ΣτΕ 2056/2014 [Τροποποίηση πολεοδομικής μελέτης σε 4 Π.Ε. του Αργους]
Περίληψη
-Οι κρίσιμες διατάξεις, που αφορούν την ένταξη σε σχέδιο πόλεως των πυκνοδομημένων περιοχών, αποβλέπουν στην τακτοποίηση, για πολεοδομικούς και κοινωνικούς λόγους, «μικρών» ιδιοκτησιών, που βρίσκονται σε περιοχές με πυκνή δόμηση και δεν παρέχουν τη δυνατότητα υπαγωγής στις ίδιες ρυθμίσεις μεγάλων, αδόμητων εκτάσεων και απαλλαγής τους από τις εισφορές σε γη και χρήμα του άρθρου 8 του ν. 1337/1983.
-Εν όψει τούτου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε περίπτωση μείζονος ιδιοκτησίας εν μέρει δομημένης, θεμιτώς εντάσσεται στην πυκνοδομημένη ζώνη μόνο το δομημένο τμήμα της ιδιοκτησίας, εμβαδού κατ’ ανώτατο όριο 500 τ.μ., ενώ το υπόλοιπο τμήμα εντάσσεται, ανάλογα με τον χαρακτήρα του και τον χαρακτήρα των όμορων περιοχών, σε αραιοδομημένη ή αδόμητη ζώνη. Το εντασσόμενο στην πυκνοδομημένη περιοχή τμήμα της ιδιοκτησίας δύναται να είναι και έλασσον των 500 τ.μ. και πάντως δεν μπορεί να υπερβαίνει το κατά τον κανόνα όριο αρτιότητας των οικοπέδων που εντάσσονται στο σχέδιο πόλεως με τις διατάξεις του ν. 1337/1983, διότι άλλως θα θεσπιζόταν αδικαιολόγητη διακριτική μεταχείριση μεταξύ ίσου εμβαδού ιδιοκτησιών των δύο κατηγοριών. Νομίμως με την προσβαλλόμενη απόφαση από το όλο ακίνητο των αιτούντων εντάχθηκε στην πυκνοδομημένη ζώνη, μόνο το δομημένο τμήμα αυτού, εμβαδού 400 τ.μ., το οποίο (εμβαδόν) αντιστοιχεί στο κατά τον κανόνα ελάχιστο όριο αρτιότητας των εντασσομένων στο σχέδιο οικοπέδων της περιοχής, σύμφωνα με το π.δ. περί εγκρίσεως της οικείας πολεοδομικής μελέτης.
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Δικηγόροι: Π. Λαζαράτος, Χρ. Διβάνη
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή οι αιτούντες, φερόμενοι ως κύριοι ακινήτου 8.000 τ.μ. περίπου στο Ο.Τ. Γ364 του σχεδίου πόλεως του Άργους, ζητούν, παραδεκτώς, την ακύρωση της αποφάσεως 1608/7.2.2003 της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Δ΄ 79), με την οποία τροποποιήθηκε η πολεοδομική μελέτη τμημάτων τεσσάρων πολεοδομικών ενοτήτων του Άργους [π.δ. της 25.4.1989 (Δ΄ 264)], μεταξύ άλλων, με τον επανακαθορισμό των ορίων των «πυκνοδομημένων» τμημάτων των πολεοδομικών αυτών ενοτήτων. Η ακύρωση ζητείται καθ’ ο μέρος το ακίνητο των αιτούντων εντάσσεται μόνο εν μέρει στην «πυκνοδομημένη» ζώνη (δηλ. ως προς τμήμα 400 τ.μ. πέριξ υπάρχοντος κτίσματος), ενώ το υπόλοιπο τμήμα του ακινήτου εντάσσεται στην «αραιοδομημένη» ζώνη.
- Επειδή, οι αιτούντες με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση ως ιδιοκτήτες του ακινήτου, το οποίο αφορά η πληττόμενη ρύθμιση της ανωτέρω αποφάσεως.
- Επειδή, το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, ορίζει τα εξής: «1. …. 2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. (….) 3. Για να αναγνωριστεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει. 4. …. 5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στην αναμόρφωση των οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν. Οι ελεύθερες εκτάσεις, που προκύπτουν από την αναμόρφωση, διατίθενται για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή εκποιούνται για να καλυφθούν οι δαπάνες της πολεοδομικής αναμόρφωσης, όπως νόμος ορίζει.» Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός της Χώρας και η πολεοδομική διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών αποτελούν υποχρέωση της Πολιτείας. Η ρυθμιστική αυτή αρμοδιότητα του Κράτους εκδηλώνεται με τη θέσπιση κανόνων που αποβλέπουν, μεταξύ άλλων, στην ορθολογική διάταξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο χώρο και στη διασφάλιση της λειτουργικότητας και αισθητικής των οικιστικών περιοχών, εν όψει και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών καθεμιάς από αυτές, κατά τρόπο ώστε να δημιουργούνται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβιώσεως. Περαιτέρω, ο συνταγματικός νομοθέτης, μεριμνώντας για την εξασφάλιση της δυνατότητας εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων σε σύντομο χρόνο μετά την έγκρισή τους, ώστε να εξυπηρετούνται κατά τρόπο αποτελεσματικό και οι προαναφερόμενοι σκοποί, προέβλεψε με το ίδιο άρθρο την υποχρέωση όλων, αδιακρίτως, των ιδιοκτητών ακινήτων που βρίσκονται είτε σε περιοχή, η οποία χαρακτηρίζεται για πρώτη φορά ως οικιστική, εντασσόμενη σε πολεοδομικό σχέδιο, είτε σε υφιστάμενη οικιστική περιοχή, της οποίας το πολεοδομικό σχέδιο αναμορφώνεται, αφ’ ενός να διαθέσουν χωρίς αντάλλαγμα τμήμα της ιδιοκτησίας τους και αφ’ ετέρου να καταβάλουν ορισμένο χρηματικό ποσό προκειμένου να εξασφαλιστούν οι εκτάσεις που απαιτούνται για τους προβλεπόμενους από το πολεοδομικό σχέδιο κοινόχρηστους χώρους και χώρους κοινωφελών χρήσεων και να εξοικονομηθούν χρηματικά μέσα για την αντιμετώπιση των δαπανών εκτέλεσης των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων. Ανατίθεται δε από το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη η εξειδίκευση της επιβαλλόμενης από αυτό υποχρεώσεως και, ιδίως, ο ορισμός του μεγέθους των εδαφικών εκτάσεων και του ύψους του χρηματικού ποσού που οφείλουν να διαθέτουν οι ιδιοκτήτες, καθώς και του τρόπου υπολογισμού των υποχρεώσεών τους αυτών, με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση προς την, επίσης κατοχυρούμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 4), αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι με τις προαναφερόμενες ειδικές διατάξεις του άρθρου 24 ο συνταγματικός νομοθέτης δεν επέτρεψε αποκλίσεις από τη βασική αυτή αρχή (ΣΕ 2057-58/1994 Ολ., 3766/2007, 2951/1998).
