ΣτΕ 1881/2010 [Παράνομη άδεια λειτουργίας κορδελοποιϊας σε περιοχή γενικής κατοικίας]
Περίληψη
-Η περιοχή στην οποία λειτουργεί το επίδικο κορδελοποιείο είναι, σύμφωνα με το ισχύον ΓΠΣ, περιοχή «γενικής κατοικίας». Δηλαδή περιοχή, στην οποία επιτρέπονται μόνον επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης και όχι βιομηχανικές-βιοτεχνικές μονάδες, ανεξαρτήτως της κατηγορίας στην οποία κατατάσσονται οι εν λόγω μονάδες. Συνεπώς, δεν ήταν κατά νόμον δυνατή η χορήγηση άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας για την επίδικη δραστηριότητα.
-Εφόσον δεν ήταν επιτρεπτή ούτε η εξ υπαρχής έκδοση νέας άδειας λειτουργίας για την επίδικη μονάδα ούτε η «τροποποίηση» της χορηγηθείσης στον προηγούμενο φορέα άδειας λειτουργίας, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας για εργοστάσιο κορδελοποιϊας, με κινητήρια δύναμη 48,65 ΚW, σε ακίνητο ευρισκόμενο σε περιοχή «γενικής κατοικίας», δεν είναι νόμιμη.
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Όλ. Παπαδοπούλου
Δικηγόροι: Κ. Παπανικολάου, Κ. Λυκούδης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 4371/05/3.6.2005 αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία ανακλήθηκε η προηγούμενη, υπ’ αριθμ. 2711/05/22.4.2005 απόφαση του αυτού Νομάρχη περί προσωρινής διακοπής της λειτουργίας του εργοστασίου κορδελοποιϊας της εταιρείας «Κ. ΟΕ» στο Περιστέρι, επί των οδών Σ. 38 και Γ., και χορηγήθηκε στην εταιρεία αυτή άδεια λειτουργίας, διάρκειας οκτώ ετών, για το εν λόγω εργοστάσιο.
- Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 1524/2008 απόφαση του Δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας.
- Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει στη δίκη η εταιρεία «Κ. ΟΕ», στην οποία, κατά τα προεκτεθέντα, χορηγήθηκε η προσβαλλόμενη άδεια.
- Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα από αυτούς στοιχεία, ως κάτοικοι ακινήτων που είναι όμορα του επίδικου εργοστασίου και ισχυριζόμενοι ότι θίγονται από τις οχλήσεις που αυτό προκαλεί, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκούν την κρινόμενη αίτηση κατά της προαναφερθείσης 4371/05/3.6.2005 αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών.
- Επειδή, στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως (βλ. σελ. 18) αναφέρεται ότι «νομίμως συμπροσβάλλεται με την παρούσα [αίτηση]» και η 16034/02/2.5.2002 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία είχε ορισθεί ότι η χορηγηθείσα στην ομόρρυθμη εταιρεία «Γ. και Σια», με την 16111/30.5.2000 απόφαση του ιδίου, έγκριση περιβαλλοντικών όρων τριετούς διάρκειας «[θα] ισχύσει … μέχρι τη λήξη της στο όνομα Α/φοί Γ. Β.Ε». Η ανωτέρω απόφαση, όμως, δεν μπορεί, πάντως, να θεωρηθεί ως προσβαλλόμενη παραδεκτώς με την κρινόμενη αίτηση, εφόσον, προ της ασκήσεως της αιτήσεως αυτής, είχε λήξει η ισχύς της. Επειδή, ο ν. 2516/1997 «Ίδρυση και λειτουργία βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων και άλλες διατάξεις» (Α’ 159) όριζε ότι νοούνται ως βιομηχανία ή βιοτεχνία «η τεχνοοικονομική μονάδα που με μηχανικά, χημικά ή άλλα μέσα διαφοροποιεί τη μορφή ή την ιδιότητα πρώτων υλών ή προϊόντων, προκειμένου αυτά να καταστούν κατάλληλα για τη χρήση για την οποία προορίζονται», ως επαγγελματικά εργαστήρια δε, οι ανωτέρω μονάδες «των οποίων η εγκατεστημένη κινητήρια ισχύς δεν υπερβαίνει τα δώδεκα [12] KW ή η θερμική τα πενήντα [50] KW» και ότι «στα όρια αυτά δεν περιλαμβάνεται και η ισχύς η οποία δεν σχετίζεται αμέσως με την παραγωγική διαδικασία, καθώς και η ισχύς μηχανολογικής εγκατάστασης προορισμένης αποκλειστικά να προστατεύει το περιβάλλον από την ασκούμενη δραστηριότητα» (βλ. άρθρο 2 περιπτ. α και β), ότι ως «φορέας» νοείται «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου έχουν εκδοθεί οι … άδειες και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί την αντίστοιχη εκμετάλλευση, εφόσον δεν συμπίπτουν …», ότι ως «εγκατάσταση [ίδρυση]» νοείται «η τοποθέτηση για πρώτη φορά του μηχανολογικού εξοπλισμού σε συγκεκριμένη θέση και για άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας», ως «λειτουργία» δε «η ενεργοποίηση του εγκατασταθέντος μηχανολογικού εξοπλισμού» (άρθρο 2 περιπτ. στ, ζ και η) και ότι στις διατάξεις του υπάγονται οι δραστηριότητες οι ασκούμενες στις εγκαταστάσεις, μεταξύ άλλων, των κατά την παραπάνω έννοια βιομηχανιών ή βιοτεχνιών και επαγγελματικών εργαστηρίων (άρθρο 3 παρ. 1). Ο νόμος αυτός όριζε ότι για την εγκατάσταση ή την επέκταση των προαναφερθεισών δραστηριοτήτων απαιτείται άδεια εγκαταστάσεως, με εξαίρεση τις προβλεπόμενες στον ίδιο νόμο περιπτώσεις, ότι η άδεια αυτή ισχύει για ορισμένη χρονική διάρκεια, που δεν δύναται να υπερβεί την τριετία, ότι «αίτημα για παράταση ή τροποποίηση της κρίνεται με τα ίδια δεδομένα και συνθήκες που ίσχυαν κατά τη χορήγησή της, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Το αίτημα έχει υποβληθεί κατά τη διάρκεια ισχύος της άδειας, β) Έχει γίνει έναρξη του έργου εντός ενός [1] έτους από τη χορήγηση της άδειας, γ) Το έργο έχει υλοποιηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό … κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης», ότι «σε κάθε άλλη περίπτωση, αίτημα για παράταση της ισχύος της άδειας εγκατάστασης ή για τροποποίησή της εξετάζεται σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης» (άρθρο 4 παρ. 1, 5) και ότι από τη δημοσίευσή του «απαγορεύεται η εγκατάσταση των δραστηριοτήτων που υπάγονται σε αυτόν [το νόμο] σε περιοχή στην οποία είχε καθορισθεί, από πολεοδομικές διατάξεις, χρήση γης αντίθετη με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα» (άρθρο 7 παρ. 1). Ο ίδιος νόμος προέβλεπε περαιτέρω ότι για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας «στις εγκαθιστάμενες