ΣτΕ 2630/2010 [Ανέγερση οικοδομής στην περιοχή του Μετς]
Περίληψη
-Η διενέργεια αυτοψίας στο πλαίσιο ορισμένης διαδικασίας που κατατείνει στην έκδοση πράξης γνωμοδοτικού περιεχομένου εκ μέρους διοικητικού οργάνου, το οποίο διενήργησε την αυτοψία αυτή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του και βάσει των ειδικών γνώσεών του, δεν προκαλεί κακή σύνθεση του συλλογικού οργάνου, στη συνεδρίαση του οποίου μετείχε το εν λόγω διοικητικό όργανο. Επομένως, δεν είναι νομικά πλημμελής η γνωμοδότηση που εκδίδεται στη συνέχεια από το συλλογικό διοικητικό όργανο.
-Η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα, δεν αναφέρεται στους ισχύοντες όρους δόμησης ούτε τροποποιεί τους όρους αυτούς, αλλά εκφέρει κρίση, ως προς το κατά πόσον η συγκεκριμένη οικοδομή -ασχέτως αν η ανέγερσή της θα επιτρεπόταν ή όχι με βάση τους εν λόγω όρους δόμησης- επηρεάζει κατά τρόπο αρνητικό τον αρχαιολογικό χώρο, εντός του οποίου επιδιώκεται η ανέγερσή της.
-Το γεγονός ότι ένα ακίνητο ευρίσκεται εντός αρχαιολογικού χώρου με ειδικούς όρους δόμησης δεν εμποδίζει την οικεία αρχή του Υπουργείου Πολιτισμού να θέσει συμπληρωματικούς περιορισμούς στη δόμησή του, ακόμη και υπό τη μορφή εξατομικευμένων όρων δόμησης. Άλλωστε, η έγκριση οικοδομικής δραστηριότητας εντός αρχαιολογικού χώρου πρέπει πάντοτε να αφορά κάθε συγκεκριμένη κατασκευή και τις επιπτώσεις της στον αρχαιολογικό χώρο και δεν μπορεί να χωρεί μόνο βάσει του πολεοδομικού καθεστώτος της ευρύτερης περιοχής.
-Η κρίση της Διοίκησης, εν προκειμένω, στηρίχθηκε στην ουσιαστική εκτίμηση ότι η ανέγερση κτιρίου μεγαλύτερου ύψους από εκείνο των παρακειμένων θα αλλοίωνε τη μορφολογία του αρχαιολογικού χώρου του λόφου του Αρδηττού, σε κριτήρια, δηλαδή, της αρχαιολογικής νομοθεσίας και όχι της πολεοδομικής.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Μ. Γκορτζολίδου
Δικηγόροι: Ελ. Τροβά, Π. Δημόπουλος
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία συμπληρώνεται με το από 14.5.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων των αιτούντων, ζητείται η ακύρωση της ΥΠΠΟ/ ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ03/20420/988/6.3.2007 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση θεραπείας των αιτούντων κατά της Φ5/413/23.1.2006 πράξης της Διευθύντριας της Γ΄Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών. Με την πράξη αυτή είχε απορριφθεί αίτημα των αιτούντων να εγκριθεί από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας η ανέγερση τριώροφης οικοδομής επί υποστηλωμάτων με υπόγειο και δώμα σε οικόπεδο των αιτούντων επί των οδών Γ. 18 και Σ. στην περιοχή του Μετς της Αθήνας.
- Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3028/2002 (ΦΕΚ Α΄153), ο οποίος οργανώνει και εξειδικεύει την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, που αποτελεί συνταγματική επιταγή (άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος), «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του … 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης, η τοποθέτηση τηλεπικοινωνιακών ή άλλων εγκαταστάσεων, η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου ι σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου …» ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. ζ΄ του ίδιου νόμου, «ως Συμβούλιο νοείται το κατά περίπτωση αρμόδιο γνωμοδοτικό συλλογικό όργανο, όπως αυτά ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 49 έως 51». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ίδιου ν. 3028/2002 «2. Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματα τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη των οικείου γνωμοδοτικού οργάνου α) η ανέγερση νέων κτισμάτων, εφόσον συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού, β) …, ε) … 3. 4. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτούμενη άδεια εκδίδεται πριν από όλες τις άλλες άδειες άλλων αρχών που αφορούν στην εκτέλεση του έργου, σε κάθε περίπτωση μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης, τα δε στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας σε αυτές. Η άδεια αλλαγής της χρήσης εκδίδεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες. 5. Στους παραπάνω αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται δραστηριότητες, καθώς και χρήσεις των κτισμάτων, των ελεύθερων χώρων τους και των κοινόχρηστων χώρων, οι οποίες δεν εναρμονίζονται με το χαρακτήρα και τη δομή των επί μέρους κτισμάτων ή χώρων ή του συνόλου. Για τον καθορισμό της χρήσης κτίσματος ή ελεύθερου χώρου αυτού ή κοινόχρηστου χώρου χορηγείται άδεια με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου». […]». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευομένων ενόψει και της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος που καθιερώνεται με το άρθρο 24 του Συντάγματος, επιβάλλεται στη Διοίκηση η λήψη κάθε μέτρου, το οποίο κρίνεται αρμοδίως ως πρόσφορο, για την προστασία των αρχαίων και νεοτέρων μνημείων καθώς και των αρχαιολογικών χώρων και των ιστορικών τόπων. Η προστασία αυτή συνίσταται, κατ’ αρχήν, στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των ανωτέρω στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος και του αναγκαίου για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα περιβάλλοντος χώρου, συνεπάγεται δε δυνατότητα επιβολής των απαιτουμένων για το σκοπό αυτό μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3354/2008, 4460/05 κ.ά.). Στη διασφάλιση της προστασίας αυτής αποσκοπεί η ρητή απαγόρευση των επεμβάσεων στους αρχαιολογικούς χώρους, που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 του προαναφερόμενου ν. 3028/2002.
- Επειδή, όπως προκύπτει, εν προκειμένω, από το φάκελο της υπόθεσης, με την από 10.1.2005 αίτησή τους προς την Γ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών, οι αιτούντες ζήτησαν να εγκριθεί η ανέγερση τριώροφης οικοδομής κατοικιών με υπόγειο, υποστηλώματα και δώμα σύμφωνα με τα συνυποβληθέντα διαγράμματα και κατόψεις επί οικοπέδου επί των οδών Γοργίου 18 και Σορβόλου στην περιοχή του Μετς της Αθήνας, το οποίο εμπίπτει (βλ. από 16.12.2005 -συν. 16- γνωμοδότηση Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Αττικής) στον αρχαιολογικό χώρο που κηρύχθηκε με την 125350/5591/26.11.1956 πράξη του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ268 Β’) και καταλαμβάνει το λόφο του Αρδηττού μέχρι την κοίτη του Ιλισσού («Ιερόν Αφροδίτης εν Κήποις»). Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε αρχικώς με την 55/19.1.2005 πράξη της Διευθύντριας της Γ΄ Ε.Π.Κ.