ΣτΕ 1816/2016 [Περιβαλλοντική αδειοδότηση ΚΥΤ Κουμουνδούρου]
Περίληψη
-Ως εκ του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η Π.Π.Ε.Α., δεν απαιτείται, κατ’ εξαίρεση, Π.Π.Ε.Α., εφόσον, λόγω της φύσεως του έργου ή της δραστηριότητας, δεν καταλείπεται ευχέρεια επιλογής της θέσης όπου πρόκειται να εκτελεσθεί το προγραμματισθέν έργο ή να πραγματοποιηθεί η προγραμματισθείσα δραστηριότητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το επίδικο έργο αναβάθμισης και επέκτασης επρόκειτο να εκτελεσθεί εντός του χώρου στον οποίο βρίσκεται ήδη από το έτος 1969 και λειτουργεί το Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου. Συνεπώς, λόγω της φύσεως του έργου δεν καταλειπόταν ευχέρεια επιλογής της θέσης του και, επομένως, δεν απαιτούνταν Π.Π.Ε.Α.
-Όπως προκύπτει από τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων που συνοδεύει την προσβαλλόμενη και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, το έργο βρίσκεται σε βιομηχανική περιοχή εκτός προστατευόμενων περιοχών και περιοχών αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, με την προσβαλλόμενη πράξη λαμβάνεται μέριμνα για την έκθεση του κοινού στα μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, συνοδεύεται δε το έργο από έργα αποκατάστασης και προστασίας του περιβάλλοντος (διαμορφώσεις εξωτερικών χώρων, δενδροφυτεύσεις κ.α.). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις παρίστανται αβάσιμες.
-Η εκτίμηση επί των επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία και εγκριθείσα αντιμετώπιση αυτών παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη. Η κρίση δε αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι η εκτίμηση αυτή, ως προς το ζήτημα των τιμών των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, στηρίχθηκε σε μελέτη η οποία είχε χρησιμοποιηθεί σε άλλο έργο (Κ.Υ.Τ. Λαγκαδά), δοθέντος ότι το Κ.Υ.Τ. Λαγκαδά είναι έργο όμοιο με το επίδικο και από άποψη δυναμικότητας μεγαλύτερο ενώ, εξάλλου, η συγκεκριμένη μελέτη περιελάμβανε μετρήσεις που είχαν διενεργηθεί και στο υπό έκταση Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Χρ. Παπανικολάου
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου, ζητείται η ακύρωση της 132179/23.8.2007 κοινής απόφασης των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Ανάπτυξης, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου «Αναβάθμιση και λειτουργία υφιστάμενου Κέντρου Υπερυψηλής Τάσης (Κ.Υ.Τ.) Κουμουνδούρου, 400/150 ΚV Ν. Αττικής».
- Επειδή, υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης παρεμβαίνει μετ’ εννόμου συμφέροντος και εν γένει παραδεκτώς η ανώνυμη εταιρεία «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η. Α.Ε.)», συνεχίζει δε τη δίκη ως καθολικός διάδοχος αυτής η εταιρεία «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (ΑΔΜΗΕ) Α.Ε.».
- Επειδή, η αιτούσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και ήδη Περιφέρεια Αττικής ασκεί με έννομο συμφέρον την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι το Κέντρο Υπερυψηλής Τάξης Κουμουνδούρου θα κατασκευασθεί σε ακίνητο που βρίσκεται στην περιφέρειά της.
- Επειδή, στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, το οποίο οφείλει να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα για τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος αυτού. Σε συμμόρφωση προς τη συνταγματική αυτή επιταγή εκδόθηκε ο ν. 1650/1986 «για την προστασία του περιβάλλοντος» (Α΄ 160), με τον οποίο θεσπίζονται κανόνες αναφερόμενοι, πλην άλλων, στη διαδικασία και στις προϋποθέσεις για την έγκριση της εγκατάστασης δραστηριοτήτων ή πραγματοποίησης έργων, από τα οποία απειλούνται δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ακολούθησε η έκδοση του νεότερου ν. 3010/2002 (Α΄ 91), με τον οποίο επιδιώκεται η εναρμόνιση του ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11/ΕK «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον» και 96/61/ΕK «για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης». Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του νόμου αυτού, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 3 του ν. 1650/1986, προβλέπεται η κατάταξη των έργων και δραστηριοτήτων σε τρεις κατηγορίες, με κριτήριο το είδος και το μέγεθός τους, το είδος και την ποσότητα των εκπεμπομένων ρύπων και άλλων επιδράσεων στο περιβάλλον, τη δυνατότητα να προληφθεί η παραγωγή ρύπων, τον κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος και την ανάγκη επιβολής περιορισμών για την προστασία του περιβάλλοντος. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 4 του ν. 1650/1986, προβλέπονται τα εξής: «1. α. Για την πραγματοποίηση νέων έργων ή δραστηριοτήτων ή τη μετεγκατάσταση υφισταμένων, τα οποία έχουν καταταγεί στις κατηγορίες που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο, απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος. Έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος απαιτείται επίσης για την επέκταση, την τροποποίηση ή και τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων έργων ή δραστηριοτήτων, που έχουν καταταγεί στις παραπάνω κατηγορίες, εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον. β. Με την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων η Διοίκηση επιβάλλει προϋποθέσεις, όρους, περιορισμούς και διαφοροποιήσεις για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας, ιδίως ως προς τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία και τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά. γ. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση των διοικητικών πράξεων που απαιτούνται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας. δ. Για την έκδοση της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πρέπει να τηρείται: δα) η διαδικασία της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 6α και 10α και η δημοσιοποίηση της θετικής γνωμοδότησης ή της αρνητικής απόφασης επί της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 5. δβ) η διαδικασία υποβολής και η αξιολόγηση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ή Περιβαλλοντικής Έκθεσης, κατά περίπτωση, καθώς και η διαδικασία δημοσιοποίησης Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5. 2. Για την έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για έργα και δραστηριότητες της πρώτης (Α) κατηγορίας απαιτείται υποβολή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Η έγκριση περιβαλλοντικών όρων γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του συναρμόδιου Υπουργού. … Για την έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων γνωμοδοτούν: α) κατά περίπτωση οι Οργανισμοί που έχουν συσταθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124), του ν. 1515/1985 (Α΄ 18) και του ν. 1561/1985 (Α΄ 148) και β) το οικείο Νομαρχιακό Συμβούλιο. … 3. … 6. α. Για νέα έργα και δραστηριότητες ή τη μετεγκατάσταση, τον εκσυγχρονισμό, επέκταση ή τροποποίηση των υφισταμένων, της πρώτης (Α) κατηγορίας, εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, απαιτείται μαζί με την αίτηση και η υποβολή Προμελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Επί της Προμελέτης αυτής η αρμόδια για έγκριση περιβαλλοντικών όρων αρχή προβαίνει σε προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση της πρότασης που συνίσταται σε γνωμοδότηση ως προς τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία, τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά, τη χρήση των φυσικών πόρων, τη συσσωρευτική δράση με άλλα έργα, την παραγωγή αποβλήτων, τη ρύπανση και τις οχλήσεις, καθώς και τον κίνδυνο ατυχημάτων ιδίως από τη χρήση ουσιών ή τεχνολογίας. β. Για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη: αα) Οι γενικές και ειδικές κατευθύνσεις της χωροταξικής πολιτικής που προκύπτουν από εγκεκριμένα χωροταξικά ρυθμιστικά και πολεοδομικά σχέδια ή άλλα σχέδια χρήσεων γης. ββ) Η περιβαλλοντική ευαισθησία της περιοχής, που ενδέχεται να θιγεί από το έργο ή τη δραστηριότητα. γγ) Τα χαρακτηριστικά των ενδεχομένων σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως το μέγεθος, η πολυπλοκότητα, η ένταση και η έκτασή τους, ο διασυνοριακός χαρακτήρας τους, η διάρκεια, η συχνότητα και η αναστρεψιμότητά τους. δδ) Τα οφέλη για την εθνική οικονομία, την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και η εξυπηρέτηση άλλων λόγων δημόσιου συμφέροντος. εε) Οι θετικές επιπτώσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον σε μία ευρύτερη περιοχή από εκείνη που επηρεάζεται άμεσα από το έργο ή τη δραστηριότητα. γ. Μετά την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση της πρότασης: αα) είτε καλείται ο ενδιαφερόμενος ιδιώτης ή αρμόδιος φορέας να υποβάλει Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) για Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων, ώστε να ακολουθηθεί η διαδικασία των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να απαιτηθούν πρόσθετα στοιχεία και τεκμηριώσεις για επί μέρους περιβαλλοντικά μέσα ή παραμέτρους, ββ) είτε του γνωστοποιείται ότι δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας όπως προτάθηκε …. δ. …. ε. Η Διοίκηση, προκειμένου να εγκρίνει περιβαλλοντικούς όρους, μπορεί, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης οποιασδήποτε πρότασης έργου ή δραστηριότητας, να απαιτήσει την υποβολή περιβαλλοντικής μελέτης ανώτερης κατηγορίας ή υποκατηγορίας και να υπαγάγει το έργο ή τη δραστηριότητα στη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ανώτερης κατηγορίας ή υποκατηγορίας από αυτήν που υπάγεται το έργο ή η δραστηριότητα, αν εκτιμάται ότι θα προκύψουν σοβαρές επιπτώσεις για το περιβάλλον από την πραγματοποίησή του. Αρμόδια προς τούτο είναι η αρχή που αξιολογεί την Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και γνωμοδοτεί σχετικά. στ. Προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση δεν απαιτείται στις θεσμοθετημένες βιομηχανικές περιοχές και ζώνες, στις βιοτεχνικές περιοχές και πάρκα, στις ναυπηγοεπισκευαστικές περιοχές, σύμφωνα με την ισχύουσα σχετική νομοθεσία, στις Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.) του άρθρου 10 του Ν. 2742/1999 (ΦΕΚ 207 Α) και στις περιπτώσεις που η χωροθέτηση προβλέπεται από νόμο ή εγκεκριμένο χωροταξικό ή πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο, στις περιοχές που εντοπίζονται κοιτάσματα μεταλλευτικών ορυκτών, βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων, σύμφωνα με την περ. Α` της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 2837/2000 (ΦΕΚ 178 Α`), καθώς και στις μεταλλευτικές και λατομικές περιοχές που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. …». Περαιτέρω, με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου, που αντικατέστησε το άρθρο 5 του ν. 1650/1986, ορίζονται για το περιεχόμενο και τη δημοσιότητα των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων τα εξής: «1. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων περιλαμβάνει τουλάχιστον: α) Περιγραφή του έργου ή της δραστηριότητας με πληροφορίες για το χώρο εγκατάστασης, το σχεδιασμό και το μέγεθός του. β) Περιγραφή των στοιχείων του περιβάλλοντος που ενδέχεται να θιγούν σημαντικά από το προτεινόμενο έργο ή τη δραστηριότητα. γ) Εντοπισμό και αξιολόγηση των βασικών επιπτώσεων στο περιβάλλον. δ) Περιγραφή των μέτρων για την πρόληψη, μείωση ή αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον. ε) Σύνοψη των κύριων εναλλακτικών λύσεων και υπόδειξη των κύριων λόγων της επιλογής της προτεινόμενης λύσης. στ) Απλή (μη τεχνική) περίληψη του συνόλου της μελέτης. ζ) Σύντομη αναφορά των ενδεχόμενων δυσκολιών που προέκυψαν κατά την εκπόνηση της μελέτης. Οι προδιαγραφές και το ειδικότερο περιεχόμενο της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων καθορίζονται με τις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 10β του προηγούμενου άρθρου. 2. Η αρμόδια αρχή πριν από τη χορήγηση της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ξεκινά τη διαδικασία δημοσιοποίησης με τη διαβίβαση στο οικείο Νομαρχιακό Συμβούλιο φακέλου με την Μ.Π.Ε. και τα απαιτούμενα συνοδευτικά της στοιχεία, καθώς και τη γνωμοδότηση της Διοίκησης για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση επί της Προμελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Π.Π.Ε.) που υποβλήθηκε όπου απαιτείται. Το Νομαρχιακό Συμβούλιο, πριν γνωμοδοτήσει επί του περιεχομένου του φακέλου της Μ.Π.Ε., υποχρεούται να θέτει στη διάθεση του κοινού και των φορέων εκπροσώπησής του το φάκελο για να εκφράσουν τη γνώμη τους. Η διαδικασία και ο τρόπος ενημέρωσης και συμμετοχής του κοινού καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. [Εκδόθηκε η Κ.Υ.Α. υπ’ αριθ. Η.Π. 37111/2021, Β΄ 1391/29.9.2003, «Καθορισμός τρόπου ενημέρωσης και συμμετοχής του κοινού κατά τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων των έργων και δραστηριοτήτων σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Ν. 1650/1986 όπως αντικαταστάθηκε από τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 3 του Ν. 3010/2002.»]. … 3. Οι αποφάσεις που αφορούν στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων, για έργα πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, καθώς και οι γνωμοδοτήσεις της Διοίκησης για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση επί των υποβαλλομένων Π.Π.Ε., διαβιβάζονται στο οικείο ή στα οικεία νομαρχιακά συμβούλια προκειμένου να λάβουν γνώση και να ενημερώσουν τους πολίτες και τους φορείς εκπροσώπησής τους. Η διαδικασία ενημέρωσης των πολιτών καθορίζεται με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου». Εξάλλου, δυνάμει εξουσιοδοτήσεων που παρέχονται από διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά και σε συμμόρφωση με τις ήδη μνημονευθείσες Οδηγίες 97/11/ΕΚ και 96/61/ΕΚ εκδόθηκε η κοινή απόφαση Η.Π. 15393/2332/5.8.2002 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β΄ 1022/5.8.2002), με την οποία τα έργα και δραστηριότητες που έχουν περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατατάσσονται σε 10 ομάδες, κοινές για την Α΄ και Β΄ κατηγορία του άρθρου 3 του ν. 1650/1986 (άρθρο 1 ν. 3010/2002) και υποδιαιρούνται στις υποκατηγορίες 1 και 2 για την Α΄ κατηγορία και 3 και 4 για τη Β΄ κατηγορία. Ειδικότερα, στην ομάδα 10η (Ειδικά Έργα) του άρθρου 3 της εν λόγω ΚΥΑ υπάγονται, μεταξύ άλλων, (α/α 13 του πίνακα 10 του παραρτήματος 1 του άρθρου 5 της ως άνω ΚΥΑ), οι «γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με τις συνοδευτικές αυτών εγκαταστάσεις (υποσταθμοί)» τάσεως ίσης ή μείζονος των 150 KV, που κατατάσσονται στην ως άνω πρώτη (Α΄) κατηγορία έργων και δραστηριοτήτων του ν. 1650/1986, και, ειδικότερα, στην ομάδα ΙΙ αυτής (άρθρο 4, ομάδα ΙΙ, αριθ. 3 «Ενεργειακή βιομηχανία», στοιχ. β της εν λόγω κ.υ.α. 69269/1990 «μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας με εναέρια καλώδια»). Τέλος, κατ’ επίκληση εξουσιοδοτικών διατάξεων του ίδιου ως άνω νόμου, και ιδίως του άρθρου 2 αυτού, εκδόθηκε η κοινή απόφαση Η.Π. 11014/703/Φ104/14.3.2003 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β΄ 332), με την οποία ορίσθηκε η διαδικασία αφενός μεν προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης (Π.Π.Ε.Α.), αφετέρου δε έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατά κατηγορία έργων και δραστηριοτήτων.
