ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2007/III
Περιεχόμενα
– ΣτΕ 3858/2007 [Χωροταξικός σχεδιασμός – Εγκατάσταση υδροηλεκτρικού έργου στον ΄Αραχθο]. Σχόλιο του καθηγητή Γ. Παπαδημητρίου.
– 2787/2007 Μον. Πρωτ. Κέρκυρας [ Προσωρινή παύση παράνομης λειτουργίας Χ.Υ.Τ.Α.]. Σχόλιο του Τ. Νικολόπουλου, Καθηγητή του ΤΕΙ Μεσολλογίου.
– ΣτΕ 3610/2007 [Αναβίωση χρήσης ξενοδοχείου σε περιοχή αμιγούς κατοικίας]
– ΣτΕ 3615/2007 [Επανακαθορισμός ορίων αιγιαλού]. Σχόλιο του Μ. Χαϊνταρλή, Δρ. Ν.-Δικηγόρου.
– ΣτΕ 3611/2007 [Μη χαρακτηρισμός των εγκαταστάσεων της COLUMBIA ως ιστορικού τόπου]. Σχόλιο της Αγγ. Χαροκόπου, Δικηγόρου.
– ΣτΕ 3448/2007 [Kήρυξη αναδάσωσης σε έκταση προηγουμένως χαρακτηρισθείσα ως μη δασική]. Σημείωμα της Μ. Φλώρου, Δικηγόρου.
– ΣτΕ 3447/2007 [Κατασκευή προστεγάσματος (τέντας) σε κοινόχρηστο χώρο]. Σχόλιο του καθηγητή Γ. Παπαδημητρίου.
– 3356/2007 [Επανεξέταση και ανάκληση άδειας λειτουργίας βιομηχανικής ή βιοτεχνικής επιχείρησης (ναυπηγείου)]. Σχόλιο του Θ. Ξηρού, Δικηγόρου-Δ.Ν.
– ΣτΕ 3299/2007 [΄Αρση αναδάσωσης]. Σχόλιο του Θ. Ξηρού, Δικηγόρου-Δ.Ν.
ΣτΕ 3858/2007
[Χωροταξικός σχεδιασμός – Εγκατάσταση υδροηλεκτρικού έργου
στον ΄Αραχθο]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Α. Ράντος
Δικηγόρος: Μ. Χαϊνταρλής, Ι. Παπαδημητρίου, Κ. Βαρδακαστάνης, Β. Τύρου, Π. Δημόπουλος, Ν. Καμπάς
Το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΠΠΧΣΑΑ) Ηπείρου προβλέπει την κατασκευή, στον ¶ραχθο ποταμό, μόνο υδροηλεκτρικών έργων που ήταν ήδη προγραμματισμένα κατά το χρόνο έγκρισής του. Για λόγους περιβαλλοντικής προστασίας, δεν επιτρέπεται η εκτέλεση άλλων υδροηλεκτρικών έργων. Στην κατηγορία των προγραμματισμένων έργων δεν υπάγονται όσα είχαν ενταχθεί σε προγενέστερο στάδιο του προγραμματισμού αλλά είχαν εξαιρεθεί από αυτόν κατά την έγκριση του ΠΠΧΣΑΑ.
Βασικές σκέψεις
5. Επειδή, η υπό στοιχείο β) προσβαλλομένη πράξη είναι εκτελεστή, εφ’ όσον με αυτήν παρέχεται στην παρεμβαίνουσα η άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενεργείας από το επίμαχο έργο, δεν έχει δε ενσωματωθεί στην, μεταγενεστέρως και κατ’ άλλη διαδικασία εκδοθείσα, υπό στοιχείο α) πράξη, διατηρούσα την αυτοτέλεια της. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της παρεμβαινούσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι πράξεις, εξ άλλου, αυτές, κατατείνουσες στο αυτό αποτέλεσμα και αποτελούσες η μία προϋπόθεση εκδόσεως της άλλης, είναι συναφείς.
6. Επειδή, η αυτή ως άνω υπό στοιχείο β) πράξη έχει εκδοθεί την 28-9-2001, η δε κρινομένη αίτηση ακυρώσεως κατετέθη την 18-11-2005, τέσσερα, δηλαδή, και πλέον έτη μετά την έκδοση της εν λόγω πράξεως. Δεν προκύπτει, όμως, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο κοινοποίηση της πράξεως ή η γνώση του περιεχομένου της από τους αιτούντες σε χρόνο καθιστώντα την αίτηση εκπρόθεσμη, εφ’ όσον, μάλιστα, δεν είχε αρχίσει η κατασκευή του έργου. Δεδομένου δε ότι, για τους αυτούς λόγους, η αίτηση εμπροθέσμως ασκείται κατά της υπό στοιχείο α) πράξεως τρεις και ήμισυ μήνες από την έκδοση της, η οποία, μάλιστα, έλαβε χώρα κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών, η αίτηση στο σύνολο της ασκείται παραδεκτώς και από την άποψη αυτή.
7. Επειδή, κατά τις παραγράφους 1.α. και 2 του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 (Α’ 160), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3010/2002 (Α’ 91), για την πραγματοποίηση νέων ή την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό υφισταμένων δημοσίων ή ιδιωτικών έργων ή δραστηριοτήτων απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος, μετά από υποβολή, για τα έργα της πρώτης (Α) κατηγορίας του προηγουμένου άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του αυτού ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3010/2002, δηλαδή τα έργα που είναι πιθανόν να προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Στην ως άνω πρώτη (Α΄) κατηγορία, υποκατηγορία 1η, έργων και δραστηριοτήτων του ν. 1650/1986, όπως ισχύει, και, ειδικότερα, στην ομάδα 2° του άρθρου 3 της κατ’ εξουσιοδότηση του εν λόγω νόμου εκδοθείσης κοινής υπουργικής αποφάσεως (κ.υ.α.) αριθ. Η.Π. 15393/2332/5-8-2002 (ΒΊ022) υπάγονται, μεταξύ άλλων, (α/α 15 του πίνακα 2 του παραρτήματος 1 του άρθρου 5 της ως άνω κ.υ.α.), τα «υδροηλεκτρικά έργα με ισχύ μεγαλύτερη ή ίση των 8 ΜW». Εξ άλλου, μεταξύ των μέσων χωροταξικού σχεδιασμού, που απαριθμούνται στο κεφάλαιο Γ΄ του ν. 2742/ 1999 « Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη…» (Α’ 207), περιλαμβάνονται (άρθρο 8 του νόμου), και τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (εφεξής ΠΠΧΣΑΑ), τα οποία, κατά την παρ. 4 του ως άνω άρθρου, εγκρίνονται με αποφάσεις του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Ειδικότερα, με το ως άνω άρθρο ορίζεται ότι «1. Τα ΠΠΧΣΑΑ καταρτίζονται για κάθε περιφέρεια της χώρας και αποτελούν σύνολα κειμένων ή και διαγραμμάτων με τα οποία: α)… δ) προσδιορίζονται, με προοπτική δεκαπέντε (15) ετών, οι βασικές προτεραιότητες και οι στρατηγικές επιλογές για την ολοκληρωμένη και αειφόρο ανάπτυξη του χώρου στο επίπεδο της περιφέρειας, …Τα ΠΠΧΣΑΑ υποδεικνύουν ειδικότερα τις κατευθύνσεις για τη χωρική διάρθρωση των βασικών δικτύων και υπηρεσιών διοικητικής, κοινωνικής και τεχνικής υττοδομής περιφερειακού και διανομαρχιακού ενδιαφέροντος, … Περιλαμβάνουν επίσης τις κατευθύνσεις και τα προγραμματικά πλαίσια για τη χωροθέτηση των βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων του πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα…». Κατά το επόμενο άρθρο 9 του νόμου, «1. Ρυθμιστικά σχέδια… ή άλλα σχέδια χρήσεων γης, που εγκρίνονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, οφείλουν να εναρμονίζονται προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις των εγκεκριμένων Περιφερειακών Πλαισίων…».
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό στοιχείο α) προσβαλλομένη πράξη εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι κατασκευής, από την παρεμβαίνουσα εταιρεία, μεγάλου υδροηλεκτρικού έργου, ισχύος 93 ΜW, υπαγομένου στην Α’ κατηγορία έργων του ν. 1650/1986, στον ¶ραχθο ποταμό της Περιφερείας Ηπείρου. Για την εν λόγω Περιφέρεια έχει ήδη εγκριθεί, με την υπ’ αριθ. 25301/25-6-2003 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β’ 1451/6-10-2003), κατά τις διατάξεις του ν. 2742/1999, το οικείο ΠΠΧΣΑΑ. Στο εν λόγω Πλαίσιο Σχεδιασμού, το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της υπό στοιχ. α) προσβαλλομένης πράξεως, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ως προς την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ότι, «Β. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΩΝ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ… Β.3.3 ΛΟΙΠΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ. Σε ότι αφορά την υποδομή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας η Ήπειρος είναι απολύτως αυτάρκης. Με την αποπεράτωση – υλοποίηση των προγραμματισμένων Υδροηλεκτρικών Σταθμών η Περιφέρεια Ηπείρου αναδεικνύεται σε ενεργειακό κέντρο υπερτοπικής σημασίας, καθώς η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να υπερ-διπλασιαστεί στο άμεσο μέλλον… Γ. ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ … Γ.3.6.2. ΛΟΙΠΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ. Ενέργεια. Σήμερα οι ενεργειακές απαιτήσεις της περιοχής καλύπτονται χωρίς πρόβλημα από την υπάρχουσα παραγωγή ενώ με την υλοποίηση των προγραμματισμένων υδροηλεκτρικών έργων η Περιφέρεια Ηπείρου αναδεικνύεται σε ενεργειακό κέντρο υπερτοπικής σημασίας… Για την περαιτέρω αξιοποίηση του υδάτινου δυναμικού της περιφέρειας για ενεργειακούς σκοπούς προτείνεται η εκπόνηση τομεακής μελέτης, θα πρέπει δε να συντρέχουν και οι ακόλουθοι όροι: – Εκπόνηση διαχειριστικών και περιβαλλοντικών μελετών στο σύνολο της υδρολογικής λεκάνης – Κοινωνική συναίνεση – Αντισταθμιστικά οφέλη. Δεν συνιστάται η κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων στα Τζουμέρκα (Καλαρύτικος, ¶ραχθος) για λόγους περιβαλλοντικής προστασίας…». Από την διατύπωση αυτή του ΠΠΧΣΑΑ Ηπείρου προκύπτει ότι το Σχέδιο προβλέπει την κατασκευή, μεταξύ άλλων, στον ¶ραχθο ποταμό μόνον των ήδη τυχόν προγραμματισμένων κατά τον χρόνο εγκρίσεως του υδροηλεκτρικών έργων, δηλαδή των εντασσομένων σε ισχύον κατά τον χρόνο εκείνο σχετικό πρόγραμμα έργων. Δεν ανέχεται δε, για λόγους περιβαλλοντικής προστασίας, την περαιτέρω εκτέλεση άλλων υδροηλεκτρικών έργων, χωρίς την προηγουμένη τήρηση των προβλεπομένων στο Σχέδιο ειδικών προϋποθέσεων και διαδικασιών, ενώ, αντιθέτως, προβλέπει την αποτροπή της κατασκευής έργων στον ποταμό αυτόν. Εξάλλου στην κατά τα ανωτέρω κατηγορία των προγραμματισμένων έργων δεν υπάγονται, όσα είχαν μεν ενταχθεί, σε προγενέστερο στάδιο του προγραμματισμού και κατά την έναρξη της διαδικασίας εκπονήσεως του Πλαισίου Σχεδιασμού, παρέμειναν ενταγμένα στο οικείο πρόγραμμα, είχαν, όμως, εν τω μεταξύ, για οποιονδήποτε λόγο, αφαιρεθεί από αυτό, κατά τον χρόνο εγκρίσεως του Σχεδίου. Όπως δε εν προκειμένω προκύπτει, με την υπ’ αριθ. 19375/3596/2-7-1997 απόφαση του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. είχε προεγκριθεί η χωροθέτηση, για λογαριασμό της ΔΕΗ, υδροηλεκτρικού έργου στον ¶γιο Νικόλαο Αράχθου, εν όψει δε του στοιχείου τούτου στην αρχική μελέτη χωροταξικού σχεδίου Περιφερείας Ηπείρου (Ιουλίου 2000), όπως και σε άλλες προγενέστερες μελέτες, αναφερόταν, στο κεφάλαιο «Γ, 1.3.7.1. Ενέργεια» (σελ. 116), ότι είναι υπό κατασκευή, μεταξύ άλλων, το φράγμα Αγίου Νικολάου Αράχθου. Η ΔΕΗ, όμως, εγκατέλειψε το σχέδιο κατασκευής του έργου, κατόπιν δε τούτου, στην «αναμορφωμένη επικαιροποίηση» της ανωτέρω μελέτης, μετά την γνωμοδότηση του Περιφερειακού Συμβουλίου Ηπείρου από 4-2-2003 και 18-2-2003, όπως τούτο ρητώς σημειώνεται στην αναμορφωμένη επικαιροποίηση της μελέτης, αν και από παραδρομή διατηρήθηκε στο εξώφυλλο της ίδιας μελέτης η χρονολογία αρχικής επικαιροποιήσεως, δηλαδή Ιανουάριος 2003, στο κεφάλαιο Δ.3.6.2. «Λοιπές τεχνικές υποδομές – Ενέργεια» (σ. 59), αναφέρονται συγκεκριμένα υπό κατασκευή υδροηλεκτρικά έργα – φράγματα (Αχελώος, Καλαμάς, Σαραντάπορος, Αώος), παραλείπεται, όμως, το φράγμα Αγίου Νικολάου Αράχθου. Tο ως άνω ΠΠΧΣΑΑ έχει εκδοθεί με βάση την εν λόγω αναμόρφωση της επικαιροποιήσεως του, που, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δεν περιλαμβάνει το επίμαχο φράγμα μεταξύ των μνημονευομένων ως «προγραμματισμένων» υδροηλεκτρικών έργων. Με τα δεδομένα αυτά, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν έχουν εκδοθεί νομίμως, διότι με αυτές επιτρέπεται η κατασκευή μη προγραμματισμένου, κατά την ανωτέρω έννοια, υδροηλεκτρικού έργου στον ¶ραχθο ποταμό, παρά την αντίθετη, κατ’ αρχήν, πρόβλεψη στο οικείο ΠΠΧΣΑΑ. Εν όψει δε όσων εκτίθενται ανωτέρω, αβασίμως υποστηρίζεται με την παρέμβαση και τα επ’ αυτής υπομνήματα, κατ’ επίκληση παλαιοτέρων της ως άνω αναμορφώσεως της επικαιροποιήσεως του ΠΠΧΣΑΑ μελετών και στοιχείων, αφ’ ενός ότι το εν λόγω έργο έπρεπε να θεωρηθεί ως προγραμματισμένο κατά τον χρόνο εκδόσεως του Περιφερειακού Πλαισίου και αφ’ ετέρου ότι η ανωτέρω αναμορφωμένη επικαιροποίηση του Πλαισίου Σχεδιασμού έλαβε χώρα πριν από τις γνωμοδοτήσεις του Περιφερειακού Συμβουλίου Ηπείρου. Για τον ανωτέρω λόγο, συνεπώς, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινομένη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις, ενώ αποβαίνει περιττή η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Πρέπει δε, κατόπιν τούτων, να απορριφθεί η παρέμβαση.
Σχόλιο
1. Ο ν. 2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη» προβλέπει την εκπόνηση και την έγκριση Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΠΠΧΣΑΑ) ως βασικού θεσμικού εργαλείου για την οργάνωση του χώρου. Κάθε έργο ή δραστηριότητα στις επιμέρους Περιφέρειες επιβάλλεται μετά την έγκριση του Περιφερειακού Πλαισίου να εναρμονίζεται προς τις επιλογές ή τις κατευθύνσεις του. Τυχόν υπέρβασή τους θέτει ζήτημα νομιμότητας. Διαφορετικά τίθεται πάντως το πρόβλημα ως προς έργα ή δραστηριότητες που είχαν σχεδιασθεί προηγουμένως και είχαν ήδη αρχίσει να προωθούνται πριν από την έκδοση της σχετικής απόφασης του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ. Σε αυτήν την περίπτωση ερωτάται εύλογα, αν η νομιμότητα ανάλογων έργων ή δραστηριοτήτων πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα τις επιλογές και τις κατευθύνσεις του Περιφερειακού Πλαισίου και, εφόσον αντίκεινται προς αυτές, να εγκαταλείπονται. Το πρόβλημα ανακύπτει ιδίως, όταν το Περιφερειακό Πλαίσιο παραλείπει να κάνει ρητή αναφορά σε αυτά και να προβλέψει τη συνέχισή τους.
2. Στην εξεταζόμενη υπόθεση η ΔΕΗ είχε σχεδιάσει υδροηλεκτρικό έργο στον ποταμό ΄Αραχθο πριν από την έκδοση της απόφασης της 25ης Ιουνίου 2003 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ για την έγκριση του Περιφερειακού Πλαισίου Ηπείρου. Συγκεκριμένα, είχε μεριμνήσει για την προέγκριση χωροθέτησής του το 1997 με βάση τις διατάξεις του ν. 1650/1986. Η ΔΕΗ φαίνεται ότι εγκατέλειψε στη συνέχεια το έργο και δεν συμμετείχε στη διαβούλευση κατά τη δεύτερη φάση εκπόνησης του Περιφερειακού Πλαισίου, ενώ η Διοίκηση όχι μόνο θεώρησε ότι δεν έπρεπε να ενταχθεί σε αυτό αλλά πρόβλεψε ότι λόγοι προστασίας του περιβάλλοντος δεν επέτρεπαν την κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων στους ποταμούς Καλαρύτικο και ¶ραχθο. Ωστόσο, με Κοινή Απόφαση των Υπουργών ΠΕΧΩΔΕ, Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Πολιτισμού εγκρίθηκαν αργότερα, την 31η Αυγούστου 2005, οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και τη λειτουργία του έργου, ενώ με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης είχε χορηγηθεί πολύ προηγουμένως, την 28η Σεπτεμβρίου 2001, άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
3. Το Δικαστήριο κλήθηκε να κρίνει τη νομιμότητα τόσο της πράξης με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου όσο και, δευτερευόντως, της άδειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Θέτοντας ως βάση των συλλογισμών του την εναρμόνισή της με τις επιλογές ή κατευθύνσεις του Περιφερειακού Πλαισίου Ηπείρου και διαπιστώνοντας ότι η Διοίκηση παρέλειψε κάθε μνεία του υδροηλεκτρικού έργου στον ¶ραχθο, απεφάνθη ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι παράνομες. Την κρίση του ενισχύει το γεγονός, ότι στο Περιφερειακό Πλαίσιο Ηπείρου περιλαμβάνονται τέσσερα υδροηλεκτρικά έργα-φράγματα στους ποταμούς Αχελώο, Καλαμά, Σαραντάπορο και Αώο. Η παράλειψη του Αράχθου αποτελεί συνειδητή επιλογή, αφού το Περιφερειακό Πλαίσιο προβλέπει, σταθμίζοντας τις προσφερόμενες δυνατότητες, την πραγματοποίηση τεσσάρων ανάλογων έργων σε άλλους ποταμούς της Ηπείρου.
Στη σχολιαζόμενη απόφαση το Δικαστήριο διευκρινίζει τη λειτουργία των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης του ν. 2742/1999 και προσδιορίζει τις επιπτώσεις τους για έργα, τα οποία είχαν σχεδιασθεί αρχικά πριν από την έγκρισή τους και των οποίων η πραγματοποίηση προωθείται μετά την έκδοση της σχετικής απόφασης του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται εύλογα στη νομιμότητα της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, γιατί η εκτέλεση της άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται άμεσα από αυτήν. Η ακύρωση της πρώτης παρασύρει συνεπώς και τη δεύτερη.
4. Το δείγμα γραφής που προσφέρει η απόφαση για τη λειτουργία των νέων εργαλείων χωροταξικού σχεδιασμού, τα οποία θεσπίσθηκαν επιτέλους με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην πρόσφατη απόφαση 1340/2007 για το λιμάνι της Νάξου το Δικαστήριο συνεκτίμησε με ανάλογο τρόπο όχι την πράξη έγκρισης αλλά τη μελέτη του Χωροταξικού Πλαισίου Ν. Αιγαίου, αφού η σχετική απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ εκδόθηκε μετά την προσβαλλόμενη πράξη. Το Δικαστήριο αξιοποιεί τις θέσεις που έχει ήδη διαμορφώσει με διάφορες αφορμές για την ορθολογική οργάνωση του χώρου. ΄Εχοντας ως βασικό γνώμονα τις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 24 Συντ., ερμηνεύοντας δημιουργικά τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του ν. 2742/1999 και αποβλέποντας στην εξειδίκευσή τους στο νέο κανονιστικό περιβάλλον, τέμνει ορθά το ζήτημα που αντιμετώπισε.
Γιώργος Παπαδημητρίου
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
2787/2007 ΜΟΝ. ΠΡΩΤ. ΚΕΡΚΥΡΑΣ
(Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)
[ Προσωρινή παύση παράνομης λειτουργίας Χ.Υ.Τ.Α.]
Δικαστής: Ιουλία Αργυροπούλου
Δικηγόροι: Ιω. Γεωργούδης, Απ. Παπακωνσταντίνου, Ν. Ράλλης, Ανδ. Ρίγγας, Αν. Σαλβάνος, Ι. Κοντός, Αλ. Παγιατάκης, Π. Παπαθεμιστοκλέους, Αγγ. Σκέμπρη, Σπ. Βαρθολομαίος, Στ. Πανάρετος, Ι. Παπαγεωργίου, Ηλ. Πλασκοβίτης, Π. Πιέρρης
Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή παύση παράνομης λειτουργίας Χ.Υ.Τ.Α.
Οι διαφορές που δημιουργούνται από την παρεμπόδιση της χρήσης κοινοχρήστων πραγμάτων, η οποία προσβάλλει την προσωπικότητα του χρήστη και οφείλεται σε υλικές ενέργειες των διοικητικών οργάνων, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
Απορρίπτεται η ένσταση για έλλειψη κατεπείγοντος και επικειμένου κινδύνου, επειδή θεωρείται ότι υφίστανται διαρκώς στην περίπτωση παρεμπόδισης της άσκησης των δικαιωμάτων που απορρέουν την προσωπικότητα του ατόμου.
Απορρίπτεται η αίτηση, επειδή οι αρνητικές συνέπειες από την παραδοχή της είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια των αιτούντων: η παύση λειτουργίας του ΧΥΤΑ θα είχε ως αποτέλεσμα σε πρώτη φάση τη συσσώρευση σε όλο το νησί απορριμμάτων στα σημεία όπου υπάρχουν κάδοι και σε δεύτερη φάση την αποκομιδή αυτών και την εναπόθεσή τους σε χώρους που θα λειτουργούν ανεξέλεγκτα, με άμεσο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.
Το δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει άλλα ηπιότερα (εναλλακτικά) μέτρα. Το μόνο μέτρο που θα μπορούσε να θεωρηθεί εναλλακτικά πρόσφορο είναι η εξακολούθηση της λειτουργίας του Χ.Υ.Τ.Α., αλλά υπό τεχνικές κι επιστημονικές προϋποθέσεις που θα καθιστούσαν νόμιμη τη λειτουργία του. Τέτοιο όμως μέτρο δεν μπορεί να προσδιορισθεί και εξειδικευθεί από το δικαστήριο, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της ένδικης περίπτωσης που προϋποθέτει σειρά μελετών, μέτρων και διοικητικών πράξεων.
Βασικές σκέψεις
Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. α’ του Α.Κ. «όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα ν’ απαιτήσει ν’ αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί της προσβολής της προσωπικότητας, η οποία αποτελεί το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1) σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, και στο επ’ αυτής δικαίωμα περικλείονται, τα έννομα αγαθά της τιμής, της ζωής, της υπόληψης, της υγείας, της ελευθερίας, της σωματικής ακεραιότητας, του απόρρητου της ιδιωτικής ζωής, της εικόνας του προσώπου, κ.λ.π., τα οποία δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε έκφανσης αυτής να σημαίνει, και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 195/2007, Δημοσ. ΝΟΜΟΣ), ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλοντος ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής (ΑΠ 1143/2003, ΕλΔ 46, 394, ΕφΑθ 1688/1998, ΕλΔ 39, 667 ΕφΑθ 12154/1990, ΕλΔ 32, 1673).
Συνεπώς, το άρθρο 57 ΑΚ συνιστά μία γενική ρήτρα και αποτελεί συγκερασμό των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1, με συνέπεια στο δικαίωμα της προσωπικότητας να περιλαμβάνεται, τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, που είναι, και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ένα από τα αγαθά που απαρτίζουν την προσωπικότητα του ατόμου είναι και το περιβάλλον, φυσικό και πολιτιστικό, το οποίο είναι ο ζωτικός χώρος μέσα στον οποίο αναπτύσσεται, κινείται και δημιουργεί ο άνθρωπος, εφόσον δε συνιστά βασικό στοιχείο της ζωής του και συνεπώς είναι αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας του, η προσβολή του παρέχει αγώγιμη αξίωση θεμελιούμενη στο ανωτέρω άρθρο 57 του ΑΚ εναντίον εκείνου, από τη δράση του οποίου προέρχεται η βλαπτική ενέργεια, που αποτελεί την αιτία επιβάρυνσης του περιβάλλοντος (ΜονΠρΗρακ 802/2003, ΝοΒ 2003, 1458, ΜονΠρΒολ 1531/2002, ΕλΔ 43, 1497, ΜονΠρΤρικ 496/2001, ΠειρΔ 5, 536, ΜονΠρΣερ 12/1994, ΝοΒ 42, 1032, ΜονΠρΧαλκ 336/1992, ΕλΔ 33, 1513, ΜονΠρΝαυπλ 163/1991, ΝοΒ 39, 786, Ι. Καράκωστα, Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών κλπ., μελέτη. ΝοΒ 1993, 45, ιδίου, Προσωπικότητα και τύπος, 3η έκδ. 2000, σ. 51, 54). Περαιτέρω, η προστασία των περιβαλλοντικών στοιχείων σε επίπεδο ιδιωτικού δικαίου μπορεί να επιτευχθεί με την ενεργοποίηση των διατάξεων του ΑΚ για τα κοινά σε όλους και για τα κοινής χρήσεως πράγματα (άρθρα 966 και 967 του Α.Κ., βλ. ΜΠρΒολ 1503/2004, Αρμ 2005, 12), όπως είναι ο ατμοσφαιρικός αέρας, η θάλασσα, τα γλυκά νερά, που εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια του περιβάλλοντος (γήινου, υδάτινου, αέρινου) και συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τα σημαντικότερα αγαθά. Το δικαίωμα χρήσης των εν λόγω πραγμάτων αποτελεί ιδιωτικού δικαίου έκφανση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στο περιβάλλον (άρθρο 24 του Συντάγματος), όπως αυτό έμμεσα τριτενεργεί μέσω των άνω διατάξεων των άρθρων 57 και 967 επ, του Α.Κ. (Καρακατσάνη, «Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα οπό τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων», ΝοΒ 41, 45 επ., ΜονΠρΚορ 2145/2002, ΕλΔ 44,1426).
Ωστόσο, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 57 του Α.Κ. δεν αρκεί μόνον η προσβολή της προσωπικότητας κάποιου με τη διατάραξη των ζωτικών περιβαλλοντικών του στοιχείων, αλλά απαιτείται επιπλέον η προσβολή να είναι παράνομη, τούτο δε συμβαίνει, κατά μία άποψη, όταν η προσβολή γίνεται κατά παράβαση ρητής διάταξης νόμου (ΑΠ 718/2001, ΕλΔ 42, 942), ενώ κατ’ άλλη άποψη, την οποία ακολουθεί και το παρόν δικαστήριο, και όταν υπάρχει οποιαδήποτε κοινωνικά απρόσφορη επέμβαση στη σφαίρα του συγκεκριμένου κάθε φορά αγαθού, η οποία λαμβάνει χώρα χωρίς προς τούτο δικαίωμα ή με την άσκηση μεν δικαιώματος, που όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας απο το προσβαλλόμενο είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος (ΑΠ 195/2007, Δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6720/2000, ΕλΔ 43, 1495, ΕφΑθ 1688/1998, ΕλΔ 39, 667, ΕφΑθ 12154/1990, ΕλΔ 32, 1673), δηλαδή δεν απαιτείται να είναι η προσβάλλουσα το αγαθό συμπεριφορά απαγορευμένη από ειδική διάταξη νόμου, αλλά αρκεί το ότι είναι βλαπτική και κοινωνικά απρόσφορη και μόνο. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευομένων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει ν’ αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της (ΑΠ 195/2007, όπ.π.).
Την ύπαρξη δικαιώματος για να ενέργησα με τον επίμαχο επιβλαβή τρόπο υποχρεούται να προτείνει και να αποδείξει ο επικαλούμενος αυτό κατ’ ένσταση, ενώ την ενδεχόμενη κατάχρηση του δικαιώματος αυτού ή την υστέρησή του σε σπουδαιότητα έναντι του προσβαλλομένου μπορεί να προτείνει κατ’ αντένσταση ο ενάγων ή αιτών (ΕφΑθ 1688/1996 ό.π.). Η προστασία του ίδιου δικαιώματος, όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, επιτυγχάνεται και με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων εφόσον υπάρχει κατεπείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος, στοιχεία που θεωρούνται ότι υφίστανται διαρκώς στην περίπτωση παρεμπόδισης της χρήσης κοινοχρήστου πράγματος, γιατί η αντίστοιχη ανάγκη χρήσης του είναι διαρκής απρόβλεπτη και πολυπρόσωπη (ΜΠρΛαρ 3867/2005, Δικογραφία 2005, 557, ΜΠρΘεσ 9069/2005, Δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 16242/2003, Αρμ 2005, 1202, ΜΠρΠάτρ 3421/2000, Περιβ. Δικ., 1/2001, σελ. 88). Εξάλλου, το δικαίωμα δικαστικών ενεργειών προστασίας του περιβάλλοντος πρέπει ν’ αναγνωριστεί εκτός των φυσικών και στα νομικά πρόσωπα ή άλλους συλλογικούς φορείς, όταν αυτοί ενεργούν ως εκπρόσωποι των μελών τους – φορέων των ατομικών δικαιωμάτων και συμφερόντων (ΕφΑθ 1711/1991, Αρμ 45, 484 ΕφΑθ 6805/1987, ΕλΔ 31, 1458, ΜΠρΘεσ 4598/2003, Αρμ 2003, 626, ΜονΠρΡοδ 60/2002, ΔωδΝομ 2003, 24).
Με την υπό κρίση αίτηση εκθέτουν οι αιτούντες ότι το καθού η αίτηση ν.π.δ.δ., φορέας για τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων στη νήσο Κέρκυρας, είναι επιφορτισμένο με τη λειτουργία του χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων στη θέση «Παλιάμπελα Μπρεντάνου» Τεμπλονίου Κέρκυρας. Ότι ο υπόψη χώρος λειτουργεί παρανόμως, χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής και χωρίς την τήρηση των προβλεπομένων από την υπ’ αριθ. 111210/5-8-1998 Κ.Υ.Α. του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. και Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών για την κατασκευή και λειτουργία αυτού, με αποτέλεσμα τη ρύπανση του περιβάλλοντος στην περιοχή εκείνη και την εκ τούτου παράνομη προσβολή της προσωπικότητας των κατοίκων αυτής. Ισχυριζόμενοι περαιτέρω οι αιτούντες ότι ο σκοπός του πρώτου από αυτούς νομικού προσώπου είναι η δραστηριοποίησή του στην περιοχή Τεμπλονίου Κέρκυρας, ο συντονισμός και η αξιοποίηση σε συλλογική βάση όλων των μελών του για ζητήματα που αφορούν το περιβάλλον και τα λοιπά προβλήματα της περιοχής αυτής, ενώ οι λοιποί αιτούντες τυγχάνουν κάτοικοι της εν λόγω περιοχής, επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση κι επικείμενο κίνδυνο από τη συνέχιση της λειτουργίας του εν λόγω Χ.Υ.Τ.Α. και της προγραμματισμένης επέκτασης αυτού, ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης που δημιουργήθηκε και ειδικότερα:
α) ν’ απαγορευθεί προσωρινά η λειτουργία του προαναφερθέντος χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων, μέχρις ότου συμμορφωθεί ο καθού με όλους τους εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους και λάβει την απαιτούμενη από το νόμο άδεια λειτουργίας, β) ν’ απαγορευθεί προσωρινά η παράνομη επέκταση αυτού, γ) να υποχρεωθεί ο καθού να φυλάττει το χώρο και ν’ απαγορεύει την εναπόθεση οικιακών απορριμμάτων, τοξικών αποβλήτων, ιατρικών αποβλήτων, λυματολάσπης και γενικότερα μη οικιακών και προσομοιουμένων προς τα οικιακά αποβλήτων και δ) να προβεί ο καθού στην επικάλυψη των αποβλήτων με χώμα. Ζητούν επίσης να επιβληθεί χρηματική ποινή εις βάρος του καθού ύψους 3.000,00 ευρώ για κάθε παραβίαση του διατακτικού της εκδοθησόμενης απόφασης και να καταδικασθεί αυτό στη δικαστική τους δαπάνη.
