ΣτΕ 2974/2010 [Νόμιμη Ζ.Ο.Ε. σε περιοχές της Μυκόνου εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προϋφιστάμενων του 1923]
Περίληψη
-Είναι νόμιμες οι ρυθμίσεις που εξυπηρετούν τη διαφύλαξη του φυσικού κεφαλαίου της Μυκόνου και εναρμονίζονται με τις διαπιστώσεις της οικείας ΕΧΜ. Σύμφωνα με αυτές η θέση της Μυκόνου ως τουριστικού κέντρου σε περιφερειακό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο προϋποθέτει τη διατήρηση της ικανότητας παροχής τουριστικού προϊόντος ποιότητας και τον περιορισμό στη δόμηση κατοικιών, ως βασικότερο κίνδυνο υποβάθμισης του περιβάλλοντος και, κατά συνέπεια, και του τουριστικού προϊόντος. Εφόσον άλλωστε η Μύκονος έχει ήδη χαρακτηρισθεί, ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, νομίμως θεσπίζονται οι περιορισμοί δόμησης βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
-Εφόσον προκύπτουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επέβαλαν την ένταξη των συγκεκριμένων περιοχών στη ΖΟΕ και τη θέσπιση των συγκεκριμένων όρων και περιορισμών δόμησης, το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει εκδοθεί νομίμως. Η εκτίμηση της Διοίκησης για τα ιδιαίτερα μορφολογικά και άλλα χαρακτηριστικά της περιοχής προκειμένου αυτή να ενταχθεί σε συγκεκριμένη ζώνη κανονιστικών ρυθμίσεων δεν αποτελεί αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Αθ. Ράντος
Δικηγόροι: Α. Αλεφάντη
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται εμπροθέσμως η ακύρωση: α) του από 7.3.2005 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 243 Δ/8.3.2005) με τον τίτλο «Καθορισμός Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), κατωτάτου ορίου κατάτμησης και λοιπών όρων και περιορισμών δόμησης στην εκτός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923 περιοχή του Δήμου Μυκονίων Νήσου Μυκόνου (Ν. Κυκλάδων)…».
- Επειδή, με το προσβαλλόμενο διάταγμα, η εκτός σχεδίου περιοχή του Δήμου Μυκόνου κατανέμεται σε επί μέρους ζώνες («περιοχές»), ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθεμιάς από αυτές, καθορίζονται δε, για κάθε ζώνη, ιδιαίτερες απαγορεύσεις και χρήσεις γης, κατώτατα όρια κατατμήσεως, καθώς και ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως. Θεσπίζονται, ειδικότερα, μεταξύ άλλων, α) απόλυτη απαγόρευση δομήσεως (περιοχές με στοιχεία 2.3α.1α, 2.3α.6) ή υπό προϋποθέσεις δόμηση (περιοχή 2.3α. 1.β), β) δυνατότητα ανεγέρσεως μόνον αγροικιών και μόνον από κατ’ επάγγελμα αγρότες (περιοχές με στοιχεία 2.2β και 2.2στ.2), γ) περιορισμένη δυνατότητα ανεγέρσεως κατοικιών (περιοχές με στοιχεία 2.3α. 1 β, 2.3α.7, 2.3α.8, 2.3α.9, 2.3α.11), τουριστικών εγκαταστάσεων (περιοχή με στοιχεία 2.1α.1), κτιρίων συναθροίσεως κοινού και πολιτιστικών λειτουργιών (περιοχή με στοιχεία 2.3α.9) και εγκαταστάσεων μεταποιήσεως-αποθηκεύσεως (περιοχή με στοιχεία 2.1.δ) και δ) απαγόρευση λειτουργίας καταστημάτων (περιοχή με στοιχεία (2.3α.11). Οι νομίμως παραστάντες εκ των αιτούντων φέρονται, κατά τα προσκομισθέντα από αυτούς στοιχεία, ως ιδιοκτήτες ακινήτων στις περιοχές με στοιχεία 2.3α.6, 2.3α.7 και 2.3α.8, δηλαδή σε περιοχές, στις οποίες, κατά τα εκτεθέντα, είτε απαγορεύεται κάθε δόμηση – εγκατάσταση είτε περιορίζεται η δυνατότητα αυτή και θεσπίζεται απαγόρευση κατατμήσεως. Εν σχέσει προς τις εν λόγω απαγορεύσεις και περιορισμούς, οι ανωτέρω αιτούντες προβάλλουν ότι παραβιάζουν το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεδομένου ότι παρεμποδίζουν ή περιορίζουν ουσιωδώς την δόμηση των ανωτέρω ακινήτων εισάγοντας όρους δομήσεως δυσμενέστερους από τους προϊσχύοντες, χωρίς να προβλέπεται αποζημίωση των ιδιοκτητών. Προβάλλουν, επίσης, ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις παραβιάζουν το άρθρο 24 του Συντάγματος, διότι ο επιχειρούμενος σχεδιασμός χρήσεων γης δεν είναι ορθολογικός, δεν είναι προσαρμοσμένος στην φυσιογνωμία της περιοχής και επιδεινώνει τους όρους διαβιώσεως των ιδιοκτητών.
