ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΣΤΕ (2008)
Περιεχόμενα
– ΣτΕ Ολ. 912/2008 [Προϋποθέσεις ανέγερσης σχολικών κτιρίων].
– ΣτΕ Ολομ. 601/2008 [ Έννοια καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος. Αρμόδιο δικαστήριο].
– ΣτΕ Ολομ. 603/2008 [Αυτοδίκαιη άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Στοιχειοθετούμενη παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας. Αρμόδιο δικαστήριο].
– ΣτΕ Ολομ. 1542/2008 [ Ιδρυση ΒΙΠΕ σε γειτνίαση με εγκατάσταση υπαγόμενη στη νομοθεσία Σεβέζο].
ΣτΕ Ολ. 912/2008
[Προϋποθέσεις ανέγερσης σχολικών κτιρίων]
Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος
Εισηγήτρια: Ε. Νίκα
Δικηγόροι: Αλ. Στρίμπερης, Χαρ. Χρυσανθάκης, Αρ. Διαμαντής
Δεν προκύπτει πλήρης γνώση για την ανέγερση εκπαιδευτηρίου από μόνη την τοποθέτηση στο οικόπεδο πινακίδας με τα στοιχεία της άδειας οικοδομής και την έναρξη εργασιών ανασκαφής. Η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου οφείλει να κινείται εντός των πλαισίων που έχει χαράξει το Γ.Π.Σ. Εφόσον ρυθμίσεις Γ.Π.Σ. δεν έχουν πολεοδομικό περιεχόμενο καθορισμού χρήσεων γής, δηλαδή καθορισμού χώρων για την ανέγερση κτιρίων εκπαίδευσης, αλλά, αναφέρονται στον ελάχιστο αναγκαίο κοινωνικό εξοπλισμό σε κτίρια εκπαιδεύσεως, δεν αποκλείεται σε περιοχές, όπου η χρήση εκπαίδευσης είναι, κατ’ αρχήν, επιτρεπτή η ανέγερση εκπαιδευτηρίων δημοσίων ή ιδιωτικών, σε μεγαλύτερο του προτεινόμενου αριθμού, λόγω της ταυτότητας του σκοπού που εξυπηρετούν τα κτίρια εκπαιδεύσεως εν γένει, και της ομοιότητας των πολεοδομικών κριτηρίων που αυτά πρέπει να πληρούν.
Για την ανέγερση όμως τέτοιων κτιρίων απαιτείται να έχει προηγηθεί σχετικός αφορισμός του χώρου για τη χρήση αυτή είτε με την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης είτε με τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου.
Για την επίτευξη των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης και τη διαφύλαξη της ποιότητας ζωής στους οικισμούς, επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδες στοιχείο του ρυμοτομικού σχεδίου, ο καθορισμός της θέσης των σχολικών κτιρίων, η οποία πρέπει, εν όψει και της συνταγματικής προστασίας της παιδείας και της νεότητας, να γίνεται με βάση πολεοδομικά κριτήρια και κατά την πολεοδομική διαδικασία.
Ο καθορισμός της κατάλληλης θέσεως των σχολικών κτιρίων από τις πολεοδομικές αρχές δεν θίγει, προκειμένου περί ιδιωτικών σχολείων, τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας), αλλά αποτελεί το αναγκαίο νομικό πλαίσιο για την προσήκουσα άσκηση του εν λόγω δικαιώματος κατά τρόπο συμβατό προς το δημόσιο συμφέρον.
Βασικές σκέψεις
4. Επειδή, η αρχική οικοδομική άδεια, όπως αυτή είχε αναθεωρηθεί με την υπ’ αριθμ. 418/2004 πράξη αναθεωρήσεως, αναθεωρήθηκε και πάλι, λόγω αλλαγής αρχιτεκτονικών σχεδίων, με την νεώτερη, υπ’ αριθμ. 566/8.7.2005, πράξη αναθεωρήσεως του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου. ΄Oμως, η τελευταία αυτή πράξη αναθεωρήσεως δεν αναφέρεται στο κεφάλαιο της αρχικής αδείας που αφορά στη χρήση της οικοδομής ως εκπαιδευτηρίου, η οποία είναι το κρίσιμο στην παρούσα υπόθεση ζήτημα και, επομένως, δεν αντικατέστησε την προσβληθείσα ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου αρχική οικοδομική άδεια, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με την υπ’ αριθμ. 418/2004 πράξη αναθεωρήσεως. Συνεπώς, δεν συνέτρεξε ούτε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου λόγος καταργήσεως της ανοιγείσης με τις ανωτέρω αιτήσεις ακυρώσεως δίκης. Συνεπώς, η κρινομένη έφεσις, παραδεκτώς ασκηθείσα, πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
5. Επειδή, οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι οι εφεσίβλητοι, ως ιδιοκτήτες ομόρων προς το επίδικο ακινήτων, είχαν πλήρη γνώση των προσβαλλομένων πράξεων σε χρόνο απέχοντα πολύ πέραν των εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση των αιτήσεων ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, διότι, βάσει της υπ’ αριθ. 1266/2003 οικοδομικής αδείας, άρχισαν να εκτελούνται εργασίες εκσκαφών την 12.1.2004, ενώ ήδη από το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 2003 είχε αναρτηθεί στο ακίνητο σχετική πινακίδα με τα στοιχεία της αδείας, έκτοτε δε παρήλθε ικανό χρονικό διάστημα, εντός του οποίου οι εφεσίβλητοι, εν όψει και του ευλόγου ενδιαφέροντός τους, θα ηδύναντο να λάβουν πλήρη γνώση του περιεχομένου της αδείας. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από μόνη την τοποθέτηση στο οικόπεδο πινακίδας με τα στοιχεία της προσβαλλομένης οικοδομικής αδείας και την έναρξη εργασιών εκσκαφών, γεγονότα τα οποία, άλλωστε, δεν αποδεικνύονται εν προκειμένω, δεν προκύπτει πλήρης γνώση της χρήσεως της ανεγειρομένης οικοδομής ως εκπαιδευτηρίου, ήτοι του είδους του κτίσματος, στην ανέγερση του οποίου αντιτίθενται και για το οποίο παραπονούνται οι εφεσίβλητοι.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων και δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα από τις προαναφερθείσες ημερομηνίες έως την άσκηση της πρώτης των αιτήσεων ακυρώσεως (16.4.2004), που στρέφεται κατά της αρχικής αδείας, δεν είναι αρκετό, ώστε, εν όψει και του ευλόγου ενδιαφέροντος των αιτούντων, να επιδιώξουν και λάβουν πλήρη γνώση της προσβαλλομένης οικοδομικής αδείας, να μπορεί να θεμελιώσει τεκμήριο πλήρους γνώσεως από τους εφεσιβλήτους του πληττομένου με την υπό κρίση αίτηση περιεχομένου της προσβαλλομένης αδείας σε χρόνο απέχοντα πέραν των εξήντα (60) ημερών από την άσκηση της αιτήσεως. Εξ άλλου, όσον αφορά στο εμπρόθεσμο της δεύτερης των αιτήσεων ακυρώσεως, που εστρέφετο κατά της υπ’ αριθμ. 418/2004 πράξεως αναθεωρήσεως της αρχικής αδείας, ως προς την αρχιτεκτονική και στατική μελέτη του κτιρίου, ούτε προβάλλονται από τους εκκαλούντες ειδικότεροι ισχυρισμοί, ούτε αποδεικνύεται από στοιχεία του φακέλλου ο χρόνος, κατά τον οποίο οι εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση αυτής. Ως εκ τούτου και λαμβανομένων υπόψη του ευλόγου ενδιαφέροντος των και του διαδραμόντος χρόνου από της ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της αρχικής αδείας (16.4.2004) δεν δύναται να συναχθεί πλήρης γνώση της προσβληθείσης πράξεως αναθεωρήσεως σε χρόνο που να καθιστά εκπρόθεσμη την κατ΄ αυτής αίτηση ακυρώσεως. Συνεπώς, νομίμως το Διοικητικό Εφετείο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε εμπρόθεσμες τις ενώπιόν του ασκηθείσεις αιτήσεις ακυρώσεως και ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
6. Επειδή, ο ν. 1337/1983 για την επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, την οικιστική ανάπτυξη κλπ. (ΦΕΚ Α΄33) θεσπίζει σύστημα πολεοδομικού σχεδιασμού που περιλαμβάνει δυο διαδοχικές φάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε διαφορετικά επίπεδα σχεδιασμού. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού προβλέπεται η σύνταξη γενικού πολεοδομικού σχεδίου (Γ.Π.Σ.), που αποτελεί το πρώτο στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την γενική εκτίμηση των αναγκών των πολεοδομικών ενοτήτων σε κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελείς εξυπηρετήσεις και δημόσιες παρεμβάσεις, καθώς και τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργανώσεως των πολεοδομικών ενοτήτων, η οποία αναφέρεται και στις χρήσεις γης, καθώς και στις τυχόν απαγορεύσεις χρήσεως. Δεν αποκλείεται, όμως, να καθορίζονται με το Γ.Π.Σ. και συγκεκριμένες χρήσεις γης σε συγκεκριμένες περιοχές. Οι ρυθμίσεις αυτές που περιέχονται στο Γ.Π.Σ., τόσο εκείνες που συνιστούν γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις, όσο και οι ειδικότερες, οι οποίες έχουν τυχόν περιληφθεί στο σχέδιο αυτό, είναι δεσμευτικές όσον αφορά στο περιεχόμενο της προβλεπομένης από το άρθρο 6 του ιδίου ν. 1337/1983 πολεοδομικής μελέτης, η οποία συνιστά το δεύτερο στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού, κατά το οποίο συγκεκριμενοποιούνται οι πολεοδομικές ρυθμίσεις και καθορίζονται, ειδικότερα, οι οικοδομήσιμοι και οι κοινόχρηστοι χώροι του σχεδίου, καθώς και οι χώροι κοινωφελών χρήσεων, στους οποίους και μόνον επιτρέπεται, περαιτέρω, η ανέγερση κοινωφελών εγκαταστάσεων, μεταξύ των οποίων και τα κτίρια πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως. Εξάλλου, οι απορρέουσες από το Γ.Π.Σ. δεσμεύσεις ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και προκειμένου να τροποποιηθεί ρυμοτομικό σχέδιο με βάση τις διατάξεις του ν.δ. της 17.7.1923 (ΦΕΚ Α΄228) σε περιοχή, η οποία έχει πολεοδομηθεί, κατ’ εφαρμογή του προγενεστέρου αυτού νομοθετήματος, περιλαμβάνεται, όμως, σε μεταγενέστερο Γ.Π.Σ., που καταρτίσθηκε σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 1337/1983, αφού η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου εντάσσεται στο δεύτερο επίπεδο πολεοδομικού σχεδιασμού, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, οφείλει να κινείται εντός των πλαισίων που έχει χαράξει το Γ.Π.Σ (ΣτΕ 2283/2000 Ολομ.).