Η αίτηση παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επόμ. του ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως νόμω αβασίμου του ισχυρισμού του καθού περί στέρησης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς, καθόσον οι διαφορές που δημιουργούνται από την παρεμπόδιση της χρήσης κοινοχρήστων πραγμάτων, η οποία προσβάλλει άμεσα την προσωπικότητα του χρήστη και οφείλεται σε υλικές ενέργειες των διοικητικών οργάνων, οι αξιώσεις δε που δίδει ο νόμος προς προστασία του ανωτέρω ιδιωτικού δικαιώματος είναι η άρση της προσβολής και η παράλειψη αυτής στο μέλλον, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γιατί ανάγονται σε έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου (ΜΠρΚαλ 109/2003, ΝοΒ 2004, 1246, ΜΠρΚορ 2536/2001, Δήμος, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 10691/1997, Περ.Δ. 3/1997, 379, ΠΠρΑθ 1026/1994, ΑρχΝ 1995, 59). Είναι πλήρως ορισμένη, περιέχουσα όλα τα κατά νόμον αναγκαία στοιχεία, δηλαδή εκείνα που προσδιορίζουν το ασφαλιστέο δικαίωμα των αιτούντων προς προστασία του οποίου επιδιώκεται το ασφαλιστικό μέτρο (άρθρο 57 του Α.Κ.) και την έννοια της επείγουσας περίπτωσης και του επικειμένου κινδύνου, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί αοριστίας ισχυρισμού του καθού.
Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προεκτεθείσες διατάξεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 176, 731, 732 και 947 παρ. 1 του ΚΠολΔ, 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, και του κατά συνταγματική επιταγή για την προστασία του περιβάλλοντος (24 παρ. 1) εκδοθέντος ν. 1650/1986 και της κατ’ εξουσιοδότηση του τελευταίου και προς συμμόρφωση με τις οδηγίες 84/360/ΕΟΚ και 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 28ης Ιουνίου 1984 και της 27ης Ιουνίου 1985, αντιστοίχως, εκδοθείσας Κ.Υ.Α. 69269/5387/24-10-1990 (ΦΕΚ 678, Β΄),- νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της επίμαχης Κ.Υ.Α. περί έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή, λειτουργία και επανένταξη του επιδίκου Χ.Υ.Τ.Α. στο Τεμπλόνι Κέρκυρας, ήτοι, πριν από την τροποποίηση και συμπλήρωση του ανωτέρω ν. 1650/1986 με το ν. 3010/2002, με τον οποίο επιδιώκεται η εναρμόνιση προς τις Οδηγίες 97/11/ΕΕ «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον» και 96/61/ΕΕ «για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης», χωρίς παράλληλα τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα να προσκρούουν στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τον οποίο τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση, εφόσον με τα ασφαλιστικά μέτρα δεν επιτρέπεται η δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων, σε τρόπο ώστε να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός της οριστικής δικαστικής προστασίας. Ο πιο πάνω κανόνας έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθρα 731 και 732 του ΚΠολΔ), το οποίο κατά το σκοπό του δε διαφέρει από το υπόλοιπα ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα, που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά, για να μη δημιουργηθούν μέχρι την περάτωση της κύριας δίκης αμετάκλητες καταστάσεις, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν το σκοπό της δίκης αυτής, ωστόσο, επί ρύθμισης διαρκών (συμβατικών ή νομίμων) ενοχών για παροχή ή παράλειψη (τέτοια είναι και η υποχρέωση παράλειψης προσβολής της προσωπικότητας με τη ρύπανση του περιβάλλοντος) είναι συνήθως δυνατή η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, χωρίς αυτό να συνιστά ολοκληρωτική ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος, καθόσον πρόκειται για ρύθμιση προς το σκοπό θέσης σε λειτουργία διαρκούς έννομης κατάστασης, όπως η προστασία της προσωπικότητας και η ρύθμιση αυτή δεν απολήγει σε ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, αφού είναι προσωρινή (ΜΠρΘεσ 19938/2006, Αρμ 2006, 1076, ΜΠρΘεσ 12162/1993, Αρμ 1994, 182, ΜονΠρΑθ 1347/1989, Δ 1989, 319, ΜονΠρΑθ 15611/1989, Δ 1990, 874, ΜονΠρΑθ 16255/1989, ΕλΔ 1990, 1546, Κ. Μπέη, ΠολΔικ, V, σελ. 776, 834, βλ. περιπτωσιολογία σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, (Κράνης), ΕρμΚΠολΔ, 2000, άρθρα 731-732 αριθ. 5).
Κατ’ ακολουθίαν, η σχετική ένσταση του καθού πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη, ενώ ως αβάσιμη πρέπει ν’ απορριφθεί και η ένσταση για έλλειψη κατεπείγοντος κι επικειμένου κινδύνου, καθόσον το στοιχείο αυτό, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, θεωρείται ότι υφίσταται διαρκώς στην περίπτωση παρεμπόδισης της χρήσης των δικαιωμάτων που απαρτίζουν την προσωπικότητα του ατόμου.
Εξάλλου, πρόσθετες παρεμβάσεις (υπό στοιχ. Β1, Β2, Β3, Β4, Β5, Β6, Β7, Β8, Β9, Β10, Β11) με προφορικές δηλώσεις των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, υπέρ του καθού ν.π.δ.δ., άσκησαν οι Δήμοι: Παλαιοκαστριτών, Φαιάκων, Αχιλλείων, Αγίου Γεωργίου, Εσπερίων, Κασσωπαίων, Μελιτειέων, Παρελίων, Θιναλίων, Κορισσίων και Κερκυραίων του νομού Κέρκυρας, νομίμως εκπροσωπούμενοι από τους Δημάρχους αυτών, επικαλούμενοι άμεσο έννομο συμφέρον από τη νομοθετημένη αρμοδιότητά τους να φροντίζουν για την προστασία της υγείας των δημοτών τους, η οποία θα εκτεθεί σε κίνδυνο από την παύση, έστω και προσωρινή, της λειτουργίας του επίμαχου Χ.Υ.Τ.Α., ο οποίος υποδέχεται τα απορρίμματά τους. Οι εν λόγω πρόσθετες παρεμβάσεις, οι οποίες καταχωρήθηκαν επί του σώματος της ένδικης αίτησης, λόγω της μη τήρησης πρακτικών συνεδρίασης στην προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, παραδεκτά εισάγονται για να συζητηθούν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού σ’ εκκρεμοδικία της ένδικης αίτησης, είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 80 και 686 παρ. 6 του ΚΠολΔ, (βλ. Ολ ΑΠ 38/1997, ΕλΔ 39, 55, ΑΠ 573/2006, Δημοσ. ΝΟΜΟΣ), πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενες με την αίτηση (άρθρα 31 και 246 του ΚΠολΔ).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων Θεοχάρη Μάστορα του Βασιλείου, Σωτηρίου Βλάχου, κατοίκων Κέρκυρας και Γεωργίου Μπέγκουλα του Σωκράτη, κατοίκου Τεμπλονίου Κέρκυρας, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, εκτιμώμενες καθ’ εαυτές και σε συνδυασμό μεταξύ τους και κατά το λόγο της γνώσης και της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν στο Δικαστήριο και όλα όσα ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, και με τα έγγραφα σημειώματά τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, από τα έγγραφα, που νομότυπα προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να ληφθούν υπόψη: Α) Οι υπ’ αριθ. 12748/12-11-2007 και 12750/12-11-2007 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Κέρκυρας Φιλήμονα Παϊπέτη των: Χρήστου Μερκούρη του Ιωάννη και Μαγδαληνής Παπανικολοπούλου του Αθανασίου, κατοίκων Τεμπλονίου Κέρκυρας, αντιστοίχως, οι οποίες είναι ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, ενόψει της ιδιότητας αυτών ως διαδίκων στην προκείμενη δίκη και την ύπαρξη της ιδιότητάς τους αυτής κατά το χρόνο των ενόρκων βεβαιώσεων, καθόσον, από τις διατάξεις των άρθρων 62, 339, 409, 410 και 415-420 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ως μάρτυρες, με τις καταθέσεις των οποίων παρέχονται στο δικαστή πληροφορίες για τα αμφισβητούμενα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα της επίδικης υπόθεσης, μπορούν να εξετασθούν μόνο τρίτα πρόσωπα και όχι οι διάδικοι, η εξέταση των οποίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μαρτυρία, αλλά αποτελεί επικουρικό αποδεικτικό μέσο, επιτρεπόμενο μόνο αν τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχθηκαν ή αποδείχθηκαν ατελώς με τα άλλα αποδεικτικά μέσα.
Η ρύθμιση αυτή, για την ταυτότητα του λόγου, προσήκει και επί των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με τις οποίες τρίτα πρόσωπα καταθέτουν ό,τι γνωρίζουν για τα αποδεικτέα γεγονότα. Έτσι, ένορκη βεβαίωση διαδίκου στον ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο είναι νομικώς ανυπόστατη ως αποδεικτικό μέσο. Η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας του διαδίκου κατά τον χρόνο της ένορκης βεβαίωσης, αλλιώς, αν δηλαδή η εν λόγω ιδιότητα προϋπήρχε ή αποκτήθηκε μεταγενεστέρως, δεν αναιρείται το υποστατό του αποδεικτικού μέσου της ένορκης βεβαίωσης, η οποία, όταν νομίμως προσκομίζεται με επίκληση από το διάδικο, είναι υποχρεωτικώς ληπτέα υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας κατά τον σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσης (ΑΠ 1492/2006, ΕλΔ 2006, 1362, ΑΠ 1401/2006, Δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1312/2002, ΝοΒ 2003, 1031).
Β) Η νόμιμη, εξάλλου, κλήτευση του διαδίκου να μετάσχει σε κάποια διαδικαστική πράξη, κατά το άρθρο 139 του ΚΠολΔ αποδεικνύεται μόνο με την έκθεση επίδοσης και ελέγχεται από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσάγεται, το οποίο δεν αρκείται στη βεβαίωση περί τούτου του συμβολαιογράφου, ενώπιον του οποίου έγινε η εξέταση του μάρτυρα, αφού ο τελευταίος δεν είναι αρμόδιος να ελέγξει τούτο, συνεπώς δεν λαμβάνεται υπόψη ένορκη βεβαίωση, όταν δεν προσκομίζεται η έκθεση επίδοσης, από την οποία ν’ αποδεικνύεται η κλήτευση του αντιδίκου να παραστεί κατά την εξέταση, έστω και αν στη συνταγείσα πράξη εμπεριέχεται βεβαίωση του συμβολαιογράφου ότι προηγήθηκε νόμιμη κι εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου του εξετάζοντος (βλ. ΑΠ 853/2006, ΑΠ 1316/2005, Δημοσ. ΝΟΜΟΣ), πιθανολογήθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθ. 111210/5-8-1998 Κοινή Απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. και του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή, λειτουργία και επανένταξη του Χώρου Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) στη θέση «Ακροκέφαλος» Τεμπλονίου του νομού Κέρκυρας. Η κοινή αυτή απόφαση στηρίζεται στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, που υποβλήθηκε την 25-2-1968 στο Τμήμα διαχείρισης στερεών αποβλήτων της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., επίκληση της οποίας γίνεται στο στοιχ. 8 του προοιμίου της. Με τις παρ. 1.1 και 1.2 υπό τον τίτλο «1. Γενικές Αρχές» του Κεφ. Δ΄ της ίδιας απόφασης ορίστηκε ότι: «1.1. Η μέθοδος διάθεσης που θα εφαρμοστεί είναι αυτή της Υγειονομικής Ταφής Οικιακών Αποβλήτων. Ο χώρος διάθεσης θα δέχεται μόνον οικιακά και προσομοιούμενα προς τα οικιακά απόβλητα…». «1.2. Ο χώρος Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) θα λειτουργεί για τουλάχιστον 19 χρόνια και θα δέχεται 42 τόννους απορριμμάτων την ημέρα».
Εξάλλου, με τις παρ. 2.1.ε’, 2.2, 2.9, υπό τον τίτλο «2. Έργα υποδομής και διαμόρφωσης του ΧΥΤΑ» του Κεφ. Δ’ της ιδίας απόφασης ορίσθηκε ότι: «2.1.ε) Εγκατάσταση έκπλυσης τροχών. Η έκπλυση των τροχών των απορριμματοφόρων να γίνεται μετά την εκφόρτωση σε ειδικά κατασκευασμένο χώρο. Το νερό από την έκπλυση των τροχών να διοχετεύεται (ανακυκλοφορία) στην επιφάνεια του ΧΥΤΑ», «2.2. Οικίσκος ελέγχου. Ο οικίσκος ελέγχου αποτελείται από … εργαστήριο ανάλυσης των στραγγισμάτων με ειδικό χώρο φύλαξης δειγμάτων σε συνδυασμό με το μέγεθος του ΧΥΤΑ…», «2.9. Περιμετρική δενδροφύτευση. Για λόγους οπτικής και ηχητικής απομόνωσης του ΧΥΤΑ να υπάρχει εσωτερικά της περίφραξης περιμετρική δενδροφύτευση με τα κατάλληλα φυτά». Περαιτέρω, με τις παρ. 3.1, 3.2, 3.3, 3.4 υπό τον τίτλο «3. Έργα διαχείρισης ομβρίων και αντιπυρικής προστασίας» του Κεφ. Δ’ της ίδιας απόφασης, ορίσθηκε ότι: «3.1. Να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα πυρασφάλειας. Σε αυτά περιλαμβάνονται οπωσδήποτε: α. Η δημιουργία αντιπυρικής ζώνης περιμετρικά, παράλληλα στην περίφραξη, πλάτους δέκα 10 m μέσα στα όρια του χώρου διάθεσης. β. Η κατασκευή δεξαμενής αποθήκευσης νερού για πυρόσβεση, η χωρητικότητα της οποίας να είναι ανάλογη του μεγέθους και του ανάγλυφου του ΧΥΤΑ. γ. Η αποθήκευση γαιών τουλάχιστον 250 κ.μ. για κάλυψη εστιών πυρκαγιάς. δ. Συσκευές πυρόσβεσης, τοποθετημένες σε επίμαχα σημεία του ΧΥΤΑ. ε. Απομάκρυνση ξηρής βιομάζας από φυτοκάλυψη των πρανών», «3.2. Να κατασκευαστεί περιμετρική τάφρος απορροής ομβρίων υδάτων εντός της αντιπυρικής ζώνης όπως περιγράφεται στην ΜΠΕ. Για λόγους ασφαλείας οι διαστάσεις της κατάλληλα επενδεδυμένης τάφρου να είναι υπερεκτιμημένες και να καλύπτει 1,5 φορά τη μέγιστη παροχή των απορροών του πλέον βροχερού μήνα της τελευταίας 20ετίας», «3.3. Η κλίση της τάφρου ν’ ανταποκρίνεται στις υδραυλικές απαιτήσεις του χώρου. Η μέγιστη ταχύτητα ροής να μη ξεπερνά το 1,5 m/sec», «3.4. Τα συλλεγόμενα όμβρια να διατίθενται σε ειδικά κατασκευασμένες δεξαμενές κατάντι του χώρου απόθεσης ή σε όποιον αποδέκτη κριθεί καταλληλότερος για τη διάθεσή τους από τον υπεύθυνο φορέα λειτουργίας του έργου, ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κέρκυρας». Εξάλλου, κατά τις παρ. 5.2, 5.3, 5.4, 5.5, 5.6, 5.7 υπό τον τίτλο «5. Έργα συλλογής και διάθεσης στραγγισμάτων» του Κεφ. Δ’ της αυτής ως άνω απόφασης: «5.2. Λόγω των αναμενόμενων καθιζήσεων και παραμορφώσεων απαιτούνται στατικές μελέτες για το είδος των αγωγών συλλογής στραγγισμάτων που θα χρησιμοποιηθούν. Έλεγχος καταλληλότητας των αγωγών απαιτείται και για τις αναφερόμενες θερμοκρασίες», «5.3. Η κλίση των αγωγών που θα τοποθετηθούν οριζόντια να είναι της τάξης του 5%», «5.4. Το σύστημα αγωγών και η ζώνη αποστράγγισης να κατασκευαστούν με τρόπο ώστε να μη προκληθούν βλάβες, παραμορφώσεις ή μετατοπίσεις στο σύστημα μόνωσης», «5.5. Το σύστημα αγωγών να μην επιτρέπει την είσοδο του αέρα και να μην χρησιμοποιηθεί για ενεργή απαγωγή του βιοαερίου», «5.6. Τα στραγγίσματα να καταλήγουν ακολουθώντας το συντομότερο δυνατό δρόμο (ελεύθερη ροή) σε δεξαμενή με αντιδιαβρωτική προστασία. Η διαστασιολόγηση της δεξαμενής συλλογής στραγγισμάτων να γίνει με βάση τις απορροές του πλέον βροχερού μήνα της τελευταίας 20ετίας. Η χωρητικότητα της δεξαμενής θα επαρκεί σε κάθε περίπτωση για την αποθήκευση στραγγισμάτων μιας εβδομάδας. Τα συλλεχθέντα στραγγίσματα να οδηγούνται ει δυνατόν σε εγκατάσταση βιολογικού καθαρισμού και να καταλήγουν σε όποιον αποδέκτη εγκριθεί από την αρμόδια υπηρεσία της Νομ/κής Αυτ/σης Κέρκυρας», «5.7. Η δεξαμενή σε τακτά χρονικά διαστήματα να καθαρίζεται και τα στερεά υπολείμματα να οδηγούνται, εάν δεν χρειάζονται ειδική επεξεργασία, προς ταφή». Περαιτέρω, από τις παρ. 6.1, 6.2 υπό τον τίτλο «6. Έργα υποδομής και διαχείρισης βιοαερίου» του Κεφ. Δ’ της ίδιας απόφασης, προβλέπεται: «6.1. Να κατασκευαστεί δίκτυο συλλογής και ελεγχόμενης απαγωγής βιοαερίου (οριζόντια και κατακόρυφα συστήματα συλλογής βιοαερίου). «7. Τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας» προβλέπεται ο τρόπος απόθεσης, μεταφοράς, διάθεσης, εκφόρτωσης, κάλυψης, συμπίεσης, αξιοποίησης των απορριμμάτων. Ο ανωτέρω χώρος, εμβαδού 100 περίπου στρεμμάτων, κείμενος στη θέση «ΑΚΡΟΚΕΦΑΛΟΣ» Τεμπλονίου νομού Κέρκυρας, και όχι στη θέση «ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΑ ΜΠΡΕΝΤΑΝΟΥ», όπως όλως αβασίμως διατείνονται οι αιτούντες, παραδόθηκε προς χρήση το έτος 2002, έκτοτε δε λειτουργεί ως Χ.Υ.Τ.Α., εξυπηρετώντας τους δήμους Παλαιοκαστριτών, Φαιάκων, Αχιλλείων, Αγίου Γεωργίου, Εσπερίων, Κασσωπαίων, Μελιτειέων, Παρελίων, Θιναλίων, Κορισσίων και Κερκυραίων του νομού Κέρκυρας, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει εκδοθεί η επιβαλλόμενη από τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις, καθώς και από τις υπ’ αριθ. 69728/824/96 (ΦΕΚ 358/Β΄/17-5-1996) «Μέτρα και όροι για τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων» και Η.Π. 50910/2727/2003 (ΦΕΚ 1909/Β΄/22-12-2003) «Μέτρα και όροι για τη διαχείριση στερεών αποβλήτων, Εθνικός και Περιφερειακός Σχεδιασμός Διαχείρισης» Κ.Υ.Α., άδεια λειτουργίας από το Νομάρχη Κέρκυρας και χωρίς να τηρηθούν ορισμένοι από τους όρους, που προβλέπει η ανωτέρω υπ’ αριθ. 111210/5-8-1998 Κ.Υ.Α.
Πλέον ειδικότερα, όπως προκύπτει και από τη, με καθυστέρηση πέντε (5) ετών από της έναρξης λειτουργίας του επίμαχου ΧΥΤΑ, και εννέα (9) ετών από της έκδοσης της άνω Κ.Υ.Α. περί έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή και λειτουργία αυτού, εκδοθείσα υπ’ αριθ. πρωτ. 741/5-10-2007 απόφαση του Νομάρχη Κέρκυρας, με την οποία χορηγήθηκε προσωρινώς η άδεια λειτουργίας του εν λόγω Χ.Υ.Τ.Α. για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, εντός του οποίου υποχρεούται το καθού η αίτηση ν.π.: «1. Να επιτύχει τη βέλτιστη διαχείριση των στραγγισμάτων του ΧΥΤΑ σύμφωνα με τους εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η πλήρης προστασία του περιβάλλοντος της περιοχής, 2. Να ολοκληρώσει και να λειτουργήσει το σύστημα συλλογής και καύσης του βιοαερίου, 3. Να εγκαταστήσει σύστημα παρακολούθησης και μέτρησης της ρύπανσης και του περιβαλλοντικού κινδύνου και 4. Να προχωρήσει στη σταδιακή δενδροφύτευση για την αντιμετώπιση του προβλήματος της οπτικής ρύπανσης», δεν τηρήθηκαν τουλάχιστον οι προαναφερθέντες υπό στοιχ. 2.2, 2.9, 5.2, 5.3, 5.4, 5.5, 5.6, 5.7 και 6.1 όρο». Εξάλλου, οι ανωτέρω παραλείψεις διαπιστώθηκαν και από το Κλιμάκιο Ελέγχου Ποιότητας Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κέρκυρας, το οποίο διενήργησε αυτοψία στο χώρο αυτό την 20-8-2007, με την επιπλέον επισήμανση ότι:
«1. Υπάρχει εγκατάσταση έκπλυσης των τροχών των απορριμματοφόρων, η οποία όμως δεν είχε τεθεί σε λειτουργία κατά τον έλεγχο, 2…., 3. Δεν έχει δημιουργηθεί αντιπυρική ζώνη πλάτους δέκα μέτρων (10m) περιμετρικά του χώρου διάθεσης, 4. Στραγγίσματα που εξέρχονται από τα πρανή οδεύουν στη λεκάνη συλλογής μέσω περιμετρικού αύλακα κατάντη των πρανών του χώρου διάθεσης. Δεν παρατηρήθηκε απορροή στραγγισμάτων προς το ρέμα εκτός του ΧΥΤΑ, όμως ο εν λόγω αύλακας έχει πολύ μικρό βάθος και δημιουργείται κίνδυνος υπερχείλισης των στραγγισμάτων ειδικά σε περίοδο βροχοπτώσεων, εξαιτίας σημαντικής αύξησης του όγκου τους λόγω ανάμειξης με τα όμβρια και υπάρχει ο κίνδυνος σημαντικό μέρος των στραγγισμάτων να παρασυρθεί στην τάφρο απορροής ομβρίων υδάτων, εκτός της μονάδας βιολογικής επεξεργασίας. Δεν διαπιστώθηκε η λειτουργικότητα του συστήματος συλλογής στραγγισμάτων. 5. Δεν είχε τεθεί σε λειτουργία ο σταθμός βιολογικής επεξεργασίας των στραγγισμάτων. Η δεξαμενή συγκέντρωσης στραγγισμάτων του βιολογικού είχε υπερχειλίσει με αποτέλεσμα να γίνεται επιφανειακή διάθεση ανεπεξέργαστων στραγγισμάτων. 6…, 7. Ο χώρος απόθεσης των απορριμμάτων έχει κορεσθεί και ο τρόπος διάθεσης δεν γίνεται σύμφωνα με την παρ. 7 της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. 8. Δεν έχουν τοποθετηθεί κινητά παραπετάσματα για την παρεμπόδιση της διασποράς των μικροαπορριμμάτων, με αποτέλεσμα τον διασκορπισμό αυτών στον περιβάλλοντα χώρο. 9. Δεν έχουν κατασκευαστεί τα φρεάτια παρακολούθησης – γεωτρήσεις του συστήματος περιβαλλοντικής παρακολούθησης του κινδύνου ρύπανσης και μόλυνσης των υπογείων υδάτων.». Εξάλλου, το αυτό ως άνω όργανο (Κ.Ε.Π.ΠΕ.) κατά τις αυτοψίες που διενήργησε στον ίδιο χώρο στις 28-9-2005 και 30-1-2007, είχε διαπιστώσει τη μη λειτουργία της προαναφερθείσας εγκατάστασης έκπλυσης των τροχών, την ανυπαρξία οικίσκου ελέγχου εργαστηρίου ανάλυσης των στραγγισμάτων με ειδικό χώρο φύλαξης των δειγμάτων, τη μη κατασκευή έργων διαχείρισης των ομβρίων και την ανυπαρξία ειδικών τάφρων από χαλίκι για την επαναφορά στο Χ.Υ.Τ.Α. βιολογημένων στραγγισμάτων.
Οι σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον, εντός του οποίου ζουν και κινούνται οι αιτούντες, από την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο λειτουργία του επίμαχου ΧΥΤΑ, η επίδραση της υποβάθμισης αυτής στην υγεία τους (βλ. και το από 7-4-2006 συνοπτικό σημείωμα του Διευθυντή του Εργαστηρίου Χημείας Περιβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχαήλ Σκούλλου, καθώς και τα αποτελέσματα των αναλύσεων νερού και ελαιολάδου από χημικά και μικροβιολογικά εργαστήρια, οι οποίες διεξήχθησαν κατόπιν εντολής των κατοίκων Τεμπλονίου Κέρκυρας), και η εντεύθεν προσβολή της προσωπικότητας τους, βασικά στοιχεία της οποίας είναι η υγεία και το περιβάλλον, σε βαθμό τουλάχιστον πιθανολόγησης προέκυψε, και μάλιστα η προέλευση της προσβολής αυτής από όργανα με νομοθετημένη εξουσία να διαχειρίζονται τα στερεά απόβλητα (άρθρο 12 παρ 2 του ν. 1650/1986), έτσι ώστε ο άνθρωπος, ως άτομο και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, να ζει σε ένα υψηλής ποιότητας περιβάλλον, μέσα στο οποίο να προστατεύεται η υγεία του και να ευνοείται η ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1650/1986), με τη λήψη υπόψη κατά το σχεδιασμό της ανωτέρω διαχείρισης, των κοινωνικών, οικονομικών, τεχνικών, περιβαλλοντικών και εν γένει των ειδικών συνθηκών της περιοχής (άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 1650/1986), και με κριτήρια την επιστημονική γνώση και εμπειρία, την καλύτερη διαθέσιμη και οικονομικά εφικτή τεχνολογία τις τοπικές συνθήκες και ιδιομορφίες του περιβάλλοντος και του πληθυσμού, την προϋπάρχουσα διαμόρφωση συλλογικής χρήσης της περιοχής, τα υφιστάμενα χωροταξικά και αναπτυξιακά σχέδια, ώστε να επιτευχθούν οι ελάχιστες τιμές όχλησης προς αποφυγή υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Αν μέναμε μόνο στα ανωτέρω πιθανολογηθέντα πραγματικά περιστατικά, ασφαλώς θα οδηγούμασταν στην εκφορά θετικής κρίσης επί του κυριαρχικής σημασίας ζητήματος της προσωρινής παύσης ή μη της λειτουργίας του επίμαχου Χ.Υ.Τ.Α. έως ότου πληρωθούν οι προβλεπόμενοι από την προαναφερθείσα Κ.Υ.Α. περιβαλλοντικοί όροι.
Πλην όμως, πέρα από τα στοιχεία αυτά το παρόν Δικαστήριο καλείται να ερευνήσει και τα ενδεχόμενα αποτελέσματα μιας τέτοιας έστω και προσωρινής παύσης του μοναδικού χώρου που υποδέχεται το απόβλητα και των έντεκα (11) δήμων του νομού Κέρκυρας – προσθέτως υπέρ του καθού η αίτηση παρεμβαινόντων, και να εκτιμήσει αφενός μεν το εμπειρικό δεδομένο που προέκυψε μετά τις πρώτες κινητοποιήσεις κατά το καλοκαίρι του έτους 2007 των κατοίκων Τεμπλονίου Κέρκυρας ως μοχλού πίεσης του καθού η αίτηση, για να συμμορφωθεί στις νόμιμες αλλά και κοινωνικά πρόσφορες επιταγές, αναφορικά με τη λειτουργία του ανωτέρω Χ.Υ.ΤΑ.., και την παρεμπόδιση χρήσης του χώρου αυτού, με αποτέλεσμα τη μη αποκομιδή των απορριμμάτων, οπότε προκλήθηκε άμεσος και σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία όλων των κατοίκων του νησιού, λόγω της συσσώρευσης σε τεράστιες ποσότητες αυτών στους τόπους όπου υπήρχαν κάδοι, της έντονης δυσοσμίας που ανέδιδαν εξαιτίας της αποσύνθεσής τους, του διασκορπισμού αυτών από τρωκτικά, σκύλους και γάτες (βλ. την από 2-10-2007 έκθεση υγειονομικής επιθεώρησης του Τμήματος Περιβαλλοντικής Υγιεινής και Υγειονομικού Ελέγχου της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Ν. Α. Κέρκυρας), αφετέρου δε την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 741/5-10-2007 απόφαση του Νομάρχη Κέρκυρας, με την οποία χορηγείται προσωρινή άδεια λειτουργίας του παραπάνω Χ.Υ.Τ.Α. για έξι (6) μήνες.
Με την τελευταία νομαρχιακή απόφαση, ανεξαρτήτως του επίκαιρου ή μη χαρακτήρα της, ενόψει της μεγάλης χρονικής απόστασής της από της έκδοσης της άνω υπ’ αριθ. 111210/5-8-1998 Κ.Υ.Α. περί έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή, λειτουργία και επανένταξη του ΧΥΤΑ, εκτιμάται ότι εκδηλώνεται προθυμία της διοίκησης επανόρθωσης των συνεπειών της έως τώρα παράνομης λειτουργίας του χώρου αυτού, εξάλλου, μετά την έκταση που έλαβε το επίδικο πρόβλημα, δεν δικαιολογείται υπέρβαση από το καθού η αίτηση ν.π., δια των φυσικών προσώπων που εκφράζουν τη βούληση του, των ενδοιασμών για τον έντονο κοινωνικό έλεγχο, ώστε να μη λάβει τα επιτασσόμενα με την εν λόγω νομαρχιακή απόφαση μέτρα. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, καθώς και το γεγονός ότι δεν πιθανολογήθηκε η επέκταση του Χ.Υ.Τ.Α., όπως όλως αβασίμως διατείνονται οι αιτούντες, και μετά τη στάθμιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων των αιτούντων αφενός, και των δικαιωμάτων και συμφερόντων των κατοίκων των δήμων Παλαιοκαστριτών, Φαιάκων, Αχιλλείων, Αγίου Γερωργίου, Εσπερίων, Κασσωπαίων, Μελιτειέων, Παρελίων, Θιναλίων, Κορισσίων και Κερκυραίων του νομού Κέρκυρας, για τη διαχείριση των απορριμμάτων των οποίων έχει νομοθετημένη εξουσία το καθού η αίτηση ν.π.δ.δ., αφετέρου, τα οποία είναι ισότιμα καταρχήν, ως προϊόν της ίδιας κυρίαρχης συντακτικής βούλησης, πιθανολογείται ότι στην προκείμενη περίπτωση πρέπει να προκριθούν τα συμφέροντα των τελευταίων, ως παρουσιάζοντα τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία, αφού οι αρνητικές συνέπειες από την παραδοχή της αίτησης θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια των αιτούντων, καθόσον οποιαδήποτε παύση λειτουργίας του επιδίκου ΧΥΤΑ βάσιμα πιθανολογείται ότι θα είχε ως αποτέλεσμα σε πρώτη φάση τη συσσώρευση σε όλο το νησί απορριμμάτων στα σημεία όπου υπάρχουν κάδοι και σε δεύτερη φάση την αποκομιδή αυτών και την εναπόθεσή τους σε χώρους που θα λειτουργούν ανεξέλεγκτα ως διάσπαρτες ανά το νησί χωματερές, με άμεσο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσίαν βασίμου του σχετικού ισχυρισμού του καθού η αίτηση. Συνεπώς, δεν πρέπει να διαταχθεί με ασφαλιστικά μέτρα στον παρόντα χρόνο η παύση της λειτουργίας του άνω Χ.Υ.ΤΑ., προς εξασφάλιση και προστασία του καταγόμενου στην προκείμενη δίκη δικαιώματος των αιτούντων, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει άλλα ηπιότερα (εναλλακτικά) μέτρα, καθόσον το μόνο μέτρο που θα μπορούσε να θεωρηθεί εναλλακτικά πρόσφορο είναι η εξακολούθηση της λειτουργίας του Χ.Υ.Τ.Α., αλλά υπό τεχνικές κι επιστημονικές προϋποθέσεις που θα καθιστούσαν νόμιμη τη λειτουργία του, το οποίο όμως μέτρο, πέραν του ότι δεν το ζητούν οι αιτούντες, οι οποίοι εμμένουν στον ισχυρισμό ότι έχει κορεσθεί πλέον ο υπόψη χώρος και ότι πρέπει να παύσει να λειτουργεί, δεν μπορεί να προσδιορισθεί και εξειδικευθεί από το δικαστήριο, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της ένδικης περίπτωσης που προϋποθέτει σειρά μελετών, μέτρων και διοικητικών πράξεων προς συμμόρφωση κι εναρμόνιση με τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει ν’ απορριφθούν η ένδικη αίτηση και η πρόσθετη υπέρ των αιτούντων πρόσθετη παρέμβαση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, να γίνουν δε δεκτές ως κατ’ ουσίαν βάσιμες οι πρόσθετες υπέρ του καθού η αίτηση παρεμβάσεις.
Σχόλιο
1. Η οικολογική (παγκόσμια και τοπική), ως μέρος της πολυδιάστατης, καθολικής και συστημικής σημερινής κρίσης, είναι και κοινωνική και πολιτιστική κρίση. Στην Ελλάδα η ρύπανση και κυρίως το πρόβλημα της διαχείρισης των αποβλήτων και ιδίως των απορριμμάτων, είναι κατ’ εξοχήν έκφανση της τελευταίας και με πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις και συνέπειες.