- Επειδή, σημαντικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος είναι τα ευπαθή ή ευαίσθητα οικοσυστήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μικρά νησιά, τα οποία χαρακτηρίζονται από την ενότητα και τη λιτή συμμετρία του τοπίου τους και τη στενή αλληλεξάρτηση των ανθρωπογενών συστημάτων (δημογραφικού, πολιτιστικού, κοινωνικοοικονομικού κ.λπ.) και του φυσικού περιβάλλοντος, με συνέπεια να είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε εξωγενείς παρεμβάσεις. Ουσιώδης όρος για την προστασία των μικρών νησιών είναι τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία, δεδομένου ότι τα νησιά είναι δεκτικά μόνο ήπιας ανάπτυξης, πρέπει να προβλέπουν και να διατάσσουν στο χώρο των νησιών μόνο εκείνες τις μορφές ανάπτυξης που είναι συμβατές με την αρχή της διατήρησης αμείωτου του πολιτιστικού και φυσικού κεφαλαίου τους. Οι αρχές αυτές είναι εφαρμοστέες και στις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου (βλ. Σ.τ.Ε. 5933/1996, 1643/1998, 1129, 1522, 1588/1999, 2239, 2425/2000), οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ν. 1337/1983 (Α’ 33) και σε αρμονία με τα άρθρα 24 παρ. 2 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος, θεσπίζονται με προεδρικά διατάγματα, περιέχουν δε στοιχεία χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και αποσκοπούν στον άμεσο έλεγχο των χρήσεων γης σε περιαστικές εκτός σχεδίου περιοχές, αφ’ ενός προς πρόληψη της περαιτέρω επιδείνωσης των προβλημάτων τους και προς προστασία του περιβάλλοντος στις περιοχές αυτές και αφ’ ετέρου προς παρεμπόδιση της δημιουργίας δεδομένων και πραγματικών καταστάσεων που θα είχαν ως συνέπεια να δυσχεραίνεται ο μελλοντικός σχεδιασμός της περιοχής (ΣτΕ 2604/2005). Εξ άλλου, εν όψει του χαρακτήρα των περιλαμβανομένων στην Ζ.Ο.Ε. περιοχών ως αποτελούμενων από ακίνητα εκτός σχεδίου, τα οποία δεν προορίζονται, καταρχήν, προς δόμηση, οι καθοριζόμενοι κατ’ εξουσιοδότηση των ως άνω διατάξεων όροι και περιορισμοί δόμησης και χρήσεων γης, οι οποίοι μπορούν να φθάσουν και μέχρι την ολοσχερή απαγόρευση της δόμησης σε περιοχές, στις οποίες η ιδιαίτερη φύση τους και η εξυπηρέτηση των ως άνω σκοπών το επιβάλλουν, πρέπει να έχουν ως περιεχόμενο, σύμφυτο, άλλωστε, με τους ανωτέρω σκοπούς θεσπίσεως της Ζ.Ο.Ε., την πρόβλεψη όλων των, κατά την εκτίμηση της Διοικήσεως, μέτρων που υπαγορεύονται από την ανάγκη προστασίας κάθε συγκεκριμένης περιοχής (ΣτΕ 2604/2005). Συνεπώς, οι επιβαλλόμενοι με την θέσπιση Ζ.Ο.Ε. περιορισμοί στο περιεχόμενο και την έκταση του δικαιώματος της κυριότητος των ιδιοκτητών των ακινήτων που περιλαμβάνονται στη Ζ.Ο.