ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ, ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (Ιούνιος 2009)
-
ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δικηγόρος
Τρίτη 2 Ιουνίου 2009
Ι. Εισαγωγή
Η εργασία αυτή θα αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνεται η αειφόρος ανάπτυξη στο Χρηματοοικονομικό, Τραπεζικό και Εταιρικό Δίκαιο. Η πρώτη ενότητα θα εξετάσει την επίδραση του χρηματοοικονομικού, τραπεζικού και εταιρικού δικαίου στην αειφόρο ανάπτυξη. Εν συνεχεία, θα αναλυθεί η ανάγκη ρύθμισης της τραπεζικής δραστηριότητας στον τομέα της χρηματοδοτήσεως έργων υποδομής καθώς και πιθανοί τρόποι επίτευξής της. Θα ακολουθήσει παρουσίαση και σχολιασμός των Αρχών του Ισημερινού (Equator Principles) και της Διακήρυξης του Collevecchio. Αυτή η κριτική προσέγγιση των δύο εθελοντικών κωδίκων δεοντολογίας θα καταδείξει πληρέστερα όλες τις πτυχές τους, αρνητικές και θετικές. Η επόμενη ενότητα θα εξετάσει τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ενσωμάτωση της αειφόρου αναπτύξεως στο πεδίο του Χρηματοοικονομικού, Τραπεζικού και Εταιρικού Δικαίου. Στο τέλος, θα ακολουθήσουν σύντομα συμπεράσματα.
ΙΙ. Πώς επιδρά το χρηματοοικονομικό, τραπεζικό και εταιρικό δίκαιο στην αειφόρο ανάπτυξη;
Η σημαντική επιρροή του χρηματοοικονομικού, τραπεζικού και εταιρικού δικαίου στην αειφόρο ανάπτυξη γίνεται φανερή στις χρηματοδοτήσεις κατασκευής έργων υποδομής από διάφορες τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Πρόκειται για το λεγόμενο Project Finance (ή non-recourse ή limited recourse finance- χρηματοδότηση χωρίς ή με περιορισμένη αναγωγή στους φορείς της επένδυσης), που αποτελεί μία μέθοδο χρηματοδότησης, στην οπoία ο δανειστής αποβλέπει κυρίως στα έσοδα που προκύπτουν από το έργο, τόσο ως πηγή αποπληρωμής του δανείου όσο και ως μέσο εξασφάλισης της απαίτησής του. Αυτός ο τύπος χρηματοδότησης απευθύνεται κυρίως σε μεγάλες, σύνθετες και υψηλού κόστους εγκαταστάσεις. Αυτή η μέθοδος χρηματοδότησης μπορεί να πάρει τη μορφή της χρηματοδότησης κατασκευής ενός νέου κύριου έργου, ή την επαναχρηματοδότηση ενός υπάρχοντος έργου, με ή χωρίς βελτιώσεις. Σύμφωνα με αυτήν τη μέθοδο χρηματοδότησης ο δανειστής συνήθως πληρώνεται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά από τα έσοδα που θα αποφέρει το έργο αυτό μετά την αποπεράτωσή του, όπως τα χρήματα από την πώληση ηλεκτρικού ρεύματος από ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ο οφειλέτης είναι μία εταιρία ειδικού σκοπού (Special Purpose Entity-SPE) της οποίας ο μόνος ρόλος είναι να είναι ο ιδιοκτήτης του έργου, να το λειτουργεί και να φροντίζει για την ανάπτυξη του. Αυτό έχει ως συνέπεια η αποπληρωμή του δανείου να εξαρτάται κυρίως από τη ροή κεφαλαίων που υπάρχει στο έργο καθώς και από την εμπράγματη ασφάλεια σε κεφαλαιουχικά και μη κεφαλαιουχικά αγαθά του έργου[1]. Διαφόρων ειδών εταιρίες βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα για να ξεκινήσουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Μερικά παραδείγματα είναι οι βαριές βιομηχανίες, οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις ή οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με άλλες εξορυκτικές δραστηριότητες, οι πετρελαϊκές εταιρίες, οι εταιρίες παραγωγής και διανομής φυσικού αερίου, οι εταιρίες παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο των τηλεπικοινωνιών. Από τη δεκαετία του 1970 οι εταιρίες που βρίσκονταν σε χώρες του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) βασίζονταν ολοένα και περισσότερο σε εξωτερική χρηματοδότηση για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και για να διατηρήσουν το ήδη υπάρχον μερίδιο της αγοράς που κατείχαν.[2] Επιπλέον, είναι προφανές ότι αναπτυσσόμενες χώρες με αδύναμο εγχώριο επενδυτικό τομέα απαιτούν ξένα κεφάλαια για την κατασκευή έργων υποδομής, τα οποία προέρχονται κυρίως από μεγάλες τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού.
Ο χρηματοοικονομικός και τραπεζικός τομέας παρουσιάζει περιβαλλοντικό ενδιαφέρον όχι εξαιτίας του άμεσου οικολογικού αντικτύπου του, αλλά εξαιτίας των έμμεσων περιβαλλοντικών αποτελεσμάτων μέσω των δανείων και των επενδύσεων που χορηγεί σε διάφορες εταιρίες.[3] Οι τράπεζες και τα διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παρέχουν τα κεφαλαία σε διάφορες εταιρίες για να κατασκευάσουν έργα υποδομής, τα οποία μπορεί να επιφέρουν δυσμενείς συνέπειες στο περιβάλλον και να μην σέβονται την αειφόρο ανάπτυξη. ¶ρα λοιπόν η καταστροφή του περιβάλλοντος που ενδέχεται να επέλθει από την κατασκευή αυτών των έργων οφείλεται εν μέρει και στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που προσέφεραν τα κεφάλαια και κατέστησαν δυνατή την πραγμάτωση των σχεδίων κατασκευής τους. Οι τράπεζες και οι λοιποί χρηματοπιστωτικοί φορείς οφείλουν να είναι προσεκτικοί όταν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή ενός έργου υποδομής και να μην παρέχουν τα αναγκαία κεφάλαια αν το έργο αυτό δεν προάγει την αειφόρο ανάπτυξη. Πολλές φορές οι χρηματαγορές δεν προβαίνουν σε αποτελεσματικές κατανομές κεφαλαίων με αποτέλεσμα να χρηματοδοτούνται έργα που δεν προωθούν την αειφόρο ανάπτυξη.[4] Γίνεται φανερό ότι απαιτείται κάποιου είδους ρύθμιση της τραπεζικής δραστηριότητας για να περιοριστούν κατά το δυνατόν οι χρηματοδοτήσεις περιβαλλοντικά επιζήμιων έργων υποδομής.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στο Δίκαιο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης αναφέρεται σε ένα πρότυπο ανάπτυξης, το οποίο ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος χωρίς να υπονομεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες. Αποσκοπεί στο να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των ατόμων διαφυλάσσοντας παράλληλα το περιβάλλον τους σε βραχυπρόθεσμη, σε μεσοπρόθεσμη και, κυρίως, σε μακροπρόθεσμη βάση.[5] Η αειφόρος ανάπτυξη έχει τριπλό στόχο: μια οικονομική ανάπτυξη αποτελεσματική, κοινωνικά δίκαιη και περιβαλλοντικά βιώσιμη.[6] Η αειφόρος ανάπτυξη έχει επομένως τρεις συνιστώσες -οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική- που απαιτούν ισόρροπη πολιτική συνεκτίμηση.[7] Τον Μάιο του 2001 εγκρίθηκε στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ της αειφόρου ανάπτυξης, η οποία αναθεωρήθηκε το 2005 ώστε να δοθεί μια νέα ώθηση στον τομέα αυτόν. Η παγκόσμια σύμπραξη για την αειφόρο ανάπτυξη, η οποία εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2002, της προσέδωσε μια εξωτερική διάσταση.[8] Η ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών ζητημάτων στον ορισμό και την εφαρμογή των άλλων πολιτικών έχει ουσιαστική σημασία για την επίτευξη του στόχου της αειφόρου ανάπτυξης. Η αρχή αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε στη συνθήκη του Μάαστριχτ και τη σύνοδο κορυφής του Κάρντιφ το 1998, έθεσε τα θεμέλια για μια συντονισμένη δράση σε κοινοτικό επίπεδο για την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών ζητημάτων στις πολιτικές της ΕΕ. [9] Για να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη, οι δημόσιες αρχές πρέπει να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να μειώσουν τις δυσμενείς συνέπειες των μεταφορών και τους κινδύνους που συνδέονται με την υγεία, να βελτιώσουν τη διαχείριση των φυσικών πόρων και ιδίως την κατανάλωσή τους και να καταπολεμήσουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχια στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο.[10] Πρέπει επίσης να καταπολεμήσουν τις κλιματικές αλλαγές και να περιορίσουν τις επιπτώσεις τους.[11] Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της δρουν υπέρ της αειφόρου ανάπτυξης όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και εκτός των συνόρων τους, ιδίως στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών και στη διάρκεια διοργανώσεων, όπως η Παγκόσμια Σύνοδος Κορυφής για την αειφόρο ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 2002.[12]
ΙΙΙ. Ανάγκη ρύθμισης της τραπεζικής δραστηριότητας στο τομέα της χρηματοδοτήσεως έργων υποδομής
