ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2007/ΙΙ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
– ΣτΕ 3304/2007 [Οικιστικό περιβάλλον. Τροποποίηση ρυμοτομικών σχεδίων. Προκήπια]. Σχόλιο του Απ. Παπακωνσταντίνου, Δρ. Συνταγματικού Δικαίου-Δικηγόρου.
– ΣτΕ 3303/2007 [Κατά παρέκκλιση χρήση παραδοσιακού καφενείου-γαλακτοπωλείου σε διατηρητέο στην Πλάκα]. Σημείωμα της Δήμητρας Αμαξοπούλου, Δικηγόρου.
– ΣτΕ 1210/2007 [Φυσικό περιβάλλον. ¶γρια Πανίδα. Κυνήγι]. Σχόλιο Απ. Παπακωνσταντίνου, Δρ. Συνταγματικού Δικαίου-Δικηγόρου.
– ΣτΕ 3142/2007 [Δημιουργία κοινόχρηστων χώρων με πρωτοβουλία ιδιωτών]. Σχόλιο Κ. Γώγου, Επίκ. Καθηγητή ΑΠΘ.
– ΣτΕ 3143/2007 [Αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών]. Σχόλιο Γιάννη Τασόπουλου, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών.
– ΣτΕ 2090/2007 [Φυσικό περιβάλλον. Ξενοδοχεία. Κτηνοτροφικές μονάδες. Χοιροστάσια. Τεκμήριο νομιμότητας διοικητικών πράξεων]. Σχόλιο Απ. Παπακωνσταντίνου, Δρ. Συνταγματικού Δικαίου-Δικηγόρου.
– ΣτΕ 2366/2007 [Μεταφορά συντελεστή δόμησης]. Σχόλιο Χ. Χρυσανθάκη, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών.
– ΣτΕ 1953/2007 (E΄Τμήμα, Επταμ.) [ Χ.Υ.Τ.Α. Γραμματικού]. Σχόλιο Γ. Μπάλια, Δικηγόρου.
– Σ.τ.Ε. 2655/2007, [Επιτρεπόμενες χρήσεις. Δημοτικοί θερινοί κινηματογράφοι]. Σχόλιο Καθηγητή Γιώργου Παπαδημητρίου.
– ΣτΕ 2656/2007, [Εγκατάσταση δευτεροβάθμιου βιολογικού καθαρισμού λυμάτων – Περιβαλλοντική αξιολόγηση του έργου ως βασικού έργου εξυγίανσης και βελτίωσης των όρων διαβίωσης σε συγκεκριμένη περιοχή]. Σχόλιο Μ. Φλώρου, Δικηγόρου.
– Σ.τ.Ε. 2657/2007 [Δόμηση ευρείας έκτασης εκτός σχεδίου. ΠΕΡΠΟ. Παράνομη η ανοικοδόμηση κατατμηθέντος γηπέδου. Δημιουργία οικιστικού συνόλου χωρίς προηγούμενη έγκριση σχεδίου οργανωμένης δόμησης]. Σχόλιο Κ. Γώγου, Επίκουρου Καθηγητή Νομικής.
– Σ.τ.Ε. 2951/2007 [Οικοδομική ¶δεια. Πέργκολες. Δεν επιτρέπονται πρόσθετες πτυσσόμενες τέντες]. Σχόλιο Μ. Φλώρου, Δικηγόρου.
ΣτΕ 3304/2007
[Οικιστικό περιβάλλον. Τροποποίηση ρυμοτομικών σχεδίων. Προκήπια]
Πρόεδρος: Π.Ν. Φλώρος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Μ. Τριπολιτσιώνη, Πάρεδρος
Οικιστικό περιβάλλον. Τροποποίηση ρυμοτομικών σχεδίων. Προκήπια. Αρμοδιότητες που αφορούν την εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων μπορεί να ανατίθενται σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα της Διοίκησης. Με την αρμοδιότητα εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται εν προκειμένω η όλως εντοπισμένη τροποποίησή τους. Δεν είναι επιτρεπτό με το σχέδιο πόλης να καταστεί μη δομήσιμο άρτιο και οικοδομήσιμο ακίνητο χαρακτηριζόμενο ως προκήπιο, αφού τούτο συνιστά απαλλοτρίωσή του με σκοπό όχι να περιέλθει στην κοινή χρήση αλλά να καταστεί τμήμα όμορων ακινήτων, των οποίων θα αποτελέσει το προκήπιο.
Βασικές σκέψεις
7. Επειδή, όπως έχει κριθεί, η έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας και η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά ούτε και θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές γίνονται μόνο με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας, εξ άλλου, αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα, όσο και ατομικές πράξεις, διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει αρρήκτως αυτές τις κατηγορίες πράξεων. Οι αρμοδιότητες, όμως, εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα. Προς την αρμοδιότητα εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντετοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί ομοίως να επιχειρείται με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρύτερου σχεδιασμού, που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, όργανα (ΣτΕ 3661/2005 Ολομ.). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου αρμοδίως εκδόθηκε από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, εφόσον πρόκειται για εντελώς εντοπισμένη τροποποίηση σε ένα μόνο Ο.Τ., η οποία δεν συνιστά πολεοδομική παρέμβαση με ευρύτερες επιπτώσεις στην πολεοδομική οργάνωση του Δήμου (πρβλ. ΣτΕ 963/2007)…
13. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη σημειακή τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου στερείται αιτιολογίας. Όπως προκύπτει από το σύνολο των εγγράφων που μνημονεύθηκαν πιο πάνω, η τροποποίηση αυτή αποσκοπεί στην ανατροπή της ρύθμισης που έγινε με την ΕΠΑ 182/1987, με την οποία το οικόπεδο των παρεμβαινόντων κατέστη εξ ολοκλήρου μη οικοδομήσιμο, καταλαμβανόμενο από το επιβληθέν προκήπιο πλάτους 9 μέτρων. Σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατίθενται σε προηγούμενη σκέψη, τα σχέδια πόλης καθορίζουν τους κοινόχρηστους, κοινωφελείς και οικοδομήσιμους χώρους, με αυτά δε επιβάλλονται όροι και περιορισμοί δομήσεως. Ο χαρακτηρισμός ακινήτου με το σχέδιο πόλης ως κοινόχρηστου χώρου συνιστά απαλλοτρίωση αυτού. Περαιτέρω, χωρεί προσκύρωση των οικοπέδων που, εξαιτίας της ρυμοτόμησης, καθίστανται μη άρτια. Εξ άλλου, προκήπιο είναι το διάστημα μεταξύ οικοδομικής και ρυμοτομικής γραμμής, το οποίο δεν αποτελεί κοινόχρηστο αλλά ιδιωτικό, μη οικοδομήσιμο χώρο. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν είναι επιτρεπτό με το σχέδιο πόλης να καταστεί εξ ολοκλήρου μη δομήσιμο άρτιο και οικοδομήσιμο ακίνητο, χαρακτηριζόμενο ως προκήπιο, διότι τούτο συνιστά απαλλοτρίωσή του όχι για να περιέλθει στην κοινή χρήση αλλά για να καταστεί τμήμα όμορων ακινήτων, των οποίων θα αποτελέσει το προκήπιο. Ενόψει αυτού, ήταν μη νόμιμη η ρύθμιση της ΕΠΑ 182/1987 απόφασης του Νομάρχη Ημαθίας, κατά το μέρος που αφορούσε στο επίδικο ακίνητο των παρεμβαινόντων, η δε προσβαλλόμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου αποτελεί ανάκληση μη νόμιμης πράξης και αιτιολογείται νομίμως.
14. Επειδή, αβασίμως προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζουν το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι με αυτές επιδεινώνονται οι όροι διαβίωσης, εφόσον η τροποποίηση του σχεδίου συνιστά, κατά τα ανωτέρω, ανάκληση παράνομης πράξης αντίθετης στο άρθρο 17 του Συντάγματος.
Σχόλιο
Ο πολεοδομικός σχεδιασμός και οι ρυμοτομικές ρυθμίσεις, που αποτελούν τα βασικά εργαλεία άσκησης δημόσιας πολιτικής στον τομέα του οικιστικού περιβάλλοντος, δοκιμάζουν όχι σπάνια το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17). Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει η εξεταζόμενη απόφαση, η οποία αφορά τα προκήπια.
Προκήπιο, σύμφωνα με τον ορισμό που υιοθετεί το Δικαστήριο είναι «το διάστημα μεταξύ οικοδομικής και ρυμοτομικής γραμμής, το οποίο δεν αποτελεί κοινόχρηστο αλλά ιδιωτικό, μη οικοδομήσιμο χώρο». Το Δικαστήριο κλήθηκε να κρίνει, εάν μπορεί να καταστεί ένα άρτιο και μη οικοδομήσιμο ακίνητο ως εξ ολοκλήρου μη δομήσιμο με το χαρακτηρισμό του με το σχέδιο πόλης ως «προκήπιο». Η κρίση που υιοθέτησε ήταν αρνητική, με το σκεπτικό ότι σε αντίθετη περίπτωση θα επρόκειτο για απαλλοτρίωση του ακινήτου όχι με σκοπό να περιέλθει στην κοινή χρήση αλλά για να καταστεί τμήμα όμορων ακινήτων, των οποίων θα αποτελέσει το προκήπιο.
΄Ετσι, τίθεται φραγμός στη δυνατότητα της διοίκησης να περιορίζει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, χαρακτηρίζοντας άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα ως προκήπια. Το Δικαστήριο εφαρμόζει εν προκειμένω προφανώς την αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, η απαλλοτρίωση ενός άρτιου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, προκειμένου να καταστεί προκήπιο άλλων όμορων οικοπέδων, θα συνιστούσε υπέρμετρο και δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος, αφού θα ευνοούσε ουσιαστικά με τρόπο που δεν συνάδει με τη συνταγματική του προστασία ορισμένους ιδιοκτήτες σε βάρος άλλων. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και της ανάγκης προστασίας του οικιστικού περιβάλλοντος, αναγνωρίζοντας την a priori αντισυνταγματικότητα μιας τέτοιας πολεοδομικής ρύθμισης. Από την άποψη αυτή η απόφαση περιέχει σημαντικές κρίσεις, οι οποίες υπολανθάνουν και δεν αποτυπώνονται ρητά στο συλλογισμό του. Δεν θα ήταν λοιπόν άστοχο να υποστηρίξει κανείς ότι η ιδιαίτερη σημασία της έγκειται περισσότερο σε όσα υπαινίσσεται παρά σε όσα κρίνει άμεσα.
Απόστολος Παπακωνσταντίνου
Δρ. Συνταγματικού Δικαίου – Δικηγόρος
ΣτΕ 3303/2007
[Κατά παρέκκλιση χρήση παραδοσιακού καφενείου-γαλακτοπωλείου
σε διατηρητέο στην Πλάκα]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Ρ. Γιαννουλάτου
Δικηγόροι: Β. Δωροβίνης, Β. Παπαδημητρίου, Μ. Καρπέτας, Γ. Τράντας, Π. Χρυσοστομίδης
Ο καθορισμός χρήσεων σε διατηρητέα κτίρια εντός παραδοσιακού οικισμού, κατά παρέκκλιση από εκείνες που ισχύουν στην περιοχή, επιτρέπεται, εφόσον σχετίζεται με το λόγο χαρακτηρισμού του διατηρητέου και είναι αναγκαίος για τη διατήρηση και την ανάδειξή του. Δεν είναι νόμιμη η απόφαση που επιτρέπει χρήση παραδοσιακού καφενείου-γαλακτοπωλείου στην Πλάκα, επειδή σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεσή της αρκείται στην αρνητική βεβαίωση ότι η θεσπιζόμενη κατά παρέκκλιση ήπια χρήση δεν παραβλάπτει το διατηρητέο.
Βασικές σκέψεις
7. Επειδή, στην παράγραφο 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Για την πραγμάτωση της επιταγής αυτής, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του ΓΟΚ 1985 (ν. 1577/1985, Α΄210) [άρθρο 110 του ΚΒΠΝ (πδ της 14.07.1999, Δ΄580)], όπως το άρθρο αυτό αντικατεστάθη με το άρθρο 3 του ν. 2831/2000 (Α΄140), ορίζεται ότι: «1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων… με σκοπό τη διατήρηση και ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορικής/πολεοδομικής,αρχιτεκτονικής, λαογραφικής, κοινωνικής και αισθητικής φυσιογνωμίας τους, μπορεί να χαρακτηρίζονται: α) οικισμοί ή τμήματα πόλεων ή οικισμών… ως παραδοσιακά σύνολα… και να θεσπίζονται ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης και να καθορίζονται χρήσεις κατά παρέκκλιση από τις διατάζεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη… 2. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων… που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να χαρακτηρίζονται ως διατηρητέα μεμονωμένα κτίρια ή τμήματα κτιρίων… για το σκοπό που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο και να καθορίζονται ειδικοί όροι προστασίας και περιορισμοί δόμησης και χρήσης, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη…».
8. Επειδή, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, ο χαρακτηρισμός οικισμού ή τμήματός του ως παραδοσιακού αποσκοπεί στην διατήρηση και στην ανάδειξη του ιδιαιτέρου χαρακτήρος αυτού. Μέσον για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι η θέσπιση, για τα εντός αυτού ευρισκόμενα κτίρια, προσφορών όρων και περιορισμών δομήσεως, καθώς και χρήσεων, που για το λόγο αυτό επιτρέπεται να παρεκκλίνουν από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, ώστε να επιτυγχάνεται και η μη αλλοίωση του ιδιαιτέρου χαρακτήρος τους. Εξ άλλου, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, και για μεμονωμένα κτίρια, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα, δύνανται, για την διατήρηση και την ανάδειξη του ιδιαίτερου χαρακτήρος αυτών, να θεσπίζονται όροι και περιορισμοί δομήσεως και να καθορίζονται χρήσεις, κατά παρέκκλιση εκείνων που ισχύουν στην περιοχή όπου αυτά ευρίσκονται. Η ως άνω δυνατότης θεσπίσεως παρεκκλίσεων αφορά και τα ευρισκόμενα εντός παραδοσιακών οικισμών κτίρια, τα οποία έχουν κηρυχθεί αυτοτελώς διατηρητέα, ακόμη και εάν έχουν θεσπισθεί ειδικοί όροι δομήσεως για τον οικισμό αυτόν. Ειδικότερα, η κατά τα ανωτέρω πρόβλεψη χρήσεων σε διατηρητέα κτίρια, κατά παρέκκλιση από εκείνες που έχουν καθορισθεί για την περιοχή ή για το τμήμα του παραδοσιακού οικισμού, όπου αυτά ευρίσκονται, επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι η προβλεπομένη, κατά παρέκκλιση χρήση σχετίζεται με τον λόγο χαρακτηρισμού του κτιρίου ως διατηρητέου και ότι η πρόβλεψη της χρήσεως αυτής είναι αναγκαία για την διατήρηση και την ανάδειξη του διατηρητέου κτιρίου (βλ. και ΣΕ 1786/2000).
9. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, με το άρθρο 1 του από 21.09/13.10.1979 προεδρικού διατάγματος (Λ’ 567), το οποίο εξεδόθη κατ’ επίκληση του άρθρου 79 παρ. 6 του ΓΟΚ 1973, τμήμα της πόλεως των Αθηνών, στο οποίο περιλαμβάνεται και η περιοχή της Πλάκας, χαρακτηρίσθηκε ως παραδοσιακό. Με το από 24.10/08.11.1980 προεδρικό διάταγμα (Δ’ 617), εχαρακτηρίσθησαν, ως διατηρητέα, κτίρια κείμενα εντός της περιοχής της Πλάκας, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, το οποίο ευρίσκεται επί των οδών Λυσίου 22 και Ερεχθέως. Ακολούθως, με το από 05.10/07.10.1993 προεδρικό διάταγμα (Δ΄1329), το οποίο εξεδόθη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 παρ. του ΓΟΚ 1985, καθορίσθησαν ειδικές χρήσεις στην περιοχή της Πλάκας. Ειδικότερα, με το άρθρο 7 του διατάγματος αυτού, η ζώνη Β1/68, στην οποία εμπίπτει το επίδικο ακίνητο, καθορίσθηκε ως ζώνη «Γενικής Κατοικίας», ορίσθηκε δε ότι σε αυτήν «επιτρέπονται οι χρήσεις που προβλέπονται στο….άρθρο 3 παραγρ. 1α, παραγρ. 2γ, δ. Οι χρήσεις αυτές επιτρέπεται να καταλαμβάνουν μόνο το ισόγειο. Από τον 1ο όροφο και πάνω επιτρέπεται μόνο κατοικία». Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 3 του ιδίου προεδρικού διατάγματος, στις οποίες παραπέμπει η ως άνω διάταξη ορίζουν ότι: «1. Οι περιοχές «Γενικής Κατοικίας» επιτρέπεται να περιλαμβάνουν: α. Κατοικίες και εμπορικά καταστήματα που εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες κάθε γειτονιάς, β. …, 2. Κατ’ εξαίρεση, εφόσον οι εγκαταστάσεις είναι μικρής κλίμακας, είναι δυνατόν να επιτρέπονται: α. … β. … γ. Κτίρια στάθμευσης που εξυπηρετούν τις ανάγκες της περιοχής… δ. Κτίρια κοινωνικής προνοίας». Τέλος, στην παράγραφο 5 του άρθρου 7 του ιδίου προεδρικού διατάγματος καθορίζονται οι επιτρεπόμενες χρήσεις για την εξυπηρέτηση των αναγκών της κάθε γειτονιάς, μεταξύ δε των χρήσεων αυτών δεν περιλαμβάνεται η χρήση «παραδοσιακού καφενείου-γαλακτοπωλείου».
10. Επειδή, με την προσβαλλομένη υπουργική απόφαση, η οποία εξεδόθη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 παρ. 2 του ΓΟΚ, κατόπιν αιτήσεως των ιδιοκτητών του επίδικου διατηρητέου ακινήτου και του παρεμβαίνοντος, μισθωτού του ισογείου χώρου αυτού, επετράπη η χρήση «παραδοσιακού καφενείου-γαλακτοπωλείου» στον ισόγειο χώρο, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών στο τμήμα αυτό του παραδοσιακού οικισμού της Πλάκας χρήσεων. Στην από 27.06.2002 αιτιολογική έκθεση του Τμήματος Παραδοσιακών Οικισμών της Διευθύνσεως Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, η οποία μνημονεύεται στο προοίμιο της αποφάσεως, αναφέρεται ότι η ως άνω υπηρεσία, αφού εξέτασε τα υποβληθέντα στοιχεία, και «λαμβάνοντας υπόψη… 1. Την αρχιτεκτονική διάρθρωση και δομή του κτιρίου» και ότι «2. Η χρήση παραδοσιακού καφενείου-γαλακτοπωλείου είναι μια ήπια χρήση, η οποία δεν παραβλάπτει το διατηρητέο κτίριο αυτό καθ’ αυτό καθώς επίσης και τον περιβάλλοντα χώρο του και δεν θα προκαλέσει με την λειτουργία του περαιτέρω υποβάθμιση της περιοχής…έχει την γνώμη ότι μπορεί να εγκριθεί κατά παρέκκλιση η ζητούμενη χρήση…». Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλομένη υπουργική απόφαση, η οποία αρκείται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση που την συνοδεύει, στην αρνητική βεβαίωση ότι η θεσπιζόμενη, κατά παρέκκλιση, επίδικη χρήση, ως ήπια χρήση, «δεν παραβλάπτει το διατηρητέο κτίριο αυτό καθ’ αυτό καθώς επίσης και τον περιβάλλοντα χώρο του και δεν θα προκαλέσει με την λειτουργία του περαιτέρω υποβάθμιση της περιοχής», παρίσταται μη νόμιμη, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη. Και τούτο διότι, καθ’ υπέρβαση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 του ΓΟΚ 1985, επιτρέπει χρήση αποκλίνουσα εκείνων που ισχύουν για το τμήμα του παραδοσιακού οικισμού στο οποίο ευρίσκεται το επίδικο, διατηρητέο κτίριο, χωρίς να προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων που απαιτούνται από τις διατάξεις αυτές για την θέσπιση της παρεκκλίσεως, εφόσον στην ανωτέρω αιτιολογική έκθεση δεν βεβαιώνεται κατά τρόπο συγκεκριμένο ότι η θεσπιζόμενη κατά παρέκκλιση ειδική χρήση αποτελεί και τον λόγο του χαρακτηρισμού του κτιρίου ως διατηρητέου και ότι η πρόβλεψη της χρήσεως αυτής είναι αναγκαία για την διατήρηση και την ανάδειξη του συγκεκριμένου διατηρητέου κτιρίου. Για τον λόγο επομένως αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη υπουργική απόφαση.
Σημείωμα
1. Το καθεστώς προστασίας της Πλάκας αποσυμφόρησε από το 1979 σε μεγάλο βαθμό τις πιέσεις που αλλοίωναν τον παραδοσιακό χαρακτήρα της. Προβλήματα εξακολούθησαν ωστόσο να δημιουργούνται, ορισμένα από τα οποία απασχόλησαν το Συμβούλιο Επικρατείας. Στην παραπάνω απόφαση το Δικαστήριο αντιμετώπισε την αναγνώριση ειδικής χρήσης σε διατηρητέο κτίριο εντός των ορίων του παραδοσιακού τμήματος του οικισμού, στο οποίο είχε ζητηθεί να επιτραπεί η λειτουργία παραδοσιακού καφενείου-γαλακτοπωλείου στο ισόγειό του.
2. Η αιτιολογία της διοικητικής πράξης, με την οποία είχε επιτραπεί η ανωτέρω χρήση βρίσκεται στο επίκεντρο της απόφασης. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αναγνώριση χρήσης σε διατηρητέο κτίριο κατά παρέκκλιση όσων επιτρέπονται στο παραδοσιακό τμήμα της Πλάκας πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται να εξηγεί, αν και γιατί η εν λόγω χρήση είναι πρόσφορη για τη διαφύλαξη και ανάδειξη του παραδοσιακού κτιρίου. Επειδή η προσβαλλόμενη πράξη δεν περιείχε ανάλογες σκέψεις, θεωρήθηκε ότι στερείται νόμιμης αιτιολογίας. Η κρίση του Δικαστηρίου, αν και φαίνεται καταρχήν αυστηρή, είναι εύλογη, γιατί συμβάλλει στην αποφυγή παρεκκλίσεων και αποκλίσεων που χωρίς ιδιαίτερη βάσανο εκ μέρους της Διοίκησης θα διάβρωναν την παρεχόμενη προστασία.
Δήμητρα Αμαξοπούλου
Δικηγόρος
ΣτΕ 1210/2007, Επιτροπή Αναστολών
[Φυσικό περιβάλλον. ¶γρια Πανίδα. Κυνήγι]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: I. Μαντζουράνης, Σύμβουλος
Φυσικό περιβάλλον. ¶γρια Πανίδα. Κυνήγι. Αναστέλλεται η ισχύς απόφασης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία ορίζονται η διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου και οι σχετικοί όροι και προϋποθέσεις. Η απαγόρευση της θήρας στις καμένες εκτάσεις, για τις οποίες είχαν εκδοθεί σχετικές αποφάσεις απαγόρευσης κυνηγιού από τους Γενικούς Γραμματείς ορισμένων Περιφερειών, δεν επαρκεί εν προκειμένω, γιατί δεν καλύπτει το σύνολο των εκτάσεων που καταστράφηκαν από τις πυρκαγιές και δεν συνοδεύονται από μέτρα για την προστασία των ειδών που διαβιούσαν σε αυτές και αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές. Σύμφωνα με τη Μειοψηφία του Προέδρου της Ε.Α. συντρέχει λόγος για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ανωτέρω πράξεως μόνον σε όσες περιοχές ισχύει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Βασικές σκέψεις
4. Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μεταξύ άλλων ορίσθηκε από 20.8.2007 έως 29.2.2008 η διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου για το κυνηγετικό έτος 2007-2008, και καθορίσθηκαν τα είδη της αγρίας πανίδος, των οποίων επιτρέπεται η θήρα, η περίοδος και οι μέρες θήρας αυτών, ο μέγιστος αριθμός θηρευσίμων ατόμων, όροι για το κυνήγι συγκεκριμένων ειδών και απαγορεύσεις για κυνήγι σε ορισμένους τόπους ειδικής προστασίας.
5. Επειδή, κατά τη διάρκεια του θέρους επισυνέβησαν μεγάλης έκτασης και έντασης πυρκαγιές οι οποίες, μεταξύ άλλων, επέφεραν ανυπολόγιστες καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον και διετάραξαν τα οικοσυστήματα σε όλη την χώρα, με συνέπεια την δραματική μείωση του πληθυσμού της άγριας πανίδας και την συρρίκνωση και αναστάτωση των ειδών που διαβιούν σε αυτά. ¶λλωστε, με την υπ’ αριθμ. 47870/25.8.2007 (Β’ 1706/25.8.2007) απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης η Χώρα κηρύχθηκε, λόγω της εκτεταμένης αυτής καταστροφής, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία, και μετά την μερική άρση της με την υπ’ αριθμ. 4472/19-9-2007 (Β΄1928), διατηρείται σε μεγάλο τμήμα της Χώρας. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 13.8.2007, δεν έχει στηριχθεί σε ειδικές μελέτες που αντιμετωπίζουν τις συνέπειες των ανωτέρω καταστροφών στην βιολογική ισορροπία των ειδών της άγριας πανίδας. Και ναι μεν με την πράξη αυτή απαγορεύεται η θήρα στις καμένες εκτάσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί σχετικές αποφάσεις απαγόρευσης κυνηγιού από τους Γενικούς Γραμματείς ορισμένων Περιφερειών, ωστόσο η απαγόρευση αυτή αφενός μεν δεν καλύπτει το σύνολο των εκτάσεων που καταστράφηκαν από τις πυρκαγιές, αφετέρου δε δεν λαμβάνονται μέτρα για την προστασία των ειδών που διαβιούσαν σε καμένες εκτάσεις και αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές. Η Επιτροπή, εκτιμώντας τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, ενόψει των στοιχείων του φακέλου και λαμβάνοντας προεχόντως υπόψη ότι στην κατά το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωση του Κράτους προς προστασία του φυσικού περιβάλλοντος περιλαμβάνεται και η υποχρέωση προστασίας της άγριας πανίδας κατά την πλήρη ποικιλία της, κρίνει ότι, ενόψει και του συντόμου της δικασίμου, συντρέχει περίπτωση χορηγήσεως της αιτουμένης αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως (πρβλ. Ε.Α. 641/1993). Μειοψήφησε ο Πρόεδρος, Κ. Μενουδάκος, ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι συντρέχει λόγος χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως καθ’ όσον αφορά μόνον τις περιφέρειες Αττικής, Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας, για τις οποίες εισέτι ισχύει, σύμφωνα με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 4472/19.9.2007 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στις οποίες, όπως τεκμαίρεται και από την υπουργική αυτή απόφαση, η διατάραξη των οικοσυστημάτων και οι λοιπές βλαπτικές για το περιβάλλον συνέπειες από τα παραπάνω γεγονότα είναι άμεσες και αναμφίβολες.
Σχόλιο
Η «αντιπαράθεση» ανάμεσα στο Υπουργείο Γεωργίας (σήμερα Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων) και το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας για το ζήτημα του προσδιορισμού της κυνηγετικής περιόδου και των σχετικών όρων και προϋποθέσεων διαρκεί πολλά έτη. Σε πολλές περιπτώσεις το Δικαστήριο έχει ακυρώσει υπουργικές αποφάσεις λόγω παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 24 Συντ. Η εν λόγω «αντιπαράθεση», στην οποία μετέχουν, άμεσα ή έμμεσα, και οι πολυάριθμοι κυνηγετικοί σύλλογοι, κατέστη περισσότερο απτή στην περίπτωση της σχολιαζόμενης απόφασης της Επιτροπής Αναστολών. Με αυτήν αναστέλλεται η ισχύς υπουργικής απόφασης για την τρέχουσα κυνηγετική περίοδο, με το σκεπτικό ότι δεν έχει στηριχθεί σε ειδικές μελέτες που αντιμετωπίζουν τις συνέπειες των πρόσφατων πυρκαϊών στη βιολογική ισορροπία των ειδών της άγριας πανίδας. Επιπλέον, η απαγόρευση της θήρας στις καμένες εκτάσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί σχετικές αποφάσεις απαγόρευσης κυνηγιού από τους Γενικούς Γραμματείς ορισμένων Περιφερειών δεν επαρκεί εν προκειμένω, αφού αφενός μεν δεν καλύπτει το σύνολο των εκτάσεων που καταστράφηκαν από τις πυρκαγιές, αφετέρου δε δεν λαμβάνονται μέτρα για την προστασία των ειδών που διαβιούσαν σε καμένες εκτάσεις και αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η άγρια πανίδα αποτελεί βασικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος, η προστασία του οποίου ανάγεται σε θεμελιώδη υποχρέωση του κράτους σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 24 Συντ. Πράγματι, παρά το γεγονός ότι στις διατάξεις του δεν περιλαμβάνεται ειδική αναφορά στην άγρια πανίδα, αποτελεί κοινό τόπο ότι στη συνταγματική υποχρέωση προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, συγκαταλέγονται, με αυξημένες μάλιστα απαιτήσεις διαφύλαξης, τα άγρια ζώα. Επομένως, η διαχείριση της άγριας πανίδας πρέπει να εναρμονίζεται με την αρχή της αειφορίας και να συμβαδίζει με την ανάγκη διατήρησης της βιοποικιλότητας και της βιολογικής ισορροπίας των ειδών της. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε βλάβη στον πληθυσμό της άγριας πανίδας πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε κριτήρια που άπτονται της γενικότερης οικολογικής ισορροπίας. Μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνονται ασφαλώς όσα αφορούν την «άθληση» ή την «ψυχαγωγία» των κυνηγών, αφού τέτοια κριτήρια δεν μπορεί, ενόψει της φύσης τους, να δικαιολογήσουν, αφεαυτών, βλάβη στο οικολογικό απόθεμα της χώρας.
Από καμία συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει, εξάλλου, ένα ατομικό «δικαίωμα» στο κυνήγι, αφού η εν λόγω δραστηριότητα ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως «άθλημα», κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 9 Συντ., ούτε να περιληφθεί στην κατά το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ. ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας ούτε, τέλος, συνιστά εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας. Πρόκειται, επομένως, κατά την ορθότερη άποψη, για μια, κατ’ αρχήν, «μη επιτρεπτή» δραστηριότητα, η οποία μόνον κατ’ εξαίρεση και υπό συγκεκριμένους όρους και περιορισμούς μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικά θεμιτή. Συνακόλουθα, κάθε διοικητική πράξη που επιτρέπει τη θήρα πρέπει όχι απλά να θεμελιώνεται σε ειδικές μελέτες από τις οποίες να προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις που τίθενται κρίνονται επαρκείς για τη διατήρηση της βιολογικής ισορροπίας των ειδών της άγριας πανίδας, αλλά, επιπλέον, να θεμελιώνονται σε στοιχεία που να δικαιολογούν τη θήρα συγκεκριμένων ειδών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να συνυφαίνονται αποκλειστικά με τη διατήρηση της φέρουσας ικανότητας κάθε μείζονος θηρευτικής περιφέρειας (λ.χ. σε επίπεδο διοικητικής Περιφέρειας) και να διασφαλίζουν το συνολικό οικολογικό ισοζύγιο.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση το Δικαστήριο χορήγησε, όπως σημειώθηκε, αναστολή εκτέλεσης της σχετικής υπουργικής απόφασης για λόγους που ανάγονται στη μη επαρκή συνεκτίμηση εκ μέρους της Διοίκησης του πρόσφατου γεγονότος της έξαρσης των πυρκαγιών στη χώρα μας και, κατ’ ακολουθίαν, του μεγάλου πλήγματος που δέχθηκε η άγρια πανίδα. Πρόκειται ασφαλώς για ορθή κρίση, η οποία διασφαλίζει την επιδιωκόμενη από το άρθρο 24 Συντ. υψηλού επιπέδου προστασία της. Συγκεκριμένα, η επίμαχη διοικητική πράξη δεν βασιζόταν, όπως θα ανέμενε κανείς από μια ευνομούμενη Πολιτεία, σε ειδικές μελέτες για τις επιπτώσεις στην άγρια πανίδα του εξαιρετικού σε έκταση αυτού φαινομένου που έπληξε τη χώρα μας. Επιπλέον, η απαγόρευση δεν κάλυπτε το σύνολο των πυρόπληκτων περιοχών και δεν περιλάμβανε ειδική μέριμνα για την προστασία των ειδών που μετακινήθηκαν λόγω των πυρκαγιών σε άλλες περιοχές. Έτσι, αντί η θήρα να αποτελεί για τη φετινή κυνηγετική περίοδο την εξαίρεση, ορίστηκε ως ο κανόνας και η απαγόρευση ως εξαίρεση. Πρόκειται για απτό δείγμα της αμβλυμένης, σε γενικές γραμμές, οικολογικής συνείδησης που χαρακτηρίζει τη Διοίκηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά την έκδοση της σχολιαζόμενης απόφασης της Ε.Α. εκδόθηκε η από 14.11.2007 απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία επιχειρείται να παρακαμφθούν οι νομικές επιφυλάξεις που διατυπώνονται στη δικαστική απόφαση. Προσεκτική μελέτη της υπουργικής πράξης οδηγεί, κατά την άποψή μας, στο συμπέρασμα ότι με αυτήν επιχειρείται η καταστρατήγηση των κρίσεων του Δικαστηρίου και η δια της πλαγίας οδού περιγραφή της. Συγκεκριμένα, με τη νεότερη αυτή απόφαση επιτρέπεται εκ νέου η θήρα στις πυρόπληκτες περιοχές, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί αποφάσεις για την απαγόρευση του κυνηγιού, ενώ συγχρόνως δεν προβλέπεται ειδική μέριμνα για τα είδη που μετακινήθηκαν από τις πυρόπληκτες σε άλλες περιοχές, όπως επιβάλλει ιδίως η αρχή της πρόληψης. Το γεγονός αυτό παρατείνει, ειδικά για τη φετινή κυνηγητική περίοδο, τον ιδιότυπο «θεσμικό ανταγωνισμό» ανάμεσα στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας και τη Διοίκηση. Ανταγωνισμός, ο οποίος αντανακλά ουσιαστικά μια βαθύτερη αντιπαράθεση μεταξύ της παρεχόμενης συνταγματικής προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και του κριτηρίου του «πολιτικού κόστους».
Απόστολος Παπακωνσταντίνου
Δρ. Ν. Συνταγματικού Δικαίου – Δικηγόρος
ΣτΕ 3142/2007
[Δημιουργία κοινόχρηστων χώρων με πρωτοβουλία ιδιωτών]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Ολ. Παπαδοπούλου
Δικηγόροι: Αθ. Αλεφάντη, Ζ. Βισβάρδη, Κ. Φαγογένης
Με τα διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 42 παρ. 5 του ν. 1337/1983 δεν επιτρέπεται η δημιουργία νέων κοινοχρήστων χώρων σε οικισμούς, κατά τρόπο αποσπασματικό. Γι’ αυτό απαιτείται έγκριση πολεοδομικής μελέτης.
Οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του π.δ. της 24.4.-3.5.1985, οι οποίες ορίζουν τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την παραχώρηση από ιδιώτες εδαφικών λωρίδων και την περιέλευσή τους σε κοινή χρήση, προκειμένου να καταστούν ακίνητα οικοδομήσιμα στερούμενα προσώπου σε κοινόχρηστο χώρο, είναι εκτός των ορίων της εξουσιοδότησης του άρθρου 42 παρ. 5 του ν. 1337/1983.
Βασικές σκέψεις
7. Επειδή, με τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 20 του ν.δ. της 17.7/16.8.1923, οι οποίες αποσκοπούν στην εξασφάλιση του αναγκαίου κρατικού ελέγχου επί του πολεοδομικού σχεδιασμού και της δομήσεως εν γένει, και, ειδικότερα, στην παρεμπόδιση της δημιουργίας ιδιωτικών σχεδίων ρυμοτομίας, απαγορεύθηκε, κατ’ αρχήν, από τη θέση τους σε ισχύ και εφεξής, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο δημιουργία οδών ή άλλων κοινοχρήστων χώρων από ιδιώτες (βλ. ΣΕ 966/2006, 2521/2000, 1352/1991).
9. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων του ν. 1337/1983, ερμηνευομένων ενόψει και των ορισμών του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, με τα προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 5 του άρθρου 42 του προαναφερθέντος νόμου θεσπίζονται, κανονιστικώς, αφενός ο τρόπος και οι προϋποθέσεις καθορισμού των ορίων των οικισμών με πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους, κατατάξεώς τους σε κατηγορίες και πολεοδομήσεώς τους, με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, και αφετέρου οι γενικοί όροι δομήσεως των οικισμών αυτών. Με την πολεοδομική δε μελέτη κάθε οικισμού καθορίζονται ειδικότερα, ενόψει των χαρακτηριστικών του, οι όροι δομήσεως του συγκεκριμένου οικισμού, όπως τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων των ακινήτων, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος των οικοδομών, ο αριθμός των ορόφων, το μέγιστο ποσοστό καλύψεως, ο συντελεστής δομήσεως, η θέση των οικοδομών εν σχέσει προς τις ρυμοτομικές γραμμές και εν γένει άλλοι όροι και περιορισμοί δομήσεως (πρβλ. άρθρο 9 του ν.δ. της 17.7-16.8.1923). Η ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη, όμως, δεν επιτρέπει αποκλίσεις από τους κανόνες, οι οποίοι απορρέουν από τη συνταγματική επιταγή για ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό και κατά τους οποίους ο καθορισμός των κοινοχρήστων χώρων σε κάθε οικιστική περιοχή αποτελεί αντικείμενο της οικείας πολεοδομικής μελέτης, που πρέπει να καταρτίζεται κατ’ εκτίμηση των αναγκών της περιοχής, δυνάμει πολεοδομικών κριτηρίων. Δεν δύναται δε, κατ’ αρχήν, ο σχεδιασμός των οικοδομήσιμων και κοινόχρηστων χώρων να ρυμουλκείται από πραγματικές καταστάσεις, οι οποίες δημιουργούνται με πρωτοβουλία ιδιωτών προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, όπως η κατάτμηση ακινήτων, με σκοπό τη μεταβίβαση και την ανοικοδόμησή τους. Κατ’ ακολουθίαν, με τα γενικά διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει της προαναφερθείσης εξουσιοδοτικής διατάξεως του ν. 1337/1983, δεν επιτρέπεται να παρέχεται η δυνατότητα δημιουργίας νέων κοινοχρήστων χώρων στους εν λόγω οικισμούς, κατά τρόπο αποσπασματικό, πριν από την έγκριση της οικείας πολεοδομικής μελέτης, και δη κατ’ απόκλιση των οριζομένων στο ανωτέρω παρατιθέμενο άρθρο 20 του ν.δ. της 17.7-16.8.1923, προκειμένου να καταστούν οικοδομήσιμα ακίνητα ή τμήματα ακινήτων ευρισκόμενα εντός των ορίων του οικισμού και μη έχοντα πρόσωπο σε νομίμως προϋφιστάμενο κοινόχρηστο χώρο.
11. Επειδή, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, ενόψει της ανωτέρω εννοίας της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 42 παρ. 5 του ν. 1337/1983 (βλ. σκέψη 9), η παρ. 1 του άρθρο 6 του π.δ. της 24.4-3.5. 1985, όπως ήδη ισχύει, καθ’ ο μέρος προβλέπει ότι τα εντός ορίων οικισμού ακίνητα, για να είναι οικοδομήσιμα, πρέπει, πλην των άλλων προϋποθέσεων, να έχουν πρόσωπο σε νομίμως υφιστάμενο κοινόχρηστο χώρο πλάτους τουλάχιστον 4 μέτρων, ο οποίος εφάπτεται της μιας πλευράς των ορίων του ακινήτου καθ’ όλο της το μήκος, καθορίζει γενικό όρο για τη δόμηση των ακινήτων αυτών πριν από την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης του οικισμού και κείται εντός των ορίων της προαναφερθείσης εξουσιοδοτικής διατάξεως. Οι λοιπές, όμως, διατάξεις του ιδίου άρθρου, οι οποίες ορίζουν προϋποθέσεις και διαδικασία για την παραχώρηση από ιδιώτες εδαφικών λωρίδων και τη θέση τους σε κοινή χρήση, προκειμένου να καταστούν οικοδομήσιμα ακίνητα στερούμενα προσώπου σε κοινόχρηστο χώρο και μη δυνάμενα, κατ’ επέκταση, να δομηθούν βάσει του προεκτεθέντος γενικού όρου της παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. της 24.4-3.5.1985, ο οποίος στοιχεί προς γενική αρχή του πολεοδομικού δικαίου, είναι, ενόψει όσων αναφέρονται στη σκέψη 9, εκτός των ορίων της παρεχόμενης με το άρθρο 42 παρ. 5 του ν. 1337/1983 εξουσιοδοτήσεως και, συνεπώς, ανίσχυρες, διότι παρέχουν τη δυνατότητα δημιουργίας κοινοχρήστων χώρων, αποσπασματικώς, με πρωτοβουλία ιδιωτών, πριν από την έγκριση πολεοδομικής μελέτης.