- Επειδή, η εναρμόνιση της πολεοδομικής νομοθεσίας με τις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές επιχειρήθηκε αρχικά με το Ν. 947/1979 “Περί οικιστικών περιοχών” (Α΄ 169). Κατά το νόμο αυτόν η πολεοδομική ανάπτυξη ή αναμόρφωση μιας περιοχής προϋποθέτει την αναγνώρισή της ως οικιστικής με π.δ. (άρθ. 14 παρ. 1) και χωρεί με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου (άσκηση ενεργού πολεοδομίας ή διενέργεια αστικού αναδασμού ή θέσπιση γενικών όρων σχηματισμού οικοπέδων και δομήσεως), ενεργείται δε με πολεοδομική μελέτη, η οποία περιέχει τη ρυμοτομική διαρρύθμιση και τους όρους δομήσεως της περιοχής και εγκρίνεται με π.δ. (άρθ. 32 παρ. 2, 44 παρ. 2 και 52 παρ. 2 του νόμου). Η αναγνώριση περιοχής ως οικιστικής συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση εισφοράς γης (άρθρα 16 παρ. 1 ε΄ και 17 – 19), σε ποσοστό 30% ή 40%, κατά τις διακρίσεις του άρθ. 18 παρ. 1, για τη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων του οικισμού, και εισφοράς σε χρήμα ως συμμετοχή στη δαπάνη κατασκευής βασικών κοινόχρηστων έργων (άρθ. 21). Εξ άλλου, στο άρθ. 62 παρ. 2 ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι επεκτάσεις υφισταμένων ρυμοτομικών σχεδίων ενεργούνται κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, πλην εκκρεμών διαδικασιών για τις οποίες είχε ληφθεί θετική γνωμοδότηση του συμβουλίου δημοσίων έργων [Σ.Δ.Ε.], οι οποίες δύναται να ολοκληρωθούν κατά τις διατάξεις του ν.δ. της 17.7.1923, εφαρμοζομένων πάντως αναλογικώς των άρθρων 17-21 του ν. 947/1979 περί εισφοράς σε γη και σε χρήμα. Το σύστημα της πολεοδομικής διαρρύθμισης που καθιέρωσε ο νόμος αυτός δεν εφαρμόσθηκε διότι δεν εκδόθηκαν τα π.δ/τα που θα έπρεπε να καθορίσουν την διαδικασία εφαρμογής, σύμφωνα με τις εξουσιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 6, 44 παρ. 5 και 52 παρ. 5 του ως ίδιου νόμου (ΣΕ 2149/1986 Ολ., 812/95, 2831/93).
- Επειδή, στη συνέχεια, με το άρθρο 10 του ν. 1221/1981 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεις του Ν. 960/1979 κλπ» (Α΄ 292) επιχειρήθηκε η διευκόλυνση της εντάξεως σε σχέδιο πόλεως «πυκνοδομημένων περιοχών» (δηλαδή περιοχών με αυθαίρετη κυρίως δόμηση) πέριξ των πόλεων, με την εξαίρεσή τους από την υποχρέωση αυξημένης εισφοράς σε γη των άρθρων 17-19 του ν. 947/1979, την υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν.δ. της 17.7.1923 αλλά και την επιβολή υποχρέωσης καταβολής εισφοράς σε χρήμα. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής: «Εις το τέλος της παραγρ.2 του άρθρου 62 του Ν. 947/1979 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια: «Αρξάμεναι διαδικασίαι επεκτάσεως εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή εγκρίσεως νέων τοιούτων, εφ’ ων μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος έχει ληφθή θετική γνωμοδότησις του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων, ή έχει ληφθή απόφασις και έχει υποβληθή σχετικά πλήρης, κατά τα οριζόμενα υπό του Ν.Δ. 17.7.1923 «περί σχεδίων πόλεων .. κλπ.», πρότασις του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου, δύναται να συνεχισθούν και ολοκληρωθούν δια το σύνολον ή μέρος της προτεινομένης περιοχής κατά την διαδικασίαν του ως άνω Ν.Δ. της 17.7.1923 και υπό τους περιορισμούς, όρους και υποχρεώσεις της ισχυούσης νομοθεσίας κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος. Αι ως άνω διαδικασίαι εφαρμόζονται αποκλειστικώς και μόνον υπό την προϋπόθεσιν ότι πρόκειται περί πυκνοδομημένων περιοχών κυρίας κατοικίας και υπό την προϋπόθεσιν ότι εναρμονίζονται απολύτως προς τα βασικά σημεία, τους στόχους και τας κατευθύνσεις των περί αυτών εγκεκριμένων ρυθμιστικών και χωροταξικών σχεδίων ή τας σχετικάς αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, κατά την περί των προϋποθέσεων τούτων απόφασιν του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, εκδιδομένην μετά γνώμην του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων. Εις τας κατά τας διατάξεις των προστιθεμένων εδαφίων εντασσομένας εις το σχέδιον περιοχάς επιβάλλεται χρηματική εισφορά κατά τας ακολούθους διακρίσεις: Δια το τμήμα ιδιοκτησίας εμβαδού μέχρι και 200 τ.