ΣτΕ 3501/2010 [Νόμιμο το π.δ. για την προστασία της Πάρνηθας]
Περίληψη
-Οι προσβαλλόμενες ρυθμίσεις, με τις οποίες επιτρέπεται η δόμηση μόνο στον οικισμό «Ιπποκράτειος Πολιτεία» που διαθέτει σχέδιο πόλεως (ζώνη Γ2) και στη ζώνη Γ1, όπου, κατά την οικεία μελέτη, εντοπίζονται μικρές συσπειρώσεις κατοικιών με αποτέλεσμα να τείνει να μεταβληθεί σε περιοχή μόνιμης κατοικίας με κτήρια επιμελημένης κατασκευής, αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, κείνται εντός εξουσιοδοτήσεως και είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας.
-Οι ιδιοκτήτες ακινήτων στην επίδικη περιοχή δεν εμποδίζονται, εάν θεωρούν ότι στερούνται την ιδιοκτησία τους, να προσφύγουν ενώπιον του δικαστή της αποζημιώσεως, που είναι αρμόδιος να κρίνει το βάσιμο των ισχυρισμών τους, οι οποίοι προβάλλονται απαραδέκτως κατά την ακυρωτική δίκη.
-Νομίμως προβλέπεται ότι μόνον οι οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί κατά τη δημοσίευσή του εκτελούνται, όπως εκδόθηκαν βάσει των υποβληθέντων στοιχείων, δηλαδή σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Ν. Ρόζος
Δικηγόροι: Φ. Χατζηφώτης, Α. Αλεφάντη
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, ο ν. 1515/1985 (ΦΕΚ 18 Α΄) οι διατάξεις του οποίου κωδικοποιήθηκαν στον Κ.Β.Π.Ν. (π.δ. 14.7.1999, ΦΕΚ 580 Δ΄). Καθόρισε για την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, η οποία ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, η οποία περιλαμβάνει, κατά το νόμο, την περιοχή του νομού Αττικής και τη Μακρόνησο πλην των Κυθήρων, ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας του περιβάλλοντος. Το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας (Ρ.Σ.Α) ορίζεται ως το σύνολο των στόχων, κατευθύνσεων, προγραμμάτων και μέτρων που προβλέπονται από το νόμο αυτό ως αναγκαία για τη χωροταξική και πολεοδομική οργάνωση της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας στα πλαίσια των πενταετών προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης (αρθρ. 1 παρ. 1 = άρθρο 8 παρ. 1 Κ.Β.Π.Ν.), το δε πρόγραμμα προστασίας του περιβάλλοντος περιλαμβάνει τα μέτρα και τις κατευθύνσεις για την αναβάθμιση και προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, και ιδίως μέτρα με σκοπό την οικολογική ανασυγκρότηση της Αθήνας, την προστασία της γεωργικής γης, των δασών, των υγροτόπων και των άλλων στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, την προστασία του τοπίου, των ακτών και των ειδικών περιοχών φυσικού κάλλους, την προστασία της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, τον περιορισμό της ρύπανσης από κάθε πηγή και κυρίως την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, της ρύπανσης του εδάφους και των νερών και την αναβάθμιση ιδιαίτερα υποβαθμισμένων περιοχών (άρθρο 2 περ. α’, β’, γ’, δ’ = άρθρο 9 περ. α’, β’, γ’, δ’ Κ.Β.Π.Ν.). Περαιτέρω στο άρθρο 3, με τις διατάξεις του οποίου καθορίζονται οι γενικοί και ειδικοί στόχοι και κατευθύνσεις για την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί γενικότερο στόχο του νόμου (άρθρο 3 παρ. 1 περ. β’ – άρθρο 10 παρ. 1 περ. β’ Κ.