Το «εξευρωπαϊσμένο» νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τη διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα[1] -πολύπλοκο όπως όλη η μη κωδικοποιημένη έστω και κατά τομείς ελληνική περιβαλλοντική νομοθεσία- προσκρούει ως γνωστόν όχι μόνο στην ελλειμματική δημόσια διοίκηση (ιδίως τοπική αυτοδιοίκηση αρμόδια για τη διαχείριση) και στη χρόνια έλλειψη περιβαλλοντικής πολιτικής (με αντίστοιχες δομές, υποδομές κ.λπ.) αλλά και στην πρόσληψη και την κοινωνική διαχείριση του προβλήματος από τους τοπικούς πληθυσμούς. ΄Ετσι γίνεται λόγος, στον τομέα των στερεών αποβλήτων (όπως και σε άλλους, π.χ. φύση-βιοποικιλότητα), για «αρνητικό εξευρωπαϊσμό»[2] στην πραγματική (επί του πεδίου) εφαρμογή της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, με τρεις καταδίκες από το ΔΕΚ για παραβιάσεις της[3]. Προνομιακό πεδίο σύγκρουσης αντικρουόμενων (πραγματικών ή φαντασιακών) συμφερόντων και εννόμων αγαθών αποτελούν οι ήδη ξεπερασμένοι (και μη χρηματοδοτούμενοι από την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση) Χώροι Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ)[4] -αφού η κοινοτική νομοθεσία ως γνωστόν προωθεί τους ΧΥΤ Υπολειμμάτων με βάση τη διαλογή στην πηγή και την ουσιαστική-γνήσια ανακύκλωση[5] και οικιακή κομποστοποίηση-, ενώ άλλα κράτη υιοθετούν και οικονομικά (αντι)κίνητρα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο τεχνικο-διαχειριστικό αλλά και άκρως πολιτικο-οικονομικό, συνδεόμενο με τη λεγόμενη και αυξανόμενη «αγοραποίηση»(marketisaton) ή ιδιωτικοποίηση της οικολογίας («οικολογία της αγοράς»), με διαιτητή, όχι όμως σε «τελική ανάλυση», τον δικαστή. Τα δικαιοδοτικά όρια του τελευταίου είναι (περι-)ορισμένα.
2. Η σχολιαζόμενη απόφαση αποτυπώνει με ενάργεια τα παραπάνω προβλήματα και διακυβεύματα. Οι αιτούντες κάτοικοι, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές, αντιδρούσαν σε εγκατάσταση ΧΥΤΑ στο Νομό Κέρκυρας και ζήτησαν προσωρινή δικαστική προστασία λόγω επείγοντος και επικείμενου κινδύνου και της μη αντιστρεπτής βλάβης, με καθιερωμένη πλέον νομική βάση την προστασία της προσωπικότητας από παράνομη προσβολή (άρθρο 57 ΑΚ). To περιβάλλον είναι ένα από τα στοιχεία-αγαθά που συνθέτουν την προσωπικότητα του ατόμου. Η προσβολή αυτή, όπως δέχθηκε και το δικαστήριο, μπορεί να στοιχειοθετείται και από το ότι είναι «βλαπτική και κοινωνικά απρόσφορη» από επέμβαση που είναι, μετά από αξιολογική στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων-αγαθών, μικρότερης σπουδαιότητας από το προσβαλλόμενο αγαθό.
Το Δικαστήριο προέβη στη στάθμιση αυτή (προστασία περιβάλλοντος/δικαίωμα προσωπικότητας-προστασία ολότητας/δικαίωμα στην υγεία με βάση τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ). Αποδέκτες της αρχής είναι όλες οι κρατικές εξουσίες αλλά και, τριτενεργώς, οι μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, στις οποίες, στο πλαίσιο της αρχής «του κοινωνικού κράτους δικαίου», τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα προσιδιάζουν σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ. Η αρχή αυτή συνοδεύει ως γνώμονας όλη την περιβαλλοντική προστασία και το δίκαιο του περιβάλλοντος και περιλαμβάνει, ως γνωστόν, όπως «κλασσικά» διδάσκεται στην ευρωπαϊκή θεωρία του δικαίου, τρία κριτήρια αξιολόγησης-τρείς βαθμίδες προϋποθέσεων: καταλληλότητας-προσφορότητας (το μέσο, η επέμβαση πρέπει να προάγει μελλοντικά -προγνωστικά την επίτευξη του σκοπού), της αναγκαιότητας του μέτρου ή της επέμβασης (προκρίνεται από περισσότερα εξ ίσου κατάλληλα το ηπιότερο μέσο-επέμβαση) και την εν στενή έννοια αναλογικότητα (ήτοι συγκεκριμένη και αξιολογική στάθμιση συμφερόντων-αγαθών με μη δυσανάλογη, ως προς τις συνέπειες, τη σχέση σκοπού και μέσου ή επέμβασης ), κριτήριο που καθιστά την αρχή αυτή αμφίστομο μάχαιρα ή κινούμενη άμμο. Στην αξιολόγηση του τρίτου κριτηρίου υπεισέρχονται διάφοροι παράγοντες, κοινωνικοί, οικονομικοί, υγείας, κ.ά.
Το Δικαστήριο δεν αμφισβητεί την παρανομία της λειτουργίας του ΧΥΤΑ την οποία πιθανολογεί, αφού δεν τηρούνται οι προδιαγραφές ούτε και τις σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Αντίθετα, πιθανολογεί την «προθυμία της διοίκησης για επανόρθωση των συνεπειών της έως τώρα παράνομης λειτουργίας του ΧΥΤΑ «μετά την πρόσφατη, αλλά πολύ καθυστερημένη, προσωρινής ισχύος απόφαση του νομάρχη για τήρηση των εκεί όρων, και μετά από το «θόρυβο» που δημιουργήθηκε και τον κοινωνικό έλεγχο των φυσικών προσώπων που εκφράζουν τη βούληση των καθ’ ου η αίτηση νομικού προσώπου (δήμου). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο προβαίνει σε αξιολογική συγκριτική στάθμιση των δικαιωμάτων των κατοίκων των έντεκα δήμων του Νομού και των αιτούντων (εν στενή εννοία αναλογικότητα) και προκρίνει πιθανολογικά τα συμφέροντα των πρώτων για τους εξής λόγους: παρουσιάζουν μεγαλύτερη -ανώτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία, επειδή αν προκρίνονταν τα συμφέροντα-δικαιώματα των αιτούντων (των λιγότερων αριθμητικά) οι συνέπειες θα ήσαν αρνητικές και σοβαρές από την ωφέλεια που θα είχαν οι αιτούντες. Οι αρνητικές συνέπειες σχετίζονται με λόγους δημόσιας υγείας, αφού θα συσσωρεύονταν απορρίμματα στους κάδους σε όλο το νησί και στη συνέχεια θα εναποθέτονταν ανεξέλεγκτα (ΧΑΔΑ).
3. Είναι αλήθεια ότι η προστασία της ανθρώπινης υγείας, η οποία θίγεται από προσβολές του φυσικού περιβάλλοντος, είναι αλληλένδετη με τη διαφύλαξη των περιβαλλοντικών αγαθών[6]. Είναι επίσης αλήθεια ότι στο πρόβλημα της υγειονομικής διάθεσης-ταφής των αποβλήτων δεσπόζουν αναπόφευκτα οι έννοιες του δημόσιου συμφέροντος και της δημόσιας υγείας, αφού η πρώτη επιλογή του ανθρώπου στην απόρριψη των στερεών αποβλήτων ήταν εκτός δομημένου χώρου, δηλαδή ο φυσικός χώρος[7]. Όμως η στάθμιση εδώ γίνεται επί ισοτίμων αγαθών-στοιχείων της προσωπικότητας: μπορεί να θεωρηθεί η υγεία των χιλιάδων κατοίκων ανώτερη-σπουδαιότερη της υγείας των εκατοντάδων (διακοσίων αιτούντων-κατοίκων), η οποία θα συνεχίζει να βλάπτεται και μάλιστα από ένα αναγνωρισμένο από το Δικαστήριο παράνομο[8] ΧΥΤΑ;
Βέβαια ο αντίλογος θα μπορούσε να συνίσταται στο ότι η παύση λειτουργίας του ΧΥΤΑ θα συνέχιζε να επηρεάζει βλαπτικά και τους αιτούντες κατοίκους (από τη συσσώρευση αυτή τη φορά των απορριμμάτων στους κάδους και στη συνέχεια με τη δημιουργία διάσπαρτων ΧΑΔΑ) ίσως όμως όχι σε ανάλογο βαθμό (και ίδια ένταση). Ως προς το κριτήριο της προσφορότητας το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν μπορεί να διατάξει άλλα ηπιότερα εναλλακτικά μέτρα. Είναι αλήθεια ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να αποφανθεί περί του επιστημονικά πρόσφορου, μπορεί όμως να αποφανθεί περί του κοινωνικά πρόσφορου έστω και προσωρινά. Δεν προκύπτει ότι οι αιτούντες κάτοικοι είχαν στην αίτησή τους προτείνει, -άλλωστε δεν ήσαν ίσως και υποχρεωμένοι με βάση το αντικείμενο της συγκεκριμένης δίκης (προσωρινή παύση λειτουργίας του ΧΥΤΑ)-, άλλη πρόσφορη εναλλακτική (έστω και προσωρινή, π.χ. δεματοποίηση) επιστημονική λύση που θα οδηγούσε ενδεχομένως το Δικαστή να την συνεκτιμήσει για την τελική του κρίση.
Βέβαια η δημιουργία ΧΥΤΑ εντάσσεται, ως δεύτερο στάδιο ενός πολύπλοκου σχεδιασμού, στην επιλογή χώρου Ολοκληρωμένης Εγκατάστασης Διαχείρισης Απορριμμάτων (ΟΕΔΑ) και αποτελεί τμήμα του, περιλαμβάνει δε μελέτες προκειμένου να επιλεγεί ο επιστημονικά άριστος χώρος[9] . Από την άλλη, το ερώτημα που τίθεται είναι, αν ο επιστημονικά άριστος χώρος είναι και κοινωνικά-πολιτικά πρόσφορος. Σύμφωνα με την κυρίαρχη σήμερα αντίληψη η προστασία του περιβάλλοντος είναι μέρος και προϋπόθεση της αναπτυξιακής διαδικασίας και ότι θα πρέπει – πράγμα το οποίο ξεχνάμε – να υλοποιείται σύμφωνα με το ν. 1650/1986 (άρθρο 1 παρ. 1) μέσα από δημοκρατικό προγραμματισμό[10], με την όσο το δυνατόν ευρεία συμμετοχή των τοπικού πληθυσμού στη λήψη των σχετικών αποφάσεων με βάση, στην προκείμενη περίπτωση, την περιβαλλοντική αρχή της εγγύτητας. Απομένει η θέσπιση από την πολιτεία του ειδικού θεσμικού πλαισίου αυτής της συμμετοχής (ανοικτές συνελεύσεις, τοπικά δημοψηφίσματα, συνδιασκέψεις πολιτών κ.λπ.), όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες (π.χ. Γαλλία), πλαίσιο που θα εφαρμόζεται και σε άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα (π.χ. γ.τ.ο.).
Τάκης Νικολόπουλος
Τακτικός Καθηγητής ΤΕΙ Μεσολογγίου
[1] Βλ. ΚΥΑ ΗΠ 50910/2727/2003 (ΦΕΚ Β 1909/22/12/03). Πρβλ. σχετικά Γ. Γιαννακούρου-Θ. Οικονόμου-Ν.Κ. Χλέπα, Διαχείριση απορριμμάτων, Νόμος και Φύση, Βιβλιοθ. Περιβαλ. Δικαίου-12, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004· Ι. Κουφάκη, Το κοινοτικό δίκαιο της διαχειρίσεως των αποβλήτων και η εφαρμογή του στην Ελλάδα, στο έργο: Γ. Γιαννακούρου-Γ. Κρεμλή-Γλ. Σιούτη (επιμ.), Η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος στην Ελλάδα, 1981-2006, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 213. Ακόμη Α. Γ. Σιδηροπούλου, Το σύστημα αποβλήτων ως έκφραση της ευρωπαϊκής πολιτικής για την προστασία του περιβάλλοντος, ΕΕΕυρΔ 2/2001, σ. 337. Βλ. και την οδηγία 2006/12/ΕΚ της 5-4-2006 (ΕΕ L. 114, 27-4-2006), η οποία καταργεί την οδηγία 75/442/ΕΟΚ. Σύμφωνα με τη νέα οδηγία τα κράτη μέλη οφείλουν να προάγουν την πρόληψη, την ανακύκλωση και τη μετατροπή των αποβλήτων με στόχο την επαναχρησιμοποίησή τους. Τα κράτη δημιουργούν δίκτυα εγκατάστασης τελικής διάθεσης στην πλησιέστερη εγκατάσταση.
[2] Τ. Νικολόπουλος- Δ. Καπογιάννης- Ε. Τασοπούλου, Όψεις και επιπτώσεις της διείσδυσης της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής και νομοθεσίας στην Ελλάδα, στο έργο: Ν. Μαραβέγια- Θ. Σακελλαρόπουλου (επιμ.), Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και Ελλάδα, Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτικές, εκδ. Διόνικος, Αθήνα 2006, σ. 301, ειδικ. σ. 309.
[3] ΔΕΚ 7-4-1992, υπ . C-45/91, Συλλ. Ι-2509 , ΔΕΚ 4-7-2000, υπ. C-387/97, Συλλ. Ι-5047. Βλ. Στ. Χ. Παντζαλή, Η συμμόρφωση της Ελλάδας προς το κοινοτικό δίκαιο διαχείρισης των αποβλήτων, ΕΕΕυρΔ 2/2001, σ. 325. Adde, γενικά για τους ΧΑΔΑ , ΔΕΚ 6-10-2005, Υπ. C-502/03, Επιτροπή κατά Ελλάδας, μη δημοσιευμένη ακόμη στη Συλλογή.
[4] Στην Ελλάδα, με ετήσια παραγωγή σκουπιδιών 4,5 εκατομ. τόνους , μόλις το 55% των απορριμμάτων καταλήγει σε ΧΥΤΑ (εφημ. «Ελευθεροτυπία», 13-5-2006). Σήμερα το 55% του πληθυσμού της χώρας καλύπτεται από 43 ΧΥΤΑ (ή 45 ΧΥΤΑ που καλύπτουν το 60% των αναγκών, εξυπηρετώντας 318 δήμους (εφημ. «Καθημερινή», 2-12-2007), ενώ άλλοι 34 (ή 56 εφημ. «Καθημερινή», όπ.π.) είναι εγκεκριμένοι προς συγχρηματοδότηση, ανεβάζοντας έτσι το παραπάνω ποσοστό του καλυπτόμενου με ΧΥΤΑ πληθυσμού σε 80%. Νεώτερα στοιχεία ανεβάζουν σε 39 τους ΧΥΤΑ για όλη τη χώρα (εφημ. «Καθημερινή», 25-3-2006). ¶λλοι θεωρούν ότι λειτουργούν σήμερα παράνομα 50 ΧΥΤΑ σε σύνολο 80 σε όλη την Ελλάδα και από τους νόμιμους μόνο δύο έχουν σύστημα προεπεξεργασίας (εφημ. «Ελευθεροτυπία», 15-3-2007).
[5] Κ. Χατζημπίρος, Η διαχείριση των σκουπιδιών μυρίζει άσκημα, εφημ. «Ελευθεροτυπία», 4-2-2008, σ. 10.
[6] Ι. Καράκωστας, Περιβάλλον και Δίκαιο, 2η έκδ., Αθήνα 2006, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 402-403.
[7] Λ. Κοντού-Μάναλη, Διαχείριση στερεών αποβλήτων από τους ΟΤΑ. Νομικές αδυναμίες και παλινδρομήσεις, Δήμος τ. 2/2002, Β΄ μέρος , σ. 34, ειδικ. σ. 38.
[8] Κατάσταση που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει και αγωγή αποζημιώσεως στο Διοικητικό Πρωτοδικείο.
[9] ΣτΕ 1151/2007, ΠερΔικ 3/2007, σ. 401 και ΣτΕ 1952/2007, ΠερΔικ 4/2007, σ. 567.
[10] Λ. Κοντού-Μανάλη, όπ.π. (σημ. 7), σ. 40.
ΣτΕ 3610/2007
[ Αναβίωση χρήσης ξενοδοχείου σε περιοχή αμιγούς κατοικίας]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Ν. Ρόζος, Σύμβουλος
Δικηγόρος: Επ. Σπηλιωτόπουλος, Γ. Παπαδημητρίου, Νικ. Χρηστάκης, Σ. Νικολάου.
Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 3044/2002 εξαίρεση από την κατεδάφιση των αυθαιρέτων κατασκευών που ανεγείρονται σε μια περιοχή μετά τη θέσπιση ειδικών πολεοδομικών ρυθμίσεων αντίκειται στο άρθρο 24 Συντ., επειδή συνεπάγεται τη νόθευση και τη συνεχή ανατροπή του πολεοδομικού σχεδιασμού και έχει ως περαιτέρω αποτέλεσμα την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης.
Η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του ν. 3207/2003 που επιτρέπει την (επανα)λειτουργία ξενοδοχείων σε περιοχές αμιγούς κατοικίας, προς εξυπηρέτηση των αναγκών της ολυμπιακής φιλοξενίας, αντίκειται στο άρθρο 24 Συντ., αφενός διότι δεν στηρίζεται στην εκτίμηση των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών, της φυσιογνωμίας και των αναγκών μιας περιοχής και αφετέρου διότι αποδυναμώνει την εφαρμογή των περιορισμών χρήσης και των όρων δόμησης που έχουν θεσπισθεί ως προσφορότεροι για τη συγκεκριμένη περιοχή. [Παραπέμπει στην Ολομέλεια].
Bασικές σκέψεις
3. Επειδή, με το από 8.7.1993 π.δ. «Τρόπος έκδοσης οικοδομικών αδειών και έλεγχος των ανεγειρομένων οικοδομών (ΦΕΚ 795 Δ΄/13.7.1993) ορίζεται ότι «Η οικοδομική άδεια είναι εκτελεστή διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση σε οικόπεδο ή γήπεδο των οικοδομικών εργασιών που προβλέπονται στις μελέτες που τις συνοδεύουν, εφόσον οι εργασίες αυτές είναι σύμφωνες με τις ισχύουσες διατάξεις» (άρθρο 1 = άρθρο 329 παρ. 9 π.δ. 14.7.1999 Κ.Β.Π.Ν., ΦΕΚ 580 Δ’), ότι «1. Ο έλεγχος των υποβαλλομένων μελετών γίνεται από εξουσιοδοτημένους από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας υπαλλήλους διπλωματούχους μηχανικούς …. 2. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει: Α. Τον έλεγχο της Αρχιτεκτονικής Μελέτης που αναφέρεται : α) Στον πλήρη και λεπτομερή έλεγχο του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος κάλυψης ως προς την τήρηση των γενικών και ειδικών πολεοδομικών διατάξεων και προδιαγραφών και τον έλεγχο όσων στοιχείων περιλαμβάνονται σε αυτά. β) ….» (αρθρ. 5 = άρθρο 333 παρ. 1 και 2α Κ.Β.Π.Ν.) καθώς και ότι «1. Οι οικοδομικές άδειες αν δεν ανακληθούν ή ακυρωθούν ισχύουν μέχρι την αποπεράτωση των προβλεπομένων από αυτές οικοδομικών εργασιών …. και όχι περισσότερο από 4 χρόνια από την έκδοση τους….. 2. Κατά τη διάρκεια ισχύος της άδειας …. απαιτείται και επιβάλλεται αναθεώρηση στις πιο κάτω περιπτώσεις : α) … β) … γ) Μερική ή ολική τροποποίηση της αρχιτεκτονικής …. ή και των λοιπών μελετών …. δ) … ε) … στ) Αλλαγή της χρήσης του κτηρίου ….» (άρθρο 6 = άρθρο 336 παρ. 2 στ’ Κ.Β.Π.Ν.). Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, με την οικοδομική άδεια επιτρέπεται η σύμφωνη με τις πολεοδομικές διατάξεις εκτέλεση ορισμένου τεχνικού έργου εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, σε ορισμένο χώρο και με συγκεκριμένες προδιαγραφές, δομικά στοιχεία και χρήση. Κατ’ ακολουθίαν, η αναθεώρηση της άδειας με σκοπό την τροποποίηση κάποιου στοιχείου της οικοδομής ή οποιουδήποτε άλλου έργου, για το οποίο εκδόθηκε η οικοδομική άδεια, προϋποθέτει ότι η άδεια αυτή είναι ισχυρή και συνεπώς, κατ’ αρχήν εξακολουθεί να αποτελεί το έρεισμα για την εκτέλεση του έργου, και παρέχει ευθέως την δυνατότητα αποπερατώσεώς του.
4. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την 2900/2003 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η 1414/00/28.7.2000 οικοδομική άδεια, με την οποία είχε επιτραπεί να εκτελεσθεί έργο συνιστάμενο, όπως αναφέρεται και στη σκέψη 2, στην «επισκευή, διαρρύθμιση και ανακαίνιση ξενοδοχείου και κατασκευή πισίνας και αλλαγές των όψεων» στο Ο.Τ. 32 του σχεδίου πόλεως της Κοινότητας Εκάλης. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι από τις πολεοδομικές διατάξεις που διέπουν την επίδικη περιοχή δεν επιτρέπεται εντός αυτής η χρήση ξενοδοχείου και ακυρώθηκε η άδεια στο σύνολο λόγω μη νομιμότητας του έργου το οποίο αφορούσε και της κατ’ αρχήν αντιθέσεως του έργου αυτού προς το πολεοδομικό καθεστώς της περιοχής ανεξαρτήτως προς τις προβλεπόμενες από την άδεια αυτή συγκεκριμένες οικοδομικές εργασίες. Περαιτέρω, με την πράξη 442/02/15.3.2002 αναθεωρήθηκε η 1414/00/28.7.2000 οικοδομική άδεια «για τροποποίηση αρχιτεκτονικής μελέτης και προσθήκη δεύτερης πισίνας». Η τροποποίηση αυτή, όπως προκύπτει και από το διάγραμμα, βάσει του οποίου εγκρίθηκε η αναθεώρηση της αδείας από την οικεία Επιτροπή Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (Πρακτικό 85/30.11.2001), και επί του οποίου περιγράφονται οι εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων ζητήθηκε η αναθεώρηση της αδείας, συνίσταται σε «εσωτερικές τροποποιήσεις, όψεις και περιβάλλοντος χώρου με προσθήκη μιας πισίνας». Αφορά δηλαδή επί μέρους εργασίες επί της υφιστάμενης οικοδομής και τον περιβάλλοντα χώρο. Τούτου έπεται ότι η πράξη αναθεωρήσεως αυτή προϋπέθετε ισχύουσα οικοδομική άδεια ως προς αυτό τούτο το κτίριο με την προβλεπόμενη από την άδεια χρήση. Εφ’ όσον, συνεπώς, με την αίτηση ακυρώσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, δεν αμφισβητήθηκε απλώς η νομιμότητα επιμέρους τμημάτων και στοιχείων της οικοδομής, τα οποία αφορούν οι εργασίες που εγκρίθηκαν με την πράξη αναθεωρήσεως, αλλά η συνδρομή της ανωτέρω βασικής προϋποθέσεως, με έννομο συμφέρον και λυσιτελώς ζητήθηκε με την αίτηση αυτή η ακύρωση : α) της αποφάσεως της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. 1781/26.1.2004, με την οποία επετράπη η αποπεράτωση των προβλεπόμενων από την ανωτέρω πράξη αναθεωρήσεως εργασιών, β) της αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών 331/59/ 13.1.2004, με την οποία, όπως αναφέρεται στη σκέψη 2, εξαιρέθηκαν από την κατεδάφιση οι κατασκευές που έγιναν δυνάμει τόσο της αρχικής όσο και της αναθεωρηθείσας άδειας και γ) της αποφάσεως του Διευθυντή Πολεοδομίας Βόρειου Τομέα της Νομαρχίας Αθηνών 898/162/29.1.2004, με τον οποίο, συνεπεία των ανωτέρω δύο αποφάσεων, επετράπη η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών που είχαν προηγουμένως διακοπεί. Οι δε περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
5. Επειδή, οι προσβληθείσες με τις συνεκδικασθείσες αιτήσεις ακυρώσεως επί των οποίων εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση αποφάσεις της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση και του Διευθυντή Πολεοδομίας Βόρειου Τομέα της Νομαρχίας Αθηνών περί συνεχίσεως των εργασιών, αναφερόμενες υπό στοιχ. γ) και δ) αντιστοίχως στη σκέψη 2, είναι συναφείς (ΣτΕ 1470/1991). Συνεπώς, νομίμως συνεκδικάσθηκαν, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου λόγου εφέσεως.
6. Επειδή, η αναφερόμενη στη σκέψη 2 και ακυρωθείσα με την εκκαλουμένη απόφαση 1781/26.1.2004 απόφαση της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. εκδόθηκε κατ’ επίκληση, πλην άλλων, της παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν. 3212/ 2003 (ΦΕΚ 308 Α΄/31.12.2003). Με την παρ. αυτή προστέθηκε παρ. 6 στο άρθρο 26 του Ν. 2831/2000 (ΦΕΚ 140 Α΄8.6.2000), η οποία έχει ως εξής : «Νομίμως υφιστάμενες χρήσεις κτηρίων ή εγκαταστάσεων σε περιοχές στις οποίες καθορίζονται ή μεταβάλλονται οι χρήσεις γης διατηρούνται εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με την κανονιστική πράξη καθορισμού ή μεταβολής των χρήσεων…..». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται η διατήρηση των υφισταμένων χρήσεων αν, από την έναρξη της ισχύος της (31.12.2003), δυνάμει κανονιστικής διοικητικής πράξεως επήλθε μεταβολή ως προς τις επιτρεπόμενες χρήσεις σε ορισμένη περιοχή, μόνον αν οι προϋφιστάμενες και εφεξής απαγορευόμενες, μετά την μεταβολή του πολεοδομικού καθεστώτος, ήσαν, βάσει των προγενεστέρων ρυθμίσεων, νόμιμες, όχι δε και σε περίπτωση που οι χρήσεις αυτές δεν επιτρεπόταν και κατά το προγενέστερο καθεστώς.
7. Επειδή, με το άρθρο 11 του από 17.7.1923 Ν.Δ/τος «Περί σχεδίων πόλεων …» (ΦΕΚ 210 Α΄/16.8.1923 = άρθρο 161 παρ. 1α και β Κ.Β.Π.Ν.) ορίζεται ότι: «1. Διά Β.Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων, δύναται: α) Να κανονίζηται το είδος της χρήσεως των οικοδομών αναλόγως της θέσεως, των διαστάσεων και της εν γένει διατάξεως των κτηρίων…..β) Να απαγορεύηται διά λόγους γενικωτέρων κοινωνικών αναγκών η χρησιμοποίησις των κτηρίων των περιλαμβανομένων εις ωρισμένα τμήματα των πόλεων, κωμών κ.λπ. και της περιοχής των ή και ως ολοκλήρους συνοικισμούς, προς ωρισμένους σκοπούς …… Κατ’ επίκληση των διατάξεων εν γένει του ανωτέρω Ν.Δ/τος, με το μεν από 8.7.1924 π.δ. (ΦΕΚ 168 Α΄/23.7.1924) εγκρίθηκε το σχέδιο πόλεως της Εκάλης, παραλλήλως δε εκδόθηκε το επίσης από 8.7.1924 π.δ. «περί επιβολής περιορισμών και υποχρεώσεων επί των εντός του συνοικισμού «Εκάλη» ακινήτων» (ΦΕΚ 169 Α΄/23.7.1924) με το οποίο ορίστηκε, πλην άλλων, στο άρθρο 15, ότι «1. Εξαιρέσει των κατά το σχέδιον οριζομένων θέσεων προς ανέγερσιν αγοράς και καταστημάτων, εις την λοιπήν έκτασιν του συνοικισμού απαγορεύεται η χρήσις των κτηρίων δι’ εμπόριον τροφίμων και πώλησιν άλλων εμπορευμάτων, επιτρεπομένης μόνον της χρησιμοποιήσεως αυτών διά κατοικίας. Εν τούτοις δεν αποκλείεται η εντός των τελευταίων τούτων κτηρίων ίδρυσις ξενοδοχείων και φαρμακείων και η ενάσκησις ωρισμένων επαγγελμάτων (κουρείων, ραφείων κ.λπ.). Πάντως ο Υπουργός της Συγκοινωνίας αποφαίνεται εκάστοτε οριστικώς ποίαι εκ των τοιούτων εγκαταστάσεων δέον ν’ αποκλείωνται των διά κατοικίας προοριζομένων τμημάτων του συνοικισμού 2 …». Κατ’ επίκληση των διατάξεων εν γένει του αυτού Ν.Δ/τος εκδόθηκε εν συνεχεία το από 2.2.1949 β.δ. (ΦΕΚ 35 Α΄/10.2.1949), με το οποίο τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλεως της Εκάλης ως προς τα όρια τα καθορίζοντα το χώρο που προβλεπόταν από αυτό για την ανέγερση ξενοδοχειακών κτηρίων. Ο χώρος αυτός, όπως προκύπτει από τα σχεδιαγράμματα, τα οποία διαβιβάστηκαν στο Δικαστήριο από το Υπουργείο ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ύστερα από το 5668/2005/2.3.2007 έγγραφο προς αυτό του εισηγητή της παρούσας υποθέσεως, και στα οποία περιλαμβάνεται και εκείνο του από 2.2.1949 β.δ/τος, εμπίπτει εντός του Ο.Τ. 28 του ανωτέρω σχεδίου, που ευρίσκεται σε τελείως διαφορετική θέση (δεξιά του ανερχομένου την οδό Θησέως) από εκείνη όπου ευρίσκεται το Ο.Τ. 32 (αριστερά του ανερχομένου την αυτή οδό) και για το οποίο (το Ο.Τ. 32) δεν προβλέπεται τέτοια χρήση, ισχυούσης, συνεπώς, της χρήσεως της κατοικίας. Με το από 19.4.1979 π.δ. (ΦΕΚ 273 Δ΄/15.5.1979), που εκδόθηκε κατ’ επίκληση και του ανωτέρου άρθρου 11 του από 17.7.1923 Ν.Δ/τος ορίστηκε, πλην άλλων, στο άρθρο 2 ότι για την περιοχή Α, στην οποία, όπως προκύπτει από το οικείο διάγραμμα, περιλαμβάνονται και τα δύο προαναφερόμενα Ο.Τ. (32 και 28) «13……επιτρέπεται η ανέγερσις μόνον κτηρίων κατοικίας. Κατά παρέκκλισιν ισχύουν αι ειδικαί χρήσεις κατά τα ειδικώτερον καθοριζόμενα υπό των από 29.3.1936 (ΦΕΚ 161/Α’), από 19.6.1948 (ΦΕΚ 204 Α’) και από 2.2.1949 (ΦΕΚ 35/Α) διαταγμάτων, διά των οποίων ενεκρίθησαν Τουριστικόν περίπτερον, Κέντρον Αναψυχής και Ξενοδοχείον, αντιστοίχως». Εν συνεχεία, με την απόφαση 22587/314/86/3.10. 1986 του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής «Αναθεώρηση των όρων και περιορισμών δόμησης των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου Εκάλης, Νομαρχίας Ανατ. Αττικής» (ΦΕΚ 916 Δ΄/6.10.1986) ορίστηκε ότι «Η Εκάλη θεωρείται περιοχή αμιγούς κατοικίας …» (παρ. 9), με την παρ. 9 δε της μεταγενέστερης αποφάσεως του αυτού Νομάρχη 10461/21.4. 1987 (ΦΕΚ 429 Δ΄/15.5.1987) επανελήφθησαν ως προς την περιοχή Α’ της Εκάλης τόσο η διάταξη αυτή της παρ. 9 της νομαρχιακής αποφάσεως 22587/ 314/86 όσο και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 13 του από 19.4.1979 π.δ/τος ως προς τις κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της κατοικίας χρήσεις. Επακολούθησε το εγκριθέν με την 65570/3692/10.6.1994 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΦΕΚ 667 Δ΄/5.7.1994) Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.) της Εκάλης, με το οποίο ορίζεται ως χρήση γης σε αυτήν η αμιγής κατοικία και, ειδικότερα, η κατοικία, τα κτήρια κοινωνικής πρόνοιας, τα κτήρια δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, οι αθλητικές εγκαταστάσεις, οι θρησκευτικοί χώροι και οι πολιτιστικές εν γένει εγκαταστάσεις (παρ. 1 περ. Α’, υποπ. β’, στοιχ. ια’).