Το γεγονός ότι οι τράπεζες και οι άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ενδέχεται να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή έργων που θίγουν την αειφόρο ανάπτυξη καθιστά αναγκαία τη δημιουργία ενός νομικού πλαισίου που θα περιορίζει τέτοιες επιζήμιες για το περιβάλλον επενδύσεις. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η χρηματοδότηση κατασκευής ενός έργου μπορεί από οικονομικής απόψεως να συμφέρει απόλυτα το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, αλλά από περιβαλλοντικής απόψεως να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αειφόρο ανάπτυξη. Μέχρι πρόσφατα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρισκόταν στη ρύθμιση των χρηματοδοτήσεων που προέρχονται από τον δημόσιο τομέα. Έγιναν προσπάθειες να ενσωματωθεί η αρχή της αειφορίας στις πολιτικές χρηματοδότησης των Πολυμερών Τραπεζών Επενδύσεων και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Σε πολλούς διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς θεσπίστηκαν μηχανισμοί υποχρεωτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης στις προτάσεις χρηματοδότησης έργων. Παράλληλα όμως με τη θέσπιση κάποιων κανόνων για τις χρηματοδοτήσεις που προέρχονται από τον δημόσιο τομέα είναι αναγκαίοι και κάποιοι κανόνες για τις επενδύσεις που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα.[13]
Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες για την οριοθέτηση με σαφή και αυστηρά κριτήρια της οικονομικής δραστηριότητας των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο τομέα της χρηματοδοτήσεως έργων είναι αρκετά περιορισμένες. Κατά συνέπεια, ο κλάδος των πιστωτών και των επενδυτών πρέπει να δεσμευτεί εθελοντικά ότι θα είναι συνεπής στις αρχές της Κοινωνικά Υπεύθυνης Επένδυσης (Corporate Social Investing), όπως ορίζεται από τo Social Investment Forum (ενσωμάτωση προσωπικών αξιών και κοινωνικών προβληματισμών στις επενδυτικές αποφάσεις). Μερικές μέθοδοι με τις οποίες ο ιδιωτικός επενδυτικός τομέας προσπαθεί να προωθήσει ευρύτερες κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές είναι οι κώδικες δεοντολογίας, οι ανεπίσημες συμφωνίες και οι μονομερείς διακηρύξεις.[14] Όλες αυτές οι προσπάθειες για δημιουργία ενός εθελοντικού/προαιρετικού πλαισίου δράσης ονομάζονται εταιρική κοινωνική ευθύνη (Corporate Social Responsibility-CSR) ή αυτορρύθμιση των επιχειρήσεων (Business self-regulation). Το Ελληνικό Δίκτυο για την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη ορίζει την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη ως την οικειοθελή δέσμευση των επιχειρήσεων για ένταξη στις επιχειρηματικές τους πρακτικές κοινωνικών και περιβαλλοντικών δράσεων, που είναι πέρα και πάνω από όσα επιβάλλονται από τη νομοθεσία και έχουν σχέση με όλους όσους επηρεάζονται από τις δραστηριότητές τους (εργαζόμενοι, μέτοχοι, συνεργάτες, προμηθευτές, επενδυτές, καταναλωτές, κοινότητες μέσα στις οποίες είναι δραστηριοποιημένες, κ.λπ.), ενώ στην Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη περιγράφεται ως η έννοια, σύμφωνα με την οποία οι εταιρίες ενσωματώνουν σε εθελοντική βάση κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανησυχίες στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και στις επαφές τους με άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Η προστασία του περιβάλλοντος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις άμεσες προτεραιότητες της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων. Τα εθελοντικά περιβαλλοντικά μέτρα αποτελούν δεσμεύσεις, οι οποίες αναλαμβάνονται από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις που ενδέχεται να μολύνουν το περιβάλλον ή από επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους, παρ’ όλο που δεν υπάρχει κάποια ρητή νομική υποχρέωση να τις υιοθετήσουν, και οι οποίες θέτουν κανόνες που καθορίζουν τη στάση των επιχειρήσεων απέναντι στο περιβάλλον.[15] Αυτοί οι κώδικες δεοντολογίας, οι αρχές και τα υπόλοιπα κείμενα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ήπιο δίκαιο», αν και δεν προέρχονται πάντα από εθνικούς ή υπερεθνικούς φορείς, αλλά από ενώσεις ή εν γένει νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.
Σε εθνικό επίπεδο έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες προώθησης της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης στο πεδίο των χρηματοοικονομικών επενδύσεων και των διαφόρων προϊόντων των κεφαλαιαγορών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Μητροπολιτικός Δήμος του Λονδίνου θέσπισε τις «Αρχές του Λονδίνου», οι οποίες προσπαθούν να ενισχύσουν το ρόλο που παίζει η αειφόρος ανάπτυξη στη λήψη αποφάσεων στον Βρετανικό τομέα παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα, οι προσπάθειες αυτές σκοπεύουν στην ανάδειξη της περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνης επένδυσης, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω. Στις Η.Π.Α., συστήθηκε το 1994 μία ένωση τραπεζών που στοχεύει στην προστασία του περιβάλλοντος μέσα από τις ποικίλες τραπεζικές δραστηριότητες. Είναι η λεγόμενη Ένωση των Περιβαλλοντικών Τραπεζιτών (Environmental Bankers Association – EBA), η οποία στοχεύει στη συνεργασία των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης περιβαλλοντικού κινδύνου. Στην Γερμανία, το 1994 πάλι, δημιουργήθηκε η «Ένωση των Τραπεζών, των Ταμιευτηρίων και των Ασφαλιστικών Εταιριών για την περιβαλλοντική διαχείριση» (“Verein fur Umweltmanagement in Banken, Sparkassen und Versicherungen”-“Association for Environmental Management in Banks, Savings Banks and Insurance Companies”). Αποβλέπει στην ανάπτυξη εποικοδομητικού διαλόγου και ανταλλαγής πληροφοριών ανάμεσα στις τράπεζες και τους διάφορους χρηματοπιστωτικούς φορείς, ενώ ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματά της είναι η προώθηση λογιστικών μεθόδων που λαμβάνουν υπόψη την προστασία του περιβάλλοντος. Αξίζει να αναφερθεί ένα από τα βασικά πιστεύω της ΄Ενωσης αυτής, το οποίο συνοψίζει πλήρως την προβληματική γύρω από αυτούς τους εθελοντικούς κανόνες δεοντολογίας και την εταιρική κοινωνική ευθύνη: Τα θεμελιώδη ζητήματα είναι εάν και κατά πόσο οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα εφαρμόσουν εθελοντικά μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας τα οποία είναι πιο αυστηρά από τα νομικά μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας που επιβάλλονται από το ίδιο το κράτος και πώς αυτά τα αυστηρότερα εθελοντικά μέτρα θα εφαρμοστούν από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ενόψει του σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού στον χρηματοοικονομικό τομέα. Το τελευταίο σημείο έχει να κάνει με την πίεση που ενδέχεται να δεχτούν κάποιες τράπεζες για να εγκαταλείψουν τους εθελοντικούς κανόνες προστασίας περιβάλλοντος, προκειμένου να προσελκύσουν νέους πελάτες των οποίων τα έργα θα χρηματοδοτήσουν.[16]
Σε παγκόσμιο επίπεδο, πολύ σημαντική είναι η «Πρωτοβουλία των Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων» που εντάσσεται στο Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (“United Nations Environment Programme’s (UNEP) Financial Institutions Initiative”). Η «Πρωτοβουλία» αυτή άρχισε το 1992 με την «Κοινή δήλωση των Τραπεζών σχετικά με την αειφόρο ανάπτυξη του περιβάλλοντος», η οποία παρείχε ένα σύνολο κανόνων στις τράπεζες για τη διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων. Το 1997 μια πιο γενική «Δήλωση της Πρωτοβουλίας των Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη» θεσπίστηκε από το UNEP, η οποία υπογράφτηκε από περίπου 200 συμμετέχοντες στην πρωτοβουλία, στους οποίους περιλαμβάνονται εμπορικές τράπεζες, εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου (venture capitals), θεσμικοί επενδυτές και πολυμερείς τράπεζες αναπτύξεως.[17] Αυτή η νέα «Δήλωση» φανερώνει την ολοένα και αυξανόμενη συνεργασία ανάμεσα στο UNEP και την κοινότητα των διαφόρων χρηματοοικονομικών οργανισμών στο διάλογο για τη σχέση περιβάλλοντος, εμπορίου και ανάπτυξης και για την ενσωμάτωση της έννοιας της αειφόρου αναπτύξεως στις επενδύσεις, στις τραπεζικές συναλλαγές και τις λοιπές επιχειρηματικές αποφάσεις. Συν τοις άλλοις, το UNEP εισήγαγε το 2005 τις «Αρχές Υπεύθυνης Επένδυσης» (Principles for Responsible Investment-PRI), οι οποίες επιδιώκουν να ενσωματώσουν έννοιες περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης στη λήψη επενδυτικών απόφασεων.[18] Είναι πολύ θετικό για την προστασία του περιβάλλοντος στην Ελλάδα ότι κάποιες ελληνικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί υπέγραψαν τη νέα «Δήλωση της Πρωτοβουλίας των Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη» (οι τράπεζες αυτές είναι: Alpha Bank, η Τράπεζα Πειραιώς, η Εμπορική Τράπεζα και η Eurobank).