Β.Π.Ν.), ότι πλην άλλων η οιικολογική ανασυγκρότηση, η ανάδειξη και προστασία του αττικού τοπίου, των ορεινών όγκων, των τοπίων φυσικού κάλλους και των ακτών συνιστούν ειδικότερους στόχους και κατευθύνσεις για την εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας (άρθρο 3 παρ. 3 περ. α’ = άρθρο 10 παρ. 3 περ. α’ Κ.Β.Π.Ν.) και ότι η ανάσχεση της εξάπλωσης της πόλης και η ανακατανομή βασικών χρήσεων και λειτουργιών αποτελούν ειδικούς στόχους για τη χωροταξική οργάνωση της (άρθρο 3 παρ. 4 περ. β’, γ’ – άρθρο 10 παρ. 4 περ. β’, γ’ Κ.Β.Π.Ν.). Εξ άλλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του νόμου, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 2052/1992 (ΦΕΚ 94 Α΄) (άρθρο 11 Κ.Β.Π.Ν.). το ρυθμιστικό σχέδιο και το πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος πραγματοποιούνται με τα μέτρα που προβλέπονται στο παράρτημα και τα διαγράμματα του άρθρου 15 (άρθρο 22 Κ.Β.Π.Ν.). Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ειδικότερες κατευθύνσεις για τη χωροταξική και πολεοδομική ανασυγκρότηση της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας και την αντιμετώπιση της ρύπανσης του περιβάλλοντος, όπως είναι, η ανάσχεση της εξάπλωσης της πόλης και ο έλεγχος των χρήσεων γης (άρθρο 15 παρ. Α περ. 2 υποπερ. 2.1 – άρθρο 22 παρ. Α περ. 2 υποπερ. 2.1 Κ.Β.Π.Ν.) και η ανακατανομή δομικών χρήσεων για την αναψυχή-ψυχαγωγία υπερτοπικής σημασίας με τη δημιουργία, μεταξύ άλλων, ενιαίου δικτύου σε ολόκληρη την έκταση του ηπειρωτικού τμήματος της περιοχής της Αθήνας με κατά το δυνατόν σύνδεση και ενοποίηση, πλην άλλων των χώρων αναψυχής και ψυχαγωγίας, του περιαστικού πρασίνου, των ορεινών όγκων και των ακτών (άρθρο 15 παρ. Α’ περ. 2.3 υποπερ. δ’= άρθρο 22 παρ. Α’ περ. 2.3 υποπερ. δ’ Κ.Β.Π.Ν.). Τέλος, στο άρθρο 4 παρ. 3 του νόμου (άρθρο 11 παρ. 3 Κ.Β.Π.Ν.) ορίζεται ότι «Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων συμπληρώνονται, εξειδικεύονται, διευκρινίζονται και τροποποιούνται μερικά το ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας και το πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος χωρίς μεταβολή των στόχων και κατευθύνσεων τους ύστερα από γνώμη της εκτελεστικής επιτροπής του Οργανισμού Αθήνας».
- Επειδή, όπως έχει κριθεί, οι διατάξεις του ν. 1515/1985, οι οποίες προβλέπουν κατευθύνσεις, προγράμματα και μέτρα για την αναβάθμιση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, δεσμεύουν τη Διοίκηση κατά την άσκηση της κανονιστικής της εξουσίας ή την έκδοση ατομικών πράξεων (πρβλ. Σ.τ.Ε 604/2002 Ολομ., 2403/1997 Ολομ., Π.Ε. 305/2006). Εξάλλου, με τα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 1515/1985 εκδιδόμενα προεδρικά διατάγματα, προς συμπλήρωση και εξειδίκευση του προγράμματος προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας και την πραγμάτωση των οριζομένων ως καθοριστικής σημασίας στόχων και κατευθύνσεών του, δύνανται να τροποποιούνται οι όροι και περιορισμοί δομήσεως και των οικισμών με εγκεκριμένα σχέδια πόλεως, οι οποίοι περιλαμβάνονται στα όρια της περιοχής παρέμβασης «ΠΕ 305/2006, πρβλ: Π.