Ε., έστω και αν είναι δυσμενέστεροι για τους ιδιοκτήτες από αυτούς που ίσχυαν προηγουμένως, δεν προσκρούουν στο άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εφ’ όσον θεσπίζονται με αντικειμενικά κριτήρια χάριν της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και δεν εξαφανίζουν ούτε καθιστούν αδρανή την ιδιοκτησία σε σχέση με τον προορισμό της (ΣτΕ Ολομ. 4952/1995, 277/2005, 3628-3631/2009). Εξάλλου, όταν τα μέτρα που λαμβάνονται προς το σκοπό της προστασίας μιας περιοχής έχουν ως αποτέλεσμα την ουσιώδη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας σε σχέση με τον προορισμό της, γεννάται αξίωση των ιδιοκτητών προς αποζημίωση, αδιαφόρως εάν έχει περιληφθεί σχετική ρήτρα στην κανονιστική πράξη επιβολής των περιοριστικών όρων και απαγορεύσεων. Το ζήτημα πάντως της αποζημίωσης είναι αυτοτελές και δεν επηρεάζει την κρίση σχετικά με το χαρακτηρισμό εκτάσεως ως περιοχής προστασίας και με την επιβολή περιοριστικών μέτρων (ΣτΕ 3633/2009).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου, και ιδίως από την καταρτισθείσα στα πλαίσια του Κοινοτικού Προγράμματος ΕΝΧ/ΙΚΕΟ Ειδική Χωροταξική Μελέτη (ΕΧΜ) για τις νήσους Άνδρο-Τήνο-Μύκονο, προκύπτει α) ως προς την περιοχή με στοιχεία 2.3α.6 του άρθρου 3, Κεφ. Ζ΄, ότι η απόλυτη απαγόρευση δομήσεως είναι δικαιολογημένη εφόσον στην περιοχή περιλαμβάνονται χερσόνησοι, ορεινοί όγκοι, κορυφές λόφων, νησίδες μεγάλης αισθητικής αξίας κ.λπ., οι οποίες συνδυάζουν φυσικό τοπίο, αξιόλογων παραλίων και ακτών κολυμβήσεως της νήσου, γ) ως προς τις περιοχές με στοιχεία 2.3α.8 του άρθρου 3, Κεφ. Θ΄), ότι πρόκειται για περιοχές προστασίας διακεκριμένων τμημάτων του φυσικού τοπίου, δηλαδή περίοπτες ορεινές εκτάσεις, εν γένει αδόμητες, με ιδιάζουσα υφή και μορφολογία που χρήζει προστασίας, το δε όριο κατάτμησης των 10 στρεμμάτων υπαγορεύτηκε από την ανάγκη προστασίας τους, διότι, όπως αναφέρεται στην ΕΧΜ (Π Φάση, σελ. 112), αποτελούν «το ευρύτερο φυσικό φόντο ενός ήδη δομημένου αγροτικού τοπίου. Η αυξημένη – διάσπαρτη εκτός σχεδίου δόμηση στο νησί, η σημερινή τάση οικοδόμησης επί των ορεινών όγκων επειδή εξασφαλίζουν θέα …καθιστούν αναγκαία τη λήψη αυτού του μέτρου». Προκύπτει, επίσης, ότι πρόκειται για ρυθμίσεις, οι οποίες εξυπηρετούν την διαφύλαξη του φυσικού κεφαλαίου της Μυκόνου και εναρμονίζονται με τις διαπιστώσεις της ΕΧΜ, κατά τις οποίες η θέση της Μυκόνου ως τουριστικού κέντρου σε περιφερειακό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο προϋποθέτει την διατήρηση της ικανότητας παροχής τουριστικού προϊόντος ποιότητας και τον περιορισμό της δομήσεως κατοικιών, η οποία αποτελεί τον βασικότερο κίνδυνο υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος και, κατά συνέπεια, και του τουριστικού προϊόντος. Με τα δεδομένα αυτά, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του ότι η Μύκονος έχει ήδη χαρακτηρισθεί, με την υπ’ αριθ. Γ/848/40/4-3-1980 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Β’ 329), ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, νομίμως και εντός των ορίων της οικείας νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων χάριν της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, θεσπίζονται οι ως άνω περιορισμοί. Ούτε άλλωστε επιβάλλεται από τις ως άνω διατάξεις η διαιώνιση ευνοϊκών ρυθμίσεων του καθεστώτος χρήσεων γης εκτός σχεδίου, διότι τούτο θα οδηγούσε