7. Επειδή, εξ άλλου, με το από 23.2.1987 π.δ/μα περί κατηγοριών και περιεχομένου χρήσεων γης (ΦΕΚ Δ΄ 166) θεσπίζεται σύστημα κατηγοριών χρήσεων γης εντός των περιοχών των γενικών πολεοδομικών σχεδίων, το οποίο οφείλει να ακολουθεί η καταρτίζουσα τα σχέδια πόλεως Διοίκηση. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του διατάγματος αυτού καθορίζονται οι κατηγορίες χρήσεων γης, αφ’ ενός, σύμφωνα με την γενική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Α: αμιγής κατοικία, γενική κατοικία, πολεοδομικά κέντρα κλπ.), αφ’ ετέρου, σύμφωνα με την ειδική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Β: κατοικία, ξενώνες, εμπορικά καταστήματα, γραφεία, τράπεζες, κτίρια εκπαιδεύσεως κλπ.), στο δε άρθρο 2 ορίζεται ότι «Στις περιοχές αμιγούς κατοικίας επιτρέπονται μόνον: 1. Κατοικία 2. Ξενώνες μικρού δυναμικού 3. Εμπορικά καταστήματα που εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής (παντοπωλείο, φαρμακείο, χαρτοπωλείο) 4. Κτίρια κοινωνικής πρόνοιας 5. Κτίρια πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 6. Αθλητικές εγκαταστάσεις 7. Θρησκευτικοί χώροι 8. Πολιτιστικά κτίρια (και εν γένει πολιτιστικές εγκαταστάσεις)».
8. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 88456/6299/10.10.1994 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων (ΦΕΚ Δ΄1167) εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της Κοινότητας Σταμάτας (Ν. Αττικής). To εν λόγω Γ.Π.Σ. περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό των χρήσεων γης κατά τα εμφαινόμενα στον χάρτη Π.1 που το συνοδεύει και ειδικότερα: τον καθορισμό χρήσεως πολεοδομικού κέντρου, τον καθορισμό χρήσεως γενικής κατοικίας στα οικόπεδα που έχουν πρόσωπο επί της Λεωφόρου Δροσιάς-Σταμάτας, τον καθορισμό χρήσεως αμιγούς κατοικίας στις υπόλοιπες περιοχές. Επιπλέον περιλαμβάνει και ορισμένες ειδικότερες ρυθμίσεις για τις δημιουργούμενες τρεις πολεοδομικές ενότητες, μεταξύ των οποίων, καθορισμό χώρου Γυμνασίου-Λυκείου στην πολεοδομική ενότητα 1, ενός (1) νηπιαγωγείου ανά πολεοδομική ενότητα, καθώς και δυο (2) δημοτικών σχολείων και δύο (2) βρεφονηπιακών σταθμών στις περιοχές των επεκτάσεων των Π.Ε. 1 και Π.Ε. 3.
9. Επειδή, ρυθμίσεις, όπως οι προεκτεθείσες του Γ.Π.Σ. Σταμάτας, δεν έχουν πολεοδομικό περιεχόμενο καθορισμού χρήσεων γής, δηλαδή καθορισμού χώρων για την ανέγερση κτιρίων εκπαιδεύσεως, αλλά, στα πλαίσια της γενικής προτάσεως πολεοδομικής οργανώσεως των πολεοδομικών ενοτήτων, αναφέρονται στον ελάχιστο αναγκαίο κοινωνικό εξοπλισμό σε κτίρια εκπαιδεύσεως. Συνεπώς, δεν αποκλείουν σε περιοχές, όπου η χρήση εκπαιδεύσεως είναι, κατ’ αρχήν, επιτρεπτή (όπως σε περιοχή αμιγούς κατοικίας ή περιοχή γενικής κατοικίας), την ανέγερση μεγαλυτέρου του προτεινομένου αριθμού εκπαιδευτηρίων. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα ως δημοσίων ή ιδιωτικών των εκπαιδευτηρίων που πρόκειται να ανεγερθούν, λόγω της ταυτότητας του σκοπού που εξυπηρετούν τα κτίρια εκπαιδεύσεως εν γένει, αφ’ ετέρου δε, της ομοιότητας των πολεοδομικών κριτηρίων που αυτά πρέπει να πληρούν. Περαιτέρω, όμως, για την ανέγερση οικοδομών ή την μετατροπή υφισταμένων κτισμάτων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα ως κτίρια εκπαιδεύσεως σε περιοχή Γ.Π.Σ. με το προεκτεθέν περιεχόμενο απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 6, να έχει προηγηθεί ειδικός αφορισμός του χώρου για την εν λόγω χρήση είτε με την επακολουθούσα του Γ.Π.Σ. πολεοδομική μελέτη, είτε, σε περιοχή που έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως, κατ’ εφαρμογή του ν.δ/τος της 17.7.1923, αλλά περιλαμβάνεται σε Γ.Π.Σ. που έχει μεταγενεστέρως εγκριθεί, κατά τις διατάξεις του ν. 1337/1983, με τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προγενεστέρου αυτού νομοθετήματος. Οι Σύμβουλοι, όμως, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Ελ. Δανδουλάκη, Στ. Χαραλάμπους, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αθ. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Ιω. Ζόμπολας, Σπ. Παραμυθιώτης και Φ. Ντζίμας, προς την γνώμη των οποίων ετάχθη και ο Πάρεδρος Π. Τσούκας υπεστήριξαν ότι με τις προπαρατεθείσες ρυθμίσεις του Γ.Π.Σ. Σταμάτας η δυνατότητα ανεγέρσεως και λειτουργίας κτιρίων πρωτοβάθμιας (πλην νηπιαγωγείων) και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως στην περιοχή του Γ.Π.Σ. Σταμάτας περιορίσθηκε στις Π.Ε.1 και Π.Ε.3 και αφαιρέθηκε η αντίστοιχη χρήση από την Π.Ε.2, τούτο δε ισχύει ανεξαρτήτως του φορέα εκπαιδεύσεως. Οι ρυθμίσεις πάντως αυτές, ως αναφερόμενες στον αναγκαίο ελάχιστο κοινωνικό εξοπλισμό για την λειτουργία του, κατά πολεοδομικές ενότητες, οργανωμένου οικιστικού συνόλου, δεν εμποδίζουν, κατ’ αρχήν, την δημιουργία περισσοτέρων χώρων για την εξυπηρέτηση των εκπαιδευτικών αναγκών του οικισμού εντός της πολεοδομικής ενότητας όπου προβλέπεται η λειτουργία τους, εφόσον διαπιστώνεται μεταβολή των οικιστικών και πληθυσμιακών δεδομένων κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την έγκριση του Γ.Π.Σ. υπό την αυτονόητη, βεβαίως, προϋπόθεση ότι δεν αναιρείται, με τον τρόπο αυτό, η προβλεπομένη από το Γ.Π.Σ. γενική πρόταση πολεοδομικής οργανώσεως, οπότε και πρέπει τούτο να τροποποιηθεί. Τούτο, όμως, δεν μπορεί να ισχύσει για τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, η λειτουργία των οποίων δεν προβλέπεται ως μέρος του αναγκαίου κοινωνικού εξοπλισμού για την εξυπηρέτηση των αναγκών του οικιστικού συνόλου, αλλά σκοπεί στην παροχή υπηρεσιών εκπαιδεύσεως, ανεξαρτήτως εγγύτητας του τόπου κατοικίας των μαθητών. Τέλος, η Σύμβουλος Μ. Καραμανώφ διετύπωσε την εξής ειδικότερη γνώμη: κατά το άρθρο 2 του ν. 1337/1983, αντικείμενο του πολεοδομικού σχεδιασμού στο πρώτο επίπεδο αυτού (Γ.Π.Σ.) είναι, μεταξύ άλλων, η γενική εκτίμηση, δηλαδή η συνολική και σε μακρά κλίμακα χρόνου πρόβλεψη των πάσης φύσεως κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων του οικισμού, εν συνδυασμώ καθοριζομένων, η οποία αποτελεί, εν τούτω, άσκηση δεσμευτικής πολεοδομικής αρμοδιότητος, όχι δε απλή υπόδειξη, εν όλω ή εν μέρει, προς τα όργανα του δευτέρου επιπέδου σχεδιασμού (πολεοδομική μελέτη). Η φύση, έκταση, αριθμός και κατανομή των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων ανά πολεοδομική ενότητα έχει πολλαπλές επιπτώσεις στο οικιστικό περιβάλλον και στους όρους διαβιώσεως των κατοίκων (κυκλοφοριακές, περιβαλλοντικές, συγκεντρώσεως πληθυσμού κλπ.), οι οποίες τελούν σε στενή αλληλεπίδραση, κατά τρόπον ώστε τυχόν αύξηση των χώρων αυτών, οσονδήποτε επωφελής για το κοινωνικό σύνολο, γενομένη μεμονωμένως και αποσπασματικώς, δηλαδή κατά το στάδιο εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης, ανατρέπει πράγματι τα δεδομένα του σχεδιασμού. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση των αναγκών σε κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους από το Γ.Π.Σ. δεν μπορεί να γίνεται αφηρημένως, με μοναδικό περιορισμό τα ελάχιστα όρια αυτών, αλλά πρέπει να είναι ακριβής και γνωστή εκ των προτέρων, τυχόν δε μεταβολή των στοιχείων, επί των οποίων στηρίζεται (πληθυσμιακών, οικιστικών κ.λπ.), θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με αντίστοιχη τροποποίηση του Γ.Π.Σ. Με τα δεδομένα αυτά, εφ’ όσον εν προκειμένω το Γ.Π.Σ. Σταμάτας ορίζει ρητώς ότι στην συγκεκριμένη Π.Ε. 2 προβλέπεται μόνον χώρος νηπιαγωγείου, δεν είναι επιτρεπτός ο αφορισμός χώρου δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για δημόσιο ή ιδιωτικό εκπαιδευτήριο.