Ε. 371/2003, 567/2001, 56/1988). Περαιτέρω, τα διατάγματα, τα οποία προτείνονται βάσει της ανωτέρω εξουσιοδοτήσεως με σκοπό την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και ιδίως την οριοθέτηση, προστασία και αναβάθμιση των ορεινών όγκων της Αττικής και των οικοσυστημάτων τους και την ανάσχεση της εξάπλωσης των πόλεων και πρέπει, καταρχήν, να καταλαμβάνουν το σύνολο της οριοθετουμένης στη μελέτη των αρμοδίων επιστημόνων ως προστατευτέας εκτάσεως, δεν δύνανται δε να ορίζουν, εκτός αν συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με άλλο τρόπο, νέες χρήσεις γης ή να καθιστούν επιτρεπτή την αύξηση των υφισταμένων εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων, οι οποίες, ως εκ της φύσεως ή της θέσεώς των, επιδρούν δυσμενώς στα ευπαθή οικοσυστήματα των ορεινών όγκων και άγουν σε ανατροπή της φυσικής τους ισορροπίας (πρβλ. Σ.τ.Ε 1672/2005 Ολομ.). Κατ’ εξαίρεση είναι ανεκτή, η διατήρηση των από μακρού χρόνου υφισταμένων στους ορεινούς όγκους εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων, εφ’ όσον, πάντως, πρόκειται για ήπιες χρήσεις, οι οποίες δεν επιδεινώνουν τη λειτουργία τους ως οικοσυστημάτων. Λόγω, επομένως, της ιδιότητας των π. δ/των αυτών ως κανονιστικών, θεσπιζόντων δηλαδή διατάξεις ουσιαστικού νόμου, το περιεχόμενό τους ελέγχεται ως προς τη συμφωνία του με τις προαναφερόμενες διατάξεις, όπως αυτές ερμηνεύονται ανωτέρω, εφόσον δε διαπιστώνεται, καταρχήν, η ύπαρξη των ειδικότερων λόγων χαρακτηρισμού κάθε περιοχής και υπαγωγής της σε συγκεκριμένη ζώνη, η περαιτέρω εκτίμηση της Διοικήσεως για τα ιδιαίτερα μορφολογικά και άλλα χαρακτηριστικά της περιοχής, προκειμένου αυτή να ενταχθεί σε ζώνη κανονιστικών ρυθμίσεων, με συγκεκριμένη έκταση και ένταση, δεν αποτελεί αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου, ως αναγόμενη στη σκοπιμότητα της επιλεγόμενης μεθόδου προστασίας των ορεινών όγκων (ΣτΕ 4036/2005 7μ).
- Επειδή, κατ’ επίκληση του α.ν. 856/1937 (ΦΕΚ 368 Α΄) και, ειδικότερα, του άρθρου 3 αυτού, που ορίζει ότι: «1. Έκαστος εθνικός δρυμός αποτελείται: α) από τον πυρήνα του ή τον καθ’ εαυτό εθνικόν δρυμόν … β) από τον περί τον ως άνω πυρήνα δασική και χορτολιβαδικήν έκτασιν … η εκμετάλλευσις της οποία οργανούται κατά τρόπον συμβάλλοντα εις την εκπλήρωσιν των υπό του πυρήνος του Εθνικού δρυμού επιδιωκόμενον σκοπόν. 2…» Κατά του άρθρου 6 αυτού, που ορίζει ότι «Η εν γένει περιφέρεια εκάστου εθνικού δρυμού καθορίζεται δια Β. Διαταγμάτων ….», εκδόθηκε το β.δ. 644/1961 (ΦΕΚ 155 Α΄). Με το άρθρο 1 αυτού ιδρύθηκε ο Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας «αποτελούμενος εκ του πυρήνος και της περί τον πυρήνα δασικής και χορτολειβαδικής εκτάσεως» και με την απόφαση 164975/2850/20.5.1985 του Υπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 344 Β΄) εγκρίθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του. Εξ΄άλλου, για την προστασία «εκ της ασυδότου λατομήσεως και ατάκτου οικοδομήσεως», πλην άλλων βουνών της Αττικής, και της Πάρνηθας, κυρήχθηκαν αυτά ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους με την 25638/25.11.1968 απόφαση του Υφυπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 669 Β΄), το περιεχόμενο της οποίας, που περιλαμβάνει τον ανωτέρω λόγο προστασάις, επαναλήφθηκε με την 25638/27.3.1969 απόφαση του αυτού Υφυπουργού (ΦΕΚ 236 Β΄). Εθνικός επίσης δρυμός κηρύχθηκε και το δημόσιο δάσος Τατοϊου με το π.