ή επεκτεινόμενες δραστηριότητες μετά τη δημοσίευση του [ως άνω] νόμου απαιτείται, μέσα στο χρονικό διάστημα ισχύος της άδειας εγκατάστασης, να υποβληθεί σχετική αίτηση συνοδευόμενη από … δικαιολογητικά» και ότι «η άδεια λειτουργίας χορηγείται για αόριστο χρόνο, εφόσον διαπιστωθεί … ότι έχουν τηρηθεί οι περιβαλλοντικοί και λοιποί όροι και περιορισμοί της άδειας εγκατάστασης και ότι από τη λειτουργία της δραστηριότητας εξασφαλίζεται στην πράξη η προστασία του περιβάλλοντος» (άρθρο 13 παρ. 1 και 4). Σύμφωνα δε με το άρθρο 14 του ως άνω νόμου, «1. Οι χορηγούμενες, σύμφωνα με τις διατάξεις [του], άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας τροποποιούνται ως προς την επωνυμία του φορέα, εάν επέλθει αλλαγή, και επανεκδίδονται στο όνομα του νέου φορέα, όταν σε αυτόν περιέλθει, καθοιονδήποτε τρόπο, η κυριότητα ή το δικαίωμα εκμετάλλευσης της όλης δραστηριότητας. 2. Τόσο ο παλαιός όσο και ο νέος φορέας υποχρεούνται, μέσα σε ένα [1] μήνα από την επέλευση της ως άνω μεταβολής, να ειδοποιήσουν περί αυτής την αδειοδοτούσα αρχή … 3. Ο νέος φορέας είναι πλήρως συνυπεύθυνος για την τήρηση των διατάξεων [του νόμου] από την περιέλευση σε αυτόν της κυριότητας ή του δικαιώματος έως την κατά την προηγούμενη παρ. 2 ειδοποίηση». Περαιτέρω, στον επακολουθήσαντα ν. 2965/2001 «Βιώσιμη ανάπτυξη Αττικής και άλλες διατάξεις» (Α’ 270) ορίσθηκε ότι οι βιομηχανίες-βιοτεχνίες και τα επαγγελματικά εργαστήρια μέσης και υψηλής οχλήσεως που λειτουργούν εντός των ορίων της Περιφέρειας Αττικής υποχρεούνται να εφαρμόσουν «μέτρα περιβαλλοντικής αναβάθμισης» και «σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης», καθώς και ότι «μονάδες υψηλής όχλησης που λειτουργούν εντός περιοχών Γενικής Κατοικίας, υποχρεούνται, εντός πενταετίας από την ισχύ του νόμου αυτού, να μετεγκατασταθούν σε ΒΙΠΑ, ΒΙΟΠΑ, ΕΜ, ΕΟ περιοχές ή εντός οργανωμένων κατά το ν. 2545/1997 … ΒΕΠΕ, των οποίων ο κανονισμός λειτουργίας είναι συμβατός με τη λειτουργία της μονάδας» (άρθρο 2), καθορίσθηκαν δε οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι βιομηχανίες, οι βιοτεχνίες, τα επαγγελματικά εργαστήρια και οι αποθήκες που λειτουργούν νομίμως εντός της Περιφέρειας Αττικής μπορούν να εκσυγχρονίζουν τις εγκαταστάσεις τους (άρθρο 4). Στο άρθρο 5 του ιδίου νόμου ορίσθηκε ότι, κατ’ αρχήν. «Δεν επιτρέπεται η ίδρυση νέων βιομηχανικών, βιοτεχνικών μονάδων, επαγγελματικών εργαστηρίων και αποθηκών μέσα στα όρια της Περιφέρειας Αττικής» και ότι τούτο επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις λοιπές διατάξεις του άρθρου αυτού, «σε συνδυασμό με τη χρήση γης της θέσης εγκατάστασης». Σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο ίδιο άρθρο αποκλίσεις από τον κανόνα της απαγορεύσεως ιδρύσεως νέων μονάδων εντός των ορίων της Περιφέρειας Αττικής, σε περιοχή γενικής κατοικίας επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η εγκατάσταση «μόνο επαγγελματικών εργαστηρίων χαμηλής όχλησης», καθώς και αποθηκών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (άρθρο 5 περίπτ. α). Κατά το άρθρο 6 του αυτού ν. 2965/2001, «1. Οι βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες, καθώς και τα επαγγελματικά εργαστήρια και αποθήκες που εγκαθίστανται εντός της Περιφέρειας Αττικής ανεξάρτητα από την περιοχή εγκατάστασης και την ισχύ του μηχανολογικού τους εξοπλισμού υποχρεούνται να εφοδιαστούν με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας 2. Για τα επαγγελματικά εργαστήρια … που εγκαθίστανται σε περιοχές γενικής κατοικίας, όπου υπάρχει εγκεκριμένο ΓΠΣ … με συνολική ισχύ τα 12 ΚW κινητήρια και 50 ΚW θερμική, η άδεια εγκατάστασης χορηγείται μετά την υποβολή αιτήσεως στην αδειοδοτούσα αρχή που θα συνοδεύεται από: α) Έγκριση περιβαλλοντικών όρων και εφόσον απαιτείται μελέτη πυρασφάλειας, β) Τεχνικό Υπόμνημα με αναφορά στην παραγωγική διαδικασία, το μηχανολογικό εξοπλισμό και την αξία κτήσης του, γ) Θεωρημένη άδεια οικοδομής … δ) Βεβαίωση χρήσης γης για τη θέση εγκατάστασης … ε) Μελέτη κυκλοφοριακών επιπτώσεων …». Σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου αυτού, «1. Βιομηχανίες, βιοτεχνίες, επαγγελματικά εργαστήρια και αποθήκες μπορούν να μετεγκαθίστανται μέσα στα όρια της Περιφέρειας Αττικής, με τις προϋποθέσεις που ορίζονται για την ίδρυση νέων μονάδων, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου. 2. … 3. Μετεγκατάσταση βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων από περιοχή γενικής κατοικίας σε άλλη περιοχή γενικής κατοικίας, επιτρέπεται σε περιπτώσεις πυρκαγιάς, πλημμύρας, σεισμού, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και κατεδάφισης και εφόσον η δραστηριότητα των μονάδων εμπίπτει στη χαμηλή όχληση …». Στο άρθρο 11 του προαναφερθέντος ν. 2965/2001, υπό τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις», ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Επαγγελματικά εργαστήρια, αποθήκες, βιοτεχνίες και βιομηχανίες που ιδρύθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του π.δ. 84/1984 και των οποίων η λειτουργία είναι συμβατή με βάση τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορούν να εφοδιασθούν με άδεια λειτουργίας. 2. Βιομηχανικές ή βιοτεχνικές εγκαταστάσεις των οποίων ο εκσυγχρονισμός ή η μετεγκατάσταση ή συγχώνευση ή ο διαχωρισμός έγινε κατά παράβαση του π.δ. 84/1984, αλλά είναι συμβατός με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, μπορούν επίσης να εφοδιάζονται με άδεια λειτουργίας. 3. Βιομηχανίες, βιοτεχνίες και επαγγελματικά εργαστήρια, που η λειτουργία τους δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις του παρόντος, μπορούν εντός έτους με τεχνική ανασυγκρότηση, εφόσον αυτή είναι εφικτή, να προσαρμοσθούν στις διατάξεις του παρόντος νόμου και να υποβάλουν αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας. Μετά την παρέλευση του έτους η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να προβεί στη διακοπή λειτουργίας της εγκατάστασης … Η παραπάνω προθεσμία μπορεί να παραταθεί για ένα ακόμη έτος με την προϋπόθεση ότι η μονάδα έχει εξασφαλίσει εδαφική έκταση σε περιοχή όπου επιτρέπεται η μετεγκατάστασή της. 4. Μονάδες για τις οποίες έχει εκτελεσθεί απόφαση οριστικής διακοπής λειτουργίας δεν υπάγονται στις διατάξεις αυτού του νόμου. 5. Όσοι προέβησαν σε ίδρυση, εκσυγχρονισμό, μετεγκατάσταση, συγχώνευση, διαχωρισμό ή λειτουργία κατά παράβαση του π.δ. 84/1984, εφόσον με τις παραπάνω διατάξεις μπορούν να εφοδιασθούν με άδεια λειτουργίας, πρέπει εντός έτους από την ισχύ του νόμου να υποβάλουν σχετική αίτηση. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής επιβάλλεται πρόστιμο …». Σύμφωνα με το άρθρο 14 του ίδιου νόμου, «Διατάξεις που αναφέρονται στην εγκατάσταση εκσυγχρονισμό και λειτουργία ειδικών βιοτεχνικών ή βιομηχανικών εγκαταστάσεων και αποθηκών διατηρούνται σε ισχύ. Για θέματα που αφορούν εγκατάσταση, λειτουργία και εκσυγχρονισμό βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων και δεν ρυθμίζονται διαφορετικά με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2516/1997», ενώ με το άρθρο 16 του νόμου αυτού καταργήθηκε το π.δ. 84/1984. Ακολούθησε η έκδοση του ν. 3325/2005 «Ίδρυση και λειτουργία βιομηχανικών-βιοτεχνικών εγκαταστάσεων στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης και άλλες διατάξεις» (Α’ 68). Κατά το νόμο αυτό, νοούνται ως βιομηχανία-βιοτεχνία «η τεχνοοικονομική μονάδα που με μηχανικά, χημικά ή άλλα μέσα διαφοροποιεί τη μορφή ή την ιδιότητα πρώτων υλών ή προϊόντων, προκειμένου αυτά να καταστούν κατάλληλα για τη χρήση για την οποία προορίζονται», ως επαγγελματικά εργαστήρια οι τεχνοοικονομικές μονάδες, οι οποίες έχουν το παραπάνω αντικείμενο δραστηριότητας, αλλά «των οποίων η εγκατεστημένη κινητήρια ισχύς δεν υπερβαίνει τα είκοσι δύο [22] ΚW ή η θερμική τα πενήντα [50] ΚW. Στα όρια αυτά δεν περιλαμβάνεται και η ισχύς η οποία δεν σχετίζεται άμεσα με την παραγωγική διαδικασία, καθώς και η ισχύς μηχανολογικής εγκατάστασης προορισμένης αποκλειστικά να προστατεύει το περιβάλλον από την ασκούμενη δραστηριότητα», ως φορέας «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου έχουν εκδοθεί οι άδειες …», ως εγκατάσταση [ίδρυση] «η τοποθέτηση για πρώτη φορά του μηχανολογικού εξοπλισμού σε συγκεκριμένη θέση για άσκησησυγκεκριμένης δραστηριότητας» και ως λειτουργία «η ενεργοποίηση του εγκατασταθέντος μηχανολογικού εξοπλισμού» (άρθρο 2). Περαιτέρω, στο νόμο αυτό ορίζεται ότι στις διατάξεις του υπάγονται οι δραστηριότητες που ασκούνται, μεταξύ άλλων, στις βιομηχανίες-βιοτεχνίες και τα επαγγελματικά εργαστήρια (άρθρο 3 παρ. 1) και ότι για την εγκατάσταση ή την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό των προαναφερθεισών δραστηριοτήτων απαιτείται άδεια εγκαταστάσεως, με εξαίρεση τις προβλεπόμενες στον ίδιο νόμο περιπτώσεις, ότι η άδεια αυτή ισχύει για τρία χρόνια, δυνάμενη να παρατεθεί μέχρι τη συμπλήρωση εξαετίας (άρθρο 4), ότι «απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και με άδεια λειτουργίας τα επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης … της παρ. 1 του άρθρου 2, καθώς και οι πάσης φύσεως ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών χαμηλής όχλησης, που … διαθέτουν μηχανολογικό εξοπλισμό με κινητήρια ισχύ μέχρι 22 ΚW και θερμική ισχύ μέχρι 50 ΚW …» (άρθρο 5 παρ. 1), και ότι «από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου απαγορεύεται η εγκατάσταση δραστηριοτήτων που διέπονται από αυτόν σε περιοχές όπου, σύμφωνα με τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, έχει καθορισθεί χρήση γης μη συμβατή με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα» (άρθρο 6 παρ. 1). Προβλέπει, ακόμη, ο νόμος αυτός, στο άρθρο 10, ότι «για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στις δραστηριότητες που έχουν εγκατασταθεί ή επεκταθεί ή εκσυγχρονισθεί υποβάλλεται, μέσα στο χρονικό διάστημα ισχύος της άδειας εγκατάστασης, αίτηση που συνοδεύεται από δικαιολογητικά … Από την υποβολή των απαιτούμενων δικαιολογητικών είναι δυνατή η έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης» (παρ. 1), ότι, εφόσον διαπιστωθεί από τα αρμόδια όργανα η τήρηση των όρων και περιορισμών που αναγράφονται στην άδεια εγκαταστάσεως, καθώς και η διασφάλιση, από τη λειτουργία της δραστηριότητας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της ασφάλειας των εργαζομένων και των περιοίκων, χορηγείται άδεια λειτουργίας της δραστηριότητας, για αόριστο χρόνο (παρ. 3), ότι για βιομηχανίες-βιοτεχνίες, επαγγελματικά εργαστήρια, αποθήκες και μηχανολογικές εγκαταστάσεις, «που το σύνολο ή μέρος των εγκαταστάσεών τους δεν είναι συμβατό με τις διατάξεις του, μπορεί, με απόφαση της αδειοδοτούσας αρχής, να χορηγείται προθεσμία για τη μεταφορά τους σε άλλη κατάλληλη θέση ή για την τεχνική τους ανασυγκρότηση, εφόσον από τη συνέχιση της λειτουργίας τους δεν προκύπτει άμεσος κίνδυνος για: α) την προστασία του περιβάλλοντος, β) την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των εργαζομένων και γ) την ασφάλεια των περιοίκων» (παρ. 9) και ότι «αίτημα για ανανέωση άδειας λειτουργίας δραστηριότητας, της οποίας έχει λήξει ο χρόνος ισχύος, εξετάζεται ως αίτημα για τη συνέχιση λειτουργίας της δραστηριότητας, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει διακοπεί οριστικά η λειτουργία της» (παρ. 10). Στο άρθρο 11 του ανωτέρω νόμου ορίζονται τα εξής: «1. Οι άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας … τροποποιούνται και στις εξής περιπτώσεις: α) Εάν επέλθει αλλαγή στην επωνυμία του φορέα, β) Εάν περιέλθει, με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο, η κυριότητα του μηχανολογικού εξοπλισμού ή το δικαίωμα εκμετάλλευσης μέρους ή όλης της δραστηριότητας και του μηχανολογικού εξοπλισμού σε νέο φορέα. Εάν έχει λήξει ο χρόνος ισχύος της άδειας λειτουργίας, η άδεια αυτή τροποποιείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο και με την προϋπόθεση ότι δεν έχει διακοπεί οριστικά η λειτουργία της δραστηριότητας, 2. Τόσο ο παλαιός όσο και ο νέος φορέας υποχρεούνται, μέσα σε δύο μήνες από την επέλευση της πιο πάνω μεταβολής, να ειδοποιούν γι’ αυτήν την αδειοδοτούσα αρχή. Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλεται στον καθέναν από τους φορείς πρόστιμο … 3. Ο νέος φορέας ευθύνεται παράλληλα με τον παλαιό, για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος από το χρόνο περιέλευσης σε αυτόν της κυριότητας του μηχανολογικού εξοπλισμού ή του δικαιώματος εκμετάλλευσης … της δραστηριότητας μέχρι την, κατά την προηγούμενη παράγραφο, ειδοποίηση. 4. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την τροποποίηση των αδειών … καθώς και η σχετική διαδικασία». Περαιτέρω, στο Δεύτερο Μέρος του ως άνω νόμου, υπό τον τίτλο «Ειδικές Διατάξεις Βιώσιμη Ανάπτυξη Αττικής», ορίζεται στο άρθρο 17 ότι «Μέσα στα όρια της Περιφέρειας Αττικής … επιτρέπεται η εγκατάσταση (ίδρυση) νέων δραστηριοτήτων μόνο στις εξής περιπτώσεις: 1. Στην περιοχή Γενικής Κατοικίας ή Πολεοδομικού Κέντρου επιτρέπεται η εγκατάσταση (ίδρυση) μόνο: α) Επαγγελματικών εργαστηρίων χαμηλής όχλησης, καθώς και πάσης φύσεως ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων παροχής υπηρεσιών χαμηλής όχλησης, που διαθέτουν μηχανολογικό εξοπλισμό, του οποίου η κινητήρια ισχύς δεν υπερβαίνει τα είκοσι δύο [22] ΚW ή η θερμική ισχύς τα πενήντα [50] ΚW. Η εγκατάσταση (ίδρυση) επαγγελματικών εργαστηρίων χαμηλής όχλησης των κατηγοριών Αγ, Ββ και C της υπ’ αριθμ. 5905/Φ/15839/12.7.1995 ΚΥΑ (Β’ 611), όπως αυτή κάθε φορά ισχύει, επιτρέπεται μόνο σε ανεξάρτητο κτήριο, β) Αποθηκών χαμηλής όχλησης … γ) Επιτρέπεται επίσης η εγκατάσταση (ίδρυση) στο ίδιο κτήριο περισσότερων του ενός επαγγελματικών εργαστηρίων ή αποθηκών που ορίζονται στις προηγούμενες περιπτώσεις και ανήκουν στον ίδιο φορέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον το κτήριο αυτό είναι ανεξάρτητο και έχει αποκλειστικά επαγγελματική χρήση. 2. …», στο δε άρθρο 18 ότι «1. Οι φορείς των δραστηριοτήτων που εγκαθίστανται υποχρεούνται να εφοδιάζονται με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας. 2. Η άδεια λειτουργίας που χορηγείται για την άσκηση των δραστηριοτήτων ισχύει για οκτώ τουλάχιστον χρόνια. Άδειες λειτουργίας που έχουν εκδοθεί για αόριστη χρονική διάρκεια τροποποιούνται ως προς τη χρονική τους ισχύ, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη της οκταετίας, στις περιπτώσεις που επέρχεται μεταβολή στις κτηριακές εγκαταστάσεις ή το μηχανολογικό εξοπλισμό ή στο φορέα της επιχείρησης. 3. Για την τροποποίηση της δραστηριότητας, που ασκείται σε εγκαταστάσεις οι οποίες υφίστανται και λειτουργούν νόμιμα, απαιτείται άδεια εγκατάστασης. 4. Για τα επαγγελματικά εργαστήρια, τις αποθήκες και τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις χαμηλής όχλησης που διαθέτουν μηχανολογικό εξοπλισμό με κινητήρια ισχύ έως 22 ΚW ή θερμική ισχύ έως 50 ΚW … δεν απαιτείται άδεια εγκατάστασης για τον εκσυγχρονισμό τους, εφόσον αυτός αφορά μόνο τη μεταβολή του μηχανολογικού εξοπλισμού τους μέσα στα πιο πάνω όρια ισχύος …». Σύμφωνα, εξ άλλου, με το άρθρο 22 του ιδίου νόμου, «για θέματα «που αφορούν αδειοδότηση δραστηριοτήτων που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, τα οποία δεν ρυθμίζονται διαφορετικά από τις διατάξεις [του Δεύτερου Μέρους], εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρώτου μέρους». Περαιτέρω, στο άρθρο 38 του αυτού ν. 3325/2005, υπό τον τίτλο «Τελικές και μεταβατικές διατάξεις» ορίζονται τα εξής: «1. Για τις δραστηριότητες οι οποίες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου δεν είναι εφοδιασμένες με άδεια εγκατάστασης ή λειτουργίας, στις περιπτώσεις που απαιτείται, είναι δυνατή η χορήγηση ενιαίας άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου … 2. Οι άδειες λειτουργίας, που έχουν εκδοθεί για ορισμένη χρονική διάρκεια, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι τη λήξη τους. Κατά τη διάρκεια της ισχύος τους εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσης τους … 3. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας δραστηριότητας, για την οποία υπάρχει σε ισχύ άδεια εγκατάστασης πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν κατά την έκδοση της άδειας εγκατάστασης. 4. Δραστηριότητες των οποίων η εγκατάσταση, η λειτουργία, ο εκσυγχρονισμός, η μετεγκατάσταση, η συγχώνευση ή ο διαχωρισμός έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2516/1997 … του π.δ. 84/1984 ή του ν. 2965/2001 … αλλά συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, μπορούν να εφοδιαστούν με ενιαία άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας. 5. Για τις δραστηριότητες, που η λειτουργία τους δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις του νόμου αυτού, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 10. 6. Δραστηριότητες χαμηλής όχλησης, οι οποίες δεν απαλλάσσονταν κατά το χρόνο ίδρυσής τους από την υποχρέωση εφοδιασμού τους με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας και δεν ίσχυαν για την εγκατάσταση και λειτουργία τους απαγορευτικές διατάξεις, μπορούν να εφοδιαστούν με ενιαία άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας, ανεξάρτητα από το φορέα εκμετάλλευσης της μονάδας, εφόσον δεν έχει διακοπεί οριστικά η λειτουργία της δραστηριότητας.