στην ματαίωση της υποχρέωσης του νομοθέτη να ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα κατ’ εκτίμηση των επιταγών του δημοσίου συμφέροντος, όπως διαμορφώνονται από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, εκπληρώνοντας, με τον τρόπο αυτό, την κατά το Σύνταγμα υποχρέωσή του για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την εξασφάλιση των καλυτέρων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων (ΣτΕ 2607/2005). Συνεπώς, οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ομοίως, ως αβάσιμος, εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων για τους λόγους που υπαγόρευσαν την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος και των περιοριστικών της ιδιοκτησίας ρυθμίσεών του, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο δεν τεκμηριώνονται επαρκώς στα στοιχεία του φακέλου οι εν λόγω ρυθμίσεις, κατά των οποίων, άλλωστε, δεν διατυπώνονται ιδιαίτερες επί μέρους αιτιάσεις.
- Επειδή, στα πλαίσια του Κοινοτικού Προγράμματος ENVIREG καταρτίσθηκε Ειδική Χωροταξική Μελέτη (ΕΧΜ) για τις νήσους Άνδρο-Τήνο-Μύκονο, η πρώτη φάση της οποίας ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο 1993, η δεύτερη φάση τον Ιούλιο του ιδίου έτους και η τρίτη φάση τον Ιούλιο του έτους 1996. Όπως προκύπτει από το κείμενο της Ειδικής Χωροταξικής Μελέτης και την 257/1998 γνωμοδότηση του ΚΣΧΟΠ, σκοπός αυτής της μελέτης ήταν η αξιολόγηση της υπάρχουσας κατάστασης και η διαμόρφωση προτάσεων οργάνωσης και ρύθμισης των υπό μελέτη περιοχών προς το σκοπό της ορθολογικής εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, της ισόρροπης ανάπτυξης των δραστηριοτήτων και της προστασίας και αξιοποίησης του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Εκτιμήθηκε το γεγονός ότι στη νήσο Μύκονο ο κυρίαρχος τομέας απασχόλησης είναι ο τριτογενής (τουρισμός-υπηρεσίες), η κυριαρχία του οποίου δυναμικά μπορεί να κατακλύσει το σύνολο της έκτασης του νησιού, να δημιουργήσει έντονα οικιστικά προβλήματα και να θέσει σε κίνδυνο τη διαιώνιση των φυσικών και ανθρωπογενών πόρων στους οποίους βασίζεται (σελ. 6 της 257/1998 γνωμοδότησης). Παρατηρήθηκε ότι η Χώρα της Μυκόνου, που περιέχει το 55% των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, θεωρείται κορεσμένη περιοχή και ότι οι πιέσεις για οικιστική ανάπτυξη εκτονώνονται με την παρόδια περιαστική δόμηση κατά μήκος των οδικών αξόνων, προς τους οριοθετημένους οικισμούς και τις ευρύτερες περιοχές τους, προς τις παραλίες θεσμοθετημένης τουριστικής ανάπτυξης, αλλά και σε άλλες περιοχές (παραλιακές ή ενδοχώρας), όπου η δόμηση τείνει να κατακλύσει διάσπαρτα το τοπίο και σε ορισμένες περιπτώσεις να αλλοιώσει τη χαρακτηριστική του μορφολογία. Προς το σκοπό της αποτροπής των ως άνω κινδύνων έγινε ο καθορισμός των περιοχών ως περιοχών παραγωγικών δραστηριοτήτων, οι οποίες διακρίνονται σε περιοχές τουρισμού – παραθερισμού, αναψυχής, γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας, βοσκοτόπων και λοιπής γεωργικής γης και μονάδων μεταποίησης αποθήκευσης, και ως περιοχών προστασίας και ειδικότερα ως περιοχών απόλυτης προστασίας, προστασίας παραλίων-ακτών κολύμβησης, ειδικού μορφολογικού ελέγχου κατασκευών για την προστασία των ιδιαίτερα ευαίσθητων περιοχών του φυσικού τοπίου (σελ. 104 – 106, Ειδική Χωροταξική Μελέτη, Π Φάση, Π.