μ. 1% επί της αξίας αυτών. Δια το τμήμα ιδιοκτησίας πλέον των 200 τ.μ. έως και 1.000 τ.μ. 15% της αξίας αυτών. Δια το τμήμα ιδιοκτησίας πλέον των 1.000 τ.μ. έως και 5.000 τ.μ. 20% της αξίας αυτών. Δια το τμήμα ιδιοκτησίας πλέον των 5.000 τ.μ. 25% της αξίας αυτών. Δια τον προσδιορισμόν της αξίας των ιδιοκτησιών εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του άρθρ. 21 του παρόντος. Ως ιδιοκτησία δια την εφαρμογήν των προστιθεμένων εδαφίων νοείται το σύνολον των ιδιοκτησιών εκάστου ιδιοκτήτου αι οποίαι περιλαμβάνονται εντός του εγκρινομένου κατά τα άνω σχεδίου. Η ως άνω εισφορά καταβάλλεται προς τους Δήμους ή τας Κοινότητας εις δώδεκα (12) τριμηνιαίας δόσεις και διατίθεται δι’ έργα και απαλλοτριώσεις υπέρ της εισερχόμενης εις το σχέδιον περιοχής. Δια Π. Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος μετά γνώμην του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων, καθορίζονται τα κριτήρια χαρακτηρισμού περιοχής τινος ως πυκνώς δομημένης. (….)». Όπως προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, το άρθρο αυτό, το οποίο προστέθηκε από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή κατά την επεξεργασία νομοσχεδίου περί επιβολής υποχρεώσεως δημιουργίας χώρων σταθμεύσεως και διαμορφώθηκε σταδιακά κατά τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή (βλ. τροπολογίες Υπ. Δημ. Έργων 6800/11.6.1981 και 8040/11.9.1981 και συζητήσεις Ολομ. Βουλής, συνεδρ. ΛΘ΄/11.9.1981, σ. 1129-1132, 1150, Μ΄/14.9.1981, σ. 1188), απέβλεψε αφ’ ενός στην ολοκλήρωση, για λόγους ισότητας, επεκτάσεων που είχαν αρχίσει υπό το καθεστώς και με τις προϋποθέσεις του ν.δ. της 17.7.1923 και είχαν προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, πλην κατελήφθησαν από τις διατάξεις του ν. 947/1979, οι οποίες πρέβλεπαν αυξημένη σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς εισφορά σε γη και σε χρήμα (βλ. εισηγητή πλειοψηφίας, συνεδρ. Ολομ. Βουλής ΡΜΣΤ΄/8.6.1981, σ. 6865, Υπ. Δημ. Έργων., συνεδρ. Μ΄/14.9.1981, σ. 1161), αφ’ ετέρου στην επίλυση, για πολεοδομικούς και κοινωνικούς λόγους, χρόνιου προβλήματος, το οποίο συνίστατο στην ύπαρξη, πέριξ των πόλεων, διαμορφωμένων πυκνοδομημένων συνοικισμών, αποτελουμένων κυρίως από αυθαίρετα κτίσματα πρώτης κατοικίας, ανεγερθέντα από οικονομικώς ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, όπως εργαζόμενοι, συνταξιούχοι κ.λπ., σε μικρά οικόπεδα, χωρίς κανένα πολεοδομικό σχεδιασμό, με αποτέλεσμα οι περιοχές αυτές να στερούνται βασικών υποδομών και εξυπηρετήσεων. Ως εκ τούτου επιδιώχθηκε η ένταξη των περιοχών αυτών σε σχέδιο πόλεως υπό σχετικώς ευνοϊκούς όρους, δηλαδή, ιδίως, με την απαλλαγή τους από την αυξημένη εισφορά σε γη του ν. 947/1979, την επιβολή εισφοράς σε χρήμα και την κλιμάκωση της χρηματικής εισφοράς ανάλογα με το μέγεθος της ιδιοκτησίας, ώστε η συμμετοχή κάθε ιδιοκτησίας να βαρύνει αναλογικά λιγότερο τις μικρές ιδιοκτησίες και περισσότερο τις μεγάλες, με σκοπό αφ’ ενός την πολεοδομική αναβάθμιση των εν λόγω περιοχών και την απόκτηση νόμιμης κύριας κατοικίας από πολίτες με μειωμένες οικονομικές δυνατότητες (βλ. αγορεύσεις βουλευτών στις συνεδρ. Ολομ. ΡΜΗ΄/10.6.1981, σ. 6961, ΛΘ΄/11.9.1981 σ. 1127-9, 1132, 1136, Μ΄/14.9.1981, σ. 1153, 1155-6, 1158 επ., 1181) και αφ’ ετέρου τον αποκλεισμό της κερδοσκοπίας από την ένταξη στο σχέδιο μεγάλων ιδιοκτησιών χωρίς την καταβολή εισφοράς γης (συνεδρ. Ολομ. ΡΜΗ΄/10.6.1981 σ. 6961, ΛΘ΄/11.9.1981 σ. 1136-7, Μ΄/14.9.1981 σ. 1154 κ.λπ.).