- Επειδή, κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου πράξεων εκδιδομένων κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων για την εκ των προτέρων εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον σχεδιαζομένων έργων, ή δραστηριοτήτων, στον οποίο έλεγχο περιλαμβάνεται και η πλάνη περί τα πράγματα, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελεί το βασικό μέσο εφαρμογής των απορρεουσών από τις ανωτέρω διατάξεις αρχών της πρόληψης και προφύλαξης, ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές, ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές. Παράβαση όμως των ανωτέρω αρχών μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας, και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή την δραστηριότητα βλάβη του περιβάλλοντος είναι μη επανορθώσιμη ή είναι προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο όφελος και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται τις αρχές αυτές (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3219/2010, 4243/2014 7μ.).
- Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού είχε εντάξει στο μακροπρόθεσμο ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας πέντε κέντρα υπερυψηλής τάσης στην ευρύτερη περιοχή του Λεκανοπεδίου Αττικής, διατεταγμένα σε σχήμα δακτυλίου. Μεταξύ των κέντρων αυτών περιελήφθη και το Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου, το οποίο χωροθετήθηκε εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Ασπροπύργου Αττικής και, συγκεκριμένα, εντός γηπέδου, συνολικής έκτασης εκατόν πενήντα τεσσάρων στρεμμάτων, το οποίο περικλείεται από τις λεωφόρους Δημιουργίας και Ηρώων Πολυτεχνείου και την οδό Σμύρνης και βρίσκεται σε απόσταση δύο, περίπου, χιλιομέτρων από το τρίτο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Αθηνών – Κορίνθου (βλ. σχετ. χάρτες προσανατολισμού της Γ.Υ.Σ.). Το κέντρο αυτό, το οποίο άρχισε να λειτουργεί από το 1969, αποτελεί έναν από τους κυριότερους ενεργειακούς κόμβους του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς και Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η ασφαλής διασύνδεση του δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσης (400 ΚV) με το δίκτυο μέσης τάσης (150 ΚV). Συγκεκριμένα, στο επίμαχο κέντρο υποβαθμίζεται η τάση του ηλεκτρικού φορτίου που μεταφέρεται από τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Βορείου και Δυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου, προκειμένου να διοχετευθεί, μετά τη μετατροπή του, στους υποσταθμούς του Λεκανοπεδίου Αττικής και μέσω αυτών στους τελικούς καταναλωτές. Το κέντρο, το οποίο συνδέεται με γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας 400 και 150 ΚV, αποτελείται από τέσσερις κυψέλες και, συγκεκριμένα, από εγκαταστάσεις («πλευρές») εισόδου και εξόδου ηλεκτρικού ρεύματος 400 και 150 ΚV, αντιστοίχως, καθεμία από τις οποίες αποτελείται από τριπλούς ζυγούς και ισάριθμες πύλες για τη σύνδεση των αντίστοιχων γραμμών μεταφοράς, καθώς και από έξι αυτομετασχηματιστές υποβιβασμού ηλεκτρικής τάσης 400/150/30 KV. Με τη μελέτη για την ανάπτυξη του Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας για την πενταετία 2006 – 2010, η οποία εκπονήθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 παρ. 2 περ. ζ΄ του ν. 2773/1999 (Α΄ 286), ο Διαχειριστής του Συστήματος (Α.Δ.Μ.Η.Ε.) ενέταξε μεταξύ των προγραμματισθέντων έργων ανάπτυξης του Δικτύου Μεταφοράς την αναβάθμιση του ήδη λειτουργούντος Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου, με την προσθήκη τεσσάρων νέων κυψελών γραμμής μεταφοράς 400 KV και ενός συστήματος αυτεπαγωγής 120 MVar. Εντός του πλαισίου αυτού, συντάχθηκε η από 5.7.2005 περιφερειακή περιβαλλοντική μελλοντική της Διεύθυνσης Συστήματος Μεταφοράς της Δ.Ε.Η. Α.Ε., με την οποία εξετάσθηκε το ενδεχόμενο επέκτασης και αναβάθμισης ήδη λειτουργούντων υποσταθμών και κέντρων υπερυψηλής τάσης της παρεμβαίνουσας εταιρείας, μεταξύ των οποίων και της ένδικης μονάδας. Εξειδικεύοντας τις προβλέψεις της μελέτης αυτής, η Διεύθυνση Νέων Έργων της Δ.Ε.Η. προέβη στην εκπόνηση της από Ιουλίου 2006 μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων της επεκτάσεως των εγκαταστάσεων του επίμαχου κέντρου υπερυψηλής τάσης. Σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία υπεβλήθη προς έγκριση στην Ειδική Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η αναβάθμιση και η επέκταση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων του Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου, η οποία αποτελούσε προτεραιότητα της εθνικής ενεργειακής πολιτικής, ήταν αναγκαία για την ενίσχυση της αξιοπιστίας του και για την εύρυθμη εν γένει λειτουργία του εθνικού συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά τις ειδικότερες προβλέψεις της μελέτης, εντός του ελεύθερου χώρου του γηπέδου της υφιστάμενης μονάδας επρόκειτο να κατασκευασθούν δύο κυψέλες γραμμών μεταφοράς 400 KV προς το υπό κατασκευή Κ.Υ.