12. …… Με την 1862/3-19.5. 2006 απόφαση του Νομάρχη Αργολίδας, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 6 του π. δ/τος της 24.4-3.5.1985, εγκρίθηκε η δωρεάν παραχώρηση σε κοινή χρήση εδαφικής λωρίδας, για τη δημιουργία δημοτικού δρόμου στον οικισμό Ιρίων. Η λωρίδα αυτή, πλάτους 5,00 μ., αποτελείται από τα τρία τμήματα, εμβαδού 171,68 τ.μ., 129,02 τ.μ. και 6,68 τ.μ., αντιστοίχως, τα οποία είχαν παραχωρηθεί σε κοινή χρήση με τα 3.148/12.4.2005, 120/18.2.1999 και 3.601/27.3.2006 συμβόλαια (βλ. ανωτέρω). Στο ένα άκρο απολήγει σε «δημοτική οδό», ενώ στο άλλο σε ιδιωτικό ακίνητο, παρεμβάλλεται δε μεταξύ των ιδιοκτησιών Β. Μουνούχου, από τη μια πλευρά και των ιδιοκτησιών Λ. Τράγγαλου, εμβαδού 629,73 τ.μ. [μετά την αφαίρεση του αντίστοιχου τμήματος της παραχωρούμενης εδαφικής λωρίδας], και Π. Διονυσόπουλου, εμβαδού 756,20 τ.μ. [μετά την αφαίρεση του υπόλοιπου τμήματος της ως άνω λωρίδας], από την άλλη (βλ. το τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την 1862/3-19.5.2006 απόφαση). Κατά της ανωτέρω νομαρχιακής αποφάσεως οι παρεμβαίνοντες Γεώργιος Λεπτίδης και Ελένη Λεπτίδη άσκησαν προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη 13128/4.8.2006 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας Πελοποννήσου. Εξάλλου, στον Π. Διονυσόπουλο χορηγήθηκε από τη Διεύθυνση ΧΩΠΟΠΕ της ΝΑ Αργολίδας η υπ’ αριθμ. 274/2.8.2006 νέα άδεια οικοδομής, μετά την έκδοση όμως της προσβαλλόμενης με την κρινόμενη αίτηση πράξεως εκδόθηκε από την ίδια υπηρεσία το 4532/28.8. 2006 σήμα διακοπής οικοδομικών εργασιών, «μέχρι νεότερου σήματος». Κατά της οικοδομικής αυτής αδείας οι παρεμβαίνοντες έχουν ασκήσει και αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως.
13. Επειδή, το κύρος των διατάξεων του άρθρου 6 του π.δ. της 24.4-3.5.1985, κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η ακυρωθείσα με την προσβαλλόμενη πράξη υπ’ αριθμ. 1862/3-19.5.2006 απόφαση του Νομάρχη Αργολίδας, είναι κρίσιμο ζήτημα για την αχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά. Ενόψει όμως της σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο Τμήμα υπό, επταμελή σύνθεση, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 14 του π.δ. 18/1989 (Α΄8).
Σχόλιο
Οι κοινόχρηστοι χώροι –δρόμοι, πλατείες και χώροι πρασίνου- αφενός επιτελούν ζωτικές λειτουργίες χάριν του συνόλου των κατοίκων του οικισμού, αφετέρου ωφελούν συγκεκριμένες ιδιοκτησίες που έχουν πρόσοψη σε αυτούς και οι οποίες καθίστανται άρτιες και ως τέτοιες οικοδομήσιμες: Η πρόσοψη σε κοινόχρηστο χώρο αποτελεί θεμελιώδη όρο ανοικοδόμησης ορισμένου ακινήτου και συνδέεται άμεσα με την ποιότητα ζωής των κατοίκων του οικισμού[1]. Για τους λόγους αυτούς, ο καθορισμός των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων αποτελεί βασικό περιεχόμενο του πολεοδομικού σχεδιασμού[2], κατά συνέπεια δε, και βάσει του θεμελιώδους κανόνα που θέτει το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, αποτελεί ευθύνη του κράτους και πρέπει να γίνεται με πολεοδομικά-επιστημονικά κριτήρια. Η αντίστροφη όψη της διαπίστωσης αυτής είναι ότι ο καθορισμός των κοινοχρήστων χώρων στον οικισμό δεν επιτρέπεται να γίνεται με πράξεις ιδιωτών[3]· τον κανόνα αυτό θέσπισε ρητά το άρθρο 20 του ν.δ. της 17.7/16.8.1923. Βεβαίως υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις από τον κανόνα, ιδίως ratione tempore· διατηρούνται έτσι οι κοινόχρηστοι χώροι που δημιουργήθηκαν με ιδιωτική βούληση πριν από το 1923, και μάλιστα, όπως δέχθηκε η νομολογία, ακόμη και όταν οι εν λόγω χώροι δεν προβλέφθηκαν σε μετέπειτα σχέδιο πόλεως[4].
Από την άλλη πλευρά, πολλοί από τους μικρούς οικισμούς της χώρας είναι προϋφιστάμενοι του 1923 και στερούνται σχεδίου. Με αυτό το δεδομένο, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προορισμός της ιδιοκτησίας στην οικιστική περιοχή συνίσταται στην ανοικοδόμησή της[5], το άρθρο 6 του π.δ. της 24.4/3.5.1985 (άρθρο 86 Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) θέλησε να επιτρέψει -κατά παρέκκλιση από τον ως άνω κανόνα- την αφιέρωση χώρων σε κοινή χρήση και με ιδιωτικές πράξεις, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσοψη ακίνητα τα οποία διαφορετικά δεν θα ήταν άρτια. Πρόθεση του κανονιστικού νομοθέτη ήταν προφανώς να ευνοήσει τους κατοίκους οικισμών με πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους[6]· σε κάθε περίπτωση, η ανοικοδόμηση κάθε χώρου εντός νόμιμης οικιστικής περιοχής, ο οποίος δεν έχει χαρακτηρισθεί ως κοινόχρηστος, συνιστά θεμιτό σκοπό για τον πολεοδομικό νομοθέτη, τον αυτό δε σκοπό εξυπηρετούν η τακτοποίηση και η προσκύρωση μη άρτιων οικοπέδων κατά την εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων.
Η σχολιαζόμενη, παραπεμπτική στην 7μελή σύνθεση, απόφαση του Ε’ Τμήματος ΣτΕ κρίνει ομόφωνα ως ευρισκόμενη εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης την ως άνω κανονιστική ρύθμιση του άρθρου 6 π.δ. της 24.4/3.5.1985, κατά το σκέλος κατά το οποίο επιτρέπει τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων με ιδιωτική βούληση. Σε θεωρητικό επίπεδο, η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει και ενισχύει τον κανόνα που τίθεται ευθέως στο άρθρο 20 ν.δ. της 17.7./26.8.1923 και υπονοείται στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, ότι ο καθορισμός των κοινοχρήστων χώρων σε αστικές περιοχές δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ιδιωτικών δικαιοπραξιών αλλά μόνον κρατικού σχεδιασμού.
Στην πράξη, η τοποθέτηση του Ε΄ Τμήματος στη σχολιαζόμενη απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί ως μια ισχυρή νουθεσία στη διοίκηση να προχωρήσει στην πολεοδόμηση όλων των οικισμών με πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους[7], κατά τρόπον ώστε να σχεδιασθούν κατάλληλοι κοινόχρηστοι χώροι και να δοθεί η δυνατότητα ανοικοδόμησης σε όσα ακίνητα αποκτήσουν κατά τον τρόπο αυτό πρόσοψη, την οποία στερούνταν προηγουμένως. Δεν θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι η κατάργηση της δυνατότητας δόμησης με δημιουργία ιδιωτικών κοινόχρηστων χώρων προτείνεται ως λύση για το πρόβλημα της αυξημένης οικιστικής πυκνότητας των μικρών οικισμών, το οποίο αντιμετωπίζεται ευθέως και με τον δέοντα τρόπο μέσω άλλων όρων δόμησης –και όχι δια της απαίτησης πρόσοψης σε κοινόχρηστο χώρο.-
Κωνσταντίνος Γώγος
Επίκ. Καθηγητής Α.Π.Θ.
[1] Βλ. ΣτΕ 2521/2000.
[2] Αυτό ισχύει τόσο για τα σχέδια πόλεως του ν.δ. της 17.7/16.8.1923, όσο και για τις πολεοδομικές μελέτες του ν. 1337/1983· βλ. Δ. Χριστοφιλόπουλου, Πολιτιστικό περιβάλλον. Χωρικός σχεδιασμός και βιώσιμη ανάπτυξη, Αθήνα 2002, σ. 158, 241.
[3] Για την προτεραιότητα του κρατικού σχεδιασμού έναντι του ιδιωτικού βλ. Π.-Μ. Ευστρατίου, Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 1.
[4] ΣτΕ 966/2006, 5211/1997.
[5] Βλ. ΣτΕ 3848-50/2005, 784/1999, 2690/1994, ΤοΣ 1995, σ. 729 = ΕΔΔΔ 1996, σ. 429, ΣτΕ 1169/1994, ΤοΣ 1995, σ. 734, ΣτΕ (Ολομ.) 219/1987, ΕλλΔνη 1987, σ. 937, ΣτΕ (Ολομ.) 695/1986, ΕΔΔΔ 1986, σ. 82.
[6] Γενικότερα, οι ρυθμίσεις των π.δ. της 24.4./3.5.1985 και της 20/30.8.1985 διευκολύνουν αισθητά τη δόμηση εντός οικισμών με πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους· βλ. Κ. Γώγου, Η οριοθέτηση και επέκταση οικισμών με πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (Μάιος 2005), https://www.nomosphysis.org.gr.
[7] Η άσκηση πίεσης για την κατάρτιση πολεοδομικού σχεδίου συνιστά την κεντρική αποστολή των περιορισμών δόμησης που αφορούν ήδη υφιστάμενους οικισμούς, οι οποίοι στερούνται σχεδίου· βλ. Kl. Finkelnburg / K.-M. Ortloff, Öffentliches Baurecht, 4. Aufl., München 1996, σ. 371.
ΣτΕ 3143/2007
[Αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών
εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών]
Πρόεδρος: Π. Ν. Φλώρος
Εισηγητής: Όλγα Παπαδοπούλου
Δικηγόροι: Αθ. Αλεφάντη
Εφόσον εξελίσσεται η διαδικασία (νέας) τροποποίησης σχεδίου πόλεως, η διοίκηση μπορεί να επιβάλλει νέα αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών. Το διάστημα που μεσολαβεί από τυχόν προηγούμενη αναστολή πρέπει να είναι όμως επαρκές, ώστε η ιδιοκτησία να μην καθίσταται αδρανής σε σχέση με τον προορισμό της.
Βασικές σκέψεις
5. Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 159 του «Κώδικα βασικής πολεοδομικής νομοθεσίας» (ΚΒΠΝ), που κυρώθηκε με το π.δ. της 14/27.7.1999, Δ΄ 580), «Αν πρόκειται να αρχίσουν σχετικές εργασίες για την εκπόνηση νέου σχεδίου πόλης, επιτρέπεται με απόφαση της αρμόδιας αρχής που εκδίδεται μετά από γνώμη του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του ΣΧΟΠ, να επιβάλλεται συνολικά ή εν μέρει και μέχρι ένα το πολύ χρόνο, η πλήρης απαγόρευση των οικοδομικών εργασιών σε όλη την πόλη και στην περιοχή της ή και σε τμήματα αυτής μόνο ή και η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών με όρους και περιορισμούς που κανονίζονται με την ίδια απόφαση. Η παραπάνω ετήσια προθεσμία μπορεί να παραταθεί με τον ίδιο τρόπο και για δύο χρόνια, αν στο μεταξύ εξακριβωθεί ότι οι εργασίες για την εκπόνηση του νέου σχεδίου προόδευσαν σημαντικά …». Εξάλλου, το άρθρο 152 του ιδίου Κώδικα ορίζει ότι, για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, ως σχέδια πόλεων νοούνται «όχι μόνο τα αρχικώς εγκρινόμενα νέα σχέδια, αλλά και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους» (παρ. 6). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η απαγόρευση των εργασιών δομήσεως μπορεί να επιβληθεί είτε στην περίπτωση εγκρίσεως το πρώτον σχεδίου πόλεως είτε στην περίπτωση τροποποιήσεως ή ευρύτερης αναθεωρήσεως του υφισταμένου ρυμοτομικού σχεδίου, ακόμη και σε ένα οικοδομικό τετράγωνο ή σε τμήμα αυτού. Η απαγόρευση αυτή δύναται να έχει ως περιεχόμενο όχι μόνο την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, αλλά και την έκδοση οικοδομικών αδειών. Η επιβολή της απαγορεύσεως, ως περιορίζουσα την άσκηση δικαιωμάτων και ευχερειών που απορρέουν από την ιδιοκτησία, προϋποθέτει την ύπαρξη σαφούς και οριστικής προθέσεως για έγκριση ή τροποποίηση του σχεδίου από τους αρμόδιους για την κίνηση της διαδικασίας φορείς, η πρόθεση δε αυτή πρέπει να έχει εκδηλωθεί ήδη, με την έναρξη των εργασιών εκπονήσεως του σχεδίου. Εξάλλου, παράταση της ισχύος του μέτρου επιτρέπεται, εντός των τασσομένων από τη διάταξη του άρθρου 159 παρ. 2 του ΚΒΠΝ χρονικών ορίων, μόνο όταν αποδεικνύεται, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ότι οι ανωτέρω εργασίες έχουν προωθηθεί σε σημαντικό βαθμό και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Περαιτέρω, από τις αυτές ως άνω διατάξεις, ερμηνευόμενες στο πλαίσιο των άρθρων 24 και 17 του Συντάγματος, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται μεν στη Διοίκηση να επιβάλει απαγόρευση οικοδομικών εργασιών πέραν της τριετίας, επιτρέπεται όμως σ’ αυτήν, εφ’ όσον επιδιώκει εκ νέου τροποποίηση του σχεδίου προς κάλυψη πολεοδομικών αναγκών, να επιβάλει νέα αναστολή εκδόσεως οικοδομικών αδειών και εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι το μεσολαβήσαν από τυχόν προηγούμενη απαγόρευση χρονικό διάστημα είναι επαρκές, ώστε να επιτρέπει την ακώλυτη χρήση της ιδιοκτησίας και να μην την καθιστά αδρανή σε σχέση με τον προορισμό της. Τέλος, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δεν είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας του μέτρου της αναστολής, η εξέταση της νομιμότητας της σχεδιαζόμενης τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως, ζήτημα το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άλλης δίκης, επ’ ευκαιρία προσβολής της τροποποιήσεως αυτής (βλ. ΣΕ 3244/2005, 2622/2005, 2240/2004, 3588/2002, 4097/2001 κ.ά.).
6. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 1652/21.6.2001 απόφασή του το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων ενέκρινε την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως των Αθηνών, στην περιοχή Σεπολίων [περιοχή 88], μεταξύ των οδών Αυλώνος, Σιώκου, Γράμμου και Καλαμά, και συγκεκριμένα σε τμήμα του ΟΤ 44, με σκοπό τον χαρακτηρισμό του υπό στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Α χώρου [πρώην εργοστάσιο Κοροπούλη] ως χώρου κοινοχρήστου πρασίνου, αθλητικών εγκαταστάσεων και αίθουσας πολιτιστικών δραστηριοτήτων, του δε υπό τα στοιχεία Ι, Α, Θ, Η, Μ, Λ, Κ, Ι χώρου [πρώην εργοστάσιο BOTRYS] ως χώρου για στέγαση σχολικού συγκροτήματος (βλ. σχετικώς και την από 24.5.2001 εισήγηση της Διευθύνσεως Σχεδίου Πόλεως του Δήμου). Εξ άλλου, με την 1653/21.6.2001 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου (Δ’ 858) εγκρίθηκε η αναστολή εκδόσεως οικοδομικών αδειών για ένα έτος στην ως άνω περιοχή. Κατά της 1652/21.6.2001 αποφάσεως υποβλήθηκαν ενστάσεις, από την αιτούσα εταιρεία και άλλους ενδιαφερόμενους. Με την 4259/19.12.2005 απόφαση του ως άνω δημοτικού συμβουλίου εγκρίθηκε (α) η «επικαιροποίηση» της προαναφερθείσης 1652/2001 αποφάσεως, ως προς την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, στην περιοχή Σεπολίων σε τμήμα του ΟΤ 44, με σκοπό τον χαρακτηρισμό του υπό στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Α χώρου ως χώρου κοινοχρήστου πρασίνου, αθλητικών εγκαταστάσεων και αίθουσας πολιτιστικών δραστηριοτήτων, (β) η απόρριψη των ενστάσεων κατά της 1652/2001 αποφάσεως και (γ) η «αναστολή έκδοσης αδειών οικοδομικών εργασιών» στον ως άνω χώρο για ένα έτος. Η απόφαση αυτή, η οποία διαβιβάσθηκε στο Υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ (βλ. το 45/700/20.3.2006 έγγραφο του Δήμου Αθηναίων), συμπληρώθηκε με την 1264/8.5.2006 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, ώστε η αναστολή να αφορά και την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στον ίδιο χώρο. Στην τελευταία απόφαση του δημοτικού συμβουλίου γίνεται ειδικώς μνεία του ποσού της αποζημιώσεως που θα απαιτηθεί για την απαλλοτρίωση του ακινήτου, το οποίο αφορά η τροποποίηση του σχεδίου, ορίζεται δε ότι έχει εγγραφεί στον προϋπολογισμό του οικείου οικονομικού έτους και σε συγκεκριμένο κωδικό δαπάνη ύψους 1.814.600,00 ευρώ για το σκοπό αυτό. Ακολούθως, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 24191/7.6-10.7.2006 υπουργική απόφαση. Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως είχε εκδηλωθεί, κατά τρόπο σαφή, η πρόθεση του Δήμου Αθηναίων για την κίνηση της διαδικασίας τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως στο επίδικο οικοδομικό τετράγωνο, με τη λήψη σχετικής αποφάσεως και κατόπιν εξετάσεως των ενστάσεων που είχαν υποβληθεί, και, περαιτέρω, από την προηγούμενη απόφαση περί αναστολής είχε παρέλθει χρονικό διάστημα σχεδόν πέντε ετών, η πράξη αυτή, με την όποία δεν παρατείνεται προηγούμενη αναστολή, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, αλλά επιβάλλεται εκ νέου αναστολή κατ’ εκτίμηση πολεοδομικών αναγκών, έχει εκδοθεί νομίμως και εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως. Είναι, συνεπώς, απορριπτέος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως.
7. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο αμφισβητείται η νομιμότητα της προτεινόμενης τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως και, ειδικότερα, η συνδρομή πολεοδομικών λόγων για την δέσμευση του ακινήτου της αιτούσας, είναι απορριπτέος, για τον λόγο ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δεν είναι επιτρεπτή η εξέταση της νομιμότητας της μελλοντικής τροποποιήσεως του σχεδίου επ’ ευκαιρία προσβολής της οικείας πράξεως αναστολής εκδόσεως οικοδομικών αδειών και εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών (βλ. ΣΕ 3244/2005).
Σχόλιο
Η σχολιαζόμενη απόφαση προσφέρει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα νομολογιακής εναρμόνισης των συνταγματικών επιταγών προστασίας του περιβάλλοντος και της ατομικής ιδιοκτησίας. Το πραγματικό αφορούσε την αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών επί ακινήτων, τα οποία περιλαμβάνονται σε αρχικό ή σε τροποποιούμενο σχέδιο πόλεως. Σύμφωνα με τον νόμο, τέτοια απαγόρευση επιβάλλεται με απόφαση της αρμόδιας αρχής και γνώμη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του ΣΧΟΠ, μπορεί δε να διαρκέσει μέχρι ένα το πολύ χρόνο, υποκείμενη σε παράταση, αν οι εργασίες έχουν στο μεταξύ προοδεύσει σημαντικά. Η ίδια δυνατότητα υφίσταται και σε σχέση με μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχεδίων πόλεως. Το Σ.τ.Ε. κατάστρωσε τον συλλογισμό του με αφετηρία το γεγονός, ότι η απαγόρευση οικοδόμησης συνιστά σημαντικό περιορισμό της άσκησης των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας και συνεπώς πρέπει να γίνεται σεβαστή η αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε να μην καθίσταται η ιδιοκτησία αδρανής σε σχέση με τον προορισμό της.
Με βάση την προηγουμένη παραδοχή, προσδιόρισε τα ποιοτικά κριτήρια, τα οποία πρέπει να εξετάζει η διοίκηση, προκειμένου να είναι συνταγματικός ο ανωτέρω περιορισμός της ιδιοκτησίας: α) πρέπει να υπάρχει σαφής και οριστική πρόθεση για έγκριση ή τροποποίηση του σχεδίου πόλεως· β) η πρόθεση αυτή θεωρείται ότι έχει εκδηλωθεί μόνον, εφόσον έχουν αρχίσει οι εργασίες εκπόνησης του σχεδίου· γ) η παράταση της τροποποίησης προϋποθέτει ότι η ολοκλήρωση της διαδικασίας δεν έχει καθυστερήσει από υπαιτιότητα της διοίκησης και ότι η διοίκηση αξιοποίησε το χρόνο που διέτρεξε με τρόπο συγκεκριμένο, προωθώντας τις σχετικές εργασίες· δ) η επιβολή νέας αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών τελεί υπό την πρϋπόθεση ότι το μεσολαβήσαν από τυχόν προηγουμένη απαγόρευση χρονικό διάστημα είναι επαρκές, ώστε να επιτρέπει την ακώλυτη χρήση της ιδιοκτησίας και να μην την καθιστά αδρανή σε σχέση με τον προορισμό της.
Είναι φανερό ότι το Σ.τ.Ε. συνήγαγε, μέσα από την ερμηνευτική εξειδίκευση των συνταγματικών διατάξεων για το περιβάλλον και την ιδιοκτησία, τους αξιολογικούς εκείνους γνώμονες που του επιτρέπουν σε κάθε περίπτωση να ελέγχει, εάν ο επιβαλλόμενος περιορισμός είναι συνταγματικώς ανεκτός ή όχι. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου αναδεικνύονται οι δυνατότητες του ακυρωτικού ελέγχου, που προσαρμόζεται στα χαρακτηριστικά της ένδικης υπόθεσης, σε σύγκριση προς τον αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας.
Τέλος, οι ίδιοι ως άνω νομολογιακοί κανόνες παρέχουν τις αναγκαίες κατευθύνσεις προς τη διοίκηση, ώστε να ασκεί κατά τρόπο σύμφωνο προς το Σύνταγμα τη διακριτική της ευχέρεια να επιβάλλει τους ως άνω περιορισμούς στην ιδιοκτησία. Σε περίπτωση κατά την οποία ο φάκελος της υπόθεσης δεν περιλαμβάνει στοιχεία ικανά να στηρίξουν την κρίση ότι ικανοποιούνται τα κριτήρια που θέτει η σχολιαζόμενη απόφαση, τότε η διοίκηση διατρέχει τον κίνδυνο να δει την πράξη της να ακυρώνεται. Σε τελευταία ανάλυση, το Σ.τ.Ε. δεν εμποδίζει τον πολεοδομικό σχεδιασμό της διοίκησης, διατηρεί όμως τη δυνατότητα να ελέγχει κάθε φορά την αιτιολογία της πράξης, προκειμένου να αποτρέψει αυθαίρετους ή επιπόλαιους περιορισμούς της ιδιοκτησίας.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Σ.τ.Ε. 2090/2007, Τμ. Ε΄
Πρόεδρος: Π.Ν. Φλώρος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδρος
Δικηγόροι: Π. Λαζαράτος, Κ. Βαρδακαστάνης (Ν.Σ.Κ.), Χ. Χρυσανθάκης
Φυσικό περιβάλλον. Ξενοδοχεία. Κτηνοτροφικές μονάδες. Χοιροστάσια. Τεκμήριο νομιμότητας διοικητικών πράξεων . Οι νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν ελάχιστες αποστάσεις μεταξύ κτηνοτροφικών μονάδων και οργανωμένων δραστηριοτήτων, όπως ξενοδοχείων, έχουν θεσπισθεί για την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται τόσο για την ίδρυση όσο και για την επέκταση τέτοιων εγκαταστάσεων. Προκειμένου μια κτηνοτροφική εγκατάσταση να κωλύει την επέκταση ξενοδοχείου πρέπει να λειτουργεί νόμιμα, δηλαδή να πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις που τάσσονται τόσο από την υγειονομική νομοθεσία όσο και από τον ν. 1650/1986. Το τεκμήριο νόμιμης λειτουργίας μιας κτηνοτροφικής μονάδας με βάση τις αρχικές άδειες λειτουργίας της δεν καλύπτει την τήρηση των όρων και προϋποθέσεων που απαιτούνται από την περιβαλλοντική νομοθεσία. H συνδρομή τους πρέπει να βεβαιώνεται και αυτοτελώς. [Δεκτή η αίτηση ακυρώσεως].
Βασικές σκέψεις
8. Επειδή, από το συνδυασμό των αναφερομένων στην προηγούμενη σκέψη διατάξεων, προκύπτει ότι με την υγειονομική διάταξη Υ1β/ 2000/1995 καθορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, οι ελάχιστες αποστάσεις που πρέπει να τηρούνται μεταξύ των πτηνοτροφικών και κτηνοτροφικών μονάδων και των αναφερομένων στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 2 της κ.υ.α. τόπων και οργανωμένων δραστηριοτήτων (οικισμών, ξενοδοχείων, στρατοπέδων κ.λπ.), ορίσθηκε δε, επιπροσθέτως, ότι οι ελάχιστες αυτές αποστάσεις έχουν αμφίδρομη ισχύ και διέπουν, στις περιπτώσεις που λειτουργεί νόμιμα πτηνοτροφική ή κτηνοτροφική εγκατάσταση στην ίδια περιοχή, και την εγκατάσταση των αναφερομένων στην παρ. 3 του άρθρου 2 της κ.υ.α. δραστηριοτήτων, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως από την σχετική νομοθεσία που διέπει την άσκησή τους. Εξ άλλου, ως εκ του σκοπού τους, οι ανωτέρω απαγορεύσεις έχουν θεσπισθεί για την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας και εφαρμόζονται είτε πρόκειται να ιδρυθεί είτε πρόκειται να επεκταθεί εγκατάσταση αναφερόμενη στην παρ. 3 του άρθρου 2 της ανωτέρω κ.υ.α., διότι και στην περίπτωση της επέκτασης συντρέχει ο ίδιος με την απαγόρευση της ιδρύσεως τους δικαιολογητικός λόγος, η προστασία, δηλαδή, της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος. Περαιτέρω, κατά την έννοια και το σκοπό της παρ. 8 του άρθρου 2 της αυτής κ.υ.α. ως κτηνοτροφική εγκατάσταση που «λειτουργεί νόμιμα», η ύπαρξη της οποίας κωλύει την επέκταση σε ορισμένη απόσταση από την μονάδα αυτή των αναφερομένων στον πίνακα της παρ. 3 του ίδιου άρθρου λοιπών δραστηριοτήτων (ξενοδοχείων, βιομηχανιών κ.λπ.) νοείται η εγκατάσταση που πληροί εν γένει τους όρους και προϋποθέσεις που τάσσονται για την νόμιμη λειτουργία της, δηλαδή τόσο τις προϋποθέσεις που τάσσονται από την υγειονομική νομοθεσία όσο και τους όρους που προβλέπονται τους όρους που προβλέπονται στο ν. 1650/1986, στον οποίο παραπέμπει η κ.υ.α., και στις κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου τούτου εκδοθείσες κανονιστικές πράξεις για την προστασία του περιβάλλοντος, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε στην 6η σκέψη, οι διοικητικές άδειες που απαιτούνται από την υγειονομική νομοθεσία για την εγκατάσταση και λειτουργία κτηνοτροφικής εγκατάστασης αποβλέπουν, κυρίως, σε άλλο σκοπό, ήτοι στην προστασία της δημόσιος υγείας και, επομένως, το τεκμήριο νόμιμης λειτουργίας της εγκατάστασης δυνάμει των ανωτέρω αδειών δεν καλύπτει την τήρηση των όρων και προϋποθέσεων που απαιτούνται από την περιβαλλοντική νομοθεσία, η συνδρομή των οποίων σε κάθε περίπτωση πρέπει να βεβαιώνεται και αυτοτελώς. Τούτο, άλλωστε, συνάγεται από τις μεταβατικού χαρακτήρα διατάξεις του άρθρου 21 της κ.υ.α. Υ1 β/2000/1995, με τις οποίες επιβάλλεται η προσαρμογή των πτηνοτροφικών και κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων στους όρους της κείμενης, εν γένει, νομοθεσίας αλλά και από το άρθρο 14, σύμφωνα με το οποίο ο οικείος Ο.Τ.Α. δύναται να αρνηθεί την χορήγηση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας σε κτηνοτροφική εγκατάσταση, παρά το ότι έχει διατυπωθεί η σύμφωνη γνώμη των αρμοδίων επιτροπών ως προς την τήρηση των όρων της υγειονομικής νομοθεσίας, εφ’ όσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσονται από διατάξεις της λοιπής νομοθεσίας.
9. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την υπ’ αριθμ. 99/1995 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Ηπείρου χορηγήθηκε στην αιτούσα εταιρεία προέγκριση χωροθετήσεως για την κατασκευή ξενοδοχείου κλασικού τύπου Β’ τάξης, δυναμικότητας 118 κλινών παραπλεύρως της εθνικής οδού Ιωαννίνων – ¶ρτας στην περιφέρεια του Δήμου Φιλοθέης Ν. ¶ρτας. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η υττ’ αριθμ. ΔΠ 4126/30.12.19918 βεβαίωση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Ν.Α, ¶ρτας, στην οποία βεβαιώνεται «[…] ότι η ξενοδοχειακή μονάδα “Βυζαντινόν” […], όπως προκύπτει από το […] τοπογραφικό διάγραμμα του τοπ/φου μηχ/κού Κώστα Παππά […], έχει την ελαχίστη απόσταση 1.300 μ. που απαιτείται με την αρ. Υ1β/2000/1995 υγειονομική διάταξη από την χοιροτροφική μονάδα Ζήση Θωμά δυναμικότητας 350 χοιρομητέρων [,..]», Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 3121/13.10.1999 απόφαση του ως άνω Γενικού Γραμματέα αποφασίσθηκε, κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν. 1650/1986 και της κοινής υπουργικής αποφάσεως 69269/5387/1990, κατόπιν και της από 12.10.1999 εισηγήσεως της Διεύθυνσης ΠΕ.ΧΩ. της Περιφέρειας Ηπείρου, η προέγκριση χωροθετήσεως για την επέκταση της ανωτέρω τουριστικής μονάδας της αιτούσης με αύξηση της δυναμικότητάς της από 118 σε 200 κλίνες. Όπως αναφέρεται στην απόφαση αυτή, η προέγκριση χωροθετήσεως της επέκτασης της ξενοδοχειακής μονάδας, εγκρίθηκε με την προϋπόθεση μεταξύ άλλων, της «ύπαρξης των απαιτουμένων αποστάσεων από άλλες δραστηριότητες σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία». Επακολούθησε, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Νομαρχιακού Συμβουλίου Ν.Α. ¶ρτας και των συναρμόδιων υπηρεσιών (Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περ/ντος Ν.Α. ¶ρτας, ΝΕ.ΧΩ.Π. ¶ρτας κ.ά), η έκδοση της απόφασης 2967/2000 του ίδιου Γενικού Γραμματέα, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την επέκταση του ξενοδοχείου. Στη συνέχεια, όμως, υποβλήθηκε στον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ¶ρτας και τις αρμόδιες υπηρεσίες, η από 12.6.2001 καταγγελία της παρεμβαίνουσας και της Θεοδώρας Ζήση, στην οποία, μεταξύ άλλων, εκτίθεται, ότι στην περιοχή του Δήμου Φιλοθέης ¶ρτας λειτουργεί από το έτος 1963 χοιροτροφική μονάδα επ’ ονόματι του Θωμά Ζήση, ότι στην μονάδα αυτή χορηγήθηκε άδεια διαθέσεως υγρών αποβλήτων σύμφωνα με τους όρους της υπ’ αριθμ. 1369/10.4.1987 αποφάσεως του Τμήματος Πολεοδομίας ¶ρτας και της υπ’ αριθμ. 21/15.4.1987 άδειας του Τμήματος Τάξης ¶ρτας χωρίς χρονικό περιορισμό, ότι από το Δήμο Φιλοθέης ¶ρτας μεταβιβάσθηκε στις καταγγέλουσες, λόγω θανάτου του δικαιοπαρόχου τους Θωμά Ζήση, η άδεια λειτουργίας του χοιροστασίου, δυναμικότητας 350 χοιρομητέρων και 3.200 παχυνομένων χοιριδίων (αριθμ. αδείας 4666/1999) και ότι η βεβαίωση στο σχετικό διάγραμμα του ιδιώτη μηχανικού Κων/νου Παππά, ως προς την υφιστάμενη απόσταση (1.510 μ.) μεταξύ της επέκτασης του ξενοδοχείου και της χοιροτροφικής μονάδας είναι ψευδής και δεν πληροί τους όρους της υπ’ αριθμ. Υ1β/2000/1995 υγειονομικής διατάξεως. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. οικ. 2040/2001 έγγραφο της Δ/νσης Πολεοδομίας Ν.Α. ¶ρτας, με το οποίο επιβεβαιώθηκε, ύστερα από σχετική αυτοψία η ορθότητα των καταγγελλομένων, ως προς το ότι το ξενοδοχείο της αιτούσης δεν έχει την ελάχιστη απαιτουμένη απόσταση, από το χοιροστάσιο της παρεμβαίνουσας και διετάχθη η διακοπή των οικοδομικών εργασιών για την επέκταση του ξενοδοχείου. Επακολούθησε το υπ’ αριθμ 2273/13.7.2001 έγγραφο της Διεύθυνσης ΠΕ.ΧΩ. της Περιφέρειας Ηπείρου προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας της Ν.Α. ¶ρτας, με το οποίο, κατ’ επίκληση του άρθρου 2 παρ. 3 και 8 της προαναφερομένης υγειονομικής διατάξεως, κλήθηκε η Διεύθυνση Πολεοδομίας της Ν.Α. ¶ρτας να εξετάσει τη νομιμότητα της λειτουργίας της χοιροτροφικής μονάδας (εφαρμογή οικοδομικών αδειών, έγκριση περιβαλλοντικών όρων κ.λπ.) και, στη συνέχεια, εφ’ όσον δηλαδή η μονάδα αυτή λειτουργεί νομίμως, να ανακαλέσει την υπ’ αριθμ. ΔΠ 4126/30.12.1998 βεβαίωση για την τήρηση των νομίμων αποστάσεων ως προς την επέκταση του ξενοδοχείου της αιτούσης. Μετά ταύτα, η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Πολεοδομίας ¶ρτας απέστειλε στο Νομάρχη ¶ρτας το υπ’ αριθμ. 3216/19.10.2001 «υπόμνημα», με το οποίο, πλην άλλων, ζήτησε την έρευνα της νομιμότητος λειτουργίας της χοιροτροφικής μονάδας από την υπηρεσία που χορήγησε την άδεια λειτουργίας, η δε Περιφέρεια Ηπείρου ζήτησε από τα αρμόδια Υπουργεία οδηγίες για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της υγειονομικής διατάξεως Υ1β/2000/1995 (βλ. το υπ’ αριθμ. 3671/9.11.2001 έγγραφο). Με τα υπ’ αριθμ. 123576/23.1.2002 και Υ1γ/Γ.Π./ 33463/28.12.2001 έγγραφα, αντιστοίχως, των Υπουργείων ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Υγείας-Πρόνοιας, γνωστοποιήθηκε στην Περιφέρεια Ηπείρου, ότι οι ελάχιστες αποστάσεις του πίνακα της παρ. 3 του άρθρου 2 της υγειονομικής διατάξεως, μεταξύ των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη, έχουν αμφίδρομη ισχύ και εφαρμόζονται και κατά την επέκταση των ήδη υφισταμένων μονάδων με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 615/15.3.2002 έγγραφο της Περιφέρειας Ηπείρου προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας ¶ρτας, στο οποίο, κατ’ επίκληση των όσων αναφέρονται στο από 19.10.2001 υπόμνημα της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Πολεοδομίας ¶ρτας και στο από 31.1.2002 πρακτικό της Επιτροπής σταυλισμού ζώων, εκτίθενται τα εξής: «α) η […] χοιροτροφική μονάδα έχει αυθαίρετες κατασκευές πέραν της αρχικής οικοδομικής αδείας και των δηλωθέντων αυθαιρέτων με το ν. 1337/83, β) έχει λάβει άδεια λειτουργίας, ενώ δεν τηρούνταν οι νόμιμες αποστάσεις από την Εθνική οδό για τη συγκεκριμένη δυναμικότητα, γ) δεν έχει λάβει έγκριση περιβαλλοντικών όρων συμφωνά με το άρθρο 17 της Κ.Υ.Α. 69269/5387/90 (…), δ) έχει μεταβιβαστεί σε νέους δικαιούχους η αρχική άδεια λειτουργίας χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 17 της παραπάνω Κ.Υ.Α. Τα παραπάνω, και ειδικότερα το εδάφιο (β) συνιστούν λόγο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας από το αρμόδιο όργανο για τη χορήγησή της […]». Με το ίδιο αυτό έγγραφο της Περιφέρειας Ηπείρου κλήθηκε η Διεύθυνση Πολεοδομίας ¶ρτας να εξετάσει, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες τοπικές υπηρεσίες, αν συντρέχει λόγος ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της χοιροτροφικής μονάδας. Ακολούθως, εκδόθηκε με εντολή Νομάρχη το υπ’ αρίθμ. 3571-3718/3.3.2003 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας ¶ρτας προς την αιτούσα, με το οποίο η ανωτέρω υπηρεσία, κατ’ επίκληση του ότι η χοιροτροφική μονάδα των κληρονόμων Ζήση λειτουργεί δυνάμει αδείας λειτουργίας (4666/23.11.99) εκδοθείσης από το Δήμο Φιλοθέης, ανέφερε ότι εξακολουθεί να ισχύει το υπ’ αριθμ. 2040/29.6.2001 έγγραφό της σχετικά με την διακοπή των οικοδομικών εργασιών της 95/2001 οικοδομικής αδείας. Το έγγραφο αυτό, με το οποίο η Διεύθυνση Πολεοδομίας ¶ρτας ενέμεινε στη διακοπή των οικοδομικών εργασιών για την επέκταση του ξενοδοχείου, ακυρώθηκε ύστερα από σχετική προσφυγή της αιτούσης εταιρείας με την υπ’ αριθμ. 7886/2003 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Ηπείρου, όμως, η τελευταία αυτή απόφαση ανακλήθηκε στη συνέχεια με την οικ. 14584/16.7.2004 πράξη του ίδιου Γενικού Γραμματέα. Εν τέλει, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, στο οποίο ήχθη διοικητικώς η υπόθεση, με την υπ’ αριθμ. 344/2003 γνωμοδότηση, διατύπωσε, κατά πλειοψηφία, τη γνώμη ότι δεν επιτρέπεται η χορήγηση οικοδομικής άδειας επεκτάσεως του ξενοδοχείου σε απόσταση μικρότερη της προβλεπομένης στο άρθρο 2 παρ. 3 της κοινής αποφάσεως Υ1β/2000/1995 των Υπουργών Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. από πτηνό-κτηνοτροφική μονάδα, εφ’ όσον η άδεια λειτουργίας της τελευταίας δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί. Η ανωτέρω γνωμοδότηση έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (βλ. την υπ’ αριθμ. 45399/5.11.2004 απόφαση), κατόπιν δε τούτου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση, υπ’ αριθμ. 2394/9.11.2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Ηπείρου, με την οποία ανακλήθηκαν οι προαναφερθείσες 3121/1999 και 2967/2000 αποφάσεις του περί προεγκρίσεως χωροθετήσεως και εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, αντιστοίχως, για την επέκταση του ξενοδοχείου της αιτούσης εταιρείας, με την ακόλουθη αιτιολογία: «1. Διότι […] η ξενοδοχειακή μονάδα δεν έχει την ελάχιστη απαιτούμενη απόσταση από την χοιροτροφική μονάδα Ζήση, όπως η απόσταση αυτή ορίζεται από την Κ.Υ.Α. Υ1β/2000/1995….2. […]. 3. Διότι στην υπ’ αριθμ. 344/2003 Γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ. ρητώς αναφέρεται ότι: «[…] οι μνημονευόμενες εγκαταστάσεις και δραστηριότητες λειτουργούν νόμιμα, εφόσον έχει χορηγηθεί η αντίστοιχη άδεια από την αρμόδια Διοικητική Αρχή, που δεν έχει ανακληθεί από αυτήν, ούτε έχει ακυρωθεί με δικαστική απόφαση, αφού κατά βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, οι διοικητικές πράξεις μέχρι την ακύρωση ή ανάκλησή τους έχουν το τεκμήριο της νομιμότητας και παράγουν όλες τις έννομες συνέπειες …, χωρίς να παρέχεται στην αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία η δυνατότητα παρεμπίπτοντος ελέγχου ύπαρξης παρανομιών κατά τη χορήγηση της αδείας αυτής, ένεκα των οποίων θα έπρεπε να έχει ανακληθεί από την Αρχή που την έχει εκδώσει». 4. Διότι, με βάση τα παραπάνω η λειτουργία της ως άνω πτηνο-κτηνοτροφικής μονάδας, της οποίας η σχετική άδεια δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί, και, ως εκ τούτου, έχει το «τεκμήριο της νομιμότητας» κωλύει την περιβαλλοντική αδειοδότηση της συγκεκριμένης ξενοδοχειακής μονάδας, λόγω μη τήρησης της επιβαλλόμενης από την Κ Υ.Α. Υ1 β/200071995 απόστασης,. 5. Διότι η ληφθείσα υπ’ όψιν βεβαίωση περί της εν λόγω απόστασης κατά την έκδοση των αποφάσεών μας με αρ. 2967/20,10.2000 και αρ. 3121/18.10.1999 στηρίχθηκαν σε διαπιστωμένη λανθασμένη αποτύπωση, που επιβάλλει την ανάκλησή τους, όπως ρητώς ορίζεται στο σχετ. 14». Από τα ανωτέρω στοιχεία του φακέλου και ιδίως από τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη πράξη προκύπτει ότι ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Ηπείρου ανακάλεσε τις εκδοθείσες κατ’ επίκληση του ν. 1650/1966 πράξεις προεγκρίσεως χωροθετήσεως και εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων για την επέκταση του ξενοδοχείου της αιτούσης, αποδεχόμενος την προαναφερθείσα γνώμη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ως προς την έννοια της παρ. 8 του άρθρου 2 της κ.υ.α. Υ1β/2000/1995, ότι δηλαδή η χορήγηση από τον οικείο δήμο άδειας λειτουργίας στην κτηνοτροφική εγκατάσταση της παρεμβαίνουσας, αρκεί για να θεωρηθεί αυτή ως εγκατάσταση που «λειτουργεί νόμιμα» και, ως εκ τούτου, κωλύεται η περιβαλλοντική αδειοδότηση της επέκτασης του ξενοδοχείου της αιτούσης σε απόσταση μικρότερη της προβλεπομένης. Σύμφωνα, όμως, με τα όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, η ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Ηπείρου δεν είναι νόμιμη, διότι, εφ’ όσον η Διοίκηση είχε κρίνει, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, άτι η μονάδα της παρεμβαίνουσας έπρεπε να πληροί και τις προβλεπόμενες στο ν. 1650/1986 και την κ.υ.α, 68269/5387/1990 προϋποθέσεις (βλ. το προαναφερθέν, υπ’ αριθμ. 615/9.11.2002, έγγραφο της Περιφέρειας Ηπείρου προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας της Ν.Α. ¶ρτας), όφειλε ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Ηπείρου να ερευνήσει περαιτέρω, προκειμένου να θεωρηθεί η κτηνοτροφική εγκατάσταση της παρεμβαίνουσας ως εγκατάσταση η οποία «λειτουργεί νόμιμα» κατά την έννοια της παρ. 8 του άρθρου 2 της κ.υ.α. Υ1β/20007/2005, αν η εν λόγω μονάδα είχε εφοδιασθεί επιπροσθέτως και με τις σχετικές εγκρίσεις που προβλέπονται στο ν. 1650/1986 και τις κατ’ εξουσιοδότηση τούτου εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις. Για το λόγο αυτό που προβάλλεται βασίμως από την αιτούσα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Ηπείρου, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
Σχόλιο
Πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απόφαση, οι επιμέρους κρίσεις της οποίας μας οδηγούν σε δύο βασικά συμπεράσματα: Πρώτον, η Διοίκηση εξακολουθεί να διέπεται από καίριες αδυναμίες που πλήττουν σοβαρά την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της, την οδηγούν δε σε παλινωδίες στη δράση της, σε βάρος, κατά κανόνα, τόσο των διοικουμένων όσο και της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης της Χώρας. Δεύτερον, το Συμβούλιο της Επικρατείας, έχοντας πλέον πλήρη επίγνωση του ρόλου του ως κύριου θεματοφύλακα του περιβαλλοντικού Συντάγματος –ρόλο, τον οποίο έχει κατακτήσει την τελευταία ιδίως δεκαπενταετία με την προωθημένη νομολογία του- οδηγείται συχνά σε λύσεις που υιοθετούνται μεν μάλλον κατ’ οικονομίαν, αφού δεν εναρμονίζονται πάντοτε πλήρως με βασικές δογματικές παραδοχές της επιστήμης του δημοσίου δικαίου, εμφανίζονται ωστόσο αναγκαίες για την αποκατάσταση μιας καλώς νοούμενης «δικαιϊκής ισορροπίας». Ισορροπίας, η οποία, όχι σπάνια, διασαλεύεται λόγω της εγγενούς αδυναμίας της Διοίκησης να ανταποκριθεί με επάρκεια στον ρόλο της ως εφαρμοστή και προασπιστή της νομιμότητας.