10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ. 1266/2003 άδεια οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ανατολικής Αττικής επετράπη στους εκκαλούντες η ανέγερση σχολικού κτιρίου δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως σε οικόπεδο που ευρίσκεται εντός του εγκεκριμένου δια του β.δ/τος της 9/14.11.1955 (ΦΕΚ Α΄316) ρυμοτομικού σχεδίου του οικοδομικού συνεταιρισμού «………….» στην Σταμάτα Αττικής (οδός …….) και στην πολεοδομική ενότητα Π.Ε.2 του Γ.Π.Σ. της Κοινότητας Σταμάτας. Ακολούθως δε, με την υπ’ αριθμ. 418/2004 πράξη αναθεωρήσεως, αναθεωρήθηκε η άδεια αυτή, ως προς την αρχιτεκτονική και στατική μελέτη του κτιρίου. Με την εκκαλουμένη απόφαση ακυρώθηκαν οι ως άνω πράξεις, κατ’ αποδοχή δυο αιτήσεων ακυρώσεως των ήδη εφεσιβλήτων, με την αιτιολογία ότι στην πολεοδομική ενότητα Π.Ε. 2 προβλέπεται μεν από το Γ.Π.Σ. χρήση αμιγούς κατοικίας, αλλά έχει αφαιρεθεί ειδικώς η χρήση εκπαιδεύσεως (πλήν νηπιαγωγείου). Εν όψει όσων έγιναν δεκτά στην προηγουμένη σκέψη, η έκδοση της επίμαχης οικοδομικής αδείας ήταν όντως μη νόμιμη, δεδομένου ότι το οικόπεδο που αφορά η άδεια αυτή δεν είχε χαρακτηρισθεί είτε δια του αρχικού ρυμοτομικού σχεδίου, είτε δια μεταγενεστέρας τροποποιήσεως αυτού ως χώρος προς ανέγερση εκπαιδευτηρίου. Νομίμως, συνεπώς, ανεξαρτήτως της ορθότητος της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, ακυρώθηκε με αυτήν η προσβληθείσα οικοδομική άδεια, οι δε προβαλλόμενοι λόγοι εφέσεως, που αμφισβητούν τη νομιμότητα της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως περί αποκλεισμού της δυνατότητας ανεγέρσεως κτιρίων δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως στην Π.Ε.2, πρέπει να απορριφθούν, ως αλυσιτελείς, δεδομένου ότι η ως άνω κρίση ότι η οικοδομική άδεια δεν ήταν νόμιμη στηρίζεται αυτοτελώς στην έλλειψη προηγουμένου αφορισμού του επιμάχου οικοπέδου ως χώρου εκπαιδεύσεως.
11. Επειδή, προς πραγμάτωση της κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρεώσεως του Κράτους για την επίτευξη των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως και τη διαφύλαξη της ποιότητας ζωής στους οικισμούς, επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδες στοιχείο του ρυμοτομικού σχεδίου, ο καθορισμός της θέσεως των σχολικών κτιρίων, η οποία πρέπει, εν όψει και της συνταγματικής προστασίας της παιδείας και της νεότητας (άρθρα 16 παρ. 2, 3, 4, άρθρ. 21 παρ. 3 του Συντάγματος), να γίνεται επί τη βάσει πολεοδομικών κριτηρίων και κατά την πολεοδομική διαδικασία (ΣτΕ 813-4/2004 Ολομ.). Ο κατά τα ανωτέρω καθορισμός της κατάλληλης θέσεως των σχολικών κτιρίων από τις πολεοδομικές αρχές δεν θίγει, προκειμένου περί ιδιωτικών σχολείων, τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας), αλλά αποτελεί το αναγκαίο νομικό πλαίσιο για την προσήκουσα άσκηση του εν λόγω δικαιώματος κατά τρόπο συμβατό προς το δημόσιο συμφέρον. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη έφεση.
………….
Απορρίπτει την υπό κρίση έφεση.
ΣτΕ Ολομ. 601/2008
[Έννοια καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος. Αρμόδιο δικαστήριο]
Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος
Εισηγητής: Ν. Ρόζος
Δικηγόροι: Ι. Σταμούλης, Κ. Γεωργάκης, Φ. Κανέτης, Γ. Τσιούνης
Στα διοικητικά δικαστήρια έχουν υπαχθεί οι διαφορές από την ίδρυση και λειτουργία καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, στα οποία περιλαμβάνονται και όσα διέπονται, ως προς την ίδρυση και τη λειτουργία τους από διατάξεις, εντασσόμενες προεχόντως στην υγειονομική νομοθεσία. Επομένως, δεν εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή επιχειρήσεις που για την ίδρυση και λειτουργία τους εφαρμόζονται και άλλες διατάξεις εντασσόμενες σε άλλες νομοθεσίες, όπως η βιομηχανική, η πολεοδομική και η νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος.
Ειδικότερα, δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω κατηγορία επιχειρήσεις, για την ίδρυση των οποίων ακολουθείται στάδιο περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Εφόσον οι εκδιδόμενες κατά το στάδιο αυτό πράξεις (προέγκριση χωροθετήσεως, έγκριση περιβαλλοντικών όρων) υπάγονται με αίτηση ακυρώσεως στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει και οι συναφείς διαφορές -εν όψει των σοβαρών επιπτώσεων που συνεπάγεται για το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον η ίδρυση και λειτουργία τους, λόγω του μεγέθους των εγκαταστάσεών τους, της παραγωγής αποβλήτων, εκπομπών κλπ.-, να εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, χάριν ενιαίας κρίσεως της υποθέσεως και οικονομίας της δίκης.
Μονάδα εκτροφής γουνοφόρων ζώων και επεξεργασίας γούνας δεν εμπίπτει στις επιχειρήσεις που εξομοιώνονται με καταστήματα ή εργαστήρια υγειονομικού ενδιαφέροντος. Δεν έχει ως αντικείμενο την παρασκευή, επεξεργασία, συσκευασία ή διακίνηση προϊόντων απ’ ευθείας διαθέσιμων σε καταστήματα ή εργαστήρια υγειονομικού ενδιαφέροντος, η δε ίδρυση και λειτουργία της δεν διέπεται από διατάξεις εντασσόμενες προεχόντως στην υγειονομική νομοθεσία, αλλά στην νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος. Συνεπώς, η σχετική διαφορά είναι ακυρωτική, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Βασικές σκέψεις
………………2. Επειδή με το άρθρο 1 του Α.Ν. 2520/1940 (ΦΕΚ 273Α`) ορίζεται ότι «1. Προς προστασίαν της δημοσίας υγείας εν γένει επιτρέπεται η έκδοσις υγειονομικών διατάξεων, ων η εκτέλεσις δύναται να ανατίθεται εις αστυνομικά, υγειονομικά ή άλλα δημόσια όργανα. 2. Τα δι` υγειονομικών διατάξεων επιβαλλόμενα μέτρα θέλουσιν αποβλέπει ιδίως εις την υγιεινήν εν γένει και καθαριότητα … εργοστασίων, καταστημάτων, … τον σταυλισμόν των ζώων και την κατεργασίαν των προϊόντων αυτών, την από υγιεινής απόψεως καταλληλότητα των προς βρώσιν τροφίμων …», με το δε άρθρο 2 ότι «1. Τις υγειονομικές διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο εκδίδει ο Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στις περιπτώσεις που οι διατάξεις αυτές αφορούν και την προστασία του περιβάλλοντος, συνυπογράφονται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων» (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 1650/1986, ΦΕΚ 160 Α΄).
Περαιτέρω, τα της ιδρύσεως και λειτουργίας πτηνοτροφικών μονάδων, που
περιλαμβάνονται στις προβλεπόμενες από τις ανωτέρω διατάξεις εγκαταστάσεις σταυλισμού ζώων, ρυθμίζονται από: Α) Την κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Υ1β/2000/29.3.1995 «Υγειονομική Διάταξη περί όρων ιδρύσεως και λειτουργίας πτηνο-κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων» (ΦΕΚ 343 Β`), εκδοθείσα κατ’ επίκληση, πλην άλλων, των ανωτέρω Α.Ν. 2520/1940 και Ν. 1650/1986. Με αυτήν καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα της επιλογής της θέσεως των μονάδων αυτών (άρθρ. 2), τα της συλλογής και διαθέσεως των υγρών κ.λπ. αποβλήτων (άρθ. 7, το οποίο παραπέμπει, κατά τα λοιπά, στις διατάξεις της ειδικής νομοθεσίας περί διαθέσεως λυμάτων και λοιπών αποβλήτων), τα της χορηγήσεως άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας των μονάδων αυτών με απόφαση του οικείου Ο.Τ.Α., κατόπιν σύμφωνης γνώμης της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής (άρθρο 8), τα της διαδικασίας εκδόσεως των εν λόγω αδειών (άρθρα 11 και 12 αντιστοίχως) και τα της ασκήσεως υγειονομικού ελέγχου επί των κάθε είδους πτηνο-κτηνοτροφικών εγκαταστάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις της Υγειονομικής Διατάξεως Α16/8577/1983, ΦΕΚ 526Β` (άρθρο 19). Το άρθρο 5 της τελευταίας αυτής Υγειονομικής διατάξεως ορίζει ότι «1. Καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος» είναι τα καταστήματα, στα οποία γίνεται παρασκευή ή και διάθεση σε πελάτες (καθισμένους, όρθιους, περαστικούς) φαγητών ή γλυκισμάτων ή οποιουδήποτε άλλου παρασκευάσματος τροφίμων ή ποτών ή αποθήκευση ή συντήρηση ή εμπορία κάθε είδους τροφίμων ή ποτών, καθώς και τα καταστήματα προσφοράς υπηρεσιών εξαιτίας των οποίων μπορεί να προκληθεί βλάβη στη δημόσια υγεία, όπως αναλυτικά αναφέρονται στην παρούσα και στις άλλες Υγειονομικές Διατάξεις. 2. «Εργαστήρια ή εργοστάσια υγειονομικού ενδιαφέροντος» είναι τα εργαστήρια ή εργοστάσια, στα οποία γίνεται παρασκευή, επεξεργασία, συσκευασία κ.λπ., χειρισμοί τροφίμων και ποτών, χωρίς όμως απευθείας διάθεση των προϊόντων τους στο Καταναλωτικό Κοινό, καθώς και τα εργαστήρια ή εργοστάσια χάρτινων ή πλαστικών ή από οποιοδήποτε άλλο υλικό παρασκευαζόμενων ειδών, τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για μια μόνο φορά ως περιέκτες τροφίμων ή ποτών ή ως μέσα ατομικής υγιεινής, όπως αναλυτικά αναφέρονται στην παρούσα και στις άλλες Υγειονομικές Διατάξεις». Β) Την απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. 83840/12.12.1986 «Αποστάσεις από πόλεις, χωριά, οικισμούς … για την ανέγερση … ή επέκταση … κτηνοτροφικής ή πτηνοτροφικής εγκαταστάσεως (ΦΕΚ 1Β/1987), που έχει εκδοθεί κατ` επίκληση των διατάξεων από 17.7-16.8.1923 ν.δ/τος «Περί σχεδίων πόλεων …» (ΦΕΚ 210Α΄) και στην οποία παραπέμπει το άρθρο 2 παρ. 2 της ανωτέρω, Υ1β/2000/29/3/1995, κοινής υπουργικής αποφάσεως και Γ) το άρθρο 15 του ν. 1579/1985 «Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας … κ.λπ.» (Α΄ 217), το οποίο καθορίζει τη σύνθεση και τις αρμοδιότητες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Επιτροπής Ελέγχου Επιχειρήσεων Σταυλισμού Ζώων και Επεξεργασίας Ζωικών Προϊόντων σε κάθε νομό. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 του ν. 1650/1986 (Α΄160) και 4 και 6 της κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης κ.υ.α. 69269/5387/24.10.1990 (Β΄ 678), όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων, προϋπόθεση για την έκδοση αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας πτηνο – κτηνοτροφικής μονάδας είναι η έγκριση περιβαλλοντικών όρων, επί πλέον δε, εφόσον πρόκειται περί μονάδας άνω των 5.000 πουλερικών ή άνω των 20 χοιρομητέρων, και προέγκριση χωροθετήσεως (άρθρο 4 κατηγορία Α ομάδα ΙΙ περιπτ. 1 στοιχεία ε΄ και στ` και άρθρο 8 παράγρ. 2 της κ.υ.α. 69269/1990 – ΣΕ 3619/95 Ολ.). 3. Επειδή, εξ άλλου, το Π.Δ. 410/1995 περί Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Α΄231) ορίζει στο άρθρο 24 παράγρ. 1 περίπτ. ιθ΄ ότι στην αρμοδιότητα των Δήμων και Κοινοτήτων ανήκουν ιδίως «… ιθ) η χορήγηση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας όλων των καταστημάτων και επιχειρήσεων, οι όροι λειτουργίας των οποίων καθορίζονται από υγειονομικές διατάξεις …». Περαιτέρω, με την παράγρ. 4 του άρθρου 29 του ν. 2721/ 1999 (Α` 112) προστέθηκε στο άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) παράγρ. 3, η οποία ορίζει τα εξής: «3. Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά: α) τη χορήγηση ή την ανάκληση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας και την επιβολή κυρώσεων κατά τη λειτουργία καταστημάτων και εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και των επιχειρήσεων που εξομοιούνται με αυτά, περιλαμβανομένων και των διαφορών που προκαλούνται από πράξεις, οι οποίες εκδίδονται κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί μηχανολογικών εγκαταστάσεων και αποτελούν προϋπόθεση για τη χορήγηση των ανωτέρω αδειών …».
4. Επειδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό με τις παρατιθέμενες στη σκέψη 2 διατάξεις, ιδίως δε εκείνη του άρθρου 5 της Υγειονομικής Διατάξεως Α1β/8577/1983, ως «επιχειρήσεις που εξομοιούνται με καταστήματα και επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος», οι διαφορές εκ της ιδρύσεως και λειτουργίας των οποίων μεταφέρθηκαν με προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια, νοούνται οι επιχειρήσεις οι οποίες όχι μόνο έχουν το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο δραστηριότητας με αυτό των καταστημάτων και εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπως οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παρασκευή, επεξεργασία, συσκευασία, διακίνηση και λοιπούς χειρισμούς προϊόντων τα οποία θέτουν, περαιτέρω, στη διάθεση καταστημάτων ή εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά, επί πλέον, διέπονται, όσον αφορά στην ίδρυση και στη λειτουργία τους, από διατάξεις, εντασσόμενες προεχόντως στην υγειονομική νομοθεσία. Επομένως, δεν εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή επιχειρήσεις που έχουν αντικείμενο ουσιωδώς διάφορο από αυτό των καταστημάτων και επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος, για την ίδρυση δε και λειτουργία τους εφαρμόζονται και άλλες διατάξεις που δεν εντάσσονται στην υγειονομική αλλά σε άλλες νομοθεσίες, όπως η βιομηχανική, η πολεοδομική και η νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω κατηγορία επιχειρήσεις για την ίδρυση των οποίων ακολουθείται διακεκριμένο στάδιο περιβαλλοντικής αδειοδοτήσεως. Εφόσον δε οι εκδιδόμενες κατά το στάδιο αυτό πράξεις (προέγκριση χωροθετήσεως, έγκριση περιβαλλοντικών όρων) υπάγονται με αίτηση ακυρώσεως στην αρμοδιότητα του Ε` Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει και οι συναφείς διαφορές, που αφορούν στην ίδρυση και στη λειτουργία των εν λόγω μονάδων, εν όψει των σοβαρών επιπτώσεων που συνεπάγεται για το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον η ίδρυση και λειτουργία τους, λόγω του μεγέθους των εγκαταστάσεών τους, της παραγωγής αποβλήτων, εκπομπών κλπ., να εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, χάριν ενιαίας κρίσεως της υποθέσεως και οικονομίας της δίκης.
5. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση τα προσβαλλόμενα πρακτικά των Επιτροπών Ελέγχου Σταυλισμού Ζώων (Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας) εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 του ν. 1579/1985 και της Υγειονομικής Διατάξεως Υ1β/2000/29.3.1995, η οποία, όπως αναφέρεται στη σκέψη 2, όχι μόνο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση τόσο του α.ν. 2520/1940, όσο και του ν. 1650/1986, αλλά και παραπέμπει στην εκδοθείσα κατ` επίκληση του ν.δ. της 17.7-16.8.1923 83840/12.12.1986 απόφασης του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Εξ άλλου, με την επίσης προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 18 του ν. 2218/1994 έγινε δεκτή προσφυγή κατά πράξεως Ο.Τ.Α. η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 παρ. 1 περ. ιθ΄ του π.δ. 410/1995 περί Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, η επίμαχη μονάδα δεν εμπίπτει στις επιχειρήσεις που εξομοιώνονται με καταστήματα ή εργαστήρια υγειονομικού ενδιαφέροντος, κατ` άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 2721/1999, εφόσον δεν έχει ως αντικείμενο την παρασκευή, επεξεργασία, συσκευασία ή διακίνηση προϊόντων απ` ευθείας διαθέσιμων σε καταστήματα ή εργαστήρια υγειονομικού ενδιαφέροντος, η δε ίδρυση και λειτουργία της δεν διέπεται από διατάξεις εντασσόμενες προεχόντως στην υγειονομική νομοθεσία, αλλά στην νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος. Τούτου δε έπεται ότι η προκείμενη διαφορά είναι ακυρωτική, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
ΣτΕ Ολομ. 603/2008
[Αυτοδίκαιη άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Στοιχειοθετούμενη παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας. Αρμόδιο δικαστήριο]
Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος
Εισηγητής: Γ. Ρόζος
Δικηγόροι: Γ. Γιαννακούρου
Ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτικού σχεδίου ή με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσή τους. Ο κανόνας της αυτοδίκαιης άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση μη συντέλεσής τους μέσα σε ενάμιση έτος από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης για τον προσωρινό ή οριστικό καθορισμό της σχετικής αποζημίωσης ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων. Παράλειψη της Διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδίκαιη άρση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο.
Κατά την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης δεν εξετάζονται παράπονα του θιγόμενου ιδιοκτήτη, σχετιζόμενα με την προηγηθείσα πράξη εφαρμογής.
Επιτρέπεται η τμηματική εφαρμογή των σχεδίων πόλεων, εφόσον συντελούνται πλήρως οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις των ιδιοκτησιών που εμπίπτουν στην έκταση. Μόνον η απόδοση άλλης έκτασης, αντί της αποζημίωσης, στον ιδιοκτήτη ρυμοτομούμενου ακινήτου, δεν επιφέρει συντέλεση της απαλλοτρίωσης, εφόσον δεν καταβληθεί εμπροθέσμως και η τυχόν υπολειπόμενη αποζημίωση χρηματική ή άλλη. Στην περίπτωση αντί αίρεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση στο σύνολό της. (Αντίθετη μειοψηφία).
Μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης που βεβαιώνει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, επιβάλλεται αντίστοιχη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως με σχετική ρητή διοικητική πράξη. Το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο είναι αρμόδιο τόσο για την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης αφενός να εκδόσει την ανωτέρω διαπιστωτική πράξη, και αφετέρου να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο ή την πολεοδομική μελέτη. Οι εκδιδόμενες αποφάσεις υπόκεινται σε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ.
Το ΑΕΔ δεν έχει δικαιοδοσία για την άρση αμφισβητήσεων ως προς την έννοια διατάξεων του ίδιου του Συντάγματος, αν γι΄ αυτές εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων.
Βασικές σκέψεις
……….4. Επειδή, ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή, εφόσον πρόκειται για πολεοδόμηση κατά το σύστημα του Ν. 1337/1983 (ΦΕΚ 33 Α΄), με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών.
5. Επειδή, με το μεν άρθρο πρώτο του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17Α΄/6.2.2001) κυρώθηκε ο «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (Κ.Α.Α.Α.), με το δε δεύτερο αυτό άρθρο ορίστηκε ότι η ισχύς του αρχίζει μετά την πάροδο τριών μηνών από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξ άλλου, με το άρθρο 29 του ανωτέρω Κ.Α.Α.Α. ορίζονται τα εξής: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνο οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. . .». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, εφόσον η παράλειψη της Διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που είχε κηρυχθεί υπό την ισχύ του ν.δ. 797/1971, λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης μέσα σε ενάμισο έτος από τη δημοσίευση της σχετικής δικαστικής απόφασης περί του καθορισμού της, συντελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2882/2001, (7.5.2001 σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου), αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης, με την οποία ο ενδιαφερόμενος ζητεί να ακυρωθεί η παράλειψη αυτή και να βεβαιωθεί η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι το δικαστήριο του άρθρου 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., δηλαδή το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, εφαρμοστέες δε είναι, και κατά τα λοιπά, οι διατάξεις του ίδιου Κώδικα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1980/2005 Ολομ.), οι οποίες διέπουν τις εν λόγω διαφορές, υπαγόμενες, κατά τα ανωτέρω, στην αρμοδιότητα του εν λόγω διοικητικού πρωτοδικείου. Αρμοδίως, επομένως, η αίτηση της αιτούσας, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εισήχθη ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στην περιφέρεια του οποίου κείται το απαλλοτριωθέν ακίνητό της, περαιτέρω δε, εφόσον η, κατά τα προβληθέντα με την σχετική αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, παράλειψη της Διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης συντελέσθηκε μετά τις 7.5.2001, η προκείμενη διαφορά διέπεται από τις διατάξεις του ως άνω ήδη ισχύοντος Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων.