δ. 107/1974 (ΦΕΚ 34 Α΄). Εν όψει δε και των παρατιθέμενων ανωτέρω διατάξεων του ν. 1515/1985 και προς επίτευξη των σκοπών του εκπονήθηκε για την προστασία του ορεινού όγκου της Πάρνηθας μελέτη από το Τμήμα Περιβάλλοντος του Οργανισμού Αθήνας (Ιούλιος 2003). Σε αυτήν α) οριοθετείται ο ανωτέρω ορεινός όγκος τόσο με γενικά κριτήρια (τοπογραφία, υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο προστασίας, χρήσεις γης κ.λπ.) όσο και με ειδικά (φυσικοί σχηματισμοί, σταθερά τεχνικά έργα, όρια σχεδίων πόλεων κ.λπ. σσ. 1-3. β) Αναλύονται τα στοιχεία του φυσικού και πολιτιστικού του περιβάλλοντος, (σσ. 7-16). Και γ) παρατίθενται οι κύριες αιτίες υποβαθμίσεώς του, η αξιολόγηση των προβλημάτων και οι τρόποι αντιμετωπίσεώς τους. Σε αυτές περιλαμβάνεται η αυξανόμενη ανθρώπινη παρουσία γύρω από και μέσα στον ορεινό όγκο, που εμφανίζεται ι) με την επέκταση του οικιστικού ιστού, είτε με τη μορφή εντάξεως στο σχέδιο πόλεως, είτε με τη μορφή αυθαίρετης δομήσεως είτε, τέλος, με την εκτός σχεδίου δόμηση καθώς και ιι) με την ύπαρξη σε περίοπτες θέσεις, χρήσεων προϋφισταμένων, λειτουργουσών επί μακρό χρονικό διάστημα και των οποίων, κατά κανόνα δεν είναι εφικτή η απομάκρυνση αλλά, για όσες είναι δυνατόν, η σταδιακή μετεγκατάσταση. Οι χρήσεις αυτές, που επηρεάζουν αρνητικά την αισθητική του τοπίου και τη χλωρίδα και την πανίδα είναι μεταξύ άλλων οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις, το πάρκο κεραιών, οι εγκαταστάσεις του Ο.Τ.Ε., οι ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, οι λατομικές εργασίες και μερικοί χώροι αναψυχής (σσ. 62-64). Εν όψει δε αυτών προτείνεται με την ανωτέρω μελέτη ο καθορισμός των επιτρεπομένων χρήσεων σε ένδεκα ζώνες Από αυτές οι υπό στοιχ. Α1 και Α2 είναι περιοχές απόλυτης προστασίας του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού με διαβαθμισμένη ένταση απαγορεύσεων, ενώ οι υπό στοιχεία Β και Δ, περαιτέρω υποδιαιρούμενες, αποτελούν γύρω από τον ανωτέρω πυρήνα ζώνη αναψυχής, η οποία θα λειτουργεί προστατευτικά για τον πυρήνα, αλλά και γι’ αυτήν την ίδια, εφ΄ όσον σε ορισμένες υποδιαιρέσεις της θα υπάρχουν ενισχυμένες χρήσεις αναψυχής, αθλητισμού και πολιτισμού ώστε να συγκεντρώσουν το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης πιέσεως για αναψυχή (σ. 66). Μετά την εκπόνηση της ανωτέρω μελέτης καταρτίστηκε σχετικό σχέδιο π. δ/τος σύμφωνα με τις ανωτέρω προτάσεις της, επί της οποία γνωμοδότησε σχετικά η Εκτελεστική Επιτροπή του Οργανισμού Αθήνας (πρ. 2/συν. 52/23.7.2003), επίκληση της οποίας γίνεται στο στοιχείο και του προοιμίου του προσβαλλόμενου π. δ/τος.