Οι ανωτέρω προσπάθειες για την εθελοντική/εκούσια δέσμευση των τραπεζών δεν είχαν την ευρεία αποδοχή που θα περίμενε κανείς. Ο αντίκτυπός τους στις χρηματοδοτήσεις κατασκευής έργων υποδομής και στις ροές κεφαλαίων των διεθνών κεφαλαιαγορών ήταν αρκετά περιορισμένος. Αυτό οφείλεται τόσο στη μη ευρεία αποδοχή τους, όσο και σε ουσιαστικές αδυναμίες που παρουσίαζε το περιεχόμενο των επιμέρους μέτρων καθώς δεν προωθούσαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην προστασία του περιβάλλοντος και δεν επέφεραν αλλαγή νοοτροπίας στον χρηματοοικονομικό τομέα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαντικότερη πρόοδο στον τομέα αυτό έχουν επιτελέσει οι «Αρχές του Ισημερινού» (“Equator Principles”-EP), οι οποίες έτυχαν ευρύτερης αποδοχής και πέτυχαν τη θέσπιση κάποιων συγκεκριμένων υποχρεώσεων που πρέπει να τηρούνται στις χρηματοδοτήσεις έργων.
IV. Οι Αρχές του Ισημερινού-Equator Principles
Οι Αρχές του Ισημερινού (The Equator Principles-EP) είναι ένας διεθνής εθελοντικός κώδικάς δεοντολογίας που θεσπίστηκε υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας, υιοθετείται προαιρετικά από τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και προσπαθεί να εντάξει κάποιες κατευθυντήριες αρχές για την προστασία του περιβάλλοντος στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στις δραστηριότητες του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού κλάδου. Η ανάγκη αυτή προέκυψε από το ότι οι αναπτυσσόμενες και οι υπανάπτυκτες χώρες δεν διαθέτουν αυστηρές ή και καθόλου νομοθεσίες για την προστασία του περιβάλλοντος.[19] Οι χώρες αυτές επίσης δεν διαθέτουν τα αναγκαία κεφάλαια για την κατασκευή των έργων υποδομής που είναι σημαντικά για την ανάπτυξή τους και αναγκαστικά στρέφονται σε μεγάλες τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι διατεθειμένα να χρηματοδοτήσουν τα έργα αυτά. Δεδομένης της έλλειψης αυστηρών περιβαλλοντικών νομοθεσιών στις χώρες αυτές, o Διεθνής Χρηματοδοτικός Οργανισμός (International Finance Corporation) ο οποίος αποτελεί το τμήμα της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank) που δανειοδοτεί τον ιδιωτικό τομέα, συγκάλεσε το 2002 μία συνέλευση των μεγαλύτερων τραπεζών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του κόσμου για να εξετάσουν τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα που εμφανίζονται στις χρηματοδοτήσεις έργων. Στις 4 Ιουνίου 2003, δέκα από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του κόσμου κατέληξαν στη θέσπιση και την υιοθέτηση ορισμένων εθελοντικών κατευθυντήριων αρχών, τις λεγόμενες Αρχές του Ισημερινού. Η προσπάθεια αυτή βρήκε μεγάλη ανταπόκριση και έως τις 4 Ιουνίου 2006 περίπου 40 χρηματοοικονομικοί οργανισμοί είχαν υιοθετήσει τις Αρχές του Ισημερινού, στους οποίους περιλαμβάνονται τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οργανισμοί εξαγωγικών πιστώσεων και αναπτυξιακοί χρηματοδοτικοί οργανισμοί. Όλοι αυτοί οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί που υιοθέτησαν τις Αρχές του Ισημερινού παρέχουν πιστώσεις και ελέγχουν περίπου το 80% της χρηματοδοτήσεων έργων παγκοσμίως. (Project Finance).[20] Η καθιερωμένη επίσημη ονομασία των οργανισμών αυτών είναι Χρηματοοικονομικοί Οργανισμοί των Αρχών του Ισημερινού (Equator Principles Financial Institutions-EPFI). Οι Αρχές του Ισημερινού (Equator Principles-ΕP1) αναθεωρήθηκαν τον Ιούλιο του 2006 για να ενσωματώσουν τις νέες προσεγγίσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας στην αειφόρο ανάπτυξη καθώς και άλλες πρόσφατες εξελίξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι, οι αναθεωρημένες Αρχές του Ισημερινού ή Αρχές του Ισημερινού 2 (Equator Principles 2), όπως λέγονται, λαμβάνουν υπόψη τις αναθεωρημένες πολιτικές του Διεθνούς Χρηματοδοτικού Οργανισμού για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές εγγυήσεις καθώς και τα νέα επίπεδα απόδοσης του (IFC Performance Standards).[21] Από τον Ιούλιο του 2006 και μετά, οι δέκα αναθεωρημένες Αρχές του Ισημερινού είναι οι εξής: 1) Έλεγχος και κατηγοριοποίηση των έργων, 2) Κοινωνική και περιβαλλοντική εκτίμηση, 3) Τα εφαρμόσιμα κοινωνικά και περιβαλλοντικά μέτρα, 4) Σχέδιο δράσης και σύστημα διαχείρισης, 5) Διαβούλευση και δημοσιότητα, 6) Μηχανισμοί διατύπωσης παραπόνων και διαφωνιών, 7) Ανεξάρτητος έλεγχος και επιθεώρηση, 8) Οι όροι των συμβάσεων, 9) Ανεξάρτητος μηχανισμός παρακολούθησης και αναφοράς για το έργο, 10) Σύνταξη Εκθέσεων από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.
Οι Αρχές του Ισημερινού δεν αποτελούν ένα λεπτομερές σύνολο εκτελεστών νομικών κανόνων αλλά ένα προαιρετικό πλαίσιο δέκα γενικών αρχών που εφαρμόζονται στις χρηματοδοτήσεις έργων (Project Finance). Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί αναλαμβάνουν να παρέχουν δάνεια μόνο σε έργα των οποίων οι σχεδιασμός, η κατασκευή και η λειτουργία συμμορφώνονται με ορθές περιβαλλοντικές και κοινωνικές πρακτικές.[22] Η υιοθέτηση των Αρχών του Ισημερινού είναι καθαρά εθελοντική και οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί δεν υπογράφουν κάποια Συμφωνία ή Συνθήκη.