6. Επειδή στο άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ 84/17.4.2001 Α΄) ορίζεται ότι «κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο». Περαιτέρω, η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου 17 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «. . . η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισυ έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως». Εξάλλου, στο άρθρο 7 παρ. 1 του προαναφερομένου Κ.Α.Α.Α. ορίζεται ότι «η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. . .».
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ίδιου Κώδικα «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφασή της να την ανακαλέσει ολικώς ή
μερικώς, πριν συντελεσθεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης. Η πράξη ανάκλησης της απαλλοτρίωσης εκδίδεται μέσα σε τέσσερις μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999) πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη».
7. Επειδή, σύμφωνα με το σύστημα πολεοδόμησης του Ν. 1337/1983 (ΦΕΚ 33 Α΄), την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης, η οποία, κατά τα αναφερόμενα σε προηγούμενη σκέψη, συνιστά την πράξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των ακινήτων, που καθορίζονται με τη μελέτη ως κοινόχρηστοι χώροι, ακολουθεί η σύνταξη πράξης εφαρμογής. Με την πράξη αυτή, καθορίζονται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα δε με όσα προβλέπονται, ειδικότερα, στο άρθρο 48 παρ. 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.), με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν και διατάξεις του ως άνω ν. 1337/1983 (άρθρο μόνο του από 14.7.1999 Πρ. Δ/τος – ΦΕΚ 580 Δ΄), τα τμήματα που αφαιρούνται από κάθε ιδιοκτησία για εισφορά γης και προσδιορίζονται από κοινωφελείς χώρους, τακτοποιούνται οικόπεδα μη άρτια ή τμήματα ιδιοκτησιών μεγαλύτερα από την οφειλόμενη εισφορά γης και προβλεπόμενα από την πολεοδομική μελέτη ως χώροι κοινόχρηστοι ή κοινωφελών εγκαταστάσεων ή τμήματα της εισφοράς σε γη, εφόσον δεν είναι πολεοδομικώς αξιοποιήσιμα και, εάν δεν μπορούν να τακτοποιηθούν, προσκυρώνονται σε γειτονικά ή συνενώνονται για τη δημιουργία ενιαίων αδιαίρετων οικοπέδων ή τμήματα διηρημένης ιδιοκτησίας. Στη συνέχεια, στην ίδια παράγραφο 3 του άρθρου 48 του Κ.Β.Π.Ν. ορίζεται ότι: «. . . Όποιος ιδιοκτήτης δεν συμφωνεί ότι το νέο ακίνητο που του δίνεται με την πράξη εφαρμογής είναι ισάξιο με το παλαιό, μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια, όπως προβλέπεται από το ν.δ. 797/1971, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 6 μηνών από την κύρωση της πράξης εφαρμογής, για να καθοριστεί δικαστικά η αξία των ακινήτων, χωρίς στο διάστημα αυτό να αναστέλλεται η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου», ενώ, στην παράγραφο 5 περ. γ΄ του ίδιου άρθρου 48 του Κ.Β.Π.Ν. καθορίζεται η διαδικασία σύνταξης της πράξης εφαρμογής, οριζομένου, ειδικότερα, ότι, μετά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής και εντός προθεσμίας που αναφέρεται σε σχετική πρόσκληση, καλούνται οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες ακινήτων της περιοχής να λάβουν γνώση της πράξεως εφαρμογής και να ασκήσουν, τυχόν, ενστάσεις.
Εξάλλου, σύμφωνα με το ίδιο σύστημα πολεοδόμησης, η πράξη εφαρμογής κυρώνεται, κατά τα προβλεπόμενα στο ίδιο άρθρο 48 παρ. 7 περ. α΄ του Κ.Β.Π.Ν., με απόφαση του οικείου Νομάρχη και μεταγράφεται στο οικείο υποθηκοφυλακείο, αποτελώντας ταυτοχρόνως πράξη βεβαίωσης της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα σύμφωνα με τις διατάξεις της προαναφερόμενης παραγράφου 3, οριζομένου, όμως, ειδικότερα, ότι με τη μεταγραφή επέρχονται στις ιδιοκτησίες όλες οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής μεταβολές, εκτός από αυτές, για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του από 17.7/16.8.1923 Ν.Δ/τος (ΦΕΚ 228 Α΄), καθώς και του διέποντος την αναγκαστική απαλλοτρίωση κατά το χρόνο εκδόσεως της διατάξεως αυτής ν.δ. 797/1971 (ΦΕΚ 1 Α΄). Περαιτέρω, στην περίπτωση β΄ της ίδιας παραγράφου 7 του άρθρου 48 του Κ.Β.Π.Ν., ορίζεται ότι «αμέσως μετά την κύρωση και μεταγραφή των πράξεων εφαρμογής ο οικείος Ο.Τ.Α., το Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ., καθώς και κάθε ενδιαφερόμενος μπορούν να καταλάβουν τα νέα ακίνητα που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής και περιέχονται σ΄αυτούς με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί οι αποζημιώσεις της προηγούμενης περίπτωσης α΄. . .». Τέλος, στη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ως άνω Κ.Α.Α.Α., όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 2985/2002 (ΦΕΚ 18 Α΄) και συμπληρώθηκε με την περ. β΄ της ίδιας παραγράφου, ορίζεται ότι «πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη».
8. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, κατά τη διαδικασία έκδοσης διοικητικής πράξης, διαπιστωτικής της αυτοδίκαιης ή υποχρεωτικώς επελθούσης άρσεως της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή και, εφόσον πρόκειται για ρυμοτομική απαλλοτρίωση, κηρυχθείσα υπό το καθεστώς του Ν. 1337/1983, τροποποίησης της οικείας πολεοδομικής μελέτης με σκοπό την αποδέσμευση ακινήτου, απαλλοτριωθέντος για ρυμοτομικούς λόγους, δεν είναι εξεταστέα παράπονα του θιγομένου ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, σχετιζόμενα καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με την προηγηθείσα πράξη εφαρμογής, όπως το ζήτημα αν το αποδοθέν στον ιδιοκτήτη έναντι της οφειλόμενης σ΄ αυτόν αποζημιώσεως άλλο ακίνητο είναι ισάξιο με το τμήμα του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, για την αποζημίωση του οποίου έχει αποδοθεί. Τα παράπονα αυτά εξετάζονται από τη Διοίκηση κατά το στάδιο που προηγείται της κυρώσεως της πράξεως εφαρμογής, κατά το οποίο, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 48 παρ. 5 περ. γ΄ του Κ.Β.Π.Ν., οι ιδιοκτήτες δικαιούνται να υποβάλουν ενστάσεις, προτείνοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, τους οποίους, εφόσον είναι ουσιώδεις, η κυρούσα την πράξη εφαρμογής διοικητική αρχή, οφείλει να ερευνήσει ειδικώς, ενώ, κατά τα λοιπά, οι ιδιοκτήτες δικαιούνται πάντοτε, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 48 παρ. 3 του Κ.Β.Π.Ν., να προσφύγουν στα οικεία δικαστήρια, αμφισβητώντας το ισάξιο του αποδιδομένου ακινήτου έναντι του απαλλοτριωθέντος.
9. Επειδή, ο θεσπιζόμενος με τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. κανόνας της αυτοδίκαιης άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση μη συντέλεσής τους εντός ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημίωσης ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, όπως συνάγεται τόσο από την αδιάστικτη διατύπωση της παραπάνω συνταγματικής διάταξης, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ ρυμοτομικών και λοιπών απαλλοτριώσεων, όσο και από το γεγονός ότι, ενώ η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του Κ.Α.Α.Α. ρητώς εξαιρεί, μεταξύ άλλων, τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις από το κανόνα της αυτοδίκαιης ανάκλησης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, λόγω μη υποβολής αιτήσεως δικαστικού καθορισμού της αποζημιώσεως ή μη καθορισμού της εξωδίκως εντός τετραετίας από την κήρυξή τους, η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου 11 δεν διαλαμβάνει παρόμοια εξαίρεση από τον προαναφερόμενο κανόνα της αυτοδίκαιης άρσης στις παραπάνω περιπτώσεις. Περαιτέρω από τις προαναφερόμενες διατάξεις δεν αποκλείεται μεν η τμηματική εφαρμογή των σχεδίων πόλεων και, ήδη, υπό το πολεοδομικό καθεστώς του ν. 1337/1983, των πολεοδομικών μελετών, η δυνατότητα
όμως αυτή τελεί υπό την προϋπόθεση ότι συντελούνται πλήρως, εντός της τασσόμενης από τα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. προθεσμίας του ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις των ιδιοκτησιών που εμπίπτουν στην έκταση, ως προς την οποία η πολεοδομική μελέτη εφαρμόζεται, έστω και τμηματικώς.
Ειδικότερα, από τον προναφερόμενο συνταγματικό κανόνα συνάγεται ότι η ζημία που προκαλείται από την απαλλοτρίωση του συνόλου ιδιοκτησίας ενιαίας κατά την κήρυξη της απαλλοτριώσεως και δεκτικής αξιοποιήσεως κατά τον προορισμό της ως τοιαύτης, ανορθούται πλήρως μόνον όταν η αποζημίωση καλύπτει το ανωτέρω ενιαίο σύνολο αυτής ως τοιούτο. Τούτου δε έπεται ότι μόνο η απόδοση άλλης έκτασης, έναντι της ορισθείσης αποζημίωσης, στον ιδιοκτήτη ρυμοτομουμένου ακινήτου, μετά την εκ μέρους του καταβολή της εισφοράς σε γη που αναλογεί στην ιδιοκτησία που, δεν επιφέρει τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, εφ΄όσον δεν καταβληθεί ταυτοχρόνως ή, πάντως, εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας του ενός και ημίσεως έτους και η τυχόν υπολειπόμενη αποζημίωση χρηματική ή άλλη, ώστε να είναι αυτή πλήρης. Συνέπεια δε τούτου είναι να καθίσταται, στην περίπτωση αυτή, επιβεβλημένη η άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης στο σύνολό της, είναι δε άλλο το ζήτημα της τύχης του ακινήτου, το οποίο έχει αποδοθεί στον ιδιοκτήτη του ρυμοτομηθέντος έναντι της αποζημίωσης, την οποία αυτός δικαιούται. Η πλήρης και ανεμπόδιστη εφαρμογή του εν λόγω συνταγματικού κανόνα απετέλεσε, άλλωστε, μέλημα και του κοινού νομοθέτη, ο οποίος με το άρθρο 48 παρ. 7 περ. α και β και Κ.Β.Π.Ν. προέβλεψε αφενός μεν ότι η μεταγραφή της κυρωτικής της πράξης εφαρμογής απόφασης του Νομάρχη δεν επιφέρει στις οικείες ιδιοκτησίες μεταβολές, για την επέλευση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι προβλεπόμενες στη νομοθεσία περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων («Ν.Δ. 797/1971») διαδικασίες, αφετέρου δε ότι τα νέα ακίνητα που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής δεν μπορούν να καταληφθούν παρά μόνον εφόσον έχουν καταβληθεί οι σχετικές αποζημιώσεις.