- Επειδή, με το προσβαλλόμενο π.δ. καθορίζονται, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, α) ζώνες Α1 και Α2 απόλυτης προστασίας του Εθνικού Δρυμού, στη δεύτερη των οποίων επιτρέπεται η κίνηση των πάσης φύσεως οχημάτων κατά μήκος του κυρίως οδικού δικτύου, με περιορισμούς ανά ώρες, ημέρες, εποχές και θέσεις που θα καθορισθούν από τον Κανονισμό Λειτουργίας του (άρθρο 2 περ. 2). β) Ζώνες Β1, Β3, Β4, Δ3 και Γ1 ως ζώνες αναψυχής, όπου επιτρέπεται κατά διαβάθμιση η ανέγερση αναψυκτηρίων, εστιατορίων, υπαίθριων αθλητικών εγκαταστάσεων και μη υπαίθριων μόνο στα ήδη υφιστάμενα κτήρια της ζώνης Δ3 και η χρήση για πολιτιστικούς λόγους μόνο των υφισταμένων κτηρίων στη ζώνη Δ2 (άρθρο 2 περ. 3 και 5-10) και υπό όρους δομήσεως καθοριζόμενους στο άρθρο 4 ήτοι αρτιότητα γηπέδου 20.000 τ.μ. και μέγιστη επιφάνεια 120 τ.μ. Και γ) ορίζεται ότι «στις περιοχές που για οποιοδήποτε λόγο υπάγονται στη δασική νομοθεσία, εφαρμόζονται παραλλήλως οι ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας αυτής» (άρθρο 6).
- Επειδή, προβάλλεται ότι με τις ρυθμίσεις αυτές, κατά παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος δεν προστατεύεται ο εθνικός δρυμός κατά την ζώνη Α2 αυτού, εφ΄ όσον επιτρέπεται «η ανεξέλεγκτη πρόσβαση παντός είδους αυτοκινήτων». Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφ΄ όσον, κατά τα ανωτέρω, η πρόσβαση οχημάτων επιτρέπεται μόνο στο κύριο οδικό δίκτυο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι θα καθορισθούν από τον κανονισμό λειτουργίας του εθνικού δρυμού.
- Επειδή, προβάλλεται ότι με τις ανωτέρω ρυθμίσεις, κατά παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος επιδεινώνεται το περιβάλλον στις ζώνες αναψυχής διότι ευνοείται η εμπορική δραστηριότητα, και μάλιστα χωρίς περιορισμό στη ζώνη Δ3, χωρίς να εξειδικεύεται σε σχέση με τη φέρουσα ικανότητα της περιοχής. Ο λόγος είναι απορριπτέος διότι οι χρήσεις αυτές, που περιορίζονται με αυστηρούς όρους δομήσεως όπου επιτρέπονται νέες κατασκευές, είναι συμβατές προς τη λειτουργίας του, ενώ εξ άλλου στη ζώνη Δ3 δεν επιτρέπεται η ανέγερση νέων κτηρίων, όπως και στη ζώνη Δ2, περαιτέρω δε αμφισβήτηση ως προς τη σκοπιμότητα της ελεγχόμενης μεθόδου προστασίας του ορεινού όγκου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 5.
- Επειδή, προβάλλεται ότι με τις ανωτέρω ρυθμίσεις, κατά παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος «δεν διασφαλίζεται η προστασία οικοσυστημάτων του Δρυμού, όπως των δρυοδασών που ανήκουν στις ζώνες Δ2 και Δ3, ήτοι εκτός των ζωνών απλύτου προστασίας Α1 και Α2». Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι τα ανωτέρω δρυοδάση προστατεύονται κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 6 του προσβαλλομένου π. δ/τος, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο αναφερόμενος στη σκέψη 6 κανονισμός λειτουργίας του δρυμού.
- Επειδή, με το προσβαλλόμενο π.δ. προβλέπονται ζώνες Ε1, η οποία αποτελεί πάρκο κεραιών ραδιοφωνίας – τηλεοράσεως, Ε2, που είναι ζώνη τουρισμού η οποία έχει καθορισθεί με τις διατάξεις του ν. 3134/2003 (ΦΕΚ 100 Α΄), Ε3, η οποία περιλαμβάνει τις κατασκηνώσεις της Τραπέζης της Ελλάδος και Ε4, που περιλαμβάνει τη λατομική περιοχή Ξηρορέματος (άρθρο 2 περ. 12-15). Προβάλλεται ότι με τις ανωτέρω ρυθμίσεις παραβιάζεται το άρθρο 24 του Συντάγματος, διότι δεν προβλέπεται «ο καθορισμός της χρήσης τους ή η μετεγκατάστασή τους σε βάθος χρόνου, παρόλο που στη σχετική μελέτη του ΟΡΣΑ περιγράφονται ως χρήσεις οχλούσες για τα σημαντικά οικοσυστήματα του ορεινού όγκου».