8. Επειδή, από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι αρχήθεν δεν επιτρεπόταν η χρήση ξενοδοχείου στο επίμαχο Ο.Τ. 32 του σχεδίου πόλεως Εκάλης. Και τούτο διότι, με την παρ. 1 του άρθρου 5 του ανωτέρω από 23.7.1924 π.δ/τος, παρασχέθηκε μεν η δυνατότητα να καθορισθούν Ο.Τ., στα οποία θα ήταν επιτρεπτές και άλλες, πλην της κατοικίας, χρήσεις, όπως η λειτουργία ξενοδοχείου, κατά την έννοια, όμως, της διατάξεως αυτής, και ανεξαρτήτως της νομιμότητας της, ο καθορισμός των επιτρεπομένων λοιπών χρήσεων έπρεπε να γίνει με γενικότερη πολεοδομική ρύθμιση, με την οποία θα εξειδικεύεται το καθεστώς που εισήχθη με το προεδρικό αυτό διάταγμα, και δεν ήταν επιτρεπτό η σχετική κρίση να εκδηλώνεται κάθε φορά για μεμονωμένο ακίνητο εν όψει σχετικού αιτήματος για την έκδοση οικοδομικής άδειας. Η αποδοχή της αντίθετης εκδοχής, ότι δηλαδή χρήσεις μη επιτρεπόμενες ευθέως από το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα ήταν δυνατόν να εγκρίνονται επ’ ευκαιρία της εκδόσεως οικοδομικής άδειας, θα οδηγούσε στην ανατροπή του πολεοδομικού σχεδιασμού που εισήχθη με το διάταγμα αυτό και σε υποκατάσταση της επιτελικής αρμοδιότητας του πολεοδομικού σχεδιασμού από την αρμοδιότητα εφαρμογής του. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις μεταγενέστερες πολεοδομικές ρυθμίσεις, δηλαδή του π.δ/τος της 2.2.1949 και των νεωτέρων προεδρικών διαταγμάτων και αποφάσεων καθορίσθηκε ο συγκεκριμένος χώρος του οικισμού, στον οποίο και μόνον επιτρέπεται χρήση ξενοδοχείου, δηλαδή το προαναφερόμενο Ο.Τ. 28, και επιβεβαιώθηκε ο χαρακτήρας της περιοχής ως αμιγούς κατοικίας. Η χρήση, συνεπώς, αυτή ίσχυε και στο επίμαχο Ο.Τ. 32, στο οποίο, όμως, είχε ανεγερθεί κτίριο ξενοδοχείου δυνάμει της 2905/1981/1968 οικοδομικής άδειας του Γραφείου Πολεοδομίας του Υπουργείου Δημ. Έργων. Το κτήριο αυτό πάντως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, έπαψε να λειτουργεί ως ξενοδοχείο από την 14.2.1977, οπότε και εκμισθώθηκε για τη στέγαση σχολής νηπιαγωγών και, εν συνεχεία, του Γυμνασίου και του Λυκείου Δροσιάς (βλ. τις 203/26.1.1977 και 16571/6.9.1989 αποφάσεις του Νομάρχη Αττικής και του Νομαρχούντος Διευθυντή Ανατολικής Αττικής αντιστοίχως). Παρέμεινε δε ανοικτό και μη χρησιμοποιούμενο καθ’ οιονδήποτε τρόπο οπωσδήποτε από τον Ιανουάριο του έτους 1995 έως την έκδοση της ανωτέρω 1414/00/28.7.2000 οικοδομικής αδείας (βλ. το από 27.1.1995 έγγραφο της Κοινότητας Εκάλης και το από 2.2.1995 έγγραφο της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας), και για το λόγο, άλλως τε, αυτόν, στο 3.467/24.7.2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Βασιλικής Δαμαλίτου, με το οποίο μεταβιβάστηκε τούτο στην εκκαλούσα με το οικόπεδο επί του οποίου ευρίσκεται, αναγράφεται ότι «λειτούργησε ως ξενοδοχείο δυνάμει των υπ’ αριθμούς 12945/10.12.1971 και 6803/10.12.1971 αδειών λειτουργίας του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) …». Εν όψει των ανωτέρω δεδομένων, και εφ’ όσον η προαναφερόμενη οικοδομική άδεια 1414/00/28.7.2000, με την οποία προβλέπεται η χρήση ξενοδοχείου στο εν λόγω κτήριο, είχε, πάντως, ακυρωθεί με την 2000/15.10.2003 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3212/2003, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 12 του νόμου αυτού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην σκέψη 6. Συνεπώς, η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως απόφαση 1781/26.1.2004 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα στη διάταξη αυτή.
9. Επειδή, εξ άλλου, με την απόφαση της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. 23592/10.6.2003 (ΦΕΚ 662 Δ΄/27.6.2003), που επίσης μνημονεύεται στο προοίμιο της ακυρωθείσης με την εκκαλουμένη απόφαση πράξεως 1781/26.1. 2004 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., τροποποιήθηκαν οι χρήσεις γης για μεγάλο αριθμό οικοδομικών τετραγώνων του ρυμοτομικού σχεδίου Εκάλης. Ως προς το Ο.Τ. 32 ειδικότερα, ορίστηκε ως χρήση «κατοικία – διατήρηση χρήσης υφιστάμενης ξενοδοχειακής μονάδας» (άρθρο 1 παρ. 2). Η απόφαση αυτή, όπως συνάγεται και από το στοιχείο 2 του προοιμίου της, έχει εκδοθεί κατ’ επίκληση της παρ. 3α περ. αα του άρθρου 29 του Ν. 2831/2000 (ΦΕΚ 140 Α’), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 3044/2002 (ΦΕΚ 197 Α’). Όπως, όμως, έχει κριθεί, η διάταξη αυτή του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 3044/2002, με την οποία μεταβιβάζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον Υπουργό, δηλαδή σε άλλο όργανο της Διοικήσεως, πολεοδομικές αρμοδιότητες που δεν ανάγονται σε εντοπισμένη τροποποίηση σχεδίου ή σε πολεοδομικές εφαρμογές, είναι αντίθετη προς τα άρθρα 43 παρ. 2 και 24 παρ. 2 του Συντάγματος (ΣτΕ Ολομ. 3661/2005, 1240/2006) και, συνεπώς, ανίσχυρη. Τούτου δε έπεται ότι είναι ανίσχυρη ως αναρμοδίως εκδοθείσα η ανωτέρω ρύθμιση της προαναφερόμενης αποφάσεως της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η οποία εν όψει του ανωτέρω περιεχομένου της δεν είναι εντοπισμένη και της οποίας το κύρος, λόγω του κανονιστικού χαρακτήρα της, ελέγχεται παρεμπιπτόντως (πρβλ. ΣτΕ 2077/2006). Συνεπώς, ούτε στη διάταξη αυτή μπορεί να θεμελιωθεί η ανωτέρω απόφαση της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Κατά συνέπεια, εν όψει και όσων εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως ακυρώθηκε, αν και με άλλη αιτιολογία, η υπουργική αυτή πράξη με την εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτόμενου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου λόγου εφέσεως.
10. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος οριζόταν πριν την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ότι «2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης». Στη διάταξη αυτή προστέθηκε, με την ανωτέρω αναθεώρησή του, το εξής εδάφιο «Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης». Οι επόμενες παρ. 3 και 5, οι οποίες δεν αναθεωρήθηκαν, ορίζουν τα εξής «3. Για να αναγνωριστεί μια περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτήτες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικές χρήσεις και σκοπούς …. 5. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται και στην αναμόρφωση των οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν…..».
11. Επειδή, οι συνταγματικές αυτές διατάξεις, οι οποίοι τέθηκαν για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του 1975, απευθύνουν στο νομοθέτη, τυπικό ή κανονιστικό, την επιταγή να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, την φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Ουσιώδες στοιχείο του σχεδιασμού αυτού είναι ο καθορισμός ή η τροποποίηση των χρήσεων γης της πόλεως (ΣτΕ 451/2003), κριτήρια δε για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλλίτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων (Σ.Ε. Ολ. 1528/2003, 965/2007, Ολ. 123/2007) μη επιτρεπομένης της χειροτερεύσεώς τους με οποιονδήποτε τρόπο, στους οποίους περιλαμβάνεται η επί το δυσμενέστερο μεταβολή χρήσεως ή η νόθευσή της (ΣτΕ 451/2003, 3756/2000). Τούτων έπεται, ότι μέχρις ότου τεθούν για πρώτη φορά από το νομοθέτη, προς εκπλήρωση της ανωτέρω, το πρώτον επίσης τεθείσης, συνταγματικής επιταγής οι βασικοί κανόνες πολεοδόμησης είναι συνταγματικώς ανεκτή η πρόβλεψη της δυνατότητας εξαιρέσεως από την κατεδάφιση κατασκευών που έχουν αυθαιρέτως ανεγερθεί πριν τη θέσπιση των κανόνων αυτών που τίθενται εν γνώσει ακριβώς της ανωτέρω κατ’ εξαίρεση δυνατότητας (παλαιές κατασκευές), αλλά κατ’ εξαίρεση και υπό όρους ώστε αφ’ ενός να μην αποδυναμώνεται ουσιωδώς η αποτελεσματικότητα των θεσπιζόμενων κανόνων και, αφ’ ετέρου, να μη προκαλείται βλάβη σε φυσικά οικοσυστήματα, οικιστικά σύνολα και πολιτιστικά στοιχεία που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας. Είναι όμως αντίθετες προς την ανωτέρω συνταγματική επιταγή διατάξεις, με τις οποίες επιτρέπεται η υπό τους αυτούς όρους εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών που ανεγείρονται μεταγενεστέρως, μετά δηλαδή τη θέσπιση των ανωτέρω πολεοδομικών κανόνων, και κατά παράβαση των διατάξεων που αφορούν τους όρους και περιορισμούς δομήσεως ή τις χρήσεις γης (νέες κατασκευές). Και τούτο διότι η εξαίρεση αυτή από την κατεδάφιση συνεπάγεται τη νόθευση και τη συνεχή ανατροπή του πολεοδομικού σχεδιασμού, η οποία, είτε αφορά τα κτήρια και τον τρόπο δομήσεως τους είτε τη χρήση τους, έχει ως περαιτέρω αποτέλεσμα τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβιώσεως, πολλώ δε μάλλον όταν οι όροι εξαιρέσεως από την κατεδάφιση μιας νέας αυθαίρετης κατασκευής ή η επανεμφάνιση της μη επιτρεπομένης χρήσεως επιβάλλουν να εκτιμάται η πολεοδομική επιβάρυνση της περιοχής όπου ευρίσκεται από την εξαίρεση από την κατεδάφιση αυτής και μόνο και όχι από το σύνολο τόσο των ήδη εξαιρεθεισών όσο και των εξαιρουμένων από την κατεδάφιση νέων αυθαιρέτων της περιοχής αυτής, προς τις οποίες ταυτίζονται και οι επανεμφανιζόμενες χρήσεις.
12. Επειδή, προς εκπλήρωση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής εκδόθηκαν οι Ν. 947/1979 «Περί οικιστικών περιοχών (ΦΕΚ 169 Α’) και 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις» (ΦΕΚ 33 Α’). Με τον τελευταίο αυτό προβλέπεται, πλην άλλων, ο πολεοδομικός σχεδιασμός σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο συντάσσεται Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.), το οποίο καλύπτει «όλες τις πολεοδομημένες ή προς πολεδόμηση περιοχή ενός τουλάχιστον Δήμου ή Κοινότητας» (άρθρο 2 παρ. 1 = άρθρο 38 παρ. 1 Κ.Β.Π.Ν.), περιλαμβάνει, πλην άλλων, «… τη γενική εκτίμηση των αναγκών … σε κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελείς εξυπηρετήσεις και δημόσιες παρεμβάσεις ή ενισχύσεις στον τομέα της στέγης, τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσης …. σε συνάρτηση με τις παραπάνω ανάγκες, που αναφέρεται στις χρήσεις γης, τα κέντρα, το κύριο δίκτυο κυκλοφορίας, την πυκνότητα και το μέσο συντελεστή δόμησης και περιλαμβάνει τις τυχόν απαγορεύσεις δόμησης και χρήσης ….» (άρθρο 2 παρ. 2 = άρθρο 38 παρ. 2 Κ.Β.Π.Ν.) και δημιουργεί, στην περιοχή του εγκεκριμένου σχεδίου «… το πλαίσιο για πιθανές τροποποιήσεις του» (άρθρο 2 παρ. 3 = άρθρο 38 παρ. 3 Κ.Β.Π.Ν.). Στο δεύτερο επίπεδο εκπονείται πολεοδομική μελέτη, η οποία κατά μεν το άρθρο 6 του Ν. 1337/1983 «2. … εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του γενικού πολεοδομικού σχεδίου και εξειδικεύει τις προτάσεις και τα σχετικά προγράμματα του» (= άρθρο 43 παρ. 2 Κ.Β.Π.Ν.), κατά δε το άρθρο 7 αυτού, αφού εγκριθεί με π.δ/μα, «έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923 …» (παρ. 2 = άρθρο 44 παρ. 2 Κ.Β.Π.Ν.). Παραλλήλως, με το υπό τον τίτλο «Αυθαίρετες κατασκευές» Κεφάλ. Β του αυτού Ν. 1337/1983, που περιλαμβάνει τα άρθρα 15 έως 22, ρυθμίστηκαν τα της αντιμετωπίσεως των κατασκευών αυτών. Ειδικότερα, με την παρ. 1 του άρθρου 15 του αυτού Ν. 1337/1983, (= άρθρο 386 παρ. 1 Κ.Β.Π.Ν.) ορίζεται ότι «Αναστέλλεται η κατεδάφιση των αυθαιρέτων κτισμάτων που έχουν ανεγερθεί μέχρι 31.1.1983 και που βρίσκονται σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου πόλης ή εντός οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, αν οι ιδιοκτήτες τους υποβάλλουν εμπρόθεσμα τις δηλώσεις που προβλέπονται από τις παρ. 4 και 5 του άρθρου αυτού» και, περαιτέρω, ότι «Η αναστολή ισχύει μέχρις ότου κριθεί η οριστική διατήρηση ή μη κάθε συγκεκριμένου αυθαιρέτου» (όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 1512/1985 (ΦΕΚ 4 Α’) και τελικώς με την παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 1772/1988, ΦΕΚ 91 Α’) και ότι «Επίσης αναστέλλεται η κατεδάφιση των κτισμάτων που ανεγείρονται με άδεια που εκδόθηκε μετά από έλεγχο της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής και που μεταγενέστερα ανακαλείται για οποιοδήποτε λόγο, εκτός αν η ανάκληση οφείλεται σε υποβληθέντα αναληθή στοιχεία ή σε ανακριβείς αποτυπώσεις της υπάρχουσας πραγματικής κατάστασης. Η αναστολή από την κατεδάφιση ισχύει μέχρις ότου κριθεί η οριστική διατήρηση ή όχι του κτίσματος, που γίνεται με απόφαση του νομάρχη, με σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του νομού το οποίο λαμβάνει υπόψη του και τις περιπτ. α, β και γ της παρ. 1 του άρθρου 16 του νόμου αυτού. Για τα αυθαίρετα αυτά έχουν εφαρμογή μόνον οι παρ. 2 και 3 του παρόντος άρθρου 15» (όπως τα τρία εδάφια αυτού προστέθηκαν με το άρθρο 8 παρ. 7 του Ν. 1512/1985). Στις δε παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου 15 (= άρθρο 386 παρ. 2 και 3 Κ.Β.Π.Ν.) ορίζεται ότι «2. Δεν υπάγονται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και κατεδαφίζονται κατά τις ισχύουσες διατάξεις τα κτίσματα που βρίσκονται α) σε κοινόχρηστους χώρους της πόλης …. β) μέσα στη ζώνη ασφαλείας των διεθνών, εθνικών, επαρχιακών και δημοτικών ή κοινοτικών οδών… γ) μέσα στον αιγιαλό και τη ζώνη παραλίας …. ε) σε δημόσια κτήματα, σε δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, στ) σε αρχαιολογικούς χώρους και ζ) σε ρέματα. 3. Με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος είναι δυνατό να εξαιρεθούν από την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου αυτού περιοχές ή κτίσματα για λόγους ασφαλείας ή που αποβαίνουν σε βάρος του πολιτιστικού ή φυσικού περιβάλλοντος ή, προκειμένου περί περιοχών σχεδίων πόλεων ή οικισμών προ του έτους 1923, που αποβαίνουν υπέρμετρα σε βάρος της πόλης ή του οικισμού, ή στοιχείου της πόλης ή του οικισμού που έχει ιδιάζουσα σημασία …». Με το άρθρο 16 του αυτού Ν. 1337/1983 ορίζεται ότι «1. Τα εκτός σχεδίου πόλεων …. αυθαίρετα κτίσματα της παρ. 1 του άρθρου 15 που εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο και βρίσκονται σε δομήσιμους χώρους μπορεί να εξαιρούνται οριστικά της κατεδάφισης, έστω και αν αντιβαίνουν στους όρους και περιορισμούς δόμησης της περιοχής εφ’ όσον ταυτόχρονα : α) δεν παραβλάπτουν υπέρμετρα την πόλη ή τον οικισμό ή στοιχείο αυτών που έχει ιδιάζουσα σημασία, με σημαντική υπέρβαση του συντελεστή δόμησης και των ακάλυπτων χώρων ή με αύξηση του ύψους, β) δεν παραβλάπτουν το άμεσο ή πλατύτερο περιβάλλον γενικά ή με την ειδική χρήση που έχουν και γ) δεν είναι επικίνδυνα από στατική άποψη … 2. Δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και κατεδαφίζονται τα αυθαίρετα κτίσματα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 15. 3. Η απόφαση για την εξαίρεση από την κατεδάφιση εκδίδεται από το νομάρχη με σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας …. 7. Οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και για τα αυθαίρετα κτίσματα της παρ. 1 του άρθρου 15 που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων: …» (όπως η παρ. 7 αναριθμήθηκε από 6 με την παρ. 8 του άρθρου 8 του Ν. 1512/1985 ( = άρθρο 387 παρ. 1, 2 και 8 Κ.Β.Π.Ν.). Περαιτέρω, με το υπό τον τίτλο «Νέα αυθαίρετα» άρθρο 17 του αυτού Ν. 1337/1983 προβλέπεται ότι «1. Τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει που ανεγείρονται μετά την 31.1.1983 εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων…..καθώς και όσα δεν εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου αυτού κατεδαφίζονται υποχρεωτικά από τους κυρίους ή συγκυρίους τους, έστω και αν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή ή αν το κτίσμα κατοικείται ή χρησιμοποιείται με οποιοδήποτε τρόπο. 2. …» (= άρθρο 382 παρ. 1 Κ.Β.Π.Ν.), ενώ με το άρθρο 18 ότι «1 … 2 … 3 … 4. Αυθαίρετα για την εφαρμογή των άρθρων του Κεφαλαίου Β’ του νόμου αυτού νοούνται όσα εμπίπτουν στην παρ. 2 του άρθρου 118 του Ν.Δ. 8/1983 «περί Γ.Ο.Κ.» όπως ισχύει ….» (= άρθρο 383 παρ. 4 Κ.Β.Π.Ν.). Τέλος, με το άρθρο 22 του Γ.Ο.Κ. 1985 (Ν. 1577/1985, ΦΕΚ 210 Α’) ορίζεται ότι «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως …. η ,… επισκευή, διαρρύθμιση … κτηρίων … 2. … 3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ. 1 ή β καθ’ υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές με τα αυθαίρετα διατάξεις του Νομ. 1337/1983 όπως ισχύουν ….». Στην ίδια παράγραφο 3 του άρθρου 22 αρχικώς είχε ορισθεί ότι «Σε περίπτωση αυθαίρετης κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευής, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο ελέγχου της από την πολεοδομική υπηρεσία, ειδοποιούνται εγγράφως οι υπόχρεοι …. να μεριμνήσουν ώστε να υποβληθούν τα απαραίτητα στοιχεία και δικαιολογητικά …. για να εκδοθεί ή αναθεωρηθεί τυχόν υφιστάμενη οικοδομική άδεια, μέσα σε δύο μήνες από τη λήψη της ειδοποίησης. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η κατασκευή υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 17 του Νομ. 1337/1983, όπως ισχύει ….», τα εδάφια όμως αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 19 παρ. 3 του Ν. 2831/2000 (ΦΕΚ 140 Α’) ως εξής: «Αυθαίρετη κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευή, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά το χρόνο κατασκευής της είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής αδείας. Μετά την έκδοση ή αναθεώρηση της παραπάνω οικοδομικής άδειας η κατασκευή παύει να είναι κατεδαφιστέα και επιβάλλονται μόνον τα πρόστιμα ……». Τέλος, με το από 23.2.1987 π.δ. «Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης» (ΦΕΚ 166 Δ΄/6.3.1987) καθορίστηκαν οι χρήσεις γης στις περιοχές των Γ.Π.Σ., προβλεπομένου ότι στο περιεχόμενο της κατηγορίας «αμιγής κατοικία» περιλαμβάνεται, πλην άλλων η ειδικότερη χρήση «2. Ξενώνες μικρού δυναμικού (περί τις 20 κλίνες)» (άρθρο 2= άρθρο 231 περ. 2 Κ.Β.Π.Ν.) και όχι η ειδικώτερη χρήση «ξενοδοχεία», που περιλαμβάνεται στην κατηγορία «γενική κατοικία» για μονάδες με δυναμικότητα έως 100 κλίνες (άρθρο 3 περ. 2 = άρθρο 232 περ. 2 Κ.Β.Π.Ν.) και στην κατηγορία «πολεοδομικά κέντρα» και «τουρισμός – αναψυχή» χωρίς περιορισμό ως προς τον αριθμό κλινών (άρθρα 4 περ. 2 και 8 περ. 1, αντιστοίχως = άρθρα 233 περ. 2 και 237 περ. 1 Κ.Β.Π.Ν.).
13. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα εξής: Με αυτές, προς εκπλήρωση της αναφερόμενης στη σκέψη 11 συνταγματικής επιταγής, θεσπίστηκαν επί νέας βάσεως οι κανόνες του πολεοδομικού σχεδιασμού. Οι ανωτέρω κανόνες περιλαμβάνουν, πλην άλλων, το σύστημα της «τυποποιήσεως» των χρήσεων γης. Κατ’ αυτό οι χρήσεις γης κατατάσσονται σε κατηγορίες, όπως «Αμιγής κατοικία», «Γενική κατοικία» κ.λπ., εκάστη των οποίων έχει ως περιεχόμενο ειδικές χρήσεις, απαγορευομένης της νοθεύσεως των κατηγοριών με την προσθήκη σε κάποια από αυτές ειδικής χρήσεως που περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο άλλης κατηγορίας (ΣτΕ 451/2003, 3756/2000). Εν όψει δε των κανόνων αυτών ρυθμίστηκαν και τα της τύχης τόσο των παλαιών (εχουσών ανεγερθεί μέχρι 31.1.1983) αυθαιρέτων κατασκευών όσο και των νέων (ανεγειρομένων μετά την ημερομηνία αυτή). Στις αυθαίρετες κατασκευές των δύο αυτών κατηγοριών περιλαμβάνονται και οι παραβιάζουσες τους κανόνες περί των χρήσεων γης. Ως προς τις κατασκευές της πρώτης κατηγορίας διατηρήθηκε μεν ο σύμφωνος με την ανωτέρω συνταγματική επιταγή κανόνας της κατεδαφίσεως, με παράλληλη όμως πρόβλεψη της δυνατότητας εξαιρέσεως τους από την κατεδάφιση, η οποία όμως συνιστά απόκλιση από τον ανωτέρω κανόνα (ΣτΕ 3632/1992, 1700/1995, 3356/2005 7μελούς κ.ά.) και, συνεπώς, είναι στενώς ερμηνευτέες οι προαναφερόμενες διατάξεις (ΣτΕ 4236/1987, 1041/1990), με τις οποίες επιτρέπεται η εξαίρεση εάν υποβληθεί σχετική δήλωση και ύστερα από κρίση της πολεοδομικής αρχής ότι για τη συγκεκριμένη κατασκευή πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και δεν συντρέχουν τα αντικειμενικά και απόλυτα κωλύματα που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα δε, για τις κατασκευές που ευρίσκονται σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως, η κρίση περί οριστικής εξαιρέσεως από την κατεδάφιση είναι επιτρεπτή μόνον εάν προηγηθεί ένταξη της περιοχής αυτής σε πολεοδομικό σχέδιο, διότι διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν η γενικευμένη νομιμοποίηση αυθαιρέτων που θα καθιστούσε αδύνατο ή λίαν δυσχερή τον ορθολογικό σχεδιασμό κατά τους ανωτέρω κανόνες (ΣτΕ 3356/2005). Ως προς τις αυθαίρετες κατασκευές της δεύτερης κατηγορίας, δηλαδή τις ανεγειρόμενες μετά την 31.9.1983, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του Ν. 1512/1985 (ΣτΕ 2565/2004, 3210/1998, 948/1989, 525, 2052/1988), και των οποίων η διατήρηση θα συνεπήγετο τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβιώσεως με τη νόθευση του βάσει των νέων κανόνων που τίθενται με τις διατάξεις αυτές υπό εκπόνηση ή ήδη εγκριθέντος πολεοδομικού σχεδιασμού, για τον οποίο, κατά τα ανωτέρω, έχουν ληφθεί υπόψη μόνον οι δυνάμενες επιτρεπτώς να εξαιρεθούν της κατεδαφίσεως παλαιές κατασκευές και οι επιτρεπτώς δυνάμενες να διατηρηθούν χρήσεις, ισχύει σύμφωνα με την αυτή συνταγματική επιταγή ο κανόνας της κατεδαφίσεως χωρίς την προαναφερόμενη εξαίρεση. Ο κανόνας δε αυτός επαναλαμβάνεται και από τον εισαχθέντα μετά το Σύνταγμα του 1975 Γ.Ο.Κ., ο οποίος μάλιστα επιβάλλει την κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών ακόμα και αν δεν παραβιάζουν τις πολεοδομικές διατάξεις, εκτός αν οι ενδιαφερόμενοι μεριμνήσουν για την έκδοση ή την αναθεώρηση των οικοδομικών αδειών, δυνάμει των οποίων θα έπρεπε να είχαν κατασκευαστεί τα σχετικά κτίσματα.
14. Επειδή, με την παρ. 5 του άρθρου 8 του Ν. 3044/2002 (ΦΕΚ 197 Α’), στο άρθρο 17 του Ν. 1337/1983 το οποίο, όπως αναφέρεται στη σκέψη 13 δεν επιτρέπει την εξαίρεση από την κατεδάφιση των νέων αυθαιρέτων κατασκευών, εντός ή εκτός σχεδίων πόλεων ή οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923, προστέθηκε παρ. 14 που έχει ως εξής «Τα τρία τελευταία εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 15, όπως προστέθηκαν με την παρ. 7 του άρθρου 8 του Ν. 1512/1985 (ΦΕΚ 4 Α’) εφαρμόζονται και για τα αυθαίρετα του παρόντος άρθρου». Με την παρ. 4 δε του ίδιου άρθρου 8 Ν. 3044/2002 προστέθηκε στο τέλος του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 22 του Γ.Ο.Κ. έτους 1985, όπως αντικαταστάθηκε με το ανωτέρω άρθρο 19 παρ. 3 του Ν. 2831/2000, το εξής νέο εδάφιο: «Απαγορεύεται η νομιμοποίηση της κατασκευής, αν κατά το χρόνο που ζητείται η νομιμοποίηση τα κτίσματα βρίσκονται μέσα στους χώρους που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 1337/1983 ή σε περιοχές που ορίζονται στην υπουργική απόφαση, η οποία εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του πιό πάνω άρθρου ή τα κτίσματα συγκεντρώνουν τις οριζόμενες στην ίδια υπουργική απόφαση προϋποθέσεις». Εξ άλλου, με την παρ. 8 του άρθρου 4 του ν. 2508/1997 (ΦΕΚ 124 Α’) τίθεται ο κανόνας ότι «απαγορεύεται η χορήγηση οικοδομικών αδειών για την ανέγερση κτηρίων μη συμβιβαζομένων προς τη χρήση που τυχόν προβλέπει το εγκεκριμένο Γ. Π.Σ. για τη συγκεκριμένη θέση …», με τη δε επόμενη παρ. 9, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 2545/1997 (ΦΕΚ 254) ορίζεται ότι «Οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο δεν ισχύουν στις περιοχές Γ.Π.Σ. εγκεκριμένων κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου». Τέλος, μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 4 του Ν. 2508/1997, όπως αυτή κατά τα ανωτέρω αντικαταστάθηκε, με την παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν. 3207/2003 (ΦΕΚ 302 Α΄/24.12.2003) προστέθηκε το ακόλουθο εδάφιο: «Ειδικότερα προκειμένου για ξενοδοχεία, τα οποία λειτούργησαν νόμιμα στο παρελθόν, έστω και αν διέκοψαν τη λειτουργία τους για οποιονδήποτε λόγο και τα οποία θα επαναλειτουργήσουν και θα εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της ολυμπιακής φιλοξενίας, οι απαγορεύσεις αυτές δεν ισχύουν, ακόμα και αν τα ξενοδοχεία αυτά βρίσκονται σε περιοχές χαρακτηρισμένες από το εγκεκριμένο Γ.Π.Σ. ή ειδικό διάταγμα ως περιοχές «αμιγούς κατοικίας» και υπερβαίνουν σε δυναμικότητα τις 20 κλίνες υπό τον όρο ότι είχαν λειτουργήσει ως ξενοδοχεία πριν την έναρξη ισχύος του ν. 2508/1997. Η παρούσα διάταξη έχει αναδρομική ισχύ».
15. Επειδή, με την πρώτη υπό τις παρατιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις παρέχεται η δυνατότητα να εξαιρούνται από την κατεδάφιση νέα αυθαίρετα εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών. Κατά την αυτή διάταξη, η εξαίρεση, η οποία κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 11, χωρεί και στην περίπτωση ανεπίτρεπτων χρήσεων και εγκρίνεται με απόφαση του νομάρχη ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χ.Ο.Π. του νομού, έχει εφαρμογή επί κτισμάτων ή χρήσεων που αντίκεινται με τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις, αλλά έχουν ανεγερθεί ή εγκατασταθεί βάσει αδείας, η οποία εκδόθηκε ύστερα από έλεγχο της πολεοδομικής αρχής και μεταγενέστερα ανακλήθηκε για λόγο που δεν σχετίζεται με την υποβολή ανακριβών στοιχείων για την έκδοση της αδείας, εφ’ όσον συντρέχουν οι σωρευτικές οριζόμενες στην παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 1337/1983, λοιπές προϋποθέσεις. Λόγω δε της ταυτότητας του νομοθετικού λόγου, η τελευταία αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει, πέραν της περιπτώσεως της ανακλήσεως της οικοδομικής άδειας και την περίπτωση της ακυρώσεως της με δικαστική απόφαση (ΣτΕ 3105/1990). Ανατρέπεται έτσι ο σύμφωνος με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 24 κανόνας που έχει τεθεί με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 1337/1983 και το άρθρο 22 παρ. 3 του Γ.Ο.Κ. και κατά τον οποίο, προκειμένου να μη νοθευτεί ο κατά τους κανόνες που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως πολεοδομικός σχεδιασμός, απαγορεύεται η εξαίρεση από την κατεδάφιση νέων αυθαίρετων κατασκευών ή μη επιτρεπομένων χρήσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι χρήσεις που είχαν εγκατασταθεί σε ορισμένο κτήριο στο παρελθόν και είχαν διακοπεί, επανεγκαταστάθηκαν δε μετά την οριζόμενη από την ανωτέρω διάταξη του ν. 1337/1983 ημερομηνία. Και τούτο διότι με τη διάταξη αυτή επιτρέπεται η εξαίρεση των ανωτέρω κατασκευών ή χρήσεων, οι οποίες ανατρέπουν ή επηρεάζουν τον ορθολογικό σχεδιασμό και αποδυναμώνουν την εφαρμογή των όρων δομήσεως και των περιορισμών χρήσεως που έχουν θεσπισθεί ως οι προσφορότεροι για ορισμένη περιοχή, και, πάντως, επέρχεται επιδείνωση των όρων διαβιώσεως, στην εξασφάλιση των οποίων αποβλέπει το πολεοδομικό σχέδιο, λαμβανομένου επί πλέον υπόψη, ότι σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, οι προϋποθέσεις της εξαιρέσεως αναφέρονται αυτοτελώς σε κάθε εξεταζόμενο κτίσμα, χωρίς να εκτιμάται η συνολική επιβάρυνση της περιοχής, όπου το ακίνητο, από την τυχόν εφαρμογή του μέτρου σε άλλες περιπτώσεις νέων αυθαιρέτων. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις σκέψεις 11 και 13, η εν λόγω διάταξη είναι ανίσχυρη διότι προσκρούει στο άρθρο 24 του Συντάγματος.
16. Επειδή, σύμφωνα με την επίσης παρατιθέμενη στη σκέψη 14 διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του ν. 3207/2003, επιτρέπεται η λειτουργία ξενοδοχείου, δηλαδή ειδική χρήση μη περιλαμβανόμενη στο περιεχόμενο της κατηγορίας «Αμιγής κατοικία», σε περιοχές που έχουν υπαχθεί ως προς τις χρήσεις γης στην τελευταία αυτή κατηγορία υπό την προϋπόθεση ότι θα εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της ολυμπιακής φιλοξενίας και ότι είχαν λειτουργήσει οποτεδήποτε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 2508/1997 ως ξενοδοχεία, και μάλιστα αδιαφόρως αν η χρήση αυτή ήταν σύμφωνη με τις τότε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Και η διάταξη όμως αυτή είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στην αυτή συνταγματική διάταξη, αφ’ ενός διότι η εισαγόμενη με τη διάταξη αυτή ρύθμιση, με την οποία επιτρέπεται συγκεκριμένη χρήση σε περιοχές, στις οποίες το ειδικό πολεοδομικό καθεστώς δεν προβλέπει τη χρήση αυτή, δεν στηρίζεται σε εκτίμηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, της φυσιογνωμίας και των αναγκών κάθε περιοχής, όπως θα έπρεπε κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 11, και αφ’ ετέρου για τους λόγους που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, δοθέντος μάλιστα, ότι, πέραν του ζητήματος εάν οι ανάγκες ολυμπιακής φιλοξενίας θα συνιστούσαν λόγο αποκλίσεως από τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος, πάντως η επίδραση στις συνθήκες διαβιώσεως που επέρχεται από την επιτρεπόμενη με τη διάταξη αυτή νόθευση χρήσεως δεν περιορίζεται στη διάρκεια της ολυμπιακής φιλοξενίας αλλά είναι διαρκής.
17. Επειδή, εν όψει της συνταγματικής κατοχυρώσεως της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών και του δικαιώματος σε δικαστική προστασία, που θεμελιώνεται στα άρθρα 20 και 26 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο επιβάλλει την αρχή της δίκαιης δίκης, δεν είναι επιτρεπτή οποιαδήποτε επέμβαση της νομοθετικής λειτουργίας στη δικαστική, η οποία έχει ως αποτέλεσμα, κατά μεν την εκκρεμοδικία στην κατά ορισμένο τρόπο επίλυση της διαφοράς, μετά δε την έκδοση της αποφάσεως στην ανατροπή της, υπό το πρόσχημα της ρυθμίσεως, και δη αναδρομικώς, του συνόλου των περιπτώσεων που είναι όμοιες με εκείνη, επ’ αφορμή της οποίας έχει αυτή εκδοθεί (πρβλ. ΕΔΔΑ 22.3.2006, Scordino κατά Ιταλίας, ν. 36813/97, παρ. 126 – 131). Παραβίαση των ανωτέρω αρχών στην περίπτωση δικαστικής αποφάσεως, με την οποία ακυρώνεται διοικητική πράξη, συντρέχει ιδίως εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση, με την οποία τροποποιούνται οι διατάξεις, βάσει των οποίων επιλύθηκε η διαφορά, καίτοι εμφανίζεται ως εισάγουσα γενικό κανόνα, δεν θεμελιώνεται με την επίκληση κατά τη διαδικασία παραγωγής της συγκεκριμένων γεγονότων ή στοιχείων, από τα οποία θα προέκυπτε η ανάγκη θεσπίσεως του κανόνα αυτού, σε συνδυασμό ενδεχομένως και με άλλα στοιχεία, όπως ο χρόνος προτάσεως και ψηφίσεως της νέας διατάξεως και οι εν γένει ενέργειες της Διοικήσεως σε σχέση με την υποχρέωση της συμμορφώσεως της προς τη δικαστική απόφαση.
18. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, στον προαναφερόμενο ν. 3207/2003, που δημοσιεύτηκε την 24.12.2003, έχει περιληφθεί η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 ύστερα από σχετική τροπολογία που κατατέθηκε στις 12.12.2003, δηλαδή λίγες ημέρες μετά την από 4.12.2003 προσφυγή της εκκαλούσας κατά της αναφερόμενης στη σκέψη 2 2843/391/28.11.2003 πράξεως, με την οποία είχαν διακοπεί οι εργασίες κατόπιν της ακυρωτικής της πράξεως αναθεωρήσεως 2900/2003 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία είχε δημοσιευθεί στις 15.10.2003, δηλαδή δύο περίπου μήνες πριν την υποβολή της ανωτέρω προσφυγής της εκκαλούσας και την κατάθεση της τροπολογίας. Κατ’ επίκληση δε του ανωτέρω άρθρου 12 του νόμου αυτού εκδόθηκαν, ολίγες μέρες αργότερα, οι αποφάσεις περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση (13.1.2004), και περί χορηγήσεως αδείας για την αποπεράτωση των εργασιών που εξαιρέθηκαν από την κατεδάφιση (26.1.2004) κατά αναφερόμενα στη σκέψη 2. Εξ άλλου, στην από 12.12.2003 αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την ως άνω τροπολογία κατόπιν της οποίας ψηφίσθηκε η επίδικη διάταξη, αναφέρεται ότι «3. Με την προτεινόμενη ρύθμιση…..αίρεται τυχόν αμφισβήτηση, ως προς το κατά πόσον επιτρέπεται ή απαγορεύεται η συνέχιση της χρήσης νόμιμα υφιστάμενων κατά την έκδοση του Ν. 2508/1997 κτιρίων ξενοδοχείων, σε περίπτωση που το οικείο Γ.Π.Σ., το οποίο τέθηκε σε ισχύ μετά την νόμιμη ανέγερση και λειτουργία τους, δεν προβλέπει για την περιοχή τη χρήση αυτή. Το πρόβλημα αφορά ξενοδοχεία, που ανεγέρθησαν νόμιμα και λειτούργησαν στο παρελθόν, αλλά με μεταγενέστερη της ανέγερσής τους ρύθμιση του Γ.Π.Σ. ή ειδικού διατάγματος η περιοχή όπου βρίσκονται χαρακτηρίστηκε ως περιοχή «αμιγούς κατοικίας», με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η νόμιμη επαναλειτουργία τους. Η προβλεπόμενη εξαίρεση αφορά σε ξενοδοχεία δυναμικότητας άνω των 20 κλινών, που είχαν λειτουργήσει νόμιμα πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 2508/1997, έστω και αν για οποιοδήποτε λόγο διέκοψαν τη λειτουργία τους, και τα οποία πρόκειται να εκσυγχρονιστούν και να επαναλειτουργήσουν πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 και θα εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της ολυμπιακής φιλοξενίας». Με τα δεδομένα αυτά, και εν όψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, η εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως στην επίδικη υπόθεση έρχεται σε αντίθεση προς τα άρθρα 20, 26 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α. διότι οδήγησε στην ανάκληση της πράξεως της Διοικήσεως που είχε εκδοθεί σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και, κατ’ επέκταση στην ανατροπή των κριθέντων από το Δικαστήριο, με επίκληση στην αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας ως λόγου της προταθείσας διατάξεως μόνον της «τυχόν αμφισβητήσεως» του επιλυθέντος με την ανωτέρω δικαστική απόφαση θέματος, χωρίς να αναφέρονται λόγοι και στοιχεία, από τα οποία προέκυψε κατά τον ανωτέρω χρόνο προτάσεως και ψηφίσεως της τροπολογίας η ανάγκη θεσπίσεως της συγκεκριμένης αυτής ρυθμίσεως ως γενικού κανόνα.
19. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα άγεται ομοφώνως προς την άποψη ότι η εξαίρεση από την κατεδάφιση των εργασιών επισκευής του επιδίκου κτηρίου ως ξενοδοχείου δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα ούτε στη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 8 του Ν. 3044/2002 λόγω της αντιθέσεως της προς το άρθρο 24 του Συντάγματος και, συνεπώς, του ανίσχυρου αυτής, ούτε στην παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν. 3207/2003, η οποία είναι επίσης ανίσχυρη λόγω αντιθέσεως και της διατάξεως αυτής προς τη συνταγματική αυτή διάταξη, αλλά, κατά το μέρος που διέπει την παρούσα υπόθεση, και προς τα άρθρα 20, 26 και 95 παρ. 1 αυτού καθώς και προς το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του Συμβούλου Αθ. Ράντου, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 3207/2003 είναι ανίσχυρη προεχόντως διότι προσκρούει στα άρθρα 20, 26 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α. Ορθώς, επομένως, ακυρώθηκαν με την απόφαση, αν και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία οι προσβληθείσες με την αίτηση ακυρώσεως πράξεις, οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Λόγω όμως της κρίσεως του Τμήματος περί τη αντιθέσεως προς το Σύνταγμα των ανωτέρω διατάξεων νόμου, πρέπει το σχετικό ζήτημα να παραπεμφθεί, κατ’ άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος στην Ολομέλεια το σχετικό ζήτημα, να ορισθεί δε εισηγητής ενώπιον αυτής ο Σύμβουλος Ν. Ρόζος.
ΣτΕ 3615/2007
[Επανακαθορισμός ορίων αιγιαλού]
Πρόεδρος: K. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Aθ. Ράντος, Σύμβουλος ΣτΕ
Δικηγόροι: Φ. Χατζηφώτης, Μ. Παπαδόπουλος, Γλ. Σιούτη
Οι υπάλληλοι (προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που συγκροτούν την Επιτροπή καθορισμού ορίων αιγιαλού ενεργούν ως μέλη συλλογικών οργάνων της κεντρικής διοίκησης. Νομίμως αναπληρώνονται από τους αναπληρωτές της κύριας θέσης τους σύμφωνα με τον Οργανισμό κάθε υπηρεσίας.
Εκτός από τη μεταβολή των ορίων του αιγιαλού συνεπεία φυσικών φαινομένων, επανακαθορισμός της οριογραμμής του, όπως και των οριογραμμών της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού, επιτρέπεται, όταν ο καθορισμός της έγινε εσφαλμένα λόγω πλάνης περί τα πράγματα. Εάν η ακτογραμμή μετατεθεί προς την πλευρά της θάλασσας, ανακύπτει υποχρέωση καθορισμού ζώνης παλαιού αιγιαλού στην περιοχή μεταξύ της αρχικής και της νέας οριογραμμής, εκτός εάν αυτή δεν υπήρξε ποτέ αιγιαλός.
Η πράξη επανακαθορισμού είναι επαρκώς αιτιολογημένη, όταν στα σχετικά έγγραφα εκτίθενται με σαφήνεια οι λόγοι που αποδεικνύουν τη συνδρομή πλάνης περί τα πράγματα κατά τον αρχικό καθορισμό. Η κρίση της Διοίκησης ότι δεν απαιτείται ο καθορισμός παλαιού αιγιαλού είναι επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον δεν διαπιστώθηκε ότι συνεπεία φυσικών φαινομένων δημιουργήθηκε νέος αιγιαλός διαφορετικός του αρχικού με τη μετατόπιση της ακτογραμμής προς την κατεύθυνση της θάλασσας.
Δεν είναι αναγκαία η χάραξη οριογραμμής παραλίας, όταν οι σκοποί του νόμου, εν όψει και της φύσεως του ακινήτου, εξυπηρετούνται από τη ζώνη αιγιαλού και τις κατασκευασμένες σ’ αυτήν προσβάσεις προς τη θάλασσα. Η σχετική κρίση είναι νομίμως αιτιολογημένη, εφ’ όσον περιγράφεται, η φύση της συνεχόμενης προς τον αιγιαλό ξηράς και βεβαιώνεται η προσήκουσα επικοινωνία της ξηράς προς την θάλασσα.
Η έκδοση διαπιστωτικής πράξης του ΕΟΤ κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 2160/1993 για τη νομιμοποίηση κτισμάτων ή κατασκευών δεν λαμβάνεται υπ’ όψη κατά τον καθορισμό της οριογραμμής αιγιαλού ούτε συνεπάγεται εξαίρεση από τον αιγιαλό κτισμάτων που εμπίπτουν στη ζώνη του.
Βασικές σκέψεις
5. Επειδή προβάλλεται, ως λόγος ακυρώσεως, ότι αναρμοδίως η προσβαλλομένη πράξη εξεδόθη από τον Υφυπουργό Οικονομικών, δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 5 του ν. 2971/2001 «Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 285), διότι η αρμοδιότητα αυτή, που ανήκε μεν αρχικώς, βάσει του α.ν. 2344/1940 (Α΄154), σε κεντρικό κρατικό όργανο, δηλαδή στον Υπουργό Οικονομικών, είχε, όμως, εν συνεχεία, με το π.δ. 71/1984 (Α΄22) και τους ν. 2076/1992 (Α΄43), 2344/1995 (Α΄212) και 2399/1996 (Α΄9), μεταβιβασθή σε περιφερειακά όργανα του Κράτους, δηλαδή διαδοχικώς, τον Νομάρχη, υπό το προ του ν. 2218/1994 (Α΄90) καθεστώς, και τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, δεν μπορούσε, κατά τα άρθρα 101 παρ. 3 και 118 παρ. 3 του Συντάγματος, να ανατεθεί εκ νέου σε κεντρικά κρατικά όργανα. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η κατ’ άρθρο 118 παρ. 3 του Συντάγματος απαγόρευση μεταφοράς αρμοδιοτήτων από τις περιφερειακές προς τις κεντρικές υπηρεσίες, στην οποία αναφέρεται ο λόγος ακυρώσεως, δεν ισχύει, πλέον, μετά την έκδοση του ν. 2503/1997 (Α΄107), εκτελεστικού του άρθρου 101 παρ. 3 του Συντάγματος νόμου, και, συνεπώς, επιτρεπτώς, εν πάση περιπτώσει, η σχετική αρμοδιότητα περιήλθε εκ νέου, με την έκδοση του ν. 2971/2001, στον Υπουργό Οικονομικών (πρβλ. ΣτΕ 4319/2005).
6. Επειδή, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2971/2001, «1. Ο καθορισμός των ορίων του αιγιαλού… γίνεται από Επιτροπή, η οποία συγκροτείται σε επίπεδο νομού… και αποτελείται από: α) τον προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας, ως πρόεδρο, β) έναν μηχανικό της Κτηματικής Υπηρεσίας…, γ) τον αρμόδιο Λιμενάρχη, δ) τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ε) τον διευθυντή Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της Γενικής Γραμματείας της Περιφέρειας…». Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη πράξη επικυρώθηκε η από 14.5.2003 έκθεση της Επιτροπής Καθορισμού Ορίων Αιγιαλού-Παραλίας Ν.Α. Ανατολικής Αττικής. Η Επιτροπή είχε συγκροτηθεί με την υπ’ αριθ. πρωτ. 1271/19.2.2002 απόφαση του Προϊσταμένου της Οικονομικής Επιθεώρησης Ανατολικής Αττικής, με μέλη «…α) Τον κάθε φορά Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας Ανατολικής Αττικής ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή το νόμιμο αναπληρωτή του, β) Τον Προϊστάμενο του Τεχνικού Τμήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Ανατολικής Αττικής Παναγιώτη Κανατούλα…, γ) Τον αρμόδιο Λιμενάρχη με αναπληρωτή το νόμιμο αναπληρωτή του, ως μέλος, δ) Τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής, με αναπληρωτή το νόμιμο αναπληρωτή του, ως μέλος, και ε) Τον Διευθυντή Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της Γενικής Γραμματείας της Περιφέρειας Αττικής με αναπληρωτή το νόμιμο αναπληρωτή του, ως μέλος» και με Γραμματέα «τον υπάλληλο της Κτηματικής Υπηρεσίας Ανατολικής Αττικής Ανδρέα Κατσικούλα με αναπληρώτρια την Ρουμπίνη Σταθέα υπάλληλο στην ίδια Υπηρεσία». Στην συνεδρίαση της 14.5.2003, η Επιτροπή είχε συντεθεί από τον Εμμ. Δρακάκη, νόμιμο αναπληρωτή του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας (Κ.Υ.) Ανατ. Αττικής, ως Πρόεδρο, και τους Παν. Κανατούλα, Παν. Γεωργακόπουλο, νόμιμο αναπληρωτή του Κεντρικού Λιμενάρχη Πειραιά, Δημ. Γκιζελή, νόμιμο αναπληρωτή του Διευθυντή Πολεοδομίας Ν.Α. Ανατ. Αττικής και Δημ. Λαμπρινέα, νόμιμο αναπληρωτή του Διευθυντή Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της Γ.Γ.Π. Αττικής, ως μέλη. Εν σχέσει με την εν λόγω σύνθεση της Επιτροπής προβάλλεται α) ότι μη νομίμως η Επιτροπή συνετέθη από τους αναπληρωτές των Προϊσταμένων των υπηρεσιών, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο νομοθετική εξουσιοδότηση, β) ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πρόσωπα, τα οποία εμφανίζονται ως νόμιμοι αναπληρωτές, δεν διαθέτουν εν τοις πράγμασι την συγκεκριμένη ιδιότητα, γ) ότι, ειδικότερα, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εμμ. Δρακάκης δεν ήταν ο νόμιμος αναπληρωτής του Προϊσταμένου της Κ.Υ. Ανατ. Αττικής, διότι την ιδιότητα αυτή είχε η Ρ. Σταθέα, δ) ότι, επίσης, ο Δημ. Γκιζελής «δεν αντικαθιστά τον Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πολεοδομίας», και ε) ότι, πάντα τα τακτικά μέλη δεν είχαν νομίμως προσκληθεί στην συνεδρίαση.
7. Επειδή με τις παρεμβάσεις και τα επ’ αυτών υπομνήματα αμφισβητείται το έννομο συμφέρον προβολής από την αιτούσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση του ως άνω λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος τουλάχιστον που αφορά την κακή συμμετοχή υπαλλήλου της, για τον λόγο ότι αρμόδια για την αποστολή προς συμμετοχή στην Επιτροπή του εν λόγω μέλους ήταν η ίδια η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, σε πταίσμα, επομένως, της οποίας ανάγεται, κατά τον ισχυρισμό αυτόν, η τυχόν παρανομία στην σύνθεση της Επιτροπής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι ο σχετικώς προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως αφορά, πάντως, την συμμετοχή του ως άνω υπαλλήλου σε συλλογικό όργανο της κεντρικής διοικήσεως και όχι της νομαρχιακής αυτοδιοικήσεως, ο δε υπάλληλος, στην περίπτωση αυτή, ενεργεί, κατά νόμο, ως μέλος του εν λόγω συλλογικού οργάνου, στο οποίο ορίσθηκε με πράξη οργάνου της κεντρικής διοικήσεως, και όχι ως υπάλληλος της νομαρχιακής αυτοδιοικήσεως, ανεξαρτήτως της προελεύσεώς του από αυτήν. Με τα δεδομένα αυτά, η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση παραδεκτώς αμφισβητεί την νομιμότητα της συμμετοχής του ως άνω μέλους.
8. Επειδή, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως, κατά το υπό στοιχ. α) σκέλος του, πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμος, δεδομένου ότι με την πράξη συγκροτήσεως της Επιτροπής είχαν ορισθή και οι αναπληρωτές των τακτικών μελών, η δε πρόβλεψη αυτή της πράξεως συγκροτήσεως έστω και αν το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2971/2001 δεν προβλέπει ρητώς την ύπαρξη αναπληρωματικών μελών, είναι νόμιμη, ως αυτονόητη, εφ’ όσον τα μέλη συλλογικών οργάνων, που ορίζονται σ’ αυτά λόγω της ιδιότητάς τους ως προϊσταμένων υπηρεσιακών μονάδων, νομίμως αναπληρώνονται, σε περίπτωση απουσίας, από τους αναπληρωτές τους στην κύρια θέση τους και σύμφωνη με τον γενικό κανόνα, ο οποίος καθιερώνεται με τα άρθρα 8 και 13 παρ. 1 και 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999, Α΄45. Εξ’ άλλου, ο αυτός λόγος ακυρώσεως, κατά τα υπό στοιχ. β) και δ) σκέλη του, πρέπει να απορριφθή, διότι με αυτόν αορίστως αμφισβητείται η προκύπτουσα εις το κείμενο της αποφάσεως της Επιτροπής ιδιότητα των μετασχόντων αναπληρωματικών μελών του συλλογικού οργάνου ως αναπληρωτών των τακτικών μελών στην κύρια θέση τους, εφ’ όσον δεν προβάλλεται ταυτοχρόνως ότι άλλα συγκεκριμένα πρόσωπα ήσαν οι νόμιμοι αναπληρωτές. Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον για τον Δημ. Γκιζελή, ο οποίος υπηρετούσε σε υπηρεσία της αιτούσης. Δεν ήταν δε εν προκειμένω αναγκαία προϋπόθεση της νομιμότητας της συνθέσεως του συλλογικού οργάνου η μνεία συγκεκριμένων διοικητικών πράξεων για τον προσδιορισμό των κατά νόμο αναπληρωτών των μελών στην κύρια θέση τους, δεδομένου ότι η ιδιότητα αυτή προκύπτει ευθέως από τον αντίστοιχο οργανισμό κάθε υπηρεσίας. Ομοίως, ο αυτός λόγος ακυρώσεως, κατά το υπό στοιχ. γ) σκέλος του, πρέπει να απορριφθή ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι η κατά τον χρόνο εκείνο ιδιότητα του Εμμ. Δρακάκη ως νόμιμου αναπληρωτή της Προϊσταμένης της Κ.Υ. προκύπτει, επί πλέον, και από την υπ’ αριθ. πρωτ. 2418/160/5.5.2006 βεβαίωση της Κ.Υ. Ανατ. Αττικής προς το Δικαστήριο, ενώ, πάντως, η Ρ. Σταθέα, στην οποία αναφέρεται ο λόγος ακυρώσεως, δεν μπορούσε να μετάσχει στην Επιτροπή ως Πρόεδρος ή μέλος της, αφού είχε ορισθεί με την πράξη συγκροτήσεως ως αναπληρώτρια του Γραμματέα της. Περαιτέρω, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως, κατά το υπό στοιχ. ε) σκέλος του, πρέπει να απορριφθή, δεδομένου ότι αντιθέτως προς τα προβαλλόμενα από την αιτούσα, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η πρόσκληση σε όλα τα μέλη της Επιτροπής προς συμμετοχή στην συγκεκριμένη συνεδρίαση (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. 2931/4/8.5.2003 πρόσκληση) καθώς και η έγκαιρη περιέλευσή της με τηλεομοιοτυπία στα μέλη αυτά, δεν προβάλλεται δε, ειδικότερα, συγκεκριμένη τυχόν πλημμέλεια της ως άνω διαδικασίας προσκλήσεως.
9. Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2971/2001, «1. “Αιγιαλός” είναι η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της», ενώ κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου, «2. “Παραλία” είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα», κατά δε την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, «3. “Παλαιός αιγιαλός” είναι η ζώνη της ξηράς, που προέκυψε από τη μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα, οφείλεται σε φυσικές προσχώσεις ή τεχνικά έργα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλαιότερα υφιστάμενου αιγιαλού». Εξ άλλου, κατά την παρ. 9 του άρθρου 5 του αυτού νόμου, « 9. Σε περίπτωση εσφαλμένου καθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού ή της παραλίας επιτρέπεται ο επανακαθορισμός, κατά τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Η διαδικασία για τον επανακαθορισμό κινείται είτε αυτεπαγγέλτως από την Κτηματική Υπηρεσία είτε ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου και προσκόμιση στοιχείων που να αποδεικνύουν το σφάλμα του πρώτου καθορισμού…», κατά δε την επομένη παρ. 10 του αυτού άρθρου, «10. Η προηγούμενη παράγραφος έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα όρια του αιγιαλού, παλαιού αιγιαλού ή παραλίας έχουν καθοριστεί με βάση τον α.ν. 2344/1940». Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2971/2001, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 5 και 9 του αυτού νόμου, θεσπίζεται διοικητική διαδικασία για τον, κατά δέσμια αρμοδιότητα, καθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού ως φυσικού φαινομένου, δηλαδή της μέγιστης συνήθους αναβάσεως των χειμερίων κυμάτων σε δεδομένη χερσαία ζώνη. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να γίνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο, κατά τα δεδομένα της κοινής ή της επιστημονικής πείρας, μέσο, όπως είναι και η αυτοψία των μελών της οικείας επιτροπής καθορισμού ορίων. Εξ άλλου, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του αυτού νόμου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 5, 7 και 9 του νόμου, η ανάγκη δημιουργίας, με διοικητική πράξη, παραλίας πρέπει να διαπιστώνεται από την Διοίκηση κατά τρόπο σαφή και αιτιολογημένο, εν όψει της φύσεως της συνεχόμενης προς τον αιγιαλό ξηράς και της αδυναμίας να εξυπηρετηθούν από τον αιγιαλό οι κατά τον νόμο σκοποί της παραλίας. Η ανάγκη δε της δημιουργίας παραλίας μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, όπως είναι το οικείο διάγραμμα και η μορφολογία της περιοχής που εμφαίνεται σ’ αυτό, στα οποία είναι δυνατόν να στηριχθή ευθέως το δικαστήριο κατά τον ακυρωτικό έλεγχο της σχετικής διοικητικής πράξεως. Περαιτέρω, πλην της περιπτώσεως μεταβολής του αιγιαλού συνεπεία φυσικών φαινομένων, περίπτωση επανακαθορισμού της οριογραμμή του αιγιαλού, και, κατά συνεκδοχή, των οριογραμμών της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού, ανακύπτει όταν αποδεδειγμένως, συνεπεία πλάνης περί τα πράγματα, εχώρησε εσφαλμένος καθορισμός της οριογραμμής αυτής. Σε περίπτωση δε όπου, κατά τον επανακαθορισμό, η οριογραμμή του αιγιαλού μετατεθή προς την πλευρά της θαλάσσης, ανακύπτει, κατ’ αρχήν, κατά τις ως άνω διατάξεις, υποχρέωση καθορισμού ζώνης παλαιού αιγιαλού στην περιοχή μεταξύ της προηγουμένης και της νέας οριογραμμής, εκτός εάν, λόγω της πλάνης περί τα πράγματα που είχε τυχόν, κατά τα ανωτέρω, εμφιλοχωρήσει, προκύπτει ότι η περιοχή αυτή δεν υπήρξε αιγιαλός κατά τον χρόνο του αρχικού καθορισμού.
10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με τις από 7.9.1960 και 31.8.1960 εκθέσεις της οικείας Επιτροπής καθορισμού ορίων αιγιαλού και παραλίας είχε προταθεί ο καθορισμός των σχετικών οριογραμμών στις περιοχές μεταξύ του 40ού και του 47ου χιλιομέτρου και του 31ου και 40ού χιλιομέτρου της οδού Αθηνών-Σουνίου, αντιστοίχως. Στην προταθείσα προς καθορισμό περιοχή περιελαμβάνετο και η έκταση του τουριστικού δημοσίου κτήματος «Λαγονήσι», εμβαδού 241 περίπου στρεμμάτων, το οποίο είχε κηρυχθή κατά το αυτό έτος (1960) απαλλοτριωτέο υπέρ του Ε.Ο.Τ. και είχε εν συνεχεία περιέλθει στον Οργανισμό αυτό. Οι ως άνω εκθέσεις επικυρώθηκαν μόλις το έτος 1978, με τις υπ’ αριθ. 874 και 873/16.1.1978 αποφάσεις του Νομάρχη Αττικής (Δ΄ 173/14.4.1978 και 190/24.4.1978 αντιστοίχως). Μεταγενεστέρως, το έτος 1999, η ΕΤΑ ΑΕ, ως διάδοχος του ΕΟΤ, εξεμίσθωσε το ακίνητο στην παρεμβαίνουσα εταιρεία «Αττικός Ήλιος Α.Ε.». Κατά την, δυνάμει της συμβάσεως, ανάπτυξη του επενδυτικού-τουριστικού προγράμματος της μισθώτριας, τόσο αυτή όσο και η εκμισθώτρια διεπίστωσαν ότι, κατά την άποψή τους, είχε χωρήσει λανθασμένος καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού, η δε ΕΤΑ ΑΕ, με το υπ’ αριθ. πρωτ. 1629/3.4.2002 έγγραφό της, εζήτησε από την Κ.Υ. Ανατ. Αττικής τον επανακαθορισμό της. Μετά την σύνταξη των από 20.6.2002 και 14.5.2003 εκθέσεων της αρμόδιας Επιτροπής καθορισμού ορίων αιγιαλού και κατόπιν των υπ’ αριθ. Φ. 544.5/53/03/27.1.2003 και Φ. 544.5/532/03/18.6.2003 εγγράφων του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ), εξεδόθη η προσβαλλομένη πράξη, με την οποία η Διοίκηση εχώρησε σε επανακαθορισμό των ορίων του αιγιαλού. Ειδικότερα, στις εκθέσεις αυτές της Επιτροπής εκτίθεται ότι από τις διενεργηθείσες αυτοψίες και την εφαρμογή της χαραχθείσης το 1960 οριογραμμής επί του εδάφους προέκυψε ότι ο αρχικός καθορισμός ήταν στο σύνολό του εσφαλμένος και μάλιστα κατά τρόπο χονδροειδή, εφ’ όσον σε ορισμένα απόκρημνα και βραχώδη σημεία, όπου η ακτή προδήλως δεν έχει υποστή μεταβολές, η οριογραμμή του αιγιαλού απέχει πολλά μέτρα από την ακτογραμμή και τοποθετείται εντός της θαλάσσης, ενώ σε άλλα σημεία η οριογραμμή τοποθετείται σε υψόμετρα πέντε έως δέκα μέτρων, στα οποία δεν είναι δυνατόν να φθάνει το χειμέριο κύμα. Η κρίση αυτή της Διοικήσεως, στην οποία ερείδεται ο επίμαχος επανακαθορισμός, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι στα σχετικά έγγραφα εκτίθενται με σαφήνεια και με παράθεση ειδικών τεχνικών στοιχείων και διαπιστώσεων οι λόγοι που αποδεικνύουν την συνδρομή περιπτώσεως πλάνης περί τα πράγματα κατά τον αρχικό καθορισμό και, εντεύθεν, την ανάγκη επανακαθορισμού της οριογραμμής. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, για τον οποίο προβάλλεται ότι η Διοίκηση αναιτιολογήτως εχώρησε στον ως άνω επανακαθορισμό καθώς και ότι, πάντως, έπρεπε να παρατίθενται ειδικότερα τα ακριβή σημεία στα οποία παρατηρήθηκαν οι αποκλίσεις, πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμος, δεδομένου ότι αρκεί η κατά τρόπο συγκεκριμένο επισήμανση των πλημμελειών του αρχικού καθορισμού, τα σφάλματα του οποίου ήσαν κατά την εκτίμηση της Διοικήσεως, εκτεταμένα, χωρίς να απαιτείται η ειδική μνεία κάθε συγκεκριμένου σημείου αποκλίσεως.
11. Επειδή, περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν απαιτείται ο καθορισμός παλαιού αιγιαλού στην ως άνω περιοχή, η κρίση δε αυτή επικυρώθηκε με την προσβαλλομένη πράξη. Η Επιτροπή έκρινε, ειδικότερα, ότι, λόγω της παντελώς πεπλανημένης αρχικής χαράξεως του αιγιαλού, δεν προκύπτει η ύπαρξη ζώνης που να είχε νομίμως περιληφθή αρχικώς στον αιγιαλό και ήδη να μην περιλαμβάνεται σ’ αυτόν. Η κρίση αυτή της Διοικήσεως είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι, υπό τα ως άνω αναλέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, δεν συνέτρεχε όντως νόμιμη περίπτωση χαράξεως παλαιού αιγιαλού, αφού δεν διαπιστώθηκε ότι, συνεπεία φυσικών φαινομένων, δημιουργήθηκε νέος αιγιαλός, διάφορος του αρχικώς υφισταμένου με την μετατόπιση της ακτογραμμής προς την κατεύθυνση της θάλασσας, ώστε να απαιτείται η χάραξη οριογραμμής παλαιού αιγιαλού. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο σε κάθε περίπτωση μεταβολής της χαράξεως της οριογραμμής του αιγιαλού ανακύπτει περίπτωση καθορισμού, κατά δέσμια αρμοδιότητα, ζώνης παλαιού αιγιαλού, πρέπει, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 9, να απορριφθή ως αβάσιμος.
12. Επειδή εξ άλλου, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση καθορισμού παραλίας, η κρίση δε αυτή επικυρώθηκε με την προσβαλλομένη πράξη. Η Επιτροπή εξετίμησε ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ότι, σε ορισμένες θέσεις, η ιδιοκτησία του ΕΟΤ είναι νομίμως, από παλαιότερο χρόνο, περιφραγμένη, η δε επικοινωνία μεταξύ ξηράς και θαλάσσης γίνεται με ασφάλεια μόνον από την προκαθορισμένη είσοδο και από διαμορφωμένες διόδους. Εξετίμησε επίσης το γεγονός ότι, σε άλλες θέσεις, και μάλιστα στις απόκρημνες, η επικοινωνία της ξηράς με την θάλασσα, λόγω των μεγάλων κλίσεων, που φθάνουν τις 60-70 μοίρες, εξασφαλίζεται αποκλειστικώς από κατασκευασμένες σκάλες, ελήφθη δε υπ’ όψιν η κλίση αυτή κατά τον καθορισμό του αιγιαλού, ο οποίος χαράχθηκε στο υψηλότερο σημείο των αποκρήμνων τμημάτων, με συνέπεια να θεωρηθή ότι δεν απαιτείται, στα σημεία αυτά, η χάραξη παραλίας. Η κρίση αυτή της Διοικήσεως, κατά την οποία δεν είναι εν προκειμένω αναγκαία η χάραξη οριογραμμής παραλίας διότι οι σκοποί του νόμου, εν όψει και της φύσεως του όλου ακινήτου ως τουριστικού δημοσίου κτήματος με ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, εξυπηρετούνται από την ζώνη αιγιαλού και τις κατασκευασμένες σ’ αυτήν προσβάσεις προς την θάλασσα, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, εφ’ όσον περιγράφεται, σε συνδυασμό και προς το διάγραμμα που συνοδεύει την προσβαλλομένη πράξη, η φύση της συνεχομένης προς τον αιγιαλό ξηράς και βεβαιούται η προσήκουσα επικοινωνία της ξηράς προς την θάλασσα. Δεν ασκεί δε επιρροή η συνεκτίμηση, από την Επιτροπή καθορισμού της οριογραμμής για το μη καθορισμό ζώνης παραλίας, και του γεγονότος ότι «η δημιουργία της ζώνης αυτής θα δημιουργούσε προβλήματα στην εφαρμογή της συμβάσεως της εκμισθώτριας εταιρείας και θα μείωνε τη συνολική αξία της ξενοδοχειακής μονάδας που είναι σοβαρό περιουσιακό στοιχείο του Δημοσίου», διότι η συμπληρωματική αυτή μνεία, αναγόμενη σε περιγραφή των συνθηκών του όλου ακινήτου, δεν επηρεάζει πάντως τη νομιμότητα της, επαρκώς κατά τα ανωτέρω, κύριας αιτιολογίας της πράξεως στο σημείο αυτό, στην οποία θεμελιώνεται η κρίση της Επιτροπής περί της ελλείψεως των προϋποθέσεων οριοθετήσεως ζώνης παραλίας. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η Διοίκηση είχε δέσμια αρμοδιότητα για την χάραξη οριογραμμής παραλίας και ότι, πάντως, η αιτιολογία, περιέχουσα και την ως άνω μνεία, είναι μη νόμιμη, πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμος. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Α. Σακελλαροπούλου, προς την γνώμη της οποίας ετάχθησαν και οι Πάρεδροι της συνθέσεως, η οποία διετύπωσε την γνώμη ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι βάσιμος και έπρεπε να γίνει δεκτός, διότι η Διοίκηση κατέληξε στην επίμαχη κρίση, εκτιμώντας προεχόντως μη νόμιμα στοιχεία, όπως είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς του όλου ακινήτου και η περαιτέρω λειτουργία συμβάσεως, μη σχετιζόμενης με τον κατά νόμο σκοπό της παραλίας.