Α. και, στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεως θεραπείας των αιτούντων και αφού προηγουμένως είχε γνωμοδοτήσει το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Αττικής (γνωμοδοτήσεις από 16.12.2005 -συν. 16-, 18.11.2005 -συν. 15- και 13.7.2005 -συν 11-), με την Φ5/413/23.1.2006 πράξη της Διευθύντριας. Βασικό αιτιολογικό έρεισμα της απόρριψης του αιτήματος των αιτούντων, το οποίο διατυπώθηκε στο σώμα της εν λόγω απορριπτικής πράξης, υπήρξε ότι η ανέγερση της οικοδομής των αιτούντων, με τα χαρακτηριστικά που εκείνοι είχαν ζητήσει, θα ήταν αντίθετη με τους ισχύοντες για το οικόπεδο τους όρους δόμησης, όπως αυτοί ορίζονται για τις περιοχές της Αθήνας πέριξ των αρχαιολογικών χώρων Ακροπόλεως, Φιλοπάππου, Θησείου, Κεραμεικού, Ολυμπιείου, Παναθηναϊκού Σταδίου, Αρδηττού και Λόφου Κολωνού με το από 19.2.1975 Πρ. Δ/μα (ΦΕΚ 53 Δ’), το οποίο (άρθρο 2) προβλέπει διαφορετικό μέγιστο αριθμό ορόφων και μέγιστα επιτρεπόμενα ύψη οικοδομών ανά τομείς, όπως αυτοί καθορίζονται στο συνοδευτικό του Π. Δ/τος διάγραμμα. Κατά της εν λόγω πράξης της Διευθύντριας της Γ΄ Ε.Π.Κ.Α., οι αιτούντες άσκησαν την από 27-3-2006 αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και, παραλλήλως, αίτηση θεραπείας ενώπιον του Υπουργού Πολιτισμού με την ίδια ημερομηνία. Επί της εν λόγω αιτήσεως θεραπείας εκδόθηκε η ήδη προσβαλλομένη ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ03/20420/988/6.3.2007 απορριπτική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Είχε προηγηθεί γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (4/31.1.2007 γνωμοδότηση Κ.Α.Σ.), καθώς και αυτοψία μελών του Συμβουλίου αυτού στο ακίνητο (βλ. από 9.1.2007 πρακτικό). Όπως, εξάλλου, προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, ενόψει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, η Διοίκηση δεν επικεντρώθηκε πλέον στην τήρηση των πολεοδομικού χαρακτήρα διατάξεων του από 19.2.1975 Π.Δ/τος, αλλά ασχολήθηκε με την κλιμάκωση των υψών των οικοδομών στην περιοχή, με αναφορά, όχι μόνο στο λόφο του Αρδηττού, αλλά και στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Η Διοίκηση αναφέρθηκε, ειδικότερα, στη μορφολογία του αρχαιολογικού χώρου και του «ιστορικού τύπου γενικότερα», στη μεταβολή του περιγράμματος του λόφου του Αρδηττού από οικοδομή που θα υπερέβαινε ορισμένο ύψος με επιπτώσεις ακόμη και στην Ακρόπολη, εφόσον αυτή παρατηρείται από συγκεκριμένη γωνία, και αποσυνέδεσε, πάντως, το επιτρεπτό ή όχι από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας της συγκεκριμένης οικοδομής, αλλά και κάθε οικοδομήματος στην ίδια περιοχή από τη δυνατότητα ανέγερσής του βάσει πολεοδομικού περιεχομένου διατάξεων. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε η 3796/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη, κατά της οποίας είχε ήδη ασκηθεί η υπό κρίση αίτηση, έφερε εκτελεστό χαρακτήρα, διότι είχε, κατά τα ανωτέρω, εκδοθεί ύστερα από νέα ουσιαστική έρευνα, κηρύχθηκε κατηργημένη η δίκη επί της αιτήσεως ακυρώσεως των αιτούντων κατά της Φ5/413/23.1.2006 πράξης της Διευθύντριας της Γ΄ Ε.Π.Κ.Α.
- Επειδή προβάλλεται ότι μη νομίμως ο Υπουργός Πολιτισμού προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης κατόπιν της 4/31.1.2007 γνωμοδοτήσεως του Κ.Α.Σ., η οποία εκδόθηκε με κακή σύνθεση, δεδομένου ότι ορισμένα από τα μέλη του είχαν μετάσχει στη συγκροτηθείσα από τον ίδιο Υπουργό επιτροπή αυτοψίας και είχαν διενεργήσει την αυτοψία αυτή, δηλαδή είχαν επιληφθεί σε προηγούμενο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας εκδίδοντας το από 9.1.2007 πρακτικό και, με τον τρόπο αυτό, είχαν διαμορφώσει εκ των προτέρων αντίληψη για την υπόθεση, μη παρέχοντας, κατά συνέπεια, τις απαιτούμενες εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης. Η διενέργεια, όμως, αυτοψίας στο πλαίσιο ορισμένης διαδικασίας, που κατατείνει στην έκδοση γνωμοδοτικού περιεχομένου πράξης, εκ μέρους διοικητικού οργάνου, το οποίο διεξήγαγε την αυτοψία αυτή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του και βάσει των ειδικών γνώσεών του, δεν προκαλεί κακή σύνθεση του συλλογικού διοικητικού οργάνου, στη συνεδρίαση του οποίου μετείχε το διοικητικό όργανο, που διενήργησε την αυτοψία και, επομένως, η γνωμοδότηση που εκδίδεται στη συνέχεια από το εν λόγω συλλογικό διοικητικό όργανο, δεν καθίσταται εξ αυτού του λόγου νομικώς πλημμελής (πρβλ. ΣτΕ 3757/2007 επταμ.) Πρέπει, επομένως, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως να απορριφθεί ως αβάσιμος.
- Επειδή, προβάλλεται ότι η Φ5/413/23.1.2006 πράξη της Διευθύντριας της Γ΄ Ε.Π.Κ.Α. εκδόθηκε αναρμοδίως, δεδομένου ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 10 και 14του ν. 3028/2004 προκύπτει ότι την αρμοδιότητα έγκρισης της οικοδομικής δραστηριότητας εντός αρχαιολογικών χώρων φέρει ο ίδιος ο Υπουργός Πολιτισμού, η αρμοδιότητα δε αυτή δεν συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που μεταβιβάσθηκαν στους Προϊσταμένους των Εφορειών Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με την ΥΠΠΟ/ΔΟΕΠΥ/ΤΟΠΥΝΣ/15/3696/10.1.2004 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ΦΕΚ 180 Β’). Ο λόγος αυτός, ο οποίος στρέφεται κατά της Φ5/413/23.1.2006 πράξης της Διευθύντριας της Γ’ Ε.Π.Κ.Α., με την οποία είχε απορριφθεί αρχικώς το αίτημα των αιτούντων, είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος ως αλυσιτελής, δεδομένου ότι, εκ των υστέρων, εκδόθηκε, πάντως, η ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ03/20420/988/6.3.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία ο εν λόγω Υπουργός επελήφθη ο ίδιος αιτήματος των αιτούντων και ύστερα από νέα ουσιαστική έρευνα, δεν ενέκρινε αυτό, αλλά την ανέγερση διώροφης οικοδομής συνολικού ύψους 12 μ. και pilotis. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να απορριφθεί και ο συναφής λόγος ακυρώσεως, καθ’ ερμηνεία του οποίου προβάλλεται ότι αναρμοδίως το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Αττικής γνωμοδότησε αντί του Κ.Α.Σ. πριν εκδοθεί η Φ5/413/23.1.2006 πράξη της Διευθύντριας της Γ’ Ε.Π.Κ.Α., αφού, πάντως, το Κ.Α.Σ. γνωμοδότησε πριν εκδοθεί η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού.
- Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι κατά την αυτοψία μελών του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Αττικής, η οποία διεξήχθη την 1.12.2005, μη νομίμως, και δη κατά παράβαση του άρθρου 52 παρ. 6 του ν. 3028/2002, όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 22 του ν. 3207/2003 (ΦΕΚ 302 Α΄) παρέστησαν τρίτοι. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως διότι αναφέρεται στη διαδικασία που προηγήθηκε της προαναφερόμενης Φ5/413/23.1.2006 πράξης της Διευθύντριας της Γ΄ Ε.Π.Κ.Α., και δεν προσάπτει πλημμέλεια στην ήδη προσβαλλόμενη πράξη του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδόθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, ύστερα από γνωμοδότηση άλλου οργάνου και υιοθετεί άλλη αιτιολογία από εκείνη οποία κυρίως στηρίχθηκε Φ5/413/23-1-2006 πράξη της Διευθύντριας της Γ΄ Ε.Π.Κ.Α.
- Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι μη νομίμως η Διοίκηση εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις του από 19.2.1975 Π. Δ/τος. Και ο λόγος, όμως, αυτός αναφέρεται στο αιτιολογικό έρεισμα της Φ5/413/23.12006 πράξης της Διευθύντριας της Γ’ Ε.Π.Κ.Α., η οποία, πράγματι, απέρριψε το αίτημα των αιτούντων ενόψει, κυρίως, της ερμηνείας των ως άνω πολεοδομικών διατάξεων, στην οποία προέβη η ίδια, και με την οποία αρχικώς συμφώνησαν και τα μέλη του Κ.Α.Σ., τα οποία πραγματοποίησαν αυτοψία στο ακίνητο των αιτούντων (βλ. από 9.1.2007 σχετικό πρακτικό αυτοψίας). Όπως, όμως, προκύπτει από τα πρακτικά της 4/31.1.2007 συνεδρίασης του Κ.Α.Σ., κατόπιν γνωμοδοτήσεως του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, το εν λόγω Συμβούλιο ουδόλως υιοθέτησε την αρχικώς διαμορφωθείσα άποψη των μελών του, που διενήργησαν την αυτοψία, ούτε επικύρωσε την κρίση της Γ’ Εφορείας ως προς την έννοια των ως άνω πολεοδομικών διατάξεων, από τις οποίες, άλλωστε, αποσυνέδεσε, κατά τα προαναφερόμενα, την από πλευράς αρχαιολογικού νόμου δυνατότητα ανέγερσης της επίμαχης οικοδομής, διαλαμβάνοντας, αντιθέτως, ότι «το Υπουργείο Πολιτισμού μπορεί να απαγορεύσει οποιοδήποτε έργο, εν συνόλω η εν μέρει, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες που παρέχουν έτερες διατάξεις» και «ανεξάρτητα από τα ύψη που καθορίζει το Προεδρικό Διάταγμα 53Δ του 1975». Εξάλλου, ούτε και η προσβαλλόμενη ΥΠΠΟ/ ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/ Α1/Φ03/20420/988/6.3.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού αναφέρεται στις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, αλλά προβαίνει στην απόρριψη της αιτήσεως θεραπείας των αιτούντων για λόγους σχετικούς με την «αλλοίωση της τοπογραφίας του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου του λόφου του Αρδηττού, εντός του οποίου ευρίσκεται [η οικοδομή], καθώς και [την] έμμεση βλάβη στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως, με τον οποίο έχει οπτική επαφή η ανωτέρω ιδιοκτησία». Επομένως, και ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο δεν πλήσσεται το αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης πράξης, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Είναι, εξάλλου, αλυσιτελής και ο συναφής λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η Γ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών ήταν αναρμόδια, εν προκειμένω, να εξετάσει τη νομιμότητα της ανέγερσης της επίμαχης οικοδομής από την άποψη της συμβατότητάς της με την πολεοδομική νομοθεσία, διότι το σχετικό αίτημα των αιτούντων απορρίφθηκε τελικώς με την προσβαλλόμενη πράξη για άλλους λόγους και όχι διότι η οικοδομή αυτή δεν θα εναρμονιζόταν με τους ισχύοντες στην περιοχή όρους δόμησης. Αβασίμως, τέλος, προβάλλεται ότι, απαγορεύοντας την ανέγερση κτιρίου, η κατασκευή του οποίου προβλέπεται από τους ισχύοντες στην περιοχή όρους δόμησης, η Διοίκηση προέβη σε τροποποίηση των σχετικών πολεοδομικών διατάξεων χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, προεχόντως διότι η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία έχει προδήλως ατομικό χαρακτήρα, δεν αναφέρεται στους ισχύοντες όρους δόμησης και, πολύ περισσότερο, δεν τροποποιεί τους όρους αυτούς, αλλά εκφέρει κρίση, στα πλαίσια της αρμοδιότητας που προβλέπουν οι παρατιθέμενες σε προηγούμενη σκέψη διατάξεις νόμου, ως προς το κατά πόσον η συγκεκριμένη οικοδομή, ασχέτως αν η ανέγερσή της θα επιτρεπόταν ή όχι με βάση τους εν λόγω όρους δόμησης, επηρεάζει κατά τρόπο αρνητικό τον αρχαιολογικό χώρο, εντός του οποίου επιδιώκεται από τους ενδιαφερομένους η ανέγερσή της.