- Επειδή, ακολούθως, ο ν. 1337/1983 (Α΄ 33) καθιέρωσε νέο σύστημα για την πολεοδόμηση ορισμένης περιοχής. Το σύστημα αυτό χαρακτηρίζεται από τρία στάδια, από τα οποία διέρχεται η πολεοδόμηση της περιοχής, δηλαδή το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, την πολεοδομική μελέτη και την εφαρμογή της. Το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.) αποτελεί την γενική πρόταση πολεοδομικής οργανώσεως των πολεοδομικών ενοτήτων, που διατυπώνεται μετά από εκτίμηση των οικιστικών αναγκών και των προβλεπόμενων επιπτώσεων της πολεοδομικής ρυθμίσεως στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα, το Γ.Π.Σ. περιλαμβάνει κατ’ αρχήν γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις ως προς τα θέματα του πολεοδομικού σχεδιασμού, δημογραφικά, οικονομικά, ενεργειακά, κυκλοφοριακά κ.λ.π. (άρθρο 2 ν. 1337/1983). Η πολεοδομική μελέτη αποτελεί εξειδίκευση των προτάσεων και προγραμμάτων του Γ.Π.Σ. Σχεδίου. Η έγκρισή της έχει τις συνέπειες εγκρίσεως σχεδίου πόλεως κατά τις διατάξεις του ν.δ. της 17-7-1923. Κύρια χαρακτηριστικά της αποτελούν η ρυμοτομική διαρρύθμιση μιας περιοχής και ο καθορισμός των όρων και περιορισμών δομήσεως (άρθρο 6 ν. 1337/1983). Το τρίτο στάδιο της εφαρμογής περιλαμβάνει όλες τις ενέργειες που απαιτούνται για την πραγμάτωση της πολεοδομικής μελέτης (καθορισμό τμημάτων που αφαιρούνται για εισφορά γης, τμημάτων που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους). Ειδικότερα, το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 1337/1983 ορίζει ότι οι επεκτάσεις εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και οικισμών κατά το νόμο αυτόν γίνονται «… κυρίως σε πυκνοδομημένες περιοχές καθώς και στις αραιοδομημένες ή αδόμητες που μαζί με τις πυκνοδομημένες ολοκληρώνουν μία ή περισσότερες πολεοδομικές ενότητες (γειτονιές) οργανικά συνδεδεμένες με τον υπάρχοντα πολεοδομικό ιστό της πόλης ή του οικισμού». Το άρθρο 2 παρ. 4 του ίδιου νόμου ορίζει ότι: «4. Στο γενικό πολεοδομικό σχέδιο γίνεται ο προσδιορισμός των πυκνοδομημένων περιοχών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το τρίτο εδάφιο του άρθρου 10 του Ν. 1221/1981 ….». Περαιτέρω, το άρθρο 8 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Εισφορά σε γη». ορίζει ότι: «1. Οι ιδιοκτησίες που βρίσκονται σε ζώνες πυκνοδομημένες και οι οποίες εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο με τις διατάξεις του νόμου αυτού, υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δημιουργία των κοινοχρήστων χώρων που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη. Για το ποσοστό της συμμετοχής, τη διαδικασία προσδιορισμού και τον τρόπο βεβαίωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρ. 32-39 του Ν.Δ/τος της 17.7.1923 “περί σχεδίων πόλεων κλπ.”, του άρθρ. 6 του Ν. 5269/1931 και των εκτελεστικών τους διαταγμάτων, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν σήμερα. 2. [όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 98 παρ. 2 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101)]. Στις ίδιες πυκνοδομημένες ζώνες, αν ιδιοκτησία εμβαδού 500 τ.μ. και πάνω βαρύνεται, λόγω της εφαρμογής των κατά την προηγούμενη παράγραφο διατάξεων, με εισφορά σε γη για αυταποζημίωση ή λόγω υποχρέωσης αποζημίωσης τρίτων, με εμβαδόν λιγότερο από το εμβαδόν που προκύπτει από την εφαρμογή των ποσοστών που καθορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου αυτού, υποχρεούται να εισφέρει επιπλέον έκταση μέχρι να συμπληρωθεί το ποσοστό αυτό της παρ. 4. Η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται για όλες τις πυκνοδομημένες ζώνες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αναφερόμενες στο άρθρο 10 του Ν. 1221/1981 περιοχές …. 3. Οι ιδιοκτησίες που εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και βρίσκονται σε ζώνες αραιοδομημένες ή αδόμητες, υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά γης στη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών κατά τις επόμενες διατάξεις … . 4. [όπως η παρ. αυτή, αντικατασταθείσα με το άρθ. 43 παρ. 1 του ν. 2145/1993 (Α΄ 88), επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθ. 2 παρ. 14 του ν. 2242/1994 (Α΄ 162) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 23 παρ. 3 περ. β του ν. 2300/1995 (Α΄ 69)] Η εισφορά σε γη κατά την προηγούμενη παράγραφο αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της, το οποίο υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: α. Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 250 τ.μ. ποσοστό 10%. β. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 250 μέχρι 500 τ.μ. ποσοστό 20%. γ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 500 μέχρι 1.000 τ.μ. ποσοστό 30%. δ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1.000 μέχρι 2.000 τ.μ. ποσοστό 40%. ε. Με την επιφύλαξη της περιπτ. (στ), για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 2.000 τ.μ. ποσοστό 50%. στ. Για αυτοτελείς ιδιοκτησίες μεγαλύτερες των 10.000 τ.μ. που ανήκουν σ’ έναν ιδιοκτήτη, για το Τμήμα τους πάνω από 10.000 τ.μ. ποσοστό 60%. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και σε ιδιοκτησίες εξ αδιαιρέτου κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας που αντιστοιχεί σε έκταση γης μεγαλύτερη από 10.000 τ.μ. ζ) … 5. [όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με τα άρθρα 7 παρ. 1 του ν. 3127/2003 (Α΄ 67) και 27 παρ. 6 και 7 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140)]. Ως εμβαδά ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη λαμβάνονται τα εμβαδά που είχαν οι ιδιοκτησίες στις 10.3.1982. … Για την εφαρμογή της παρ. 4 ως ιδιοκτησία νοείται το άθροισμα των ιδιοκτησιών γης ενός και του αυτού ιδιοκτήτη που περιλαμβάνονται στα όρια της προς ένταξη περιοχής η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη της πολεοδομικής ενότητας. Σε περίπτωση εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας τα ποσοστά εισφοράς γης εφαρμόζονται στο εμβαδόν που αντιστοιχεί στο ιδανικό μερίδιο κάθε συνιδιοκτήτη όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι την 10.3.1982 …. 