13. Επειδή, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 2160/1993 (Α΄ 118), «Οι κτιριακές τουριστικές εγκαταστάσεις, που έχουν ανεγερθεί μέχρι την δημοσίευση του παρόντος νόμου από τον ΕΟΤ χωρίς την κατά νόμον οικοδομική άδεια και ανήκουν στον ΕΟΤ, …καθίστανται νόμιμες. Η νομιμότητα της κτιριακής εγκατάστασης διαπιστώνεται με σχετική απόφαση του ΕΟΤ, η οποία εκδίδεται μετά από εισήγηση της τεχνικής υπηρεσίας του ΕΟΤ… Με την έκδοση της απόφασης του ΕΟΤ, η κτιριακή εγκατάσταση, ως έχει και ευρίσκεται, λογίζεται ότι πληροί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση οικοδομικής άδειας για περαιτέρω προσθήκες και γενικά οποιεσδήποτε οικοδομικές εργασίες». Με την διάταξη αυτή, η οποία είναι στενώς ερμηνευτέα ως εισάγουσα εξαίρεση από τον κανόνα της νόμιμης ανεγέρσεως οιασδήποτε κατασκευής, μετά λήψη όλων των προς τούτο κατά νόμο αδειών, και της μη εκ των υστέρων νομιμοποιήσεως αυθαιρέτων κατασκευών, επιχειρείται η κάλυψη της κατά το παρελθόν, προ της 19.7.1993, ανεγέρσεως κατασκευών από τον ΕΟΤ, χωρίς την απαιτούμενη κατά τις διατάξεις της πολεοδομικής αποκλειστικώς νομοθεσίας άδεια. Δεν καλύπτεται δε με τον νόμο αυτόν η έλλειψη αδειών που τυχόν απαιτούνται από την αρχαιολογική και δασική νομοθεσία, τη νομοθεσία περί αιγιαλού και παραλίας ή άλλες προστατευτικές του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος διατάξεις, οι οποίες άλλωστε δεν αναφέρονται στον νόμο, ούτε, πολλώ μάλλον, η ανέγερση των κατασκευών παρά την τυχόν απόλυτη απαγόρευση των οικείων νομοθεσιών. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα ήγε στην απαγορευόμενη από το Σύνταγμα συνέπεια της νομιμοποιήσεως κατασκευών που έχουν ανεγερθή και μετά, ενδεχομένως, την ισχύ του, κατά παράβαση ρητών προστατευτικών του περιβάλλοντος διατάξεών του αλλά και στην δυνατότητα περαιτέρω προσβολής των προστατευομένων ευθέως από το Σύνταγμα ως άνω στοιχείων του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, με την προσθήκη και νέων κατασκευών, για την οποία παρέχεται δυνατότητα με το τελευταίο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου. Σε κάθε περίπτωση, η τυχόν έκδοση, κατά την ως άνω διάταξη, διαπιστωτικής αποφάσεως του ΕΟΤ για τη νομιμοποίηση κτισμάτων ή κατασκευών δεν είναι ληπτέα υπ’ όψιν κατά τον καθορισμό οριογραμμής αιγιαλού ούτε συνεπάγεται την εξαίρεση από τον αιγιαλό κτισμάτων που εμπίπτουν στην ζώνη του, αλλ΄ η χάραξη της οριογραμμής του αιγιαλού πρέπει να γίνεται, και στην περίπτωση αυτή, με βάση τα κατά νόμο κριτήρια, χωρίς να επηρεάζεται από την ύπαρξη των ως άνω κτισμάτων.
14. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 504573/21.3.1994 πράξη του Γενικού Γραμματέως του ΕΟΤ, η οποία εξεδόθη δυνάμει της ως άνω διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2160/1993, και εν όψει του γεγονότος ότι, όπως μνημονεύεται στο προοίμιο της πράξεως, οι κτιριακές τουριστικές εγκαταστάσεις ιδιοκτησίας ΕΟΤ του ξενοδοχειακού συγκροτήματος Λαγονησίου έχουν ανεγερθή χωρίς την κατά νόμο οικοδομική άδεια πριν από την 19.7.1993, «διαπιστώθηκε η νομιμότητα» των ως άνω εγκαταστάσεων, οι οποίες περιγράφονται κατά γενικό τρόπο στην πράξη. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις της Επιτροπής καθορισμού των ορίων του αιγιαλού και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων και το υπ΄ αριθ. πρωτ. 1890/7.4.2003 έγγραφο της ΑΕ ΕΤΑ, κατά τον καθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού δυνάμει της προσβαλλομένης πράξεως δεν περιελήφθησαν εντός της ζώνης αιγιαλού τουριστικές εγκαταστάσεις, ευρισκόμενες μεταξύ της αρχικής οριογραμμής του αιγιαλού και της ακτογραμμής, με την αποκλειστική αιτιολογία ότι είχαν «νομιμοποιηθή» βάσει της ως άνω διαπιστωτικής πράξεως, χωρίς να εξετασθή, με βάση τα κριτήρια της νομοθεσίας περί αιγιαλού, αν οι εγκαταστάσεις αυτές ενέπιπταν ή όχι στην ζώνη αιγιαλού. Κατά τα εκτεθέντα, όμως, στην προηγούμενη σκέψη, η εξαίρεση των εν λόγω εγκαταστάσεων από την ζώνη αιγιαλού με την ως άνω αιτιολογία δεν είναι νόμιμη. Για τον λόγο, συνεπώς αυτόν, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινομένη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει, κατά το μέρος αυτό, δεκτή και να ακυρωθή, κατά το αντίστοιχο μέρος η προσβαλλομένη πράξη, πρέπει δε να απορριφθούν κατά το αντίστοιχο μέρος, οι παραδεκτώς ασκηθείσες παρεμβάσεις. Κατόπιν δε της ακυρώσεως αυτής, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθή στην Διοίκηση, προκειμένου αυτή να επαναλάβει τον επανακαθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού με βάση νόμιμα κριτήρια, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν την κατά τα ανωτέρω νομιμοποίηση των εν λόγω τουριστικών εγκαταστάσεων.
Σχόλιο
1. Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και περισσότερο αποδεκτό ότι η προστασία και διαχείριση του παράκτιου χώρου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αλλά και οξύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα. Το γεγονός οφείλεται στην προϊούσα αστικοποίηση μεγάλου εύρους παράκτιων ζωνών, σε συνδυασμό με τις έντονες πιέσεις που ασκεί σε αυτές η ραγδαία αναπτυσσόμενη «τουριστική βιομηχανία». Απέναντι στο πρόβλημα αυτό, η παγίως ισχύουσα νομοθεσία περί καθορισμού αιγιαλού και παραλίας αποτελεί ένα από τα κλασσικότερα νομικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται, άνκαι η ευρύτητα και το ιδιαίτερα σύνθετο των ζητημάτων που θέτει πλέον η διαχείριση του παράκτιου χώρου έχει σχετικοποιήσει την εμβέλεια και αποτελεσματικότητά της.
Με το νόμο 2971/2001 επιχειρήθηκε ο εκσυγχρονισμός νομοθεσίας που ίσχυσε σχετικά για εξήντα περίπου. Στο πλαίσιο αυτό προβλέφθηκε κατά ρητό τρόπο η δυνατότητα επανακαθορισμού των ζωνών αιγιαλού και παραλίας, με σκοπό είτε την προσαρμογή των υφιστάμενων οριοθετήσεων σε νέα φυσικά δεδομένα που τυχόν διαμορφώθηκαν είτε για τη θεραπεία αστοχιών ή λαθών που εμφιλοχώρησαν κατά τον αρχικό καθορισμό τους.
2. Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής προσέβαλε εν προκειμένω την πράξη επανακαθορισμού των ορίων του αιγιαλού σε περιοχή της οδού Αθηνών-Σουνίου, όπου η διάδοχος του ΕΟΤ, ΕΤΑ Α.Ε., διαθέτει ιδιοκτησία 240 περίπου στρεμμάτων, την οποία προορίζει για τουριστική αξιοποίηση. Στη σχολιαζόμενη απόφαση τέθηκαν ζητήματα ουσιαστικού και διαδικαστικού χαρακτήρα. Τα ουσιαστικά ζητήματα αφορούσαν: α) κατά πόσον στην επίμαχη περίπτωση ο αποφασισθείς επανακαθορισμός των ορίων του αιγιαλού υπήρξε αιτιολογημένος, β) κατά πόσον με το νέο καθορισμό της ζώνης του αιγιαλού η Διοίκηση όφειλε υποχρεωτικώς να προβεί και στον καθορισμό ζώνης παραλίας, και, τέλος, γ) κατά πόσον η προηγούμενη ύπαρξη οικοδομής στο χώρο, η οποία μάλιστα είχε ανεγερθεί παρανόμως από τον ΕΟΤ και στη συνέχεια νομιμοποιηθεί βάσει ειδικής διατάξεως, συνιστά επαρκή λόγο για την εξαίρεσή της από τη ζώνη αιγιαλού.
3. Τα διαδικαστικά ζητήματα αφορούσαν αφενός στη νομιμότητα άσκησης της αρμοδιότητας επανακαθορισμού του αιγιαλού από την κεντρική Διοίκηση (και όχι την περιφερειακή ή την τοπική αυτοδιοίκηση) και αφετέρου στη νομιμότητα της συγκρότησης της επιτροπής που καθορίζει τα εκάστοτε εγκρινόμενα όρια. Στα δύο αυτά ζητήματα ορθώς το δικαστήριο αποφάνθηκε: Πρώτον, ότι είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η μεταφορά αρμοδιοτήτων από την περιφερειακή ή την τοπική αυτοδιοίκηση στην κεντρική διοίκηση και, άρα, νομίμως προέβη στην οριοθέτηση ο Υπουργός των Οικονομικών. Και δεύτερον, ότι η συμμετοχή στη σύνθεση της επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού αναπληρωτών των τακτικών μελών υπήρξε νόμιμη, αν ληφθεί υπόψη ότι τα συμμετέχοντα στις συνεδριάσεις της επιτροπής μέλη είχαν συμπεριληφθεί νομίμως στην ίδια την απόφαση συγκρότησής της.
4. Ως προς τα ουσιαστικά ζητήματα, που είναι τα πιο σημαντικά και δικαιολογημένα απασχόλησαν περισσότερο το δικαστήριο, είναι δυνατό να ειπωθούν τα εξής: Κατά την άποψή μου ορθώς το δικαστήριο δέχθηκε ότι είναι επιτρεπτός ο επανακαθορισμός των ορίων του αιγιαλού, σε περίπτωση που από τα στοιχεία του φακέλου συνάγεται, με σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο, πως ο αρχικός καθορισμός υπήρξε λανθασμένος. Η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή ο επανακαθορισμός δεν είναι δυνατός, θα οδηγούσε σε αδυναμία διόρθωσης, από την πλευρά της Διοίκησης, μικρών ή μεγάλων σφαλμάτων της, εν τέλει δεν θα οδηγούσε σε ανεπιεικείς λύσεις. Λογική και παρεπόμενη συνέπεια αυτής της θέσης που υιοθετήθηκε από την απόφαση πρέπει να θεωρηθεί και ότι ο επανακαθορισμός του αιγιαλού δεν μπορεί να οδηγεί κατ’ ανάγκην πάντοτε σε καθορισμό και παλαιού αιγιαλού. Και τούτο είναι λογικό, διότι η ανάγκη νέας οριοθέτησης του αιγιαλού είναι άλλοτε μεν απότοκος φυσικών διεργασιών και άλλοτε προϊόν πραγματικής πλάνης κατά τον αρχικό καθορισμό. Στη δεύτερη περίπτωση είναι φυσικό να μην προκύπτει πάντοτε υποχρέωση καθορισμού παλαιού αιγιαλού, αλλά αυτή να εξαρτάται, όπως φαίνεται ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση συνέβαινε, από το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά της αρχικής οριοθέτησης.
Αν το προαναφερόμενο ουσιαστικό ζήτημα επιδέχεται εύκολη μάλλον απάντηση, δεν συμβαίνει το ίδιο με το δεύτερο. Ο καθορισμός ζώνης παραλίας, πέραν αυτής του αιγιαλού που είναι ούτως ή άλλως δημιούργημα φυσικών διεργασιών, είναι μια απόφαση, η οποία έχει ευρύτερη χωρική αξία, υπό την έννοια ότι αυτή θεσμοθετείται όχι μόνον για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη θάλασσα, αλλά και για την επίτευξη της καλύτερης δυνατής οργάνωσης των ποικίλων χωρικών λειτουργιών. Στην προκειμένη περίπτωση ο σχολιαστής της συγκεκριμένης απόφασης τάσσεται με τη μειοψηφούσα γνώμη της απόφασης, με την άποψη δηλαδή ότι ο καθορισμός παραλίας θα πρέπει να θεωρείται, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, αυτονόητη παρεπόμενη υποχρέωση της Διοίκησης, όταν προβαίνει στον καθορισμό ζώνης αιγιαλού. Ο μη καθορισμός ζώνης παραλίας ταυτοχρόνως με αυτόν του αιγιαλού θα πρέπει να θεωρείται η εξαίρεση, κατά βάση δε πρέπει να επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που τα φυσικά δεδομένα τον δικαιολογούν. Διαφορετικά, κινδυνεύει είτε να ακυρωθεί ο βασικός στόχος της θεσμοθέτησης της ζώνης παραλίας είτε να δημιουργηθεί σύγχυση με τα χαρακτηριστικά και τους στόχους που κάθε ζώνη επιτελεί.
Τέλος, απολύτως ορθή είναι, κατά τη γνώμη μου, η θέση της απόφασης, σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη κτισμάτων -έστω και νομιμοποιημένων- σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συνιστά νομιμοποιητικό λόγο για την εξαίρεση από την οριοθέτηση του αιγιαλού των εκτάσεων που καλύπτονται από τα κτίσματα αυτά.
5. Ως γενική κατακλείδα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα απόφαση, σαφή και τεκμηριωμένη στη βασική της συλλογιστική, αρκετά ισορροπημένη μεταξύ των διαφόρων παραμέτρων που όφειλε να συνεκτιμήσει, η οποία ωστόσο αποφεύγει το απαραίτητο άνοιγμα στην ευρύτερη προβληματική της προστασίας και διαχείρισης του παράκτιου χώρου.
Μάριος Χαϊνταρλής
Δ.Ν. – Δικηγόρος
ΣτΕ 3611/2007
[Μη χαρακτηρισμός των εγκαταστάσεων της COLUMBIA
ως ιστορικού τόπου]
Πρόεδρος: K. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Ν. Ρόζος, Σύμβουλος ΣτΕ
Δικηγόροι: Κ. Γιαννούλης, Γ. Γεωργακουράκος, Γ. Παραμυθιώτης
Η αίτηση ακυρώσεως κατά της απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού για τον μη χαρακτηρισμό ως μνημείων κτηρίων των εγκαταστάσεων της COLUMBIA και κατά της άδειας κατεδάφισής τους διατηρεί το αντικείμενό της και μετά την κατεδάφιση. Η τελευταία, επειδή αφορά την υλική εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων, δεν συνεπάγεται τη λήξη της ισχύος τους.
Οι χώροι, στους οποίους βρίσκονται κτήρια που έχουν τις προϋποθέσεις να χαρακτηρισθούν ως μνημεία μεταγενέστερα του 1830 ή των τελευταίων εκατό ετών, χαρακτηρίζονται ως ιστορικοί τόποι, εάν τα κτήρια αυτά προσδίδουν στο χώρο, ως σύνολο, ιδιαίτερη ιστορική αξία, συνδεόμενη με την πολιτική ή κοινωνική ιστορία.
Οι κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις (άρθρο 24 παρ. 1, 6 Συντ., ν. 3028/2002, και ν. 2039/1992) αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Δεν εξετάζεται επομένως σχετικά η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερόμενους ούτε η επίδρασή τους στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών.
Η προσβαλλομένη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, επειδή δεν εξετάσθηκε το ζήτημα, εάν το σύνολο των ανωτέρω κτηρίων, ως ενιαίο συγκρότημα και ως χώρος, στον οποίο βρίσκονται τα κτήρια αυτά, πρέπει να χαρακτηριστεί ως ιστορικός τόπος.
Βασικές σκέψεις
6. Επειδή η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της και ως προς τις δύο προσβαλλόμενες πράξεις παρά το ότι η κατεδάφιση των ανωτέρω κτηρίων έλαβε ήδη χώρα, διότι η κατεδάφιση αναφέρεται μόνο στην υλική εκτέλεση και δεν συνεπάγεται τη λήξη της ισχύος των διοικητικών αυτών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 977/2005). Συνεπώς, ο περί αντιθέτου προβαλλόμενος ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
10. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όπως συνάγεται και από την εισηγητική έκθεση του ν. 3028/2002, τα μνημεία, ως μαρτυρίες του ανθρώπινου βίου που συγκροτούν αναγκαίο παράγοντα για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των συλλογικών ταυτοτήτων καθώς και για τη διασφάλιση, χάριν και των επερχόμενων γενεών, της ιστορικής συνέχειας και παράδοσης, αλλά και συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και συγχρόνως, ενόψει και της αναθεωρημένης διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, ευθύνη και δικαίωμα του καθενός. Ειδικότερα, τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία λόγω της ιδιαίτερης αξίας τους, η οποία μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, αρχιτεκτονική, όπως συμβαίνει με τα οικοδομήματα που σημαδεύουν την εισαγωγή μιάς σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας ή έχουν διακριθεί μέσω έγκυρης αρχιτεκτονικής κριτικής ή αξία ιστορική, όταν πρόκειται για ακίνητο ή χώρο που συνδέεται με την πολιτική ή κοινωνική, στην οποία περιλαμβάνεται και η πολιτιστική, ιστορία του ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και η διατήρησή του συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης (ΣτΕ 3050/2004, 1100/2005). Ειδικότερα οι χώροι, στους οποίους βρίσκονται κτήρια που έχουν τις προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό τους ως μνημείων μεταγενεστέρων του 1830 ή των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών για κάποιους από τους προβλεπόμενους λόγους, χαρακτηρίζονται ως ιστορικοί τόποι, εάν τα κτήρια αυτά ως σύνολο εντός του συγκεκριμένου χώρου, εν όψει και της χρήσεώς τους, προσδίδουν στο χώρο ιδιαίτερη ιστορική αξία, συνδεόμενη κατά τα προαναφερόμενα, με την πολιτική ή κοινωνική, με την ανωτέρω έννοια ιστορία. Περαιτέρω, όπως έχει ήδη κριθεί, αφ’ ενός μεν κατά το χαρακτηρισμό δεν εξετάζεται η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερομένους, ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αφού οι κρίσιμες διατάξεις αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος δηλαδή έννομου αγαθού, του οποίου η διαφύλαξη αποτελεί υποχρέωση της Διοικήσεως κατά ρητή συνταγματική επιταγή, αφ’ ετέρου δε η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας, όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι συντρέχουν τα κριτήρια που προβλέπονται από το νόμο για το χαρακτηρισμό (Σ.Ε. 3050/2004, 1100/2005).
11. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με αίτησή τους προς το Υπουργείο Πολιτισμού (αρ. πρωτ. 1345/26.4.05) το Σωματείο «Κέντρο Ελληνικής Τέχνης» ζήτησε το χαρακτηρισμό, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 γ και 2 του ν. 3028/2002, «όλων των κτηρίων του εργοστασίου της COLUMBIA ως συνόλου (συμπεριλαμβανομένων των μηχανημάτων που σώζονται εντός αυτού) ως μνημείου… λόγω της ιδιαίτερης εν γένει ιστορικής σημασίας του, επιπλέον δε και λόγω της τεχνικής – βιομηχανικής σημασίας του, αφού είναι το πρώτο και μοναδικό της εποχής αυτής εργοστάσιο ηχογραφήσεων και παραγωγής δίσκων γραμμοφώνου». Του θέματος επιλήφθηκε αρχικώς η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία συνέταξε το από 20.12.2005 εισηγητικό σημείωμα, και στη συνέχεια η Διεύθυνση Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του ίδιου Υπουργείου, η οποία υπέβαλε σχετική εισήγηση στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Από τις ανωτέρω εισηγήσεις προκύπτουν τα εξής: Τα ανωτέρω κτήρια ευρίσκονται σε ακίνητο επί της Λεωφόρου Ηρακλείου 127 στον Περισσό, συνολικής εκτάσεως 14.426 τ.μ. που αγοράστηκε τμηματικά σε τρεις φάσεις. Εντός αυτού κατασκευάστηκε το 1931 από την αγγλική εταιρεία COLUMBIA το πρώτο κτήριο, το οποίο στο σημείωμα αυτό και σε σχετικό διάγραμμα μνημονεύεται ως κτήριο Α, όπου έγινε για πρώτη φορά στην Ελλάδα συνεχής παραγωγή δίσκων 78 στροφών και ηχογραφήθηκαν μέχρι το 1975 μεγάλες επιτυχίες του Ελληνικού Τραγουδιού κορυφαίων συνθετών, όπως οι Χατζηδάκης, Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, όχι μόνο από την COLUMBIA αλλά και από άλλες δισκογραφικές εταιρείες (ODEON, PARLOPHON κ.ά.). Το κτήριο αυτό ακολουθεί την μορφολογία των τυπικών βιομηχανικών κτηρίων της εποχής στην ευρύτερη περιοχή. Τα κτήρια Β (τριώροφο) και Ζ (ισόγειο) κατασκευάστηκαν το έτος 1975, είναι τυπικά της εποχής τους και χρησιμοποιήθηκαν, αντιστοίχως, ως χώρος γραφείων και ως στούντιο ηχογραφήσεων (μέχρι το 1990) και παραγωγής τηλεοπτικών εκπομπών (1990-1995). Το κτήριο Η κατασκευάστηκε το 1978 ως κέντρο διανομής εμπορευμάτων και αποτελεί επίσης τυπικό κτήριο γραφείων χωρίς ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία. Τα κτήρια Γ, Δ, Ε και Θ είναι μεταγενέστερα του κτηρίου Α, χωρίς να είναι γνωστός ο ακριβής χρόνος κατασκευής τους. Το κτήριο Γ ακολουθεί τη μορφολογία του τυπικού βιομηχανικού κτηρίου αλλά εμφανίζεται αλλοιωμένο από μεταγενέστερες επεμβάσεις και χρησιμοποιήθηκε ως αποθηκευτικός χώρος. Τμήμα δε αυτού (το Δ) χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση του μηχανουργείου και του υποσταθμού της ΔΕΗ. Το κτήριο Ε χρησιμοποιήθηκε ως στούντιο παραγωγής δίσκων και αργότερα, μέχρι το 1975, ως χώρος επεξεργασίας ήχου. Τέλος, το κτήριο Θ είναι μια μικρή αποθήκη χωρίς ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία. Η κεντρική πύλη της εισόδου σηματοδοτείται από τέσσερις τετράγωνους πεσσούς που στηρίζουν το επιστύλιο με το όνομα COLUMBΙΑ. Τέλος, στο χώρο ευρίσκονται διάσπαρτα μια παλιά πρέσα δίσκων 33 στροφών κατεστραμμένη, τρεις τροχοί βουρτσίσματος των μητρών των δίσκων και τέσσερις ισοπεδωτές μήτρας, τα μηχανήματα, όμως, αυτά δεν αποτελούν μοναδικό ή χαρακτηριστικό δείγμα. Εν όψει αυτών, η εισήγηση της Διευθύνσεως Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς προς το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: Α. Πρέπει να χαρακτηρισθή ως μνημείο μόνο το κτήριο Α, αφενός μεν διότι αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα κτηρίου ειδικής χρήσης με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά και δομικά στοιχεία, όπως διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 1930, στο πλαίσιο της βιομηχανικής αναπτύξεως την εποχή του μεσοπολέμου, αφ΄ ετέρου δε γιατί αποτελεί σημαντική μαρτυρία για την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού από το 1933 έως το 1990. Β. Δεν πρέπει να χαρακτηρισθούν τα υπόλοιπα κτήρια και η κεντρική πύλη εισόδου, τα οποία έχουν υποστεί αλλοιώσεις σε μεγάλο βαθμό. Το ανωτέρω Συμβούλιο γνωμοδότησε δε ομοφώνως υπέρ της εν μέρει αποδοχής της εισηγήσεως αυτής και, ειδικότερα Α. υπέρ του χαρακτηρισμού ως μνημείου του κτηρίου Α για τους ανωτέρω λόγους, με την διαμόρφωση, επιπλέον, εντός αυτού, χώρου, στον οποίο θα διατηρηθή η μνήμη της ιστορικής χρήσεως και στον οποίο θα τοποθετηθούν τα διασωθέντα μηχανήματα, Β. Υπέρ του χαρακτηρισμού ως μνημείου του συγκροτήματος της κεντρικής πύλης με δυνατότητα μετακινήσεώς του, αν αυτή καταστεί αναγκαία για πολεοδομικούς ή ρυμοτομικούς λόγους, και Γ. Υπέρ του μη χαρακτηρισμού ως μνημείων των υπολοίπων κτηρίων, διότι έχουν υποστή αλλοιώσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Εν όψει δε της γνωμοδοτήσεως αυτής εκδόθηκε αφ’ ενός η προσβαλλομένη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού……
12. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλομένη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, εφ’ όσον, όπως προκύπτει από την γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων και τις σχετικές εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών, ουδεμία διελήφθη κρίση περί του ζητήματος εάν το σύνολο των ανωτέρω κτηρίων ως ενιαίο συγκρότημα και, κατ’ ακολουθίαν, ως το χώρο, στον οποίο βρίσκονται τα κτήρια αυτά, συντρέχουν τα κατά νόμο κριτήρια χαρακτηρισμού τους ως ιστορικού τόπου, εν όψει της εντός αυτών ασκηθείσης πολιτιστικής δραστηριότητας, της ηχογραφήσεως δηλαδή από το 1931 έως το 1990 μεγάλων επιτυχιών της ελληνικής μουσικής, η δε κρίση της Διοικήσεως στηρίχθηκε μόνον στην διαπίστωση της ελλείψεως αρχιτεκτονικής αξίας των μη χαρακτηρισθέντων κτηρίων. Για τον λόγο επομένως αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθή η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και η στηριζομένη σε αυτή και επίσης προβαλλόμενη απόφαση του Δήμου Αθηναίων περί κατεδαφίσεως κτηρίων μη χαρακτηρισθέντων ως νεώτερα μνημεία. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Ν. Ρόζου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Και τούτο διότι η κατά την κρίση της Διοικήσεως ιδιαίτερης σημασίας ιστορική μνήμη που πρέπει να διασωθή είναι η υλική μαρτυρία του χώρου, όπου για πρώτη φορά στη χώρα έγινε συνεχής παραγωγή δίσκων ελληνικής μουσικής και μάλιστα σε περίοδο μεγάλης ακμής της, όχι δε η υλική μαρτυρία της περαιτέρω αναπτύξεως της βιομηχανικής μονάδας, όπου το γεγονός αυτό έλαβε για πρώτη φορά χώρα. Εξ άλλου, νομίμως η Διοίκηση άγεται στην κρίση ότι τα κτήρια της εν λόγω βιομηχανικής μονάδας ως σύνολο δεν έχουν, λόγω του συνήθους της κατασκευής τους και της διατάξεώς τους, ιδιαίτερη βιομηχανική σημασία.
Σχόλιο
Σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 3611/2007 για το συγκρότημα της COLUMBIA η προσβαλλομένη απόφαση ΥΠΠΟ πάσχει λόγω πλημμελούς αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, στην απόφαση αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «12. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά η προσβαλλομένη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, εφ’ όσον, όπως προκύπτει από την γνωμοδότηση του Κ.Σ.Ν.Μ. και τις σχετικές εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών, ουδεμία διελήφθη κρίση περί του ζητήματος εάν για το σύνολο των ανωτέρω κτηρίων ως ενιαίο συγκρότημα και, κατ’ ακολουθίαν, για το χώρο στον οποίο βρίσκονται τα κτήρια αυτά, συντρέχουν τα κατά νόμο κριτήρια χαρακτηρισμού τους ως ιστορικού τόπου, εν όψει της εντός αυτών ασκηθείσης πολιτιστικής δραστηριότητας, της ηχογραφήσεως δηλαδή από το 1931 έως το 1990 μεγάλων επιτυχιών της ελληνικής μουσικής, η δε κρίση της Διοικήσεως στηρίχθηκε μόνον στην διαπίστωση της ελλείψεως αρχιτεκτονικής αξίας των μη χαρακτηρισθέντων κτηρίων».
Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας στο θέμα του χαρακτηρισμού βάσει του ν. 3028/2002 είναι μέχρι σήμερα περιορισμένη. Πρόκειται συγκεκριμένα για τις ακόλουθες αποφάσεις: 3611/2007 – το συγκρότημα της COLUMBIA, 3857/2007 – το θέατρο Σμαρούλα Γιούλη, 1445/2006 – το Ξενία Ιωαννίνων, 1100/2005 – την Ταπητουργία Ν. Ιωνίας και 3050/2004 – πολυκατοικίες της Λεωφ. Αλεξάνδρας.
Οι γενικοί κανόνες που διαμόρφωσε η νομολογία αυτή είναι ότι η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν των παραπάνω διατάξεων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας, όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, «εφόσον από τα στοιχεία του φακέλλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι συντρέχουν τα κριτήρια που προβλέπονται από το νόμο για τον χαρακτηρισμό…..».
Η νεώτερη αυτή νομολογία αλλά και η παλαιότερη, επί τη βάσει της προγενέστερης νομοθεσίας (ΣτΕ 1712/2002, Ολ. 2801/91, 3961/1985), αναφέρει ότι «….κατά τον χαρακτηρισμό δεν εξετάζεται ούτε η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερομένους ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών , αφού οι κρίσιμες διατάξεις αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή εννόμου αγαθού, του οποίου η διαφύλαξη αποτελεί υποχρέωση της Διοικήσεως κατά ρητή συνταγματική επιταγή….».
Οι γενικοί αυτοί κανόνες επαναλαμβάνονται και στην απόφαση 3611/2007 για τις εγκαταστάσεις της COLUMBIA, χωρίς να προστεθεί κάτι ιδιαίτερο. Κατά τα λοιπά το Δικαστήριο κρίνει ad hoc. Θεωρεί ότι από την γνωμοδότηση του ΚΣΝΜ και τις σχετικές εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών (Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων και Διεύθυνση Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς) προκύπτει ότι δεν εξέτασαν και δεν έκριναν εάν το σύνολο των κτηρίων ως ενιαίο συγκρότημα, και συνεπώς και ο χώρος τους, πληροί τα κριτήρια χαρακτηρισμού, δεδομένου ότι εκεί έγιναν ηχογραφήσεις από το 1931 μέχρι το 1990 μεγάλων επιτυχιών. Η δε κρίση περί μη χαρακτηρισμού έγινε μόνον επί τη βάσει της αρχιτεκτονικής σημασίας. Σύμφωνα με την απόφαση, η Διοίκηση όφειλε να κρίνει το ενιαίο συγκρότημα και τον συνολικό χώρο και επί τη βάσει της «…εν γένει ιστορικής….» [1] σημασίας τους.
H διάταξη της παρ. 1γ του άρθρου 6 του ν. 3028/2002 προβλέπει ότι ακίνητα μνημεία, μεταξύ άλλων, « … γ) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους». Η διαφορά από την παρ. 1β του ιδίου άρθρου έγκειται στην «ιδιαίτερη» σημασία, την οποία πρέπει να έχουν τα ακίνητα-νεώτερα πολιτιστικά αγαθά των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών, ώστε να είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν ως μνημεία. Συνεπώς, το αξιολογικό στοιχείο της «ιδιαίτερης» σημασίας είναι το κρίσιμο κριτήριο για τον χαρακτηρισμό.
Γεννώνται όμως εύλογα ερωτήματα, διότι από τα έγγραφα της Διοίκησης και την γνωμοδότηση του ΚΑΣ, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκύπτει ότι η ιστορικότητα της COLUMBIA αφορά ένα και μόνο κτήριο (το κτίριο Α) του έτους 1931, το οποίο χρησιμοποιείτο για ηχογραφήσεις μέχρι το 1975[2] και όχι τα μεταγενέστερα (μετά το 1975) υπόλοιπα κτήρια, τα οποία χρησιμοποιούντο για γραφεία, στούντιο και αποθήκες. Όπως δε αναφέρει η μειοψηφία «…η κατά τη κρίση της Διοικήσεως ιδιαίτερης σημασίας ιστορική μνήμη που πρέπει να διασωθεί είναι η υλική μαρτυρία του χώρου όπου για πρώτη φορά στη χώρα έγινε συνεχής παραγωγή δίσκων ελληνικής μουσικής και μάλιστα σε περίοδο μεγάλης ακμής της, όχι δε η υλική μαρτυρία της περαιτέρω αναπτύξεως της βιομηχανικής μονάδος όπου το γεγονός αυτό έλαβε για πρώτη φορά χώρα….».
Συνεπώς, η ιστορικότητα του ενός κτιρίου δεν μπορεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να προσδώσει σε ένα σύνολο από νεώτατα και άνευ σημασίας, ιστορικής ή αρχιτεκτονικής, κτίρια 15 στρεμμάτων την «ιδιαίτερη» ιστορική ή αρχιτεκτονική σημασία, την οποία απαιτεί ο νόμος, κατά προαναφερθέντα για τα οικοδομήματα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να συνυπολογισθεί ότι ακόμη και το κτίριο Α δεν έχει τόσο μεγάλη αξία και ακτινοβολία, ώστε να καθιστά μνημείο όλο τον γύρω του χώρο καθώς και τα υπόλοιπα επτά κτίρια.
Περαιτέρω, η Διεθνής Σύμβαση της Γρανάδα και το προγενέστερο soft law, (Χάρτης της Βενετίας και Διακήρυξη του ¶μστερνταμ), τα οποία παρατίθενται στην μείζονα σκέψη της αποφάσεως 3611/2007, έχουν πεδίο εφαρμογής μόνον εφ’ όσον τα συγκεκριμένα ακίνητα πληρούν τις προϋποθέσεις του χαρακτηρισμού των ως μνημείων. Ο χαρακτηρισμός δηλαδή είναι πρόκριμα για την εφαρμογή της Διεθνούς Συμβάσεως. Δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προτού οριστικοποιηθεί ο χαρακτηρισμός του ή των ακινήτων ή του χώρου ως μνημείων ή ως αρχιτεκτονικού συνόλου.
Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει με σαφήνεια ότι μόνο το κτίριο Α πληρούσε τις προϋποθέσεις του χαρακτηρισμού του ως μνημείου κατά την Διεθνή Σύμβαση και όχι τα υπόλοιπα επτά κτίρια. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως στην αρχιτεκτονική κληρονομιά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και «… Τα μνημεία: κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος…..».