Τούτο δε διότι η συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης προϋποθέτει την καταβολή αποζημιώσεως, αναφερομένης σε ακέραιο το απαλλοτριωμένο ακίνητο
(πρβλ. Σ.τ.Ε. 4359/1976 Ολομ. 3607/1974 Ολομ. κ.ά.), εφόσον αυτό συνιστά ενιαία ιδιοκτησία, δεκτική αξιοποίησης με το μορφή της αυτή στο σύνολό της, από την οποία ο ιδιοκτήτης πορίζεται κατά το χρόνο κήρυξής της απαλλοτρίωσης ή προσδοκά να αποκομίσει τη νόμιμη ωφέλεια, η δε απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία συνιστά, κατά κανόνα, ενιαίο σύνολο, διαφοροποιούμενο ουσιωδώς του αθροίσματος των επιμέρους τμημάτων, στα οποία θα μπορούσε αυτή να κατακερματισθεί.
Εξάλλου, η αναγνώριση της δυνατότητας τμηματικής συντέλεσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ενιαίας ιδιοκτησίας με συνέπεια, την τμηματική άρση της απαλλοτρίωσης, μόνο, δηλαδή, κατά το μέρος που αυτή δεν έχει συντελεσθεί, πέραν του γεγονότος ότι θα συνεπαγόταν την απόδοση στον ιδιοκτήτη μέρους της ενιαίας ιδιοκτησίας του, ενδεχομένως, αμελητέας πλέον αξίας, και ότι, η απόδοση αυτή θα ήταν, άλλωστε, δυσχερής ή και αδύνατη, αφού δεν είναι, κατά κανόνα, δυνατόν να εξατομικευθεί το συγκεκριμένο τμήμα της απαλλοτριωθείσης ιδιοκτησίας, ως προς το οποίο αίρεται η απαλλοτρίωση, με συνέπεια να μην καταβληθεί τελικώς στον ιδιοκτήτη παρά μερική αποζημίωση,κατά παράβαση της προαναφερόμενης συνταγματικής διάταξης, δεν θα εναρμονιζόταν εντέλει ούτε με τη συνταγματική επιταγή της χωροταξικής και πολεοδομικής αναδιάρθρωσης της Χώρας, αφού, και αν ακόμη το τμήμα της ενιαίας ιδιοκτησίας, ως προς το οποίο αίρεται η απαλλοτρίωση, μπορούσε να εντοπισθεί και να αποδοθεί αυτό και μόνο στον ιδιοκτήτη, η μερική άρση θα συνεπαγόταν την απόδοση στον ιδιοκτήτη και τη δυνατότητα κατάληψης από αυτόν ενός ή περισσότερων διάσπαρτων τμημάτων κοινοχρήστου χώρου, ο οποίος, όμως, οφείλει, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, να είναι, καταρχήν, ενιαίος και αδιάσπαστος, χωρίς να παρεμβάλλονται επιμέρους χώροι άλλων προορισμών και χρήσεων. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Ι. Μαντζουράνη, Αικ. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρου και Γ. Ποταμιά, εφόσον στον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου αποδοθεί ακίνητο έναντι της οφειλόμενης σ΄ αυτόν αποζημίωσης, η απαλλοτρίωση συντελείται κατά το αντίστοιχο μέρος, η δε παράλειψη του υπόχρεου να καταβάλει την, τυχόν, απομένουσα αποζημίωση ως χρήμα δεν συνεπάγεται την αυτοδίκαια άρση της απαλλοτρίωσης αυτής στο σύνολό της, ακόμη, δηλαδή, και ως προς το μέρος της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας, για το οποίο καταβλήθηκε η ορισθείσα αποζημίωση εντός της τασσόμενης από το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος προθεσμίας του ενός και ημίσεος από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης. Τούτο δε διότι το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έχον την έννοια ότι σε περίπτωση μερικής μόνον συντέλεσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης συντρέχει υποχρέωση άρσης της απαλλοτρίωσης αυτής για το σύνολο του ακινήτου, δεδομένου ότι, εφόσον ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός της Χώρας, βασική πλευρά του οποίου αποτελεί η κατάρτιση σχεδίων πόλεων και η εκπόνηση πολεοδομικών μελετών, συνεπάγεται την κήρυξη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων των ιδιοκτησιών, οι οποίες καθορίζονται ως κοινόχρηστοι χώροι, οι αναγκαστικές αυτές απαλλοτριώσεις είναι υποτελείς στον πολεοδομικό, εν προκειμένω, σχεδιασμό, με συνέπεια, να έλκονται επ΄ αυτών σε εφαρμογή πρωτίστως οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν σε συνταγματική επιταγή τη διαμόρφωση και, στη συνέχεια, την προστασία, του βιώσιμου οικιστικού περιβάλλοντος, καταλείποντας πεδίο συμπληρωματικής μόνον εφαρμογής του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος. Τούτου δε έπεται ότι οι διατάξεις αυτές του Κ.Α.Α.Α. και του Κ.Β.Π.Ν., ερμηνευόμενες σύμφωνα με την έννοια που δίδεται, κατά τα ανωτέρω, στην παρ. 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος, δεν αποκλείουν την μερική συνέλευση της απαλλοτριώσεως και, κατά συνέπεια, επιβάλλουν την άρση της μόνον κατά το μέρος που δεν έχει συντελεσθεί. Τούτο δε διότι στις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, η τυχόν απόδοση στον ιδιοκτήτη του συνόλου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του, τμήμα του οποίου ενδέχεται, κατά τα ανωτέρω, να έχει προσκυρωθεί σε άλλο ακίνητο, θα επέφερε σταδιακή αποδιάρθρωση και, εν τέλει, ανατροπή των ρυθμίσεων της πράξης εφαρμογής που έχει εκδοθεί κατά τις διατάξεις του ν. 1337/1983. Αν δε, περαιτέρω, το τμήμα του ακινήτου, ως προς το οποίο αίρεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση, δεν έχει χρησιμότητα για τον ιδιοκτήτη ή αν η αξία του τμήματος αυτού είναι μειωμένη, σε σχέση με εκείνη που είχε ως μέρος του συνόλου του ακινήτου δικαιούται αυτός ιδιαίτερη αποζημίωση κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 13 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., στο οποίο ορίζεται ότι «εάν απαλλοτριωθεί τμήμα ακινήτου με αποτέλεσμα η αξία του τμήματος που απομένει στον ιδιοκτήτη να μειωθεί ή το τμήμα αυτό να γίνει άχρηστο για τη χρήση που προορίζεται, με την απόφαση προσδιορισμού της αποζημίωσης για το απαλλοτριούμενο τμήμα προσδιορίζεται και ιδιαίτερη αποζημίωση για το τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη, η οποία καταβάλλεται μαζί με την αποζημίωση για το απαλλοτριούμενο».
10. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ 5/1995), το Δικαστήριο εκείνο δεν έχει, κατά την έννοια του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε του Συντάγματος δικαιοδοσία για την άρση αμφισβητήσεων για την έννοια διατάξεων του ίδιου του Συντάγματος, αν γι΄ αυτές εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων, παρά μόνον για την έννοια διατάξεων τυπικών νόμων. Εξ άλλου, η διατυπωθείσα στην προηγουμένη σκέψη κρίση του Δικαστηρίου εκφέρεται καθ΄ ερμηνεία, προεχόντως, του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με άλλες συνταγματικές διατάξεις. Με τα δεδομένα αυτά, και ανεξαρτήτως εάν αποφάσεις του Αρείου Πάγου άγονται σε αντίθετη ερμηνεία των εν λόγω συνταγματικών διατάξεων ή αν ερμηνεύουν και διατάξεις τυπικών νόμων, δεν συντρέχει, πάντως, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νόμιμη περίπτωση παραπομπής, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του Κώδικα Α.Ε.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α΄ 141), της υπό κρίση υποθέσεως στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για τον ως άνω λόγο. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ε. Δανδουλάκη, Χ. Ράμμος, Α. Σακελλαροπούλου, Ε. Αναγνωστοπούλου και Ε. Νίκα, οι οποίοι διατύπωσαν την γνώμη ότι η κατά τα ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου εκφέρεται, προεχόντως, καθ΄ ερμηνεία διατάξεων τυπικών νόμων, ότι αποφάσεις του Αρείου Πάγου έχουν αχθεί σε αντίθετη ερμηνεία των αυτών νομοθετικών διατάξεων και, ως εκ τούτου, συντρέχει νόμιμη περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, κατά τις ως άνω διατάξεις, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
11. Επειδή, κατά τον νόμο (άρθρα 44 και 154 Κ.Β.Π.Ν.), τα ρυμοτομικά σχέδια και οι πολεοδομικές μελέτες εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται κατά
ορισμένη διοικητική διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της σχετικής πράξης από την αρμόδια διοικητική αρχή. Η σημασία της πράξης αυτής και οι επιπτώσεις της τόσο στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον, όσο και στο συμφέρον των πληττομένων ιδιοκτητών επιβάλλουν, σύμφωνα, άλλωστε, με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, την έκδοση αντίθετης πράξης από την ίδια αρχή σε κάθε περίπτωση συνδρομής λόγων που δικαιολογούν ή επιβάλλουν την ανάκληση ή άρση της. Για τους ίδιους λόγους, μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης που βεβαιώνει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 4 Κ.Α.Α.Α., επιβάλλεται αντίστοιχη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως με σχετική ρητή πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής, αφού με τη θέσπιση της διαδικασίας του ανωτέρω άρθρου 11 παρ. 4 Κ.Α.Α.Α. ο νομοθέτης απέβλεψε στην παροχή δραστικής δικαστικής προστασίας στον ιδιοκτήτη του δεσμευμένου ακινήτου, για να τερματίσει την αδράνεια της Διοίκησης και να επιτύχει την αποδέσμευση του ακινήτου του από τα ρυμοτομικά βάρη, όχι δε και στην τροποποίηση των πολεοδομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία έγκρισης και τροποποίησης των ρυμοτομικών σχεδίων. Κατ΄ ακολουθίαν αυτών, ο ιδιοκτήτης απαλλοτριωθέντος ακινήτου μπορεί, σε περίπτωση μη συντέλεσης της δικαστικής απόφασης περί προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, να επιδιώξει δικαστική προστασία για την αποδέσμευση του ακινήτου του κατά πρώτον με την υποβολή αίτησης για την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης ή της πράξης, με την οποία η οικεία διοικητική αρχή αρνείται ρητώς την έκδοση παρόμοιας πράξης, καθώς και με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της παράλειψης της αρμόδιας διοικητικής αρχής να αποδεσμεύσει την ιδιοκτησία του δια τροποποιήσεως του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης.