Τ. Κορίνθου και δύο κυψέλες αντίστοιχης χωρητικότητας προς τη Χαλυβουργική. Στην υφιστάμενη πύλη διασύνδεσης με το Κ.Υ.Τ. Αχαρνών, επρόκειτο, περαιτέρω, να εγκατασταθεί ένα σύστημα αυτεπαγωγής 400/150 KV 120 ΜVAR, ενώ προβλέφθηκε και η μελλοντική εγκατάσταση έξι κυψελών γραμμών μεταφοράς 150kV και δύο νέων αυτομετασχηματιστών. Προβλέφθηκε, επίσης, η εκτέλεση χωματουργικών εργασιών για τη διαμόρφωση και την αποστράγγιση του χώρου επέκτασης, η ανάπτυξη του υφιστάμενου οδικού δικτύου, καθώς και η κατασκευή ικριωμάτων ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού από σκυρόδεμα και καναλιών διελεύσεως υπογείων καλωδίων. Στη μελέτη περιελήφθη και ειδικό κεφάλαιο για την προστασία ανθρώπινης υγείας από την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Σύμφωνα με τη μελέτη, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υφίστατο ανάγκη για τη λήψη μέτρων περιορισμού των επιπτώσεων της συνεχούς έκθεσης του κοινού στα χρονικά μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία. Τούτο δε, διότι οι τιμές των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων των υφιστάμενων εγκαταστάσεων και των υπό σχεδιασμό επεκτάσεών τους όχι μόνον δεν υπερέβαιναν τα όρια ασφαλείας που είχαν καθορισθεί από τη «Διεθνή Επιτροπή Προστασίας έναντι της μη Ιονίζουσας Ακτινοβολίας» (ICNIRP – «Guidelines for limiting exposure to time – varying electric, magnetic and electromagnetic fields, 1998») και είχαν υιοθετηθεί από τον κοινοτικό και εθνικό νομοθέτη (βλ. την σύσταση του Συμβουλίου της Ε.Ε. περί του περιορισμού της έκθεσης του κοινού σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία, L 199/519/EC και κ.υ.α. 3060ΦΟΡ238/2002, Β΄ 512), αλλά ήταν κατά πολύ κατώτερες των επιτρεπομένων ορίων, εγγίζουσες σε πολλές περιπτώσεις τα όρια ευαισθησίας των οργάνων μέτρησης. Προς τεκμηρίωση των διαπιστώσεων αυτών, στη μελέτη προσαρτήθηκε προγενέστερη μελέτη, η οποία είχε εκπονηθεί από το Πανεπιστήμιο Πατρών για λογαριασμό της παρεμβαίνουσας στο πλαίσιο της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων του Κ.Υ.Τ. Λαγκαδά και η οποία είχε βασισθεί και σε μετρήσεις που είχαν διενεργηθεί στο υπό επέκταση Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου, καθώς, επίσης, και σε μετρήσεις της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, αρμόδιας κατά νόμον εθνικής αρχής για τον έλεγχο της έκθεσης του κοινού σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία χαμηλών συχνοτήτων, οι οποίες είχαν, επίσης, διενεργηθεί σε υποσταθμούς και κέντρα υπερυψηλής στάθμης της παρεμβαίνουσας εταιρείας. Επί της μελέτης αυτής γνωμοδότησαν θετικά όλοι οι συναρμόδιοι φορείς, πλην του Νομαρχιακού Συμβουλίου της ήδη αιτούσας Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, το οποίο, με την 143/2006 απόφασή του (συν. 15/31.10.2006), ετάχθη κατά της εγκρίσεως της υποβληθείσης μελέτης. Κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αρνητική αυτή γνωμοδότηση, κατά την έκδοση της οποίας ελήφθησαν υπόψη και οι απόψεις του Δήμου Ασπροπύργου (βλ. το 32549/30.10.2006 έγγραφο του Δήμου), η υποβληθείσα προς έγκριση μελέτη δεν αφορούσε το σύνολο των εγκαταστάσεων του επίδικου κέντρου υπερυψηλής τάσης, όπως απαιτείτο εκ του νόμου, αλλά μόνον τις νέες εγκαταστάσεις επέκτασής του, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, θα επέφεραν σημαντική οπτική υποβάθμιση της ευρύτερης περιοχής. Η μελέτη, εξάλλου, αυτή παρουσίαζε σημαντικές ελλείψεις, καθόσον δεν αναφερόταν σε μετρήσεις για τις τιμές των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στην περιοχή του έργου, ούτε, άλλωστε, περιείχε πληροφορίες για τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του συνδεόμενου με το κέντρο δικτύου μεταφοράς, όπως, επί παραδείγματι, για το αν οι γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα ήταν υπέργειες ή υπόγειες. Στη μελέτη δεν αναφέρονταν, περαιτέρω, ούτε οι ελάχιστες αποστάσεις του σχεδιαζόμενου έργου από τις λοιπές βιομηχανικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες της περιοχές, τις μεμονωμένες κατοικίες και τους οριοθετημένους οικισμούς και, ιδίως, από τον παρακείμενο οικισμό Νεόκτιστα, ο οποίος είχε ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως με κύρια χρήση εκείνη της αμιγούς κατοικίας (βλ. την 5861/10.2.2003 απόφαση της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Δ΄ 181). Κατόπιν τούτων, με την ήδη προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι της «αναβάθμισης και της λειτουργίας» του υφιστάμενου Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου, έργο το οποίο περιελάμβανε την εγκατάσταση ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού (κυψέλες γραμμών 400 και 150 KV, μετασχηματιστές κ.α.), καθώς και την εκτέλεση διαφόρων συνοδών έργων (χωματουργικά, βελτιώσεις εσωτερικών οδών πρόσβασης, κτιριακές εγκαταστάσεις, περιφράξεις κ.α.) και έργων αποκατάστασης και προστασίας του περιβάλλοντος (διαμορφώσεις εξωτερικών χώρων, δενδροφυτεύσεις κ.