Η αναθεώρηση των Αρχών του Ισημερινού επέφερε κάποιες πολύ σημαντικές αλλαγές και τροποποιήσεις. Η πιο σημαντική από αυτές είναι ότι μειώθηκε το όριο του χρηματικού κόστους ενός έργου πάνω από το οποίο η χρηματοδότηση κατασκευής αυτού του έργου πρέπει να συμμορφώνεται με τις Αρχές του Ισημερινού. Οι Αρχές του Ισημερινού 1 όριζαν το όριο στα 50 εκατ. δολάρια, ενώ οι Αρχές του Ισημερινού 2 το ορίζουν στα 10 εκατ. δολάρια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο περισσότερες χρηματοδοτήσεις έργων θα υπάγονται στις Αρχές του Ισημερινού. Επιπλέον, η μείωση αυτή του ορίου βοήθησε κάποιες μικρότερες ή περιφερειακές τράπεζες που δεν εμπλέκονται σε τόσο υψηλές επενδύσεις να υιοθετήσουν και αυτές τις Αρχές του Ισημερινού. Πάντως είναι γεγονός ότι και μικρού κόστους έργα που βρίσκονται εκτός του χρηματικού ορίου και άρα εκτός πεδίου εφαρμογής των αρχών μπορεί να προκαλέσουν σημαντικότατη μόλυνση του περιβάλλοντος.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την πρώτη Αρχή, οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί πρέπει να απαιτούν την κατάταξη των έργων που θα χρηματοδοτηθούν σε μία από τις τρεις κατηγορίες, που περιγράφονται στο παράρτημα των Αρχών. Οι κατηγορίες αυτές κλιμακώνονται σύμφωνα με το βαθμό σοβαρότητας των περιβαλλοντικών και κοινωνικών κινδύνων που εγκυμονεί το έργο το οποίο θα χρηματοδοτηθεί. Στην Α’ κατηγορία υπάγονται τα έργα που ενδέχεται να έχουν υψηλούς περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς κινδύνους. Πιο συγκεκριμένα, τα έργα αυτά ενδέχεται να έχουν δυσμενή περιβαλλοντικό ή κοινωνικό αντίκτυπο, ο οποίος παρουσιάζει περισσότερες από μία εκφάνσεις και είναι πρωτοφανής και μη αναστρέψιμος. Οι κίνδυνοι αυτοί μπορεί να εκτείνονται και σε περιοχές πέρα από την τοποθεσία κατασκευής του έργου. Στην Β’ κατηγορία κατατάσσονται τα έργα που δεν αποτελούν τόσο σοβαρό κίνδυνο για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες (τα επονομαζόμενα medium risk projects). Τα έργα αυτά μπορεί να έχουν περιορισμένες δυσμενείς περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, οι οποίες είναι λίγες σε αριθμό και έκταση, αφορούν συγκεκριμένες τοποθεσίες μόνο, είναι σε μεγάλο βαθμό αναστρέψιμες και η επίδρασή τους μπορεί να μετριασθεί με τα κατάλληλα μέτρα ανακούφισης. Στην Γ’ κατηγορία εντάσσονται τα έργα που εγκυμονούν ελάχιστους ή καθόλου περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς κινδύνους. Η κατασκευή αυτών έχει ελάχιστες ή καθόλου συνέπειες για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες. Οι κατηγορίες Α’ και Γ’ είναι αρκετά ξεκάθαρες αφού αντιπροσωπεύουν τα έργα υψηλού και χαμηλού ή καθόλου περιβαλλοντικού κινδύνου. Η Β’ κατηγορία παρουσιάζει κάποιες πολυπλοκότητες. Από τη στιγμή που θα ενταχθεί ένα έργο στην κατηγορία αυτή η εφαρμογή διαφόρων επιμέρους μέτρων και μηχανισμών θα εξαρτηθεί από: α) αν το έργο θα κατασκευασθεί σε χώρα που δεν είναι μέλος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), β) σε κράτος-μέλος του ΟΟΣΑ χωρίς όμως υψηλά έσοδα και, γ) ανεξαρτήτως του αν ανήκει στο α) ή β) αν κρίνεται de facto αναγκαίο να εφαρμοστεί το συγκεκριμένο μέτρο και μηχανισμός. Για παράδειγμα οι μηχανισμοί διατύπωσης παραπόνων απαιτούνται στην κατασκευή έργων που κατατάσσονται στην Β’ κατηγορία και κατασκευάζονται σε χώρες που δεν είναι μέλη του ΟΟΣΑ ή σε κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ χωρίς υψηλά εισοδήματα. Ακόμη στα έργα της Β’ κατηγορίας, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα έχουν διακριτική ευχέρεια ως προς τη χρησιμοποίηση μηχανισμών παρακολούθησης του έργου εφόσον αυτό απαιτείται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.[23] Ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα είναι και η έλλειψη μηχανισμού επανακατηγοριοποίησης. Ένα έργο το οποίο αρχικά εκτιμάται ότι ανήκει στην Β’ ή Γ’ κατηγορία, μπορεί κατά τη διάρκεια της κατασκευής του ή κατά τη λειτουργία του μετά την ολοκλήρωση κατασκευής του να εμφανίζει σοβαρότατους περιβαλλοντικούς κινδύνους που να το εντάσσουν στην Α’ κατηγορία. Όμως δεν υπάρχει δυνατότητα επανεκτίμησης του έργου και ένταξής του σε διαφορετική κατηγορία. Αυτή η έλλειψη δυνατότητας επανακατηγοριοποίησης μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα όταν ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός εκτιμήσει λανθασμένα τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς κινδύνους ή όταν είναι απλά απρόθυμος να εφαρμόσει υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας και μεθοδεύσει εσκεμμένα την ένταξη του έργου σε κατηγορία μικρότερου κινδύνου.
Η αναθεώρηση των Αρχών του Ισημερινού επέφερε μία σημαντική προσθήκη στο είδος των οικονομικών δραστηριοτήτων που θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις Αρχές. Οι Αρχές του Ισημερινού 1 απαιτούσαν μόνο η χορήγηση δανείων να συμμορφώνεται με τις Αρχές, ενώ οι Αρχές του Ισημερινού 2 απαιτούν εκτός από την χορήγηση δανείων και η συμβουλευτική δραστηριότητα των τραπεζών να είναι συνεπής προς τις Αρχές του Ισημερινού. Αυτή η προσθήκη της συμβουλευτικής δραστηριότητας των τραπεζών στο πεδίο εφαρμογής των Αρχών του Ισημερινού 2 είναι πολύ σημαντική γιατί σημαίνει ότι ο χρηματοοικονομικός οργανισμός συμμετέχει σε πιο πρώιμο στάδιο της κατασκευής και χρηματοδότησης του έργου. Έτσι, υπάρχει πιθανότητα να επηρεάσει την κατηγοριοποίηση του έργου (πιθανή ένταξη σε κατηγορία μικρότερου κινδύνου), την επιλογή των διαφόρων συνεργατών και συμβούλων που θα εργαστούν για το έργο και τη στάση των σχεδιαστών και κατασκευαστών του έργου ως προς ζητήματα βιοποικιλότητας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξαναγκαστικής μετατόπισης ιθαγενών πληθυσμών. Αν ο χρηματοοικονομικός οργανισμός συμμετέχει για πρώτη φορά στο έργο με την παροχή των αναγκαίων δανείων, τότε τα πιο πολλά από τα παραπάνω ζητήματα έχουν ήδη καθοριστεί και η επιρροή του χρηματοοικονομικού οργανισμού είναι αρκετά περιορισμένη. Υπάρχει όμως ένας κίνδυνος καταστρατήγησης των σχετικών διατάξεων που σχετίζονται με το είδος των οικονομικών δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τις Αρχές. Η τράπεζα και ο ανάδοχος του έργου μπορούν να συμφωνήσουν ότι το έργο δεν θα χρηματοδοτηθεί σύμφωνα με την χρηματοοικονομική τεχνική Project Finance αλλά σύμφωνα με κάποια άλλη χρηματοδοτική μέθοδο που δεν περιλαμβάνει χρηματοδότηση χωρίς ή με περιορισμένη αναγωγή στους φορείς της επένδυσης, όπως απαιτεί ο ορισμός του Project Finance. Τέτοιες χρηματοοικονομικές μέθοδοι είναι για παράδειγμα τα «υβριδικά» δάνεια, η μέθοδος της επαναχρηματοδότησης του έργου μετά το τέλος της κατασκευής (refinancing), ο γενικός εταιρικός δανεισμός, η χρήση δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων όπως τα παράγωγα ή η εξασφάλιση κεφαλαίων μέσω ομολόγων. ¶λλη μέθοδος είναι η αυτοχρηματοδότηση από τον ανάδοχο. Η τράπεζα θα χορηγήσει το δάνειο για να καλύψει το συνολικό κόστος μόλις το έργο ολοκληρωθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η τράπεζα δεν θα θεωρηθεί ότι φέρει μερίδιο ευθύνης σε τυχόν περιβαλλοντική καταστροφή που θα προκύψει κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου αφού δεν συμμετείχε στο στάδιο αυτό. Όλες αυτές οι χρηματοοικονομικές μέθοδοι βρίσκονται εκτός του πεδίου ορισμού του Project Finance και άρα οι Αρχές του Ισημερινού δεν θα έχουν εφαρμογή. Η τράπεζα μπορεί να αποφύγει την εφαρμογή όλων αυτών των αρχών που στοχεύουν στην προστασία του περιβάλλοντος επιλέγοντας μία άλλη μέθοδο χρηματοδότησης το ίδιο αποτελεσματική με το Project Finance.[24]