Η ισχύουσα μέχρι τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων νομοθεσία διέκρινε σαφώς μεταξύ των δύο αυτών δικαστικών διαδικασιών, υπάγοντας τις σχετικές διαφορές στη δικαιοδοσία διαφορετικών δικαστηρίων. Έτσι, η βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης ή ανάκλησης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ανήκε στη δικαιοδοσία του (πολιτικού) Εφετείου, δυνάμει των άρθρων 11 παρ. 4 και 19-22 του ν.δ. 797/1971 και, στη συνέχεια, περιήλθε, ως διοικητική διαφορά ουσίας, στην δικαιοδοσία του Διοικητικού Εφετείου, κατά τα κριθέντα με την 83/1997 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ήδη δε, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., τη σχετική αρμοδιότητα έχει το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Αντιθέτως, από την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, την οποία, κατά τα προαναφερόμενα, καθιστούσε επιβεβλημένη η μη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ανέκυπτε ακυρωτική διαφορά, υπαγομένη στην αρμοδιότητα αρχικώς του Συμβουλίου της Επικρατείας, στη συνέχεια, σύμφωνα με τα άρθρα 29 παρ. 1 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 112 Α΄) και 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (ΦΕΚ 222 Α΄), στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου και, τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 21.12.2001 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 288 Α΄), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2990/2002 (ΦΕΚ 30 Α΄), στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου του άρθρου 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., δηλαδή, και πάλι του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου. Έτσι, το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, έχει ήδη καταστεί αρμόδιο για τη διάγνωση των διαφορών που γεννώνται στο πλαίσιο αμφοτέρων των παραπάνω διαδικασιών, δηλαδή, τόσο για την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης ή της πράξης, με την οποία η οικεία διοικητική αρχή αρνείται ρητώς την έκδοση παρόμοιας πράξης, όσο και για την ακύρωση της παράλειψης της αρμόδιας διοικητικής αρχής να τροποποιήσει το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο ή την πολεοδομική μελέτη. Υπό τα δεδομένα αυτά, και την έννοια του άρθρου 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., ερμηνευομένου υπό το φως της αρχής της οικονομίας της δίκης, δεν συντρέχει, πλέον, λόγος διεξαγωγής δύο δικών, η κάθε μία από τις οποίες θα αφορούσε στις παραπάνω αντίστοιχες ενέργειες, στις οποίες υποχρεούται να προβεί η Διοίκηση για την αποδέσμευση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, αφού και η βεβαίωση της επελθούσας αυτοδίκαιης άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης θα καθιστά υποχρεωτική, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, την τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης, με την οποία παρέχεται πλήρης έννομη προστασία στον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και ικανοποιείται τελικώς το αίτημα αποδέσμευσης του ακινήτου αυτού. Είναι, εξάλλου, κατά τούτο, αδιάφορο το γεγονός ότι, υπό το προϊσχύσαν του Κ.Α.Α.Α. νομοθετικό καθεστώς, οι διαφορές αυτές είχαν διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή ως προς την παράλειψη ή τη ρητή άρνηση της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την αυτοδίκαιη άρση της μη συντελεσθείσας απαλλοτρίωσης είχαν το χαρακτήρα διοικητικών διαφορών ουσίας, ως προς δε την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην ενδεικνυόμενη τροποποίηση του οικείου σχεδίου πόλεως, το χαρακτήρα ακυρωτικών διαφορών.
Περαιτέρω, οι εν λόγω διοικητικές διαφορές, οι οποίες ήδη, υπό την ισχύ του
Κ.Α.Α.Α., μπορεί να άγονται ενώπιον του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου είτε μόνον ως προς την παράλειψη ή τη ρητή άρνηση έκδοσης βεβαιωτικής πράξης για την αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης, είτε μόνον ως προς την υποχρέωση της Διοίκησης να τροποποιήσει το οικείο σχέδιο πόλεως ή την πολεοδομική μελέτη είτε, τέλος, ως προς αμφότερα τα ζητήματα αυτά, αν με τη σχετική αίτηση του ιδιοκτήτη επιδιώκεται ταυτοχρόνως τόσο η βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης, όσο και η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, οργανώνονται από το νόμο ως διοικητικές διαφορές ουσίας, εκδικαζόμενες, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 1, εφαρμόζεται κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας, οι δε εκδιδόμενες σχετικώς αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το ως άνω άρθρο 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α. ως ανέκκλητες, υπόκεινται μόνο στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2754/1994 Ολομ.). Άλλωστε, δεν θα ήταν νοητό οι διαφορές αυτές να αποτελούν, κατά το ένα σκέλος τους, διαφορές ουσίας και, κατά το άλλο, ακυρωτικές διαφορές και οι σχετικές αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου να υπόκεινται, κατά το μέρος που επιλύουν διαφορά ουσίας, στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως και, κατά το μέρος που επιλύουν ακυρωτική διαφορά, σε έφεση. Το γεγονός δε ότι οι εν λόγω διαφορές εκδικάζονται, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., ως διοικητικές διαφορές ουσίας στο σύνολό τους, ακόμη, δηλαδή, και ως προς την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί σε τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης, η οποία, κατά τα αμέσως προαναφερόμενα, εκδικαζόταν ανέκαθεν κατά το παρελθόν ως ακυρωτική διαφορά, δεν συνεπάγεται τη δυνατότητα του αρμόδιου τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου να προβεί το ίδιο στην προσήκουσα ρυμοτομική ρύθμιση, αλλά, αν γίνει δεκτή η αίτηση του θιγομένου ιδιοκτήτη να ακυρωθεί η παράλειψη της Διοίκησης να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση, το δικαστήριο οφείλει να αναπέμψει την υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου, αυτή και μόνον, αφού προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, α) είτε να
τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο κατά τρόπο, ώστε να μεταβάλλεται ο συνεπαγόμενος την αναγκαστική απαλλοτρίωση χαρακτηρισμός του ακινήτου, είτε, β) εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να επανεπιβάλει την αρθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση, είτε, τέλος, γ) να θεωρήσει ότι η ιδιοκτησία αυτή παραμένει, για νόμιμο λόγο (π.χ. δασικός χαρακτήρας, οριοθέτηση αιγιαλού ή ρέματος κ.λπ.), εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού, οπότε και δεν υποχρεούται σε εισφορά γης και χρήματος. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ν. Σακελλαρίου και Ν. Ρόζου, εφ΄ όσον, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 4, ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, ισοδυναμεί με την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών, η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης αυτής συνεπάγεται και το ως προς το ακίνητο τούτο ανίσχυρο του σχεδίου με το οποίο καθορίζεται ως κοινόχρηστος χώρος, περιερχομένου στην προ της επίδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης κατάστασή του. Τούτου δε έπεται ότι η όλη διαδικασία αποδέσμευσης από τα ρυμοτομικά βάρη ιδιοκτησίας, η οποία απετέλεσε αντικείμενο ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, που δεν συντελέσθηκε εντός ενός και ημίσεως έτους από την έκδοση της δικαστικής απόφασης περί προσωρινού ή οριστικού καθορισμού αποζημίωσης, περιλαμβάνει ένα και μόνο στάδιο και εξαντλείται στην έκδοση βεβαιωτικής πράξης για την αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της εν λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Εφόσον εκδοθεί παρόμοια βεβαιωτική πράξη ή, σε περίπτωση που η Διοίκηση παραλείπει ή αρνείται να προβεί στην έκδοσή της, εφόσον εκδοθεί απόφαση του ήδη αρμοδίου τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, με την οποία βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο ή η πολεοδομική μελέτη καθίστανται ανίσχυρα, κατά το μέρος που καθορίζουν το ακίνητο του θιγομένου ιδιοκτήτη ως κοινόχρηστο χώρο, η δε ιδιοκτησία, στην οποία αφορά η εκδοθείσα διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση θεωρείται ότι έχει πλήρως αποδεσμευθεί. Περαιτέρω, η διαφορά που γεννάται από την παράλειψη ή την άρνηση της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης συνιστά, και κατά την γνώμη αυτή, διοικητική διαφορά ουσίας, η δε επ΄ αυτής απόφαση του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, με την οποία η σχετική διαφορά επιλύεται στο σύνολό της χωρίς να καταλείπεται περαιτέρω πεδίο δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης, υπόκειται στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣτΕ Ολομ. 1542/2008
[΄Ιδρυση ΒΙΠΕ σε γειτνίαση
με εγκατάσταση υπαγόμενη στη νομοθεσία Σεβέζο]
Πρόεδρος : Γ. Παναγιωτόπουλος
Εισηγητής : Αθ. Ράντος
Δικηγόροι : Μ. Μαντζαρέα, Κ. Σακελλαριάδη, Ν. Μουδάτσος
Κατά τη διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων εν όψει ιδρύσεως ΒΙΠΕ, καθώς και για τον καθορισμό των ορίων της πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η γειτνίαση με δραστηριότητα, η οποία υπάγεται στη νομοθεσία Σεβέζο και αφορά παραγωγή, αποθήκευση και διάθεση εκρηκτικών υλών. Στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων πρέπει να γίνεται ρητή μνεία της ύπαρξης της μονάδας αυτής και των χαρακτηριστικών της και να εξετάζεται ειδικά αν, ενόψει της απόστασής της από τα όρια της ΒΙΠΕ, πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για την αποφυγή του κινδύνου ατυχήματος μεγάλης κλίμακας. Οι σχετικές διαπιστώσεις και τα αντίστοιχα, τυχόν απαιτούμενα μέτρα, πρέπει περιλαμβάνονται και στην πράξη έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων για την εγκατάσταση και λειτουργία της ΒΙΠΕ.