α.). Με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν τέθηκαν όρια εκπομπής ρυπαντικών φορτίων, διότι, κατά την εκτίμηση της Διοίκησης το επίμαχο έργο, στο οποίο δεν θα γινόταν παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δεν μπορούσε, ως εκ της φύσεώς του, να παράγει αέριους ή στερεούς ρύπους. Αντιθέτως, ελήφθη μέριμνα για την έκθεση του κοινού στα μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, ως προς την οποία ορίσθηκε ρητώς ότι ισχύουν οι βασικοί περιορισμοί και οι στάθμες αναφοράς της προαναφερομένης συστάσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αντίστοιχης εθνικής νομοθεσίας (κ.υ.α. 3060(ΦΟΡ)238/2002) 7. Με την ίδια απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος της παρεμβαίνουσας, ως φορέα υλοποίησης του έργου, η υποχρέωση διεξαγωγής συστηματικών μετρήσεων της στάθμης του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου με τη χρήση οργάνων μέτρησης που διαθέτουν πιστοποιητικά βαθμονόμησης και συμβατότητας κατά την κοινοτική νομοθεσία, καθώς και η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων των μετρήσεων αυτών στις αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Υγείας. Ήδη, με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της επιχειρουμένης αναβαθμίσεως και την επάρκεια της εγκριθείσης μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής απόφασης.
- Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη εγκριτική απόφαση, με την οποία επετράπη η αναβάθμιση και η επέκταση κέντρου υπερυψηλής τάσης που λειτουργεί άνευ εγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων, τυγχάνει εξ αυτού του λόγου ακυρωτέα. Και τούτο, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο επέρχεται εκ των υστέρων νομιμοποίηση παρανόμως λειτουργούντος έργου, για το οποίο υπήρχε, δυνάμει της μεταβατικού χαρακτήρα διάταξης του άρθρου 17 παρ. 1 της κ.υ.α. 69269/1990, υποχρέωση λήψεως περιβαλλοντικής αδείας το αργότερο μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 1994. Προβάλλεται ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει ακυρωτέα για το λόγο ότι προ της εκδόσεώς της δεν προηγήθηκε η τήρηση της διαδικασίας προκαταρτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης, όπως απαιτείτο από τις οικείες διατάξεις της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 4 παρ. 6α του ν. 1650/1986).
- Επειδή, κατά το πρώτο σκέλος του ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 17 της παραπάνω κοινής υπουργικής απόφασης (69269/5387/24.10.1990) ορίστηκε ότι προσαρμόζονταν στις διατάξεις της που αφορούν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων μετά από τέσσερα (4) χρόνια από την έναρξη ισχύος της, έργα ή δραστηριότητες που βρίσκονταν στο στάδιο της κατασκευής κατά την έναρξη ισχύος της απόφασης αυτής, το δε Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, υφίστατο και λειτουργούσε ήδη από το έτος 1969. Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, ως εκ του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η Π.Π.Ε.Α., δεν απαιτείται, κατ’ εξαίρεση, Π.Π.Ε.Α., εφόσον, λόγω της φύσεως του έργου ή της δραστηριότητας, δεν καταλείπεται ευχέρεια επιλογής της θέσης όπου πρόκειται να εκτελεσθεί το προγραμματισθέν έργο ή να πραγματοποιηθεί η προγραμματισθείσα δραστηριότητα (πρβλ. Ολ. ΣτΕ 2512/2002, 1495/2002, ΣτΕ 970/2007, 4243/2014). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το επίδικο έργο αναβάθμισης και επέκτασης επρόκειτο να εκτελεσθεί εντός του χώρου στον οποίο βρίσκεται ήδη από το έτος 1969 και λειτουργεί το Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου. Συνεπώς, λόγω της φύσεως του έργου δεν καταλειπόταν ευχέρεια επιλογής της θέσης του και, επομένως, δεν απαιτούνταν Π.Π.Ε.Α.. Ως εκ τούτου και ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
- Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, με την οποία επιτρέπεται η λειτουργία έργου που θα επιφέρει σημαντική υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος και σημαντική επιδείνωση των όρων διαβιώσεως των κατοίκων και των εργαζομένων της ευρύτερης περιοχής του Ασπροπύργου, εκδόθηκε κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων για την προστασία του περιβάλλοντος. Και τούτο, διότι, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα, με την επιχειρούμενη διά της προσβαλλομένης αποφάσεως επέκτασή του, το υφιστάμενο κέντρο υπερυψηλής τάσης θα μετατραπεί σε ένα «τεράστιο κέντρο μετασχηματισμού και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας», ασύμβατο με τις υπόλοιπες παραγωγικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην περιοχή και μη εναρμονιζόμενο προς το χαρακτήρα του παρακείμενου οικισμού των Νεόκτιστων ως περιοχής αμιγούς κατοικίας. Ο μηχανολογικός, εξάλλου, εξοπλισμός της υπό επέκταση μονάδας αποτελείται από ένα πυκνό σύστημα καλωδίων, μετασχηματιστών, εναλλακτών και λοιπών ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, που θα προκαλέσουν οπτική υποβάθμιση του παρακείμενου οικισμού και της ευρύτερης περιοχής του Ασπροπύργου.