Ο ορισμός δε του αρχιτεκτονικού συνόλου σύμφωνα με την Διεθνή Σύμβαση της Γρανάδα δεν προσήκει στον χώρο, στον οποίο ευρίσκεται το σύνολο των κτιρίων της COLUMBIA. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 ορίζονται ως αρχιτεκτονικά σύνολα: «… ομοιογενή σύνολα αστικών ή αγροτικών κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος…». Από τις γνωμοδοτήσεις και τα έγγραφα της Διοικήσεως, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκύπτει ότι οι εγκαταστάσεις της COLUMBIA ούτε ομοιογενές σύνολο ήταν ούτε τα λοιπά, πλην του κτιρίου Α, οικοδομήματα παρουσίαζαν κανένα αρχιτεκτονικό ή ιστορικό ενδιαφέρον. Δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των διεθνών αυτών ρυθμίσεων, εφ’ όσον τα επτά από τα οκτώ κτίρια δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους. Συνεπώς, δεν φαίνεται να μπορεί να εφαρμοσθεί ούτε ο αρχαιολογικός νόμος ούτε η Διεθνής Σύμβαση της Γρανάδα.
Θα ήταν ίσως σκόπιμο να αναφερθεί ευθέως και μία άλλη παράμετρος του ζητήματος. Η μη πρόβλεψη, εγκαίρως, ελεύθερων χώρων στις αναπτυσσόμενες οικιστικά περιοχές και η αδυναμία επιβολής απαλλοτριώσεων και παροχής αξιόλογων αποζημιώσεων από το Δημόσιο και την Τοπική Αυτοδιοίκηση εκ των υστέρων, ώστε να δημιουργηθούν ελεύθεροι χώροι στην υπερδομημένη πρωτεύουσα, οδήγησε στην προσπάθεια εξευρέσεως άλλων «νομικών εργαλείων», άλλης τομεακής νομοθεσίας, η οποία θα ήταν αποτελεσματική προς αυτή την κατεύθυνση. Οι αιτούντες ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας χρησιμοποιούν συχνά τη νομοθεσία για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος όχι μόνον αυτοτελώς, για αυτή καθεαυτή την προστασία των μνημείων, αλλά είτε αποκλειστικώς είτε επικουρικώς και ως «δούρειο ίππο» της προσπάθειας διασώσεως ελεύθερων χώρων και μη δομήσεως μεγάλων οικοδομημάτων. Οι στρεβλώσεις αυτές εκφράζονται και σε νομικό επίπεδο. Όλοι το γνωρίζουμε ή το υποψιαζόμαστε, αλλά κανείς δεν μιλά ανοικτά για το θέμα.
Η λανθάνουσα αυτή αντίληψη για την προστασία ελεύθερων χώρων, τη μη δόμηση μεγάλων κτιρίων, και κατ’ επέκταση τη διατήρηση του επιπέδου διαβιώσεως των κατοίκων, προσδιορίζει τη διατήρηση των λοιπών πλην του Α κτιρίων της COLUMBIA. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Πρωτοβουλία για τη Διάσωση και Αξιοποίηση του Εργοστασίου της COLUMBIA ζητούσε να περάσει συνολικά όλος ο χώρος (δηλαδή τα 8 κτίρια και το οικόπεδο των 15 στρεμμάτων) στην ιδιοκτησία του ΥΠΠΟ και να γίνει εκεί το Κρατικό Μουσείο Ελληνικής Δισκογραφίας. Εάν αναλογισθεί κανείς την στενότητα του προϋπολογισμού του ΥΠΠΟ και την αδυναμία υλοποιήσεως απαλλοτριώσεων για πολύ σημαντικότερα μνημεία, γίνεται κατανοητή η προαναφερθείσα λανθάνουσα αντίληψη, καθώς και η άποψη ότι το βασικό είναι να μην υλοποιηθεί αυτή την στιγμή το υπό κρίσιν ιδιωτικό έργο με το να παραπέμψουμε στις καλένδες και στο απρόσωπο και αόριστο Κράτος τα υπόλοιπα.
Αγγελική Χαροκόπου
Δικηγόρος
[1] ¶ρθρο. 6, παρ. 1γ του ν. 3028/2002.
[2] Το κτίριο Α κατασκευάσθηκε από την αγγλική εταιρεία Columbia. Σ’ αυτό «…έγινε για πρώτη φορά στην Ελλάδα συνεχής παραγωγή δίσκων 78 στροφών και ηχογραφήθηκαν, μέχρι το 1975, μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού τραγουδιού κορυφαίων συνθετών, όπως ο Χατζιδάκις, Βαμβακάρης, Τσιτσάνης όχι μόνο από την Columbia αλλά και από άλλες δισκογραφικές εταιρίες (ODEON, PARLOPHON κ.ά.). Το κτίριο αυτό ακολουθεί την μορφολογία των τυπικών βιομηχανικών κτηρίων της εποχής στην ευρύτερη περιοχή….».
ΣτΕ 3448/2007
[Kήρυξη αναδάσωσης σε έκταση προηγουμένως
χαρακτηρισθείσα ως μη δασική]
Πρόεδρος: Π. Φλώρος
Εισηγητής: Κ. Κουσούλης
Δικηγόροι: Κ. Καραδήμας, Ν. Γεωργάκης
Η διαδικασία για το χαρακτηρισμό ή μη έκτασης ως δάσους (ή δασικής έκτασης) από τον οικείο δασάρχη είναι διαφορετική από τη διαδικασία κήρυξης εκτάσεως ως αναδασωτέας, η οποία γινόταν από το νομάρχη και ήδη από τον γενικό γραμματέα περιφέρειας. Εάν ο δασάρχης, ασκώντας την κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979 αρμοδιότητά του, διαπιστώσει ότι μια έκταση, η οποία είχε κατά το παρελθόν δασικό χαρακτήρα τον έχει απωλέσει για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος και στο άρθρο 38 του ν. 998/79, οφείλει να απέχει από το χαρακτηρισμό και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο για την κήρυξη αυτής ως αναδασωτέας όργανο. Αντιστρόφως, εάν έχει προηγηθεί η κήρυξη εκτάσεως ως αναδασωτέας, δηλαδή ως καταστραφέντος δασικού οικοσυστήματος που καταστράφηκε και πρέπει να αποκατασταθεί, δεν υπάρχει πλέον έδαφος χαρακτηρισμού της ως δασικής ή μη. Εάν, εξ άλλου, έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία χαρακτηρισμού και έχει καταλήξει στη διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη έκταση δεν έχει τον χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως, τότε δεν υπάρχει δυνατότητα κήρυξής της ως αναδασωτέας, εκτός εάν είτε υπάρξουν νεότερα στοιχεία που δεν είχαν τεθεί υπόψη της Διοικήσεως όταν προέβαινε στον χαρακτηρισμό, είτε η έκταση αυτή αποκτήσει δασική μορφή μετά από τον χαρακτηρισμό της ως μη δασικής. Στην τελευταία περίπτωση πρέπει να υπάρχει στην πράξη αναδάσωσης ή στα στοιχεία του φακέλου ειδική αιτιολογία, από την οποία να προκύπτει, ότι στη συγκεκριμένη έκταση αναπτύχθηκε μεταγενέστερα δασική βλάστηση τέτοιας μορφής, ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δάσος ή δασική έκταση, καθώς και ότι η δασική αυτή βλάστηση καταστράφηκε από πυρκαϊά ή αποψιλώθηκε με άλλο τρόπο.
Βασικές σκέψεις
2. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών (: άρθρο 117 παρ. 3 Συντ. και άρθρα 38 παρ. 1 , 41 παρ. 1 του ν. 998/1979), κάθε αποψιλουμένη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς αναδασωτέα, με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη προϋποθέσεων, η δε απόφαση περί αναδασώσεως πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ως προς τον χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου.
3. Επειδή, όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 998/1979 (Α’ 289), ερμηνευόμενες εν όψει των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος, συνάγεται ότι ο δασάρχης, όταν επιληφθεί του χαρακτηρισμού εκτάσεως ως δασικής ή μη, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, είτε κατόπιν παραπομπής του ζητήματος από άλλη δημόσια αρχή, δεν δικαιούται να διατυπώσει απλώς προσωπική αντίληψη πληροφοριακού χαρακτήρα, αλλά υποχρεούται να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση σύμφωνα με τα κριτήρια του νόμου, περαιτέρω δε να κοινοποιήσει την απόφαση του στον ιδιώτη ή την δημόσια αρχή που υπέβαλε την σχετική αίτηση και να τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται στο νόμο. Η απόφαση αυτή, από την έκδοση της και την αποστολή της στον ενδιαφερόμενο ιδιώτη ή την δημόσια αρχή, είναι δεσμευτική για το δασάρχη. Ειδικότερα, ο δασάρχης δεν δικαιούται να επανέλθει επί της υποθέσεως και να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει, έστω και για τυπικούς λόγους, την απόφαση του, η οποία στο εξής υπόκειται μόνο σε ακύρωση ή μεταρρύθμιση από τις αρμόδιες επιτροπές, εντός των προθεσμιών και κατά την θεσπιζόμενη από το νόμο ενδικοφανή διαδικασία. Οι έννομες όμως συνέπειες της ανωτέρω αποφάσεως, εν σχέσει προς τον χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως δασικής ή μη, αναπτύσσονται ως προς τους τρίτους μόνον εφ’ όσον και αφ’ ότου τηρηθούν όλες οι διατυπώσεις δημοσιότητας, οπότε η πράξη γίνεται γνωστή και καθίσταται δυνατή η αμφισβήτηση της από τον νομάρχη (ήδη Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας) και τους τρίτους ενώπιον των οικείων Επιτροπών, ενώ πριν από την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας η απόφαση του δασάρχη δεν δύναται να ληφθεί υπ’ όψη από οποιαδήποτε άλλη δημόσια αρχή, ενώπιον της οποίας ανακύπτει ως προκριματικό το ζήτημα του χαρακτήρα της εκτάσεως (ΣτΕ 2216/2004, 1038/88, 2756/94 Ολομ., 1171/97 κ. ά.).
4. Επειδή, εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3, 11 παρ. 1, 12 παρ. 1, 2, 4, 5 και 7, 13 παρ. 1 και 3, 14 και 41 του ν. 998/1979, καθώς και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του π.δ. 1141/1980 (Α’ 288), προκύπτει ότι δύο διαδικασίες, δηλαδή η διαδικασία προσωρινής επιλύσεως αμφισβητήσεων για το χαρακτήρα εκτάσεως ως δάσους (ή δασικής εκτάσεως) ή μη, η οποία γίνεται από τον οικείο δασάρχη, και η διαδικασία κηρύξεως εκτάσεως ως αναδασωτέας, η οποία γινόταν από το νομάρχη και ήδη από τον γενικό γραμματέα περιφέρειας (ν. 2503/1997, Α΄ 107), είναι διαδικασίες, κατ’ αρχήν, διακεκριμένες μεταξύ τους. Eιδικότερα, η κήρυξη εκτάσεως ως αναδασωτέας επιβάλλεται, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, υποχρεωτικώς, με σκοπό να ανακτήσει η συγκεκριμένη έκταση τον χαρακτήρα της ως δάσους ή δασικής εκτάσεως, τον οποίο απώλεσε για ένα από τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Πρόκειται, δηλαδή, για διαδικασία αποκαταστάσεως ή ανακτήσεως φυσικού κεφαλαίου που καταστράφηκε, δηλαδή του δασικού οικοσυστήματος, η οποία διακρίνεται σαφώς από τη διαδικασία έγκυρης διαπίστωσης ότι ορισμένη έκταση αποτελεί ή όχι δασικό οικοσύστημα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 998/1979, το αρμόδιο όργανο προβαίνει, και μάλιστα προσωρινά, μέχρι να καταρτισθεί δασολόγιο, στην έγκυρη διαπίστωση εάν μία έκταση αποτελεί ή όχι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αρμοδιότητας του, δασικό οικοσύστημα προκειμένου να παρασχεθεί η κατά το Σύνταγμα οφειλόμενη στην έκταση αυτή προστασία. Επομένως, εάν ο δασάρχης, ασκώντας την κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979 αρμοδιότητα του, διαπιστώσει ότι μια έκταση, η οποία είχε κατά το παρελθόν δασικό χαρακτήρα τον έχει απωλέσει για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος και στο άρθρο 38 του ν. 998/79, οφείλει να απόσχει του χαρακτηρισμού και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο για την κήρυξη αυτής ως αναδασωτέας όργανο, δηλαδή στον γενικό γραμματέα περιφέρειας σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 998/1979. Αντιστρόφως, εάν έχει προηγηθεί η κήρυξη εκτάσεως ως αναδασωτέας, δηλαδή ως καταστραφέντος δασικού οικοσυστήματος το οποίο χρήζει αποκαταστάσεως, δεν υπάρχει πλέον έδαφος χαρακτηρισμού της εκτάσεως ως δασικής ή μη. Τα όργανα του άρθρου 14 του ν. 998/1979, δεσμευόμενα από την μη ελεγχόμενη παρεμπιπτόντως πράξη αναδάσωσης, οφείλουν είτε να απόσχουν από την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού, είτε να περιορισθούν απλώς στη διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα και ως εκ του λόγου αυτού αποτελεί δασική έκταση. Εάν, εξ άλλου, έχει περαιωθεί η κατά το άρθρο 14 επ. του ν. 998/1979 διαδικασία και έχει καταλήξει στην διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη έκταση δεν έχει τον χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως, τότε δεν υπάρχει δυνατότητα κηρύξεως υπό του νομάρχου της εκτάσεως αυτής ως αναδασωτέας κατά το άρθρο 38 επ. του ν. 998/1979, εκτός εάν είτε υπάρξουν νεότερα στοιχεία, δηλαδή πραγματικά δεδομένα τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της Διοικήσεως όταν προέβαινε στον κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979 ως άνω χαρακτηρισμό, είτε η έκταση αυτή αποκτήσει δασική μορφή επιγενομένως, δηλαδή μετά από τον χαρακτηρισμό της ως μη δασικής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση απαιτείται να διαλαμβάνεται στην πράξη αναδάσωσης ή στα στοιχεία του φακέλου ειδική αιτιολογία, από την οποία θα προκύπτει, λαμβανομένου υπόψη και του διαδραμόντος από την έκδοση της πράξεως χαρακτηρισμού χρόνου, ότι στην συγκεκριμένη έκταση αναπτύχθηκε μεταγενεστέρως δασική βλάστηση τέτοιας μορφής ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δάσος ή δασική έκταση, κατά την έννοια της νομοθεσίας και της επιστήμης (πρβλ. ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 24 του Συντάγματος), καθώς και ότι η δασική αυτή βλάστηση κατεστράφη από πυρκαϊά ή αποψιλώθηκε με άλλο τρόπο. Κατά τη γνώμη, όμως, της Συμβούλου Αικ. Σακελλαροπούλου και του Παρέδρου Θ. Αραβάνη, εφ’ όσον ο δασάρχης διαπιστώσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως χαρακτηρισμού ή κατόπιν ερωτήματος άλλης αρχής, ότι η έκταση είχε προηγουμένως δασικό χαρακτήρα αλλά αποψιλώθηκε, οφείλει μεν, αμελλητί, να προτείνει την κήρυξη της ως αναδασωτέας, δεν κωλύεται όμως να εκδώσει εν τω μεταξύ, προς μείζονα προστασία της εκτάσεως, πράξη χαρακτηρισμού της ως υπαγόμενης στον ν. 998/1979 και ειδικότερα ως καταστραφέντος δασικού οικοσυστήματος υποκειμένου σε αναδάσωση (άρθρο 3 παραγρ. 3 περίπτ. ΙΙΙ. γ’ και παραγρ. 5 του ν. αυτού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παραγρ. 1 του ν. 3208/2003).
6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, μετά από αίτηση της Ελένης Τοπάλη, δικαιοπαρόχου του αιτούντος και ύστερα από την από 28.9.1994 έκθεση αυτοψίας δασικών υπαλλήλων εκδόθηκε το 1228/93/7.10.1994 έγγραφο του Δασάρχη ¶μφισσας, σύμφωνα με το οποίο από έκταση, κείμενη στη θέση «Παλιοέλατος» της περιφερείας του Δημοτικού Διαμερίσματος Επταλόφου του Δήμου Παρνασσού, τμήμα αυτής 6.321,86 τ.μ. διέπεται από τις περί δασικών εκτάσεων διατάξεις και άλλο τμήμα αυτής 8.355 τ.μ. «δεν εποπτευόταν ποτέ ούτε εποπτεύεται σήμερα από τη Δασική Υπηρεσία στα πλαίσια της δασικής νομοθεσίας». Το τελευταίο αυτό τμήμα πωλήθηκε αρχικά στη Ζωή Ματαρά και στη συνέχεια το απέκτησε ο αιτών με τα 5827 και 5828/29.5.2000 συμβόλαια. Με αίτηση του στις 11.9.2001 ο αιτών γνωστοποίησε ότι προέβη στην ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας του παραπάνω εγγράφου με δημοσίευση περίληψης στις εφημερίδες «Τα Νέα» (28.4/1.5.2000) και «Φωκικοί καιροί» (15.5.2000), ισχυριζόμενος ότι έγινε και σχετική ανάρτηση στο Δήμο Παρνασσού. Ακολούθησαν νεότερες αιτήσεις από 13.9 και 26.10.2001. Με το 4064/6.11.2001 έγγραφο του Δασαρχείου γνωστοποιήθηκε στον αιτούντα ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί βεβαίωση για το μη δασικό χαρακτήρα της εκτάσεως, εφ’ όσον δεν προέκυπτε δημοσίευση στο Δήμο Παρνασσού. Σύμφωνα με την από 17.12.2001 έκθεση αυτοψίας δασικών υπαλλήλων, όπως διαπιστώθηκε σε τμήμα 5.658,32 τ.μ. της εν προκειμένω συνολικής εκτάσεως των 8.355 τ.μ., το οποίο είχε δασικό χαρακτήρα, έλαβε χώρα αποψιλωτική υλοτομία και μερικό όργωμα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση, η αποψιλωτική υλοτομία και το μερικό όργωμα έγιναν το τρίτο δεκαήμερο Οκτωβρίου 2001, υλοτομήθηκαν άτομα ελάτης και κέδρου πυκνότητας 60% περίπου, νεαράς ηλικίας, διαμέτρου μέχρι 15 εκατοστών και έγινε βάψιμο των πρέμνων με καφέ ελαιόχρωμα. Σύμφωνα με τη ίδια έκθεση το συγκεκριμένο τμήμα περιβάλλεται από δασικές εκτάσεις και δάσος. Στη συνέχεια με το 5135/21.12.2001 έγγραφο του Δασάρχη ¶μφισσας υποβλήθηκε στη Διεύθυνση Δασών Φωκίδας πρόταση να κηρυχθεί το εν λόγω τμήμα αναδασωτέο, με την επισήμανση ότι «ο κ. Καραδήμας προέβη με δική του πρωτοβουλία στην κατά το άρθρο 14 Ν. 998/1979 δημοσίευση περίληψης του 1298/93/7.10.1994 πληροφοριακού εγγράφου μας, πλην όμως λόγω μη ανάρτησης αυτού στον Δήμο Παρνασσού, δεν θεωρούμε ότι έχουν ολοκληρωθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας με αποτέλεσμα αυτό να μην επέχει θέση πράξης χαρακτηρισμού». Στις 6.2.2002 ο αιτών απέστειλε στο Δασαρχείο με φαξ το σχετικό από 11.10.2000 αποδεικτικό ανάρτησης του Δήμου Παρνασσού. Περαιτέρω στις 31.12.2001 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία το τμήμα της εκτάσεως επιφανείας 5.658,32 τ.μ. κηρύχθηκε αναδασωτέο, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12.2.2002 (Δ’ 87). Με το 403/19.2.2002 έγγραφο του Δασάρχη ¶μφισσας προτάθηκε η άσκηση προσφυγής κατά του 1228/93/7.10. 1994 εγγράφου του ιδίου Δασάρχη. Στο έγγραφο αυτό (403/19.2.2002) αναφέρεται ότι κατά το χρόνο συντάξεώς του το μη εκχερσωθέν λοιπό τμήμα της συνολικής εκτάσεως των 8.355 τ.μ. (ήτοι 2.696,68 τ.μ.) «καλύπτεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του από δενδρώδη δασική βλάστηση ελάτης, ήτοι έχει τον χαρακτήρα δάσους κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 3 Ν. 998/79 που εμπίπτει και στην παρ. 1ε και σε καμία περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 4 Ν. 998/1979». Στη συνέχεια με το 225/25.2.2002 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας Στερεάς Ελλάδας ασκήθηκε προσφυγή κατά του παραπάνω από 7.10.1994 εγγράφου του Δασάρχη ¶μφισσας, με το οποίο η έκταση των 8.355 τ.μ., στην οποία περιλαμβάνεται το συγκεκριμένο τμήμα των 5.658,32 τ.μ., κρίθηκε ότι δεν διέπεται από τη δασική νομοθεσία. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη με την 44/2003 απόφαση της Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Ν. Φωκίδας.
7. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 41 του ν. 998/1979 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση που κηρύσσει την αναδάσωση εκδίδεται μετά από εισήγηση της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας. Η διάταξη αυτή δεν έχει την έννοια ότι η παράλειψη της εισήγησης αυτής μπορεί να ματαιώσει τη συνταγματική επιταγή, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Συντάγματος για την αναδάσωση και προκύπτει τούτο από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 2586/2004, 590/1999, 181/2000). Επομένως, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως για το λόγο αυτό, ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως ότι η πρόταση για την κήρυξη της αναδάσωσης μη νομίμως έγινε με το 794/ 17.12.2001 έγγραφο του δασονόμου Δ. Αδρύμη αντί του δασάρχη, ανεξαρτήτως του ότι στο φάκελο υπάρχει η 5135/21.12.2001 πρόταση του δασάρχη.
8. Επειδή, προβάλλεται ακόμη ότι η από 17.12.2001 έκθεση αυτοψίας είναι άκυρη, διότι δεν συνετάγη την ημέρα που έγινε η αυτοψία και παρουσία όλων των συμπραττόντων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι για τη νομιμότητα της εκθέσεως αυτοψίας δεν απαιτείται η συνδρομή των στοιχείων αυτών.
9. Επειδή, προβάλλεται, τέλος, ότι μη νομίμως εκδόθηκε η προσβαλλομένη, διότι η έκταση είχε ήδη χαρακτηρισθεί ως μη δασική με προγενέστερη πράξη του δασάρχη, μετά την έκδοση της οποίας και πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης πράξης είχαν τηρηθεί οι εκ του νόμου επιβαλλόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας, και καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, ότι η προσβαλλομένη δεν αιτιολογείται νομίμως. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, η Διοίκηση προέβη κατ’ αρχήν στην κήρυξη της προσβαλλόμενης αναδάσωσης, υπολαμβάνοντας, εσφαλμένως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, ότι δεν ασκεί καμία επιρροή ο προηγούμενος χαρακτηρισμός της ίδιας έκτασης ως μη δασικής με την 1228/93/7.10.1994 πράξη του Δασάρχη ¶μφισσας, επειδή δεν είχαν ολοκληρωθεί οι εκ του νόμου επιβαλλόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας της πράξης αυτής, ενώ, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω στοιχεία, όλες οι διατυπώσεις δημοσιότητας είχαν τηρηθεί πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην τρίτη σκέψη, η Διοίκηση δεσμευόταν σε κάθε περίπτωση από την ανωτέρω πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη ¶μφισσας και μη νομίμως προέβη στο χαρακτηρισμό της επίδικης έκτασης ως δασικής με την προσβαλλόμενη πράξη. Εξ άλλου, η περαιτέρω κρίση της προσβαλλομένης ότι, πάντως, η εν λόγω έκταση απέκτησε επιγενομένως, μετά δηλαδή από την έκδοση της ανωτέρω πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη ¶μφισσας, δασικό χαρακτήρα, κρίση που συνάγεται από την από 17.12.2001 έκθεση αυτοψίας, την 5135/21.12. 2001 πρόταση του Δασάρχη ¶μφισσας και επιβεβαιώνεται από το έγγραφο των απόψεων της Διοικήσεως προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν αιτιολογείται ειδικώς, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην πέμπτη σκέψη, εν αναφορά προς την προ επτά περίπου ετών εκδοθείσα πράξη του Δασάρχη ¶μφισσας, με την οποία είχε διαπιστωθεί ότι η συγκεκριμένη έκταση δεν υπαγόταν στη δασική νομοθεσία, καθώς και ως προς το είδος (μορφή), την πυκνότητα και το μέγεθος της δασικής βλάστησης, που σύμφωνα με την ανωτέρω, από 17.12.2001 έκθεση αυτοψίας, είχε αναπτυχθεί στην επίδικη έκταση μετά την έκδοση της ανωτέρω πράξης του Δασάρχη. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι ανωτέρω προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη.
Σημείωμα
1. Με την απόφαση αυτή εμπλουτίζεται η νομολογία για τη σχέση αφενός της κήρυξης ορισμένης έκτασης ως αναδασωτέας σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ. και τα άρθρα 38 και 41 του ν. 998/1979 και αφετέρου του χαρακτηρισμού της ως δάσους ή δασικής έκτασης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 του ίδιου νόμου που προβλέπουν ενδικοφανή διαδικασία. Tο ζήτημα αντιμετωπίσθηκε για πρώτη φορά με την απόφαση ΣτΕ 838/2002 της επταμελούς σύνθεσης. Κατά τη διάρκεια της πενταετίας που παρήλθε παγιώθηκε η σχετική νομολογία.
2. Η σχολιαζομένη απόφαση κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, διευκρινίζοντας ότι η ολοκλήρωση της ενδικοφανούς διαδικασίας χαρακτηρισμού που προβλέπεται στο άρθρο 14 του ν. 998/1979, με τον μη χαρακτηρισμό ορισμένης έκτασης ως δάσους ή δασικής έκτασης, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται, άνευ ετέρου, η κήρυξή της στο μέλλον ως αναδασωτέας. Η δυνατότητα αυτή εξαρτάται πάντως από την ύπαρξη των αναγκαίων φυσικών και νομικών προϋποθέσεων, οι οποίες πρέπει να αναφέρονται στη σχετική διοικητική πράξη ή να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλλου. Πρόκειται ιδίως για επιγενόμενη ανάπτυξη δασικής βλάστησης -η οποία προϋποθέτει την παρέλευση ικανού χρόνου από την έκδοση της πράξης (μη) χαρακτηρισμού- και την καταστροφή της βλάστησης εξαιτίας πυρκαγιάς ή την αποψίλωσή της. Η προστασία των δασικών οικοσυστημάτων δεν δικαιολογεί άλλωστε τη δημιουργία σε ανάλογες περιπτώσεις «στεγανών» ανάμεσα στις δύο διαδικασίες. Δεν πρέπει, τέλος, να παραγνωρίζεται ότι η σχετική ενδικοφανής διαδικασία προσφέρεται ως προσωρινό «υποκατάστατο» του ελλείποντος δασολογίου.
Μαρία Φλώρου
Δικηγόρος
ΣτΕ 3447/2007
[Κατασκευή προστεγάσματος (τέντας) σε κοινόχρηστο χώρο ]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Ν. Ρόζος
Δικηγόρος: Eμ. Νικητάκης
Βασικές σκέψεις
6. Επειδή σύμφωνα με τις γενικές αρχές περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων η Διοίκηση δεν δύναται να ανακαλεί πράξεις της, έστω και μη νόμιμες, μετά την πάροδο ευλόγου, εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, χρόνου, που δεν είναι, πάντως, κατά το άρθρο μόνο του ν. 261/1968 (ΦΕΚ 12 Α΄) μικρότερος της πενταετίας, εφόσον από τις πράξεις αυτές έχει δημιουργηθεί καλοπίστως υπέρ του διοικουμένου πραγματική κατάσταση δεκτική έννομης προστασίας, εκτός εάν, κατά την ειδικώς αιτιολογουμένη κρίση της αρμόδιας αρχής, η ανάκληση επιβάλλεται από ειδικότερους λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 282/1993, 1974/1994, 880/1997, 3959/1998, 2051/1999, 595/2001 κ.ά.). Εξ άλλου, η πλημμέλεια που δικαιολογεί την ανάκληση αδείας ανεγέρσεως οικοδομή ή άλλης κατασκευής πρέπει να αφορά την ίδια την άδεια και όχι την εκτέλεσή της, διότι τυχόν υπερβάσεις κατά την εκτέλεση της άδειας έχουν μεν τις κατά νόμο προβλεπόμενες δυσμενείς συνέπειες (χαρακτηρισμός κατασκευών ως αυθαιρέτων, κατεδαφίσεις κ.λπ.), δεν δύνανται όμως να θεμελιώσουν κατά νόμο λόγο ανακλήσεώς της (ΣτΕ 3595/1997, 692/1995, 2051/1999 κ. ά.).
7. Επειδή με το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «1…..2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης». Με τη συνταγματική αυτή διάταξη απευθύνεται στο νομοθέτη, τυπικό ή κανονιστικό, η επιταγή να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της Χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, τη φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για τη χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων (ΣτΕ Ολ. 1528/2003, 965/2007). Ουσιώδες εξ άλλου στοιχείο του πολεοδομικού σχεδιασμού είναι ο καθορισμός των κοινόχρηστων χώρων, οι οποίοι αναλόγως του ειδικότερου προορισμού τους εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων και τις ανάγκες αναψυχής των κατοίκων και ασκούν σημαντική επίδραση στην εξασφάλιση της λειτουργικότητας των οικισμών και στη διαμόρφωση των όρων διαβιώσεως. Τούτου έπεται ότι διατάξεις, με τις οποίες επιτρέπονται κατασκευές σε κοινόχρηστους χώρους ή πάνω από αυτούς δεν είναι συμβατές προς την ανωτέρω συνταγματική επιταγή, εφόσον έχουν ως αποτέλεσμα να αναιρείται ή να δυσχεραίνεται ουσιωδώς η ελεύθερη χρήση και απόλαυση των χώρων αυτών.
8. Επειδή με το άρθρο 19 του ΓΟΚ 1985 (ν. 1577/1985, ΦΕΚ 210 Α΄), όπως η παρ. 1 αυτού συμπληρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 2831/2000 ορίζεται ότι «1. Στους κοινόχρηστους χώρους του οικισμού επιτρέπονται κατασκευές α) για τη διαμόρφωση του εδάφους, όπως κλίμακες, τοίχοι, διάδρομοι, κεκλιμένα επίπεδα, β) για τον εξοπλισμό τους, όπως στέγαστρα, αποχωρητήρια, περίπτερα, κιόσκια, τέντες, εγκαταστάσεις παιδοτόπων και άθλησης, πάγκοι, γ) για τον εξωραϊσμό τους, όπως σιντριβάνια, ανθοδόχες, εγκαταστάσεις στήριξης φυτών και γενικά κατασκευές για την εξυπηρέτηση του προορισμού των χώρων αυτών. Στους κοινόχρηστους χώρους επιτρέπεται επίσης η εγκατάσταση μνημείων και η τοποθέτηση έργων τέχνης, καθώς και μικρών περιπτέρων για σταθμαρχεία ή πώληση καρτών και εισιτηρίων των αστικών συγκοινωνιών… Όλες οι παραπάνω κατασκευές και εγκαταστάσεις πραγματοποιούνται από τον οικείο δήμο ή κοινότητα ή ύστερα από άδεια του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, από άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς ή νομικά πρόσωπα ή ιδιώτες… Επίσης, στους κοινόχρηστους χώρους επιτρέπονται τα δίκτυα υποδομής και οι εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας… Επίσης στους κοινόχρηστους χώρους επιτρέπεται η εγκατάσταση σταθμών μέτρησης ατμοσφαιρικής ρύπανσης, θορύβου και μετεωρολογικών παραμέτρων με τον αναγκαίο εξοπλισμό από υπηρεσίες του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., των Περιφερειών και των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων… Από τους ίδιους φορείς επιτρέπεται η εγκατάσταση των σταθμών αυτών χωρίς έκδοση οικοδομικής άδειας στους ακάλυπτους χώρους οικοπέδων…..2….3. Η ανέγερση προσωρινών λυόμενων κατασκευών για εκθέσεις, γιορτές και κάθε είδους εκδηλώσεις επιτρέπεται με άδεια του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, στην οποία καθορίζεται και ο χρόνος παραμονής τους…». [=άρθρο 246 παρ. 2 και 4 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας – ΚΒΠΝ – που κυρώθηκε με το από 14/27.7.1998 π. δ/γμα, ΦΕΚ 580 Δ΄]. Περαιτέρω, με το άρθρο 11 του αυτού ΓΟΚ ορίζεται ότι: «1…..2….3. Οι εξώστες δεν επιτρέπεται να προεξέχουν από το οριακό επίπεδο της οικοδομικής γραμμής (κατακόρυφο ή κεκλιμένο), όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 9 παρ. 6α και 6β, περισσότερο από ένα δέκατο του πλάτους του δρόμου….4. Εξώστες που κατασκευάζονται πάνω από κοινόχρηστους χώρους…πρέπει να βρίσκονται σε ύψος τουλάχιστον 3 μ. από κάθε σημείο της στάθμης του πεζοδρομίου… 5. Εξώστες που κατασκευάζονται πάνω από κοινόχρηστους χώρους σε ύψος μικρότερο από 5 μ. πρέπει να βρίσκονται τουλάχιστον 0,50 μ. μέσα από το άκρο του κρασπέδου του πεζοδρομίου σε οριζόντια προβολή. 6. …..» [=άρθρο 252 παρ. 2 και 5 ΚΒΠΝ]. Εξάλλου, με το άρθρο 17 της αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. 3046/304/30.1.1989 «Κτιριοδομικός Κανονισμός» (ΦΕΚ 59 Δ΄/3.2.1989) ορίζεται ότι «1. Κινητά προστεγάσματα κατασκευάζονται σύμφωνα με τις παρ. 3 και 5 του άρθρου 11 του ν. 1577/85 (ΓΟΚ). 2…3….4…5. Σε κοινόχρηστους χώρους ….απαγορεύεται να κατασκευάζονται κατακόρυφα στηρίγματα κινητών προστεγασμάτων. Κατακόρυφα στηρίγματα κινητών προστεγασμάτων επιτρέπεται να κατασκευάζονται σε οποιαδήποτε άλλη θέση, ακόμα και σε τμήματα εξωστών που βρίσκονται υπεράνω κοινόχρηστων χώρων, εφόσον τα στηρίγματα αυτά εδράζονται στους εξώστες και δεν εξέχουν από το περίγραμμά τους. 6…» (=άρθρο 360 παρ. 4 και 5 ΚΒΠΝ).