- Επειδή, με το άρθρο 15.Α.2.3. του ν. 1515/1985 (=άρθρο 22.Α.2.3 Κ.Β.Π.Ν.) προβλέπεται ότι μεταξύ των μέτρων που λαμβάνονται για την ανακατανομή δομικών χρήσεων, όσον αφορά στη μεταποίηση είναι «(η) συγκέντρωση των λατομικών επιχειρήσεων αδρανών υλικών σε κατάλληλες επιλεγμένες θέσεις εκτός του λεκανοπεδίου» καθώς και ότι «με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, Δημοσίων Έργων και Ενέργειας και Φυσικών Πόρων …. καθορίζονται οι θέσεις συγκέντρωσης λατομικών επιχειρήσεων αδρανών υλικών». Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε η κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. 70966/3099/5.4.1996 (ΦΕΚ 403 Β΄), με την οποία χωροθετήθηκε η περιοχή Ξηρορέματος ως λατομική περιοχή. Η ρύθμιση, επομένως, του προσβαλλομένου διατάγματος ως προς τον καθορισμό της ζώνης Ε4 ως λατομικής περιοχής, επαναλαμβάνει απλώς κατά περιεχόμενο την ανωτέρω απόφαση, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή του νόμου που προβλέπει την έκδοση και του ίδιου του προσβαλλόμενου π. δ/τος και της οποίας δεν αμφισβητείται η νομιμότητα. Συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ως προς το σκέλος του με το οποίο αμφισβητείται η νομιμότητα καθορισμού της ζώνης Ε4. Δεδομένου δε ότι το ζήτημα του κατά την «αναφερόμενη στη σκέψη 6 μελέτη «εφικτού» και «δυνατού» της απομακρύνσεως της δραστηριότητας αυτής ανάγεται στη σκοπιμότητα της επίδικης ρυθμίσεως, ο λόγος ότι η ρύθμιση αυτή είναι αντισυνταγματική γιατί δεν προβλέπει τη μετεγκατάστασή της δραστηριότητος είναι απορριπτέος κατά το σκέλος του αυτό ως απαράδεκτος.
- Επειδή, με το άρθρο 1 της 46300/3103/26.7.2000 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Αναπτύξεως, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημερώσεως και του Υφυπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 994 Β΄), που εκδόθηκε κατ’ επίκληση της περιπτ. Γ΄ της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 2801/2000 (ΦΕΚ 46 Α΄) ορίστηκε θέση πάρκου κεραιών «στη βουνοκορυφή με την προσωνυμία «Αέρας της Πάρνηθας», της οποίας και αναφέρονται οι γεωγραφικές συντεταγμένες. Η ρύθμιση, επομένως του προσβαλλόμενου π. δ/τος ως προς τον καθορισμό ζώνης Ε1 είναι σύμφωνη προς την ανωτέρω κοινή υπουργική απόφαση, της οποίας δεν αμφισβητείται η νομιμότητα. Συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ως προς το σκέλος του με το οποίο αμφισβητείται η νομιμότητα καθορισμού της ζώνης Ε1, ως απαράδεκτος δε, ως προς το σκέλος του με το οποίο προβάλλεται αντισυνταγματικότητα της ρυθμίσεως γιατί δεν προβλέπεται μετεγκατάσταση του πάρκου, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη.
- Επειδή, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται αντισυνταγματικότητα της ρυθμίσεως του σχεδίου με την οποία καθορίζονται ζώνες Ε2 και Ε3, διότι δεν προβλέπεται μετεγκατάσταση από αυτές των τουριστικών εγκαταστάσεων και των κατασκηνώσεων της Τραπέζης της Ελλάδος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, κατά τα αναφερόμενα στις δύο προηγούμενες σκέψεις.
- Επειδή, προβάλλεται ότι κατά παράβαση του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος αποκλείεται η χρήση κατοικίας από όλες τις ζώνες, περιοριζόμενη μόνο στις ζώνες Γ1 και Γ2 (οικισμός Ιπποκράτειας Πολιτείας), ενώ υπό το προηγούμενο καθεστώς (π.δ. 5.12.1979, ΦΕΚ 707 Δ΄, άρθρο 3 περ. Γ΄) η χρήση αυτή επιτρεπόταν στα γήπεδα τα κείμενα εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων και εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους 1923 οικισμών. Συναφώς δε προβάλλεται ότι και για τη ζώνη Γ1 τίθενται υπέρμετρα αυστηροί όροι και περιορισμοί δομήσεως σε σχέση με το αναφερόμενο στη σκέψη 12 προηγούμενο καθεστώς και μάλιστα χωρίς παρεκκλίσεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται απαγορευτική η δόμηση. Καθ’ ερμηνεία, επομένως, του λόγου αυτού, προβάλλεται παράβαση του πυρήνα του συνταγματικώς προστατευόμενου δικαιώματος της ιδιοκτησίας.