- Επειδή, από τα στοιχεία που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το επίδικο έργο συνιστά αναβάθμιση και επέκταση του υφιστάμενου και λειτουργούντος ήδη από το 1969 στην περιοχή του Ασπροπύργου Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου, στοχεύει δε στην ενίσχυση της αξιοπιστίας του και στην εύρυθμη εν γένει λειτουργία του εθνικού συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η εν λόγω αναβάθμιση συνίσταται στην κατασκευή νέων κυψελών γραμμών μεταφοράς ΚV και ενός συστήματος αυτεπαγωγής κυψελών. Στο επίμαχο κέντρο, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δεν παράγεται ηλεκτρική ενέργεια αλλά υποβαθμίζεται η τάση του ηλεκτρικού φορτίου που μεταφέρεται από τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Βορείου και Δυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου, προκειμένου να διοχετευθεί, μετά τη μετατροπή του, στους υποσταθμούς του Λεκανοπεδίου Αττικής και μέσω αυτών στους τελικούς καταναλωτές. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων που συνοδεύει την προσβαλλομένη και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, το έργο βρίσκεται σε βιομηχανική περιοχή εκτός προστατευόμενων περιοχών και περιοχών αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, με την προσβαλλόμενη πράξη λαμβάνεται μέριμνα για την έκθεση του κοινού στα μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, συνοδεύεται δε το έργο από έργα αποκατάστασης και προστασίας του περιβάλλοντος (διαμορφώσεις εξωτερικών χώρων, δενδροφυτεύσεις κ.α.). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα οι ανωτέρω αιτιάσεις παρίστανται, ενόψει όσων αναφέρονται στη σκέψη 5 για τα όρια του ακυρωτικού ελέγχου των πράξεων έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, ως αβάσιμες.
- Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η εγκριθείσα μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων παρουσιάζει ουσιώδεις ελλείψεις, ενώ δεν περιέχει ούτε τα κατά νόμον ελάχιστα στοιχεία για την επάρκεια της επιστημονικής τεκμηρίωσής της. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς της αιτούσας, στην εκπόνηση της ένδικης μελέτης δεν συμμετείχαν ειδήμονες των επιστημών υγείας, η σύμπραξη των οποίων ήταν αναγκαία λόγω των σοβαρών επιπτώσεων της οικείας δραστηριότητας στην ανθρώπινη υγεία. Ουσιώδης έλλειψη της μελέτης αποτελεί, κατά την αιτούσα, και η μη αναφορά των εκτιμώμενων από τη λειτουργία του έργου τιμών μαγνητικής επαγωγής και εντάσεως του ηλεκτρικού και μαγνητικού πεδίου, καθώς, επίσης, και η παντελής έλλειψη στοιχείων για τις αντίστοιχες επιπτώσεις της ήδη λειτουργούσας εγκαταστάσεως. Η έλλειψη, εξάλλου, δεν μπορεί να καλυφθεί εκ μόνης της μνείας των αποτελεσμάτων διαφόρων μετρήσεων που είχαν διενεργηθεί κατά το παρελθόν σε άλλες μονάδες της Δ.Ε.Η. και οι οποίες, λόγω της διαφοροποίησης των πραγματικών δεδομένων εκάστης εξ αυτών, δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της ένδικης αδειοδοτικής διαδικασίας, όπως πεπλανημένως εξέλαβε η διοίκηση. Ελλιπής είναι κατά την αιτούσα η μελέτη και καθ’ ο μέρος αφορά την περιγραφή των επιπτώσεων από τη λειτουργία του υφιστάμενου κέντρου υπερυψηλής τάσης, ενώ ουδεμία προεκτίμηση γίνεται ως προς τις αθροιστικές επιπτώσεις της παλαιάς και της υπό αδειοδότηση δραστηριότητας στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Προβάλλεται, συναφώς, ότι ανεπαρκείς είναι οι αναφορές της μελέτης στις ελάχιστες αποστάσεις που πρέπει κατά νόμον να τηρούνται από τα όρια των πλησίον ευρισκομένων οικισμών, των μεμονωμένων κατοικιών και των λοιπών παραγωγικών μονάδων, καθώς και ότι, κατά την εκπόνηση της μελέτης, δεν ελήφθησαν υπόψη οι προβλέψεις της εγκριθείσας πολεοδομικής μελέτης του οικισμού Νεόκτιστα του Δήμου Ασπροπύργου.