Μεταβολές επίσης επήλθαν και ως προς το αντικείμενο της περιβαλλοντικής εκτίμησης. Ενώ οι Αρχές του Ισημερινού 1 όριζαν ότι μόνο το έργο πρέπει να μην καταστρέφει το περιβάλλον, οι Αρχές του Ισημερινού 2 θεωρούν ότι εκτός από το έργο και οποιαδήποτε επέκταση ή αναβάθμιση του έργου με σημαντικό περιβαλλοντικό και κοινωνικό αντίκτυπο πρέπει να ελέγχεται αν επιδρά δυσμενώς στο περιβάλλον. Με αυτή την προσθήκη αποφεύγεται η καταστρατήγηση των Αρχών του Ισημερινού με τη μέθοδο της κατασκευής ενός μεγάλου έργου σε φάσεις ή σε στάδια με το κόστος κάθε σταδίου ή φάσης να είναι κάτω από το ελάχιστο χρηματικό όριο και, συνεπώς, εκτός πεδίου εφαρμογής των αρχών («σπάσιμο» του έργου σε πολλά μικρότερα). Επίσης, ενώ οι Αρχές του Ισημερινού 1 απαιτούσαν εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνο, οι Αρχές του Ισημερινού 2 απαιτούν εκτίμηση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων του έργου. Η εκτίμηση αυτή των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων βασίζεται στα επίπεδα απόδοσης για την αειφόρο ανάπτυξη του Διεθνούς Χρηματοδοτικού Οργανισμού (IFC Performance Standards). Η ενσωμάτωση και των κοινωνικών επιπτώσεων οφείλεται στο ενδιαφέρον που πρέπει να δείξουν οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί για τις τοπικές κοινωνίες που πιθανόν να επηρεαστούν από την κατασκευή του έργου το οποίο χρηματοδοτούν. Συν τοις άλλοις, οι Αρχές του Ισημερινού 1 απαιτούσαν τη σύνταξη ενός σχεδίου περιβαλλοντικής διαχείρισης. Οι Αρχές του Ισημερινού 2 μεταρρύθμισαν το καθεστώς αυτό και απαιτείται πλέον η σύνταξη ενός Σχεδίου Δράσης και η πρόβλεψη ενός Συστήματος Κοινωνικής και Περιβαλλοντικής Διαχείρισης. Ο δανειστής πρέπει να συντάξει Σχέδιο Δράσης για όλα τα έργα της Α’ κατηγορίας και για τα έργα της Β’ κατηγορίας που δεν κατασκευάζονται σε χώρες μέλη του ΟΟΣΑ ή κατασκευάζονται σε κράτος μέλος του ΟΟΣΑ χωρίς υψηλά εισοδήματα. Το Σχέδιο Δράσης δεν οφείλει να ακολουθεί κατά γράμμα την εκτίμηση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων αλλά να βασίζεται στα συμπεράσματά της. Το Σχέδιο Δράσης πρέπει να αναλύει τα μέτρα ανακούφισης, τα διορθωτικά μέτρα και τους μηχανισμούς παρακολούθησης που είναι απαραίτητοι για τη διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων που εντοπίστηκαν από την εκτίμηση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων. Με τη σειρά του, το Σύστημα Κοινωνικής και Περιβαλλοντικής Διαχείρισης εξετάζει τρόπους αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών και κοινωνικών κινδύνων και δυσμενών συνεπειών έτσι ώστε να υπάρξει συμμόρφωση με την κοινωνική και περιβαλλοντική νομοθεσία του κράτους κατασκευής του έργου καθώς και με τις πολιτικές του Διεθνούς Χρηματοδοτικού Οργανισμού για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές εγγυήσεις καθώς και τα νέα επίπεδα απόδοσης του (IFC Performance Standards). Για να υπάρχει σιγουριά και εξασφάλιση ότι θα τηρηθούν αυτές οι διαδικασίες, απαιτείται έλεγχος του Σχεδίου Δράσης, του Συστήματος Κοινωνικής και Περιβαλλοντικής Διαχείρισης και της διαδικασίας διαβούλευσης από έναν ανεξάρτητο ειδικό σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα, ο οποίος δεν συνδέεται με κάποια σχέση με τον οφειλέτη.[25]
Οι Αρχές του Ισημερινού επιδιώκουν να ενισχύσουν τον ρόλο των κοινωνικών ομάδων και των ιθαγενών πληθυσμών που πρόκειται να επηρεαστούν δυσμενώς από την κατασκευή του έργου αυτού. Αυτό γίνεται προσπάθεια να επιτευχθεί μέσω της διαδικασίας διαβούλευσης και του μηχανισμού υποβολής παραπόνων. Οι Αρχές του Ισημερινού προβλέπουν ότι στα έργα της Α’ κατηγορίας και στα έργα της Β’ κατηγορίας που βρίσκονται σε χώρες μη μέλη του ΟΟΣΑ ή σε κράτος μέλος του ΟΟΣΑ χωρίς υψηλά εισοδήματα, ο οφειλέτης υποχρεούται να έρθει σε κατάλληλες και αποτελεσματικές διαβουλεύσεις με τις κοινότητες που επηρεάζονται από το έργο. Οι στόχοι της διαβούλευσης είναι να εξασφαλιστεί ότι οι κοινότητες που θα επηρεαστούν από την κατασκευή του έργου έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους πάνω στους κινδύνους που εγκυμονεί το έργο και στα μέτρα μετριασμού των κινδύνων που θα ληφθούν. Ο οφειλέτης/ανάδοχος του έργου έχει δικαίωμα να απαντήσει εμπεριστατωμένα στις διατυπωθείσες απόψεις των τοπικών κοινοτήτων. Επιπλέον, οι Αρχές του Ισημερινού 2 απαιτούν ειδικά για τα έργα που ενδέχεται να έχουν πολύ σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στις τοπικές κοινότητες να υπάρξει διαβούλευση η οποία θα είναι ελεύθερη, προγενέστερη της έναρξης των κατασκευαστικών εργασιών και πλαισιωμένη με τις απαραίτητες πληροφορίες. Ωστόσο, πρόκειται για διαβούλευση και όχι για συναίνεση, όπως προβλέπεται στην σύμβαση (Νο. 169) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας για τους ιθαγενείς πληθυσμούς, τη Σύμβαση για τη βιοποικιλότητα και το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης. Αυτό αποδυναμώνει κάπως το ρόλο των τοπικών κοινωνιών οι οποίες δεν διαθέτουν δικαίωμα βέτο. Πάντως και η σημασία της διαβούλευσης στο πεδίο των χρηματοδοτήσεων δεν πρέπει να υποτιμάται, καθώς η Παγκόσμια Τράπεζα ύστερα από ευρεία διαβούλευση με διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη ανακοίνωσε ότι θα αλλάξει τα κριτήρια της για χρηματοδότηση κατασκευής έργων σχετικών με το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τις εξορυκτικές δραστηριότητες (World Bank Group, 2004).
Ενώ οι Αρχές του Ισημερινού 1 δεν προέβλεπαν κάποιο μηχανισμό υποβολής παραπόνων και διαμεσολάβησης, οι Αρχές του Ισημερινού 2 θεσπίζουν έναν τέτοιο μηχανισμό, ο οποίος θα είναι διαθέσιμος στις τοπικές κοινότητες σε όλη τη διάρκεια κατασκευής και λειτουργίας του έργου.[26] Είναι όμως φανερό ότι ο μηχανισμός αυτός δεν προσφέρει την προστασία που θα πρόσφερε ένας Διαμεσολαβητής/Ombudsman με τις συνακόλουθες εγγυήσεις που θα τον πλαισίωναν. Επίσης σημαντική είναι η υποχρέωση δημοσίευσης έκθεσης τουλάχιστον μία φορά το χρόνο σχετικής με την εφαρμογή από τον χρηματοοικονομικό οργανισμό των Αρχών του Ισημερινού. Αυτό βοηθά τις τοπικές κοινότητες και τους λοιπούς ενδιαφερόμενους κοινωνικούς εταίρους να ενημερωθούν κατά πόσο οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί σέβονται το περιβάλλον.
Από νομικής απόψεως, πολύ σημαντικοί είναι οι όροι που εισάγονται στις συμβάσεις χρηματοδότησης για την κατασκευή έργων υποδομής. Καταρχάς απαιτείται η τήρηση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας του κράτους όπου κατασκευάζεται το έργο. Επίσης, εισάγεται ο όρος ότι θα πρέπει να τηρηθούν όλα τα ουσιώδη μέρη του Σχεδίου Δράσης. Ο οφειλέτης/ανάδοχος υποχρεούται να συντάσσει τακτικά αναφορές σχετικά με τη συμμόρφωσή του με το Σχέδιο Δράσης και τις εθνικές νομοθεσίες. Επίσης είναι υποχρεωμένος να συντάξει Σχέδιο Απενεργοποίησης, το οποίο αν και όταν χρειαστεί θα καταστήσει ανενεργό το έργο με ασφάλεια για το περιβάλλον. Οι Αρχές του Ισημερινού 2 επιφέρουν έναν εξορθολογισμό της θέσης των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ η νομική βάση για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων του έργου είναι οι εθνικές νομοθεσίες για την κοινωνική και περιβαλλοντική προστασία και όχι οι πολιτικές του Διεθνούς Χρηματοδοτικού Οργανισμού για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές εγγυήσεις, οι κατευθυντήριες γραμμές του για το περιβάλλον, την υγεία και την ασφάλεια (IFC Environmental, Health and Safety Guidelines) και τα νέα επίπεδα απόδοσής του (IFC Performance Standards) για το λόγο ότι οι εθνικές νομοθεσίες θεωρούνται πιο αυστηρές και προοδευτικές από αυτές του Διεθνούς Χρηματοδοτικού Οργανισμού. Το μειονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη η πολύ μεγάλη διαφορετικότητα των εθνικών νομοθεσιών, το γεγονός ότι κάποια κράτη-μέλη δεν έχουν επικυρώσει πολύ σημαντικές Διεθνείς Συνθήκες όπως το Πρωτόκολλο του Κιότο και ότι η κατάσταση παραμένει ασαφής με τα έργα που θα διέρχονται από περισσότερες χώρες (γραμμικά έργα-linear projects) από τις οποίες κάποιες θα είναι κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ υψηλών εισοδημάτων, άλλες χαμηλών και κάποιες δεν θα είναι καθόλου μέλη του ΟΟΣA.[27]
Αναμφισβήτητα οι Αρχές του Ισημερινού μπορεί να παρουσιάζουν αρκετά μειονεκτήματα ως προς το περιεχόμενό τους ακόμη και μετά την αναθεώρησή τους. Ωστόσο, θα πρέπει να σταθούμε στο ότι υπάρχει επιτέλους ένα, έστω και εθελοντικό, ρυθμιστικό πλαίσιο που προσπαθεί να ενσωματώσει την αειφόρο ανάπτυξη στις χρηματοδοτήσεις κατασκευής έργων. Αυτό θα πρέπει να το δούμε ως ένα πρώτο βήμα για μετέπειτα πιο αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις. Πρέπει να τονιστεί άλλωστε ότι έχουν υιοθετηθεί από πάρα πολλές τράπεζες και χρηματοικονομικούς οργανισμούς, οι οποίοι παρέχουν τα κεφάλαια για το 80% των χρηματοδοτήσεων έργων παγκοσμίως. ¶λλοι από αυτούς τους υιοθέτησαν για να προστατεύσουν την καλή φήμη που είχαν στην αγορά, άλλοι για να διατηρήσουν την πελατεία τους (ιδιαίτερα όσοι ασχολούνται και με τη λιανική τραπεζική), άλλοι ως δέσμευση των διευθυντικών στελεχών και του ΔΣ τους ότι θα τηρούν τα καθήκοντα επιμέλειάς τους, άλλοι για λόγους ορθής εταιρικής διακυβέρνησης βασισμένης στην αειφόρο ανάπτυξη, άλλοι ως τρόπο καλύτερης συνεννόησης και συνεργασίας με τους αναδόχους/κατασκευαστές, και τέλος άλλοι για να μειώσουν το πολιτικό κόστος με το να λαμβάνουν υπόψη την αρχή της αειφορίας στην απόφαση χρηματοδότησης και κατασκευής ενός έργου. Δεν έχουν τόση σημασία όμως οι λόγοι της υιοθέτησής τους αλλά η πιστή εφαρμογή τους η οποία θα έχει ευεργετικές συνέπειες για το περιβάλλον.