- Επειδή, όπως αναφέρεται στη σκέψη 5, σκοπός των διαταγμάτων που, όπως το προσβαλλόμενο, εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 1515/1985, είναι, πλην άλλων, η ανάσχεση της εξαπλώσεως των πόλεων και των οικισμών. Όπως δε αναφέρεται και στην παρατιθέμενη στη σκέψη 6 μελέτη του ΟΡΣΑ, μια από τις κύριες αιτίες υποβαθμίσεως του ορεινού όγκου της Πάρνηθας, η προστασία του οποίου είναι αντικείμενο του προσβαλλόμενου π. δ/τος, ίναι η επέκταση του οικιστικού ιστού είτε με την μορφή εντάξεως στο σχέδιο πόλεως είτε με την εκτός σχεδίου δόμηση. Οι προσβαλλόμενες επομένως ρυθμίσεις, με τις οποίες επιτρέπεται η δόμηση μόνο στον έχοντα σχέδιο πόλεως οικισμό «Ιπποκράτειος Πολιτεία» (ζώνη Γ2) και στη ζώνη Γ1, όπου, κατά την αυτή μελέτη, εντοπίζονται μικρές συσπειρώσεις κατοικιών με αποτέλεσμα να τείνει να μεταβληθεί σε περιοχή μόνιμης κατοικίας με κτήρια επιμελημένης κατασκευής, αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, κείνται εντός εξουσιοδοτήσεως και είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του ν. 1515/1985, όπως ερμηνεύονται στη σκέψη 5. Συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος κατά το πρώτο σκέλος του ως αβάσιμος. Εξάλλου, προς το δεύτερο σκέλος του ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος αφ’ ενός μεν γιατί προβάλλεται εκ συμφέροντος τρίτου, των φερομένων δηλαδή ως ιδιοκτητών ακινήτων, αφ΄ετέρου δε διότι, πάντως, οι ανωτέρω φερόμενοι ως ιδιοκτήτες δεν εμποδίζονται, εάν θεωρούν ότι στερούνται δυνάμει των ανωτέρω νομίμων διατάξεων της ιδιοκτησίας τους, να προσφύγουν ενώπιον του δικαστή της αποζημιώσεως, που είναι αρμόδιος να κρίνει το βάσιμο των περί τούτου ισχυρισμών τους, οι οποίοι προβάλλονται απαραδέκτως κατά την παρούσα ακυρωτική δίκη.
- Επειδή, με τις διατάξεις του Συντάγματος, ιδίως με το άρθρο 24 παρ. 1 και 6, το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό Τα αρμόδια όργανα του Κράτους οφείλουν να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την αποτελεσματική διαφύλαξη του αγαθού αυτού και ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό στην οικονομική η άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Κατά τη λήψη των ανωτέρω μέτρων, τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, η επιδίωξη όμως των σκοπών αυτών και η στάθμιση των προστατευόμενων αντίστοιχων εννόμων αγαθών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη (βλ. ΣΕ 3478/ 2000, 613/2002 Ολομ., 2667/2007, 3175/2009). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 24, καθώς και των άρθρων 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός ανατίθεται στην Πολιτεία, που οφείλει να θεσπίζει τις αναγκαίες ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβιώσεως του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη στα πλαίσια της αρχής της αειφορίας (βιώσιμης αναπτύξεως). Ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα χωροταξικά σχέδια, όπως αυτά προβλέπονται, διαδοχικώς, στον Ν. 360/1976 (Α’ 151) και στον Ν. 2742/1999 (Α’ 207) καθώς και τα ρυθμιστικά σχέδια του προγράμματος προστασίας περιβάλλοντος, που ήδη ρυθμίζουν την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας (ν. 1515/1985, κατά τα ανωτέρω) και της Θεσσαλονίκης (ν. 1561/1985, ΦΕΚ 148 Α΄) και προβλέπονται και για άλλα μείζονα αστικά συγκροτήματα (άρθρο 2 ν. 2508/97, ΦΕΚ 124 Α΄). Τα σχέδια αυτά θέτουν, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, τους μακροπρόθεσμους στόχους της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως και ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών δραστηριοτήτων και τον ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές (ΣτΕ 2669/2007, 3175/2009).