Ε. 636/2002). Όπως, προκύπτει από την ως άνω Ειδική Χωροταξική Μελέτη, οι περιοχές με στοιχεία 2.3α.8, οι οποίες στο άρθρο 3 του προσβαλλόμενου διατάγματος, στο κεφάλαιο Θ, χαρακτηρίζονται ως «Περιοχές προστασίας διακεκριμένων τμημάτων του φυσικού τοπίου», και στις οποίες με τις διατάξεις Θ.III.(α) του άρθρου αυτού καθορίζεται κατά τον κανόνα όριο κατάτμησης και αρτιότητας τα 10 στρέμματα, αποτελούν ιδιαίτερα ευαίσθητες περιοχές του φυσικού τοπίου και ειδικότερα μεγάλες περίοπτες εκτάσεις, εν γένει αδόμητες, στις «ορεινές» περιοχές του «Κούνουπα», του Προφήτη Ηλία, του Προφήτη Ηλία Ανωμερίτη και του Μωροέργου και επιμέρους εκτάσεις μικρότερης κλίμακας, ιδιάζουσας υφής και μορφολογίας του φυσικού εδάφους, που χρειάζονται προστασία (κορυφογραμμές, φόντα, βράχια κ.λπ.) (βλ. Ε.Χ.Μ., Τρίτη Φάση σελ 75). Ο καθορισμός των περιοχών αυτών αποσκοπεί στην προστασία της ενότητας της γήινης μάζας, των κορυφογραμμών, όπως φαίνονται από καίριες δημόσιες θέσεις, καθώς και των βραχωδών σχηματισμών (βλ. Ε.Χ.Μ., Τρίτη Φάση σελ. 94, και Ε.Χ.Μ. Π Φάση, σελ. 114). Οι διαπιστώσεις αυτές συνοδεύονται από αναλυτικό πίνακα των περιοχών που φέρουν τα χαρακτηριστικά αυτά. Επί των ρυθμίσεων της Ειδικής Χωροταξικής Μελέτης γνωμοδότησαν οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές, το ΝΣΧΟΠ και το ΚΣΧΟΠ, υποβλήθηκε το σχέδιο διατάγματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς επεξεργασία και εκδόθηκε το Π.Ε. 636/2002. Η Έκθεση Ανασκόπησης και Προσαρμογής Πρότασης Ε.Χ.Μ. Μυκόνου Αυγούστου 2004, που συντάχθηκε κατόπιν εντολής του Δημοτικού Συμβουλίου Μυκονίων για την υποστήριξη των θέσεων του Δήμου στο θέμα του καθορισμού της Ζ.Ο.Ε. υποβλήθηκε στη Διοίκηση και ελήφθη υπόψη από το ΚΣΧΟΠ, το οποίο μάλιστα δέχθηκε ορισμένες από τις προτάσεις του Δήμου Μυκονίων, αλλά και από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Εξ άλλου, εν όψει του μακρού χρόνου της εν γένει διαδικασίας εκπονήσεως της Ζ.Ο.Ε. και του γεγονότος ότι σ’ αυτήν, από την κατά νόμο φύση της, εμπεριέχονται ρυθμίσεις με σχετικώς μακροπρόθεσμη προοπτική, μη υποκείμενες σε αναθεωρήσεις κατά μικρά χρονικά διαστήματα ή σε περιπτώσεις μη ουσιωδών μεταβολών των οικιστικών δεδομένων της περιοχής, η επιδείνωση της κατάστασης, αλλά και η επέλευση του κινδύνου που είχε ήδη εντοπισθεί από την Ε.Χ.Μ. δεν συνιστά ουσιώδη οικιστική μεταβολή επηρεάζουσα το επίκαιρο των προβλέψεων της μελέτης και των ρυθμίσεων που υιοθετήθηκαν από το προσβαλλόμενο διάταγμα. Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, στηρίζεται σε ανεπίκαιρη ειδική χωροταξική μελέτη και ότι τα στοιχεία που αποτυπώνονται στην Ε.Χ.Μ. Άνδρου – Τήνου – Μυκόνου είναι παρωχημένα.