- Δραστηριότητες που απαλλάσσονταν κατά το χρόνο ίδρυσής τους από την υποχρέωση εφοδιασμού τους με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας και δεν ίσχυαν διατάξεις που απαγόρευαν την εγκατάσταση και τη λειτουργία τους, εξακολουθούν να απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με τις πιο πάνω άδειες, ανεξάρτητα από το φορέα της εκμετάλλευσής τους, εφόσον δεν έχει διακοπεί οριστικά η λειτουργία της δραστηριότητας υπό την οικονομική της έννοια και η εγκατεστημένη ισχύς του μηχανολογικού εξοπλισμού δεν έχει ξεπεράσει τα 22 ΚW κινητήριας ή τα 50 ΚW θερμικής ισχύος …». Όπως δε ορίζεται στο άρθρο 39 του νόμου αυτού, από την έναρξη ισχύος του καταργούνται, μεταξύ άλλων, «το πρώτο μέρος του ν. 2516/1997 και οι διατάξεις του ν. 2965/2001, πλην των άρθρων 19 έως και 29 αυτού, χωρίς να επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις που καταργήθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 2516/1997 και οι διατάξεις του π.δ. 84/1984 …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 232 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του π.δ. της 14-27.7.1999 (Δ’580) «Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας» [ΚΒΠΝ], «στις περιοχές γενικής κατοικίας επιτρέπονται μόνο: 1. Κατοικία. 2. Ξενοδοχεία μέχρι 100 κλινών και ξενώνες. 3. Εμπορικά καταστήματα (με εξαίρεση τις υπεραγορές και τα πολυκαταστήματα). 4. Γραφεία, τράπεζες, ασφάλειες, κοινωφελείς οργανισμοί. 5. Κτήρια εκπαίδευσης. 6. Εστιατόρια. 7. Αναψυκτήρια. 8. Θρησκευτικοί χώροι. 9. Κτήρια κοινωνικής πρόνοιας. 10. Επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης. 11. Πρατήρια βενζίνης. 12. Αθλητικές εγκαταστάσεις. 13. Κτήρια, γήπεδα στάθμευσης. 14. Πολιτιστικά κτήρια (και εν γένει πολιτιστικές εγκαταστάσεις)».
- Επειδή, από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτουν τα εξής: Σύμφωνα με τα οριζόμενα στους ν. 2516/1997 και 2965/2001, ως επαγγελματικά εργαστήρια νοούνται οι μονάδες που διαφοροποιούν τη μορφή ή τις ιδιότητες πρώτων υλών ή προϊόντων, δηλαδή μονάδες, των οποίων η δραστηριότητα είναι όμοια με εκείνη των βιομηχανιών και βιοτεχνιών, εφόσον η κινητήρια ισχύς τους δεν υπερβαίνει τα δώδεκα [12] Κw, ενώ κατά το ν. 3325/2005, ως επαγγελματικά εργαστήρια νοούνται οι ανωτέρω μονάδες, εφόσον η κινητήρια ισχύς τους δεν υπερβαίνει τα είκοσι δύο [22] ΚW. Τέτοιες μονάδες, των οποίων η κινητήρια ισχύς είναι μεγαλύτερη από δώδεκα ΚW, κατά το ν. 2516/1997, ή είκοσι δύο ΚW, κατά τον επακολουθήσαντα ν. 3325/2005 αποτελούν, κατά την έννοια των διατάξεων των παραπάνω νομοθετημάτων, βιομηχανίες-βιοτεχνίες, ανεξαρτήτως εάν χαρακτηρίζονται ως χαμηλής οχλήσεως σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 13727/724/2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β’ 1087), η οποία, άλλωστε, εφαρμοζόμενη «στις βιομηχανικές δραστηριότητες της Πρώτης (Α) και Δεύτερης (Β) κατηγορίας του άρθρου 3 του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3010/2002,» (βλ. άρθρο 2 της εν λόγω κ.υ.α.), αποσκοπεί στην «αντιστοίχιση των βιομηχανικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων με τους βαθμούς όχλησης (Υψηλή, Μέση, Χαμηλή) που αναφέρονται στα πολεοδομικά διατάγματα και άλλες διατάξεις» και δεν αφορά τα επαγγελματικά εργαστήρια. Περαιτέρω, από τις αυτές διατάξεις των ν. 2516/1997, 2965/2001 και 3325/2005, σε συνδυασμό με το προαναφερθέν άρθρο 232 του ΚΒΠΝ, προκύπτει ότι, σε περιοχές στις οποίες, κατά τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, η προβλεπόμενη χρήση γης είναι «γενική κατοικία», δεν επιτρέπεται η χορήγηση, το πρώτον, άδειας εγκαταστάσεως και λειτουργίας βιομηχανικής ή βιοτεχνικής μονάδας, της οποίας η κινητήρια ισχύς υπερβαίνει τα προαναφερόμενα όρια που διαδοχικώς θεσπίστηκαν με τα παραπάνω νομοθετήματα για το χαρακτηρισμό ορισμένης μονάδας ως επαγγελματικού εργαστηρίου. Ειδικώς δε για την περιφέρεια της Αττικής ορίστηκε ευθέως με το άρθρο 5 του προϊσχύσαντος ν. 2965/2001 και με το άρθρο 17 του ήδη ισχύοντος ν. 3325/2005 ότι στις περιοχές γενικής κατοικίας επιτρέπεται η εγκατάσταση μόνον επαγγελματικών εργαστηρίων χαμηλής όχλησης, των οποίων η ισχύς, σύμφωνα με τη δεύτερη από τις διατάξεις αυτές, δεν υπερβαίνει τα 22 ΚW, δηλαδή το ανώτατο όριο που προβλέπεται από τον ίδιο νόμο για το χαρακτηρισμό ορισμένης μονάδας ως επαγγελματικού εργαστηρίου. Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 2516/1997, οι οποίες ίσχυαν μέχρι την κατάργηση τους με το άρθρο 39 του ν. 3325/2005, όταν επέλθει ουσιαστική αλλαγή του φορέα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και όχι απλή μεταβολή της επωνυμίας του, δεν είναι δυνατή η κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου αυτού «τροποποίηση» της υφισταμένης αδείας και η επανέκδοση της επ’ ονόματι του νέου φορέα, που απέκτησε την κυριότητα ή το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως της δραστηριότητας και του σχετικού μηχανολογικού εξοπλισμού, αλλά, για την εγκατάσταση και τη λειτουργία της δραστηριότητας υπό τον νέο φορέα, απαιτείται η εξ υπαρχής έκδοση νέα άδειας, με την τήρηση του ισχύοντος κατά το χρόνο εκδόσεως της νέας αυτής άδειας νομοθετικού καθεστώτος, στο οποίο περιλαμβάνεται και το κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις καθεστώς χρήσεων γης (βλ. ΣΕ 2981/2005, 