V. Μία εναλλακτική πρόταση: η Διακήρυξη του Collevecchio.
Ορισμένες περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις που δεν συμφωνούσαν με πολλά σημεία των Αρχών του Ισημερινού συνέταξαν έναν εναλλακτικό κώδικα περιβαλλοντικών αρχών. Η εναλλακτική αυτή πρόταση που ονομάστηκε Διακήρυξη του Collevecchio για τους Χρηματοοικονομικούς Οργανισμούς παρέχει πιο φιλόδοξους και αυστηρούς κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος από τις Αρχές του Ισημερινού. Οι συντάκτες της Διακήρυξης του Collevecchio δεν ανήκαν στον χρηματοοικονομικό τομέα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα αυτός ο εθελοντικός κώδικας να είναι πιο αντικειμενικός και ριζοσπαστικός από τις Αρχές του Ισημερινού. Από την άλλη όμως υπάρχει το αντεπιχείρημα ότι η Διακήρυξη του Collevecchio δεν λαμβάνει υπόψη της τις πραγματικές συνθήκες και ανάγκες λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα και τον αντιμετωπίζει με αφέλεια και ίσως με ρομαντισμό, επειδή συντάχθηκε ακριβώς από άτομα που δεν τον γνωρίζουν επαρκώς. Η Διακήρυξη του Collevecchio έχει υπογραφεί από 101 μέρη αλλά τα πιο πολλά από αυτά είναι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και όχι επιχειρήσεις ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι οποίοι θεωρούν τη διακήρυξη αρκετά ριζοσπαστική για τις πρακτικές τους.
Οι αρχές που προτείνονται είναι οι εξής: 1) η αειφορία, 2) η μη βλάβη του περιβάλλοντος (do no harm), 3) υπευθυνότητα, 4) υποχρέωση αναφοράς, επεξήγησης και αιτιολόγησης (δηλαδή το να είναι υπόλογοι), 5) διαφάνεια, και 6) ένταξη της αειφορίας στην αγορά και στη διακυβέρνηση. Στο συνοδευτικό έγγραφο που επεξηγεί την εφαρμογή της Διακήρυξης του Collevecchio αναλύονται οι τρόποι με τους οποίους οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί μπορούν να εφαρμόσουν την Διακήρυξη του Collevecchio. Για παράδειγμα, προτείνεται η υιοθέτηση διεθνώς αναγνωρισμένων κανόνων για τις πιστώσεις, τις επενδύσεις και την παροχή εγγυήσεων.
Η Διακήρυξη του Collevecchio διαφέρει σε αρκετά σημεία από τις Αρχές του Ισημερινού. Πρώτον, η αρχή της δέσμευσης στην αειφόρο ανάπτυξη θεσπίζει μια πιο ευρεία υποχρέωση για τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Σύμφωνα με την Διακήρυξη του Collevecchio, οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί πρέπει να αλλάξουν τους στόχους που επιδιώκουν και να επέλθει μία μετατόπιση από την επιδίωξη μεγιστοποίησης των κερδών προς την επιδίωξη της αειφόρου αναπτύξεως. Η προσήλωση στην αειφόρο ανάπτυξη απαιτεί από τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς να λαμβάνουν υπόψη τις έννοιες της οικολογικής συνείδησης, των κοινωνικών αναγκών και της οικονομικής δικαιοσύνης στη χάραξη των εταιρικών στρατηγικών τους και στη λήψη των επιχειρηματικών αποφάσεών τους. Οι οικονομικές δραστηριότητες που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αειφόρο ανάπτυξη περιλαμβάνουν την παροχή πιστώσεων, τις επενδύσεις, την παροχή εγγυήσεων και την παροχή χρηματοοικονομικών συμβουλών. Είναι προφανές ότι οι δραστηριότητες αυτές σχετίζονται άμεσα με τη χρηματοδότηση κατασκευής έργων υποδομής (Project Finance). Η Διακήρυξη του Collevecchio θεωρεί ότι η αειφόρος ανάπτυξη πρέπει να θεωρείται ισάξια με τους πιο «παραδοσιακούς» εταιρικούς σκοπούς όπως η μεγιστοποίηση των κερδών, η αύξηση της αξίας των μετοχών και η ικανοποίηση των πελατών. Μία άλλη διαφορά με τις Αρχές του Ισημερινού έγκειται στην αρχή της μη βλάβης του περιβάλλοντος. Η αρχή αυτή περιέχει ρητή απαγόρευση ορισμένων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων που θεωρούνται επιβλαβείς για το περιβάλλον. Επιπλέον, η Διακήρυξη του Collevecchio είναι αρκετά πιο προοδευτική και υιοθετεί την αρχή της προφύλαξης, ενώ οι Αρχές του Ισημερινού επιδιώκουν απλά τον περιορισμό του περιβαλλοντικού κινδύνου με λήψη κάποιων διορθωτικών μέτρων.
Η Διακήρυξη του Collevecchio δίνει μεγαλύτερη έμφαση στις υποχρεώσεις διαφάνειας και δημοσιότητας από ότι οι Αρχές του Ισημερινού. Δεν απαιτείται μόνο απλή τήρηση των υποχρεώσεων δημοσιότητας μέσω των λογιστικών καταστάσεων αλλά και παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών σε οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη το ζητήσει. Το τραπεζικό απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα της σχέσης με τους πελάτες δεν θα πρέπει να επικαλούνται ως λόγοι άρνησης παροχής πληροφοριών. Ωστόσο, η Διακήρυξη του Collevecchio αγνοεί ότι ενδέχεται να υπάρχουν για τις τράπεζες και τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς ποινικές και αστικές ευθύνες από την παροχή τέτοιου είδους πληροφοριών. Επίσης, οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, σύμφωνα με τη Διακήρυξη του Collevecchio οφείλουν να δημοσιεύουν ετήσια έκθεση για το βαθμό ενσωμάτωσης της αειφόρου ανάπτυξης στις οικονομικές δραστηριότητες και πρακτικές τους, εξετάζοντας ξεχωριστά κάθε επιχειρηματικό τομέα τους αλλά και κάθε τοποθεσία στην οποία δραστηριοποιούνται.
Είναι γεγονός ότι η υποδοχή της Διακήρυξης του Collevecchio δεν ήταν ιδιαίτερα θερμή από την τραπεζική κοινότητα. Αυτό οφείλεται στο ότι προτείνει μέτρα που είναι πιο ριζοσπαστικά και αυστηρότερα από τις Αρχές του Ισημερινού. Τα τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμα να αποδώσουν μεγαλύτερη σημασία στην αειφόρο ανάπτυξη και έτσι καταφεύγουν στην υιοθέτηση των πιο «ήπιων» Αρχών του Ισημερινού.
VI. Η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ενσωμάτωση της αειφόρου αναπτύξεως στο πεδίο του Χρηματοοικονομικού, Τραπεζικού και Εταιρικού Δικαίου.