- Επειδή, με την παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 2831/2000 (ΦΕΚ 140 Α΄), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3212/2003 (ΦΕΚ 308 Α΄) ορίζεται ότι «Όταν μετά την ισχύ του παρόντος νόμου τροποποιούνται οι γενικές ή ειδικές πολεοδομικές διατάξεις ή οι κανονισμοί που ισχύουν σε περιοχές εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή σε οικισμούς γενικά ή σε εκτός σχεδίου περιοχές … εφαρμόζονται οι προϊσχύουσες διατάξεις, εάν πριν από τη θέσπισή τους: α) είχε εκδοθεί και εξακολουθεί να ισχύει νόμιμη άδεια οικοδομής, β) είχε υποβληθεί στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία αίτηση για την έκδοση ή την αναθεώρηση άδειας οικοδομής με όλα τα στοιχεία και δικαιολογητικά, που απαιτούνται από τις οικείες διατάξεις, γ) …. Η θέσπιση διαφορετικών μεταβατικών διατάξεων από τις ανωτέρω … επιτρέπεται μόνο για τις ανωτέρω περιστάσεις β. …. και μόνο αν η μεταβολή των γενικών ή ειδικών πολεοδομικών διατάξεων ή κανονισμών θεσπίζεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 4 του ν. 1557/1985 για την προστασία παραδοσιακών οικισμών και …. ή της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986 για την προστασία των περιοχών που αναφέρονται περιοριστικά στις παραγράφους 1 έως 4 του άρθρου 19 του ίδιου νόμου».
- Επειδή, η ανωτέρω διάταξη, που προβλέπει την εφαρμογή των προϊσχυουσών πολεοδομικών διατάξεων και κανονισμών όταν μεταβληθούν, ενώ έχει ήδη υποβληθεί πλήρης φάκελος προς έκδοση οικοδομικής άδειας σύμφωνα με αυτές, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η ανωτέρω μεταβολή επέρχεται με διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν στην εξειδίκευση και την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί από το χωροταξικό ή ρυθμιστικό σχέδιο μιας περιοχής. Και τούτο διότι διαφορετικά, εάν δηλαδή επιβληθεί οπωσδήποτε η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως μολονότι κρίνεται επιβεβλημένη η άμεση κατάργηση των ισχυουσών διατάξεων για την επίτευξη των στόχων που τα σχέδια αυτά θέτουν, δηλαδή την αποτροπή δημιουργίας πραγματικών καταστάσεων που θα καθιστούσαν αδύνατο ή δυσχερή τον εναρμονιζόμενο προς τον χαρακτήρα της περιοχής πολεοδομικό σχεδιασμό, τότε θα καθίσταντο οι ανωτέρω στόχοι ανέφικτοι με την έκδοση των οικοδομικών αδειών που αντιστοιχούν στους εκκρεμείς πλήρεις φακέλους. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι κατά παράβαση της διατάξεως αυτής ορίζεται με το άρθρο 7 του προσβαλλόμενου π. δ/τος ότι μόνον οι έχουσες εκδοθεί κατά τη δημοσίευσή του οικοδομικές άδειες εκτελούνται όπως εκδόθηκαν βάσει των υποβληθέντων στοιχείων, δηλαδή βάσει των προϋσχυσουσών διατάξεων, είναι απορριπτέος αφ’ ενός μεν ως απαράδεκτος διότι προβάλλεται εκ συμφέροντος τρίτου, δηλαδή των φερομένων ως ιδιοκτητών ακινήτων που είχαν υποβάλει πλήρη φάκελο στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία πριν από την έκδοση του προσβαλλομένου διατάγματος, αφ’ ετέρου δε ως αβάσιμος σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα.
- Επειδή, εφ΄όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως και οι προβληθέντες απορρίφθηκαν, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.