- Επειδή, προβάλλεται ότι, εφόσον στην περιοχή, όπου ευρίσκεται η ιδιοκτησία των αιτούντων, και η οποία εμπίπτει σε κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο, ισχύουν συγκεκριμένοι όροι δόμησης, οι οποίοι, μάλιστα, θεσπίσθηκαν ενόψει της κήρυξης της περιοχής ως αρχαιολογικού χώρου και είναι προσαρμοσμένοι στις ανάγκες προστασίας του χώρου αυτού, δεν είναι επιτρεπτή η επιβολή συμπληρωματικών περιορισμών από την αρχαιολογική αρχή στη δόμηση των ακινήτων που εμπίπτουν στα όρια του εν λόγω αρχαιολογικού χώρου και ότι, επομένως, εφόσον στην περιοχή του αρχαιολογικού χώρου του λόφου του Αρδηττού, ισχύει το από 19.2.1975 Π. Δ/μα, με το οποίο καθορίσθηκαν όροι δόμησης στις περιοχές πολλών αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, μεταξύ των οποίων και εκείνου του Αρδηττού, δεν ήταν, εν προκειμένω, επιτρεπτή η θέση επιπλέον περιορισμών στη δόμηση του συγκεκριμένου ακινήτου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το γεγονός ότι ένα ακίνητο ευρίσκεται εντός αρχαιολογικού χώρου με ειδικούς όρους δόμησης δεν εμποδίζει την οικεία αρχή του Υπουργείου Πολιτισμού να θέσει συμπληρωματικούς περιορισμούς στη δόμηση ενός συγκεκριμένου ακινήτου, ακόμη και υπό τη μορφή εξατομικευμένων για αυτό όρων δόμησης (πρβλ. ΣτΕ 872/2004, 2526/2003 Ολομ.), δεδομένου, άλλωστε, ότι η έγκριση οικοδομικής δραστηριότητας εντός αρχαιολογικού χώρου πρέπει πάντοτε να αφορά τη συγκεκριμένη κατασκευή, για την οποία πρόκειται (πρβλ. ΣτΕ 3366/2005, 3118/2004 επταμ., 1365/2001), και τις επιπτώσεις της στον αρχαιολογικό χώρο, δεν μπορεί δε να χωρεί αποκλειστικώς και μόνο βάσει τον πολεοδομικού καθεστώτος της ευρύτερης περιοχής, στην οποία εμπίπτει το συγκεκριμένο ακίνητο.
- Επειδή, προβάλλεται ακόμη ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νομίμως αιτιολογημένη από την άποψη της μη σαφούς αναφοράς στον αρχαιολογικό χώρο, με σκοπό την προστασία του οποίου απορρίφθηκε το αίτημα των αιτούντων. Προβάλλεται, ειδικότερα, ότι η προσβαλλόμενη πράξη συγχέει τον αρχαιολογικό χώρο του λόφου του Αρδηττού, εντός του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο των αιτούντων, με το χώρο του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως, ο οποίος ευρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από το ακίνητο αυτό. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει τόσο από την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη όσο και τη γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ., κατόπιν της οποίας αυτή εκδόθηκε, η ανέγερση του κτιρίου των αιτούντων με το ύψος, το οποίο είχε ζητηθεί, κρίθηκε ότι θα προκαλούσε «αλλοίωση της τοπογραφίας του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου του λόφου του Αρδηττού, εντός του οποίου ευρίσκεται», και ο οποίος μνημονεύεται ρητώς στο σώμα της προσβαλλόμενης πράξης. Το γεγονός, εξάλλου, ότι η ανέγερση της οικοδομής με το συγκεκριμένο ύψος θα προκαλούσε περαιτέρω, κατά την υιοθετηθείσα από τον Υπουργό Πολιτισμού κρίση του Κ.Α.Σ., και έμμεση βλάβη στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως δεν προκαλεί, αντιθέτως προς τα προβαλλόμενα, ασάφεια ως προς τον αρχαιολογικό χώρο, για την προστασία του οποίου απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη το αίτημα των αιτούντων.
- Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε μη νομίμως βάσει αυτοψίας μελών του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, η οποία διεξήχθη υπό την αντίληψη ότι το κτίριο, το οποίο επρόκειτο να ανεγερθεί στην ιδιοκτησία των αιτούντων, θα είχε ύψος 15,50 μ. ενώ το εν λόγω συλλογικό όργανο γνωμοδότησε τελικώς εν γνώσει του πραγματικού ύψους της οικοδομής, το οποίο, κατά τους αιτούντες, δεν θα υπερέβαινε τα 13,25 μ., χωρίς, μάλιστα, να διεξαχθεί αυτοψία του γνωμοδοτούντος αυτού οργάνου, ώστε να διαπιστωθεί αν θα αλλοίωνε τον αρχαιολογικό χώρο του λόφου του Αρδηττού και θα παρέβλαπτε τη θέαση της Ακρόπολης κτίριο ύψους 13,25 μ. και όχι 15,50 μ. Ο λόγος αυτός είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος, διότι, στο από 9.1.2007 πρακτικό αυτοψίας αναφέρεται, μεν, ότι το ύψος της οικοδομής θα ανερχόταν σε 15,50 μ., η κρίση, όμως, σχετικά με τη βλαπτική επίδραση που θα είχε η οικοδομή στον αρχαιολογικό χώρο του λόφου του Αρδηττού, δεν στηρίχθηκε στο ύψος των 15,50 μ. καθ’ εαυτό, αλλά στο γεγονός ότι «όλες οι διπλανές οικοδομές, και ιδιαιτέρως η απέναντι επί των οδών Γοργίου και Σορβόλου, είναι διώροφες και δεν υπερβαίνουν το προβλεπόμενο, σύμφωνα με το Π.Δ., ύψος των 12,00 μ. …», δηλαδή, στη διαπίστωση ότι η επίμαχη οικοδομή με το προβλεπόμενο ύψος της, θα υπερέβαινε εκείνο των παρακειμένων οικοδομών, αυτό, δηλαδή, των 12,00 μ., όπως προδήλως θα συνέβαινε και προκειμένου περί κτιρίου 13,25 μ., και για το λόγο άλλωστε αυτό, με την προσβαλλόμενη πράξη του Υπουργού Πολιτισμού εγκρίθηκε τελικώς η ανέγερση οικοδομής 12,00 μ. στην ιδιοκτησία των αιτούντων. Είναι, εξάλλου, αδιάφορο το γεγονός ότι οι οικοδομές αυτές έχουν χαμηλότερο ύψος από εκείνη που επεδίωκαν να ανεγείρουν οι αιτούντες διότι, κατά τα προβαλλόμενα, αυτές εμπίπτουν σε άλλο τομέα, σύμφωνα με το από 19.2.1975 Π. Δ/μα, διότι η κρίση της Διοίκησης, εν προκειμένω, στηρίχθηκε στην ουσιαστική εκτίμηση ότι η ανέγερση κτιρίου μεγαλύτερου ύψους από εκείνο των παρακειμένων θα αλλοίωνε τη μορφολογία του αρχαιολογικού χώρου του λόφου, σε κριτήρια, δηλαδή, της αρχαιολογικής νομοθεσίας και όχι της πολεοδομικής.
- Επειδή, εξάλλου, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, υπό το προαναφερθέν περιεχόμενο, θα οδηγήσει στην κατασκευή κτιρίου 12 μέτρων σε κατωφέρεια, το οποίο δεν θα εξασφαλίζει ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης, και με τον τρόπο αυτό δεν θα ικανοποιεί τις ανάγκες του ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού. Ο λόγος αυτός είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η μείωση του ύψους της επίμαχης οικοδομής από 13,25 σε 12,00 μ. θα έχει οποιαδήποτε από τις επιπτώσεις που επικαλούνται οι αιτούντες ούτε, άλλωστε, η κατασκευή κτιρίου ύψους 12,00 μ. συνεπάγεται σε κάθε περίπτωση τη δημιουργία κακών συνθηκών διαβίωσης.
- Επειδή, προβάλλεται ότι η δια της προσβαλλομένης πράξεως παρεμπόδιση των αιτούντων να ανεγείρουν το επίμαχο κτίριο κατά τρόπο σύμφωνο με τους ισχύοντες στην περιοχή όρους δόμησης, οι οποίοι θα επέτρεπαν μεγαλύτερο ύψος της οικοδομής, ωραιότερη θέα και αύξηση της αξίας του ακινήτου τους, συνιστά μη επιτρεπτή προσβολή των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων χωρίς, μάλιστα, την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης στους ίδιους, κατά παράβαση των άρθρων 17 παρ. 2 του Συντάγματος και 1 του 1ου’ Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Η κατ’ εφαρμογή, όμως των παρατιθεμένων σε προηγούμενη σκέψη διατάξεων επιβολή των απαιτουμένων μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας για το σκοπό της προστασίας των αρχαίων και νεοτέρων μνημείων, των αρχαιολογικών χώρων, των ιστορικών τύπων κ.λπ., δεν συνιστά αθέμιτο περιορισμό της ιδιοκτησίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3354/2008 κ.ά.) κατά την έννοια των άρθρων 17 παρ. 2 του Συντάγματος και 1ου του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., είναι δε άλλο το ζήτημα της, τυχόν, αποζημίωσής τους για τον περιορισμό αυτό, το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης.
- Επειδή, τέλος, ο λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, προβάλλεται αναποδείκτως και πρέπει να απορριφθεί.
- Επειδή, κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.