9. Επειδή με τις διατάξεις αυτές, που πρέπει να ερμηνευθούν εν όψει των αρχών που αναφέρονται στη σκέψη 6, τίθενται βασικοί κανόνες ως προς τις κατασκευές, οι οποίες επιτρέπονται σε κοινόχρηστους χώρους ή πάνω από αυτούς, διακρινόμενες σε προσωρινές και, συνεπώς, πάντοτε λυόμενες, και σε μόνιμες, στις οποίες περιλαμβάνονται τόσο οι σταθερές, όπως οι εξώστες, όσο και οι κινητές, όπως οι κατακόρυφης αναπτύξεως τέντες και τα οριζόντιας αναπτύξεως κινητά προστεγάσματα. Ειδικώτερα, ως προς τα τελευταία, επιτρέπεται η κατασκευή τους πάνω από κοινόχρηστους χώρους, σε ορισμένο ύψος από ορισμένο σημείο αυτών και καθ’ ορισμένη έκταση, σύμφωνα με κανόνες που ισχύουν και για τους εξώστες, οι οποίοι επίσης ευρίσκονται πάνω από κοινόχρηστους χώρους. Τα κατακόρυφα όμως στηρίγματά τους δεν επιτρέπεται να κατασκευάζονται στους κοινόχρηστους χώρους αλλά μόνον σε μη κοινόχρηστους χώρους, μεταξύ των οποίων και τμήματα των εξωστών, εφόσον δεν εξέχουν από το περίγραμμά τους. Οι διατάξεις αυτές, με τις οποίες απαγορεύεται η κατασκευή σε κοινόχρηστους χώρους των κατακόρυφων στηριγμάτων των κινητών προστεγασμάτων που, κατά τα ανωτέρω, αποτελούν μόνιμες κινητές κατασκευές οριζόντιας αναπτύξεως, είναι σύμφωνες προς την προαναφερόμενη συνταγματική διάταξη, προκειμένου να διασφαλίζεται η ελεύθερη και ανεμπόδιστη κυκλοφορία στον κοινόχρηστο χώρο που ευρίσκεται κάτω από τα προστεγάσματα, προς την οποία, αντιθέτως, θα προσέκρουε η κατασκευή των στηριγμάτων αυτών που παρέχει τη δυνατότητα μετατροπής σε κλειστό ή ημίκλειστο χώρο του κοινόχρηστου αυτού χώρου και πάντως έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η κυκλοφορία στο χώρο αυτό και, γενικότερα, η χρήση του από το κοινό.
10. Επειδή στην προσβαλλόμενη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Αλεξανδρουπόλεως, με την οποία ανακλήθηκε η μνημονευόμενη στη δεύτερη σκέψη προηγούμενη απόφασή του, αναφέρεται, πλην άλλων, ότι με την τελευταία αυτή επιτράπηκε η κατασκευή σταθερού προστεγάσματος με κάθετα στηρίγματα επί του πεζοδρομίου κατά παράβαση πολεοδομικών διατάξεων, οι οποίες απαγορεύουν ρητά οποιαδήποτε κατασκευή σε πεζοδρόμια και ότι συνεπώς συνέτρεξαν λόγοι ανακλήσεως της προηγούμενης αυτής αποφάσεως, αναγόμενοι στο δημόσιο συμφέρον για την άρση των εμποδίων που τα στηρίγματα αυτά δημιουργούν στην ομαλή διέλευση των πεζών από το πεζοδρόμιο και την ακώλυτη και διαρκή χρήση του από αυτούς. Επιπλέον δε γίνεται παρενθετικώς μνεία και «του φαινόμένου της μετατροπής των προστεγασμάτων σε κλειστό χώρο είτε με πλαστικά φύλλα (νάϋλον), είτε με τζάμι, είτε με άλλο υλικό, επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτό το χώρο των καταστημάτων». Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και νομίμως αιτιολογημένη, εφόσον επικαλείται αφενός αντίθεση της ανακαλουμένης αποφάσεως προς την πολεοδομική νομοθεσία και αφετέρου λόγο δημοσίου συμφέροντος συνιστάμενο στην άρση της δυσχέρειας, την οποία, προς εξυπηρέτηση ιδιωτικού συμφέροντος, προκαλεί στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη κυκλοφορία σε κοινόχρηστο χώρο η εντός αυτού κατασκευή κάθετων στηριγμάτων του υπεράνω αυτού προστεγάσματος. Η δε, περαιτέρω μνημονευομένη στην προσβαλλόμενη απόφαση μετατροπή του κοινόχρηστου αυτού χώρου σε κλειστό λόγω της γενομένης μεταξύ των καθέτων στηριγμάτων συνδέσεως, που δεν προβλέπεται από την ανακαλουμένη απόφαση, αποτελεί πλημμέλεια περί την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, δεν στηρίζει την κρίση της Διοικήσεως περί της επίμαχης ανακλήσεως, η οποία θεμελιώνεται προεχόντως και πλήρως στην ανωτέρω αιτιολογία, αλλά αναφέρεται για την πλήρη περιγραφή της καταστάσεως που έχει περαιτέρω δημιουργηθεί. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την από 27.8.1997 υπεύθυνη δήλωση του δεύτερου των αιτούντων (Δημητρίου Ζυγερίδη), ύστερα από αίτηση του οποίου εκδόθηκε η ανακληθείσα απόφαση, ο ανωτέρω αποδέχθηκε ότι, εφόσον εζητείτο εγγράφως από το Δήμο Αλεξανδρουπόλεως, ήταν υποχρεωμένος να απομακρύνει με δικές του δαπάνες την επί του κοινοχρήστου χώρου κατασκευή του. Τον όρο δε τον περιελάμβανε ρητώς η ανακληθείσα απόφαση. Τούτου δε έπεται ότι η απόφαση αυτή, περιέχουσα τον ανωτέρω και γενόμενο αποδεκτό όρο, δεν δημιούργησε, πάντως, στον εκμεταλλευόμενο τον υπό το επίδικο προστέγασμα χώρο κατάσταση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο παραπάνω λόγος δημοσίου συμφέροντος δικαιολογεί την επίμαχη ανάκληση της προαναφερομένης αποφάσεως. Εν όψει των ανωτέρω, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, οι λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι μη νόμιμη και αντίκειται στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης.
11. Επειδή προβάλλεται, τέλος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος χωρίς προηγούμενη ακρόαση της αιτούσας. Ο λόγος όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ανακλητική προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους νομιμότητας, χωρίς να συνδέεται με υποκειμενική συμπεριφορά της αιτούσας και συνεπώς, δεν ήταν κατά τη συνταγματική αυτή διάταξη αναγκαία η προηγούμενη κλήση της σε ακρόαση.
Σχόλιο
1. Τα τελευταία χρόνια τείνει να προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις η τοποθέτηση ποικιλώνυμων κατασκευών σε κοινόχρηστους χώρους (πεζοδρόμια, δρόμους, πλατείες και παραλίες) για την εξυπηρέτηση καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος. Το φαινόμενο έχει μάλιστα ξεφύγει από κάθε έλεγχο, ιδίως σε περιζήτητους χώρους μεγάλων πόλεων. Πολίτες με περιβαλλοντική ευαισθησία και περιβαλλοντικές οργανώσεις προβάλλουν εύλογα ότι η χρήση και η απόλαυση εκ μέρους τους δημόσιων χώρων συμπιέζεται υπερβολικά, διατυπώνουν δε έντονα παράπονα και διαμαρτύρονται για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Από την άλλη μεριά οι επιτηδευματίες διεκδικούν ολοένα και περισσότερους δημόσιους χώρους για την επέκταση των επιχειρήσεών τους, παραγνωρίζοντας τις αρνητικές συνέπειες τόσο για τους δημότες όσο και για τους παρεπιδημούντες στις πόλεις και στις τοποθεσίες που λειτουργούν. Στα αιτήματά τους ενδίδουν συχνά οι ΟΤΑ, με μεθοδεύσεις που δεν τιμούν τη λειτουργία τους, διαβρώνουν τη νομιμότητα και αντίκεινται στην εξυπηρέτηση του καλώς νοούμενου δημοσίου συμφέροντος. Θα περίμενε λοιπόν κανείς η πολιτεία να έχει προ πολλού αναλάβει πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Τη χρονίζουσα απραξία της ήρθε να ταράξει η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας που σχολιάζεται στη συνέχεια.
2. Το Δημοτικό Συμβούλιο Αλεξανδρούπολης ανακάλεσε προηγούμενη πράξη του, με την οποία είχε επιτραπεί η κατασκευή και η εγκατάσταση σταθερού προστεγάσματος με κάθετα στηρίγματα επί πεζοδρομίου προς εξυπηρέτηση καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος. Για την έκδοση της απόφασής του επικαλέσθηκε διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν ανάλογες κατασκευές σε κοινόχρηστους χώρους. Ως λόγους για την ανάκληση ανέφερε ιδίως την παραβίασή τους, την παρεμπόδιση της ομαλής διέλευσης των πεζών από το πεζοδρόμιο και τη διασφάλιση της ελεύθερης χρήσης του ως κοινόχρηστου χώρου. Η απόφαση επισημαίνει επίσης «το φαινόμενο της μετατροπής των προστεγασμάτων σε κλειστό χώρο είτε με πλαστικά φύλλα (νάυλον) είτε με τζάμι είτε με άλλο υλικό, επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτό το χώρο των καταστημάτων».
3. Το Δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του στη νομιμότητα της αιτιολογίας της ανακλητικής πράξης. Εν πρώτοις έκρινε ορθή την υπαγωγή του πραγματικού της υπόθεσης στις εφαρμοστέες διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, ερμηνεύοντάς τες με βάση τις επιταγές του άρθρου 24 Συντ. Επίσης επικαλέστηκε το δημόσιο συμφέρον που θωρακίζει, υπό τα συγκεκριμένα δεδομένα, τη νομιμότητα της αιτιολογίας. Με αυτές τις σκέψεις έταμε επιτυχώς ένα ζήτημα που σχετίζεται με τη χρήση πολλών δημόσιων χώρων, ιδίως σε πόλεις.
4. Μετά τη διευκρίνιση από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της νομιμότητας μιας «αμαρτωλής» πρακτικής που έχει εξελιχθεί σε «εθνικό σπορ», οι δημοτικές αρχές έχουν υποχρέωση να φροντίσουν για την απομάκρυνση όλων των παράνομων κατασκευών και να αποδώσουν τους κοινόχρηστους χώρους. Εν προκειμένω δεν έχει σημασία, αν έχουν εκδοθεί παράνομες άδειες ή αν οι σχετικές κατασκευές είναι αυθαίρετες. Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις οι κατά τόπο αρμόδιες αρχές οφείλουν, εξετάζοντας προηγουμένως τα δεδομένα τους, είτε να ανακαλέσουν τις παράνομες άδειες είτε να απομακρύνουν κάθε αυθαίρετη κατασκευή για να αποκαταστήσουν τη νομιμότητα και να εξυπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον.
Το εγχείρημα είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολο. Χωρίς να τρέφει κανείς υπέρμετρη αισιοδοξία, είναι ευκαιρία να περιορισθεί μια πρακτική που προσφέρει αβασάνιστα δημόσιους χώρους για την εγκατάσταση και τη λειτουργία καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και να αποδοθούν, ορισμένοι τουλάχιστον δημόσιοι χώροι που αξιοποιούνται παράνομα, στην κοινή χρήση.
Γιώργος Παπαδημητρίου
Καθηγητής του Πανεπιστήμιου Αθηνών
3356/2007
[Επανεξέταση και ανάκληση άδειας λειτουργίας
βιομηχανικής ή βιοτεχνικής επιχείρησης (ναυπηγείου)]
Πρόεδρος: Π.Ν. Φλώρος
Εισηγητής: Χρ. Παπανικολάου
Δικηγόροι: Κ. Κηπουρός
Είναι δυνατή η επανεξέταση και η ανάκληση άδειας λειτουργίας βιομηχανικής ή βιοτεχνικής επιχείρησης για λόγους που ανάγονται στη νομιμότητά της ή στη μη τήρηση εκ μέρους του δικαιούχου της των όρων, βάσει των οποίων χορηγήθηκε και οι οποίοι συνιστούν προϋπόθεση για τη διατήρηση της ισχύος της. Τέτοιον όρο συνιστά κατά την έννοια του άρθρου 2 περ. ε΄ του ν. 2516/1997 η λειτουργία της επιχείρησης, δηλαδή η ενεργοποίηση του μηχανολογικού εξοπλισμού που αδειοδοτήθηκε. Εάν η επιχείρηση δεν λειτουργήσει μετά την αδειοδότησή της, στοιχειοθετείται λόγος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.
Βασικές σκέψεις
5. Επειδή, στην ανωτέρω διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 2516/1997 προβλέπεται η περίπτωση μη χορήγησης και, συνεπώς, ανάκλησης αυτής εάν έχει ήδη χορηγηθεί, άδειας λειτουργίας παρέκκλισης από όρους της άδειας εγκατάστασης, ενώ στις διατάξεις των παρ. 6 και 7 του ιδίου άρθρου περιγράφονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια λειτουργίας επανεξετάζεται με σκοπό την τροποποίηση των περιβαλλοντικών και λοιπών όρων αυτής. Εκ των ανωτέρω διατάξεων δεν συνάγεται πάντως ότι καθορίζονται περιοριστικώς οι περιπτώσεις και οι προϋποθέσεις επανεξέτασης αδειών λειτουργίας με σκοπό την ανάκληση αυτών κατ’ αποκλεισμό των γενικώς ισχυόντων για την ανάκληση διοικητικών πράξεων. Συνεπώς, είναι δυνατή η επανεξέταση και η ανάκληση άδειας λειτουργίας βιομηχανικής ή βιοτεχνικής επιχείρησης για λόγους που ανάγονται στη νομιμότητά της ή στη μη τήρηση εκ μέρους του δικαιούχου αυτής των όρων βάσει των οποίων δόθηκε και συνιστούν προϋπόθεση διατήρησης της ισχύος της (πρβλ. 1592/87, 1286/95, 3149/98). Τέτοιο δε όρο συνιστά αυτή καθ’ αυτή η λειτουργία της επιχείρησης, με την έννοια που δίνει σε αυτή η περ. ε΄ του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, δηλαδή της ενεργοποίησης του εγκατασταθέντος και αδειοδοτηθέντος μηχανολογικού εξοπλισμού.
6. Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθμ. 1329/00/Φ14/672/29.5.2002 απόφαση του Νομάρχη Ευβοίας χορηγήθηκε, κατ’ επίκληση και των διατάξεων του ν. 2516/1997, άδεια λειτουργίας -ανανέωση λόγω αλλαγής ιδιοκτήτη- στο ναυπηγείο επισκευής και συντήρησης πλοίων της αιτούσας εταιρείας ως μέρος των πρώην Ναυπηγείων Αυλίδας Α.Ε. Η άδεια χορηγήθηκε για μηχανολογικό εξοπλισμό 496 ΗΡ και υπό τη ρητή επιφύλαξη της τήρησης των διατάξεων που αναφέρονται στο σκεπτικό της καθώς και μίας σειράς όρων περιβαλλοντικού χαρακτήρα που παρατίθενται στο κείμενο της άδειας. Η άδεια λειτουργίας των εγκαταστάσεων της απούσης ανακλήθηκε κατόπιν της από 1.10.2003 έκθεσης αυτοψίας υπαλλήλων της Διεύθυνσης Βιομηχανίας, Ενέργειας, Τεχνολογίας, Ορυκτού Πλούτου (Β.Ε.Τ.Ο.Π.) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας, του υπ’ αριθμ. 2378 π.ε./Φ.14/672/12.5.2004 εγγράφου της υπηρεσίας αυτής, με το οποίο είχε ταχθεί στην αιτούσα προθεσμία συμμόρφωσης στις υποδείξεις της υπηρεσίας, της αρ. πρωτ. 1229/20.10.2004 εισήγησης της υπηρεσίας προς το Νομάρχη, καθώς και των από 17.10.2003, 26.11.2003, 4.6.2004 και 7.6.2004 επιστολών της αιτούσας προς την ανωτέρω Διεύθυνση, με τις οποίες επικαλέστηκε δυσχέρειες στη συνέχιση της παραγωγικής της λειτουργίας λόγω της αιφνίδιας ασθένειας και του θανάτου του ιδρυτή της. Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη ανακλητική απόφαση έγινε δεκτό ότι α) μόνο μικρό μέρος των μηχανολογικών εγκαταστάσεων και, συγκεκριμένα, το τμήμα του ξυλουργείου ισχύος 71,4 ΗΡ ήταν σε θέση να λειτουργεί, β) δεν υπήρχε μόνιμο απασχολούμενο προσωπικό, γ) πραγματοποιούταν διακίνηση υλικών και προϊόντων χωρίς παραστατικά στοιχεία μεταξύ των επιδίκων εγκαταστάσεων και του γειτονικού ναυπηγείου της Α.Ε. «Ναυπηγεία Χαλκίδας Επισκευαστική Ναυτιλιακή Α.Ε.», η οποία είναι εταιρία των ιδίων οικονομικών συμφερόντων, ενώ δεν υπήρχε διαχωριστικός φράκτης μεταξύ των δύο ναυπηγικών εγκαταστάσεων, δ) η μηχανολογική μελέτη δεν αντιστοιχούσε προς την υπάρχουσα κατάσταση της επιχείρησης και δεν υπήρχαν οι απαραίτητες υπεύθυνες δηλώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 13 παραγρ. α’, γ’ και δ’ του ν. 2516/1997, ε) δεν είχε υποβληθεί χρονοδιάγραμμα πλήρους έναρξης λειτουργίας της επίδικης ναυπηγικής εγκατάστασης. Η αιτούσα στις 25.11.2004 (αρ. πρωτ. 2470) άσκησε προσφυγή κατά της παραπάνω απόφασης ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, παραλλήλως δε στις 30.11.2004 κατέθεσε στη Διεύθυνση Β.Ε.Τ.Ο.Π. της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας μηχανολογική μελέτη, τεχνική έκθεση και τις υπεύθυνες δηλώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 13 παραγρ. α΄, γ΄ και δ΄ του ν. 2516/1997. Με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 18931/25-1-2005 απόφαση του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης Β΄ Βαθμού της Διεύθυνσης Αυτοδιοίκησης της Γενικής Διεύθυνσης Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος απορρίφθηκε η προσφυγή της αιτούσας κατά της πράξης ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, με την αιτιολογία ότι το επίδικο ναυπηγείο λειτουργούσε πλημμελώς, και ειδικότερα, διότι: α) δεν λειτουργούσε παρά μόνο μικρό μέρος του μηχανολογικού εξοπλισμού, β) δεν υπήρχε μόνιμο προσωπικό, ώστε να εξασφαλίζεται παραγωγική δραστηριότητα, και γ) η μηχανολογική μελέτη δεν ανταποκρινόταν στην υπάρχουσα κατάσταση.
7. Επειδή, ενόψει όσων αναπτύχθηκαν στη σκέψη 5 για την έννοια των διατάξεων των παρ. 5, 6 και 7 του άρθρου 13 του ν. 2516/1997, ο λόγος της αιτήσεως ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ανακλητική απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων που καθορίζουν περιοριστικά τις περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις ανάκλησης αδειών λειτουργίας βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, εφόσον για τη συγκεκριμένη ανάκληση δεν ερευνήθηκαν η έκταση και η επιρροή των διαπιστωθεισών παρεκκλίσεων επί της ισχύος της άδειας λειτουργίας, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη της παρ. 5 του ανωτέρω άρθρου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι οι διαπιστωθείσες παρεκκλίσεις, στις οποίες αναφέρεται η αιτούσα, δεν αφορούσαν παρεκκλίσεις της λειτουογίας της εγκατάστασής της από όρους της άδειας εγκατάστασης, όπως προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 2516/1997, αλλά τη μη τήρηση όρου διατήρησης της ισχύος της ίδιας της άδειας λειτουργίας, καθόσον η επίδικη ανάκληση στηρίχθηκε πρωτίστως στη διαπίστωση εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων της διοίκησης ότι η βιομηχανική εγκατάσταση της αιτούσας εταιρείας δεν λειτουργούσε, δοθέντος ότι το σημαντικότερο τμήμα του εγκατασταθέντος και αδειοδοτηθέντος μηχανολογικού της εξοπλισμού δεν είχε ενεργοποιηθεί.
8. Επειδή, η αιτούσα προβάλλει περαιτέρω, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις φέρουν μη νόμιμη και ανεπαρκή αιτιολογία δεδομένου ότι: α) δεν προσδιορίζουν ποια ακριβώς ήταν η απόκλιση της μηχανολογικής της μελέτης από την υπάρχουσα κατάσταση, β) συνάγουν την ανυπαρξία της παραγωγικής δραστηριότητας της επιχείρησης από την έλλειψη μόνιμου προσωπικού, και γ) δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις δυσχέρειες που προκάλεσε παραγωγική λειτουργία της επιχείρησης η αιφνίδια ασθένεια και ο θάνατος του ιδρυτή της. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι α) από τα στοιχεία του φακέλου και, ειδικότερα, από την από 1.10.2003 έκθεση αυτοψίας υπαλλήλων της Διεύθυνσης Β.Ε.Τ.Ο.Π. της Ν.Α. Ευβοίας και το υπ’ αριθμ. 2378 π.ε./Φ.14/672/12.5.2004 έγγραφο της υπηρεσίας αυτής, προκύπτει ότι η απόκλιση της μηχανολογικής μελέτης από την υφιστάμενη κατάσταση είχε εντοπισθεί στο γεγονός ότι μόνο μικρό μέρος του αδειοδοτηθέντως μηχανολογικού εξοπλισμού της αιτούσας και, συγκεκριμένα, το τμήμα του ξυλουργείου ισχύος 71,4 ΗΡ, ήταν σε θέση να λειτουργεί, β) η ανυπαρξία παραγωγικής δραστηριότητας της επιχείρησης της αιτούσας στηρίχθηκε κυρίως στις διαπιστώσεις ότι το σημαντικότερο τμήμα του μηχανολογικού εξοπλισμού της δεν είχε ενεργοποιηθεί, καθώς και ότι δεν είχε υποβληθεί χρονοδιάγραμμα πλήρους έναρξης λειτουργίας της επίδικης ναυπηγικής εγκατάστασης, και γ) η ασθένεια και ο θάνατος του ιδρυτή της ελήφθησαν υπόψη και αξιολογήθηκαν από τη Διοίκηση, όπως προκύπτει από την αρ. πρωτ. 1229/20.10.2004 εισήγηση της υπηρεσίας προς το Νομάρχη, στην οποία αναφέρεται ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε η αιτούσα στα από 4.6.2004 και 7.6.2004 υπομνήματα της «δεν κρίνονται ικανοποιητικοί» και δεν αντιμετωπίζουν την ουσία του προβλήματος. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Σχόλιο
Το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας κλήθηκε εν προκειμένω να τάμει μια διαφορά που ανέκυψε από την ανάκληση άδειας λειτουργίας ναυπηγείου. Κρίσιμο για την επίλυσή της ήταν το ερώτημα, αν οι σχετικοί λόγοι αναφέρονται στην ισχύουσα νομοθεσία ενδεικτικά ή μπορεί να συμπληρώνονται με την προσφυγή στις γενικές αρχές που διέπουν την έκδοση και την ανάκληση μιας διοικητικής πράξης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι άδεια λειτουργίας δεν χορηγείται ή, εφόσον έχει ήδη χορηγηθεί, επανεξετάζεται και ανακαλείται σύμφωνα με τις παρ. 6 και 7 του ν. 2516/1997 και για τους λόγους που παρατίθενται ενδεικτικώς εκεί. Δέχθηκε έτσι ότι χωρεί ανάκληση και λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης ή παραβίασης όρων της άδειας. Από αυτούς εξαρτάται άλλωστε, εν πολλοίς, η διατήρησή της σε ισχύ, ενώ η μη τήρησή τους, όταν προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, αποτελεί κατά κανόνα νόμιμη αιτιολογία για την ανάκληση.
Στην κρινόμενη υπόθεση η αρμόδια Διεύθυνση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας ναυπηγείου επισκευής και συντήρησης πλοίων, επειδή η δικαιούχος εταιρεία παρέλειψε να άρει, όπως προκύπτει από τη σχετική αλληλογραφία, συγκεκριμένες πλημμέλειες στην τήρηση των όρων της. Για τους ίδιους λόγους απορρίφθηκε, στη συνέχεια, η προσφυγή ενώπιον της Γενικής Γραμματείας της Περιφέρειας. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την αίτηση ακυρώσεως και προσφεύγοντας στις γενικές αρχές που διέπουν τις διοικητικές πράξεις, έκρινε, ορθά, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις ήταν νομίμως αιτιολογημένες και απέρριψε ως αβάσιμες τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις.
Θ. Ξηρός
Δικηγόρος-Δ.Ν.
ΣτΕ 3299/2007
[΄Αρση αναδάσωσης]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Δικηγόροι: Κ. Καπελούζου, Μ. Μουστάκας, Β. Σούζας, Σπ. Παπαγιαννόπουλος
Η ανάκληση (άρση) αναδάσωσης σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 999/1979 δεν είναι αυτοδίκαιη. Εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, η αρμόδια αρχή οφείλει για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ασφάλειας δικαίου να εκδίδει διοικητική πράξη συνοδευόμενη με διάγραμμα και σαφή απεικόνιση της έκτασης που εξαιρείται από την αναδάσωση. Η απόφαση λαμβάνει νόμιμη υπόσταση από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Βασικές σκέψεις
7. Επειδή, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 41 παραγρ. 1 του ν. 998/1979, η απόφαση περί αναδασώσεως συνοδεύεται απαραιτήτως από διάγραμμα, στο οποίο σημειώνεται ακριβώς η έκταση που κηρύσσεται αναδασωτέα, και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, από τη δημοσίευση δε αυτή λαμβάνει νόμιμη υπόσταση. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 38 παρ. 1 και 41 παρ. 1 του ίδιου νόμου, οσάκις συντρέχει νόμιμος λόγος άρσεως (ανακλήσεως) της αναδασώσεως, μεταξύ των οποίων και η πλάνη περί τα πράγματα (ΣΕ 235/04), πρέπει, για λόγους ασφαλείας του δικαίου, και σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, να εκδίδεται ρητή αντίθετη πράξη από την αρμόδια αρχή (πρβλ. ΣΕ 55, 412/93 Ολομ., 2281/92 Ολομ.). Η πράξη αυτή, για την ταυτότητα του λόγου, πρέπει να συνοδεύεται από διάγραμμα, στο οποίο σημειώνεται επακριβώς η εξαιρούμενη από την αναδάσωση έκταση, και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η δημοσίευση δε αυτή αποτελεί συστατικό τύπο της πράξεως περί άρσεως της αναδασώσεως (πρβλ. ΣΕ 664/04, 3842/06). Εξ άλλου, οι αυτοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και ασφαλείας του δικαίου επιβάλλουν την έκδοση ρητής αντίθετης πράξεως και στην περίπτωση της παραγρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 999/1979. Και ναι μεν κατά τη διατύπωση της διατάξεως αυτής οι αναδασώσεις τις οποίες αφορά «θεωρούνται ανακληθείσαι», κατά την έννοιά της, όμως, οι εν λόγω αναδασώσεις δεν αίρονται «αυτοδικαίως», «εκ του νόμου», όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι παρεμβαίνοντες, αλλά καθιερώνεται λόγος άρσεως αυτών και θεσπίζεται απλώς αρμοδιότητα της Διοικήσεως να εκδώσει ρητή πράξη για την άρση, εφ’ όσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι σωρευτικώς τιθέμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, δηλαδή εφ’ όσον η έκταση εμπίπτει σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως κ.λπ. και δεν έχει χαρακτηρισθεί ως άλσος ή πάρκο, προκειμένου να μη παραμένει ασάφεια ως προς την ταυτότητα και τα όρια της εξαιρούμενης από την αναδάσωση εκτάσεως, αλλά και να δοθεί η δυνατότητα στους τυχόν πληττόμενους από την πράξη να ασκήσουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα, όπως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, χωρίς, πάντως, να αποκλείεται η δυνατότητα της Διοικήσεως να προβεί σε ανάκληση του σχεδίου πόλεως, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, κατ’ εκτίμηση τυχόν συντρεχόντων λόγων δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣΕ 2330/80 7μ.). Επομένως, η απόφαση περί άρσεως της αναδασώσεως λαμβάνει νόμιμη υπόσταση, σε κάθε περίπτωση, από και δια της δημοσιεύσεως αυτής και του σχετικού διαγράμματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την πρώτη προσβαλλομένη πράξη, η οποία επικαλείται στο προοίμιό της, μεταξύ άλλων, τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 38 παρ. 1 και 41 παρ. 1 του ν. 998/1979 και του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 999/1979, τροποποιείται η απόφαση Δ/244966/14.11.1978 του Νομάρχη Αττικής, με την εξαίρεση από την αναδάσωση του Ο.Τ. 79 του σχεδίου πόλεως του Δήμου Βουλιαγμένης. Με το περιεχόμενο αυτό, η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά μερική ανάκληση της αποφάσεως περί αναδασώσεως του 1978, έχει εκτελεστό χαρακτήρα και παραδεκτώς προσβάλλεται από την άποψη αυτή με την κρινόμενη αίτηση, αβασίμως δε ισχυρίζονται οι παρεμβαίνοντες ότι η προσβαλλομένη δεν είναι εκτελεστή, αλλά απλώς βεβαιωτική της «αυτοδικαίας» ανακλήσεως της αναδασώσεως που επήλθε δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 999/79.
9. Επειδή, περαιτέρω, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη δεν συνοδεύεται από διάγραμμα, στο οποίο να απεικονίζεται σαφώς η έκταση από την οποία αίρεται η αναδάσωση, αλλά διαλαμβάνει απλώς ότι το Ο.Τ. 79 «… από το 1928 βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της Βουλιαγμένης, πράγμα που επαναλήφθηκε και με το από 20.4.1951 Β. Διάταγμα» (φ. 121 της 24.4.1951, τεύχος Α’). Υπό τα δεδομένα αυτά, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανυπόστατη σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα (πρβλ. ΣΕ 2855/93), διότι η έλλειψη του διαγράμματος δεν καλύπτεται με την απλή παραπομπή στα ρυμοτομικά σχέδια του 1928 και του 1951, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η διαρρύθμιση της επίδικης περιοχής εμφανίζεται διαφορετική στα διαγράμματα που συνοδεύουν τα ανωτέρω διατάγματα (δύο Ο.Τ. στο διάγραμμα του 1928, ένα Ο.Τ. στο διάγραμμα του 1951). Εν όψει τούτου η κρινόμενη αίτηση ασκείται εμπροθέσμως κατά της πρώτης προσβαλλομένης, αφού η ανωτέρω πλημμελής δημοσίευση δεν κίνησε την προθεσμία προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως (ΣΕ 3960/06 κ.ά.). Εξάλλου, η αίτηση αυτή ασκείται και με έννομο συμφέρον από τον αιτούντα Σύλλογο, ο οποίος έχει ως σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος της Βουλιαγμένης (βλ. άρθρο 1 του καταστατικού), προβάλλει δε ότι επιδεινώνεται το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση.
Σχόλιο
1. Το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας κλήθηκε να τάμει διαφορά ως προς τη νομιμότητα πράξης, με την οποία αίρεται το μέτρο της αναδάσωσης. Κρίνοντας το ζήτημα, και υπό τις δύο παραλλαγές που μπορεί να αποκτήσει νομοθετικά επικαιρότητα στην πράξη, έχει διαπλάσει σχετικά πλούσια νομολογία. Οι πάγιες θέσεις του υιοθετούνται, με ορισμένες χρήσιμες επισημάνσεις, και στην παρουσιαζόμενη απόφαση.
2. Στα άρθρα 38 παρ. 1 και 41 παρ. 1 του ν. 998/1979 ρυθμίζεται η κήρυξη της αναδάσωσης. Οι σχετικές διατάξεις καταλαμβάνουν επίσης, όπως γίνεται δεκτό, και την άρση της. Προς τούτο απαιτείται, μεταξύ άλλων, απόφαση του οικείου Νομάρχη και διάγραμμα της απελευθερούμενης έκτασης. Πράξη και διάγραμμα πρέπει να δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η δημοσίευσή τους επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ασφάλειας δικαίου, εξασφαλίζει δε την άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.) στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου (άρθρο 95 παρ. 1 Συντ.).
¶ρση της αναδάσωσης μπορεί να επιβληθεί επίσης σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 999/1979. Εν προκειμένω, η έκταση που απελευθερώνεται πρέπει να βρίσκεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως και να μην χαρακτηρίζεται ως άλσος ή πάρκο. Για τη δημοσιότητα της σχετικής απόφασης ισχύουν, όπως γίνεται δεκτό για τους ίδιους λόγους, όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως. Αποκτά δηλαδή νόμιμη υπόσταση με τη δημοσίευσή της μαζί με το διάγραμμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ τυχόν παράλειψή του πλήττει το κύρος της.
3. Το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας στην παρουσιαζόμενη απόφαση έταμε διαφορά ως προς τη νομιμότητα πράξης, με την οποία εξαιρέθηκε από την αναδάσωση έκταση εντός σχεδίου πόλεως στο Δήμο της Βουλιαγμένης. Στο προοίμιο γίνονταν, μεταξύ άλλων, αναφορά σε δύο ρυμοτομικά σχέδια του 1928 και του 1951, χωρίς όμως η απόφαση του οικείου Νομάρχη να συνοδεύεται από διάγραμμα. Αν και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, επειδή είχε παραλειφθεί το διάγραμμα. Το Δικαστήριο, ακολουθώντας την πάγια νομολογία του, έκανε δεκτή τη σχετική αίτηση και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Θανάσης Ξηρός
Δικηγόρος – Δ.Ν.