Εν προκειμένω δεν υπάρχει σχετική αναφορά ούτε στη ΜΠΕ ούτε στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων και συνεπώς δεν έγινε η αναγκαία εκτίμηση των επιπτώσεων ούτε των κινδύνων μεγάλου ατυχήματος από τη γειτνίαση.
Βασικές σκέψεις
….5. Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2545/1997 «Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές περιοχές?» (Α` 254), «Για τη βιομηχανική, βιοτεχνική και γενικά επιχειρηματική ανάπτυξη και οικονομική πρόοδο της χώρας, καθώς και για την προστασία του περιβάλλοντος, είναι δυνατόν να καθορίζονται μία ή περισσότερες «Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές περιοχές» (ΒΕ.ΠΕ.) σε όλους τους νομούς της χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου», ενώ, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου 1 του Ν. 2545/1997, «Οι ΒΕ.ΠΕ. μπορούν να έχουν μία από τις ακόλουθες μορφές: α. Βιομηχανική Περιοχή (ΒΙ.ΠΕ.): ΒΙ.ΠΕ. είναι ο χώρος, ο οποίος καθορίζεται, οριοθετείται, πολεοδομείται και οργανώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, προκειμένου να λειτουργήσει ως χώρος υποδοχής κάθε βιομηχανικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας». Κατά το άρθρο 4 του αυτού ν. 2545/1997, «1. Για τον καθορισμό ΒΕ.ΠΕ. υποβάλλεται αίτηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης..2. Η αίτηση αυτή πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα από τα εξής δικαιολογητικά και έγγραφα: α… β. Μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων που καταρτίζεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις…»
Εξάλλου, με την οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 «για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες» (ΕΕ L 010 της 14-1-1997), προβλέφθηκαν υποχρεώσεις των Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των ασκούντων σ` αυτά επιχειρήσεις, στις οποίες υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες, για την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων, σχετιζομένων με τις εν λόγω ουσίες, καθώς και οι αντίστοιχες διαδικασίες. Σε συμμόρφωση προς την οδηγία αυτή εξεδόθη η κοινή υπουργική απόφαση (κυα) 5697/590/16-3-2000 «Καθορισμός μέτρων και όρων για την αντιμετώπιση των κινδύνων από ατυχήματα μεγάλης έκτασης σε εγκαταστάσεις ή μονάδες λόγω της ύπαρξης επικίνδυνων ουσιών» (Β` 405), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 21 της ΚΥΑ 12044/613/19-3-2007 (Β` 376). Με το άρθρο 3 της εν λόγω ΚΥΑ 5697/2000 παρέχονται οι αναγκαίοι για την εφαρμογή της ορισμοί.
Ειδικώτερα ορίζεται ότι ως «εγκατάσταση» νοείται «η υπό έλεγχο συνολική ζώνη του ασκούντος την εκμετάλλευση, στην οποία υπάρχουν μία ή περισσότερες επικίνδυνες μονάδες..» (στοιχ. 1 α), ως «μονάδα» νοείται «ένα τεχνικό υποσύνολο μιάς εγκατάστασης, όπου γίνεται παραγωγή, χρησιμοποίηση, χειρισμός ή αποθήκευση επικίνδυνων ουσιών..» (στοιχ. 1 β), και ως «επικίνδυνες ουσίες» νοούνται «οι ουσίες, μίγματα ή παρασκευάσματα του παραρτήματος Ι, μέρος 1, ή τα οποία πληρούν τα καθοριζόμενα στο παράρτημα Ι, μέρος 2, κριτήρια..» (στοιχ. 3), στις οποίες, κατά το παράρτημα αυτό (μέρη 1 και 2), περιλαμβάνονται και οι εκρηκτικές ουσίες. Περαιτέρω, με το άρθρο 12 της αυτής κ.υ.α. υπό τον τίτλο «Σχεδιασμός χρήσεων γης», ορίζεται ότι «Οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για τον χωροταξικό, περιβαλλοντικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, μεριμνούν ώστε οι στόχοι της πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων και του περιορισμού των συνεπειών τους να λαμβάνονται υπόψη: α) Κατά την κατάρτιση των σχεδίων χρήσεων γης μέσα από τις κείμενες διαδικασίες σχεδιασμού του χώρου, και β) Κατά τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Για την υλοποίηση των στόχων αυτών ελέγχεται: α) Η ίδρυση νέων εγκαταστάσεων. β) Οι μετατροπές στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις. γ) Τα νέα έργα και οι γενικώτερες δραστηριότητες (έργα διευθέτησης του χώρου..) που λόγω της θέσης και της γειτνίασης τους με αυτές τις εγκαταστάσεις, ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο μεγάλου ατυχήματος ή να επιδεινώσουν τις συνέπειές του. Ειδικότερα οι ως άνω αρμόδιες για το σχεδιασμό του χώρου αρχές, μεριμνούν ώστε, αφενός να διατηρούνται μακροπρόθεσμα οι δέουσες αποστάσεις μεταξύ των εγκαταστάσεων που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση και των ζωνών κατοικίας, των έργων ή δραστηριοτήτων που προσελκύουν ή χρησιμοποιούνται από μεγάλο αριθμό ατόμων και των ζωνών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο φυσικό ενδιαφέρον ή είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και αφετέρου για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, να λαμβάνονται συμπληρωματικά τεχνικά μέσα, ώστε να μην αυξάνονται οι κίνδυνοι για το κοινό.».
Εξάλλου, ειδικώς για την εγκατάσταση και λειτουργία μονάδων παραγωγής, αποθηκεύσεως και διαθέσεως εκρηκτικών υλών έχει εκδοθεί η ΚΥΑ 3329/15-2-1989 «Κανονισμοί για την παραγωγή, αποθήκευση και διάθεση στην κατανάλωση εκρηκτικών υλών» (Β` 132). Με την κοινή υπουργική αυτή απόφαση θεσπίζεται σύστημα καθορισμού συγκεκριμένων τηρητέων αποστάσεων ασφαλείας των εν λόγω μονάδων από, μεταξύ άλλων, οδούς, όρια εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως και άλλες θέσεις «που αναμένεται να υπάρχουν άνθρωποι». Από τον συνδυασμό των διατάξεων
αυτών προκύπτει ότι, όταν πρόκειται να καθορισθούν τα όρια Βιομηχανικής Περιοχής, για την οργανωμένη εντός αυτής εγκατάσταση βιομηχανιών, δηλαδή εγκαταστάσεων, στις οποίες απασχολείται προσωπικό, σε περιοχή όπου είναι εγκατεστημένη μονάδα παραγωγής, αποθηκεύσεως ή διαθέσεως εκρηκτικών υλών, πρέπει, στην προς τούτο εκπονούμενη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, να γίνεται μνεία της υπάρξεως της εν λόγω μονάδος και των χαρακτηριστικών της και να εξετάζεται ειδικώς αν, εν όψει της αποστάσεως της μονάδος από τα όρια της ΒΙΠΕ, πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου ατυχήματος μεγάλης κλίμακος. Περαιτέρω, οι σχετικές διαπιστώσεις και τα αντίστοιχα, τυχόν απαιτούμενα, μέτρα πρέπει να αποτελούν μέρος και της πράξεως εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων εγκαταστάσεως και λειτουργίας της ΒΙΠΕ.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη πράξη καθορίζεται η θέση, η έκταση και τα όρια της ΒΙΠΕ Τανάγρας και εγκρίνεται η Μελέτη
Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) από την λειτουργία της. ΄Οπως προκύπτει από
τα στοιχεία του φακέλου, σε απόσταση 300 περίπου μέτρων από το βορειοανατολικό άκρο των καθοριζομένων ορίων της ΒΙΠΕ, στις θέσεις «……..» και «………….» ευρίσκονται οι εγκαταστάσεις της μονάδος παραγωγής και αποθηκεύσεως εκρηκτικών υλών της αιτούσης εταιρείας, οι οποίες λειτουργούν δυνάμει αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας, που έχουν εκδοθεί κατ` επίκληση των ορισμών της κυα 3329/1989. Ούτε, όμως, στην εγκριθείσα με την προσβαλλομένη πράξη ΜΠΕ, με ημερομηνία Σεπτέμβριος 2005, ούτε στην ίδια την προσβαλλομένη πράξη γίνεται μνεία της υπάρξεως των ως άνω εγκαταστάσεων, κατ` ακολουθίαν δε τούτων ουδεμία λαμβάνει χώρα εκτίμηση των επιπτώσεων από την ύπαρξη των εγκαταστάσεων στην δημιουργία της ΒΙΠΕ, δεν εκτιμώνται δε οι κίνδυνοι μεγάλου ατυχήματος από την γειτνίαση της ΒΙΠΕ με τις εγκαταστάσεις της μονάδος. Μόνον μετά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως και κατόπιν αλληλογραφίας της αιτούσης με την …………, ως υπεύθυνη της λειτουργίας της ΒΙΠΕ, την Ν. Α. Βοιωτίας και το Υπουργείο Ανάπτυξης, αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη του προβλήματος, συγκροτήθηκε ειδική ομάδα εργασίας για την αντιμετώπισή του, ενόψει διαπιστωθείσης ασυμφωνίας των Υπηρεσιών για τις τηρητέες αποστάσεις και εξετάσθηκαν εκ των υστέρων διάφορες λύσεις, μεταξύ των οποίων και η μείωση των κατά νόμο τηρητέων αποστάσεων. Με τα δεδομένα αυτά, η κατά νόμο διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως δεν εχώρησε νομίμως, εφόσον δεν εξετάσθηκε προσηκόντως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, η συνδρομή των προϋποθέσεων της νομοθεσίας για την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων, εν όψει της λειτουργίας μονάδος εκρηκτικών υλών πλησίον των ορίων της υπό δημιουργία ΒΙΠΕ. Για τον λόγο, συνεπώς, αυτόν, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινομένη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη πράξη, κατά το μέρος της με το οποίο καθορίζονται τα όρια της ΒΙΠΕ στο πλησίον των εγκαταστάσεων της αιτούσης τμήμα των. Κατόπιν τούτου, αποβαίνει περιττή η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, η δε υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στην Διοίκηση, προκειμένου αυτή να εξετάσει εξ
υπαρχής και να επιλύσει, κατά τρόπο οριστικό, το ζήτημα των ορίων της ΒΙΠΕ εν σχέσει προς την ως άνω μονάδα, λαμβάνουσα τα κατά την κρίση της αναγκαία μέτρα.
Δέχεται την κρινομένη αίτηση.