Η περίπτωση που κρίθηκε από το Δικαστήριο είναι εν προκειμένω αποκαλυπτική: Η νομοθεσία επιβάλλει, όπως είναι εύλογο, την τήρηση ορισμένων αποστάσεων μεταξύ εγκαταστάσεων κτηνοτροφικών μονάδων και ξενοδοχείων για λόγους που ανάγονται προδήλως στην προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Όπως προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις, ισχύει εν προκειμένω ο κανόνας της χρονικής προτεραιότητας: Η ύπαρξη μιας από τις ανωτέρω μορφές εγκατάστασης κωλύει τη μεταγενέστερη ίδρυση ή επέκταση της άλλης μορφής εγκατάστασης. Ζήτημα, ωστόσο, γεννάται στις περιπτώσεις όπου η προγενέστερη εγκατάσταση (χοιροτροφείο) δεν λειτουργεί «νομίμως», δεν πληροί δηλαδή, αν και είναι εφοδιασμένη με τις αντίστοιχες νόμιμες άδειες (προέγκριση χωροθέτησης, έγκριση περιβαλλοντικών όρων, άδεια λειτουργίας), τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη νομοθεσία (εν προκειμένω υγειονομικές διατάξεις και διατάξεις του ν. 1650/1986 για την περιβαλλοντική προστασία).
Στην εξεταζόμενη υπόθεση, η Διοίκηση διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη κτηνοτροφική μονάδα δεν πληροί βασικούς όρους που προβλέπονται για τη λειτουργία της, αν και διαθέτει εδώ και τέσσερις περίπου δεκαετίες τις σχετικές νόμιμες άδειες. Στη συνέχεια, αποδίδεται σε σειρά αλλεπάλληλων ενεργειών, που διαρκούν για περισσότερο από τρία έτη, προκειμένου να απαντήσει στο αίτημα ενός επενδυτή, ο οποίος ζητούσε να επεκτείνει στην ίδια περιοχή μια ξενοδοχειακή μονάδα, που βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη από την προβλεπόμενη σε σχέση με το χοιροτροφείο. Μετά από διαρκείς παλινωδίες του διοικητικού μηχανισμού, ανακλήσεις των ανακλητικών πράξεων και μια Γνωμοδότηση, το έτος 2003, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους –που εξέφρασε την άποψη ότι δεν είναι νόμιμη η άδεια επέκτασης του ξενοδοχείου, δεδομένου ότι οι άδειες ίδρυσης και λειτουργίας του χοιροτροφείου της δεκαετίας του 1960 περιάπτονται του τεκμηρίου της νομιμότητας- η Διοίκηση ανακαλεί εν τέλει στα τέλη του 2004 την άδεια επέκτασης του ξενοδοχείου που είχε στο μεταξύ χορηγήσει.
Μια ψύχραιμη προσέγγιση του ιστορικού μας οδηγεί εν πρώτοις σε δύο ερωτήματα: Πρώτον, για ποιόν λόγο η Διοίκηση δεν προέβη, αφού διαπίστωσε ότι η κτηνοτροφική μονάδα δεν πληροί βασικούς όρους και προϋποθέσεις λειτουργίας της, σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της. Τούτο θα επέλυε και το -βασανιστικό όπως αποδείχθηκε για την ίδια – αίτημα του -ομολογουμένως άτυχου- επενδυτή ξενοδόχου. Δεύτερον, πως εκδόθηκε η αρχική άδεια λειτουργίας του ξενοδοχείου, αφού δεν τηρούσε τις νόμιμες αποστάσεις από την κτηνοτροφική μονάδα. Επομένως, και η αρχική άδεια για την εγκατάσταση του ξενοδοχείου είχε εκδοθεί μη νόμιμα. Μη νόμιμη είναι άλλωστε, όπως σημειώθηκε, και η λειτουργία της κτηνοτροφικής μονάδας.
Μέσα στον ανωτέρω «θρίαμβο της παρανομίας» -στην οποία προφανώς τόσο η Διοίκηση όσο και η κοινή γνώμη έχουν εθιστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τη θεωρούν περίπου «φυσιολογική»- το Συμβούλιο της Επικρατείας επιχειρεί να τάμει την υπόθεση, αλλά και να διατηρήσει την παράδοσή του ως ύπατου θεματοφύλακα της -περιβαλλοντικής- νομιμότητας. «Αναγκάζεται» δε να το πράξει, αποκλίνοντας εμφανώς από το τεκμήριο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, αφού -όπως σημειώθηκε- οι άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας του χοιροτροφείου ουδέποτε ανακλήθηκαν, είναι δε προφανώς εν ισχύει έως και σήμερα. Εξάλλου, όταν ο νόμος αναφέρεται σε «κτηνοτροφική εγκατάσταση που λειτουργεί νόμιμα» και κωλύει την επέκταση σε ορισμένη απόσταση από αυτήν ξενοδοχείου, δεν παρέχει τη δυνατότητα για παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας των αδειών εγκατάστασης και λειτουργίας της μονάδας αυτής, όπως με αμφίβολο κατά την άποψή μας τρόπο, δέχεται το Δικαστήριο. Η παραδοχή του αυτή το οδηγεί, τελικώς, σε ένα έμμεσο αλλά σαφή παρεμπίπτοντα έλεγχο των εν λόγω διοικητικών πράξεων, κατ’ απόκλιση από το τεκμήριο νομιμότητάς τους.
Πρόκειται, επομένως, πράγματι για μια κατ’ οικονομίαν λύση. Πιθανόν δε τη μοναδική λύση, η οποία, με δικονομικά εύσχημο εν πολλοίς τρόπο, αποκαθιστά μια αίσθηση δικαιικής ισορροπίας μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων. Δεν επαρκεί ωστόσο, νομίζουμε, για να αποκαταστήσει την τρωθείσα εδώ και πολλές δεκαετίες εικόνα της Δημόσιας Διοίκησης. Δεν επαρκεί εξάλλου ούτε για να πείσει τον επενδυτή ξενοδόχο για τη σειρά των ετών που χρειάστηκαν και θα απαιτηθούν, έως ότου κριθεί αν είναι νόμιμο το αίτημά του για επέκταση του ξενοδοχείου του…
Απόστολος Παπακωνσταντίνου
Δρ. Συνταγματικού Δικαίου – Δικηγόρος
ΣτΕ 2366/2007
[Μεταφορά συντελεστή δόμησης]
Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος
Εισηγητής: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Δικηγόροι: Π. Θεοδωρόπουλος, Β. Παπαδημητρίου, Σ. Γιώρα-Μπανάτα, Δ. Αναστασόπουλος
[Μεταφορά συντελεστή δόμησης] Η παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, με την οποία θεσπίζονται προϋποθέσεις για τη Μ.Σ.Δ. έως 30.11.2003, οπουδήποτε και αν βρίσκεται το ακίνητο αυτό, είναι αντίθετη με το άρθρο 24 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Η ενλόγω ρύθμιση μεταβατική επιτρέπει τη Μ.Σ.Δ., χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η οικιστική επιβάρυνση της ευρύτερης περιοχής.
Βασικές σκέψεις
11. Επειδή, ενόψει αυτών των διατάξεων του Συντάγματος, ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δόμησης μόνο ως μέθοδος αποζημίωσης στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος μπορεί να εισαχθεί από τον νομοθέτη. Ειδικότερα, αποτελεί θεμιτό, κατά το Σύνταγμα, τρόπο αποζημίωσης των ιδιοκτητών ακινήτων, στα οποία επιβάλλονται ουσιώδεις περιορισμοί για την προστασία στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως είναι τα κτίρια που χαρακτηρίζονται ως διατηρητέα, ως έργα τέχνης ή ως ιστορικά μνημεία και οι αρχαιολογικό χώροι, γιατί η θέσπιση του τρόπου αυτού αποζημίωσης για τις παραπάνω περιπτώσεις βρίσκει έρεισμα στη σχετική ειδική πρόβλεψη που περιέχεται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 6. Αντιθέτως, δεν είναι, κατά το Σύνταγμα επιτρεπτή η μεταφορά συντελεστή δόμησης σε άλλες περιπτώσεις, για τις οποίες η εισαγωγή του θεσμού δεν στηρίζεται σε ειδική συνταγματική διάταξη, διότι ο θεσμός αυτός δεν συνάδει προς τις συνταγματικές αρχές της ορθολογικής χωροταξικής και πολεοδομικής ανάπτυξης, της προστασίας του οικιστικού περιβάλλοντος και της διαμόρφωσης των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης, και δεν μπορεί, ενόψει του πιο πάνω άρθρου, 24 παρ. 2 του Συντάγματος, να αποτελέσει σύστημα πολεοδομικής σχεδίασης, γιατί θα οδηγούσε σε νόθευση του ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού τον οποίο επιβάλλει η πιο πάνω συνταγματική διάταξη, έχει δε από τη φύση του δυσμενείς επιπτώσεις στο οικιστικό περιβάλλον της περιοχής υποδοχής του μεταφερόμενου συντελεστή, αφού συνεπάγεται απόκλιση από τους γενικώς ισχύοντες στην περιοχή αυτή όρους δόμησης και αύξηση της οικιστικής πυκνότητας σε αυτή. Τέτοια ειδική συνταγματική πρόβλεψη, στην οποία να μπορεί να στηριχθεί ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δόμησης, δεν υφίσταται και για την περίπτωση των ρυμοτομούμενων ακινήτων, για τον λόγο δε αυτόν αποκλείεται στο νομοθέτη να θεσπίσει σύστημα μεταφοράς συντελεστή στην περίπτωση αυτή. Αντιθέτως, ο συνταγματικός νομοθέτης, με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 24, εισήγαγε διαφορετική ρύθμιση, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι αναγκαίες εκτάσεις για τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων και των χώρων κοινωφελών χρήσεων, χωρίς, καταρχήν, να απαιτείται καταβολή χρηματικών αποζημιώσεων για τη συντέλεση των σχετικών απαλλοτριώσεων και συγκεκριμένα προέβλεψε την υποχρέωση των ιδιοκτητών να εισφέρουν χωρίς αντάλλαγμα τμήμα του ακινήτου τους. Ως προς τις παλαιές ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις σας οποίες, ενόψει του χρόνου έγκρισης ή τροποποίησης του σχετικού ρυμοτομικού σχεδίου, δεν έχει εφαρμογή η παραπάνω συνταγματική πρόβλεψη, ο συνταγματικός νομοθέτης δεν προέβλεψε, για όσες από τις πιο πάνω περιπτώσεις συντρέχει δικαίωμα αποζημίωσης των ιδιοκτητών, τη δυνατότητα αποζημίωσης τους κατά ειδικό τρόπο και όχι χρηματικώς κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος, ενώ αντιθέτως παρέχει ρητώς τέτοια δυνατότητα για τις περιπτώσεις που αφορούν την προστασία των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς. Επομένως και για τον επιπλέον αυτόν λόγο δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή κατά το Σύνταγμα η θέσπιση από μέρους του νομοθέτη ειδικού τρόπου αποζημίωσης των παραπάνω ιδιοκτητών, ο οποίος επιφέρει τις προαναφερόμενες δυσμενείς συνέπειες που δημιουργούνται με τη μεταφορά συντελεστή δόμησης.
12. Επειδή, με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 24 τροποποιήθηκαν ως εξής : «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει την υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας…2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. Η σύνταξη εθνικού κτηματολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους.». Περαιτέρω, στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι: «Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου». Η τροποποίηση αυτή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος, με την οποία διευρύνεται το δικαίωμα δόμησης, στόχευσε στην επέκταση του θεσμού της μεταφοράς του συντελεστή δομήσεως προεχόντως στον τομέα των πολεοδομικών ρυθμίσεων, διότι, όπως επισημαίνεται από τον Ευ. Βενιζέλο, Γενικό Εισηγητή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με αυτήν «προβλέπεται η καταβολή αποζημίωσης σε είδος με την παροχή είτε εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου του ιδιοκτήτη είτε και άλλου ακινήτου επ’ ανταλλαγή. Έτσι μπορούμε να ικανοποιήσουμε πολλούς που αναμένουν να λάβουν αποζημιώσεις, τις οποίες δεν λαμβάνουν λόγω δημοσιονομικών ή οικονομικών προβλημάτων διαφόρων φορέων, όχι μόνο του κράτους, του στενού δημοσίου, αλλά και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου» (Ολομέλεια, Συνεδρίασηση ΣΤ’ 24.1.2001, σελ. 4068-4069), «εφόσον φυσικά αυτό γίνεται και μέσα στο πλαίσιο των εγγυήσεων του άρθρου 24 του Συντάγματος» (βλ. αγόρευση του ίδιου, πρακτικό 5.9.2000 της Επιτροπής Αναθεωρήσεως του Συντάγματος, σελ. 62) Τούτων έπεται ότι ο τρόπος αυτός αποζημιώσεως, εκτός από τις περιπτώσεις όπου, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, θίγονται ουσιωδώς ιδιοκτησιακά δικαιώματα για λόγους προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, είναι πλέον κατ’ αρχήν επιτρεπτός και για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα θίγονται από ρυθμίσεις πολεοδομικού περιεχομένου, για τις οποίες ανακύπτει υποχρέωση αποζημιώσεως. Στις περιπτώσεις αυτές, που αφορούν το σύνολον των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, προβλέπεται πλέον η δυνατότητα αποζημίωσης με ειδικό τρόπο, αλλά η αποδοχή του εισαγόμενου αυτού είδους αποζημίωσης απόκειται στη βούληση του δικαιούχου. Ειδικότερα, η μεταφορά συντελεστή δόμησης αποτελεί επιτρεπτό κατά το Σύνταγμα τρόπο αποζημίωσης και των ιδιοκτητών ρυμοτομούμενων ακινήτων, αν οι τελευταίοι αποδέχονται να ικανοποιηθούν με τον τρόπο αυτόν. Εξάλλου, η εφαρμογή του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή στην περίπτωση αυτή δεν έρχεται καταρχήν σε αντίθεση προς τις συνταγματικές επιταγές του προαναφερόμενου άρθρου 24, αλλά αντιθέτως, και με την προϋπόθεση πάντοτε ότι η μεταφορά γίνεται υπό όρους και περιορισμούς τέτοιους ώστε να διασφαλίζονται οι συνθήκες διαβίωσης και να προστατεύεται το οικιστικό περιβάλλον στην περιοχή υποδοχής του συντελεστή, η μέθοδος αυτή αποζημίωσης συμπορεύεται προς τους σκοπούς του παραπάνω άρθρου αφού συμβάλλει στην εφαρμογή των ρυμοτομικών σχεδίων με τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων και των χώρων κοινωφελών χρήσεων που προβλέπονται στα σχέδια αυτά. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. δ’, που επιτρέπει τη μεταφορά συντελεστή δόμησης από ρυμοτομούμενα ακίνητα. Μειοψήφισαν οι Σύμβουλοι Σπύρος Καραλής, Νικόλαος Σακελλαρίου, Μαρία Καραμανώφ, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και Κίμων Ευστρατίου, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής άποψη : Ο συντελεστής δόμησης αποτελεί όρο δομήσεως ήτοι νόμιμο περιορισμό της κυριότητος κανονιστικώς θεσπιζόμενο χάριν δημοσίου συμφέροντος. Ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστού δομήσεως συνίσταται στην τροποποίηση του όρου αυτού επί το ευνοϊκότερον υπέρ του ωφελουμένου ακινήτου συνεπεία της αδυναμίας πλήρους υλοποιήσεως του προβλεπομένου κατά τον κανόνα συντελεστού δομήσεως του βαρυνομένου ακινήτου. Κατά συνέπεια, η μεταφορά συντελεστού δομήσεως δεν αποτελεί δικαίωμα επί ακινήτου, διότι ως τοιαύτα νοούνται μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, τα οποία προβλέπονται περιοριστικώς στο αστικό δίκαιο, αλλά ατομική τροποποίηση υπέρ του ωφελουμένου ακινήτου του ισχύοντος σε ορισμένη περιοχή κανονιστικού καθεστώτος όρων και περιορισμών δομήσεως. Ως, εκ τούτου, ανεξαρτήτως της οικονομικής αξίας αυτού στην αγορά, το κοινώς λεγόμενο «δικαίωμα μεταφοράς συντελεστού δομήσεως» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στη νομική έννοια του δικαιώματος επί ακινήτου, την οποία προδήλως χρησιμοποιεί το Σύνταγμα, και άρα δεν περιλαμβάνεται στους προβλεπόμενους από την παρ. 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος τρόπους αποζημιώσεως λόγω απαλλοτριώσεως. Στην άποψη αυτή προσχώρησε και η Πάρεδρος Ευσταθία Σκούρα. Κατά την άποψη αυτή βασίμως προβάλλεται ο λόγος ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 3, παρ. 1 εδ. δ΄ του ν. 3044/2002, που επιτρέπει τη μεταφορά συντελεστή δόμησης από ρυμοτομούμενα ακίνητα.
13. Επειδή, η πρόβλεψη μεταφοράς συντελεστή δόμησης, πρέπει, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 24, παρ. 1 και 2) να ενταχθεί στο πλαίσιο πολεοδομικού σχεδιασμού. Ενόψει δε των δυσμενών επιπτώσεων, τις οποίες από τη φύση της επιφέρει η μεταφορά στην περιοχή υποδοχής του συντελεστή, καθίσταται επίσης συνταγματικώς αναγκαία η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του θεσμού κατά τρόπο ώστε να εξουδετερώνονται ή τουλάχιστον να περιορίζονται στο ελάχιστο οι επιπτώσεις αυτές. Η κανονιστική αυτή ρύθμιση πρέπει να γίνεται με νόμο ή διάταγμα στηριζόμενο σε ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση. Ειδικότερα, οι παρεκκλίσεις από τους γενικούς όρους δόμησης οι οποίες γίνονται διά μεταφοράς συντελεστή μπορούν να επιτραπούν μόνο σε καθορισμένες, γνωστές εκ των προτέρων στους πολίτες, ζώνες, που πρέπει να αποτυπώνονται σε διάγραμμα το οποίο, ενόψει του κανονιστικού χαρακτήρα της πράξης καθορισμού τέτοιας ζώνης και για την ασφάλεια του δικαίου, πρέπει, για να αποκτήσει νομική υπόσταση η πράξη, να δημοσιεύεται, μαζί με αυτήν, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεδομένου ότι αποτελεί το κύριο και ουσιώδες στοιχείο της πράξης. Εξάλλου, η ρύθμιση του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή πρέπει να περιλαμβάνει σαφή προσδιορισμό των κριτηρίων επιλογής των παραπάνω ζωνών. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να είναι αμιγώς πολεοδομικά και να αναφέρονται όχι απλώς σε συγκεκριμένα ακίνητα, αλλά στην περιοχή που υποδέχεται το μεταφερόμενο συντελεστή, ώστε η μεταφορά να πραγματοποιείται σε περιοχή ή περιοχές που μπορούν, από πολεοδομική άποψη να τη δεχθούν. Συγκεκριμένα, οι περιοχές υποδοχής συντελεστή πρέπει να επιλέγονται με γνώμονα το βαθμό της οικιστικής τους ανάπτυξης, τα περιθώρια της επιβάρυνσης τους, τη θέση, τις ιδιαιτερότητες, τα χαρακτηριστικά τους, και την εν γένει φυσιογνωμία τους. Στοιχείο της ρύθμισης, αυτής αποτελεί και ο καθορισμός της συνολικής επιβάρυνσης της περιοχής στην οποία πραγματοποιείται η μεταφορά, ώστε να μην υπερβαίνει το όριο, πέρα από το οποίο αλλοιώνεται η οικιστική «φυσιογνωμία της περιοχής (Σ.τ.Ε., Ολομ., 6070/1996, 1071/1994, 1072/1994, 1073/1994 κ.ά.), ειδικότερα δε, νόμιμα κριτήρια καθορισμού ζωνών υποδοχής συντελεστή δόμησης αποτελούν αφενός η καταλληλότητα της περιοχής, με την έννοια ιδίως ότι δεν επιτρέπεται να καταστούν ζώνες υποδοχής οικισμοί ή τμήματά τους που βρίσκονται μέσα σε οικοσυστήματα ευπαθή ή σε περιοχές που χρειάζονται γενικότερα, ιδιαίτερη προστασία, όπως π.χ. είναι οι ακτές, τα νησιά, τοποθεσίες ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, βιότοποι, αρχαιολογικό χώροι, παραδοσιακοί οικισμοί και αφετέρου η φυσιογνωμία του οικισμού, αξιολογούμενη με βάση το οικοδομικό σύστημα που έχει ήδη αναπτυχθεί και τους ισχύοντες σε αυτόν όρους δόμησης και τις χρήσεις, ώστε να αποκλείεται ο καθορισμός ζώνης υποδοχής συντελεστή σε οικισμούς στους οποίους έχουν ήδη διαμορφωθεί ευμενείς όροι διαβίωσης απειλούμενοι με αλλοίωση, από την πραγματοποίηση σε αυτούς μεταφοράς συντελεστή δόμησης. Επίσης πρέπει να λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη, ως μία από τις συνιστώσες της πολεοδομικής φυσιογνωμίας της περιοχής, η οικιστική πυκνότητα της περιοχής, στην οποία επιτρέπεται η μεταφορά συντελεστή, ώστε η εφαρμογή του θεσμού να μη συνεπάγεται υπέρβαση του ορίου κορεσμού, το οποίο εκτιμάται για κάθε περιοχή ενόψει και του ισχύοντος συντελεστή δόμησης και των οικιστικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν με βάση τον συντελεστή αυτόν, προκειμένου να μην επιβαρύνονται περαιτέρω περιοχές στις οποίες ισχύει ήδη υψηλός συντελεστής αλλά και να μην επιδεινώνονται οι ευμενείς πολεοδομικές συνθήκες στις περιοχές στις οποίες οι συνθήκες αυτές έχουν διαμορφωθεί λόγω του ισχύοντος πολύ χαμηλού συντελεστή. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των παραγράφων 1, 2 και 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος συνάγεται ότι η μεταφορά συντελεστή δόμησης δεν επιτρέπεται να: οργανωθεί από τον νομοθέτη κατά τέτοιο τρόπο ώστε το σχετικό δικαίωμα να ενσωματώνεται σε εμπορικό τίτλο που κυκλοφορεί ελεύθερα. Ο θεσμός της μεταφοράς είναι μεν κατά το Σύνταγμα αποζημιωτικός, όπως όμως έχει ήδη εκτεθεί εντάσσεται και αυτός στο γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, ο οποίος γίνεται με τα κριτήρια του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, τη συνδρομή των οποίων ελέγχει ο ακυρωτικός δικαστής. Στα πλαίσια του Συντάγματος, ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή μπορεί να λειτουργήσει με τη μορφή της αποκατάστασης του συγκεκριμένου δικαιώματος που απώλεσε ο ιδιοκτήτης του βαρυνόμενου με τον πολεοδομικό περιορισμό ακινήτου. Κατά την έννοια του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος, επιτρέπεται να μεταφέρεται συντελεστής δόμησης, στις καθοριζόμενες σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα ζώνες, μόνο από ακίνητα που βρίσκονται στην περιφέρεια του ίδιου Δήμου ή Κοινότητας όπου βρίσκεται και το βαρυνόμενο με τον περιορισμό ακίνητο, διότι μόνο με την τοπική αυτή σύνδεση καθίσταται δυνατή η εφαρμογή του θεσμού χωρίς νόθευση της πολεοδομικής σχεδίασης, όπως επιτάσσει το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, και διατηρείται η φύση του θεσμού ως αποζημιωτικού, όπως επιτάσσει το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, επιτυγχάνεται δε επιπλέον και αντιστάθμιση της επιβάρυνσης που ορισμένη περιοχή υφίσταται, λόγω της μεταφοράς σε αυτή συντελεστή δόμησης, με την ωφέλεια της ίδιας περιοχής από την ύπαρξη διατηρητέων κτιρίων, χάριν των οποίων δεν εξαντλήθηκε στα συγκεκριμένα αυτά ακίνητα ο γενικώς ισχύων για την περιοχή συντελεστής δόμησης, ή τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων. Από τον παραπάνω κανόνα σύμφωνα με τον οποίο η μεταφορά του συντελεστή επιτρέπεται στον ίδιο δήμο ή κοινότητα από όπου μεταφέρεται ο συντελεστής, εξαιρούνται οι περιπτώσεις
οικισμών στους οποίους δεν είναι δυνατό να καθοριστούν ζώνες υποδοχής συντελεστή διότι υπάγονται σε καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας, όπως είναι οι παραδοσιακοί και διατηρητέοι οικισμοί, στις περιπτώσεις δε αυτές η μεταφορά συντελεστή από αυτούς τους οικισμούς μπορεί να γίνεται σε ζώνη καθοριζόμενη σε όμορους δήμους ή κοινότητες εφόσον δεν υπάρχει δυνατότητα καθορισμού τέτοιας ζώνης σε άλλον οικισμό του ίδιου δήμου ή κοινότητας (βλ.Ολομ., ΣτΕ 6070/1996).
14. Επειδή, με αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1071, 1072, 1073/1994) κρίθηκε ως αντικείμενη στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος και κατά συνέπεια αντισυνταγματική στο σύνολο της και ανίσχυρη η ρύθμιση του θεσμού της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης που είχε θεσπισθεί με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 880/1979 (ΦΕΚ 58 Α) και των εκτελεστικών του διαταγμάτων (π.δ/τα 470/1979-ΦΕΚ 138 και 510/1979-ΦΕΚ 154), οι οποίες επέτρεπαν τη μεταφορά συντελεστή σε οποιαδήποτε περιοχή, εντός ή εκτός σχεδίου, ασχέτως αν η υποδεχόμενη το συντελεστή περιοχή είχε την ικανότητα, από πολεοδομική άποψη, να ανεχθεί τη μεταφορά, και δεν έθεταν κριτήρια και περιορισμούς που να συνδέονται με τη θέση, τη φυσιογνωμία, το βαθμό της οικιστικής ανάπτυξης, τα περιθώρια και τη δυνατότητα επιβάρυνσης της δεχόμενης το μεταφερόμενο συντελεστή περιοχής, ούτε προσδιόριζαν την ανώτατη επιτρεπόμενη συνολική επιβάρυνση της περιοχής υποδοχής μεταφερόμενου συντελεστή, ακόμη και όταν είχε προκαθορισθεί Ζώνη Αγοράς Συντελεστή. Ακολούθως με το ν. 2300/1995 (ΦΕΚ 69 Α) ρυθμίσθηκε εκ νέου ο θεσμός της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης και καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 880/1979 και των εκτελεστικών του π.δ/των 470/1979 και 510/1979. Με το άρθρο 21 παρ. 1 του νόμου αυτού, στο οποίο περιέχονται μεταβατικές ρυθμίσεις, ορίστηκε ότι: «οι κατά την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 880/1979 Ζώνες Αγοράς Συντελεστή (Ζ.Α.Σ.), που έχουν καθοριστεί με προεδρικά διατάγματα πριν από την ισχύ του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν μετονομαζόμενες σε Ε.Ζ.Υ.Σ., μόνον εφόσον πληρούνται τα κριτήρια της ενότητας Α του άρθρου 4 αυτού βεβαιουμένου τούτου με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ζ.Α.Σ. οι οποίες προβλέπονται από εγκεκριμένα Γ.Π.Σ. είναι δυνατόν να εγκρίνονται ως Ε.Ζ.Υ.Σ. με τη διαδικασία της ενότητας Δ του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια της ενότητας Α του ίδιου άρθρου». Η μεταβατική αυτή διάταξη κρίθηκε με την 4573/1996 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος και συνεπώς-είναι ανίσχυρη, διότι η ρύθμιση του θεσμού μεταφοράς συντελεστή δόμησης που είχε επιβληθεί με τις προϊσχύουσες διατάξεις του ν. 880/1979 και των εκτελεστικών του διαταγμάτων ήταν αντίθετη προς τις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος στο σύνολο της, δηλαδή και κατά το μέρος που αφορούσε τον καθορισμό Ζωνών Αγοράς Συντελεστή, η δε προϋπόθεση, που τίθεται με την διάταξη αυτή, για τη μετατροπή των ζωνών αυτών σε Ειδικές Ζώνες Υποδοχής Συντελεστή, ήτοι η απαίτηση του νόμου να συντρέχουν τα κριτήρια της ενότητας Α του άρθρου 4, δεν καλύπτει τους όρους και τα κριτήρια, των οποίων η θέσπιση είναι κατά το Σύνταγμα αναγκαία για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του θεσμού, δεδομένου ότι δεν καθορίζονται από το νόμο συγκεκριμένες περιοχές μεταφοράς συντελεστή και μάλιστα με τα κριτήρια που προσδιορίζονται από τις 1071, 1072, 1073/1994 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου και που πρέπει να συνδέονται με τη φυσιογνωμία, το χαρακτήρα και γενικώς τα δεδομένα καθεμιάς συγκεκριμένης περιοχής μεταφοράς, αλλά αντιθέτως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 του ν. 2300/1995, η μετατροπή σε Ειδικές Ζώνες Υποδοχής Συντελεστή όλων συλλήβδην των ζωνών που είχαν καθοριστεί με βάση το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς και βρίσκονται σε οποιαδήποτε εντός σχεδίου περιοχή με την περιορισμένη εξαίρεση εκείνων που εμπίπτουν στις προαναφερόμενες περιοχές ειδικής προστασίας. Εξάλλου, με την 6070/1996 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δόμησης, ως μέθοδος αποζημίωσης στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, μπορεί να εισαχθεί από το νομοθέτη, στις καθοριζόμενες ενόψει αμιγώς πολεοδομικών κριτηρίων ζώνες, μόνο από ακίνητα που βρίσκονται στην περιφέρεια του ίδιου Δήμου ή Κοινότητας όπου βρίσκεται και το βαρυνόμενο με τον περιορισμό ακίνητο. Κατόπιν τούτων κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές και επομένως ανίσχυρες οι εξής διατάξεις του ν. 2300/1995: α) των παρ. 2 έως 7 της ενότητας Α του άρθρου 3, με τις οποίες χαρακτηρίζονταν ως βαρυνόμενα ακίνητα και ακίνητα άλλα πλην εκείνων που θίγονται από ουσιώδεις περιορισμούς επιβαλλόμενους ως μέτρα για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, και β) των διατάξεων των ενοτήτων Α και Β του άρθρου 4, με τις οποίες επιτρεπόταν υπό προϋποθέσεις η μεταφορά συντελεστή δομήσεως α) και από βαρυνόμενα ακίνητα άλλων Ο.Τ.Α., β) στο σύνολο εντός σχεδίου περιοχών που δεν διέπονται από ειδική προστατευτική νομοθεσία, δηλαδή εκτός ειδικώς προκαθορισμένων ζωνών.