Η εθελοντική υιοθέτηση κανόνων για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης υποστηρίζεται θερμά από την ΕΕ. Στο έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, η ΕΕ υποστηρίζει την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στο χρηματοοικονομικό τομέα. Ως συγκεκριμένοι στόχοι ορίζονται: «να εξεταστεί η δυνατότητα εθελοντικής πρωτοβουλίας από κοινού με το χρηματοοικονομικό τομέα, η οποία να καλύπτει τις κατευθυντήριες γραμμές για την ενσωμάτωση δεδομένων περιβαλλοντικού κόστους στις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις των επιχειρήσεων, και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών πολιτικής μεταξύ κρατών μελών, να κληθεί η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να ενισχύσει την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών γενικών στόχων και πτυχών στις δανειοδοτικές δραστηριότητες, ιδίως προκειμένου να υποστηριχθεί η αειφόρος ανάπτυξη στις υποψήφιες χώρες, να προαχθεί η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών γενικών στόχων και πτυχών στις δραστηριότητες άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης». Η δέσμευση αυτή για ενσωμάτωση δεδομένων περιβαλλοντικού κόστους στις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις των επιχειρήσεων τηρήθηκε στην Οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003, για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/EΟΚ, 83/349/EΟΚ, 86/635/ΕΟΚ και 91/674/EΟΚ σχετικά με τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς εταιριών ορισμένων μορφών, τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Η Επιτροπή στην Ανακοίνωσή της «σχετικά με την εταιρική κοινωνική ευθύνη: μια συνεισφορά των επιχειρήσεων στη βιώσιμη ανάπτυξη» διαπιστώνει ότι το αυξανόμενο ενδιαφέρον του κοινού για τον κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο και τα πρότυπα δεοντολογίας της βιομηχανίας ώθησε πολλές επιχειρήσεις, ιδίως εκείνες που παράγουν καταναλωτικά αγαθά, να υιοθετήσουν κώδικες δεοντολογίας που αφορούν τα εργατικά θέματα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον.
Οι κώδικες δεοντολογίας είναι καινοτομικά και σημαντικά εργαλεία για την προώθηση των θεμελιωδών ανθρώπινων, εργατικών και περιβαλλοντικών δικαιωμάτων και των πρακτικών κατά της διαφθοράς -ιδίως σε χώρες όπου οι δημόσιες αρχές δεν καταφέρνουν να εφαρμόσουν τα ελάχιστα πρότυπα. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι συμπληρώνουν χωρίς να υποκαθιστούν την εθνική νομοθεσία, τη νομοθεσία της ΕΕ και τη διεθνή νομοθεσία και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η μεγαλύτερη πρόκληση σε σχέση με τους κώδικες είναι να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή, παρακολούθηση και επιτήρηση της εφαρμογής τους. Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή προωθεί τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων σε κώδικες δεοντολογίας που αναπτύσσονται από διεθνείς οργανισμούς. Η Επιτροπή πιστεύει ότι οι κώδικες δεοντολογίας πρέπει: 1) να στηρίζονται στις θεμελιώδεις συμβάσεις της ΔΟΕ (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας) και τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις ως ελάχιστων κοινών πρότυπων αναφοράς, 2) να περιλαμβάνουν τους κατάλληλους μηχανισμούς αξιολόγησης και επαλήθευσης της εφαρμογής τους, καθώς και ένα σύστημα συμμόρφωσης, στοιχεία τα οποία διαθέτουν σε αρκετά ανεπτυγμένο βαθμό οι Αρχές του Ισημερινού, 3) να εμπλέκουν τους κοινωνικούς εταίρους και άλλα συναφή ενδιαφερόμενα μέρη που επηρεάζονται από τους κώδικες αυτούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στις αναπτυσσόμενες χώρες, κατά την εκπόνηση, την εφαρμογή και την παρακολούθησή τους, διαδικασίες οι οποίες προβλέπονται από τις Αρχές του Ισημερινού, και 4) να διαδίδουν την εμπειρία ορθής πρακτικής των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Στο Έκτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον δίνεται έμφαση στη συνεργασία με τις επιχειρήσεις. Η Κοινότητα έχει ήδη αναπτύξει έναν αριθμό προγραμμάτων και πρωτοβουλιών που στοχεύουν στη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ αρχών και βιομηχανίας και στην ενθάρρυνση της εθελοντικής δράσης του βιομηχανικού τομέα για τη βελτίωση της περιβαλλοντικής του απόδοσης. Για παράδειγμα, το κοινοτικό Σύστημα Οικολογικής Διαχείρισης και Ελέγχου (ΣΟΔΕ) ενθαρρύνει τις εταιρίες να καταρτίζουν, σε εθελοντική βάση, συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης και ελέγχου, σε χωρικό ή σε επίπεδο εταιρίας, και να δημοσιεύουν περιοδικές εκθέσεις περιβαλλοντικής απόδοσης, ελεγχόμενες ανεξάρτητα από διαπιστευμένους ελεγκτές. Αν και η αποδοχή του ΣΟΔΕ από τις εταιρίες έχει υπάρξει ενθαρρυντική, χρειάζεται να εξεταστούν πρόσθετα μέτρα, τα οποία θα βοηθήσουν σημαντικά στην αύξηση του αριθμού των εταιριών που θα δημοσιεύουν σοβαρές και ελεγμένες εκθέσεις για το περιβάλλον ή, ευρύτερα, την αειφόρο ανάπτυξη. Βήμα προς την ορθή κατεύθυνση είναι, για παράδειγμα, η πρωτοβουλία GRI (Global Reporting Initiative), η οποία ορίζει κατευθυντήριες γραμμές για τις εταιρίες ως προς το πώς να συντάσσουν εκθέσεις για την πρόοδο προς την επίτευξη στόχων αειφόρου ανάπτυξης και η οποία καθιερώθηκε από τον Συνασπισμό για Φιλικές προς το Περιβάλλον Οικονομίες και το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών το 1987(< www.globalreporting.org>).
Επιπλέον, το Έκτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον επιδιώκει να επιτύχει μία οικολογική στροφή του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι δανειστικές και επενδυτικές δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν σημαντικές έμμεσες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καθορίζοντας ποιες εταιρίες και δραστηριότητες έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση, καθώς και τους συνοδευτικούς όρους χρηματοδότησης. Η διευκόλυνση της περιγραφής των σχετικών σημαντικών πληροφοριών από τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις εταιρίες, θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνητρο για πιο οικολογική συμπεριφορά. Επιπλέον, μεγάλος αριθμός μετόχων και καταναλωτών δεν επιθυμούν απλώς να γνωρίζουν αν μια εταιρία παρέχει καλά προϊόντα και υπηρεσίες σε λογική τιμή, θέλουν επίσης να βεβαιώνονται ότι αυτά έχουν παραχθεί με περιβαλλοντικώς και κοινωνικώς υπεύθυνο τρόπο. Για ακόμη μία φορά τονίζεται ότι η κοινοτική νομοθεσία θα πρέπει να βοηθήσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ενθαρρύνοντας τη συστηματική ενσωμάτωση στοιχείων περιβαλλοντικού κόστους στις λογιστικές καταστάσεις. Όπου ο χρηματοπιστωτικός τομέας προσφέρει στο κοινό οικολογικά επενδυτικά κεφάλαια, μπορεί να εργαστεί με εθελοντικές κατευθυντήριες γραμμές προς αυτό που μπορεί να αποκαλέσουμε «οικολογική» επένδυση. Επιπλέον, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη, μπορούμε να έχουμε πιο άμεσα αποτελέσματα στη ροή κονδυλίων σε δραστηριότητες φιλικές προς το περιβάλλον. Μία από τις προτεινόμενες δράσεις στο τομέα αυτό είναι η μελέτη εθελοντικής πρωτοβουλίας με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, η οποία θα μπορούσε να καλύψει, για παράδειγμα, την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, συμφωνίες για την τήρηση εναρμονισμένων προτύπων όσον αφορά την κατάρτιση εκθέσεων, την έκδοση δανείων, «οικολογικά» επενδυτικά κεφάλαια, κ.λπ. Η Επιτροπή στην Ανακοίνωση της «σχετικά με την εταιρική κοινωνική ευθύνη: μια συνεισφορά των επιχειρήσεων στη βιώσιμη ανάπτυξη» κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις (Socially Responsible Investment-SRI), οι οποίες σχετίζονται άμεσα με τη χρηματοδότηση κατασκευής έργων υποδομής (Project Finance). Για να συνεισφέρουν οι κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις (Socially Responsible Investment-SRI) στην προώθηση της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν από οργανισμούς αξιολόγησης φερεγγυότητας (ανεξάρτητους συμβούλους ή τα τμήματα SRI των τραπεζών επενδύσεων) κριτήρια και δείκτες που να προσδιορίζουν τους παράγοντες ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και επιχειρηματικής επιτυχίας των κοινωνικά υπεύθυνων επιχειρήσεων. Με σκοπό την αύξηση της ευαισθητοποίησης σχετικά με ζητήματα των SRI, αρκετά κράτη μέλη έχουν ήδη υιοθετήσει νομοθεσία που απαιτεί από τις εταιρίες χαρτοφυλακίου επενδύσεων και τα ασφαλιστικά ταμεία να αποκαλύπτουν εάν και πώς λαμβάνουν υπόψη τους κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και δεοντολογικούς παράγοντες στις επενδυτικές τους αποφάσεις. Οι δηλώσεις για εισαγωγή χρεογράφων και τα ενημερωτικά δελτία και οι προσκλήσεις για εγγραφή που εκδίδονται τη στιγμή της εισαγωγής στο χρηματιστήριο, μπορεί να αποτελέσουν άλλη μία χρήσιμη πηγή πληροφοριών σχετικά με τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους: Οι πληροφορίες αυτές θα επιτρέψουν στον πιθανό επενδυτή να αξιολογήσει τους συνολικούς κινδύνους που συνδέονται με μια επιχείρηση (risk management). Το ίδιο ισχύει και για τις Δημόσιες Προσφορές Εξαγοράς Εταιριών (Takeover Bids) που εναρμονίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο βάσει της Οδηγίας 2004/25/ΕΚ. Η εταιρία που υποβάλλει την πρόταση για εξαγορά θα πρέπει να συμπεριλάβει στο δελτίο που θα εκδώσει πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο των σχεδίων της για τις δραστηριότητες και τη λειτουργία της εξαγοραζόμενης εταιρίας στην αειφόρο ανάπτυξη. Δεν πρέπει εξάλλου να λησμονείται η επίδραση που ενδέχεται να ασκήσουν στις χρηματοδοτήσεις κατασκευής έργων η Οδηγία 2004/35/ΕΚ σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας, καθώς και η Οδηγία 97/11/ΕΚ περί τροποποιήσεως της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον.[28]
Γίνεται, λοιπόν, φανερή η σημασία που αποδίδεται σε αυτούς τους, έστω και εθελοντικούς/προαιρετικούς, κανόνες προστασίας περιβάλλοντος σε επίπεδο ΕΕ.