6. Η εισφορά γης πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής του άρθρ. 12 του νόμου αυτού . .». Τέλος, το άρθρο 9 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Εισφορά σε χρήμα», ορίζει τα εξής: «1. Οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που περιλαμβάνονται σε περιοχές ένταξης και επέκτασης κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού και διατηρούνται ή διαμορφώνονται σε νέα ακίνητα, συμμετέχουν με καταβολή χρηματικής εισφοράς στην αντιμετώπιση της δαπάνης για την κατασκευή των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων. (…) 2. Η εισφορά ορίζεται για τις ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε ζώνες πυκνοδομημένες, αραιοδομημένες ή αδόμητες, ίση με την αναφερόμενη στις διατάξεις του τρίτου εδαφίου του άρθρου 10 του Ν.1221/81. 3. [όπως η παράγραφος αυτή αριθμήθηκε και τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 παράγρ. 4 περίπτ. α΄ του ν. 2508/1997 (Α΄ 124) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο] Η εισφορά σε χρήμα υπολογίζεται στο εμβαδόν της ιδιοκτησίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με την πράξη εφαρμογής και στην οικοπεδική αξία που έχει κάθε ιδιοκτησία κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης εφαρμογής (…)». Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 1337/1983, με τις ανωτέρω διατάξεις επιδιώχθηκε, με την επίκληση πολεοδομικών και κοινωνικών κριτηρίων, η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος της υπάρξεως γύρω από τις πόλεις εκτεταμένων περιοχών αυθαιρέτων οι οποίες εστερούντο βασικών υποδομών. Με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε η ένταξη στο σχέδιο, πέραν των εκκρεμών κατά την έναρξη ισχύος του ν. 947/1979 περιπτώσεων, για τις οποίες προνοούσε το άρθρο 10 του ν. 1221/1981, όλων των μέχρι τότε υφισταμένων πυκνοδομημένων περιοχών αυθαιρέτων με χρήση προεχόντως κύριας κατοικίας, καθώς και των μη πυκνοδομημένων περιοχών που αποτελούν οργανική ενότητα με εκείνες και η υπαγωγή των εν λόγω πυκνοδομημένων περιοχών στις διατάξεις των άρθρων 32-39 του ν.δ. της 17.7.1923 και 6 του ν. 5269/1931 (οι οποίες, πάντως, συνεπάγονται, περιορισμένη έστω, εισφορά σε γη χωρίς αντάλλαγμα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα συνταγματική επιταγή, καθ’ ο μέτρο προβλέπουν αυτοαποζημίωση του ιδιοκτήτη για τμήμα της ρυμοτομούμενης ιδιοκτησίας – βλ. εισηγητική έκθεση του ν. 1337/1983, σ. 5) και η υποχρέωση καταβολής εισφοράς σε χρήμα, η οποία, αντιθέτως προς το σύστημα του ν. 947/1979, που προέβλεπε ενιαίο ποσοστό εισφοράς για όλες τις ιδιοκτησίες, ανεξαρτήτως μεγέθους (βλ. άρθ. 21 αυτού), κλιμακώνεται ανάλογα με το μέγεθος της ιδιοκτησίας, ώστε να βαρύνει λιγότερο τις μικρές ιδιοκτησίες και περισσότερο τις μεγάλες, με στόχο την πολεοδομική αναβάθμιση των πυκνοδομημένων περιοχών, την απόκτηση στέγης από κοινωνικά στρώματα με χαμηλά εισοδήματα και τον αποκλεισμό της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης της περιαστικής γης (βλ. εισηγητική έκθεση του ν. 1337/1983, σελ. 1 και 5, και συνεδρ. Ολομ. Βουλής, συνεδρ. ΞΣΤ΄/31.1.1983 σ. 3355, 3357-3358, 3361, 3364-5, 3389, ΞΗ΄/2.2.1983 σ. 3473, 3476-77, 3492, 3495, 3499, ΞΘ΄/3.2.1983 σ. 3536 επόμ., ιδίως 3540, 3546). Οι διατάξεις δε αυτές, κατά το μέρος που προβλέπουν την εφαρμογή στις πυκνοδομημένες περιοχές των άρθρων 32-39 του ν.δ. της 17.7.1923 και 6 του ν. 5269/1931, είναι στενώς ερμηνευτέες ως εισάγουσες απόκλιση από την συνταγματική υποχρέωση εισφοράς γης εκ μέρους όλων κατ’ αρχήν των ιδιοκτησιών που εντάσσονται σε σχέδιο πόλεως.
- Επειδή, κατ’ επίκληση του άρθρου 62 παρ. 2 του ν. 947/1979, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 του ν. 1221/1981, εκδόθηκε το π.δ. της 24.8-8.9.1983 (Δ΄ 409), οι ρυθμίσεις του οποίου είχαν κατά βάση εξαγγελθεί από τον Υπουργό Χ.Ο.Π. κατά τη συζήτηση του ν. 1337/1983 στη Βουλή (βλ. συνεδρ. ΞΗ΄/2.2.1983, σ. 3499). Το π.δ. αυτό στο άρθρο 1 παράγρ. 1-4 [ήδη άρθρο 42 παρ. 2-5 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ. της 14-27.7.1999 (Δ΄580)] ορίζει ότι: «1. Χαρακτηρίζεται πυκνοδομημένη μία περιοχή, όταν συντρέχουν αθροιστικά τα εξής: α) Ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) των ιδιοκτησιών της περιοχής είναι δομημένες. β) Ποσοστό τουλάχιστον εβδομήντα τοις εκατό (70%) των κτιρίων των δομημένων ιδιοκτησιών είναι κτίρια κύριας κατοικίας. γ) Στην περιοχή να υπάρχουν πενήντα (50) τουλάχιστον κτίρια εμβαδού τουλάχιστον σαράντα (40) τετρ. μέτρων το καθ’ ένα. 2. Για την εφαρμογή της παραπάνω παραγράφου: α) Ως μια ιδιοκτησία θεωρείται, κάθε ιδιοκτησία που έχει εμβαδόν μέχρι πεντακόσια (500) τετρ. μέτρα. Ιδιοκτησία που έχει εμβαδόν μεγαλύτερο των 500 τ.μ. θεωρείται για την εφαρμογή του παρόντος περισσότερες ιδιοκτησίες και συγκεκριμένα τόσες όσος είναι ο λόγος του εμβαδού της προς τα πεντακόσια (500) τ.μ. β) Δομημένη ιδιοκτησία θεωρείται εκείνη που έχει κτίριο εμβαδού τουλάχιστον σαράντα (40) τ.μ. γ) Ως κτίριο κύριας κατοικίας θεωρείται και κτίσμα που χρησιμοποιείται και για άλλες χρήσεις, εφόσον αυτές δεν είναι αντίθετες στην κατά προορισμό λειτουργία του κτιρίου της ως κατοικίας. 3. Για την κατ’ αρχήν αναγνώριση πυκνοδομημένης περιοχής το κάθε κτίριο πρέπει να απέχει από ένα τουλάχιστο κτίριο άλλης ιδιοκτησίας το πολύ σαράντα (40) μέτρα. 4. Ο χαρακτηρισμός περιοχής σαν πυκνοδομημένης και το όριό της καθορίζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, η οποία συνοδεύεται και από σχετικό διάγραμμα».
- Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του π.δ. της 24.8-8.9.1983, ερμηνευομένων εν όψει του όλου πνεύματος του ν. 1337/1983, ο χαρακτηρισμός των πυκνοδομημένων περιοχών, που προσδιορίζει την έκταση των δυνατών παρεμβάσεων κατά την πολεοδόμηση, τη διαδικασία θέσπισης αυτών και κυρίως την υποχρέωση και τον τρόπο υπολογισμού της εισφοράς σε γη, αποτελεί προϋπόθεση των ρυθμίσεων που γίνονται με την πολεοδομική μελέτη, δεδομένου ότι οι διατάξεις του ν. 1337/1983 εφαρμόζονται κατ’ αρχήν στα αραιοδομημένα και αδόμητα τμήματα των πολεοδομικών ενοτήτων (άρθ. 1 παρ. 4 του νόμου αυτού) και η υποχρέωση εισφοράς σε γη, όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 8 παρ. 4 του ίδιου νόμου, επιβάλλεται μόνον στις ιδιοκτησίες που βρίσκονται σε αραιοδομημένες ή αδόμητες περιοχές. Ο χαρακτηρισμός των πυκνοδομημένων περιοχών γίνεται, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, είτε με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (άρθ. 2 παρ. 4 ν. 1337/1983) είτε με υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατά το άρθρο 1 παρ. 4 του από π.δ. της 24.8-8.9.1983. Η υπουργική αυτή απόφαση πρέπει να εξειδικεύει τη συνδρομή των κριτηρίων που θεσπίζονται με το ως άνω π. δ/γμα, τα οποία ανάγονται στη διαπίστωση ορισμένου βαθμού οικιστικής πυκνότητας, του χαρακτήρα και του προορισμού της δόμησης στην περιοχή. Εξ άλλου, μετά τον αρχικό καθορισμό των ορίων μιας πυκνοδομημένης περιοχής, ο επανακαθορισμός τους επιτρέπεται αν από συγκεκριμένα στοιχεία προκύπτει πλάνη της Διοικήσεως περί τα πράγματα στα οποία στηρίζεται η κρίση για τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων (ΣΕ 5448/1995 7μ., 6190/1996, ΠΕ 334/2002).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την απόφαση 64972/2843/4.10.1985 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Δ΄ 734) εγκρίθηκε το Γ.Π.Σ. των οικισμών Άργους και Νέας Κίου ν. Αργολίδας, το οποίο προέβλεψε, μεταξύ άλλων, την επέκταση του σχεδίου του Άργους σε πυκνοδομημένες και αραιοδομημένες εκτάσεις εμβαδού 2.000 στρ. και τη δημιουργία τεσσάρων πολεοδομικών ενοτήτων, ήτοι “Ασπίδα”, “Πέντε δρόμοι”, “Γεφύρια” και “Θεάτρου”. Στη συνέχεια, με το π.δ. της 25.4-9.5.1989 (Δ΄ 264) εγκρίθηκε η πολεοδομική μελέτη τμημάτων των ανωτέρω πολεοδομικών ενοτήτων. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του δ/τος αυτού εγκρίθηκε κατά τις διατάξεις του ν.δ. της 17.7.1923 το πολεοδομικό σχέδιο μέρους των τμημάτων αυτών, το οποίο περιλαμβανόταν σε οικισμό προ του 1923 και είχε χαρακτηρισθεί με την απόφαση 74420/4119/17.10.1988 του Αναπληρωτή Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ ως πυκνοδομημένο (περίπτ. Ι), το υπόλοιπο δε τμήμα της εκτάσεως, το οποίο ήταν αραιοδομημένο, εντάχθηκε στο σχέδιο κατά τις διατάξεις του ν. 1337/1983 (περίπτ. ΙΙ). Αίτηση ακυρώσεως κατοίκων του Άργους κατά του ανωτέρω π.δ/τος και της προηγηθείσας αποφάσεως του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ απερρίφθη με την απόφαση ΣΕ 5448/1995 7μ. του Τμήματος. Ακολούθως, μετά από αιτήματα ιδιοκτητών, οι οποίοι επεδίωκαν την ένταξη των ακινήτων τους στις πυκνοδομημένες περιοχές, εκδόθηκαν οι αποφάσεις 58754/2320/12.4.1994 και 67360/3741/96/1995 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με τις οποίες διευρύνθηκαν τα όρια των υφισταμένων πυκνοδομημένων περιοχών, κατόπιν δε τούτου, με τα π.δ/τα της 23.8-13.9.1994 (Δ΄ 934 και 1029) και της 29.8-20.9.1996 (Δ΄ 1160), αντιστοίχως, τροποποιήθηκε η πολεοδομική μελέτη του 1989. Με την από 28.4.1994 αίτησή τους προς τον Δήμο Άργους οι Δ. χήρα Α. Κ. και οι Δ. και Σ. Κ. (αιτούντες), ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας στα ΟΤ Γ364 και Γ366, η οποία ενέπιπτε σε αραιοδομημένη περιοχή, ζήτησαν την υπαγωγή της ιδιοκτησίας τους στην πυκνοδομημένη ζώνη. Με τις αποφάσεις 240/1994 και 356/1994 το Δημοτικό Συμβούλιο Άργους γνωμοδότησε θετικά επί του αιτήματος και πρότεινε την τροποποίηση της πολεοδομικής μελέτης του 1989, όμως το επιληφθέν στη συνέχεια ΣΧΟΠ Ν. Αργολίδας, με το πρακτικό 26/συν. 8/5.7.1995, τάχθηκε κατά της τροποποιήσεως για το λόγο ότι δεν διαπιστώθηκε σφάλμα κατά την αρχική οριοθέτηση της πυκνοδομημένης περιοχής ως προς την ιδιοκτησία Κ., ως προς την οποία δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του π.