- Επειδή, σύμφωνα με την Μ.Π.Ε., οι τιμές των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων των υφιστάμενων εγκαταστάσεων και των υπό σχεδιασμό επεκτάσεών τους όχι μόνον δεν υπερέβαιναν τα όρια ασφαλείας που είχαν καθορισθεί από την ICNIRP και είχαν υιοθετηθεί από τον κοινοτικό και εθνικό νομοθέτη, αλλά ήταν κατά πολύ κατώτερες των επιτρεπομένων ορίων, εγγίζουσες σε πολλές περιπτώσεις τα όρια ευαισθησίας των οργάνων μέτρησης. Οι διαπιστώσεις αυτές στηρίχθηκαν στα πορίσματα μελέτης, η οποία είχε εκπονηθεί από το Πανεπιστήμιο Πατρών για λογαριασμό της παρεμβαίνουσας στο πλαίσιο της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων του Κ.Υ.Τ. Λαγκαδά και η οποία είχε βασισθεί και σε μετρήσεις που είχαν διενεργηθεί στο υπό επέκταση Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου, καθώς, επίσης, και σε μετρήσεις της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, αρμόδιας κατά νόμον εθνικής αρχής για τον έλεγχο της έκθεσης του κοινού σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία χαμηλών συχνοτήτων, οι οποίες είχαν, επίσης, διενεργηθεί σε υποσταθμούς και κέντρα υπερυψηλής στάθμης της παρεμβαίνουσας εταιρείας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την Μ.Π.Ε. και την προσβαλλομένη, για την εκτίμηση των επιπτώσεων της επίμαχης δραστηριότητας στην ανθρώπινη υγεία, ελήφθη υπόψη ότι στο έργο δεν θα γινόταν παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και, συνεπώς, δεν μπορούσε, ως εκ της φύσεώς του, να παράγει αέριους ή στερεούς ρύπους. Αντιθέτως, ελήφθη μέριμνα για την έκθεση του κοινού στα μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, ως προς την οποία ορίσθηκε ρητώς, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ότι ισχύουν οι βασικοί περιορισμοί και οι στάθμες αναφοράς της προαναφερομένης συστάσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αντίστοιχης εθνικής νομοθεσίας. Εξάλλου, με την προβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος της παρεμβαίνουσας, ως φορέα υλοποίησης του έργου, η υποχρέωση διεξαγωγής συστηματικών μετρήσεων της στάθμης του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου με τη χρήση οργάνων μέτρησης που διαθέτουν πιστοποιητικά βαθμονόμησης και συμβατότητας κατά την κοινοτική νομοθεσία, καθώς και η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων των μετρήσεων αυτών στις αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Υγείας. Τέλος, όπως προκύπτει από τη Μ.Π.Ε. (βλ. πλην άλλων Κεφ. 4 και 7) και την προσβαλλoμένη (βλ. στοιχείο α΄ αυτής), οι εγκριθέντες όροι αφορούν στο σύνολο των εγκαταστάσεων του Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου, δηλαδή, τόσο στις υφιστάμενες όσο και στις νέες. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η εκτίμηση επί των επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία και εγκριθείσα αντιμετώπιση αυτών παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη. Η κρίση δε αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι η εκτίμηση αυτή, ως προς το ζήτημα των τιμών των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, στηρίχθηκε σε μελέτη οποία είχε χρησιμοποιηθεί σε άλλο έργο (Κ.Υ.Τ. Λαγκαδά), δοθέντος ότι το Κ.Υ.Τ. Λαγκαδά είναι έργο όμοιο με το επίδικο και από άποψη δυναμικότητας μεγαλύτερο (24 κυψέλες στο Κ.Υ.Τ. Λαγκαδά, έναντι 11 συνολικά, παλαιές και νέες στο Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου), ενώ, εξάλλου, η συγκεκριμένη μελέτη περιελάμβανε μετρήσεις που είχαν διενεργηθεί και στο υπό επέκταση Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου. Περαιτέρω, η πολεοδομική μελέτη του οικισμού Νεόκτιστα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, αφενός μεν δεν αφορά στον χώρο στον οποίο βρίσκεται το Κ.Υ.Τ. Κουμουνδούρου αφετέρου δε τα όρια του οικισμού σημειώθηκαν στους χάρτες που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη απόφαση και, συνεπώς, η ύπαρξη του οικισμού αυτού εκτιμήθηκε κατά την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων. Τέλος, εφόσον από το σύνολο της Μ.Π.Ε. συνάγεται ότι δεν προκύπτουν δυσμενείς συνέπειες για την υγεία, ώστε να απαιτείται η συμμετοχή στην εκπόνησή της και επιστημόνων υγείας, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στο σύνολό του.