VII. Συμπεράσματα
Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνεται η αειφόρος ανάπτυξη στο χρηματοοικονομικό, τραπεζικό και εταιρικό δίκαιο. Ενώ εκ πρώτης όψεως η προστασία του περιβάλλοντος φαίνεται ως μία έννοια ασύμβατη με αυτούς τους κλάδους του δικαίου είναι ανάγκη να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να υπάρξει μία στάθμιση και ένας συμβιβασμός. Οι δικαιϊκοί αυτοί κλάδοι θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αειφόρο ανάπτυξη στο πεδίο εφαρμογής τους και ιδιαίτερα στις χρηματοδοτήσεις έργων υποδομής που ενδέχεται να έχουν και τις σοβαρότερες αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Προς αυτήν την κατεύθυνση οδηγεί και η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Το «ήπιο» δίκαιο και οι εθελοντικοί κώδικες δεοντολογίας, όπως οι Αρχές του Ισημερινού (Equator Principles) και η Διακήρυξη του Collevecchio παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή. Οι εθελοντικοί αυτοί κώδικες βασίζονται στην αυτορρύθμιση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού κλάδου και φανερώνουν τη θετική στάση του προς την προστασία του περιβάλλοντος. Όμως εκτός από το γεγονός ότι είναι προαιρετικοί, οι επιμέρους διατάξεις τους παρουσιάζουν και αρκετά μειονεκτήματα. Μολαταύτα, αυτό δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει. Πρέπει να δούμε τα θετικά της όλης αυτής προσπάθειας. Υπάρχει επιτέλους ένα, έστω και προαιρετικό, πλαίσιο που ρυθμίζει τις τραπεζικές δραστηριότητες στον κλάδο αυτό. Ίσως οι Αρχές του Ισημερινού και η Διακήρυξη του Collevecchio να είναι μόνο ένα ενδιάμεσο στάδιο προς πιο αυστηρούς και αποτελεσματικούς κανόνες. Οι μελλοντικοί βελτιωμένοι αυτοί κανόνες μπορεί να περιέχονται είτε πάλι σε κάποιο «ωριμότερο» εθελοντικό κώδικα δεοντολογίας, είτε σε κάποιο νομοθέτημα αναγκαστικού δικαίου (εθνικού ή διεθνούς επιπέδου), το οποίο θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο σεβασμό της αειφόρου αναπτύξεως.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Νομική Επιθεώρηση Ε.Ο.Φ.Ν. (Ερευνητικού Ομίλου Φοιτητών Νομικής), τεύχος 35 (2008) σ. 20-30, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη. Η εργασία αυτή παρουσιάστηκε στο συνέδριο με τίτλο «Προστασία, αποκατάσταση και βιώσιμη ανάπτυξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη» το οποίο διοργανώθηκε από το Τμήμα Νομικής, την Γεωπονική Σχολή και το Πολυτεχνείο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στα πλαίσια της Δράσης Jean Monnet της ΕΕ. Το συνέδριο έλαβε χώρα στις 30 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 2007 στην Βέροια. Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Merton College, University of Oxford το οποίο χρηματοδότησε με ερευνητική υποτροφία τη συμμετοχή μου στο συνέδριο αυτό.
[1] Τα στοιχεία του ορισμού του Project Finance προέρχονται από το Νέο Σύμφωνο της Βασιλείας-Basel 2/Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία.
[2] B.J. Richardson, The Equator Principles: the voluntary approach to environmentally sustainable finance, European Environmental Law Review 2005, p. 280.
[3] B.J. Richardson, ibid, p. 280.
[4] B.J. Richardson, ibid, p. 280-281.
[5] Ο ορισμός και τα στοιχεία αυτά για την αειφόρο ανάπτυξη προέρχονται απο το Γλωσσάριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Europa website γλωσσάριο https://europa.eu/scadplus/glossary/sustainable_development_el.htm. Δές επίσης: L. Kramer, EC Environmental Law, Sweet & Maxwell 2003, London, p. 8-10 και D.Barstow-Magraw and L.D. Hawke ‘Sustainable Development’ στο D. Bodansky, J. Brunnee and E. Hey (eds), The Oxford Handbook of International Environmental Law, OUP 2007, Oxford, p. 614-637.
[6] Europa website γλωσσάριο https://europa.eu/scadplus/glossary/sustainable_development_el.htm.
[7] Europa website < https://europa.eu/scadplus/leg/el/s15001.htm.
[8] Europa website γλωσσάριο https://europa.eu/scadplus/glossary/sustainable_development_el.htm.
[9] Europa website γλωσσάριο https://europa.eu/scadplus/glossary/sustainable_development_el.htm.
[10] Europa website γλωσσάριο https://europa.eu/scadplus/glossary/sustainable_development_el.htm.
[11] Europa website γλωσσάριο https://europa.eu/scadplus/glossary/sustainable_development_el.htm.
[12] Europa website γλωσσάριο https://europa.eu/scadplus/glossary/sustainable_development_el.htm.
[13] B. J. Richardson, ibid, p. 280-281.
[14] J. J. Kirton and M. Trebilcock, Hard Choices, Soft Law, Ashgate 2004, Aldershot, p. 3, 288, 323, B. J. Richardson and S. Wood (eds), Environmental Law for Sustainability, Hart Publishing 2006, Oxford, p.7-8, B.J. Richardson, ibid, p. 281.
[15] B. J. Richardson and S. Wood (eds), Environmental Law for Sustainability, Hart Publishing 2006, Oxford, p. 7.
[16]Association for Environmental Management in Banks, Savings Banks and Insurance Companies, 1998, B. J. Richardson, ibid, p. 282, 284-285.
[17] R. Cooper, UNEP’s Financial Institutions Initiative, UNEP Indusrty and Environment, 1999, p. 13.
[18] B.J. Richardson, ibid, p. 283.
[19] A. Hardenbrook, The equator principles: the private financial sector’s attempt at environmental responsibility, Vanderbilt Journal of Transnational Law 2007, p. 197-198
[20] A. Hardenbrook, ibid, p. 199, Richardson, ibid, p. 285-286.
[21] P. Watchman, A. Delfino, J. Addison, EP2: The revised Equator Principles: why hard – nosed bankers are embracing soft law principles, Leboeuf Lamb (law firm), 2007, p. 8.
[22] P. Watchman, A. Delfino, J. Addison, ibid, p. 8.
[23]P. Watchman, A. Delfino, J. Addison, ibid, p. 22.
[24] P. Watchman, A. Delfino, J. Addison, ibid, p. 11.
[25] P. Watchman, A. Delfino, J. Addison, ibid, p. 14-15.
[26] P. Watchman, A. Delfino, J. Addison, ibid, p. 15-17.
[27] P. Watchman, A. Delfino, J. Addison, ibid, p.17-18.
[28]G. Vinter, Project Finance, third edition, Thomson 2006, London, p. 1, 77, 243, 345, 361, 397.