2329/1999). Περαιτέρω, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περ. β του ν. 3325/2005, με τις οποίες προβλέπεται «τροποποίηση» της αδείας εγκαταστάσεως και λειτουργίας «εάν περιέλθει, με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο, η κυριότητα του μηχανολογικού εξοπλισμού ή το δικαίωμα εκμετάλλευσης μέρους ή όλης της δραστηριότητας και του μηχανολογικού εξοπλισμού σε νέο φορέα», ισχύουσες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 40 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από τις 11.3.2005, δεν τυγχάνουν εφαρμογής όταν η περιέλευση του μηχανολογικού εξοπλισμού και του δικαιώματος εκμεταλλεύσεως στο νέο φορέα έλαβε χώρα προ της ενάρξεως ισχύος του ν. 3325/2005 και, συνεπώς, δεν καταλαμβάνουν εκκρεμή κατά τον χρόνο εκείνο αιτήματα «τροποποιήσεως» της άδειας εγκαταστάσεως και λειτουργίας, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από το παραπάνω άρθρο 11 ούτε από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 38 του ίδιου νόμου, οι οποίες ρυθμίζουν άλλα θέματα, ότι η ρύθμιση αυτή, που θεσπίσθηκε για πρώτη φορά με το ν. 3325/2005, καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις μεταβιβάσεως του μηχανολογικού εξοπλισμού ή του δικαιώματος εκμεταλλεύσεως του πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, δηλαδή σε χρόνο, κατά τον οποίο το γεγονός αυτό δεν παρείχε τη δυνατότητα να συνεχισθεί η λειτουργία της μονάδας από το νέο φορέα με τροποποίηση απλώς εκείνων που είχαν χορηγηθεί στον προηγούμενο φορέα της επιχειρήσεως, χωρίς την έκδοση νέας αδείας εγκαταστάσεως και λειτουργίας. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Αγγ. Θεοφιλοπούλου και Νικ. Ρόζος, καθώς και οι Πάρεδροι Θ. Αραβάνης και Ο. Παπαδοπούλου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3325/2005, σε συνδυασμό με την παρ. 4 του άρθρου 38 του ιδίου νόμου, συνάγεται ότι αιτήματα για «τροποποίηση» της αδείας εγκαταστάσεως και λειτουργίας ορισμένης μονάδας, υποβληθέντα υπό την ισχύ του ν. 2516/1997 από νέο φορέα, που απέκτησε, με νόμιμο τρόπο, την κυριότητα του μηχανολογικού εξοπλισμού ή το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως ορισμένης μονάδας, και παραμένοντα εκκρεμή κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του ν. 3325/2005, εξετάζονται με βάση τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 11, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει διακοπεί οριστικά η λειτουργία της μονάδας.
- Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 6970/65/17.9.1965 απόφαση του Υπουργείου Βιομηχανίας χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας, διάρκειας δύο ετών, κορδελοποιείου των Α. Β. στο Περιστέρι, επί των οδών Σ. και Γ. Η άδεια αυτή ανανεώθηκε διαδοχικώς, αρχικώς επ’ ονόματι των Α. Β. (βλ. την 11452/69/5.12.1969 απόφαση του Υπουργείου Βιομηχανίας και τις ΔΒ 747/17.5.1974, ΔΒ 8250/13.12.1976, ΔΒ 7216/1.8.1979, ΔΒ 9052/11.10.1980 αποφάσεις της Νομαρχίας Αττικής), ακολούθως δε επ’ ονόματι της εταιρείας «Γ. Β. και Σία ΕΕ», με τον διακριτικό τίτλο «Ε» (βλ. την ΔΒ 2306/Φ 14.1644/12.5.1987 απόφαση της Νομαρχίας Αττικής, τις ΔΒ 239/Φ14.1644/17.1.1991, ΔΒ 234/Φ14.1644/26.1.1994 αποφάσεις της Νομαρχίας Δυτικής Αττικής και την 47/Φ14.1644/8.4.1997 απόφαση της Νομαρχίας Αθηνών). Με την 2096/00/28.7.2000 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση του ν. 2516/1997 και αφού ελήφθη υπόψη η σχετική 16111/30.5.2000 απόφαση του ιδίου Νομάρχη, περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, χορηγήθηκε στην ως άνω εταιρεία «Γ. Β. και Σία ΕΕ» άδεια λειτουργίας αόριστης χρονικής διάρκειας για το προαναφερθέν κορδελοποιείο με κινητήρια δύναμη 53,50 ΗΡ. Ο εκ των εταίρων της ανωτέρω ΕΕ Α. Μ., με την από 22.12.2000 έγγραφη δήλωσή του, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών, κατήγγειλε την εταιρική σύμβαση, επικαλούμενος σπουδαίο λόγο, έκτοτε δε η εταιρεία, ετέθη υπό εκκαθάριση (βλ. την 8120/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, Τμήμα εκούσιας δικαιοδοσίας). Την 1η Απριλίου 2001 υπεγράφη ιδιωτικό συμφωνητικό συστάσεως της ήδη παρεμβαίνουσας ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία «Κ. Γ. Β. ΟΕ», η εταιρεία δε αυτή υπέβαλε στην αρμόδια ΔΟΥ δήλωση ενάρξεως εργασιών στις 6.4.2001 (βλ. τη σχετική βεβαίωση της ΔΟΥ Α’ Περιστερίου). Κατόπιν εγγράφου της Διεύθυνσης Υποστήριξης Βιομηχανιών της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, στο οποίο αναφέρεται ότι ο νέος φορέας, που απέκτησε το κύριο μέρος του μηχανολογικού εξοπλισμού της λυθείσης εταιρείας, «αποκτά και τα δικαιώματα της αδείας λειτουργίας και συνεπώς θα μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία της μονάδας στην συγκεκριμένη θέση» (βλ. το ΦΙ7/20721/980/2.10.2001 έγγραφο της υπηρεσίας αυτής), τον Φεβρουάριο του έτους 2002 η νεοσυσταθείσα ΟΕ, ζήτησε από τη Διεύθυνση Ορυκτού Πλούτου και Βιομηχανίας της Νομαρχίας Αθηνών τη χορήγηση αδείας λειτουργίας για το εν λόγω κορδελοποιείο (βλ. σχετικώς το 662/Φ14.1644/5.3.2002 έγγραφο της υπηρεσίας αυτής), ενώ με συμπληρωματική αίτηση, που κατατέθηκε στη Διεύθυνση αυτή στις 5.4.2002, υπέβαλε αίτημα αλλαγής επωνυμίας και δήλωσε, προσκομίζοντας τα σχετικά παραστατικά, ότι απέκτησε, λόγω αγοράς, το σύνολο του μηχανολογικού εξοπλισμού της λυθείσης εταιρείας «Γ. Β. και Σία ΕΕ». Η ανωτέρω υπηρεσία της Νομαρχίας, με το από 