δ. της 24.8-8.9.1983. Το ανωτέρω αίτημα, που αφορούσε την ιδιοκτησία Κ., μαζί με «σωρεία παρόμοιων αιτημάτων», για τα οποία είχε γνωμοδοτήσει θετικά το Δημοτικό Συμβούλιο Άργους, διαβιβάσθηκε «μετά από παρέμβαση του Γραφείου Υπουργού» στο Κεντρικό ΣΧΟΠ, το οποίο, με το πρακτικό 49/συνεδρ. 5/9.4.1998, έκανε δεκτά ορισμένα αιτήματα, ενώ απέρριψε άλλα, μεταξύ των οποίων και το αφορών την ιδιοκτησία Κυβεριώτη, με την αιτιολογία ότι «Πρόκειται για αδόμητη ιδιοκτησία ανάμεσα σε πυκνοδομημένες περιοχές» και ότι «… δεν πρόκειται για λάθος κατά την αρχική οριοθέτηση των πυκνοδομημένων περιοχών». Κατόπιν τούτου με την απόφαση 28080/15.10.1998 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. τροποποιήθηκε εκ νέου το όριο των πυκνοδομημένων περιοχών του Άργους, πλην σχέδιο διατάγματος περί αντίστοιχης τροποποιήσεως της πολεοδομικής μελέτης κρίθηκε μη νόμιμο με το ΠΕ 634/1998, για τον λόγο ότι ούτε από την ανωτέρω απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ούτε από την εισήγηση προς το Κ.ΣΧΟΠ προέκυπτε κατά τρόπο εξειδικευμένο και τεκμηριωμένο η συνδρομή των κριτηρίων του π.δ. της 24.8-8.9.1983 ή πλάνη περί τα πράγματα, ώστε να δικαιολογείται η διεύρυνση των ορίων της πυκνοδομημένης ζώνης της εν λόγω περιοχής. Στη συνέχεια, εν όψει επανεξετάσεως του θέματος των ορίων της πυκνοδομημένης περιοχής του Άργους, η Δ/νση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ζήτησε τη συμπλήρωση του φακέλου με συγκεκριμένα στοιχεία για κάθε περίπτωση. Μετά τη συγκέντρωση των σχετικών στοιχείων το Κ.Σ.Χ.Ο.Π., με το πρακτικό 149/8.6.2000 θεώρησε, κατ’ αποδοχήν σχετικής υπηρεσιακής εισηγήσεως, όσον αφορά την ιδιοκτησία Κ. (σελ. 8-9 και 13-14), ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα κατά την αρχική οριοθέτηση της πυκνοδομημένης περιοχής, διότι η εν λόγω ιδιοκτησία εξαιρέθηκε ολόκληρη από την πυκνοδομημένη ζώνη, αν και στο τμήμα αυτής που εμπίπτει στο ΟΤ Γ364 υπήρχε κτίσμα 45 περίπου τ.μ., το οποίο συγκέντρωνε και τις λοιπές προϋποθέσεις του π.δ. της 24.8-8.9.1983, και το οποίο εκ παραδρομής δεν ελήφθη υπ’ όψη κατά την οριοθέτηση με την υπουργική απόφαση του 1988 «… προφανώς διότι το υφιστάμενο κτίσμα επικαλύπτεται από δέντρα και δεν ελέγχθηκε το εμβαδόν του», εν όψει δε τούτου έκρινε ότι συντρέχει λόγος τροποποιήσεως της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως, ώστε τμήμα της ιδιοκτησίας Κ. πέριξ του υφισταμένου κτίσματος να περιληφθεί στην πυκνοδομημένη περιοχή. Περαιτέρω, το ΚΣΧΟΠ έκρινε ότι για την οριοθέτηση των πυκνοδομημένων περιοχών πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη οι εξής αρχές (κριτήρια): «α) Στις περιπτώσεις μεγάλων ιδιοκτησιών δομημένων εν μέρει, στα πυκνοδομημένα εντάσσεται μόνον το τμήμα της ιδιοκτησίας περί τα υπάρχοντα κτίρια. β) Το τμήμα αυτό πρέπει να έχει επιφάνεια τουλάχιστον αρτίου οικοπέδου. Επίσης, επιφάνεια αρτίου οικοπέδου πρέπει να έχει και το εναπομένον τμήμα της ιδιοκτησίας. γ) Τα όρια του εντασσομένου τμήματος να απέχουν από τα υπάρχοντα κτίσματα απόσταση τουλάχιστον “Δ”». Κατόπιν υποβολής συμπληρωματικών στοιχείων από τους ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίων δεν ήσαν οι αιτούντες, το ΚΣΧΟΠ με το πρακτικό 85/22.3.2001, κατ’ αποδοχήν σχετικής υπηρεσιακής εισηγήσεως, γνωμοδότησε υπέρ της τροποποιήσεως του ορίου των πυκνοδομημένων περιοχών ως προς πέντε ιδιοκτησίες, μεταξύ των οποίων η ιδιοκτησία Κ., για την οποία κρίθηκε ότι, προκειμένου να πληρούνται τα κριτήρια που ετέθησαν με το πρακτικό 149/2000, «το προτεινόμενο όριο τίθεται σε απόσταση τουλάχιστον Δ από το υπάρχον κτίσμα και περιλαμβάνει τμήμα του οικοπέδου με εμβαδόν 400 Μ2, έκταση που αντιστοιχεί στο όριο αρτιότητας οικοπέδου που εγκρίθηκε με την Πολεοδομική Μελέτη». Εν όψει τούτων, με την απόφαση 20883/5113/16.8.2001 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. τροποποιήθηκε το όριο των πυκνοδομημένων τμημάτων των ανωτέρω πολεοδομικών ενοτήτων του Δήμου Άργους, κατόπιν δε αυτού με την προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιήθηκε η Πολεοδομική Μελέτη της περιοχής.
- Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, οι κρίσιμες διατάξεις, που αφορούν την ένταξη σε σχέδιο πόλεως των πυκνοδομημένων περιοχών, αποβλέπουν στην τακτοποίηση, για πολεοδομικούς και κοινωνικούς λόγους, «μικρών» ιδιοκτησιών, ευρισκομένων σε περιοχές με πυκνή δόμηση και δεν παρέχουν τη δυνατότητα υπαγωγής στις ίδιες ρυθμίσεις μεγάλων, αδόμητων εκτάσεων και απαλλαγής τους από τις εισφορές σε γη και χρήμα του άρθρου 8 του ν. 1337/1983. Εν όψει τούτου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε περίπτωση μείζονος ιδιοκτησίας εν μέρει δομημένης, θεμιτώς εντάσσεται στην πυκνοδομημένη ζώνη μόνο το δομημένο τμήμα της ιδιοκτησίας, εμβαδού κατ’ ανώτατο όριο 500 τ.μ., ενώ το υπόλοιπο τμήμα εντάσσεται, ανάλογα με τον χαρακτήρα του και τον χαρακτήρα των όμορων περιοχών, σε αραιοδομημένη ή αδόμητη ζώνη (βλ. ΣΕ 5448/1995 7μ.). Περαιτέρω, εν όψει του εκτεθέντος σκοπού του νόμου και της διατυπώσεως του άρθρου 1 παράγρ. 2 περίπτ. α΄ του π.δ. της 24.8-8.9.1983, ήδη άρθρο 42 παράγρ. 3 περίπτ. α΄ του Κ.Β.Π.Ν. («.. ιδιοκτησία … μέχρι 500 τ.μ…»), το εντασσόμενο στην πυκνοδομημένη περιοχή τμήμα της ιδιοκτησίας δύναται να είναι και έλασσον των 500 τ.μ. και πάντως δεν μπορεί να υπερβαίνει το κατά τον κανόνα όριο αρτιότητας των οικοπέδων που εντάσσονται στο σχέδιο πόλεως με τις διατάξεις του ν. 1337/1983, διότι άλλως θα θεσπιζόταν αδικαιολόγητη διακριτική μεταχείριση μεταξύ ίσου εμβαδού ιδιοκτησιών των δύο κατηγοριών. Προς την ανωτέρω ερμηνεία είναι σύμφωνα και τα αντίστοιχα κριτήρια που υιοθέτησε το πρακτικό 149/2000 του ΚΣΧΟΠ (υπό στοιχεία α΄ και β΄). Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, νομίμως με την προσβαλλόμενη απόφαση από το όλο ακίνητο των αιτούντων εντάχθηκε στην πυκνοδομημένη ζώνη, όπως δεν αμφισβητείται, μόνο το δομημένο τμήμα αυτού, εμβαδού 400 τ.μ., το οποίο (εμβαδόν) αντιστοιχεί στο κατά τον κανόνα ελάχιστο όριο αρτιότητας των εντασσομένων στο σχέδιο οικοπέδων της περιοχής, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του π.δ. της 25.4-9.5.1989 περί εγκρίσεως της οικείας πολεοδομικής μελέτης. Κατ’ ακολουθίαν, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, και ειδικότερα ότι κατά τις κρίσιμες διατάξεις οι ιδιοκτησίες πρέπει να λαμβάνονται ενιαίως προκειμένης της εντάξεώς τους ή μη στις πυκνοδομημένες περιοχές, ότι παρανόμως με την προσβαλλόμενη πράξη εντάχθηκε στην πυκνοδομημένη ζώνη μόνο τμήμα 400 τ.μ. της επίδικης ιδιοκτησίας και όχι ολόκληρη την ιδιοκτησία, και ότι η απόφαση 28080/15.10.1998 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. περί οριοθετήσεως των πυκνοδομημένων περιοχών και η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση εφήρμοσαν διαφορετικά κριτήρια από αυτά του άρθρου 42 παράγρ. 3 του Κ.Β.Π.Ν. (άρθ. 1 παράγρ. 2 του π.δ. της 24.8-8.9.1983) και, εξ αυτού του λόγου, αντίκεινται στο άρθρο 43 παράγρ. 2 του Συντάγματος, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά τη γνώμη όμως του Παρέδρου Θ. Αραβάνη, το τεθέν με την προσβαλλόμενη πράξη όριο των 400 τ.μ. δεν είναι νόμιμο διότι, κατά την έννοια των κρίσιμων διατάξεων, επί μεγάλων ιδιοκτησιών, στην πυκνοδομημένη ζώνη εντάσσεται τμήμα εμβαδού αντίστοιχου προς το όριο αρτιότητας των οικοπέδων όχι της αδόμητης ή της αραιοδομημένης ζώνης, αλλά της πυκνοδομημένης ζώνης (εν προκειμένω 150 ή 80 τ.μ., κατά περίπτωση, βλ. άρθ. 6 παρ. 2 περίπτ. γ΄ της Π.Μ. του 1989), διότι άλλως θεσπίζεται αδικαιολόγητη εξομοίωση μεταξύ αφ’ ενός μεγάλων και μικρών ιδιοκτησιών εντός της πυκνοδομημένης ζώνης και αφ’ ετέρου μεταξύ ίσου μεγέθους ιδιοκτησιών διαφορετικών ζωνών, πλην οι αιτούντες στερούνται εννόμου συμφέροντος προβολής της εν λόγω πλημμέλειας, διότι δεν υφίστανται βλάβη αλλά ωφελούνται από την εφαρμογή της.
- Επειδή, τέλος, απαραδέκτως αμφισβητείται με την κρινόμενη αίτηση η νομιμότητα του υπό στοιχείο γ΄ κριτηρίου που υιοθέτησε το ΚΣΧΟΠ, σύμφωνα με το οποίο πρέπει «Τα όρια του εντασσομένου τμήματος να απέχουν από τα υπάρχοντα κτίσματα απόσταση τουλάχιστον “Δ”», προεχόντως διότι οι αιτούντες δεν διευκρινίζουν αν και ποια βλάβη υπέστησαν από την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ειδικότερα αν η εφαρμογή του είχε ως συνέπεια την υπαγωγή στην πυκνοδομημένη ζώνη τμήματος της ιδιοκτησίας τους μικρότερου από εκείνο που θα εντασσόταν χωρίς την εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου. Τούτο δε ανεξαρτήτως της βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού, εν όψει των οριζομένων στο άρθρο 9 παράγρ. 2 του ισχύοντος ΓΟΚ 1985 [ν. 1577/1985 (Α΄ 210)], όπως η παράγρ. αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 παράγρ. 2 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140), ως προς την τηρητέα απόσταση των κτιρίων από τα όρια του οικοπέδου σε περίπτωση εγκρίσεως ή επεκτάσεως σχεδίου πόλεως.
- Επειδή, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στο από 25.2.2009 υπόμνημα, το οποίο κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, προεχόντως διότι το υπόμνημα αυτό κατατέθηκε μετά την πάροδο της σχετικής προθεσμίας (23.2.2009) που χορήγησε ο Πρόεδρος κατά τη συζήτηση της υποθέσεως προς το σκοπό αυτό, κατ’ άρθρο 25 παράγρ. 2 εδάφιο δεύτερο του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).