- Επειδή, οι λόγοι ακυρώσεως, κατά τους οποίους οι βαλλόμενες ρυθμίσεις εξέρχονται των ορίων της χρηστής διοικήσεως, θεσπίστηκαν κατά κατάχρηση διαδικασίας και παράβαση της αναλογικότητας και ότι η κατά τα ανωτέρω κανονιστική οριοθέτηση των ζωνών στις περιοχές 2.3α.6 και 2.3α.7 είναι πεπλανημένη και πλημμελής, άγει δε σε παραβίαση της αρχής της ισότητας και, πάντως, παραβιάζει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας της Διοικήσεως διότι διαφοροποιεί εκτάσεις με τα αυτά φυσικά χαρακτηριστικά, πρέπει, εκτός του ότι προβάλλονται αορίστως και κατά τρόπο υποθετικό, να απορριφθούν, προεχόντως διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, προκύπτουν, κατ’ αρχήν, από τα στοιχεία του φακέλου οι ειδικότεροι λόγοι χαρακτηρισμού κάθε περιοχής και υπαγωγής της σε συγκεκριμένη ζώνη. Εξάλλου, σκοπός της ΖΟΕ είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου της διάσπαρτης εκτός σχεδίου δόμησης και του συνεπεία αυτής κινδύνου αλλοίωσης του χαρακτήρα των περιοχών, δόμηση, η οποία δεν είναι κατ’ ανάγκη αυθαίρετη, ενόψει της υπάρξεως των γενικών διατάξεων για την εκτός σχεδίου δόμηση. Δεδομένου δε του κανονιστικού χαρακτήρα του προσβαλλόμενου π.δ/τος, το οποίο ελέγχεται μόνο για τη συνδρομή των όρων των εξουσιοδοτικών διατάξεων, εφόσον προκύπτουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επέβαλαν την ένταξη των επίδικων περιοχών στη ΖΟΕ και τη θέσπιση των συγκεκριμένων όρων και περιορισμών δόμησης, το προσβαλλόμενο διάταγμα κείται εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης, έχει εκδοθεί νομίμως και η περαιτέρω εκτίμηση της Διοικήσεως για τα ιδιαίτερα μορφολογικά και άλλα χαρακτηριστικά της περιοχής προκειμένου αυτή να ενταχθεί σε συγκεκριμένη ζώνη κανονιστικών ρυθμίσεων δεν αποτελεί αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου (ΣτΕ 4036/2005). Συνεπώς, οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως, όπως προβάλλονται, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι (βλ. ΣτΕ 2609/2005).
- Επειδή, στο κεφ. Θ΄παρ. II β’ του άρθρου 3 του προσβαλλόμενου διατάγματος, όπου καθορίζονται οι χρήσεις γης των περιοχών διακεκριμένων τμημάτων του φυσικού τοπίου (περιοχές με στοιχεία 2.3α.8), προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η χρήση κατοικίας, εμβαδού 80 τ.μ. Η διάταξη αυτή του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, κατά το μέρος που επιτρέπει την ανέγερση κατοικίας εμβαδού 80 τ.μ. στα άρτια γήπεδα της παραγράφου III του Κεφαλαίου Θ’, ακυρώθηκε με την 3628/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ αποδοχήν αιτήσεως ακυρώσεως άλλου αιτούντος, που συζητήθηκε κατά την αυτή δικάσιμο. Συνεπώς, η παρούσα δίκη πρέπει να καταργηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, κατά το μέρος που με αυτήν ζητείται από τους Σ. Α., Γ. Α., Ε. Κ., Α. Μ. και Ά. Κ. (2ος, 3ος, 5ος, 9η) η ακύρωση της ως άνω ρυθμίσεως.
- Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση.