πηγές Δρίζας και ότι τα προβλήματα που διαπιστώνονται αφορούν την επέκταση των καλαμιώνων, τον ευτροφισμό και τη μείωση του βάθους, εξαιτίας προσχώσεων. Στο δε Παράρτημα Β – Παραδοτέο 8 Α΄ φάσης, σελ. 5-10 επ. [Πίνακας 5‐8] του νεώτερου Σχεδίου προβλέπεται οικολογική παροχή για το ΥΣ της Λίμνης Στυμφαλίας, με συνέπεια να προκύπτει ότι έχει ληφθεί υπόψη και αξιολογηθεί η απαιτούμενη ποσότητα ύδατος για την οικολογική ισορροπία της Λίμνης. Επίσης, προκειμένου να μην τεθεί σε διακινδύνευση η ύπαρξη και η φυσιογνωμία της Λίμνης ως Τόπου Κοινοτικής Σημασίας κατά την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και να επιτευχθεί η καλή κατάστασή της έως το 2015, το νεώτερο Σχέδιο λαμβάνει συμπληρωματικά μέτρα, που αφορούν τη μέτρηση εισροής των χειμάρρων που καταλήγουν σε αυτή και την απομάκρυνση καλαμιώνων, αδρανών υλικών και στερεών απορριμμάτων, από τα μέτρα δε αυτά προκύπτει ότι, κατά την ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης, που δεν ελέγχεται περαιτέρω ακυρωτικώς, η τροφοδοσία της Λίμνης γίνεται πρωτίστως από τους χειμάρρους που καταλήγουν σε αυτήν και μόνον περιορισμένα από τις πηγές και ότι οι καλαμιώνες, τα αδρανή υλικά και στερεά απορρίμματα είναι οι αιτίες που ευθύνονται για τα ως άνω προβλήματα, μαζί με τις ανεξέλεγκτες απολήψεις όχι από τις πηγές, αλλά από τα ύδατα της ίδιας της Λίμνης (βλ. ιδίως το έγγραφο 930/20.2.2004 του Τμήματος Διαχείρισης Υδατικών Πόρων Περιφέρειας Δυτ. Ελλάδος, κατά το οποίο i. η Λίμνη συρρικνώνεται κατά την αρδευτική περίοδο λόγω της άμεσης απόληψης νερού από αυτήν για την ενίσχυση αρδευτικού δικτύου και ii. η στάθμη της Λίμνης δεν πρόκειται να επηρεασθεί από την υδρομάστευση, αφού έχει αποδειχθεί η υδατοστεγανότητα του πυθμένα της και ο τρόπος τροφοδοσίας της). Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι δεν αναμένεται να επηρεάσουν τη Λίμνη οι επίμαχες απολήψεις από τις πηγές Δρίζας και αβασίμως προβάλλεται ότι η αύξηση των απολήψεων παρίσταται αντιφατική ή ότι έπρεπε να ληφθούν και άλλα μέτρα πέραν των θεσπιζομένων για την προστασία της Λίμνης (βλ. Πίνακα 12-7, σελ. ΦΕΚ 16204, μέτρα 7.06 και 18.07 / Πίνακα Π.Θ-1, σελ. 16261, μέτρο 11.02), ενώ, κατά τα λοιπά, απαραδέκτως αμφισβητείται η ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης ως προς την προσφορότητα και επάρκεια των ληφθέντων μέτρων.
29. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η δίκη πρέπει να καταργηθεί εν όλω, λόγω παραίτησης, για το δεύτερο αιτούντα και εν μέρει, κατά το μέρος που προσβάλλεται η απόφαση 1160/οικ./12.10.2006 της Γενικής Γραμματέως της Περιφέρειας Πελοποννήσου, για το Δήμο Σικυωνίων Κορινθίας, ως προς τον οποίον πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με το δικόγραφο συνέχισης της δίκης.