10.4.2002 έγγραφο της ζήτησε την υποβολή συμπληρωματικών δικαιολογητικών, προκειμένου να εξετάσει το αίτημα μεταβίβασης της άδειας λειτουργίας του κορδελοποιείου στο νέο φορέα, επεσήμανε δε ότι πριν από τη χορήγηση της άδειας «δεν επιτρέπεται η λειτουργία της δραστηριότητας στο όνομα του νέου φορέα». Με την 16034/02/2.5.2002 απόφαση της Νομαρχίας Αθηνών εγκρίθηκε «όπως η χορηγηθείσα με την 16111/30.5.2000 απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων τριετούς διάρκειας … ισχύσει … μέχρι τη λήξη της στο όνομα Γ. Β. ΟΕ». Κατόπιν καταγγελιών ότι το επίμαχο κορδελοποιείο λειτουργεί παρανόμως (βλ. τις καταγγελίες που κατατέθηκαν στη Διεύθυνση Ορυκτού Πλούτου και Βιομηχανίας της Νομαρχίας στις 22.7.2002 και 31.7.2002), η παρεμβαίνουσα εταιρεία «Γ. Β. ΟΕ» κλήθηκε εκ νέου να υποβάλει συμπληρωματικά δικαιολογητικά, προκειμένου να εξετασθεί το αίτημα της για χορήγηση άδειας λειτουργίας με το 3130/02/29.8.2002 έγγραφο της Διεύθυνσης Ορυκτού Πλούτου και Βιομηχανίας της Νομαρχίας Αθηνών. Η παρεμβαίνουσα την 1.10.2002 κατέθεσε στην οικεία Διεύθυνση της Νομαρχίας ορισμένα συμπληρωματικά στοιχεία και στις 18.11.2002 υπέβαλε εκ νέου αίτηση, για χορήγηση άδειας λειτουργίας «από μεταβίβαση», ενώ με συμπληρωματική αίτηση, κατατεθείσα στις 27.11.2002, επεσήμανε και πάλι ότι αγόρασε από την λυθείσα ΕΕ, «η οποία λειτουργούσε νόμιμα στον ίδιο χώρο με την υπ’ αριθμ. 2096/28.7.2000 άδεια», το σύνολο των μηχανημάτων και του μηχανολογικού εξοπλισμού της. Με την 125/03/14.2.2003 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών εγκρίθηκε η αλλαγή χρήσεως του χώρου εγκαταστάσεως της επίδικης μονάδας, επί των οδών Σ και Γ «σε βιοτεχνικό χώρο εργαστηρίου κορδελοποιϊας». Προσφυγή ασκηθείσα από περιοίκους κατά της αποφάσεως αυτής του Νομάρχη απορρίφθηκε με την 18133/8.5.2003 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την αιτιολογία ότι η αλλαγή χρήσεως δεν συνιστά νομιμοποίηση της λειτουργίας της δραστηριότητας και ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων της νομοθεσίας περί βιομηχανιών θα ερευνηθεί κατά την έκδοση άδειας λειτουργίας ενώ με την 33775/6.8.2003 απόφαση του αυτού Γενικού Γραμματέα απορρίφθηκε, με την ίδια κατά βάση αιτιολογία, και άλλη προσφυγή περιοίκων, κατά της προαναφερθείσης υπ’ αριθμ. 2096/28.7.2000 άδειας λειτουργίας. Εξ άλλου, με την 20419/03/23.7.2003 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, όπως τροποποιήθηκε με την 40709/03/5.12.2003 απόφαση του ιδίου Νομάρχη, εγκρίθηκαν, μέχρι την 23.7.2006, περιβαλλοντικοί όροι για την εγκατάσταση και λειτουργία κορδελοποιείου, συνολικής ισχύος 48,15 ΚW, στην προαναφερθείσα θέση και επ’ονόματι της παρεμβαίνουσας, ενώ με την 550/25.7.2003 άδεια της πολεοδομικής υπηρεσίας του Δήμου Περιστερίου νομιμοποιήθηκε η αλλαγή χρήσεως στο ανωτέρω ακίνητο επί των οδών Σ και Γ «από αποθήκη σε βιοτεχνία». Οι ανωτέρω αποφάσεις εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων και το σχετικό πιστοποιητικό πυροπροστασίας, μαζί με άλλα συμπληρωματικά δικαιολογητικά, υποβλήθηκαν από την παρεμβαίνουσα στη Διεύθυνση Βιομηχανίας της «Νομαρχίας Αθηνών, προκειμένου να προχωρήσει στη χορήγηση άδειας λειτουργίας επ’ ονόματι της (βλ. τις από 18.12.2003 και 1.6.2004 σχετικές αιτήσεις). Η υπηρεσία αυτή υπέβαλε ερώτημα στη Διεύθυνση Υποστήριξης Βιομηχανιών του Υπουργείου Ανάπτυξης για το σύννομο ή μη της χορηγήσεως άδειας λειτουργίας στην ανωτέρω επιχείρηση (βλ. το 5894/03/30.6.2004 έγγραφο της). Στο «ενημερωτικό σημείωμα» που συνοδεύει το ερώτημα αυτό αναφέρεται ότι η νέα εταιρεία συνεστήθη την 1.4.2001 και έθεσε σε λειτουργία το εργοστάσιο με τμήμα του μηχανολογικού εξοπλισμού της λυθείσης ΕΕ, στις 22.11.2001, χωρίς να έχει εφοδιασθεί με άδεια λειτουργίας, ότι το σύνολο του μηχανολογικού εξοπλισμού περιήλθε σ’ αυτήν την 1.4.2002, ότι στις 5.4.2002 ζήτησε τη μεταβίβαση της 2096/28.7.2000 άδειας λειτουργίας, ότι δεν εκδόθηκε επ’ ονόματι της νέας εταιρείας άδεια, ότι ο εταίρος της λυθείσης ΕΕ Α. Μ. αρνήθηκε να μεταβιβάσει στη νέα εταιρεία «τα δικαιώματά του» επί της 2096/28.7.2000 άδειας, ότι κατά την ακολουθούμενη διοικητική πρακτική, δυνάμει του άρθρου 14 του ν. 2516/1997 «η μεταβίβαση της άδειας λειτουργίας σε νέο φορέα αντιμετωπίζεται ουσιαστικά σαν συνέχιση λειτουργίας και όχι σαν έκδοση άδειας εξυπαρχής … χωρίς να εξετάζονται οι προϋποθέσεις της ίδρυσης όσον αφορά κυρίως τη χρήση γης της περιοχής», ότι κατ’ εφαρμογή της πρακτικής αυτής, η άδεια λειτουργίας της συγκεκριμένης μονάδας, η οποία λειτουργεί σε περιοχή γενικής κατοικίας με κινητήρια ισχύ μεγαλύτερη των 12 ΚW και θερμική μεγαλύτερη των 50 ΚW, μπορεί να μεταβιβασθεί στο νέο φορέα, παρά το γεγονός ότι κατά νόμον στην ως άνω περιοχή επιτρέπεται μόνο η εγκατάσταση επαγγελματικών εργαστηρίων χαμηλής οχλήσεως, καθώς και ότι, σύμφωνα με την 2329/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ερμηνεύθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2516/1997, η ικανοποίηση του αιτήματος της παρεμβαίνουσας δεν είναι δυνατή και πρέπει να εκδοθεί απόφαση διακοπής λειτουργίας της μονάδας. Παραλλήλως, με το 2938/04/2.7.2004 έγγραφο της η Διεύθυνση Ορυκτού Πλούτου και Βιομηχανίας της Νομαρχίας Αθηνών πληροφόρησε την παρεμβαίνουσα ότι το αίτημά της για τροποποίηση, ως προς τον φορέα, της υφισταμένης αδείας λειτουργίας εξετάζεται σε συνεργασία με το Υπουργείο Ανάπτυξης. Με το ΦΙ7/15524/1091/15.10.2004 έγγραφό του το Υπουργείο Ανάπτυξης απάντησε στη Διεύθυνση Βιομηχανίας της Νομαρχίας ότι «εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου μιας εργοστασιακής μονάδας προκύπτει η συνεχής λειτουργία της, είναι δυνατό να θεωρηθεί άτι η αλλαγή του φορέα είναι συνέχιση λειτουργίας της μονάδας». Κατόπιν καταγγελιών περιοίκων, μεταξύ των οποίων και οι αιτούντες, με την 6391/04/7.12.2004 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών διετάχθη η προσωρινή διακοπή της λειτουργίας του επίδικου εργοστασίου, ορίσθηκε δε ότι για τη μεταβίβαση στην παρεμβαίνουσα της 2096/28.7.2000 άδειας λειτουργίας και την επαναλειτουργία του εργοστασίου απαιτείται η προσκόμιση συμπληρωματικών δικαιολογητικών, τα οποία αναφέρονται στην απόφαση αυτή. Κατ’ αποδοχή προσφυγής της παρεμβαίνουσας εταιρείας, με την 8166+3859/14.2.2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής η προαναφερθείσα απόφαση του Νομάρχη, καθ’ ο μέρος διέτασσε την προσωρινή διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου, ακυρώθηκε, αναπέμφθηκε δε η υπόθεση στις υπηρεσίες της Νομαρχίας, προκειμένου να εξετασθεί το αίτημα μεταβιβάσεως της 2096/28.7.2000 άδειας. Με την 2711/05/22.4.2005 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών διετάχθη εκ νέου η προσωρινή διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου, με την αιτιολογία ότι ο θόρυβος από τη λειτουργία του εργοστασίου υπερβαίνει τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια. Τέλος, με την προσβαλλόμενη 4371/05/3.6.2005 απόφαση του ιδίου Νομάρχη ανακλήθηκε η ως άνω από 22.4.2005 απόφαση προσωρινής διακοπής, με την αιτιολογία ότι, όπως διαπιστώθηκε σε σχετικό επανέλεγχο, μετά τη λήψη ηχομονωτικών μέτρων, ο θόρυβος δεν υπερβαίνει τα προβλεπόμενα όρια, και, περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 11 του ν. 3325/2005, χορηγήθηκε στην παρεμβαίνουσα εταιρεία «άδεια λειτουργίας [τροποποίηση] έπειτα από αλλαγή φορέα … και μηχανολογικό εκσυγχρονισμό, διάρκειας οκτώ ετών», για εργοστάσιο κορδελοποιϊας με κινητήρια δύναμη 48,65 ΚW.
- Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το επίδικο κορδελοποιείο, ενόψει της εγκεκριμένης, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κινητήριας ισχύος των μηχανημάτων του, που ανέρχεται σε 48,65 ΚW και είναι, συνεπώς, μεγαλύτερη των 22 ΚW, δεν αποτελεί επαγγελματικό εργαστήριο κατά την έννοια του ν. 3325/2005, αλλά βιομηχανική-βιοτεχνική μονάδα. Επομένως, εφόσον, όπως βεβαιώνει η Διοίκηση, η περιοχή στην οποία λειτουργεί το κορδελοποιείο αυτό είναι, σύμφωνα με το ισχύον Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, περιοχή «γενικής κατοικίας» (βλ. το «ενημερωτικό σημείωμα» που συνοδεύει το 5894/03/30.6.2004 έγγραφο της Διεύθυνσης Βιομηχανίας της Νομαρχίας Αθηνών), δηλαδή περιοχή στην οποία επιτρέπονται μόνον επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής οχλήσεως και όχι βιομηχανικές-βιοτεχνικές μονάδες, ανεξαρτήτως της κατηγορίας στην οποία κατατάσσονται οι εν λόγω μονάδες δυνάμει της προαναφερθείσης υπ’ αριθμ. 13727/724/2003 κοινής υπουργικής αποφάσεως, δεν ήταν κατά νόμον δυνατή η χορήγηση, το πρώτον, στην παρεμβαίνουσα εταιρεία αδείας εγκαταστάσεως και λειτουργίας για την επίδικη δραστηριότητα. Περαιτέρω, εφόσον η μεταβολή του φορέα της δραστηριότητας, δηλαδή η λύση της εταιρείας «Γ. Β. και Σία ΕΕ» και η σύσταση της παρεμβαίνουσας εταιρείας «Α/φοί Γ. Β. ΟΕ», έλαβε χώρα προ της ενάρξεως ισχύος του ν. 3325/2005, δεν ήταν δυνατή η κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 1 περ. β του νόμου αυτού «τροποποίηση» της άδειας λειτουργίας κορδελοποιείου, αόριστης χρονικής διάρκειας, που, όπως προεκτέθηκε, είχε χορηγηθεί στη λυθείσα εταιρεία, με την 2096/00/28.7.2000 απόφαση Νομάρχη Αθηνών, ανεξαρτήτως εάν το αίτημα για «τροποποίηση» της εν λόγω άδειας ήταν εκκρεμές κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος του ν. 3325/2005. Εξάλλου, «τροποποίηση» της ως άνω αδείας λειτουργίας και επανέκδοση της επ’ ονόματι του νέου φορέα που απέκτησε την κυριότητα του μηχανολογικού εξοπλισμού της επίδικης μονάδας, ήτοι της παρεμβαίνουσας εταιρείας, δεν ήταν δυνατή ούτε κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2516/1997 ή του άρθρου 11 παρ. 1 περ. α του μεταγενεστέρου, και ήδη ισχύοντος, ν. 3325/2005, διότι, με τη σύσταση νέου νομικού προσώπου, είχε επέλθει ουσιαστική αλλαγή του φορέα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και όχι απλή μεταβολή της επωνυμίας του. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν ήταν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, επιτρεπτή, ούτε η εξ υπαρχής έκδοση νέα άδειας λειτουργίας για την επίδικη μονάδα ούτε η «τροποποίηση» της χορηγηθείσης στον προηγούμενο φορέα άδειας λειτουργίας, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία χορηγήθηκε στην παρεμβαίνουσα άδεια λειτουργίας για εργοστάσιο κορδελοποιϊας, με κινητήρια δύναμη 48,65 ΚW, σε ακίνητο ευρισκόμενο σε περιοχή «γενικής κατοικίας», δεν είναι νόμιμη, όπως βασίμως προβάλλουν οι αιτούντες, και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να ακυρωθεί, παρέλκει δε, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
- Επειδή, συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να απορριφθεί η ασκηθείσα παρέμβαση.