15. Επειδή, με το ν. 3044/2002 (ΦΕΚ 197 Α) ρυθμίστηκε εξυπαρχής ο θεσμός της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης. Ειδικότερα, στο άρθρο 3 ορίζεται ότι βαρυνόμενα ακίνητα για τα οποία επιτρέπεται να εκδοθεί τίτλος Μ.Σ.Δ. είναι, εκτός από τα ακίνητα, τα οποία επιβαρύνονται για λόγους προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, και «Ακίνητα, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια κοινόχρηστοι χώροι Στα ακίνητα αυτά τίτλος Μ.Σ.Δ. εκδίδεται μόνο για το ρυμοτομούμενο τμήμα, για το οποίο δεν είναι υπόχρεος προς καταβολή της αποζημιώσεως ο ίδιος ο κύριος του ακινήτου, όπως το ακίνητο υφίστατο κατά την έγκριση του σχεδίου πόλης και με την προϋπόθεση ότι ο κύριος του ακινήτου αποδέχεται αυτό το είδος αποζημίωσης. Για τα ανωτέρω ακίνητα, η απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε με την έγκριση του σχεδίου πόλης θεωρείται ότι συντελείται με την έκδοση του τίτλου Μ.Σ.Δ.» (παρ. 1 περ. δ). Με το άρθρο 4 προβλέπεται ότι η μεταφορά Σ.Δ. πραγματοποιείται αποκλειστικά σε ακίνητο (ωφελούμενο ακίνητο) που βρίσκεται μέσα σε Ζώνη Υποδοχής Συντελεστή Δόμησης (Ζ.Υ.Σ.) (παρ. 1). Η Ζ.Υ.Σ. καθορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Περιφερειακού Σ.Χ.Ο.Π. και γνώμη του οικείου Ο.Τ.Α. α’ βαθμού και δημοσιεύεται στην Ε.τ.Κ. μαζί με το σχεδιάγραμμα στο οποίο αποτυπώνεται, εκτός αν πρόκειται για περιοχές αρμοδιότητας των Οργανισμών που έχουν συσταθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του ν. 2508/1997 ή με το ν. 1515/1985 ή με το ν. 1561/1985, οπότε η Ζ.Υ.Σ. καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (παρ. 2). Οι Ζ.Υ.Σ. καθορίζονται ύστερα από εκπόνηση μελέτης, σε περιοχές για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικώς οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4. Με τη μελέτη για τον καθορισμό Ζ.Υ.Σ. προσδιορίζεται το ανώτατο συνολικό εμβαδόν δομήσιμων επιφανειών που επιτρέπεται να μεταφερθεί, αφού σταθμισθούν τα στοιχεία της παραγράφου 4. Περαιτέρω, στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «Επιτρέπεται η Μ.Σ.Δ. σε ωφελούμενο ακίνητο που βρίσκεται σε περιοχή η οποία έχει καθοριστεί ως Ζώνη Αγοράς Συντελεστή (Ζ.Α.Σ.) με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 880/1979 (ΦΕΚ 58 Α’). Η πραγματοποίηση Μ.Σ.Δ. σε Ζ.Α.Σ. διενεργείται σύμφωνα με τους ειδικούς όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς που προβλέπονται στην πράξη καθορισμού της, ανεξαρτήτως εάν, εν τω μεταξύ, έχει τροποποιηθεί το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής». Σύμφωνα με το άρθρο 5 του πιο πάνω νόμου η πραγματοποίηση Μ.Σ.Δ. από βαρυνόμενο λόγω ρυμοτομίας ακίνητο επιτρέπεται μόνο σε ωφελούμενο που βρίσκεται σε Ζ.Υ.Σ. ή Ζ.Α.Σ. του ίδιου δήμου ή κοινότητας με το βαρυνόμενο, εάν δε ο δήμος ή η κοινότητα υπάγεται σε καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας, τότε σε Ζ.Υ.Σ. ή Ζ.Α.Σ. όμορου δήμου ή κοινότητας. Από βαρυνόμενο ακίνητο λόγω προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς επιτρέπεται η πραγματοποίηση Μ.Σ.Δ. σε ωφελούμενο που βρίσκεται σε Ζ.Υ.Σ. ή Ζ.Α.Σ. δήμου ή κοινότητας της ίδιας περιφέρειας. Περαιτέρω, με τις παραγράφους 8 και 9 του ίδιου άρθρου, οι οποίες προστέθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3212/2003 (ΦΕΚ 308 Α) καθορίστηκαν για κάθε χρήση οι όροι και οι προϋποθέσεις για τον καθορισμό της ποσοστιαίας αύξησης του ισχύοντος Σ.Δ. στις Ζ.Υ.Σ. και στις Ζ.Α.Σ., το ποσοστό κάλυψης του ωφελουμένου οικοπέδου, το ύψος, την απόσταση από τα όρια του οικοπέδου, τους χώρους στάθμευσης του ωφελουμένου ακινήτου και των επιφανειών που επιτρέπεται να μεταφέρονται από άλλους δήμους ή κοινότητες. Τέλος, όπως ήδη εκτέθηκε στη δεύτερη σκέψη, με τις εξουσιοδοτικές διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6, όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου 14 του ν. 3212/2003, ορίστηκε ότι με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα στοιχεία, τα δικαιολογητικά που υποβάλλονται και η διαδικασία που ακολουθείται για την έκδοση της αποφάσεως με την οποία εγκρίνεται η πραγματοποίηση της Μ.Σ.Δ., καθώς και ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο καθορίζεται η επιφάνεια που μεταφέρεται στο ωφελούμενο ακίνητο και ο τρόπος με τον οποίο εκτιμάται η αγοραία οικοπεδική αξία του βαρυνομένου και του ωφελουμένου ακινήτου, ο οποίος μπορεί να αποτυπώνεται σε μαθηματικό τύπο. Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση!
16. Επειδή, όπως ήδη εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, για τον καθορισμό Ζώνης Υποδοχής Συντελεστή Δόμησης απαιτείται η έκδοση αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας ή του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., κατόπιν μελέτης και μετά από γνωμοδότηση του Περιφερειακού ΣΧΟΠ ή του οικείου Οργανισμού και του οικείου Ο.Τ.Α. α’ βαθμού (άρθρο 4 ν. 3044/2002) και συνεπώς μέχρι να εκδοθούν τέτοιες αποφάσεις δεν είναι δυνατή η Μ.Σ.Δ. σε μια περιοχή. Αντιθέτως στις περιοχές στις οποίες έχει καθορισθεί Ζώνη Αγοράς Συντελεστή Δόμησης είναι αμέσως δυνατή η έκδοση αποφάσεως πραγματοποίησης Μ.Σ.Δ. σύμφωνα με τη διαδικασία της προσβαλλομένης κανονιστικής πράξεως. Δεδομένου δε ότι στο Δήμο Αμαρουσίου έχει καθορισθεί Ζ.Α.Σ. με το από 23.11.1979 (ΦΕΚ 694 Δ) π.δ/γμα, νομιμοποιούνται οι αιτούντες, επ’ ευκαιρία προσβολής της κανονιστικής πράξης, η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6, παρ. 1 και 2 του ν.3044/2002, όπως οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 3212/2003, να προβάλλουν αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του ν. 3044/2002, με τις οποίες επιτρέπεται η Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης σε περιοχές, οι οποίες ήδη καθορισθεί ως Ζ.Α.Σ. με προεδρικά διατάγματα, σύμφωνα με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές και ανίσχυρες διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 880/1979, όπως η περιοχή του Δήμου Αμαρουσίου (πρβλ. ΣτΕ 372/2005).
17. Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη δέκατη πέμπτη σκέψη, με την απόφαση 1071/1994 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 880/1979 ως αντισυνταγματικό, άρα και εκείνων του τετάρτου εδαφίου του, οι οποίες προβλέπουν τον καθορισμό Ζ.Α.Σ. και με την απόφαση 4573/1996 κρίθηκε ως αντισυνταγματική η μεταβατική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 2300/1995 για την μετατροπή σε Ειδικές Ζώνες Υποδοχής Συντελεστή των Ζ.Α.Σ. που είχαν καθοριστεί κατ’ εφαρμογή του ν. 880/1979. Η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του ν. 3044/2002, η οποία επιτρέπει τη Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης σε περιοχές που έχουν ήδη καθορισθεί ως Ζ.Α.Σ. με προεδρικά διατάγματα, που είχαν εκδοθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 880/1979 που κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές και ανίσχυρες, και την πραγματοποίηση της σύμφωνα με τους ειδικούς όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς που προβλέπονται στην πράξη καθορισμού τους, ανεξαρτήτως εάν, εν τω μεταξύ, έχει τροποποιηθεί το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής, είναι και αυτή αντίθετη με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση.
18. Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η υπό κρίση αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, κατά το μέρος που δια της εφαρμογής της καθίσταται δυνατή η πραγματοποίηση Μ.Σ.Δ. σε Ζώνες Αγοράς Συντελεστη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του ν. 3044/2002, και να απορριφθούν οι ασκηθείσες παρεμβάσεις.
ΣΧΟΛΙΟ
Α΄ Εισαγωγικές σκέψεις
Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί εκνέου με τον θεσμό της μεταφοράς συντελεστή δομήσεως στο πλαίσιο της σχολιαζόμενης δικαστικής απόφασης. Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περίπτωσης συνίσταται στο ότι το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε μόνον με τη συνταγματικότητα της επίδικης ρύθμισης, αλλά προδιέγραψε εξαντλητικώς και με αυστηρότητα ποια είναι τα συνταγματικώς ανεκτά όρια για την αξιοποίησή του θεσμού ως μορφή αποζημίωσης για τη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας, προκειμένου να προστατευθούν πολύτιμα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το ερώτημα που γεννάται και το οποίο καλούμαστε να διερευνήσουμε είναι αν η μορφή αυτή αποζημίωσης μπορεί να θεωρηθεί «πραγματική» (εφικτή), όπως την απαιτεί το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Β΄ Η «διαδρομή» του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή δομήσεως
Στη σκέψη 14 της σχολιαζόμενης δικαστικής απόφασης παρατίθεται με συντομία η νομοθετική και νομολογιακή μεταχείριση του θεσμού[1]. Η μεταφορά συντελεστή δομήσεως καθιερώθηκε αρχικώς με το άρθρο 2 του ν, 880/1979. Οι σχετικές διατάξεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 1071, 1072 και 1073/1994 της ολομέλειας του δικαστηρίου, αφού επέτρεπαν τη μεταφορά χωρίς να εξειδικεύεται η «περιβαλλοντική – πολεοδομική φυσιογνωμία» της περιοχής υποδοχής του (μεταφερόμενου) συντελεστή.
Επακολούθησε νέα ρύθμιση με τον ν. 2300/1995, οι μεταβατικές διατάξεις του οποίου κρίθηκαν ως προσκρούουσες στο Σύνταγμα με τη ΣτΕ ολομ. 4573/1996, με την αιτιολογία ότι και δεν συγκεκριμενοποιούνται οι περιοχές υποδοχής του συντελεστή, οι οποίες μάλιστα θα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που είχε τάξει το δικαστήριο στην προηγούμενη απόφασή του. Επίσης με τη ΣτΕ ολομ. 6070/1996 κρίθηκε ότι ναι μεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η καθιέρωση του θεσμού ως μορφή αποζημίωσης θεμελιούμενης στο άρθρο 24 παρ. 6 Συντ., πλην όμως εντός των ορίων του ίδιου δήμου ή κοινότητας που βρίσκεται το βαρυνόμενο ακίνητο και πάντοτε εντός απολύτως καθορισμένων ζωνών.
Ο νομοθέτης επανήλθε με την θέσπιση του ν. 3044/2002, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον 3212/2003, τη συμβατότητα με το Σύνταγμα των οποίων κλήθηκε να ερευνήσει το δικαστήριο.
Γ΄ Η υιοθετηθείσα λύση: οι συνταγματικές προϋποθέσεις για το επιτρεπτό του θεσμού
Το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας μας έδωσε την δική του απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα με τη σχολιαζόμενη απόφαση, η οποία διακρίνεται για την ακρίβεια και την υποδειγματική κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού που είναι αποτυπωμένος σε αυτήν. Ειδικότερα, σύμφωνα με την θέση που υιοθέτησε το Συμβούλιο της Επικρατείας:
α. ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δομήσεως θεωρείται ως κατ΄ αρχήν επιτρεπόμενη μορφή αποζημίωσης στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες θεμελιώνεται σε ειδική συνταγματική διάταξη. Αντιθέτως, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, δεδομένου ότι επηρεάζει επί το δυσμενέστερο την ορθολογική χωροταξική και πολεοδομική οργάνωση καθώς και τα υφιστάμενα περιβαλλοντικά – οικιστικά δεδομένα. Επομένως στο σημείο αυτό εκφράζεται με σαφήνεια η τοποθέτηση του δικαστηρίου έναντι του θεσμού, ο οποίος θεωρείται ως κατ΄ αρχήν μη συνταγματικώς ανεκτός, δεδομένου ότι επιφέρει εξ ορισμού βλαπτικές χωροταξικές, πολεοδομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες.
β. Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, επιτρέπεται, σε εκτέλεση του άρθρου 17 παρ. 2 Συντ., η αξιοποίηση του εξεταζόμενου θεσμού ως καταβαλλόμενη αποζημίωση λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.
γ. Και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις η επιλογή ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του θιγόμενου ιδιοκτήτη, ο οποίος μπορεί να επιλέξει την οδό της αποζημίωσης. Εάν ο τελευταίος επιλέξει τη μορφή αυτή αποζημίωσης, τότε πρέπει να πληρούται μία σειρά προϋποθέσεων εγκυρότητας του θεσμού, οι οποίες, κατά το δικαστήριο πάντοτε, συνάγονται από το ίδιο το Σύνταγμα και συνδέονται με τη διασφάλιση των συνθηκών διαβίωσης και ενγένει των περιβαλλοντικών δεδομένων των περιοχών υποδοχής του μεταφερόμενου συντελεστή. Οι προϋποθέσεις αυτές εξειδικεύουν αφενός την έννοια της «ένταξης σε πολεοδομικό σχεδιασμό», στην οποία γίνεται αναφορά στη σκέψη 13 της απόφασης, και αφετέρου τις απαιτούμενες εγγυήσεις περιβαλλοντικής – οικιστικής προστασίας. Συγκεκριμένα θα πρέπει;
γα. Η σχετική ρύθμιση να εισάγεται με νόμο ή κανονιστική πράξη, με την οποία να γίνεται ο καθορισμός συγκεκριμένων ζωνών υποδοχής. Οι ζώνες αυτές θα πρέπει να αποτυπώνονται σε διάγραμμα που συνδημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκ λόγων ασφάλειας δικαίου.
γβ. Τα κριτήρια επιλογής των ζωνών πρέπει να είναι «πολεοδομικά», δηλαδή η «καταλληλότητα της περιοχής» και «η φυσιογνωμία του οικισμού». Το δικαστήριο επικαλείται δύο αόριστες έννοιες, προκειμένου να ικανοποιήσει τον επιδιωκόμενο περιβαλλοντικό σκοπό. Δεν αρκείται σε αυτό όμως· προβαίνει ευθύς αμέσως στη συγκεκριμενοποίησή τους, διευκρινίζοντας ότι:
γβα. η έννοια της «καταλληλότητας» συνδέεται με ευπαθή οικοσυστήματα ή περιοχές ιδιαίτερης προστασίας, ενώ
γββ. η αντίστοιχη της «φυσιογνωμίας» με το υφιστάμενο οικοδομικό σύστημα και ιδίως τους τυχόν ισχύοντες ευμενείς όρους και περιορισμούς δομήσεως. Σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει να συνεκτιμάται η οικιστική πυκνότητα και το όριο κορεσμού της οικιστικής περιοχής, και τέλος,
γγ. η μεταφορά να γίνεται στα εδαφικά όρια του ίδιου πρωτοβάθμιου ο.τ.α. (δήμου ή κοινότητας) και, κατ΄ εξαίρεση, όμορου ο.τ.α. σε περίπτωση, κατά την οποία η ζώνη υποδοχής θα έπρεπε να εγκατασταθεί σε περιοχή που διέπεται από καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας.
Δ΄ Κριτική αποτίμηση της υιοθετηθείσας λύσης
Όσα εξετέθησαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με μία σειρά εξαιρετικώς αυστηρών και πολύπλοκων προϋποθέσεων εξ απόψεως εφαρμογής, οι οποίες καθιστούν το δικαίωμα αποζημίωσης σχεδόν ανέφικτο και πάντως ουσιωδέστατα περιορισμένο. Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού ενισχύεται από τη παρατήρηση ότι η χώρα μας αποτελείται από πολλές άξιες περιβαλλοντικής προστασίας περιοχές, ευπαθή οικοσύστηματα όπως και πυκνά οικιστικά συγκροτήματα, ώστε πολύ δύσκολα θα καταστεί δυνατόν να εξευρεθούν κατάλληλες περιοχές, οι οποίες θα πληρούν τις προαναφερόμενες προδιαγραφές.
Με τις σκέψεις αυτές δεν επιχειρείται να υποδειχθεί μία ανα-ζωογόνηση του θεσμού, αλλά η πολύ περιορισμένη εμβέλειά του εξ απόψεως επιδιωκόμενου αποτελέσματος, δηλαδή της λειτουργίας του ως ισοδύναμου υποκατάστατου της χρηματικής αποζημίωσης. Τούτο, καθώς μάλιστα θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 17) και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 1 του Α΄ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) η στέρηση του δικαιώματος στην περιουσία θα πρέπει να αντισταθμίζεται από αποζημίωση, η οποία θα πρέπει να είναι πραγματική, δηλαδή πρακτικώς εφικτή και όχι «θεωρητική».
Επομένως, η μόνη ασφαλής λύση εξακολουθεί να είναι η επιδίωξη χρηματικής αποζημίωσης ύστερα από άσκηση σχετικής αγωγής που στηρίζεται στα άρθρα 24 παρ. 6 και 17 παρ. 2 Συντ.[2]
Χ. Χρυσανθάκης
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
[1] Βλ. σχετικώς Κ. Χιώλου, Ο θεσμός της μεταφοράς του συντελεστή δομήσεως, ΝοΒ 56 (2008), σ. 482 – 484. Για το εδώ πραγματευόμενο ζήτημα βλ. Χρ. Διβάνη, Παρατηρήσεις στη ΣτΕ ολομ. 2366/2007, Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2008, σ. 60-61, Π.Ε. Ευστρατίου, Ο νέος νόμος για τον συντελεστή δόμησης. Προβληματισμοί με αφορμή την επαναφορά του θεσμού της μεταφορά συντελεστή δόμησης με τις διατάξεις του ν. 3044/2002, Σύμμεικτα Γεωργίου Κουμάντου, Αθήνα, 2004, σ. 265-287, Του ίδιου, Ο νέος νόμος για τη μεταφορά συντελεστή δόμησης, ΠερΔικ 2002, σ. 445 – 460, Ιωανν. Μακρή, Η νομική φύση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης, το εξ αυτού απορρέον οιονεί εμπράγματο δικαίωμα και τα δημιουργούμενα προβλήματα στην επ΄ αυτού εγγραφή εμπράγματης ασφάλειας, Αρμ. 1998, σ. 1281 – 1285, Ιωανν. Παραρά, Η εξέλιξη του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή δόμησης και ο ν. 3044/2002, ΠερΔικ 2002, σ. 461 – 473 και Π. Φλέσσα, Η μεταφορά συντελεστή δόμησης στην ελληνική έννομη τάξη, ΠερΔικ 1997, σ. 321 – 346.
[2] Βλ. και τα άρθρα 18 και 19 του ν. 3028/2002, τα οποία καθιερώνουν ειδική διοικητική διαδικασία για την ανταλλαγή ακινήτων, την εξαγορά του κρίσιμου ακινήτου καθώς και την αποζημίωση λόγω στέρησης της χρήσης ακινήτου. Με δεδομένο όμως ότι δεν έχει εκδοθεί η σχετική εκτελεστική υπουργική απόφαση, η δυνατότητα διοικητικού καθορισμού της αποζημίωσης παραμένει ανενεργός. Πρβλ. και στον τόμο Ελ. Τροβά (επιμ.) «Η πολιτιστική κληρονομιά και το δίκαιο», Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίου Δικαίου, Αθήνα, 2004, τις μελέτες των Κ. Χορομίδη, Προστασία της ιδιοκτησίας σε ακίνητα, αρχαία και μνημεία (Απαλλοτρίωση και περιορισμοί ιδιοκτησίας), σ. 375 επ. και Χ. Χρυσανθάκη, Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω της διοικητικής διαδικασίας, σ. 65 π.
ΣτΕ 1953/2007 (E΄Τμήμα, Επταμ.)
[Χ.Υ.Τ.Α. Γραμματικού]
Πρόεδρος: K. Mενουδάκος
Εισηγητής: Π. Πικραμμένος
Δικηγόροι: Γ. Παπαδημητρίου, Γ. Χρυσοστομίδης, Δ. Αναστασόπουλος, Αθ. Αλεφάντη, Αγγ. Καστανά.
[Χ.Υ.Τ.Α. Γραμματικού] Η άρνηση του Νομαρχιακού Συμβουλίου Αν. Αττικής να διατυπώσει τη γνώμη του για την επιλογή χώρου εγκατάστασης Ο.Ε.Δ.Α., τμήμα του οποίου αποτελεί Χ.Υ.Τ.Α., συνιστά εξαιρετικό λόγο που δικαιολογεί την προσφυγή στη διαδικασία έκδοσης τυπικού νόμου για τη θέσπιση ατομικής χωροταξικής ρύθμισης σχετικά με την έγκριση χώρων ως κατάλληλων για τη λειτουργία σε αυτούς έργου υποδομής. Η άρνηση αυτή είχε ως συνέπεια την παρεμπόδιση της λήψης μέτρου που αποβλέπει κυρίως στην προστασία της δημόσιας υγείας. Η υπόψη ρύθμιση στηρίζεται σε επιστημονική μελέτη δεν συνιστά προέγκριση χωροθέτησης (ήδη Π.Π.Ε.Α.) αλλά προηγούμενο στάδιό της. Εν προκειμένω δεν υφίστατο υποχρέωση για την τήρηση της διαδικασίας δημοσιότητας και ενημέρωσης των αρχών και του κοινού. Δεν παραβιάζεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, εφόσον εκδίδεται διοικητική πράξη περί Ε.Π.Ο. Ο σχεδιασμός σε επίπεδο περιφέρειας συνιστά εξειδίκευση των επιταγών και κατευθύνσεων του εθνικού σχεδιασμού, ενώ η επιλογή των καταλλήλων θέσεων στηρίζεται αποκλειστικά σε περιβαλλοντικά κριτήρια. Από τις εφαρμοστέες διατάξεις δεν επιβάλλεται ταύτιση των διαχειριστικών ενοτήτων με διοικητικές υποδιαιρέσεις. Η διαμόρφωση των πρώτων πρέπει να γίνεται με χωροταξικά, λειτουργικά, γεωγραφικά και κοινωνικά κριτήρια. Νομίμως η Διοίκηση αποφάσισε τη δημιουργία Ο.Ε.Δ.Α. στο Β’ στάδιο, στη μελέτη αναφέρεται ο επιθυμητός αριθμός των εγκαταστάσεων. Επιτρεπτώς προβλέπεται με την προσβαλλόμενη ΚΥΑ, κατ’ απόκλιση από την Π.Π.Ε.Ε.Α., και Μονάδα Προεπεξεργασίας Αποβλήτων (Μονάδα Βιολογικής Ξήρανσης). Νομίμως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ΚΥΑ, πριν από την άρση αναδάσωσης περιοχής, στην οποία πρόκειται να δημιουργηθούν οι επίδικες εγκαταστάσεις. Η θέση Μαύρο Βουνό Γραμματικού δεν ευρίσκεται κοντά στον αρχαιολογικό χώρο της Ραμνούντας και συνεπώς δεν ήταν απαραίτητη η συμμετοχή αρχαιολόγου στην ομάδα σύνταξης της ΜΠΕ. Ο Υπουργός Εθνικής Αμυνας δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των συναρμοδίων Υπουργών που εγκρίνουν τις εγκαταστάσεις διαχείρισης απορριμμάτων. Από τη Μ.Π.Ε. προκύπτει ότι μελετήθηκαν διεξοδικά εναλλακτικές λύσεις ως προς τη θέση κατασκευής του έργου, οι οποίες θα είχαν ως αποτέλεσμα τη θυσία μικρότερης δασικής κάλυψης. Επίσης, μελετήθηκαν επαρκώς η επίδραση του Χ.Υ.Τ.Α. στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα της περιοχής και στη Λίμνη του Μαραθώνα καθώς και, εν γένει, τα μέτρα και οι όροι προστασίας του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος.
Βασικές σκέψεις
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (διπλότυπα σειράς Α υπ’ αριθμ. 1027710 και 1487189 του έτους 2004).
2. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 48442/28-9-2001 απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής (συνεδρίαση 44η) ολοκληρώθηκε το Α’ στάδιο του Περιφερειακού Σχεδιασμού Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων Αττικής. Στη συνέχεια, κατά το Β’ στάδιο σχεδιασμού, διερευνήθηκε από τον επιλεγέντα τεχνικό σύμβουλο ολόκληρη η περιφέρεια Αττικής για τον προσδιορισμό των «ευρύτερων κατάλληλων περιοχών», εντός των ορίων των οποίων έγινε και ο εντοπισμός των κατάλληλων θέσεων, και με το άρθρο 33 του Ν. 3164/2003 (Α’ 176/2-7-2003) εγκρίθηκε η Β’ φάση του σχεδιασμού της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων της περιφέρειας Αττικής και καθορίσθηκαν ως κατάλληλες για την Βορειοανατολική Αττική οι θέσεις «Μαύρο Βουνό» Γραμματικού και «Τρύπες – Πολυδένδρι». Τέλος, και μετά την εκπόνηση, μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. Α.Π. 136945/5-12-2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.), Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Υγείας και Πρόνοιας (ήδη Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), Πολιτισμού και Γεωργίας (ήδη Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων), με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου «ολοκληρωμένη εγκατάσταση διαχείρισης αποβλήτων (Ο.Ε.Δ.Α.) Βορειοανατολικής Αττικής στη θέση «Μαύρο Βουνό» Γραμματικού. Με την υπό κρίση αίτηση, όπως αυτή συμπληρώθηκε με τα από 14-10-2004, 12-5-2005 και 24-8-2005 δικόγραφα προσθέτων λόγων, ζητείται από τους αιτούντες η ακύρωση της παραπάνω κοινής υπουργικής αποφάσεως.
3. Επειδή, επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2387/ 2005 απόφαση του παρόντος Τμήματος. Με την παραπάνω απόφαση υποχρεώθηκε η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος του Υπουργείου (ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) και η Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωροταξίας της περιφέρειας Αττικής να αποστείλουν στο Δικαστήριο τη μελέτη του Β’ σταδίου σχεδιασμού, καθώς και τα στοιχεία, τα οποία ελήφθησαν υπόψη για την ως άνω νομοθετική ρύθμιση που αφορά στον καθορισμό των κατάλληλων θέσεων. Μετά την έκδοση της πιο πάνω αποφάσεως, τα προαναφερθέντα στοιχεία απεστάλησαν στο Δικαστήριο.
4. Επειδή, οι σαράντα τέσσερις πρώτοι από τους αιτούντες, φερόμενοι ως κάτοικοι των κοινοτήτων Γραμματικού ή Βαρνάβα ή ως έχοντες δευτερεύουσα κατοικία στις παραπάνω κοινότητες και ισχυριζόμενοι ότι από την κατασκευή του επίμαχου έργου θα επιδεινωθούν σοβαρά οι όροι διαβιώσεως των ιδίων και των οικογενειών τους ασκούν με έννομο συμφέρον την υπό κρίση αίτηση. Περαιτέρω, η κοινότητα Βαρνάβα, της οποίας τα όρια ευρίσκονται πλησίον και, συγκεκριμένα, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων περίπου από τη θέση, στην οποία θα εγκατασταθεί η επίμαχη Ο.Ε.Δ.Α., ασκεί επίσης με έννομο συμφέρον την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. Ωσαύτως, με έννομο συμφέρον ασκεί την υπό κρίση αίτηση και το σωματείο «Κέντρο Βιωσιμότητας και Περιβαλλοντικής Προστασίας Β.Α. Αττικής», δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού του, σκοπός του είναι, μεταξύ άλλων, και η προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος στην Β.Α. Αττική.
5. Επειδή, οι ανωτέρω, προβάλλοντες λόγους που στηρίζονται στην αυτή πραγματική και νομική βάση, παραδεκτώς ομοδικούν.
6. Επειδή, στο άρθρο 4 του Συντάγματος (όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων), ορίζεται ότι : «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στο άρθρο 20 ότι : «1. Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει». Ακολούθως, στο άρθρο 24 του ιδίου Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων … 2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης». Περαιτέρω, στο άρθρο 26 ορίζεται ότι : «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια” οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Τέλος, στο άρθρο 28 ορίζεται ότι : «1. Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωση τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου …. 2. Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση του νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών ……
7. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι δεν αποκλείεται μεν η, κατ’ απόκλιση από την συνήθη διοικητική διαδικασία που προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία, θέσπιση με τυπικό νόμο ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, στις οποίες περιλαμβάνεται η επιλογή χώρου εγκαταστάσεως βασικού έργου υποδομής, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι με τις ρυθμίσεις αυτές δεν θίγονται ατομικά δικαιώματα και δεν παραβιάζονται άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές, καθώς και οι σχετικοί ορισμοί του κοινοτικού δικαίου. Δεδομένου ότι πρόκειται πάντως, για απόκλιση από την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, η θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και, επομένως, οι λόγοι που επιβάλλουν την ανωτέρω απόκλιση και οι οποίοι ανάγονται όχι στη διαδικασία ψηφίσεως του νόμου, αλλά στις προϋποθέσεις ασκήσεως της νομοθετικής λειτουργίας, πρέπει να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου. Ο έλεγχος δε της απαιτούμενης από το Σύνταγμα συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών υπόκειται στον οριακό έλεγχο του δικαστή (πρβλ. ΣτΕ 1567/2005).
8. Επειδή, εξάλλου, με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 24 του αναθεωρημένου Συντάγματος έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη (κοινό και κανονιστικό) να ρυθμίσει την χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, την φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλλίτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων, οι οποίες προϋποθέτουν και την ύπαρξη βασικών έργων υποδομής (πρβλ. Ολ. ΣτΕ 1528/2003, 1567/ 2005).
9. Επειδή, περαιτέρω όπως προκύπτει από την διατύπωση του, το νέο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, το οποίο συμπληρώνει την βασική ρύθμιση περί χωροταξικής και πολεοδομικής οργανώσεως της χώρας και το οποίο ορίζει ότι «οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης» δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου και του κοινού νομοθέτη. Έχει δε την έννοια ότι ειδικά κατά την θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών /ρυθμίσεων τόσο η Διοίκηση όσο και ο κοινός νομοθέτης (στις εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη είναι επιτρεπτό να επιβάλλονται με πράξη του νομοθετικού οργάνου τέτοιες ρυθμίσεις) οφείλουν, προς επίτευξη του τασσομένου σκοπού της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλλιτέρων όρων διαβιώσεως, να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που έχει εφαρμογή στην συγκεκριμένη κάθε φορά ρύθμιση. Επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, μόνον εφόσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινομένη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης (βλ. σχετικώς και την εισήγηση του εισηγητή της πλειοψηφίας κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος, κατά την οποία η διάταξη αυτή επιτάσσει στο νομοθέτη, τυπικό και κανονιστικό, να λαμβάνει υπόψη του και να σταθμίζει όλα τα δεδομένα, δηλαδή να προβαίνει σε συστηματικές και όχι αποσπασματικές ρυθμίσεις ύστερα από την αναγκαία επιστημονική προεργασία). Επιτάσσει, δηλαδή, στο νομοθέτη, τυπικό και κανονιστικό, οι τεχνικές κρίσεις και αξιολογήσεις, στις οποίες στηρίζεται η εισαγόμενη ρύθμιση, να διαμορφώνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. Εξάλλου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης των κανόνων αυτών είναι οριακός και έχει ως περιεχόμενο την έρευνα του ζητήματος αν η ρύθμιση στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα, χωρίς να εκτείνεται στον ουσιαστικό έλεγχο της ορθότητας των επιλογών και σταθμίσεων του νομοθέτη ή της κανονιστικής διοικήσεως (ΣτΕ 1567/2005).
10. Επειδή, ενόψει της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής του άρθρου 24 παρ. 1 για την προστασία του περιβάλλοντος εκδόθηκε ο Ν. 1650/1986 (Α’ 160), με τον οποίο θεσπίστηκαν κανόνες αναφερόμενοι, πλην άλλων, στις προϋποθέσεις και στη διαδικασία για την έγκριση της εγκατάστασης δραστηριοτήτων ή εκτέλεσης έργων, από τα οποία επαπειλούνται δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Κατ’ επίκληση δε εξουσιοδοτικών διατάξεων, τις οποίες περιελάμβανε, ο νόμος αυτός, αλλά και σε συμμόρφωση προς τις οδηγίες 84/360/ΕΟΚ και 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 28ης Ιουνίου 1984 και της 27ης Ιουνίου 1985, αντιστοίχως, εκδόθηκε η Κοινή Υπουργική Απόφαση (Κ.Υ.Α.) 69269/5387/24.10.1990 (ΦΕΚ 678 Β’). Εν συνεχεία, οι διατάξεις του ανωτέρω Ν. 1650/1986 τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με το νεώτερο Ν. 3010/2002, με τον οποίο επιδιώκεται η εναρμόνιση προς τις Οδηγίες 97/11/ΕΕ «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον» και 96/61/ΕΕ «για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης». Ειδικώτερα, στο άρθρο 1 του νόμου αυτού, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 3 του Ν. 1650/1986, παρέχεται εξουσιοδότηση για την κατάταξη, με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., των δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε τρεις κατηγορίες, καθεμιάς δυναμένης να κατατάσσεται σε υποκατηγορίες, καθώς και σε ομάδες κοινές για όλες τις κατηγορίες, ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον (παρ. 1) και ορίζεται ότι η πρώτη (Α) κατηγορία περιλαμβάνει τα έργα και τις δραστηριότητες που λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της εκτάσεως τους είναι πιθανό να προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον (παρ. 2). Με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 4 του Ν. 1650/1986, προβλέπονται τα εξής : «1.α. Για την πραγματοποίηση νέων έργων ή δραστηριοτήτων ή τη μετεγκατάσταση υφισταμένων, τα οποία έχουν καταταγεί στις κατηγορίες που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο, απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος. Έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος απαιτείται επίσης για την επέκταση, την τροποποίηση ή και τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων έργων ή δραστηριοτήτων, που έχουν καταταγεί στις παραπάνω κατηγορίες, εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, β. Με την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων η Διοίκηση επιβάλλει ^προϋποθέσεις, όρους, περιορισμούς και διαφοροποιήσεις για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας, ιδίως ως προς τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία και τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά, γ. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση των διοικητικών πράξεων που απαιτούνται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας, δ. Για την έκδοση της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πρέπει να τηρείται : δα) η διαδικασία της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 6α και 10α και η δημοσιοποίηση της θετικής γνωμοδότησης ή της αρνητικής απόφασης επί της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 5, δβ) η διαδικασία υποβολής και η αξιολόγηση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ή Περιβαλλοντικής Έκθεσης, κατά περίπτωση, καθώς και η διαδικασία δημοσιοποίησης Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5. 2. Για την έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για έργα και δραστηριότητες της πρώτης (Α) κατηγορίας απαιτείται υποβολή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Η έγκριση περιβαλλοντικών όρων γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του συναρμόδιου Υπουργού. Ως συναρμόδιος θεωρείται ο αρμόδιος Υπουργός για το έργο ή τη δραστηριότητα. Εάν από το έργο ή τη δραστηριότητα επέρχονται επιπτώσεις σε αρχαιότητες ή σε δασικές εκτάσεις ή σε γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας ή στην παράκτια ή τη θαλάσσια ζώνη ή σε περίπτωση που το έργο ή η δραστηριότητα αφορά στην εγκατάσταση μονάδας επεξεργασίας αστικών λυμάτων ή στη δημιουργία χώρου επεξεργασίας και διάθεσης απορριμμάτων, τότε η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων γίνεται αντίστοιχα και από τον Υπουργό Πολιτισμού ή Γεωργίας ή Εμπορικής Ναυτιλίας ή Υγείας και Πρόνοιας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του κατά περίπτωση συναρμόδιου για το έργο ή τη δραστηριότητα Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιτρέπεται η αρμοδιότητα έκδοσης απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για ορισμένα έργα ή δραστηριότητες της πρώτης (Α) κατηγορίας να μεταβιβάζεται στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας. Για την έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων γνωμοδοτούν : α) κατά περίπτωση οι Οργανισμοί που έχουν συσταθεί κατ1 εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του Ν. 2508/1997 (ΦΕΚ 124 Α’), του Ν. 1515/1985 (ΦΕΚ 18 Α’) και του Ν. 1561/1985 (ΦΕΚ 148 Α’) και β) το οικείο Νομαρχιακό Συμβούλιο ……… 6. α. Για νέα έργα και δραστηριότητες ή τη μετεγκατάσταση, τον εκσυγχρονισμό, επέκταση ή τροποποίηση των υφισταμένων, της πρώτης (Α) κατηγορίας, εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, απαιτείται μαζί με την αίτηση και η υποβολή Προμελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Επί της Προμελέτης αυτής η αρμόδια για έγκριση περιβαλλοντικών όρων αρχή προβαίνει σε προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση της πρότασης που συνίσταται σε γνωμοδότηση ως προς τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία, τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά, τη χρήση των φυσικών πόρων, τη συσωρευτική δράση με άλλα έργα, την παραγωγή αποβλήτων, τη ρύπανση και τις οχλήσεις, καθώς και τον κίνδυνο ατυχημάτων ιδίως από τη χρήση ουσιών ή τεχνολογίας, β. Για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη : αα) Οι γενικές και ειδικές κατευθύνσεις της χωροταξικής πολιτικής που προκύπτουν από εγκεκριμένα χωροταξικά ρυθμιστικά και πολεοδομικά σχέδια ή άλλα σχέδια χρήσεων γης. ββ) Η περιβαλλοντική ευαισθησία της περιοχής, που ενδέχεται να θιγεί από το έργο ή τη δραστηριότητα, γγ) Τα χαρακτηριστικά των ενδεχομένων σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως το μέγεθος, η πολυπλοκότητα, η ένταση και η έκταση τους, ο διασυνοριακός χαρακτήρας τους, η διάρκεια, η συχνότητα και η αναστρεψιμότητά τους. δδ) Τα οφέλη για την “Εθνική οικονομία, την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και η εξυπηρέτηση άλλων λόγων δημόσιου συμφέροντος, εε) Οι θετικές επιπτώσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον σε μία ευρύτερη περιοχή από εκείνη που επηρεάζεται άμεσα από το έργο ή τη δραστηριότητα, γ. Μετά την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση της πρότασης : αα) είτε καλείται ο ενδιαφερόμενος ιδιώτης ή αρμόδιος φορέας να υποβάλει Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) για Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων, ώστε να ακολουθηθεί η διαδικασία των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να απαιτηθούν πρόσθετα στοιχεία και τεκμηριώσεις για επί μέρους περιβαλλοντικά μέσα ή παραμέτρους, ββ) είτε του γνωστοποιείται ότι δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας όπως προτάθηκε …. δ …. ε. Η Διοίκηση, προκειμένου να εγκρίνει περιβαλλοντικούς όρους, μπορεί, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης οποιασδήποτε πρότασης έργου ή δραστηριότητας, να απαιτήσει την υποβολή περιβαλλοντικής μελέτης ανώτερης κατηγορίας ή υποκατηγορίας και να υπαγάγει το έργο ή τη δραστηριότητα στη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ανώτερης κατηγορίας ή υποκατηγορίας από αυτήν που υπάγεται το έργο ή η δραστηριότητα, αν εκτιμάται ότι θα προκύψουν σοβαρές επιπτώσεις για το περιβάλλον από την πραγματοποίηση του. Αρμόδια προς τούτο είναι η αρχή που αξιολογεί την Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και γνωμοδοτεί σχετικά, στ. Προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση δεν απαιτείται στις θεσμοθετημένες βιομηχανικές περιοχές και ζώνες, στις βιοτεχνικές περιοχές και πάρκα, στις ναυπηγοεπισκευαστικές περιοχές, σύμφωνα με την ισχύουσα σχετική νομοθεσία, στις Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.) τού άρθρου 10 του Ν. 2742/1999 (ΦΕΚ 207 Α’) και στις περιπτώσεις που η χωροθέτηση προβλέπεται από νόμο ή εγκεκριμένο χωροταξικό ή πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο, στις περιοχές που εντοπίζονται κοιτάσματα μεταλλευτικών ορυκτών, βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων, σύμφωνα με την περ. Α’ της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 2837/2000 (ΦΕΚ 178 Α’), καθώς και στις μεταλλευτικές και λατομικές περιοχές που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. 7. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων μπορεί να εκδίδεται για ορισμένο χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην ίδια απόφαση, μετά την πάροδο του οποίου υπόκειται σε αναθεώρηση ή ανανέωση. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο, μόνον εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. 8. Αν δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή αν παρατηρηθούν επιπτώσεις στο περιβάλλον, που δεν είχαν προβλεφθεί από τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ή από την περιβαλλοντική έκθεση, το αρμόδιο όργανο για την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων, μπορεί να επιβάλλει πρόσθετους περιβαλλοντικούς όρους ή να μεταβάλλει τους αρχικούς ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία υπάγεται το έργο ή η δραστηριότητα. 9.α. Η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες πρώτης (Α) κατηγορίας του άρθρου 3 χορηγείται μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την υποβολή της αίτησης, εφόσον ο κατατεθείς φάκελος ήταν πλήρης και περιελάμβανε τα απαιτούμενα δικαιολογητικά……». Περαιτέρω με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι με κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου (παρ. 11), καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα έργα και οι δραστηριότητες της Β’ κατηγορίας, για τα οποία απαιτείται προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση (περ. α’ ανωτέρω παρ. 10) καθώς και το περιεχόμενο και οι προδιαγραφές κάθε τύπου Προμελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Π.Π.Ε.), Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) και περιβαλλοντικής έκθεσης για κάθε ομάδα έργων ή δραστηριοτήτων κ.λπ. (περ. β’ αυτής παρ. 10). Εξάλλου, με το άρθρο 3 του ανωτέρω Ν. 3010/2002, που αντικατέστησε το άρθρο 5 του Ν. 1650/1986, ορίζονται για το περιεχόμενο και τη δημοσιότητα των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων τα εξής : «1. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων περιλαμβάνει τουλάχιστον : α) Περιγραφή του έργου ή της δραστηριότητας με πληροφορίες για το χώρο εγκατάστασης, το σχεδιασμό και το μέγεθος του. β) Περιγραφή των στοιχείων του περιβάλλοντος που ενδέχεται να θιγούν σημαντικά από το προτεινόμενο έργο ή τη δραστηριότητα, γ) Εντοπισμό και αξιολόγηση των βασικών επιπτώσεων στο περιβάλλον, δ) Περιγραφή των μέτρων για την πρόληψη, μείωση ή αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον, ε) Σύνοψη των κύριων εναλλακτικών λύσεων και υπόδειξη των κύριων λόγων της επιλογής της προτεινόμενης λύσης, στ) Απλή (μη τεχνική) περίληψη του συνόλου της μελέτης, ζ) Σύντομη αναφορά των ενδεχόμενων δυσκολιών που προέκυψαν κατά την εκπόνηση της μελέτης. Οι προδιαγραφές και το ειδικότερο περιεχόμενο της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων καθορίζονται με τις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 10β του προηγούμενου άρθρου. 2……3. Οι αποφάσεις που αφορούν στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων, για έργα πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, καθώς και οι γνωμοδοτήσεις της Διοίκησης για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση επί των υποβαλλομένων Π.Π.Ε., διαβιβάζονται στο οικείο ή στα οικεία νομαρχιακά συμβούλια προκειμένου να λάβουν γνώση και να ενημερώσουν τους πολίτες και τους φορείς εκπροσώπησης τους. Η διαδικασία ενημέρωσης των πολιτών καθορίζεται με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου». Τέλος, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε ότι : «1. Διαδικασίες για την προέγκριση χωροθέτησης ή την έγκριση περιβαλλοντικών όρων που εκκρεμούν μέχρι την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3 και στην παρ. 10α του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαθίστανται με τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος νόμου, συνεχίζονται και ολοκληρώνονται ως εξής : α) Διαδικασίες Προέγκρισης Χωροθέτησης : Η Προέγκριση Χωροθέτησης συνιστά γνωμοδότηση της αρμόδιας υπηρεσίας κατά την έννοια προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης της πρότασης του έργου ή δραστηριότητας που προβλέπεται στην παρ. 6α του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Β) Διαδικασίες Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων : Η έγκριση περιβαλλοντικών όρων διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 1650/1986, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους με τον παρόντα νόμο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 9 του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του νόμου αυτού, οι οποίες εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες αυτές. 2. Εκκρεμείς υποθέσεις για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου θεωρούνται εκείνες για τις οποίες έχει υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο φορέα ή ιδιώτη αίτηση, που συνοδεύεται από τα απαιτούμενα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις δικαιολογητικά, στην αρμόδια κάθε φορά υπηρεσία, είτε για προέγκριση χωροθέτησης είτε για έγκριση περιβαλλοντικών όρων. 3. Όπου στο Ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος ή άλλο νόμο. αναφέρεται ο όρος «προέγκριση χωροθέτησης» νοείται εφεξής προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση. 4. Στις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 3, 4 και 5 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαθίστανται με τα άρθρα 1, 2 και 3 του παρόντος νόμου, μπορεί να περιλαμβάνονται μεταβατικές διατάξεις για την προσαρμογή του υφιστάμενου μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου συστήματος προέγκρισης χωροθέτησης ή έγκρισης περιβαλλοντικών όρων …. στο προβλεπόμενο με τις διατάξεις του παρόντος νόμου σύστημα προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης ή έγκρισης περιβαλλοντικών όρων …… Περαιτέρω, με βάση εξουσιοδοτήσεις παρεχόμενες με διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά και σε συμμόρφωση με τις ήδη μνημονευθείσες Οδηγίες 97/11/ΕΚ και 96/61/ΕΚ εκδόθηκε η κοινή απόφαση Η.Π. 15393/2332/5. 8.2002 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β’ 1022/5.8.2002), με την οποία ορίζονται τα έργα και δραστηριότητες που κατατάσσονται σε 10 ομάδες, κοινές για την Α’ και Β΄ κατηγορία του άρθρου 3 του Ν. 1650/1986 (άρθρο 1 Ν. 3010/2002) και υποδιαιρούνται στις υποκατηγορίες 1 και 2 για την Α’ κατηγορία και 3 και 4 για τη Β’ κατηγορία. Ειδικότερα, στην 4η Ομάδα (Συστήματα Υποδομών) περιλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας και διαθέσεως μη επικίνδυνων στερεών αποβλήτων με θερμική ή χημική επεξεργασία, που κατατάσσονται στην πρώτη υποκατηγορία της πρώτης κατηγορίας καθώς και η υγειονομική ταφή μη επικίνδυνων στερεών αποβλήτων, που κατατάσσεται στην αυτή υποκατηγορία της αυτής κατηγορίας για ισοδύναμο πληθυσμού από 200.000 κατοίκους και άνω. Εκδόθηκε επίσης η Η.Π. 11014/703/Φ.104/ 14.3.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως «Διαδικασία Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (Π.Π.Ε.Α.) και Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (Ε.Π.Ο.), σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 1650/1986 …. όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3010/2002 …)» (Β’ 332/20.3.2003). Με το άρθρο 4 αυτής ορίζεται ότι για τα έργα και τις δραστηριότητες της υποκατηγορίας 1 της Α’ κατηγορίας της ανωτέρω Κ.Υ.Α. Η.Π. 15393/2332/ 5.8.2002 υποβάλλεται προς Ε.Π.Ο. Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) περιέχουσα λεπτομερώς αναγραφόμενα στοιχεία, των λοιπών προδιαγραφών και στοιχείων της καθοριζομένων από την προβλεπόμενη από την εξουσιοδοτική διάταξη του νέου άρθρου 4 παρ. 10β του Ν. 1650/ 1986 Κ.Υ.Α. ενώ με το άρθρο 14 προβλέπεται ότι μέχρι την έκδοση της τελευταίας αυτής Κ.Υ.Α. η μελέτη του πίνακα 1 του άρθρου 16 της Κ.Υ.Α. 69269/5387/1990 αποτελεί τη Μ.Π.Ε. τύπου 1 του ανωτέρω άρθρου 4 αυτής (της Κ.Υ.Α. Η.Π. 11014/703/Φ. 104/14.3.2003).
11. Επειδή, παραλλήλως με τις παρατιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, οι οποίες επιβάλλουν αρχικώς προέγκριση χωροθετή-σεως (ήδη Π.Π.Ε.Α.), και, εν συνεχεία, έγκριση περιβαλλοντικών όρων προκειμένου να τύχουν διαχειρίσεως τα στερεά απόβλητα, ορισμένοι βασικοί κανόνες για τη διαχείριση τους τέθηκαν με την Οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, που μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με την Κ.Υ.Α. 49541/1424/9.7.1986 (Β’ 444). Η Οδηγία αυτή τροποποιήθηκε με την Οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18.3.1991, η οποία με το άρθρο 1 αυτής αντικατέστησε τα άρθρα 1-12 της προηγούμενης Οδηγίας. Τη νεώτερη αυτή Οδηγία μετέφερε στην ελληνική έννομη τάξη η Κ.Υ.Α. 69728/ 824/16.5.1996 (Β’ 358/17.5.1996), η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης πράξεως, καταργηθείσα μεταγενεστέρως με το άρθρο 16 παρ. 3 της Κ.Υ.Α. Η.Π. 50910/2727/2003 (Β’ 1909/22.12.2003). Η εφαρμοστέα εν προκειμένω ανωτέρω Κ.Υ.Α. όριζε ότι η διαχείριση των στερεών αποβλήτων πραγματοποιείται κατά τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η μη πρόκληση, αμέσως ή εμμέσως, κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου και η μη χρησιμοποίηση διαδικασιών ή μεθόδων που ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον (άρθρο 4). Προβλέπει δε περαιτέρω λεπτομερείς σχεδιασμούς σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και ειδικές, πολύπλοκες διαδικασίες καταρτίσεως των σχεδίων. Ειδικότερα, ορίζεται ότι οι γενικές κατευθύνσεις της πολιτικής διαχειρίσεως των αποβλήτων προσδιορίζονται σε εθνικό επίπεδο και συνίστανται, πλην άλλων, στη θέσπιση όρων καταλληλότητας και κριτηρίων συγκριτικής αξιολογήσεως και επιλογής των χώρων των εγκαταστάσεων διαθέσεως και αξιοποιήσεως των στερεών αποβλήτων (άρθρο 7 παρ. 1), επιδιωκόμενης της διαθέσεως τους σε μία από τις πλησιέστερες εγκαταστάσεις που θα χρησιμοποιούν τις πιο κατάλληλες μεθόδους και τεχνολογίες για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας (αρχή της εγγύτητας, άρθρο 7 παρ. 4). Προς τούτο καταρτίζονται πλαίσιο τεχνικών προδιαγραφών και γενικά προγράμματα διαχειρίσεως των αποβλήτων (άρθρο 7 παρ. 3), που εγκρίνονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Υγείας και Πρόνοιας (ήδη Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης) (άρθρο 8 παρ. 2). Εκδόθηκαν δε αντιστοίχως οι Κ.Υ.Α. 114218/31.10.1997 (Β’ 1016/17.11.1997) και 113944/27.10.1997 (Β’ 1016/17.11.1997), όπως η τελευταία αυτή συμπληρώθηκε και εξειδικεύθηκε με την Κ.Υ.Α. 14312/1302/2000 (Β’ 723/9.6.2000), προβλέπουσα ως γενικούς στόχους του Εθνικού Σχεδιασμού, πλην άλλων, την παύση της λειτουργίας των ανεξέλεγκτων χωματερών, τη δημιουργία σύγχρονων και ολοκληρωμένων εγκαταστάσεων διαχειρίσεως απορριμμάτων (Ο.Ε.Δ.Α.) με εργοστάσια μηχανικής ανακυκλώσεως (ΕΜΑΚ) και χώρους υγειονομικής ταφής (άρθρο 3.Α.1), ειδικώς δε για την Αττική αρχικώς μεν, πλην του υφισταμένου Χ.Υ.Τ.Α., δυναμικότητας 1.460.000 τόνων ετησίως, και δύο Εργοστάσια Μηχανικής Ανακυκλώσεως και Κομποστοποιήσεως (ΕΜΑΚ), μετά δε την αντικατάσταση της με την Κ.Υ.Α. 26469/1501/Ε103/1.7.2003 (Β’ 864/1.7.2003) πέντε νέες θέσεις Ολοκληρωμένων Εγκαταστάσεων Διαχειρίσεως Απορριμμάτων (Ο.Ε.Δ.Α.), ως τέτοιων νοουμένων των πάσης φύσεως έργων και δραστηριοτήτων διαχειρίσεως, επεξεργασίας και διαθέσεως απορριμμάτων, όπως ΕΜΑΚ, Χ.Υ.Τ.Α., Κέντρο Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (Κ.Δ.Α.Υ.). Με την ανωτέρω Κ.Υ.Α. 69728/824/ 16.5.1996 ορίζεται περαιτέρω ότι ο σχεδιασμός της διαχειρίσεως των στερεών αποβλήτων, που εκπονείται στο πλαίσιο εφαρμογής και εξειδικεύσεως των ανωτέρω γενικών κατευθύνσεων, αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη χωροθέτηση των κατά τα ανωτέρω ολοκληρωμένων εγκαταστάσεων διαθέσεως ή και αξιοποιήσεως των στερεών αποβλήτων (άρθρο 9 παρ. Ι). Η διαδικασία εκπονήσεως του σχεδιασμού διαχειρίσεως διακρίνεται σε δύο στάδια. Στο πρώτο καταρτίζεται το πλαίσιο του σχεδιασμού που περιλαμβάνει, πλην άλλων, τον επιθυμητό αριθμό των εγκαταστάσεων αξιοποιήσεως ή και διαθέσεως και εξειδικεύονται οι όροι καταλληλότητας ενός χώρου και τα κριτήρια συγκριτικής αξιολογήσεως τους (άρθρο 9 παρ. III Α1α). Οι όροι και τα κριτήρια αυτά αναγράφονται λεπτομερώς στο Παράρτημα Ι παρ. 3 της προαναφερόμενης Κ.Υ.Α. 114218/31.10.1997, στο οποίο αναφέρονται οι χώροι όπου απαγορεύεται η ύπαρξη των επίδικων εγκαταστάσεων, καθώς και τα ειδικότερα υδρολογικά, γεωλογικά, περιβαλλοντικά, χωροταξικά, γενικότερης φύσεως και λειτουργικά κριτήρια, στα οποία πρέπει να ανταποκρίνονται οι χώροι όπου οι εγκαταστάσεις αυτές επιτρέπονται. Κατ1 εφαρμογή τους δε, περαιτέρω, προεπιλέγονται τρεις έως τέσσερις χώροι που θεωρούνται κατ’ αρχήν κατάλληλοι (άρθρο 5 παρ. 3.1.5 της προαναφερόμενης Κ.Υ.Α. 113944/27.10.1997). Αρμόδια για την κατάρτιση του ανωτέρω πλαισίου μπορεί να είναι η Περιφέρεια, οπότε εγκρίνεται τούτο με απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου αφού εκφράσουν τις απόψεις τους τα οικεία Νομαρχιακά Συμβούλια (άρθρο 9 παρ. II! Α1β Κ.Υ.Α. 69728/824/16.5. 1006). Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει την κυρίως μελέτη σχεδιασμού, που αναφέρεται στον εντοπισμό και την υπόδειξη των επικρατέστερων από τους κατά τα ανωτέρω προεπιλεγέντες ως κατάλληλους χώρους. Με αυτήν προτείνονται αρχικώς τουλάχιστον δύο εναλλακτικοί χώροι και στη συνέχεια ακολουθεί συγκριτική επιλογή και αξιολόγηση της βέλτιστης θέσεως που θα αντιστοιχεί για κάθε έργο ή δραστηριότητα (αυτό άρθρο 9 παρ. III Α1). Οι χώροι που υποδεικνύονται σύμφωνα με την πιο πάνω μελέτη εγκρίνονται ως κατάλληλοι, αν μεν υπεύθυνος φορέας για την κατάρτιση της μελέτης είναι Σύνδεσμος Δήμων και Κοινοτήτων με απόφαση του οικείου Νομάρχη ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Νομαρχιακού Συμβουλίου, και εισήγηση επιτροπής, αν δε υπεύθυνος φορέας για την κατάρτιση της μελέτης είναι η Περιφέρεια με απόφαση του Γενικού Γραμματέα αυτής ύστερα και πάλι από σύμφωνη γνώμη του Νομαρχιακού Συμβουλίου και εισήγηση επιτροπής (αυτό άρθρο 9 παρ. III Α1β). Τέλος, ο σχεδιασμός ολοκληρώνεται με την χορήγηση της κατά τις διατάξεις της Κ.Υ.Α. 60269/5387/1990 προεγκρίσεως χωροθετήσεως της εκτάσεως όπου θα πραγματοποιηθούν οι εργασίες διαχειρίσεως ή και διαθέσεως των στερεών αποβλήτων (αυτό άρθρο 9 παρ. III. Β1 και 2), για δε την πραγματοποίηση τους «απαιτείται έγκριση περιβαλλοντικών όρων όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 (παρ. 1, 2 και 3) του Ν. 1650/1986» (άρθρο 10 παρ. 1 αυτής Κ.Υ.Α. 69728/824/1996).
12. Επειδή, από τις παρατιθέμενες στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεις συνάγεται ότι το ζήτημα της διαχειρίσεως των στερεών αποβλήτων, που περιλαμβάνει και το θέμα της επιλογής του χώρου εγκαταστάσεως Ο.Ε.Δ.Α., τμήμα των οποίων αποτελούν οι Χ.Υ.Τ.Α., αντιμετωπίζεται από αυτές λεπτομερώς εξαιτίας της ιδιαίτερης σημασίας του, προεχόντως για λόγους δημόσιας υγείας. Ειδικότερα, αφενός τίθενται κανόνες ως προς το είδος των υπό διαχείριση αποβλήτων, και αφετέρου προβλέπεται η εκπόνηση πολύπλοκου σχεδιασμού με εσωτερική συνοχή και σε δύο στάδια, το δεύτερο των οποίων προϋποθέτει την ολοκλήρωση του πρώτου, που περιλαμβάνει μελέτες, συντασσόμενες βάσει συγκεκριμένων αρχών, προκειμένου να επιλεγεί ο επιστημονικά άριστος χώρος όπου θα λειτουργήσει Ο.Ε.Δ.Α. Και στα δύο αυτά στάδια επιδιώκεται η μέγιστη δυνατή συμμετοχή, κατά τον ανωτέρω σχεδιασμό, των περιφερειακών αρχών καθώς και των οργάνων των Ο.Τ.Α., στα όρια των οποίων οι ανωτέρω Ο.Ε.Δ.Α. θα λειτουργήσουν, ποικίλλουσα από την έκφραση απόψεων έως τη σύμφωνη γνώμη τους προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συναίνεση τους, δεδομένου ότι οι Ο.Ε.Δ.Α. αυτές θα εξυπηρετούν πλείστους Ο.Τ.Α. Η συναίνεση όμως αυτή δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή του χώρου λειτουργίας του Ο.Ε.Δ.Α. Ειδικότερα, όταν το πρώτο στάδιο ολοκληρωθεί με απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου εγκρίνουσα, αφού εκφέρουν απλώς τις απόψεις τους τα νομαρχιακά συμβούλια, πλην άλλων και τον επιθυμητό αριθμό Ο.Ε.Δ.Α. εντός των ορίων των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, τις οποίες περιλαμβάνει, το Νομαρχιακό Συμβούλιο, καλούμενο να εκφέρει τη γνώμη του κατά το δεύτερο στάδιο, που καταλήγει στην έκδοση διοικητικής πράξεως περί εγκρίσεως ως καταλλήλων των προτεινόμενων χώρων, οφείλει να επιληφθεί και, αν αμφισβητεί την καταλληλότητα των χώρων που έχουν προταθεί με την κυρίως μελέτη του σχεδιασμού, να διατυπώσει την αρνητική γνώμη του, επικαλούμενο συγκεκριμένα στοιχεία προς αντίκρουση της μελέτης. Δεδομένου ότι με τις ανωτέρω κανονιστικές αποφάσεις δεν προβλέπεται δυνατότητα συνεχίσεως της σχετικής διαδικασίας χωρίς τη γνώμη του Νομαρχιακού Συμβουλίου, η άρνηση του να γνωμοδοτήσει, έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η έκδοση της προαναφερόμενης διοικητικής πράξεως περί εγκρίσεως ως κατάλληλων των προτεινόμενων χώρων για την εκτέλεση έργου που έχει ζωτική σημασία για την προστασία της δημόσιας υγείας και τη λειτουργία των οικισμών, χωρίς μάλιστα, να διατυπώνονται συγκεκριμένες αντιρρήσεις στο περιεχόμενο της σχετικής μελέτης, ενόψει των οποίων θα ήταν δυνατή η επανεξέταση της. Συνεπώς, η παράλειψη ή η άρνηση του Νομαρχιακού Συμβουλίου να γνωμοδοτήσει συνιστά καθ’ εαυτήν, σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε προηγούμενη σκέψη, εξαιρετικό λόγο επιτρέποντα την ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας για την επιβολή με τυπικό νόμο ατομικής ρύθμισης χωροταξικού σχεδιασμού, η οποία συνίσταται στην έγκριση χώρων που έχουν ήδη προταθεί από την ανωτέρω μελέτη ως κατάλληλοι. Εξάλλου, εφόσον, όπως προκύπτει από τις ίδιες διατάξεις, μετά την έγκριση των χώρων, με την οποία ολοκληρώνεται το δεύτερο στάδιο της θεσπιζόμενης με τις ανωτέρω Κ.Υ.Α. διαδικασίας, ακολουθεί προέγκριση χωροθετήσεως (ήδη Π.Π.Ε.Α.) και έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την εκτέλεση του έργου στο χώρο που τελικώς επιλέγεται μεταξύ των εγκριθέντων ως καταλλήλων κατά το δεύτερο στάδιο του σχεδιασμού, με την ανωτέρω νομοθετική επέμβαση, με την οποία δεν καταργείται ούτε υποκαθίσταται η διαδικασία της προέγκρισης χωροθετήσεως (ήδη Π.Π.Ε.Α.) και επιβολής περιβαλλοντικών όρων, ουδόλως στερείται δικαστικής προστασίας ο έχων έννομο συμφέρον, εφόσον δύναται να προσβάλει την τελευταία αυτή πράξη, με την οποία ολοκληρώνεται η σχετική διοικητική διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με την 44/17.9.2001 απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής εγκρίθηκε ο περιφερειακός σχεδιασμός διαχειρίσεως στερεών αποβλήτων Αττικής και με τον τρόπο αυτό ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 10. Με την απόφαση αυτή, η οποία εκδόθηκε ύστερα από μελέτη που εκπόνησε, ως αρμόδια, η Περιφέρεια Αττικής, προβλέφθηκαν τρεις διαχειριστικές ενότητες, από τις οποίες η πρώτη αφορά την ηπειρωτική Αττική και τις νήσους Αίγινα και Σαλαμίνα για ποσότητα αστικών αποβλήτων 1.765.000 τόνων ετησίως και 230.000 τόνων, επίσης ετησίως, επεξεργασμένης ιλύος. Ως απαιτούμενα δε έργα για την ενότητα αυτή εγκρίθηκαν, μεταξύ άλλων, «… δύο Χ.Υ.Τ.Α. στην Ανατολική Αττική συνολικής δυναμικότητας 255.000 τόνων ετησίως. Τρεις (3) (μέγιστος αριθμός) μικρές και ευέλικτες μονάδες κομποστοποίησης στην Ανατολική Αττική συνολικής δυναμικότητας 80.000 τόνων ετησίως. Δέκα οκτώ (18) ΤΣΜΑ (Τοπικά Συστήματα Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων) σε διάφορα σημεία της Αττικής … και τρία (3) ΤΣΜΑ προβλέπονται στην Ανατολική Αττική. Τρία Κέντρα Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (Κ.Δ.Α.Υ.) και συγκεκριμένα δύο (2) Κ.Δ.Α.Υ. στην Ανατολική Αττική συνολικής δυναμικότητας 145.000 τόνων ετησίως». Στην παρ. 6 του προοιμίου της ανωτέρω αποφάσεως γίνεται μνεία του υπ’ αριθμ. 1145/5-9-2001 εγγράφου του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, με το οποίο διαβιβάσθηκαν οι απόψεις του νομαρχιακού συμβουλίου ως προς το περιεχόμενο της μελέτης του Α’ σταδίου του περιφερειακού σχεδιασμού διαχείρισης στερεών αποβλήτων (Δ.Σ.Α.) Αττικής, όπως αυτές διατυπώνονται στο υπ’ αριθμ. 23/4-9-2001 πρακτικό συνεδριάσεως του νομαρχιακού συμβουλίου της Ν.Α. Ανατολικής Αττικής (απόφαση 102/2001). Στο εν λόγω πρακτικό του νομαρχιακού συμβουλίου, αφού διατυπώνονται διάφορες παρατηρήσεις ως προς την ανωτέρω μελέτη της περιφέρειας Αττικής και εκφράζεται η διαφωνία ως προς το περιεχόμενο της μελέτης αυτής και ειδικότερα ως προς τη δυνατότητα χωροθέτησης Χ.Υ.Τ.Α. στην Ανατολική Αττική προτείνεται να αφεθεί η Ν.Α. Ανατολικής Αττικής να συνεχίσει την ολοκλήρωση του σχεδιασμού διαχείρισης στερεών αποβλήτων για την περιοχή της και εν πάσει περιπτώσει ο περιφερειακός σχεδιασμός να περιλάβει αυτούσια το εγκεκριμένο από το νομαρχιακό συμβούλιο Α’ στάδιο σχεδιασμού της Ν.Α.Α.Α. και όχι αυτό της Περιφέρειας. Την παραπάνω απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου, η οποία δεν προκύπτει ότι έχει ακυρωθεί ή ανακληθεί, ακολούθησε υπό τον τίτλο «Περιφερειακός σχεδιασμός διαχείρισης απορριμμάτων Αττικής – Β’ στάδιο» η από Μαρτίου 2003 κυρίως μελέτη. Η μελέτη αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατάλληλες θέσεις για τη δημιουργία των ανωτέρω εγκαταστάσεων στην Ανατολική Αττική, υποενότητα Β.Α. Αττικής είναι οι θέσεις α) «Μαύρο Βουνό – Γραμματικό» με συνολική βαθμολογία 6,495 βαθμούς και β) η θέση «Τρύπες – Πολυδένδρι» με συνολική βαθμολογία 5,588 βαθμούς, ενώ οι υπόλοιπες θέσεις εκρίθη ότι ενέπιπταν σε κριτήρια αποκλεισμού (βλ. περίληψη μελέτης σελ. 36 – 40). Επί του περιεχομένου της ανωτέρω μελέτης το Νομαρχιακό Συμβούλιο Ανατολικής Αττικής δεν διετύπωσε οιαδήποτε γνώμη. Ενόψει της ανωτέρω αρνήσεως του Νομαρχιακού Συμβουλίου Ανατολικής Αττικής να εκδώσει κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 10 γνωμοδότηση επί της μελέτης που είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία ολοκληρώσεως της δεύτερης φάσεως του σχεδιασμού, η προαναφερόμενη μελέτη διαβιβάστηκε στη Βουλή των Ελλήνων (βλ. σελ. 1548 των πρακτικών της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων αυτής, καθώς και σελ. 5187, 5188 των πρακτικών της Βουλής, συνεδρίαση ΡΚΖ’, 11 Ιουνίου 2003 της Γ’ Συνόδου της Ι’ Περιόδου), προκειμένου ο ανωτέρω σχεδιασμός να ολοκληρωθεί με την έκδοση τυπικού νόμου περί εγκρίσεως των κατάλληλων θέσεων. Εκδόθηκε δε πράγματι ο αναφερόμενος στη σκέψη 2 νόμος 3164/2-7-2003, στο άρθρο 33 του οποίου ορίζεται ότι : «1. Ολοκληρώνεται ο Περιφερειακός Σχεδιασμός Διαχείρισης στερεών αποβλήτων της Περιφέρειας Αττικής με την έγκριση ως κατάλληλων θέσεων για εγκαταστάσεις ολοκληρωμένης διαχείρισης αποβλήτων, σύμφωνα με τους όρους και τα κριτήρια καταλληλότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 114218/1997 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 1016 Β’), ως εξής : Α. Βόρεια – Ανατολική Αττική : α) θέση «Μαύρο Βουνό» Γραμματικού β) θέση «Τρύπες» Πολυδενδρίου … 3. Για την πραγματοποίηση κάθε έργου ή δραστηριότητας που αφορά τη διαχείριση αποβλήτων στις θέσεις των προηγουμένων παραγράφων, απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 1650/1986. Η έγκριση των περιβαλλοντικών όρων διενεργείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Δημοσίας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Πολιτισμού, Γεωργίας και Υγείας και Πρόνοιας και επέχει θέση έγκρισης κατά τις διατάξεις των άρθρων 45 και 58 του ν. 998/1979, καθώς και έγκρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3028/2002». Στην αιτιολογική έκθεση επί της σχετικής με το άρθρο αυτό προσθήκης – τροπολογίας στο σχέδιο νόμου «Μητρώα Μελετητών ….» αναφέρεται ότι για τη λύση του προβλήματος υπάρχει ελάχιστος χρόνος και τεράστιο πρόβλημα υγείας, δεδομένου ότι στην Αττική συνεχίζουν να λειτουργούν 27 χώροι ανεξέλεγκτης διαθέσεως απορριμμάτων, ιδίως στην Ανατολική Αττική, ότι έχει εκπονηθεί η μελέτη για την εύρεση των κατάλληλων χώρων και ότι η αναγκαιότητα της ρυθμίσεως είναι προφανής, ενόψει της μη γνωμοδοτήσεως των Νομαρχιακών Συμβουλίων, και επιτακτική, γιατί εκτός της συνδρομής των λόγων προστασίας της δημόσιας υγείας, έχει ήδη αρχίσει η λειτουργία των συστημάτων ανακλήσεως για μεν τα υλικά συσκευασίας από την 1.1.2003, για δε τα υπόλοιπα εντός του έτους 2003. Στην μελέτη δε αυτή αναφέρθηκε ρητώς και η Υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. κατά τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή, κατά τις οποίες εξέθεσε ότι «Με βάση τη μελέτη την οποία έχουμε καταθέσει και στη Βουλή, για πρώτη φορά έγινε ο χάρτης του αποκλεισμού όλων των περιοχών. Τον έχω καταθέσει στα Πρακτικά …. Οι αρμόδιοι μελετητές πρότειναν ορισμένους χώρους που τους έχουν βαθμολογήσει. Με βάση τη μελέτη αυτή -γιατί ούτε οι Υπουργοί κάνουν τις μελέτες ούτε οι γενικοί γραμματείς των περιφερειών, ούτε η Κυβέρνηση … τις μελέτες τις κάνουν οι ειδικοί επιστήμονες οι οποίοι προσδιορίζουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά – και τη βαθμολογία, καθορίστηκαν έξι χώροι για ολοκληρωμένη διαχείριση απορριμμάτων….. Περαιτέρω, με το 135873/7.10.2003 έγγραφο της Ειδικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. διατυπώθηκε η θετική γνωμοδότηση της επί της Π.Π.Ε.Α. του επίδικου έργου στη θέση «Μαύρο Βουνό» Γραμματικού. Αντιθέτως με την υπ’ αριθμ. 193/2003 (πρακτικό 20) απόφαση του το Νομαρχιακό Συμβούλιο Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής απέρριψε την μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου Ο.Ε.Δ.Α. ΒΑ Αττικής στη θέση «Μαύρο Βουνό» Γραμματικού. Τέλος, εκδόθηκε η προσβαλλομένη από 3-12-2003 κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι του εν λόγω έργου.
14. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, συνέτρεχαν οι εξαιρετικοί λόγοι που δικαιολογούν την προσφυγή στη διαδικασία εκδόσεως τυπικού νόμου για τη θέσπιση της επίμαχης χωροταξικής ρυθμίσεως, συνισταμένης στην έγκριση χώρων ως κατάλληλων για τη λειτουργία έργου υποδομής. Οι λόγοι αυτοί ανάγονται στην αδυναμία της Διοικήσεως να προβεί στην ανωτέρω ρύθμιση με την έκδοση της προβλεπομένης από τις προαναφερθείσες διατάξεις διοικητικής πράξεως λόγω της αρνήσεως του Νομαρχιακού Συμβουλίου Ανατολικής Αττικής να διατυπώσει την επίσης προβλεπόμενη από τις αυτές διατάξεις γνώμη του, με αποτέλεσμα, όπως εκτίθεται στη σκέψη 12, την παρεμπόδιση της λήψεως μέτρου αποβλέποντας κυρίως στην προστασία της δημόσιας υγείας, και μάλιστα εν όψει οξυμένου κινδύνου που απορρέει από τη λειτουργία ανεξέλεγκτων χωματερών και τον κορεσμό των ήδη υπαρχόντων Χ.Υ.Τ.Α. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί, ως εξάλλου ώφειλε κατά τα αναφερόμενα στην σκέψη 8, αποδοχή του συμπεράσματος επιστημονικής μελέτης, για το περιεχόμενο της οποίας δεν υποβλήθηκαν τεκμηριωμένες αντιρρήσεις από την ενδιαφερόμενη Νομαρχία. Εξάλλου, με τη ρύθμιση αυτή, η οποία, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 11, δεν συνιστά προέγκριση χωροθετήσεως (ήδη Π.Π.Ε.Α.), αλλά προηγούμενο αυτής στάδιο, δεν στερείται δικαστικής προστασίας ο έχων έννομο συμφέρον πολίτης, εφόσον κατά τα επόμενα στάδια της διαδικασίας η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να εγκρίνει περιβαλλοντικούς όρους για την προεπιλεγείσα θέση, είναι δε εν πάσει περιπτώσει δυνατή η προσβολή της τελικώς εκδιδομένης πράξης περί Ε.Π.Ο., η οποία και αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη στην παρούσα υπόθεση. Πρέπει συνεπώς να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι μη νόμιμη διότι στηρίζεται σε ^προέγκριση χωροθετήσεως που έγινε με νόμο ανίσχυρο, ως αντιτιθέμενο στα άρθρα 24 και 26 του Συντάγματος και στην Οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ. Περαιτέρω, και δεδομένου ότι, κατά τα προαναφερθέντα η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση δεν συνιστά προέγκριση χωροθετήσεως, αλλά προηγούμενο αυτής στάδιο, δεν υφίστατο υποχρέωση τηρήσεως της διαδικασίας δημοσιότητας και ενημερώσεως των αρχών και του κοινού, και, επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ο λόγος ότι μη νομίμως οι αιτούντες δεν εκλήθησαν να διατυπώσουν τις απόψεις τους κατά την επιλογή της συγκεκριμένης θέσεως, καθώς και οι συναφείς λόγοι περί παραβιάσεως της αρχής της προλήψεως και της εγκαίρου εκτιμήσεως.
15. Επειδή, προβάλλεται ότι η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου εγκαταστάσεως του έργου προσβάλλει την αρχή της βιώσιμου αναπτύξεως, καθώς η επίδικη εγκατάσταση πρόκειται να λειτουργήσει στην χερσόνησο της Αττικής, όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της χώρας με συνέπεια την εξάντληση της φέρουσας ικανότητας της περιοχής και την περαιτέρω υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης. Συναφώς προβάλλεται, ότι έπρεπε να έχουν εξετασθεί εναλλακτικές λύσεις και εκτός του νομού Αττικής, στα πλαίσια σχεδιασμού σε εθνική κλίμακα. Από το πλέγμα όμως των διατάξεων του κοινοτικού και εθνικού δικαίου, οι οποίες έχουν παρατεθεί στη σκέψη υπ’ αρίθμ. 11 και οι οποίες διέπουν την διαχείριση των απορριμμάτων προκύπτει ότι ο εθνικός σχεδιασμός περιλαμβάνει κατάρτιση προδιαγραφών και γενικών προγραμμάτων με σκοπό την ορθολογική διαχείριση των στερεών αποβλήτων (ΣτΕ 2284/ 2000). Περαιτέρω, ο εθνικός αυτός σχεδιασμός εξειδικεύεται σε επίπεδο νομαρχιακής αυτοδιοίκησης ή περιφέρειας και επιμερίζεται σε δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο καθορίζονται στόχοι προς μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση και ανάκτηση των αποβλήτων, καταγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση, οι υφιστάμενες τεχνικές και εξειδικεύονται οι όροι καταλληλότητας ενός χώρου, αλλά και τα κριτήρια αξιολόγησης αυτού, ώστε να επιλεγεί ο καταλληλότερος χώρος για την εγκατάσταση μονάδας διαχείρισης στερεών αποβλήτων μεταξύ αυτών που προτείνονται. Κατά το δεύτερο στάδιο εκπονείται η κυρίως μελέτη του σχεδιασμού. Με την μελέτη αυτή γίνεται επιλογή του κατάλληλου χώρου κατ’ εκτίμηση περιβαλλοντικών εν γένει κριτηρίων που έχουν καθορισθεί στο προηγούμενο στάδιο και στη συνέχεια ακολουθεί η προέγκριση χωροθέτησης (ήδη προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση) και η έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Από τις ρυθμίσεις αυτές προκύπτει ότι καταλείπεται ευχέρεια στα κράτη μέλη όσον αφορά στην κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης, με μόνο περιορισμό την υλοποίηση των τασσόμενων από τις οδηγίες στόχων και την θέσπιση κριτηρίων, τα οποία αποσκοπούν στην τήρηση της αρχής της βιώσιμου αναπτύξεως, καθώς και στην τήρηση της αρχής της διαθέσεως των αποβλήτων στις πλησιέστερες προς τον τόπο παραγωγής τους εγκαταστάσεις (αρχή της εγγύτητας) και επομένως θεμιτώς, από απόψεως κοινοτικού δικαίου ο σχεδιασμός εξειδικεύεται στην εθνική νομοθεσία σε επίπεδο νομαρχιακής αυτοδιοίκησης ή περιφέρειας. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και ειδικότερα από τις εκπονηθείσες μελέτες, πραγματοποιήθηκε περιφερειακός σχεδιασμός σε δύο στάδια που κατέληξε στην επιλογή συγκεκριμένων θέσεων, των οποίων στη συνέχεια εγκρίθηκε η καταλληλότητα. Επομένως, ο εν λόγω σχεδιασμός σε επίπεδο περιφέρειας συνιστά εξειδίκευση των επιταγών και κατευθύνσεων του προαναφερθέντος εθνικού σχεδιασμού, ενώ εξάλλου η επιλογή των καταλλήλων θέσεων έγινε, μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων, με μεθόδους αξιολογήσεως που στηρίζονται αποκλειστικά σε περιβαλλοντικά κριτήρια, ένα εκ των οποίων είναι και η μικρή απόσταση προς τους χώρους εναποθέσεως των απορριμμάτων, η οποία συνιστά κριτήριο που αντιστοιχεί στην παραπάνω αρχή της εγγύτητας. Ενόψει των ανωτέρω, όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι και ειδικότερα ο λόγος ότι έπρεπε να αναζητηθεί θέση εκτός της Αττικής, διότι άλλως παραβιάζεται η αρχή της βιώσιμου αναπτύξεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
16. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω από τους αιτούντες ότι για την επιλογή των νέων Χ.Υ.Τ.Α. στην ΒΑ Αττική χρησιμοποιούνται πέντε (5) κριτήρια (γεωλογικό και υδρολογικό, περιβαλλοντικό, χωροταξικό, λειτουργικό και γενικής φύσης, οικονομικό), στα οποία προσδίδονται κατά τρόπο αυθαίρετο και ατεκμηρίωτο ειδικοί συντελεστές βαρύτητας, διαφοροποιημένοι μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η πρόκριση ως καταλληλότερης θέσης μίας λύσης που σε «απόλυτες τιμές» μπορεί, κατά τους ισχυρισμούς τους, να συγκεντρώνει χαμηλότερη βαθμολογία. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η ομάδα κριτηρίων συγκριτικής αξιολόγησης καθορίσθηκε από το Περιφερειακό Συμβούλιο με την υπ1 αριθμ. 44/17-9-2001 πράξη του, με την οποία εγκρίθηκε το Α’ Στάδιο του Περιφερειακού Σχεδιασμού, με την ίδια δε πράξη ορίσθηκαν και διαφορετικοί συντελεστές βαρύτητας για το κάθε κριτήριο. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στη μελέτη του Β’ Σταδίου του Περιφερειακού Σχεδιασμού (Α’ Τεύχος «Γενικά Στοιχεία», σελ. 220), όπου γίνεται συνοπτική παρουσίαση των κριτηρίων αξιολόγησης – ιεράρχησης των Ο.Ε.Δ.Α. «… έχει καθορισθεί μικρό ειδικό βάρος για τα οικονομικά και λειτουργικά κριτήρια, έναντι των υδρογεωλογικών, περιβαλλοντικών και χωροταξικών, λόγω των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της Αττικής …». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο καθορισμός των συντελεστών βαρύτητας στα χρησιμοποιούμενα κριτήρια, συνδέεται με την εκτίμηση των επιμέρους περιβαλλοντικών και άλλων χαρακτηριστικών, η δε σχετική κρίση της Διοικήσεως, τόσο ως προς τα λαμβανόμενα υπόψη κριτήρια όσο και ως προς. τους συντελεστές βαρύτητας δεν παρίσταται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ως αυθαίρετη ή αδικαιολόγητη. Κατά συνέπεια, και δεδομένου ότι η ανωτέρω κρίση, ως τεχνική, δεν υπόκειται περαιτέρω στον ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο, ο προαναφερόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί.
17. Επειδή, προβάλλεται ότι η οδηγία 75/442/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ, όπως και η Κ.Υ.Α. 69728/824/1996 (Β’ 358) προβλέπουν σύγχρονες τεχνικές επεξεργασίας αποβλήτων, εκτός από εναπόθεση σε Χ.Υ.Τ.Α., όπως βιολογική επεξεργασία, φυσική ή χημική επεξεργασία, αποτέφρωση, ανακύκλωση, χρήση αποβλήτων ως καύσιμο ή άλλο μέσο παραγωγής, διασπορά στο έδαφος χρήσιμη από γεωργική ή οικολογική άποψη κ.λπ. Ενόψει των ανωτέρω, υποστηρίζουν οι αιτούντες, ότι η προσβαλλομένη πράξη στηρίζεται σε πλημμελές κανονιστικό πλαίσιο, δεδομένου ότι ο εθνικός σχεδιασμός διαχείρισης των αποβλήτων, προβλέποντας για την περιφέρεια Αττικής πέντε νέες θέσεις Ο.Ε.Δ.Α., προκρίνει και υιοθετεί τη συγκεκριμένη μέθοδο διαχείρισης απορριμμάτων, χωρίς συγκριτική αξιολόγηση και χωρίς προηγουμένως να έχει εξετάσει και εναλλακτικές μεθόδους επεξεργασίας αυτών, ως π.χ. την αποτέφρωση και, επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν στηρίζεται σε εμπεριστατωμένη Μ.Π.Ε. αναφορικά με την εξέταση εναλλακτικών μεθόδων επεξεργασίας απορριμμάτων με συγκριτική αξιολόγηση τους τυγχάνει, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, ακυρωτέα. Όπως όμως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη σκέψη, από το πλέγμα των διατάξεων του κοινοτικού και εθνικού δικαίου, οι οποίες που έχουν παρατεθεί στην σκέψη υπ’ αριθμ. 11 και οι οποίες διέπουν την διαχείριση των απορριμμάτων, προκύπτει ότι ο εθνικός σχεδιασμός περιλαμβάνει κατάρτιση προδιαγραφών και γενικών προγραμμάτων με σκοπό την ορθολογική διαχείριση των στερεών αποβλήτων (ΣτΕ 2284/2000), καθώς και ότι καταλείπεται πλήρης ευχέρεια στα κράτη μέλη όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης των απορριμμάτων, τις μεθόδους επεξεργασίας τους και την κατάρτιση των σχετικών σχεδίων με μόνο περιορισμό την υλοποίηση των τασσομένων από τις οδηγίες στόχων και τη θέσπιση κριτηρίων, τα οποία αποσκοπούν στην τήρηση της αρχής της βιώσιμου αναπτύξεως και στην προστασία της δημόσιας υγείας. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον εθνικό σχεδιασμό διαχείρισης των αποβλήτων (Κ.Υ.Α. 14312/1302/2000 (Β’ 723), όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Υ.Α. 26469/1501 /Ε103/2003 (Β’ 864)) προβλέφθηκε για την περιφέρεια Αττικής όχι απλώς η λειτουργία Χ.Υ.Τ.Α., αλλά ολοκληρωμένων εγκαταστάσεων διαχείρισης αποβλήτων, (δεδομένου άλλωστε ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 της Κ.Υ.Α. Η.Π. 29407/3508/16-12-2002 στους Χ.Υ.Τ.Α. μπορεί να πραγματοποιείται διάθεση μόνο αποβλήτων που έχουν υποστεί επεξεργασία), δηλαδή μονάδων, οι οποίες περιλαμβάνουν κέντρο διαλογής ανακυκλώσιμων υλικών και μονάδα προεπεξεργασίας και κο-μποστοποίησης, που έχουν ως σκοπό την ανάκτηση υλικών και την αξιοποίηση απορριμμάτων με συνέπεια την μείωση του διοχευτευόμενου όγκου απορριμμάτων στον Χ.Υ.Τ.Α.. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή προκρίθηκε από τον κανονιστικό νομοθέτη τρόπος διάθεσης, ο οποίος περιλαμβάνεται στις προβλεπόμενες από την οδηγία 91/156 μεθόδους και είναι σύμφωνος με τα αναφερθέντα πιο πάνω κριτήρια της προστασίας της βιώσιμου αναπτύξεως και της δημόσιας υγείας, ουδόλως υφί-στατο υποχρέωση αναφοράς και σε άλλες, εναλλακτικές μεθόδους επεξεργασίας, όπως οι αιτούντες αβασίμως ισχυρίζονται. Κατόπιν αυτού, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί.
18. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι το συγκεκριμένο έργο διαχείρισης αποβλήτων αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, δεδομένου ότι από τον σχετικό σχεδιασμό ελλείπει η πρόβλεψη για την διαλογή στην πηγή των αποβλήτων, με αποτέλεσμα την μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα εξάντληση της δυνατότητας του Χ.Υ.Τ.Α.. Ενδεικτικό δε, των περιορισμένων χρονικών δυνατοτήτων της εγκαταστάσεως λόγω του ελλιπούς σχεδιασμού, είναι κατά την άποψη των αιτούντων ότι ο Χ.Υ.Τ.Α. που προβλέπεται στην θέση «Μαύρο Βουνό» έχει διάρκεια ζωής είκοσι ετών. Η έλλειψη όμως πρόβλεψης στην προσβαλλομένη πράξη για την διαλογή των απορριμμάτων στην πηγή, ουδεμία δύναται να ασκήσει επιρροή στο κύρος αυτής, δεδομένου ότι η προαναφερθείσα πρόβλεψη αναφέρεται σε ζήτημα που δεν συνδέεται με το αντικείμενο της πράξεως και μπορεί να ρυθμισθεί ανεξάρτητα από αυτήν. Ανεξαρτήτως αυτού, με την προσβαλλόμενη πράξη δεν προβλέπεται η λειτουργία απλώς Χ.Υ.Τ.Α., αλλά ολοκληρωμένης εγκαταστάσεως διαχείρισης αποβλήτων (δεδομένου άλλωστε ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 της Κ.Υ.Α. Η.Π. 29407/3508/16-12-2002 στους Χ.Υ.Τ.Α. μπορεί να πραγματοποιείται διάθεση μόνο αποβλήτων που έχουν υποστεί επεξεργασία), δηλαδή μονάδας, η οποία περιλαμβάνει κέντρο διαλογής ανακυκλώσιμων υλικών και μονάδα προεπεξεργασίας και κομποστοποίησης, οι οποίες έχουν ως σκοπό την ανάκτηση υλικών και την αξιοποίηση απορριμμάτων με συνέπεια την μείωση του διοχετευόμενου όγκου απορριμμάτων στον Χ.Υ.Τ.Α. Ενόψει των παραπάνω, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί.
19. Επειδή, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει διάγραμμα ροής του Κ.Δ.Α.Υ. με το εγκεκριμένο σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης παρά «τη ρητή σχετική απαίτηση» του υπ’ αριθμ. 135873/7-10-2003 εγγράφου του Γεν. Δ/ντή Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε,, με το οποίο αυτός γνωμοδότησε θετικά επί της προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εφόσον όμως τα αναφερόμενα στο πιο πάνω έγγραφο του Γεν. Δ/ντή Περιβάλλοντος δεν συνιστούν πάντως υποχρέωση επιβαλλομένη από κάποια διάταξη νόμου, η παράλειψη την οποία επικαλούνται οι αιτούντες, και αληθής υποτιθέμενη, ουδεμία δύναται να ασκήσει επιρροή στο κύρος της προσβαλλομένης πράξεως, και, συνεπώς, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί.
20. Επειδή, προβάλλεται ότι κατά παράβαση της οδηγίας 1999/31/ΕΚ «για την υγειονομική ταφή των αποβλήτων» και της Κ.Υ.Α. 29407/3508/2002 (Β’ 1572) δεν λαμβάνονται μέτρα για την μείωση των παραγομένων απορριμμάτων συνολικά, ώστε να περιορισθούν οι Χ.Υ.Τ.Α.. Η παράλειψη, όμως, την οποία επικαλούνται οι αιτούντες, δεν συνεπάγεται πλημμέλεια της προσβαλλομένης πράξεως, δεδομένου ότι η λήψη γενικότερων μέτρων προς μείωση του συνόλου των παραγομένων απορριμμάτων αποτελεί μεν στόχο που απορρέει από την κείμενη νομοθεσία (βλ. άρθρο 4 της Κ.Υ.Α. Η.Π. 29407/3508 – Β 1572/16-12-2002), δεν συνιστά όμως προϋπόθεση για την εγκατάσταση Ο.Ε.Δ.Α. και, επομένως, δεν επιδρά στο κύρος της προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία, άλλωστε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν προβλέπεται η λειτουργία απλώς Χ.Υ.Τ.Α., αλλά ολοκληρωμένης εγκαταστάσεως διαχείρισης αποβλήτων. Κατά συνέπεια, ο παραπάνω λόγος είναι απορριπτέος.
21. Επειδή, προβάλλεται ότι υπάρχει ουσιώδης διαφοροποίηση στην περιγραφή του έργου μεταξύ της προσβαλλομένης πράξεως και της υπ’ αριθμ. 135873/7-10-2003 αποφάσεως του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. για την «Προκαταρκτική Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αξιολόγηση της Ο.Ε.Δ.Α.», συνίσταται δε η διαφοροποίηση κατά τους αιτούντες στην προσθήκη κατά τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του έργου Μονάδας Προεπεξεργασίας Αποβλήτων, για την οποία ουδέποτε διενεργήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση. Όπως, όμως έχει γίνει δεκτό, η προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση περιέχει την καταρχήν εκτίμηση της διοικήσεως σχετικά με τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία και τα γενικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητας και εφόσον είναι θετική, αποτελεί απλή γνωμοδότηση, δεδομένου ότι με αυτή παρέχεται απλώς η δυνατότητα υποβολής Μ.Π.Ε., χωρίς να προκύπτει από την ως άνω προκαταρκτική εκτίμηση οποιαδήποτε δεσμευτικότητα ακόμη και ως προς το καταρχήν επιτρεπτό και τη θέση του προτεινόμενου έργου, διότι και τα στοιχεία αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο συνολικής εκτιμήσεως της Διοικήσεως, η οποία θα διαμορφωθεί βάσει της μελέτης που θα υποβληθεί, προκειμένου να εγκριθούν περιβαλλοντικοί όροι. Προς το περιεχόμενο αυτό άλλωστε της προκαταρκτικής εκτιμήσεως εναρμονίζεται και η θεσπιζόμενη από το νόμο διαδικασία (ν. 3010/2002), κατά την οποία για την εκτίμηση αυτή αρκεί η υποβολή προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και δεν απαιτείται πλήρης μελέτη (ΣτΕ 2547/2005). Ενόψει των ανωτέρω, η προσθήκη κατά τη διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων της Μονάδας Προεπεξεργασίας Αποβλήτων, που είναι ενταγμένη στην Ο.Ε.Δ.Α., την οποία αφορά η προσβαλλόμενη πράξη, και έχει ως στόχο, σύμφωνα με την Μ.Π.Ε., την πιο βιώσιμη διαχείριση των στερεών αποβλήτων (βλ. και έγγράφο απόψεων της Διοικήσεως από 21-10-2005), δεν συνιστά πλημμέλεια της πράξεως αυτής. Κατόπιν αυτών ο λόγος πρέπει να απορριφθεί.
22. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη αντίκειται στο άρθρο 6 της οδηγίας 1999/31/ΕΚ και στο άρθρο 7 της Κ.Υ.Α. 29407/3508/ 2002, στα οποία ορίζεται ότι σε χώρους υγειονομικής ταφής μπορεί να πραγματοποιείται διάθεση μόνο αποβλήτων που έχουν υποστεί επεξεργασία, συνισταμένη σε φυσική, θερμική, βιολογική διεργασία, στην οποία περιλαμβάνεται και η διαλογή, ώστε να περιοριστεί ο όγκος των αποβλήτων ή οι επικίνδυνες ιδιότητες τους και να βελτιωθεί διακίνηση των απορριμμάτων ή να βελτιωθεί η ανάκτηση χρησίμων υλών. Ειδικότερα, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι είναι αμφίβολη στην προκειμένη περίπτωση η κατασκευή Μονάδας Επεξεργασίας, η οποία αντιμετωπίζεται ως συνοδευτικό έργο, συνάγουν δε το συμπέρασμα αυτό στηριζόμενοι : α. Στο κεφάλαιο 2.ε της Μ.Π.Ε. (σελ. 2-8, όπου αναφέρεται ρητά ότι στο Χ.Υ.Τ.Α. θα εισέρχονται ετησίως κατά μέσο όρο 127.500 τόνοι απορριμμάτων, τα οποία «είτε θα διατίθενται απευθείας είτε μπορούν να υφίστανται σχετική προ-επεξεργασία με σκοπό την αξιοποίηση τους και την περαιτέρω ελαχιστοποίηση τους. β. Στα κεφάλαια 5.3.2 και 5.6 της Μ.Π.Ε., όπου προβλέπεται ως μέθοδος προεπεξεργασίας η βιολογική ξήρανση, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αξιολόγηση ή εκτίμηση από περιβαλλοντική άποψη των άλλων μεθόδων και τεχνολογιών προεπεξεργασίας, οι οποίες προβλέπονται από την οδηγία 1999/31/ΕΚ. γ. Στο κεφάλαιο 5.10 της Μ.Π.Ε., το οποίο αφορά το κόστος κατασκευής του έργου και στο οποίο ο προϋπολογισμός της μονάδας προεπεξεργασίας (μονάδα βιολογικής ξήρανσης) γίνεται κατ’ αποκοπή, σε αντίθεση με τον προϋπολογισμό για τον Χ.Υ.Τ.Α., ως προς τον οποίο υπάρχει πλήρη ανάλυση του κόστους, δ. Στον όρο Δ1.9 της προσβαλλομένης, ο οποίος αναφέρει ότι για κάθε μονάδα επεξεργασίας μετά την οριστική μελέτη για την επιλογή της τεχνολογίας που θα εφαρμοσθεί, καθώς και των κατασκευαστικών και λειτουργικών λεπτομερειών της εγκατάστασης θα εκπονηθεί τεχνική μελέτη για τα ειδικά τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των συστημάτων αντιρρύπανσης, διότι κατά την άποψη των αιτούντων, τούτο σημαίνει ότι δεν έχει ακόμη επιλεγεί η τεχνολογία που θα εφαρμοσθεί για κάθε μονάδα επεξεργασίας, Κ.Δ.Α.Υ., Κομποστοποίηση, και Προεπεξεργασία, ούτε είναι γνωστές οι κατασκευαστικές και λειτουργικές λεπτομέρειες, ε. Στον όρο Δ4.5, ο οποίος αναφέρεται στην διαδικασία επεξεργασίας των συμμείκτων απορριμμάτων σε περίπτωση που επιλεγεί η προτεινόμενη από την Μ.Π.Ε. μέθοδο της βιολογικής ξήρανσης, και από τον οποίο συνάγεται, κατά την άποψη των αιτούντων, ότι κατά τη στιγμή έκδοσης της προσβαλλομένης δεν ήταν καν γνωστό αν θα εφαρμοζόταν οιαδήποτε μέθοδος επεξεργασίας των αποβλήτων. Από όλους τους ανωτέρω όρους της προσβαλλομένης πράξεως σε συνδυασμό με την έλλειψη μνείας χρονοδιαγράμματος κατασκευής και την ανυπαρξία χρηματοδότησης της μονάδας προεπεξεργασίας, είναι βέβαιη κατά τους αιτούντες η μη κατασκευή μονάδας προεπεξεργασίας. Στην προσβαλλόμενη πράξη, όμως, ρητώς ορίζεται ότι το επίμαχο έργο περιλαμβάνει και Μονάδα Προεπεξεργασίας (ενότητα Α), της οποίας μάλιστα η δυναμικότητα σε ετήσια βάση ταυτίζεται με αυτήν του Χ.Υ.Τ.Α. (127.500 τόνοι ετησίως) (βλ. ενότητα Α3 και Α4 της προσβαλλόμενης πράξεως και Μ.Π.Ε. κεφ. 5 σελ. 13) και στην ενότητα Δ4 της πράξης αυτής ορίζονται ειδικοί περιβαλλοντικοί όροι για τη Μονάδα Προεπεξεργασίας των Απορριμμάτων και αναφέρεται ότι η μονάδα αυτή θα δέχεται ό,τι απόβλητα δέχεται και ο Χ.Υ.Τ.Α. Επιπροσθέτως, στην Μ.Π.Ε. σημειώνεται ότι οι Χ.Υ.Τ.Α που θα λειτουργήσουν από το 2003 και μετά δεν θα δέχονται μη επεξεργασμένα απόβλητα, θα δεσμεύονται δε, από σύστημα προεπεξεργασίας όλων των εισερχόμενων αποβλήτων (βλ. κεφ. 2 σελ. 17, κεφ. 5 σελ. 9). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι με την προσβαλλόμενη πράξη επιβάλλεται η κατασκευή και λειτουργία της μονάδας προεπεξεργασίας, η οποία αποτελεί αναγκαίο μέρος της Ο.Ε.Δ.Α., που είναι το αντικείμενο της πράξεως αυτής, και, κατ’ ακολουθίαν, ότι δεν είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με την εν λόγω πράξη, η λειτουργία του Χ.Υ.Τ.Α. χωρίς παράλληλη λειτουργία της μονάδας προεπεξεργασίας. Επομένως, είναι απορριπτέος ο παραπάνω λόγος ακυρώσεως, και οι σχετικοί ισχυρισμοί των αιτούντων.
23. Επειδή, σε εκτέλεση των παρατιθέμενων στην σκέψη 6 διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 117 παρ. 3 αυτού, που ορίζει ότι «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση ή δασικαί εκτάσεις καταστραφείσαι ή καταστρεφόμεναι εκ πυρκαϊάς ή άλλως πως αποψιλωθείσαι ή αποψιλούμεναι, δεν αποβάλλουν εκ του λόγου τούτου τον ον εκέκτηντο προς της καταστροφής των χαρακτήρα και κηρύσσονται υποχρεωτικώς αναδασωτέαι, αποκλειόμενης της διαθέσεως τούτων δΓ έτερον προορισμόν», έχει εκδοθεί ο Ν. 998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» (Α’ 289), ο οποίος στο πέμπτο κεφάλαιο αυτού (άρθρα 37 – 44) ρυθμίζει την κήρυξη και την άρση της αναδασώσεως και στο έκτο κεφαλαίο (άρθρα 45-61) τις επιτρεπόμενες επεμβάσεις στα δάση και τις δασικές εκτάσεις. Ειδικότερα, στο άρθρο 38 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Κηρύσσονται υποχρεωτικώς ως αναδασωτέα τα δάση και αι δασικαί εκτάσεις, ανεξαρτήτως της ειδικωτέρας κατηγορίας αυτών ή της θέσεως εις ην ευρίσκονται, εφ’ όσον ταύτα καταστρέφονται ή αποψιλούνται συνεπεία πυρκαϊάς ή παρανόμου υλοτομίας αυτών …». Περαιτέρω στο άρθρο 45 του νόμου προβλέπονται οι γενικές ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις του επιτρεπτού των επεμβάσεων και ορίζεται, μεταξύ άλλων, στη παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου τρίτου του Ν. 1828/1988 (Α’ 272) ότι : «1. Στα δάση και τις δασικές εκτάσεις περί των οποίων το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος ουδεμία επιτρέπεται επέμβαση προβλεπομένη από τις διατάξεις του παρόντος ή από άλλη διάταξη με εξαίρεση τα αναφερόμενα στις διατάξεις του άρθρου 59 του παρόντος … και τα όλως απαραίτητα για την τεχνητή αναδάσωση και την προστασία της βλαστήσεως. 3. Δεν επιτρέπεται η εν όλω ή εν μέρει μεταβολή του προορισμού δημοσίου δάσους ή δασικής εκτάσεως, ή η εντός αυτών εκτέλεσις έργων, ή η παροχή άλλης διαρκούς εξυπηρετήσεως, εφ’ όσον, διά τον αυτόν σκοπόν Ιείναι δυνατή η παραχώρηση ή διάθεση ή χρησιμοποίηση εδαφών, τα οποία δεν εμπίπτουν εις την έννοιαν των δασών ή δασικών εκτάσεων, ως αύτη προσδιορίζεται εν αρθρ. 3 του παρόντος. 4. Περί της συνδρομής της κατά την προηγούμενην παράγραφον γενικής προϋποθέσεως κρίνει ητιο-λογημένως το αρμόδιον προς έγκρισιν της επεμβάσεως όργανο …. 5. Διά της μείζονος σημασίας ή εκτάσεως επεμβάσεις εις τα δάση και τας δασι-κάς εκτάσεις, περί ων τα άρθρα …. 58 παρ. 1 του παρόντος, απαιτείται όπως η αίτησις ή το έγγραφον, δι1 ου ζητείται η παροχή της εγκρίσεως της επεμβάσεως κατά τους όρους των ως είρηται διατάξεων, συνοδεύεται υπό μελέτης επιπτώσεων επί του περιβάλλοντος και αντιμετωπίσεως τούτων …. Εις τας περιπτώσεις ταύτας η έγκρισις παρέχεται υπό τον περιορισμόν της συμμορφώσεως του ενδιαφερομένου προς τους όρους της εν λόγω μελέτης …… Τέλος, το άρθρο 58 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του αυτού άρθρου δέκατου τρίτου του Ν. 1822/1988 ορίζεται ότι «Για την εκτέλεση έργων υποδομής …. εντός των δασών ή δασικών εκτάσεων απαιτείται έγκριση του Υπουργού Γεωργίας…».
24. Επειδή, κατά τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις, σε περίπτωση καταστροφής ή αποψιλώσεως του δάσους ή της δασικής εκτάσεως από πυρκαγιά ή οποιαδήποτε άλλη αιτία, προερχόμενη είτε από ανθρώπινη ενέργεια είτε από φυσικά αίτια, είναι υποχρεωτική η κήρυξη της καταστραφείσης ή αποψιλωθείσης εκτάσεως ως αναδασωτέας και αποκλείεται η διάθεση αυτής για άλλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε κατά νόμο (έκτο κεφάλαιο Ν. 998/1979) επέμβαση στο δάσος πριν την καταστροφή του. Τούτου δε έπεται ότι, εάν παρίσταται ανάγκη να πραγματοποιηθεί, όπως προβλέπει η ανωτέρω παρ. 2 του άρθρου 58, έργο υποδομής εντός εκτάσεως, η οποία έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, ελλείψει αντιθέτου ορισμού στο Ν. 998/1979 απαιτείται άρση της αναδασώσεως με πράξη που εκδίδεται εφόσον συντρέχουν οι κατά νόμο απαιτούμενες προϋποθέσεις. Η πράξη αυτή μπορεί είτε να προηγείται της Ε.Π.Ο. του έργου υποδομής, που αποτελεί ήδη τη μελέτη της παρ. 5 του άρθρου 45 του Ν. 998/1979 (ΣτΕ 3393/2001), είτε και να έπεται αυτής. Σε κάθε περίπτωση όμως, η έκδοση της αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε επεμβάσεως στην έκταση αυτή. Οίκοθεν δε νοείται ότι, πριν αρθεί η αναδάσωση και, περαιτέρω, πριν εκδοθεί άδεια επεμβάσεως, καθορίζουσα και τους σχετικούς όρους, απαγορεύεται οιαδήποτε υλική ενέργεια στην έκταση αυτή.
25. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την 6254/84/14-1-1985 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής (Δ’ 98/14-3-1985) κηρύχθηκε αναδασωτέα λόγω καταστροφής της κατά την πυρκαγιά της 23-8-1984 δασική έκταση και δάσος εμβαδού είκοσι εννέα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα οκτώ (29.348) στρεμμάτων στις θέσεις Αγκώνα – Βριόσκοπος – Ζεστάνι – Μαλεζί – ¶γιος Γεώργιος – Πυργάθι – Σέσι – Λάκκα – Φίκκου κ.λπ. των κοινοτήτων Καλάμου -Βαρνάβα και Γραμματικού του Ν. Αττικής, έκταση δηλαδή, στην οποία περιλαμβάνεται και το μεγαλύτερο τμήμα του χώρου των πεντακοσίων είκοσι (520) στρεμμάτων, όπου πρόκειται να δημιουργηθούν οι επίδικες εγκαταστάσεις. Εξάλλου, με την υπ’ αριθμ. 3075/12-9-2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής (Δ’ 1024/23-9-2005) ήρθη εν μέρει η πιο πάνω απόφαση περί κηρύξεως αναδασώσεως. Συγκεκριμένα ήρθη η αναδάσωση για έκταση που περιλαμβάνεται στην ανωτέρω απόφαση εμβαδού τετρακοσίων εξήντα τεσσάρων (464) στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση «Μαύρο Βουνό», στην περιφέρεια της Κοινότητας Γραμματικού Αττικής, διαπιστωθέντος ότι έχει αποκατασταθεί η καταστραφείσα από την πυρκαγιά δασική βλάστηση. Ως προς την υπολειπόμενη δε έκταση των πενήντα έξι (56) στρεμμάτων βεβαιώνεται με το υπ’ αριθμ. 5790/24-11-2005 έγγραφο του Δασάρχη Καπανδριτίου ότι είχε αρχήθεν εξαιρεθεί της αναδασώσεως, δεδομένου ότι ήταν ανέκαθεν αγροτική έκταση. Σύμφωνα λοιπόν με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη, επιτρεπτώς εκδόθηκε, πριν από την άρση της αναδασώσεως η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία, περαιτέρω, κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 33 του Ν. 3164/2003 αποτελεί και άδεια επεμβάσεως, καθορίζουσα ειδικότερα την έκταση και το είδος της επεμβάσεως, που αποτελούν και τους όρους προστασίας της ανωτέρω εκτάσεως, και χορηγηθείσα υπό την εξυπακουόμενη προϋπόθεση ότι θα ακολουθούσε πράξη άρσεως της αναδασώσεως. Κατόπιν αυτού πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη πράξη περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων έχει εκδοθεί κατά παράβαση των άρθρων 24 και 117 του Συντάγμα-τος, διότι η έκταση, όπου πρόκειται να εγκατασταθεί το έργο έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, άλλως διότι η πράξη αυτή εκδόθηκε πριν από την έκδοση της πράξεως περί άρσεως της αναδασώσεως και της πράξεως περί χορηγήσεως αδείας επεμβάσεως καθώς και ο λόγος ότι η έκταση αυτή δεν μπορούσε να διατεθεί για άλλον, πλην της αναδασώσεως, σκοπό, και τέλος ο λόγος ότι δεν είναι επιτρεπτή η πραγματοποίηση έργων υποδομής εντός δασικών εκτάσεων.
26. Επειδή, προβάλλεται επίσης ότι η Μ.Π.Ε. είναι ελλιπής, διότι δεν αξιολογεί το δασικό πλούτο της περιοχής, ούτε προκύπτει ότι ανεζητήθη και δεν ανευρέθη άλλη λύση συνεπαγόμενη μικρότερη θυσία. Κατά την άποψη των αιτούντων η Μ.Π.Ε. θα έπρεπε να είχε διαλάβει ειδικότερη αιτιολογία σε σχέση με τα θέματα αυτά. Από τα στοιχεία του φακέλου και ειδικότερα από τα τεύχη της μελέτης του Β’ Σταδίου Περιφερειακού Σχεδιασμού, καθώς και από την Μ.Π.Ε. προκύπτει όμως ότι εκτιμήθηκε η υφιστάμενη χλωρίδα στην περιοχή του έργου, η οποία διαπιστώθηκε ότι παρουσιάζει τυπική θαμνώδη δασική βλάστηση και ότι στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν μεμονωμένα άτομα δάσους χαλεπίου πεύκης. Τα συμπεράσματα αυτά προέκυψαν από τα στοιχεία χάρτη κάλυψης γης (CORINE – LΑΝD ROVER), τον ορθοφωτοχάρτη του Υπουργείου Γεωργίας σχετικά με την κάλυψη γης αλλά και από επιτόπιες παρατηρήσεις. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζουν και οι τέσσερις άλλες υποψήφιες εναλλακτικές θέσεις που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο του Περιφερειακού Σχεδιασμού, και ότι μία εξ αυτών, και συγκεκριμένα, η τοποθεσία «Πηγάδι Παπά – Αυλώνα», παρουσιάζει υψηλή περιβαλλοντική αξία και περιλαμβάνει δασικές εκτάσεις κωνοφόρων δένδρων (Τεύχος Β «Εντοπισμός – Αξιολόγηση Εναλλακτικών Θέσεων για την Χωροθέτηση Εγκαταστάσεων Διαχειρίσεως Στερεών Αποβλήτων Περιφέρειας Αττικής» σελ. 100, 110, 121,129, 138). Από τις ανωτέρω υποψήφιες θέσεις προκρίθηκαν «προς βαθμολόγηση» το «Μαύρο Βουνό Γραμματικού» και η θέση «Τρύπες – Πολυδένδρι», ενώ οι υπόλοιπες κρίθηκε ότι ενέπιπταν σε κριτήρια αποκλεισμού. Οι δύο επιλεγείσες θέσεις βαθμολογήθηκαν βάσει των κριτηρίων που καθορίσθηκαν κατά το Α’ Στάδιο του Περιφερειακού Σχεδιασμού και των αντιστοίχων συντελεστών βαρύτητας. Μεταξύ δε των κριτηρίων αυτών περιλαμβάνεται και η ομάδα των περιβαλλοντικών κριτηρίων, υποκριτήριο της οποίας είναι η υφιστάμενη χλωρίδα. Με τα δεδομένα αυτά, προκύπτει ότι στο πλαίσιο εξετάσεως εναλλακτικών θέσεων για την εγκατάσταση του έργου, εξετάσθηκε και αξιολογήθηκε και η υπάρχουσα σε κάθε περιοχή δασική βλάστηση, η οποία πάντως συνεκτιμήθηκε με τις υπόλοιπες παραμέτρους για την πρόκριση της συγκεκριμένης θέσης. Κατόπιν αυτού, ο προβαλλόμενος λόγος περί μη εξετάσεως εναλλακτικών λύσεων ως προς την θέση κατασκευής του έργου, οι οποίες θα είχαν ως αποτέλεσμα μικρότερη θυσία δασικής κάλυψης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
27. Επειδή, προβάλλεται ότι η Μ.Π.Ε. παραλείπει να αξιολογήσει το τοπίο της συγκεκριμένης περιοχής και να εκτιμήσει τις συνέπειες από την κατασκευή του επίμαχου έργου σε αυτό, δεδομένου μάλιστα ότι το τοπίο προστατεύεται από τις διατάξεις του ν. 1650/1986. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι όπως σημειώνεται στην Μ.Π.Ε. η θέση κατασκευής του έργου είναι μη ορατή από κατοικημένες περιοχές και διάσπαρτες κατοικίες και δεν αναμένεται οιαδήποτε επίπτωση στην αισθητική εικόνα της περιοχής. Επιπλέον θα αναπτυχθεί περιμετρική δεν-δροφύτευση για οπτική προκάλυψη και απομόνωση (βλ. κεφ. 5 σελ. 72). Επισημαίνεται άλλωστε ότι ήδη από το Β’ Στάδιο του Περιφερειακού Σχεδιασμού η περιοχή προκρίθηκε, μεταξύ άλλων, και για τον λόγο ότι βρίσκεται σε κλειστή μισγάγγεια, η οποία παρέχει πλήρη οπτική απομόνωση, (βλ. Β’ Στάδιο Περιφερειακού Σχεδιασμού, τεύχος Β «Εντοπισμός- Αξιολόγηση Εναλλακτικών Θέσεων», σελ. 99). Τέλος, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η επιλεγείσα θέση δεν εμπίπτει σε κάποια από τις προστατευόμενες με το Ν. 1650/1986 περιοχές, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αιτούντες.
28. Επειδή, προβάλλεται ότι το επίμαχο έργο, το οποίο πρόκειται να κατασκευαστεί σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων από την 180 μοίρα κατευθυνόμενων βλημάτων (μοίρα κατευθυνόμενων βλημάτων ΧΩΚ), θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία της στρατιωτικής αυτής μονάδας και ότι ενόψει των ανωτέρω προβλημάτων και των λόγων εθνικής ασφαλείας που ανακύπτουν, θα έπρεπε η προσβαλλομένη πράξη να συνυπογράφεται από τον Υπουργό Εθνικής ¶μυνας. Από τα υπάρχοντα όμως στον φάκελο της δικογραφίας έγγραφα (υπ’ αριθμ. Φ.9116.74/713/26851 Σ.3737/29-11-2003 έγγραφο του ΓΕΣ/30 ΕΓ – ΣΠΒ ΔΥΠΟ/20 ΣΔΑ/30 – 4° ΕΓ 180 ΜΚ/Β «ΗΑWΚ», και το από 6-10-2003 πρακτικό της επιτροπής που συγκροτήθηκε από το ΓΕΣ, προκειμένου να γνωμοδοτήσει επί της προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων) προκύπτει ότι δεν υφίσταται αντίρρηση εκ μέρους του Γενικού Επιτελείου Στρατού για την εκτέλεση του έργου, υπό τον όρο ότι θα υλοποιηθούν στο στάδιο κατασκευής τα μέτρα που αυτό θα υποδείξει, με μέριμνα και δαπάνη του φορέα κατασκευής του έργου. Η γνώμη του ΓΕΣ ελήφθη υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλομένης και απετέλεσε το περιεχόμενο του όρου Δ1. 23 αυτής, στον οποίο αναφέρεται ότι «θα πρέπει να υλοποιηθούν τα έργα που θα υποδειχθούν από το ΓΕΣ με δαπάνη του φορέα κατασκευής του έργου». Εξάλλου, ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης δεν περιλαμβάνεται μεταξύ ων συναρμοδίων υπουργών που εγκρίνουν τους περιβαλλοντικούς όρους για την κατασκευή εγκαταστάσεων διαχείρισης απορριμμάτων (βλ. άρθρο 33 παρ. 3 Ν. 3164/2003, άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3010/2002). Ενόψει των ανωτέρω, ο πιο πάνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
29. Επειδή, προβάλλεται ότι η πραγματοποίηση του επίδικου έργου αντίκειται στο άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, διότι τούτο βρίσκεται πλησίον του αρχαιολογικού χώρου του αρχαίου Δήμου Ραμνούντος. Ειδικότερα, οι αιτούντες αναφέρονται στην απόφαση Φ. 02/37326/1097/14-6-1979 του ΥΠΠΟ (Β’ 767) περί κηρύξεως της περιοχής του Δήμου Ραμνούντος και της κοιλάδας του Λιμικού ως τοπίου ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και ιστορικού τόπου, στην απόφαση ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ02/8131/448/1994 (Β’ 146), με την οποία καθορίσθηκαν ζώνες προστασίας του αρχαιολογικού χώρου και στο π.δ/γμα από 19.6 – 27.7.1981 (Δ’ 400), με το οποίο καθορίσθηκαν όροι και περιορισμοί δόμησης στην ευρύτερη περιοχή του αρχαιολογικού χώρου «Ραμνούντος». Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται 3,5 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της επίδικης θέσης, όπως δε αναφέρεται και στο με αριθ. πρωτ. 7619/3-10-2003 έγγραφο της Β’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων δεν υπάρχει καν οπτική επαφή με το χώρο κατασκευής του έργου (βλ. και Μ.Π.Ε. κεφ. 2 σελ. 3). Εξάλλου, εφόσον, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα το έργο δεν πρόκειται, πάντως, να κατασκευαστεί σε αρχαιολογικό χώρο, δεν ήταν απαραίτητη η συμμετοχή αρχαιολόγου, στην ομάδα σύνταξης της Μ.Π.Ε., όπως οι αιτούντες αβασίμως ισχυρίζονται.
30. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν ότι πλήττεται το φυσικό περιβάλλον, διότι ο χώρος κατασκευής του έργου λειτουργεί ως λεκάνη απορροής των υδάτων προς τις ευρισκόμενες σε απόσταση 1,8 χιλιομέτρων ακτές της Αττικής (Σέσι). Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι ο επιλεγείς χώρος αποτελεί ρεύμα περιβαλλόμενο από έντονο μορφολογικό ανάγλυφο που καταλήγει στον Ευβοϊκό Κόλπο βορείως της παραλίας Σέσι Γραμματικού και θεωρούν ότι με τα δεδομένα αυτά καθίσταται βέβαιη η ρύπανση Της παραλίας από τα στραγγίσματα του Χ.Υ.Τ.Α.. Όπως προκύπτει, όμως, από τα στοιχεία του φακέλου, τα ιδιαίτερα υδρολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής παρατίθενται αναλυτικά στα τεύχη της μελέτης που εκπονήθηκε ήδη από το στάδιο Β’ του Περιφερειακού Σχεδιασμού. Συγκεκριμένα, στο Τεύχος Β της μελέτης με τίτλο «Εντοπισμός – Αξιολόγηση Εναλλακτικών θέσεων για την Χωροθέτηση Εγκαταστάσεων Διαχειρίσεως Στερεών Αποβλήτων Περιφέρειας Αττικής 1η Διαχειριστική Ενότητα – Ενότητα Ανατολικής Αττικής» (σελ. 101, 102), και στο τεύχος Στ – 2 «Εκτίμηση και αντιμετώπιση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων» (Παράρτημα σελ. 5) αναφέρεται ότι η υπό εξέταση θέση βρίσκεται σε μικρή μισγάγγεια, χωρίς ανάντη λεκάνη απορροής με μέση κλίση της τάξεως του 30%. Ο κύριος αποδέκτης των επιφανειακών νερών του χώρου είναι το ρέμα περιοδικής ροής, του οποίου η κύρια και διαμορφωμένη κοίτη βρίσκεται σε απόσταση 300 μ από το όριο του χώρου και απολήγει στη θαλάσσια περιοχή ΒΔ του οικισμού Σέσι, η οποία παρουσιάζει ειδικές χρήσεις (κολύμβηση – ψάρεμα) και απέχει από τα όρια του χώρου περίπου 2,5 χιλιόμετρα κατά μήκος ροής των υδάτων. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη, το θέμα του κινδύνου μόλυνσης από τα στραγγίσματα του Χ.Υ.Τ.Α. έχει αντιμετωπιστεί ειδικά, προβλέπονται δε έργα συλλογής και επεξεργασίας στραγγισμάτων μέσω δικτύου αγωγών, φρεατίων συγκέντρωσης και δεξαμενής εξισορρόπησης, όπου συλλέγονται τα παραγόμενα στραγγίσματα ή βροχοστραγγίσματα και οδηγούνται προς επεξεργασία και ελέγχους των επιφανειακών και υπογείων υδάτων (βλ. ενδεικτικά τους όρους της προσβαλλόμενης Δ1.31.6, όπου αναφέρεται ότι τα υγρά απόβλητα από τη λειτουργία των μονάδων επεξεργασίας θα συλλέγονται και θα οδηγούνται για επεξεργασία, Δ1.31.10, όπου προβλέπεται ότι τα δάπεδα των διαφόρων χώρων των παραγωγικών μονάδων θα είναι στεγανά, ανθεκτικά στο χρόνο και σε συνθήκες βαριάς χρήσης και ότι θα πρέπει να έχουν κατάλληλη κλίση και τα υγρά να συγκεντρώνονται και να διατίθενται σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο, Δ1. 44 όπου αναφέρεται ότι θα πρέπει να εξασφαλισθεί η ευστάθεια και αντιδιαβρωτική προστασία των πρανών ορυγμάτων και επιχωμάτων, Δ 8.13, όπου προβλέπεται η τήρηση πρωτοκόλλου δειγματοληψιών, Δ8.1.5, όπου προβλέπεται συντήρηση του συστήματος συλλογής ομβρίων). Περαιτέρω, όσον αφορά στην επίδραση που θα έχει η λειτουργία της εγκατάστασης στην ποιότητα των υδάτων του φυσικού αποδέκτη, στην Μ.Π.Ε (κεφ. 5 σελ. 63, 64) προβλέπεται η κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων και συγκεκριμένα τάφρου περιμετρικά του Χ.Υ.Τ.Α. και του οικοπέδου της εγκατάστασης, έτσι ώστε ο χώρος αυτός να μην επιβαρύνεται από τα όμβρια ύδατα, τα οποία θα παροχετεύονται προς τα κατάντη του χώρου εγκατάστασης. Επίσης, λαμβάνονται μέτρα στεγανοποίησης του πυθμένα και των πρανών του Χ.Υ.Τ.Α. (βλ. Μ.Π.Ε κεφ. 5 σελ. 48, επίσης κεφ. Δ5 της προσβαλλομένης), όλα δε τα παραγόμενα υγρά απόβλητα θα οδηγούνται για επεξεργασία στην Εγκατάσταση Επεξεργασίας των Στραγγισμάτων (βλ. Μ.Π.Ε. κεφ. 7 σελ. 62). Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι η ορθότητα της σχετικής τεχνικής εκτιμήσεως δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως, που στηρίζεται στους ισχυρισμούς περί κινδύνου μεταφοράς των στραγγισμάτων Χ.Υ.Τ.Α., ως εκ του τόπου εγκατάστασης του, πρέπει να απορριφθεί.
31. Επειδή, προβάλλεται συναφώς ότι οι μελέτες κατασκευής του έργου ουδεμία υδρολογική ή υδρογεωλογική πληροφορία περιέχουν. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει, όμως, ότι η Μ.Π.Ε., αλλά και η γεωλογική – υδρογεωλογική και υδρολογική μελέτη που επισυνάπτεται σε αυτή, αναφέρονται σε όλα τα υδρολογικά και υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής του έργου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις μελέτες αυτές οι γεωλογικοί σχηματισμοί που αποτελούν το υπόβαθρο του χώρου τελικής εναπόθεσης είναι κύρια οι σχιστολιθικοί σχηματισμοί της Β.Α. Αττικής οι οποίοι παρουσιάζουν ενστρώσεις μαρμάρων. Πρόκειται για σχηματισμούς ημιπε-ρατούς, οι οποίοι προσεγγίζουν τους πρακτικά στεγανούς. Το πάχος της ακόρεστης ζώνης, δηλαδή το βάθος, στο οποίο πιθανά απαντάται ο υδρο φόρος ορίζοντας, θεωρείται μεγαλύτερο των 90 μ., αφού το πάχος του σχετικά στεγανού σχηματισμού είναι πολύ μεγαλύτερο. Το όριο της επιφανειακής λεκάνης απορροής, η οποία βρίσκεται ανάντη της υπό μελέτη Ο.Ε.Δ.Α., ουσιαστικά ταυτίζεται με αυτό της υπόγειας λόγω της σχετικά χαμηλής περατότητας των γεωλογικών σχηματισμών της περιοχής. Η ανάντη της υπό μελέτη Ο.Ε.Δ.Α. επιφανειακή λεκάνη απορροής ουσιαστικά ταυτίζεται με το άνω όριο της. Επίσης στην περιοχή δεν αναμένονται σημαντικοί υδροφόροι σχηματισμοί (βλ. Μ.Π.Ε κεφ. 4 σελ. 38 και σελ. 22, 23, 24 γεωλογικής, υδρογεωλογικής και υδρολογικής μελέτης). Με τα δεδομένα αυτά ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, οι αιτούντες αμφισβητούν και την εκτίμηση της τεχνικής έκθεσης σχετικά με την υφιστάμενη γεωλογική – υδρολογική κατάσταση, δεδομένου ότι η εκτίμηση προέρχεται από μακρομετρικές μελέτες του ΙΓΜΕ και δεν στηρίζονται σε δειγματοληπτικές γεωτρήσεις μελετητών. Ανεξαρτήτως όμως της αοριστίας του διότι δεν επεξηγείται ούτε εξειδικεύεται η ανεπάρκεια των μελετών του ΙΓΜΕ, ο λόγος αυτός πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να απορριφθεί, διότι αναφέρεται σε ζήτημα τεχνικής κρίσεως μη ελεγχόμενο ακυρωτικά.
32. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν ότι η Μ.Π.Ε. είναι μη νόμιμη, διότι από την ομάδα που την συνέταξε απουσιάζουν συγκεκριμένες ειδικότητες μελετητών, ώστε να εκτιμηθούν οι αντίστοιχες συνέπειες. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι στη σχετική ομάδα δεν συμπεριελαμβάνετο δασολόγος και συγκοινωνιολόγος παρά το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη αναφέρονται διάφορα ζητήματα που άπτονται της αρμοδιότητας τους και ότι η μη συμμετοχή του συγκοινωνιολόγου είχε ως αποτέλεσμα ελλείψεις της Μ.Π.Ε. σε σχετικά θέματα, οι οποίες εντοπίζονται στον όρο Α5.8 της προσβαλλομένης, όπου προβλέπεται βελτίωση του υφιστάμενου οδικού δικτύου με την κατασκευή δύο οδών παράκαμψης ΒΔ και ΝΑ του οικισμού Γραμματικού με ασαφή τεχνικά χαρακτηριστικά, καθώς οι οδοί αυτοί εν μέρει θα προσαρμοσθούν σε υφιστάμενες οδούς και εν μέρει θα χαραχθούν εκ νέου, στον όρο Δ1.38, στον οποίο ενώ επισημαίνεται ότι πρέπει να εξασφαλισθεί η σύνδεση της οδοποιίας πρόσβασης με το εξωτερικό οδικό δίκτυο του Χ.Υ.Τ.Α., δεν καθορίζεται ο τρόπος υλοποίησης της, στον όρο Δ1.49, στον οποίο προβλέπεται πρωθύστερα ότι εφόσον παρατηρηθεί αύξηση του κυκλοφοριακού φόρτου μεγαλύτερη κατά 10% από τη μετρούμενη σήμερα λόγω της λειτουργίας του Ο.Ε.Δ.Α., θα πρέπει να συνταχθεί μεταγενεστέρως ειδική κυκλοφοριακή μελέτη για την προσπέλαση των απορριμματοφόρων προς τον χώρο του έργου, αφού ληφθεί υπόψη η αναγκαιότητα ελαχιστοποίησης του κυκλοφοριακού φόρτου των γειτονικών κατοικημένων περιοχών, και, τέλος, στον όρο Δ7.6, στον οποίο ορίζεται να αποφεύγεται η διέλευση φορτηγών που μεταφέρουν υλικά για την κατασκευή του έργου μέσα από οικισμούς, αν και δεν υπάρχει άλλη πρόσβαση, και να χρησιμοποιούνται υφιστάμενοι αγροτικοί ή δημοτικοί οδοί με τις απαιτούμενες μικροβελτιώσεις, σε αντίθετη δε, περίπτωση να εξασφαλισθεί η συναίνεση των Δήμων, ώστε η διέλευση των φορτηγών να γίνεται εκτός των ωρών κοινής ησυχίας. Όπως έχει κριθεί, αναγκαίο στοιχείο της επιστημονικής εγκυρότητας της Μ.Π.Ε. είναι η συμμετοχή στην κατάρτιση της των επιστημόνων εκείνων, οι οποίοι έχουν την απαιτούμενη για την εξέταση των επιπτώσεων του έργου ή της δραστηριότητας ειδικότητα (ΣτΕ 769/2005, Ολ. ΣτΕ 258/2004, 1681/2002, 2240/1999). Αντιθέτως, η συμμετοχή επιστημόνων ορισμένης ειδικότητας δεν είναι αναγκαία, όταν δεν αναμένεται να υπάρξουν ουσιώδεις επιπτώσεις στον τομέα της ειδικότητας τους από την κατασκευή ενός έργου (Ολ. ΣτΕ 258/2004 σκέψη 26, ΣτΕ 769/2005 σκέψη 11). Στην προκειμένη υπόθεση ήδη από το στάδιο του Περιφερειακού Σχεδιασμού και συγκεκριμένα κατά το Β’ στάδιο αυτού, ελήφθη υπόψη το υφιστάμενο οδικό δίκτυο, οι συνέπειες από την κίνηση οχημάτων, καθώς και οι απαιτούμενες βελτιώσεις. Ειδικότερα, ελήφθη υπόψη η διαδρομή που ακολουθείται σήμερα μέχρι την θέση της εγκατάστασης και διαπιστώθηκαν τα εξής : Για την προσπέλαση στην θέση αυτή χρησιμοποιείται επαρχιακή οδός, η οποία ξεκινάει μέσα από το Γραμματικό και καταλήγει στην παραλία του Σέσι. Η επαρχιακή αυτή οδός, χρησιμοποιείται για ένα μήκος 1,0 χλμ. περίπου και ακολούθως χρησιμοποιείται αγροτική οδός, η οποία καταλήγει στη θέση περνώντας από το εξωκκλήσι της Αγίας Τριάδος. Η οδός αυτή είναι ασφαλτοστρωμένη μέχρι την Αγία Τριάδα, ενώ το τελικό τμήμα της μήκους 1,5 χλμ. περίπου είναι χωματόδρομος και απαιτεί βελτιώσεις. Η προσπέλαση στον χώρο, όπως είναι σήμερα δημιουργεί πρόβλημα όχλησης του Γραμματικού, όπως και του Καπανδριτίου, αλλά και του Βαρνάβα, σε μικρότερο όμως βαθμό. Για τον λόγο αυτό απαιτείται κατασκευή παράκαμψης του Γραμματικού, διότι η διέλευση μέσα από τον οικισμό είναι δυσχερής, έως αδύνατη για τα μεγάλα οχήματα. Επίσης απαιτείται βελτίωση του υφισταμένου χωματόδρομου. Αυτό ισχύει και για την προσπέλαση της θέσης από οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση. Από την λειτουργία δε της εγκατάστασης δεν πρόκειται να επηρεαστούν οι κοντινοί οικισμοί και ότι η κατασκευή της παράκαμψης εξασφαλίζει την επίτευξη της απόλυτης εξάλειψης οποιουδήποτε είδους οχλήσεων (βλ. Β’ Στάδιο Περιφερειακού Σχεδιασμού Τεύχος Β «Εντοπισμός – Αξιολόγηση Εναλλακτικών Θέσεων για την Χωροθέτηση Εγκαταστάσεων Διαθέσεως Στερεών Αποβλήτων Περιφέρειας Αττικής» σελ. 98 επ., Τεύχος Στ2 «Εκτίμηση και Αντιμετώπιση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων» σελ. 27, Παραρτήματα του τεύχους Στ2 σελ. 1, Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων κεφ. 1 σελ. 7 κεφ. 2 σελ. 5, κεφ. 3 σελ. 7). Ενόψει των ανωτέρω, του γεγονότος, δηλαδή, ότι οι παραπάνω διευθετήσεις κυκλοφοριακού χαρακτήρα για την πρόσβαση στο χώρο κατασκευής της Ο.Ε.Δ.Α. δεν αναφέρονται στο κύριο αντικείμενο της Μ.Π.Ε. αλλά αφορούν παρεπόμενο ζήτημα, η ανάγκη αντιμετώπισης του οποίου προέκυψε από τις διαπιστώσεις των ανωτέρω μελετών και ότι κατά γενική εκτίμηση των μελετών αυτών με την κατασκευή της παρακαμπτηρίου δεν πρόκειται να υπάρξει όχληση των κοντινών οικισμών, δεν ήταν απαραίτητη σε οποιοδήποτε στάδιο σχεδιασμού της επίδικης εγκατάστασης η συμμετοχή συγκοινωνιολόγου, ενώ η τυχόν υφιστάμενη ανάγκη να συνταχθεί συμπλήρωματική μελέτη τεχνικού χαρακτήρα με σκοπό την ορθή εφαρμογή των περιβαλλοντικών όρων και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ενδέχεται να ανακύψουν κατά το στάδιο υλοποίησης των περιβαλλοντικών όρων, δεν καθιστούν τον σχεδιασμό του έργου ελλιπή (πρβλ. Ολ. ΣτΕ 258/2004, σκέψη 27). Εξάλλου σε ό,τι αφορά στην μη συμμετοχή δασολόγου στην ομάδα εκπόνησης της μελέτης, ο σχετικός λόγος είναι επίσης απορριπτέος, διότι ενόψει της φύσης του έργου και του μεγέθους της επέμβασης, η έλλειψη αυτή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της μελέτης, η οποία, βάσει των όσων ήδη αναφέρθηκαν και έχουν γίνει δεκτά από τη νομολογία διασφαλίζεται με τη συμμετοχή στη μελετητική ομάδα αγρονόμων, γεωπόνων, περιβαλλοντολόγων και μηχανικών περιβάλλοντος διασφαλίζουν, βάσει των όσων ήδη αναφέρθηκαν και έχουν γίνει δεκτά από τη νομολογία, την εγκυρότητα και πληρότητα της μελέτης στα θέματα της ειδικότητας τους.
33. Επειδή, προβάλλεται ότι οι μελετητές παραλείπουν να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις στην λίμνη του Μαραθώνα από ενδεχόμενο πρόβλημα συγκέντρωσης πτηνών που συνεπάγεται και τη μεταφορά παθογόνων μικροοργανισμών. Το θέμα όμως αυτό αντιμετωπίστηκε με την μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, με την οποία έγινε δεκτό ότι η απουσία λιμνών ή υδάτων από την περιοχή κατασκευής του έργου μειώνει δραστικά την πιθανότητα κινδύνου από τη συγκέντρωση των πτηνών, ενώ η πιθανότητα αυτή ελαχιστοποιείται περαιτέρω από την καθημερινή συστηματική επικάλυψη των απορριμμάτων (βλ. Μ.Π.Ε κεφ. 6 σελ. 62). Ενόψει των ανωτέρω, και δεδομένου ότι η σχετική τεχνική κρίση της μελέτης δεν υπόκειται σε ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο, ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος.
34. Επειδή, τέλος, οι αιτούντες εντοπίζουν ελλείψεις στην Μ.Π.Ε., που κατά τους ισχυρισμούς τους, συνιστούν ισάριθμες πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης και καθιστούν αυτήν ακυρωτέα. Ειδικότερα προβάλλουν α : Ότι στον όρο Δ1.5 της προσβαλλομένης γίνεται αορίστως αναφορά σε περιβαλλοντική αδειοδότηση των πάσης φύσεως συνοδών .έργων, τα οποία δεν καλύπτονται τυχόν από την έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Κατά τους αιτούντες θα έπρεπε να προβλέπονται ειδικώς τα έργα και οι συνέπειες τους που αποτελούν προϋπόθεση για την κατασκευή του κυρίου έργου (εργοταξιακές εγκαταστάσεις, λατομεία, γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ.). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, εφόσον τα έργα αυτά δεν περιλαμβάνονται στις μονάδες που αποτελούν το κυρίως έργο, δεν ήταν απαραίτητο να περιληφθούν στην Μ.Π.Ε του έργου, σε κάθε δε περίπτωση θα τηρηθεί για καθένα από τα συνοδά αυτά έργα η προβλεπόμενη από την περιβαλλοντική νομοθεσία διαδικασία (πρβλ. Ολ. ΣτΕ 2511/2002). β : Ότι στον όρο Δ1.31 που αφορά στις μονάδες επεξεργασίας προβλέπονται ειδικά αντιρρυπαντικά συστήματα συλλογής και διαχωρισμού σκόνης και ελέγχου οσμών, αν και στην οικεία Μ.Π.Ε. (κεφ. 6.6) δεν εξετάζεται καν ο τρόπος διασποράς των αερίων ρύπων και διαπιστώνεται μόνο το αναπόφευκτο της παραγωγής τους στο στάδιο της λειτουργίας. Επίσης στον όρο Δ8.1.6 προβλέπεται ότι σε περίπτωση «όχλησης από οσμές» πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, τα οποία όμως δεν προσδιορίζονται. Η Μ.Π.Ε. περιλαμβάνει αναλυτικές αναφορές όσον αφορά στην παραγωγή γενικά αερίων ρύπων και στην διασπορά αυτών από τις επιμέρους μονάδες της εγκατάστασης και στην αντιμετώπιση αυτών. Ειδικότερα σε σχέση με την παραγωγή βιοαερίου από τον Χ.Υ.Τ.Α. επισημαίνεται ο κίνδυνος διαφυγής του στο υπέδαφος σε περίπτωση ελλείψεως στεγανοποιήσεως του πυθμένα (κεφ. 6 σελ. 25). Επίσης αναφέρεται η πιθανότητα πρόκλησης πυρκαγιάς και δημιουργίας καπνού καθώς και δημιουργίας σκόνης λόγω της επικάλυψης του Χ.Υ.Τ.Α. με γαιώδες υλικό λόγω των πνεόντων ανέμων, αν και σημειώνεται ότι η επιλεγείσα θέση βρίσκεται σε κλειστή λεκάνη και παρουσιάζει φυσική προκάλυψη (κεφ. 6 σελ. 34, 35). Περαιτέρω αναφέρεται η παραγωγή οσμών από τον Χ.Υ.Τ.Α., των οποίων αποδέκτης κατά την κατεύθυνση των επικρατούντων Β – ΒΑ ανέμων είναι η κοινότητα Γραμματικού, η οποία όμως ευρίσκεται σε επαρκή απόσταση (3 χλμ.), ενώ η συγκεκριμένη θέση λόγω μορφολογίας παρουσιάζει προκάλυψη έναντι των ανέμων (κεφ. 6 σελ. 35). Ακόμη επισημαίνεται ότι μπορεί να δημιουργηθούν οσμές και στις μονάδες επεξεργασίας των απορριμμάτων, στο στάδιο υποδοχής των απορριμμάτων προς κομποστοποίηση, ανακύκλωση ή βιολογική ξήρανση, στο στάδιο διαλογής στο Κέντρο Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών, αλλά μόνο η περίπτωση των οσμών από τον ανοικτό χώρο ωρίμανσης είναι αξιόλογη, δεδομένου ότι στα προηγούμενα στάδια επεξεργασίας οι τελικές εκπομπές οσμών με τα φίλτρα είναι αμελητέες (κεφ. 6 σελ. 66 – 67). Εν συνεχεία, η μελέτη αναφέρεται εκτενώς στην αντιμετώπιση των ανωτέρω συνεπειών στο κεφάλαιο 7, όπου σε σχέση με την παραγωγή βιοαερίου από τον Χ.Υ.Τ.Α. προτείνεται σύστημα εξαναγκασμένης άντλησης βιοαερίου με κατακόρυφα φρεάτια, τεχνική, η οποία αναπτύσσεται διεξοδικά στην Μ.Π.Ε. (κεφ. 7 σελ. 11). Επίσης οι εκπεμπόμενες οσμές από τον Χ.Υ.Τ.Α. αντιμετωπίζονται κατά την μελέτη με κάλυψη, συμπίεση, κατάλληλες κλίσεις για την ελαχιστοποίηση της εισόδου νερού στα απορρίμματα, εξασφάλιση άμεσης εκφόρτωσης και διάστρωσης των απορριμμάτων, χρησιμοποίηση υδρασβέστου κ.λπ. (κεφ. 7 σελ. 16). Σε σχέση με την αντιμετώπιση των οσμών και της σκόνης αναφέρεται ότι θα απάγονται από τους χώρους δημιουργίας και θα υφίστανται επεξεργασία σε κεντρικά συστήματα απο-κονίωσης, απόσμησης με στόχο την μείωση των επιπέδων τους, ώστε το προσωπικό να εργάζεται με υγιεινές συνθήκες, ενώ στον εξωτερικό χώρο η εξάλειψη οσμών και σκόνης θα πληροί τα αποδεκτά όρια εκπομπών στην ατμόσφαιρα αερίων και στερεών ρύπων (βλ. κεφ. 7 σελ. 59-61, όπου εκτίθενται διεξοδικά οι τεχνικές απόσμησης, επίσης τον όρο Δ1.31 περ. Ι, II, III στοιχ. α, β, γ, όρος Δ 31.3 της προσβαλλομένης). Με τα δεδομένα αυτά η Μ.Π.Ε., στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη, παρίσταται εμπεριστατωμένη σε ότι αφορά στην παραγωγή και στην διασπορά αερίων ρύπων και στην αντιμετώπιση τους και, επομένως, παρίσταται νομίμως αιτιολογημένη στα σημεία αυτά η προσβαλλόμενη πράξη. Συνεπώς οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, με τους οποίους αμφισβητούνται μάλιστα παρουσιάζει προκάλυψη έναντι των ανέμων (κεφ. 6 σελ. 35). Ακόμη επισημαίνεται ότι μπορεί να δημιουργηθούν οσμές και στις μονάδες επεξεργασίας των απορριμμάτων, στο στάδιο υποδοχής των απορριμμάτων προς κομποστοποίηση, ανακύκλωση ή βιολογική ξήρανση, στο στάδιο διαλογής στο Κέντρο Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών, αλλά μόνο η περίπτωση των οσμών από τον ανοικτό χώρο ωρίμανσης είναι αξιόλογη, δεδομένου ότι στα προηγούμενα στάδια επεξεργασίας οι τελικές εκπομπές οσμών με τα φίλτρα είναι αμελητέες (κεφ. 6 σελ. 66 – 67). Εν συνεχεία, η μελέτη αναφέρεται εκτενώς στην αντιμετώπιση των ανωτέρω συνεπειών στο κεφάλαιο 7, όπου σε σχέση με την παραγωγή βιοαερίου από τον Χ.Υ.Τ.Α. προτείνεται σύστημα εξαναγκασμένης άντλησης βιοαερίου με κατακόρυφα φρεάτια, τεχνική, η οποία αναπτύσσεται διεξοδικά στην Μ.Π.Ε. (κεφ. 7 σελ. 11). Επίσης οι εκπεμπόμενες οσμές από τον Χ.Υ.Τ.Α. αντιμετωπίζονται κατά την μελέτη με κάλυψη, συμπίεση, κατάλληλες κλίσεις για την ελαχιστοποίηση της εισόδου νερού στα απορρίμματα, εξασφάλιση άμεσης εκφόρτωσης και διάστρωσης των απορριμμάτων, χρησιμοποίηση υδρασβέστου κ.λπ. (κεφ. 7 σελ. 16). Σε σχέση με την αντιμετώπιση των οσμών και της σκόνης αναφέρεται ότι θα απάγονται από τους χώρους δημιουργίας και θα υφίστανται επεξεργασία σε κεντρικά συστήματα απο-κονίωσης, απόσμησης με στόχο την μείωση των επιπέδων τους, ώστε το προσωπικό να εργάζεται με υγιεινές συνθήκες, ενώ στον εξωτερικό χώρο η εξάλειψη οσμών και σκόνης θα πληροί τα αποδεκτά όρια εκπομπών στην ατμόσφαιρα αερίων και στερεών ρύπων (βλ. κεφ. 7 σελ. 59 – 61, όπου εκτίθενται διεξοδικά οι τεχνικές απόσμησης, επίσης τον όρο Δ1.31 περ. Ι, II, III στοιχ. α, β, γ, όρος Δ 31.3 της προσβαλλομένης). Με τα δεδομένα αυτά η Μ.Π.Ε., στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη, παρίσταται εμπεριστατωμένη σε ότι αφορά στην παραγωγή και στην διασπορά αερίων ρύπων και στην αντιμετώπιση τους και, επομένως, παρίσταται νομίμως αιτιολογημένη στα σημεία αυτά η προσβαλλόμενη πράξη. Συνεπώς οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, με τους οποίους αμφισβητούνται μάλιστα τεχνικές κρίσεις, πρέπει να απορριφθούν, γ : Ότι υφίσταται αοριστία και του όρου Δ1.31 της προσβαλλόμενης, κατά το μέρος που ζητείται να αντιμετωπίζονται οι εκπομπές θορύβου με μέτρα και συστήματα ηχομόνωσης, ώστε τα επίπεδα θορύβου εντός των χώρων εργασίας και στα όρια του γηπέδου να είναι σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, δεδομένου ότι ουδόλως ορίζεται ποια θα είναι τα μέτρα και συστήματα, ούτε και προσδιορίζονται τα επιτρεπτά όρια θορύβου. Σε σχέση με την παραγωγή θορύβου η Μ.Π.Ε. επισημαίνει ότι αυτός δημιουργείται από την κυκλοφορία οχημάτων (φορτηγών και απορριμματοφόρων) και από την λειτουργία μηχανημάτων για τις εργασίες που εκτελούνται εντός του Χ.Υ.Τ.Α. (συμπίεση απορριμμάτων, επικάλυψη απορριμμάτων στο Χ.Υ.Τ.Α., χωματουργικές εργασίες κ.λπ.). Η όχληση από τις εργασίες στον Χ.Υ.Τ.Α. σημειώνεται ότι γίνεται αντιληπτή μόνο από το προσωπικό (κεφ. 6 σελ. 57, 69). Σχετικά με την αντιμετώπιση του προκαλούμενου θορύβου αναφέρεται ότι το επίπεδο αυτού εκτός της εγκατάστασης κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, εφόσον τα μηχανήματα κινούνται κατά κύριο λόγο στο εσωτερικό της και οι εξαεριστήρες ή οι ανεμιστήρες εγκατασταθούν σε κλειστό χώρο. Όπου είναι εφικτό ο μηχανολογικός εξοπλισμός θα απομονώνεται με πάνελ ή σε ανεξάρτητα δωμάτια και η πρόσβαση σε αυτόν θα γίνονται από αυτόνομες θύρες που θα κλείνουν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Ειδικότερα οι ανεμιστήρες θα φέρουν σιγαστήρες τόσο στην αναρρόφηση όσο και στην κατάθλιψη τους. Επιπλέον αναφέρεται ότι οι επιπτώσεις στο ακουστικό περιβάλλον αντιμετωπίζονται στο γενικό πλαίσιο για την ηχορύπανση από μηχανολογικές εγκαταστάσεις σύμφωνα με το π.δ. 1180/1981, το οποίο αναφέρεται και στα επιτρεπόμενα όρια θορύβου (Αντίστοιχη παραπομπή γίνεται και στην ενότητα Γ της προσβαλλομένης πράξεως). Με τα δεδομένα αυτά, έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς από την Μ.Π.Ε. οι πιθανές συνέπειες από την πρόκληση θορύβου και έχουν προσδιορισθεί τα επιβαλλόμενα μέτρα αντιμετώπισης τους, τα οποία και εκτίθενται διεξοδικά, τα μέτρα δε αυτά υιοθετήθηκαν από την προσβαλλόμενη πράξη (βλ. κεφ. Α’ της πράξης αυτής). Επομένως, ο περί του αντιθέτου λόγος πρέπει να απορριφθεί, δ : Ότι στον όρο Δ1.31.7 ορίζεται ότι «τα άχρηστα υλικά από την παραγωγική διαδικασία και τα συστήματα αντιρρύπανσης των μονάδων θα μεταφέρονται με την κατάλληλη μορφή, στον παρακείμενο Χ.Υ.Τ.Α.», χωρίς να προσδιορίζεται, ποια είναι η κατάλληλη μορφή. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της σχετικής μελέτης και του αντίστοιχου όρου να προσδιοριστεί κατά τρόπο δεσμευτικό η μορφή, με την οποία θα καταλήγουν τα άχρηστα υλικά στον Χ.Υ.Τ.Α, διότι το θέμα αυτό είναι τεχνικό, ο έλεγχος δε της τήρησης του σχετικού όρου, αν δηλαδή τα μεταφερόμενα άχρηστα υλικά έχουν την κατάλληλη μορφή, απόκειται στην αρμόδια για την παρακολούθηση της εφαρμογής των περιβαλλοντικών όρων όργανα, ε : Ότι στον όρο Δ1.38 ζητείται να εξασφαλισθεί η σύνδεση της οδοποιίας πρόσβασης με το εξωτερικό οδικό δίκτυο καθώς και την εσωτερική οδοποιία, χωρίς να περιγράφεται ο τρόπος υλοποίησης αυτής της σύνδεσης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, διότι η Μ.Π.Ε. που υιοθετήθηκε από την προσβαλλόμενη πράξη και συμπληρώνει το περιεχόμενο της τελευταίας, περιλαμβάνει ειδική ενότητα αναφερόμενη στην τεχνική περιγραφή της προτεινόμενης οδού προσπέλασης των εγκαταστάσεων (κατηγορία οδού, τύπος διατομής, στοιχεία χάραξης) και στον τρόπο σύνδεσης με το υφιστάμενο οδικό δίκτυο (κεφ. 5 σελ. 73 – 75). στ : Ότι ο όρος Δ1.49, με τον οποίο προαναγγέλεται η λόγω αυξήσεως του κυκλοφοριακού φόρτου σύνταξη ειδικής κυκλοφοριακής μελέτης για την προσπέλαση των απορριμματοφόρων προς τον χώρο του έργου, αφού ληφθεί υπόψη η αναγκαιότητα ελαχιστοποίησης του κυκλοφοριακού φόρτου των γειτονικών κατοικημένων περιοχών, καταδεικνύει την έλλειψη σχετικών προβλέψεων στον σχεδιασμό του έργου, δεδομένου ότι η αύξηση του κυκλοφοριακού φόρτου θα έπρεπε να είχε απασχολήσει ειδικώς την προσβαλλόμενη πράξη. Η Μ.Π.Ε. εκτιμά ότι η λειτουργία της παρακαμπτήριος οδού θα έχει θετικές συνέπειες στην προσέγγιση των απορριμματοφόρων και στην κίνηση της οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής (κεφ. 6 σελ. 75) και παραλλήλως λαμβάνεται πρόνοια για την αντιμετώπιση περιπτώσεων ιδιαίτερα σημαντικής αύξησης της κυκλοφορίας σε μη μόνιμη βάση, όπως στη διάρκεια της νύχτας, με την πρόβλεψη ότι στις περιπτώσεις αυτές, αν δεν τοποθετηθεί ηχοπέτασμα για λόγους αισθητικούς, ενδείκνυται να επιβληθούν τοπικά όρια ταχύτητας χαμηλότερα του κανονικού με τη χρήση μεταβαλλόμενων ρυθμιστικών πινακίδων (κεφ. 8 σελ. 16). Ενόψει των ανωτέρω, ο παραπάνω λόγος πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, η πρόβλεψη εκπόνησης σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο κυκλοφοριακής μελέτης για την αντιμετώπιση συνεπειών από μεταβολή των δεδομένων που ενδέχεται να προκύψει στο μέλλον σε σχέση με τον κυκλοφοριακό φόρτο δεν καθιστά ελλιπή την Μ.Π.Ε. ούτε και την προσβαλλόμενη ακυρωτέα (βλ. Ολ. ΣτΕ 258/2004 σκέψη 27). ζ : Ότι στον όρο Δ1.45 προτείνεται να ληφθεί μέριμνα, ώστε η διάταξη των μονάδων στο οικόπεδο να αφήνει κατάλληλους χώρους για ανάπτυξη χώρων πρασίνου, χωρίς να προσδιορίζονται, ποιοι θα είναι οι κατάλληλοι χώροι. Επίσης, ότι στον όρο Δ1.47 αναφέρεται ότι οποιαδήποτε φθορά δασικής βλάστησης πρέπει να περιορισθεί στην ελάχιστη δυνατή χωρίς να ορίζονται τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της, ενώ η αποκατάσταση της παραπέμπεται σε δασοτεχνικές μελέτες, οι οποίες είναι άγνωστο αν θα συνταχθούν. Οι παραπάνω όροι συμπληρώνονται όμως από τη Μ.Π.Ε., της οποίας το περιεχόμενο υιοθετήθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη και στην οποία προβλέπεται ότι θα υπάρξει αποψίλωση 200 στρεμμάτων (εκ των 520 στρεμμάτων που απαιτούνται για τις εγκαταστάσεις), ότι θα αναπτυχθεί περιμετρική δενδροφύτευση για οπτική προκάλυψη και απομόνωση με έμφαση στην φύτευση υψηλόκορμων δένδρων σε θέσεις ειδικού ενδιαφέροντος. Επίσης προβλέπεται η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου των εγκαταστάσεων με την διαμόρφωση περιμετρικά των κτιρίων – διαδρόμου και την δημιουργία πεζοδρόμων μεταξύ των κτιρίων (κεφ. 5 σελ. 72, κεφ. 6 σελ. 14 – 15). Με τα δεδομένα αυτά, οι παραπάνω λόγοι πρέπει να απορριφθούν, διότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τους σχετικούς περιβαλλοντικούς όρους, οι οποίοι μάλιστα δεν συνδέονται ευθέως με την κατασκευή του έργου και τις επιπτώσεις από τη λειτουργία του, προσδιορίζονται επαρκώς η : Ότι υφίσταται αοριστία και στον όρο Δ3.8 όπου αναφέρεται ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του παραγόμενου compost πρέπει να είναι σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται οι διατάξεις αυτές. Ανεξαρτήτως του ότι δεν απαιτείται ειδική αναφορά στις ισχύουσες διατάξεις, πάντως στο κεφάλαιο 8 της Μ.Π.Ε. σχετικά με έργα παρακολούθησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων αναφέρονται οι ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να έχει το παραγόμενο compost βάσει της κείμενης νομοθεσίας και ειδικότερα η περιεκτικότητα του σε συγκεκριμένα στοιχεία (κεφ. 8 σελ. 13 – 14). Κατόπιν αυτού ο λόγος πρέπει να απορριφθεί, θ : Ότι υπάρχει σειρά αοριστιών όσον αφορά στους όρους που αναφέρονται στην συλλογή στραγγισμάτων. Ειδικότερα : Στον όρο Δ3.9 ζητείται να «εφαρμοσθεί αποτελεσματικό σύστημα παραλαβής στραγγισμάτων από όλο το δάπεδο του σωρού του κομποστοποιημένου υλικού», χωρίς να υποδεικνύεται ποιο θα είναι το σύστημα αυτό. Στον όρο Δ5.5.15 προτείνεται να εφαρμοσθεί στην εγκατάσταση επεξεργασίας του Χ.Υ.Τ.Α. «η καταλληλότερη μέθοδος για την πλήρη επεξεργασία των στραγγισμάτων» χωρίς να ορίζεται ποια είναι αυτή. Στον ίδιο όρο αναφέρεται ότι «πρόγραμμα ανακυκλοφορίας στραγγισμάτων θα πρέπει να συνδυαστεί με κατάλληλο πρόγραμμα ελέγχου των συνθηκών που επικρατούν εντός της απορριμματικής μάζας». Στον όρο Δ5.4.3 για τα έργα στεγανοποίησης του Χ.Υ.Τ.Α. προτείνεται αορίστως να χρησιμοποιούνται είτε εναλλακτικές τεχνικές κατασκευής είτε ισοδύναμα υλικά στεγάνωσης είτε συνδυασμός που σε κάθε περίπτωση πρέπει να επιτυγχάνουν τεκμηριωμένα το ισοδύναμο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μόνωσης χωρίς να προσδιορίζονται οι τεχνικές αυτές και τα υλικά. Στον όρο Δ5.4.4.3 ορίζεται ότι «η κλίση της στρώσης γεωλογικού φραγμού να είναι κατάλληλα διαμορφωμένη, ώστε να βοηθάει στην αποστράγγιση ακόμα και σε περίπτωση αστοχίας των αγωγών στραγγισμάτων». Στον όρο Δ5.4.4, ο οποίος αναφέρεται στην στεγανοποίηση του Χ.Υ.Τ.Α. με φυσικά υλικά (τεχνητός γεωλογικός φραγμός) και στον όρο Δ5.5.18, από τον οποίο συνάγεται ότι δεν έχει αποκλεισθεί το ενδεχόμενο διάθεσης επεξεργασμένων στραγγισμάτων του Χ.Υ.Τ.Α. σε φυσικό αποδέκτη. Περαιτέρω, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι προβλέπεται μεν σύνταξη τεχνικής περιβαλλοντικής έκθεσης για το σύστημα επεξεργασίας των στραγγισμάτων, η έκθεση όμως αυτή, συντασσόμενη εκ των υστέρων, δεν είναι ικανή να ανατρέψει επελθούσες δυσμενείς συνέπειες. Οι ως άνω λόγοι περί υπάρξεως ελλείψεων και αοριστιών όσον αφορά στο σύστημα συλλογής στραγγισμάτων του Χ.Υ.Τ.Α. πρέπει να απορριφθούν, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως συμπληρώνεται από την Μ.Π.Ε. εξειδικεύεται πλήρως ο τρόπος και τα υλικά στεγανοποίησης του Χ.Υ.Τ.Α.. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη πράξη και η Μ.Π.Ε. προβλέπουν έργα συλλογής και επεξεργασίας στραγγισμάτων κατά τρόπο απολύτως συγκεκριμένο, μέσω ενός δικτύου αγωγών, φρεατίου συγκέντρωσης και δεξαμενής εξισορρόπησης όπου συλλέγονται τα παραγόμενα στραγγίσματα ή βροχοστραγγί-σματα και οδηγούνται προς επεξεργασία (όρος Δ5.5.6 της προσβαλλομένης, κεφάλαιο 5 σελ. 48 της Μ.Π.Ε.). Περαιτέρω, τόσο στην προσβαλλομένη όσο και στην Μ.Π.Ε. γίνεται αναφορά στον τρόπο και στα υλικά στεγανοποίησης του Χ.Υ.Τ.Α. Συγκεκριμένα προβλέπεται η στεγανοποίηση με σύστημα σύνθετης στεγάνωσης από το συνδυασμό φυσικών και γεωσυν-θετικών υλικών και ότι για την άρτια εφαρμογή του συστήματος στεγάνωσης, οι κλίσεις των πρανών της διαμορφωμένης λεκάνης υποδοχής πρέπει να είναι της τάξεως του 1 : 3 (ύψος/βάθος) και να επαληθεύονται με έλεγχο πρανών σε συγκεκριμένα σημεία, να χρησιμοποιούνται δε είτε εναλλακτικές τεχνικές κατασκευής είτε ισοδύναμα υλικά στεγάνωσης είτε συνδυασμός, ώστε να επιτυγχάνεται τεκμηριωμένα το ισοδύναμο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μόνωσης και η απαίτηση ευστάθειας και αντοχής των υλικών και κατασκευών. Περαιτέρω, προβλέπεται η ενίσχυση του φυσικού γεωλογικού σχηματισμού του χώρου με την κατασκευή κατάλληλου τέχνητού γεωλογικού φραγμού ώστε να επιτυγχάνεται συνδυασμένο αποτέλεσμα (φυσικού γεωλογικού σχηματισμού και τεχνητού γεωλογικού φραγμού) ισοδύναμο με συμπυκνωμένο αργιλικό στρώμα ορισμένου πάχους και διαπερατότητας. Ακολούθως αναφέρονται οι εναλλακτικοί τρόποι κατασκευής του τεχνητού γεωλογικού φραγμού (με χρήση αργιλικών υλικών, με χρήση μίγματος μπετονίτη με κατάλληλα εδαφικά υλικά και με χρήση γεωσυνθετικών μεθόδων) (βλ. όρο Δ5. 4.2, 4.3, 4.4, κεφ. 5 σελ. 47 της Μ.Π.Ε.). Εξάλλου, το γεγονός της διάθεσης επεξεργασμένων αποβλήτων σε φυσικό αποδέκτη δεν καθιστά παράνομο τον αντίστοιχο όρο, εφόσον πιστοποιείται βάσει ειδικής μελέτης ότι η διάθεση δεν θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα των υδάτων, ι : Ότι από τον τρόπο διατύπωσης του όρου Δ5.1.5, στον οποίο αναφέρεται ότι κατά την φάση οριστικού σχεδιασμού του Χ.Υ.Τ.Α. απαιτείται η πρόγνωση της ευστάθειας του με βάση εκτιμήσεις και υπολογισμούς των εδαφομηχανικών παραμέτρων και του τρόπου λειτουργίας με ευθύνη και έλεγχο του αρμοδίου φορέα , προκύπτει ότι τουλάχιστον έως τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης δεν υπήρχε «οριστικός σχεδιασμός του Χ.Υ.Τ.Α.». Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι η Μ.Π.Ε. αναφέρεται εκτενώς στα χαρακτηριστικά του Χ.Υ.Τ.Α., καθώς και στις ενδεχόμενες συνέπειες από την λειτουργία του και στον τρόπο αντιμετώπισης τους (πρβλ. Ολ. ΣτΕ 258/2004 σκέψη 27), επιπροσθέτως δε περιέχει και πρόβλεψη για τον τρόπο αντιμετώπισης τεχνικών ζητημάτων κατά τον οριστικό σχεδιασμό του Χ.Υ.Τ.Α. ια : Ότι στον όρο Δ8.1.1 προβλέπεται να υπάρχει πριν από την έναρξη λειτουργίας του Χ.Υ.Τ.Α. και των υπολοίπων μονάδων επεξεργασίας, μεταξύ άλλων, «ολοκληρωμένος σχεδιασμός για την ασφάλεια της ποιότητας της μονάδας», ενώ ο σχεδιασμός αυτός όφειλε να αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι τόσο στην Μ.Π.Ε. (κεφ. 7 και 8), αλλά και στην προσβαλλόμενη (ενότητα Δ8) πέραν του ανωτέρω γενικού όρου προβλέπονται τα μέτρα αντιμετώπισης όλων των πιθανών επιπτώσεων, τα οποία εγγυώνται την ασφαλή λειτουργία του γ.Τ.Α. και καθιστούν πλήρη την μελέτη κατά το μέρος αυτό (μέτρα απαγωγής του βιοαερίου, πρόληψη και κατάσβεση πυρκαγιών, ελαχιστοποίηση παραγόμενων οσμών, αντιμετώπιση στραγγισμάτων, δειγματοληψίες), ιβ : Ότι στον όρο Δ8.1.25 που αναφέρεται στην αποφυγή ρύπανσης από τη λειτουργία Χ.Υ.Τ.Α. γίνεται αόριστη αναφορά «στην ολοκληρωμένη χρήση μεθόδων και δεικτών μέσω των οποίων θα είναι δυνατός ο καθορισμός των πραγματικών αλληλεπιδράσεων του Χ.Υ.Τ.Α. με το άμεσο οικοσύστημα», δεδομένου ότι δεν κατονομάζονται οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι στο κεφ. 8 της Μ.Π.Ε. με τίτλο «Έργα Ελέγχου και Παρακολούθησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και Παραμέτρων» αναπτύσσονται αναλυτικά οι χρησιμοποιούμενοι μέθοδοι ελέγχου του Χ.Υ.Τ.Α. για την πρόληψη τυχόν δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, οι οποίοι συνίστανται σε έλεγχο και διαχωρισμό των εισερχομένων αποβλήτων σε αποδεκτά και μη, σε γεωτρήσεις ελέγχου για το παραγόμενο βιοαέριο, σε γεωτρήσεις για τον έλεγχο των υπογείων υδάτων, σε δειγματοληψίες για τον έλεγχο των επιφανειακών υδάτων, και σε έλεγχο του όγκου Χ.Υ.Τ.Α. και των καθιζήσεων, ιγ : Ότι στο κεφάλαιο Δ5.6 της προσβαλλόμενης πράξεως προβλέπονται έργα υποδο-μής και διαχείρισης του βιοαερίου, τα οποία είναι ασαφή. Ειδικότερα, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι προβλέπεται αορίστως η δημιουργία μονάδας ενεργειακής αξιοποίησης, οι περιβαλλοντικοί όροι κατασκευής και λειτουργίας της οποίας θα προκύψει από άλλη περιβαλλοντική μελέτη και ότι για την περίπτωση της μη ενεργειακής αξιοποίησης του βιοαερίου προβλέπεται η εγκατάσταση μονάδας καύσης υψηλής θερμοκρασίας, χωρίς πάντως να χωροθετείται και χωρίς να προβλέπονται ειδικοί περιβαλλοντικοί όροι. Εφόσον όμως οι παραπάνω μονάδες δεν περιλαμβάνονται στην υπό κατασκευή εγκατάσταση διαχείρισης αποβλήτων, αλλά ενδέχεται να δημιουργηθούν στο μέλλον, νομίμως δεν λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του παρόντος σχεδιασμού του έργου και συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος πρέπει να απορριφθεί, ιγ : Ότι, παρά τη συνάφεια του έργου με τη λειτουργία του Χ.Υ.Τ.Α. στον όρο Δ5.6.11 αναφέρεται ότι «το δίκτυο συλλογής και απαγωγής του βιοαερίου θα τεθεί σε εφαρμογή το αργότερο ένα εξάμηνο από την έναρξη λειτουργίας του Χ.Υ.Τ.Α., εφόσον παρατηρείται παραγωγή βιοαερίου». Ο λόγος όμως αυτός, προβαλλόμενος προφανώς υπό την έννοια ότι το δίκτυο συλλογής και απαγωγής του βιοαερίου επιβάλλεται να τεθεί σε εφαρμογή ενωρίτερα, πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό αμφισβητείται η καθαρώς τεχνική κρίση περί της πιθανότητας παραγωγής βιοαερίου και του τρόπου αντιμετώπισης της πιθανότητας αυτής, ενώ εξάλλου ουδεμία ειδικότερη πλημμέλεια προβάλλεται ως προς τη νομιμότητα του όρου αυτού, ιε : Ότι στον όρο Δ8.1.29 προβλέπεται η παρακολούθηση της παραγωγικής διαδικασίας και των τελικών προϊόντων των μονάδων κατά τρόπο συστηματικό, πλην δεν εξειδικεύεται σε τι συνίσταται ο συστηματικός αυτός τρόπος παρακολούθησης. Και ο λόγος όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από το περιεχομένου του κεφαλαίου 8 της προσβαλλομένης, αναπτύσσονται διεξοδικά οι διαδικασίες παρακολούθησης της λειτουργίας των εγκαταστάσεων και των παραγόμενων προϊόντων.
35. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Σχόλιο
Η σχολιαζόμενη απόφαση -όπως και η ΣτΕ 1151/2007 Ε’ Τμ.- αφορά στη διαχείριση των αποβλήτων στην Αττική, δηλαδή σε ένα μείζον περιβαλλοντικό πρόβλημα. Το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιτυχία τα πολλαπλά ζητήματα που τέθηκαν ενώπιόν του, με παραδειγματικό δε και πειστικό τρόπο δίνει τις πρέπουσες λύσεις. Ωστόσο υπάρχουν δύο ζητήματα -στα οποία αναφέρονται οι παρατιθέμενες παραπάνω σκέψεις- που δημιουργούν αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα των απαντήσεων που δόθηκαν. Πρόκειται α) για τη σχέση μεταξύ της Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (Π.Π.Ε.Α.) και της Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (Ε.Π.Ο.), και β) για τις ειδικότητες των μελετητών οι οποίες είναι απαραίτητες για τη σύνταξη Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.)
α. Όπως είναι γνωστό, η διαδικασία Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΕ) χαρακτηρίζεται από διάφορα στάδια. Το πρώτο είναι αυτό της επιλογής των έργων που υποβάλλονται σε προηγούμενη εκτίμηση («‘screening»)[1], για να ακολουθήσει στη συνέχεια εκείνο του «scooping»’. Το τελευταίο ορίζεται ως «η διαδικασία καθορισμού του περιεχομένου και του εύρους των θεμάτων, τα οποία πρέπει να καλύπτονται από τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή για έργα τα οποία υπόκεινται σε ΕΠΕ»’[2]. Το στάδιο αυτό, το οποίο ορίζεται ρητά στη νομοθεσία[3], αν και δεν έχει μελετηθεί μέχρι τώρα ικανοποιητικά[4], είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη συνέχιση της διαδικασίας ΕΠΕ και για την ποιότητα της απόφασης που θα ληφθεί[5]. Εάν, δηλαδή, το πεδίο εφαρμογής οριοθετηθεί στενά, μπορεί να αφήσει εκτός έρευνας σημαντικά ζητήματα, ενώ αν είναι ευρύ υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει η εκτίμηση των επιπτώσεων επιφανειακά και ελλειπτικά. Επομένως το κατάλληλο «scooping» είναι καθοριστικό, διότι συμβάλλει στο να διερευνηθούν οι σοβαρές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των έμμεσων και σωρευτικών, από την αρχή της διαδικασίας ΕΠΕ[6]. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή του σταδίου «scoping» είναι η υποχρέωση διεξαγωγής του. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, διότι στην Οδηγία ΕΠΕ προβλέπεται η εκούσια τήρησή της από τα κράτη μέλη[7]. Η Ελλάδα όμως ανήκει στα κράτη μέλη στα οποία είναι υποχρεωτική η τήρηση αυτού του σταδίου (όπως η Μ. Βρετανία, η Ολλανδία, η Σουηδία κ.λπ.)[8].
Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε το δικαστήριο, ότι δηλαδή δεν έχει έννομες συνέπειες η διαφοροποίηση της Π.Π.Ε.Α σε σχέση με την ΕΠΟ, καθώς δεν προκύπτει από την Π.Π.Ε.Α. «οποιαδήποτε δεσμευτικότητα ακόμη και ως προς το καταρχήν επιτρεπτό και τη θέση του προτεινόμενου έργου», εγείρει σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο είναι σύμφωνο με τις κοινοτικές και εθνικές ρυθμίσεις στις οποίες αναφερθήκαμε. Συγκεκριμένα, ο εθνικός νομοθέτης θεώρησε ότι για ορισμένα έργα ή δραστηριότητες απαιτείται η σύνταξη Προμελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Π.Π.Ε.) και η αξιολόγησή της (Π.Π.Ε.Α.) από την αρμόδια αρχή πριν από την υποβολή ΜΠΕ και την ΕΠΟ[9]. Μάλιστα προέβλεψε ρητά τι πρέπει να περιλαμβάνεται στην Π.Π.Ε. και κατ’ επέκταση τι πρέπει να περιλαμβάνει η Π.Π.Ε.Α., μεταξύ δε των υποχρεωτικά περιλαμβανόμενων στοιχείων είναι και η αξιολόγηση της θέσης, του μεγέθους και του είδους του έργου ή της δραστηριότητας[10]. Εν προκειμένω δεν αξιολογήθηκε στην Π.Π.Ε.Α. η Μονάδα Προεπεξεργασίας Αποβλήτων αλλά αποτέλεσε αντικείμενο αξιολόγησης του ύστερου σταδίου της ΕΠΟ. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι η Μονάδα Προεπεξεργασίας Αποβλήτων είναι στοιχείο που καθορίζει το είδος και κυρίως το μέγεθος του επίδικου έργου.
Επομένως, εφόσον η ως άνω Μονάδα δεν περιλαμβάνεται στην Π.Π.Ε.Α. η εκ των υστέρων συμπερίληψή της στην ΜΠΕ και στην πράξη ΕΠΟ διαφοροποιεί ανεπίτρεπτα το είδος και το μέγεθος του έργου, καθώς είναι άλλο το έργο στο στάδιο της Π.Π.Ε.Α. και άλλο στο στάδιο της Ε.Π.Ο. Επί πλέον, η μη συμπερίληψη της ως άνω Μονάδας στην Π.Π.Ε.Α. στερεί από τους πολίτες τη δυνατότητα να λάβουν πλήρη γνώση όλων των δεδομένων του ζητήματος σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο[11] και περιορίζει την παραπάνω γνώση τους στο ύστερο στάδιο της ΜΠΕ και της Ε.Π.Ο. Συνεπώς, δεν νοείται διαφοροποίηση μεταξύ της Π.Π.Ε.Α. και της Ε.Π.Ο. σε ό,τι αφορά στο από το νόμο προσδιοριζόμενο περιεχόμενό τους, πράγμα που σημαίνει ότι η δεσμευτικότητα της Π.Π.Ε.Α. ως προς όλα τα στοιχεία της που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις είναι δεδομένη.
Προς επίρρωση των ανωτέρω πρέπει να τονίσουμε ότι, κατά πόσο είναι υποχρεωτική η μη διαφοροποίηση της Π.Π.Ε. και της Π.Π.Ε.Α. σε σχέση με τη Μ.Π.Ε. και την Ε.Π.Ο. ως προς τα από το νόμο καθοριζόμενα στοιχεία τους και κατ’ επέκταση κατά πόσο υπάρχει δεσμευτικότητα της Π.Π.Ε.Α., συναρτάται με το αν και κατά πόσο υπόκεινται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή. Με άλλες λέξεις, στο βαθμό που τόσο η Π.Π.Ε. και η Π.Π.Ε.Α. όσο η Μ.Π.Ε. και η Ε.Π.Ο. υπόκεινται στον ως άνω έλεγχο, η τήρηση των από το νόμο καθοριζόμενων στοιχείων τους και η δεσμευτικότητά τους είναι δεδομένες. Διαφορετικά θα ήταν λογικά ανακόλουθο να περιλαμβάνονται στο δικαστικό έλεγχο.
Στο εν λόγω ζήτημα λοιπόν απάντησε θετικά -και απολύτως ορθά- η ΣτΕ 3851/2006 Ε’ Τμ. Εκεί αναφέρεται ότι «κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ των άλλων, αν η προμελέτη και η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελούν το βασικό μέσο εφαρμογής της αρχής της πρόληψης, ανταποκρίνονται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό τους είναι επαρκές, ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τις συνέπειες του έργου ή της δραστηριότητας…………..»[12]. Με βάση την παραπάνω εκτίμηση το δικαστήριο προχώρησε στον έλεγχο των στοιχείων του περιεχομένου της Π.Π.Ε.Α. και στήριξε την απόφασή του στη νομιμότητα των ως άνω στοιχείων[13]. Ωστόσο, στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι επιτρέπεται η διαφοροποίηση της Π.Π.Ε.Α. σε σχέση με την ΕΠΟ μόνο όμως προς τα στοιχεία τους, τα οποία διαφοροποιούνται από τον ίδιο το νόμο. Στην προκείμενη περίπτωση αυτό δεν συμβαίνει, διότι ό,τι μας ενδιαφέρει, δηλαδή το είδος και το μέγεθος του έργου, καθορίζεται από το νόμο αδιαφοροποίητα τόσο για την Π.Π.Ε.Α. όσο και για την Ε.Π.Ο.[14].
β. Σύμφωνα με την απόφαση, η οποία ακολουθεί την πάγια νομολογία του δικαστηρίου, «αναγκαίο στοιχείο της επιστημονικής εγκυρότητας της Μ.Π.Ε. είναι η συμμετοχή στην κατάρτισή της των επιστημόνων εκείνων, οι οποίοι έχουν την απαιτούμενη για την εξέταση των επιπτώσεων του έργου ή της δραστηριότητας ειδικότητα. Αντιθέτως, η συμμετοχή επιστημόνων ορισμένης ειδικότητας δεν είναι αναγκαία, όταν δεν αναμένεται να υπάρξουν ουσιώδεις επιπτώσεις στον τομέα της ειδικότητάς τους από την κατασκευή ενός έργου»[15]. Με βάση την παραπάνω επισήμανση το δικαστήριο θεώρησε ότι ο ισχυρισμός των αιτούντων περί μη νομιμότητας της Μ.Π.Ε. για το λόγο ότι δεν συμμετείχαν επιστήμονες με τις ειδικότητες του δασολόγου και του συγκοινωνιολόγου δεν ευσταθεί. Επ’ αυτών έχουμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
Κατ’ αρχάς, όπως τονίζεται στην απόφαση, «σε ό,τι αφορά στη μη συμμετοχή δασολόγου στην ομάδα εκπόνησης της μελέτης, ο σχετικός λόγος είναι απορριπτέος, διότι ενόψει της φύσης του έργου και του μεγέθους της επέμβασης, η έλλειψη αυτή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της μελέτης………..»[16]. Εδώ όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντίφαση: πώς γνωρίζουμε ότι δεν θα υπάρξουν επιπτώσεις στον τομέα της ειδικότητας του δασολόγου αφού αυτός δεν συμμετέχει στη Μ.Π.Ε. για να τις αξιολογήσει; Εναπόκειται βεβαίως στο δικαστήριο να ορίσει ποιες ειδικότητες μπορούν να συμμετάσχουν στη σύνταξη της Μ.Π.Ε. υπό τον όρο όμως ότι οι επιλεγόμενες ειδικότητες αντιστοιχούν στο αντικείμενο της συγκεκριμένης μελέτης. Ένα διαφωτιστικό παράδειγμα μας δίνεται από τη νομολογία του ΔΕΚ. Στην υπόθεση Hauptzollamt[17] το ΔΕΚ έκρινε ότι μια ομάδα ειδικών δεν μπορεί να εκτελέσει το καθήκον της ορθά παρά μόνο εάν συντίθεται από πρόσωπα που κατέχουν την αναγκαία τεχνική γνώση σε επιστημονικούς τομείς, οι οποίοι σχετίζονται με την υπόθεση, ή εάν συμβουλεύονται πρόσωπα τα οποία κατέχουν την απαιτούμενη γνώση[18]. Το δικαστήριο προσδιόρισε ότι οι σχετιζόμενοι με τη συγκεκριμένη υπόθεση επιστημονικοί τομείς είναι η χημεία, η βιολογία και η γεωγραφία. Συμπέρανε δε ότι ούτε οι συναντήσεις της Επιτροπής με τους ειδικούς ούτε η προφορική διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου έδειξαν ότι τα μέλη της ομάδας των ειδικών κατείχαν την αναγκαία γνώση στους παραπάνω τομείς ή ότι συμβουλεύτηκαν πρόσωπα που κατείχαν αυτή τη γνώση. Συνεπώς, κατά το δικαστήριο, «η Επιτροπή παραβίασε την υποχρέωσή της να εξετάσει προσεκτικά και αμερόληπτα όλες τις όψεις του ζητήματος»[19]. Αυτό που προκύπτει λοιπόν από την απόφαση του δικαστηρίου είναι ότι στις αρμόδιες αρχές ανήκει το βάρος να δείξουν ότι έστρεψαν την προσοχή τους προς όλους τους απαραίτητους επιστημονικούς τομείς και ότι εξασφάλισαν την επιλογή των αρμόδιων ειδικών[20].
Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε το δεδομένο ότι η επίδικη εγκατάσταση θα δημιουργηθεί σε δασική έκταση, η οποία καταστράφηκε, κηρύχθηκε αναδασωτέα, και στη συνέχεια για ένα σημαντικό τμήμα της άρθηκε η αναδάσωση. Περαιτέρω, στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν μεμονωμένα άτομα δάσους χαλεπίου πεύκης[21]. Εν όψει αυτών, είναι προφανές ότι η επιστήμη της δασολογίας -κατά κύριο λόγο- μπορεί να παράσχει τις πιο αξιόπιστες εκτιμήσεις σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις από την κατασκευή του έργου. Αυτό, επί πλέον, επιβάλλεται λόγω του πολύπλοκου χαρακτήρα της λειτουργίας των δασικών οικοσυστημάτων. Σε κάθε δε περίπτωση ανήκει στην αρμόδια αρχή να δείξει ότι δεν είναι αναγκαία η συνδρομή της επιστήμης της δασολογίας. Στο βαθμό που δεν το έπραξε, η Μ.Π.Ε. δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη.
Τέλος, παρά τις παραπάνω κριτικές παρατηρήσεις, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η εν λόγω απόφαση – όπως και η ΣτΕ 1151/2007 Ε’ Τμ. που ασχολείται με τα ίδια περίπου ζητήματα- διακρίνεται από στέρεη λογική δομή και αξιοπρόσεκτα περιεκτική προσέγγιση των κρίσιμων ζητημάτων. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην ορθή κρίση του δικαστηρίου ότι για λόγους που αφορούν στο σημαντικό ζήτημα της προστασίας της δημόσιας υγείας είναι δυνατή η περαίωση του περιφερειακού σχεδιασμού με τυπικό νόμο[22]. Αυτή η πραγματιστική προσέγγιση συνάδει απόλυτα και υπηρετεί τους στόχους της οδηγίας για τη διαχείριση των αποβλήτων[23]. Παράλληλα, αξίζει να τονιστεί ότι το δικαστήριο τολμά και επεκτείνει τον έλεγχο και σε πραγματικά ζητήματα, χωρίς αυτός να εξικνείται σε de novo αξιολόγηση, υπερβαίνοντας έτσι τη γνωστή εφεκτικότητά του αναφορικά με τον ως άνω έλεγχο. Ευτυχώς αυτό συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου δεν ακυρώθηκαν οι πράξεις της διοίκησης, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, θα ήμασταν αναγκασμένοι να υποστούμε (πάλι) τις αδολεσχίες περί «δικαστικού ακτιβισμού».
Γιώργος Μπάλιας
Δικηγόρος
[1] ¶ρθρα 2 και 4 της Οδηγίας ΕΠΕ (οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).
[2] CEC (2001) Environmental Impact Assessment Guidance on Scoping. Προσβάσιμο στο: https://www.europa.eu.int/comm/environment/eia/eia-guidelines/g-scoping-full-text.pdf
[3] ¶ρθρο 5 παρ. 2 της Οδηγίας ΕΠΕ. Στο ελληνικό δίκαιο προσαρμογής προβλέπεται στο άρθρο 4 του ν. 1650/86, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3010/2002 και εξειδικεύεται στην ΚΥΑ αριθ. Η.Π. 11014/703/Φ104/2003 (ΦΕΚ Β’ 332 της 20.3.2003), άρθρα 3 και 6.
[4] P. Mulvihill, Expanding the scoping community, Environmental Impact Assessment Review, Vol. 23, 2003, σ. 40.
[5] T. Snell – R. Cowell, Scoping in environmental impact assessment: Balancing precaution and efficiency? Environmental Impact Assessment Review, Vol. 26, 2006, σ. 360.
[6] P. Mulvihill, Expanding the scoping community, όπ.π. (σημ. 4), σ. 41.
[7] T. Snell – R. Cowell, Scoping in environmental impact assessment: Balancing precaution and efficiency?, όπ.π. (σημ. 5), σ. 364-365.
[8] ¶ρθρο 4 του ν. 1650/86, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3010/2002, και άρθρα 3 και 6 της ΚΥΑ αριθ. Η.Π. 11014/703/Φ104/2003, όπ.π.
[9] Ibid.
[10] Ibid.
[11] ¶ρθρο 3 παρ. 6 της ΚΥΑ αριθ. Η.Π. 11014/703/Φ104/2003, όπ.π.
[12] ΣτΕ 3851/2006, σκ. 17.
[13] Ibid, σκ. 20 και 21.
[14] ¶ρθρα 3 και 12 αντίστοιχα της ΚΥΑ αριθ. Η.Π. 11014/703/Φ104/2003, όπ.π.
[15] Σκ. 32 της απόφασης
[16] Ibid.
[17] Υπόθεση C-269/90 Technische Universität München κατά Hauptzollamt München-Mitte [1991], Συλλ Ι-5469.
[18] Ibid., παρ. 32.
[19] Ibid.
[20] J. Scott-S.P. Sturm, Courts as catalysts: Rethinking the judicial role in new governance, Columbia Law School Public Law & Legal Theory Working Paper Group, 2007, σ. 19. Προσβάσιμο στο: https://ssrn.com/abstract=982281
[21] Σκ. 25 και 26 της απόφασης.
[22] Σκ. 13 και 14 της απόφασης.
[23] ¶ρθρο 4 της Οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
ΣτΕ 2655/2007
[Επιτρεπόμενες χρήσεις.
Δημοτικοί θερινοί κινηματογράφοι]
Πρόεδρος: Π. Ν. Φλώρος
Εισηγητής: Αθ. Ράντος
Δικηγόροι: Φ. Κεφαλίδου, Χρ. Καραμολέγκου
Ν.Α.: Σ. Τζαβάρας (Παρέμβαση: Μαρία Κατσικερού)
Επιτρεπόμενες χρήσεις. Δημοτικοί θερινοί κινηματογράφοι. Όταν η κινηματογραφική δραστηριότητα ασκείται από φορέα πολιτιστικών σκοπών για περιορισμένο χρονικό διάστημα με μη μόνιμες υποστηρικτικές κατασκευές (σε αυλή σχολείου το καλοκαίρι), ο χώρος δεν είναι «χώρος συνάθροισης κοινού». Πρόκειται για πολιτιστική εγκατάσταση που επιτρέπεται σε περιοχή με χρήση αμιγούς κατοικίας. Για τις προσωρινές κατασκευές της απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας.
Βασικές σκέψεις
7. Επειδή, τόσο ο αιτών Δήμος όσο και η αιτούσα Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης με προφανές έννομο συμφέρον στρέφονται κατά πράξεων, με τις οποίες διατάσσεται η σφράγιση και η κατεδάφιση εγκαταστάσεων δημοτικού κινηματογράφου, ομοδικούν δε παραδεκτώς, εφ’ όσον προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως, στηριζομένους στην αυτή νομική και πραγματική βάση. Ομοίως, με έννομο συμφέρον ασκείται και η παρέμβαση, δεδομένου ότι ο παρεμβαίνων, κατά τα προσκομιζόμενα από αυτόν στοιχεία, διαμένει πλησίον του θερινού κινηματογράφου και αντιτάσσεται στη λειτουργία του, από την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, παρενοχλείται.
9. Επειδή, κατά τα οριζόμενα στην υπ’ αριθ. 32469/Π-918/15.11.1989 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής «Τροποποίηση όρων και περιορισμών δόμησης… εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης του Δήμου Χαλανδρίου (Αττικής) (Δ΄ 728), η χρήση γης στο οικοδομικό τετράγωνο (Ο.Τ.) 531, επί του οποίου λειτουργεί ο επίμαχος θερινός κινηματογράφος, είναι η χρήση αμιγούς κατοικίας (βλ. και το υπ’ αριθ. πρωτ. 10710/939/Γ3033/22.7.2004 έγγραφο της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Τομέας Αθήνας της Νομαρχίας Αθηνών). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 231 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ π.δ. της 14/27.7.1999, Δ΄ 580), που αποδίδει το περιεχόμενο του άρθρου 2 του π. δ/τος της 23.2/6.3.1987 «Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης» (Δ΄ 166), στις περιοχές αμιγούς κατοικίας επιτρέπονται, μεταξύ άλλων, και τα «πολιτιστικά κτίρια (και εν γένει πολιτιστικές εγκαταστάσεις)», ενώ οι «χώροι συνάθροισης κοινού», στους οποίους περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 230 Κεφ. Β΄ περ. 10 του ΚΒΠΝ (άρθρο 1 π.δ/τος της 23.2/6.3.1987), «θέατρα, κινηματογράφοι, αίθουσες συγκέντρωσης κ.λπ.», επιτρέπονται μόνον στις περιοχές πολεοδομικού κέντρου του άρθρου 233 του ΚΒΠΝ (άρθρο 4 του π.δ/τος της 23.2/6.3.1987). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 246 παρ. 4 του ΚΒΠΝ, που αποδίδει το περιεχόμενο του άρθρου 19 παρ. 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (Γ.Ο.Κ., ν. 1577/1985, Α΄ 210), «4. Η ανέγερση προσωρινών λυόμενων κατασκευών για εκθέσεις, γιορτές και κάθε είδους εκδηλώσεις επιτρέπεται με άδεια του Δημοτικού Συμβουλίου, στην οποία καθορίζεται και ο χρόνος παραμονής τους…». Κατά τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 230, 231 και 233 του ΚΒΠΝ, η χρήση κινηματογράφου, που αποτελεί, κατά την οικεία νομοθεσία, χώρο συναθροίσεως κοινού δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, σε περιοχές με χρήση αμιγούς κατοικίας. Όταν, όμως, η κινηματογραφική δραστηριότητα ασκείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα από φορέα, ο οποίος δεν αποβλέπει προεχόντως στην απόκτηση κέρδους από την δραστηριότητα αυτή αλλά στην εξυπηρέτηση πολιτιστικών σκοπών, η δε εν λόγω δραστηριότητα ασκείται σε χώρο, ο οποίος δεν προορίζεται εκ κατασκευής γι’ αυτήν αλλά διαμορφώνεται προς τούτο προχείρως, με μη μόνιμες κατασκευές, τότε ο αντίστοιχος χώρος προβολής των ταινιών δεν αποτελεί προεχόντως, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, χώρο συναθροίσεως κοινού αλλ΄ εμπίπτει στην έννοια των πολιτιστικών εν γένει εγκαταστάσεων, οι οποίες επιτρεπτώς ασκούνται σε περιοχή αμιγούς κατοικίας. Πάντως, οι προς το σκοπό αυτό χρησιμοποιούμενες κατασκευές δεν εμπίπτουν στις κατ’ άρθρο 246 παρ. 4 ΚΒΠΝ προσωρινές λυόμενες κατασκευές για έκθεση, εορτές και κάθε είδους εκδηλώσεις, ώστε να αρκεί γι’ αυτές άδεια του οικείου δημοτικού συμβουλίου, δεδομένου ότι οι λυόμενες αυτές κατασκευές έχουν, από τη φύση τους, όλως προσωρινό και, κατά βάση, έκτακτο χαρακτήρα. Συνεπώς, οι αναγκαίες για την λειτουργία θερινού κινηματογράφου εγκαταστάσεις, υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, πρέπει να γίνονται μετά λήψη της προς τούτο, κατά νόμο, οικοδομικής άδειας.
10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, στον επίμαχο χώρο του Ο.Τ. 531 του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως Δήμου Χαλανδρίου Αττικής λειτουργεί, με πρωτοβουλία του Δήμου και της οικείας Δημοτικής Επιχειρήσεως, θερινός κινηματογράφος στον αύλειο χώρο σχολικού συγκροτήματος, κατά το διάστημα των θερινών διακοπών του σχολείου. Η μηχανή προβολής του κινηματογράφου τοποθετείται προχείρως σε παράθυρο του πρώτου ορόφου του σχολικού κτιρίου, η δε διαμόρφωση του αυλείου χώρου είναι στοιχειώδης, με πρόχειρη τοποθέτηση οθόνης με ξύλινα παραπετάσματα και ξύλινης φορητής κατασκευής για «ταμείο». Η διαχείριση του κινηματογράφου ανήκει στους ως άνω φορείς, οι οποίοι, με την λειτουργία του, αποβλέπουν προεχόντως στην πολιτιστική επιμόρφωση και πνευματική τέρψη των δημοτών. Με τις προσβαλλόμενες πράξεις διετάχθη η σφράγιση του κινηματογράφου και η καθαίρεση των εγκαταστάσεών του. Η έκδοση των πράξεων αυτών, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, υπαγορεύθηκε από την αντίληψη της υπηρεσίας ότι η εν λόγω χρήση δεν επιτρεπόταν σε περιοχή αμιγούς κατοικίας, όπως η επίμαχη, και, κατά συνεκδοχή, δεν μπορούσε να εκδοθή για τις αναγκαίες κατασκευές η κατά νόμο οικοδομική άδεια, με συνέπεια αυτές να τοποθετούνται χωρίς την άδεια αυτή. Η κρίση, όμως, αυτή της εκδούσας τις προσβαλλόμενες πράξεις αρχής δεν είναι νόμιμη, δεδομένου ότι, κατά τον εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ο ως άνω κινηματογράφος, υπό τις προεκτεθείσες ειδικές συνθήκες λειτουργίας του, ενέπιπτε στην έννοια των πολιτιστικών εγκαταστάσεων, ήταν, συνεπώς, επιτρεπτή η λειτουργία του στο συγκεκριμένο χώρο και μπορούσε να εφοδιασθή με την κατά νόμο οικοδομική άδεια, ώστε να μη παρίστανται ως αυθαίρετες οι προς τούτο κατασκευές. Δεν ήταν, όμως, περιττή η έκδοση οικοδομικής άδειας λόγω της ρυθμίσεως του άρθρου 246 παρ. 4 ΚΒΠΝ, όπως αβασίμως επικαλείται ο αιτών Δήμος. Για τον λόγο, συνεπώς, αυτόν, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινομένη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η παραδεκτώς προσβαλλομένη πράξη, ενώ πρέπει να απορριφθή κατά το μέρος αυτό η παρέμβαση.
Σχόλιο
1. Στην εξεταζόμενη υπόθεση το Δικαστήριο απασχόλησε η λειτουργία θερινού κινηματογράφου με πρόσκαιρες υποστηρικτικές κατασκευές στην αυλή σχολικού συγκροτήματος στο Δήμο Χαλανδρίου. Δύο είναι τα ζητήματα που αντιμετωπίζονται στην απόφαση: α) η νομιμότητα της λειτουργίας του κινηματογράφου σε Ο.Τ. με χρήση αμιγούς κατοικίας, και β) η έκδοση οικοδομικής άδειας για την ανέγερση των αναγκαίων προσωρινών εγκαταστάσεων.
2. Ως προς το πρώτο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο υπόψη κινηματογράφος, υπό τις ειδικές συνθήκες λειτουργίας του, εμπίπτει στην έννοια των πολιτιστικών εγκαταστάσεων και όχι στην έννοια «των θεάτρων, κινηματογράφων, αιθουσών συγκέντρωσης κ.λπ.». Οι παραπάνω λειτουργίες επιτρέπονται, ως γνωστόν, σύμφωνα με τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας μόνο σε περιοχές με χρήση πολεοδομικού κέντρου. Η κρίση του Δικαστηρίου είναι ορθή, αν λάβουμε ιδίως υπόψη τη μεγάλη δυσκολία που συναντούν πολλοί Δήμοι του πολεοδομικού συγκροτήματος της Πρωτεύουσας σχετικά με την αναζήτηση χώρων για την πραγματοποίηση πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Προέχουσα σημασία έχει εν προκειμένω, μετά την απώλεια μεγάλου αριθμού ακινήτων που φιλοξενούσαν θερινούς κινηματογράφους, η συνέχιση αυτής της ωραίας και εμπεδωμένης στη συνείδηση του κοινού δραστηριότητας σε δημόσιους χώρους με τις αναγκαίες προσαρμογές. Τούτο ισχύει προπάντων για κινηματογράφους που λειτουργούν στην αυλή σχολικού συγκροτήματος -και όχι σε υπαίθριους κοινόχρηστους χώρους πρασίνου- με ευθύνη Δημοτικών Επιχειρήσεων Πολιτιστικής Ανάπτυξης κατά τη διάρκεια θερινών διακοπών. Με άλλα λόγια, για κινηματογράφους που προσφέρουν κατεξοχήν πολιτιστικό έργο.
3. Σχετικά με το δεύτερο ζήτημα αξίζει να σημειωθεί ότι για τις πρόσκαιρες εγκαταστάσεις που υποστηρίζουν και καθιστούν δυνατή τη λειτουργία θερινού κινηματογράφου πρέπει να εκδίδεται σχετική οικοδομική άδεια. Η αρμοδιότητα αυτή δεν ανήκει κατά το Δικαστήριο στο Δημοτικό Συμβούλιο -το οποίο είχε χορηγήσει άδεια, εκλαμβάνοντας ότι πρόκειται για προσωρινές λυόμενες κατασκευές (άρθρο 246 παρ. 4 του ΚΒΠΝ)-, αλλά στην Πολεοδομική Αρχή.
4. Στη σχολιαζόμενη απόφαση διευκρινίζονται εν πολλοίς οι όροι, υπό τους οποίους είναι δυνατή η λειτουργία θερινών δημοτικών κινηματογράφων σε αυλές σχολείων ή σχολικών συγκροτημάτων. Αυτή κρίνεται θεμιτή, εφόσον: α) συνιστά πολιτιστική δραστηριότητα, και β) έχει εκδοθεί αρμοδίως οικοδομική άδεια για τις αναγκαίες εγκαταστάσεις.
Γιώργος Παπαδημητρίου
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΣτΕ 2656/2007
Πρόεδρος: Π. Ν. Φλώρος
Εισηγητής: Αθ. Ράντος
Δικηγόροι: Γ. Δημάκης, Αθ. Αλεφάντη (ΥΠΕΧΩΔΕ), Ανδρέας Αναγνωστάκης (Δ. Κισσάμου)
[Εγκατάσταση δευτεροβάθμιου βιολογικού καθαρισμού λυμάτων – Περιβαλλοντική αξιολόγηση του έργου ως βασικού έργου εξυγίανσης και βελτίωσης των όρων διαβίωσης σε συγκεκριμένη περιοχή.] Εμπρόθεσμη αίτηση ακυρώσεως ασκηθείσα πέντε χρόνια μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, αφού δεν προκύπτει κοινοποίησή της ή γνώση του περιεχομένου της. Προστασία- οριοθέτηση ρεμάτων. Όταν η ύπαρξη χειμάρρου δεν επηρεάζει την κατασκευή του έργου, δεν απαιτείται προηγούμενη οριοθέτησή του. Σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 91/271/ΕΟΚ δεν απαγορεύεται η κατασκευή εγκαταστάσεως βιολογικού καθαρισμού λυμάτων και για μικρότερο από τον καθοριζόμενο στην οδηγία πληθυσμό. Η επιλογή δευτεροβάθμιου βιολογικού καθαρισμού για την εξυπηρέτηση οικισμού μικρού πληθυσμιακού μεγέθους δεν είναι παράνομη ενόψει της οξύτητας του προβλήματος διαθέσεως των λυμάτων τουριστικά αναπτυσσόμενης περιοχής. Επαρκής αιτιολογία ως προς την καταλληλότητα της λύσης. Ανέλεγκτη η τεχνική κρίση της διοίκησης ως προς την αναγκαιότητα του έργου. Επαρκής εξέταση από τη ΜΠΕ εναλλακτικών λύσεων και αξιολόγηση/εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου. Σαφείς, συγκεκριμένοι και δεκτικοί ελέγχου οι επιβληθέντες περιβαλλοντικοί όροι. Όταν οι εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού συνιστούν βασικό έργο εξυγίανσης για συγκεκριμένη περιοχή και ένα ή περισσότερους μικρούς πλησιόχωρους οικισμούς, δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί ευρύτερος σχεδιασμός. Η μη έγκριση σχεδίου χρήσεων γης δεν κωλύει την κατασκευή έργου που κρίνεται επείγον και αναγκαίο για τη βελτίωση των όρων διαβίωσης.
Βασικές σκέψεις
4. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη εξεδόθη την 2.6.2000, η δε κρινομένη αίτηση ακυρώσεως ασκήθηκε την 28.4.2005, πέντε, δηλαδή, σχεδόν έτη μετά την έκδοση της πράξεως. Από κανένα, όμως, στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει κοινοποίηση της πράξεως ή γνώση του περιεχομένου της από τους αιτούντες ούτε η τυχόν έναρξη εργασιών κατασκευής του έργου σε χρόνο καθιστώντα την αίτηση εκπρόθεσμη. Συνεπώς, η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς. Κατά τη γνώμη όμως του Αντιπροέδρου Π.Ν. Φλώρου και του Παρέδρου Κ. Κουσούλη, από την πάροδο μακρού χρόνου, πέντε περίπου ετών, από την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως έως την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, σε συνδυασμό με την προηγηθείσα διαδικασία (έγκριση της προκαταρκτικής μελέτης αποχέτευσης Κόλπου Κισσάμου που συντάχθηκε το έτος 1997, με την 118/1-12-1998 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κισσάμου και έκδοση της 165Β/5-11-1999 αποφάσεως της Δ/νσης ΠΕΧΩ της Περιφέρειας Κρήτης, με την οποία αποφασίστηκε η προέγκριση χωροθέτησης του επίμαχου έργου) και την τήρηση της προβλεπόμενης από την 75308/5512/26-10-1990 Κ.Υ.Α. διαδικασίας δημοσιοποιήσεως (βλ. υπ’ αρ. πρ. 3435/4-5-2000 έγγραφο της Ν.Α. Χανίων), καθώς και με το εύλογο ενδιαφέρον των κατοίκων για την υπόθεση, τεκμαίρεται γνώση της προσβαλλομένης πράξεως σε χρόνο που καθιστά την αίτηση εκπρόθεσμη. Συνεπώς κατά τη γνώμη αυτή η κρινομένη αίτηση έπρεπε να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.
5. Επειδή, προβάλλεται, ως λόγος ακυρώσεως ότι κατά παράβαση του άρθρου 6 του ν. 880/1979 (Α΄ 54) ενεκρίθησαν οι περιβαλλοντικοί όροι κατασκευής του επίμαχου έργου, χωρίς προηγουμένως να έχει οριοθετηθεί ο χείμαρρος «Κακοθέρατο», που διέρχεται πλησίον της περιοχής κατασκευής του έργου και την επηρεάζει. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. σελ. 2-4 της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) του έργου και σχεδιάγραμμα αριθ. 15), μεταξύ του ως άνω χειμάρρου, η κοίτη του οποίου είναι ήδη εγκιβωτισμένη, και του χώρου κατασκευής του έργου μεσολαβεί αγροτική οδός, της οποίας ήδη προβλέπεται η ασφαλτόστρωση, οι δε αναγκαίες για το έργο κατασκευές, περιβάλλονται από ήδη δενδροφυτευμένο τμήμα. Με τα δεδομένα αυτά, η ύπαρξη του χειμάρρου δεν επηρεάζει την κατασκευή του έργου, ώστε να απαιτείται η προηγούμενη οριοθέτησή του.
6. Επειδή, προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία προβλέπεται η κατασκευή και λειτουργία εγκαταστάσεως βιολογικού καθαρισμού λυμάτων για την εξυπηρέτηση των Δήμων Κισσάμου και Μηθύμνης Χανίων, στηρίζεται σε εσφαλμένη πραγματική προϋπόθεση και, ειδικότερα, στο γεγονός ότι η προς εξυπηρέτηση περιοχή συγκεντρώνει τον προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, τρίτο εδάφιο και 6 παρ. 2 της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21.5.1991 «Για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων» (ΕΕ L 135/1991) και της προς μεταφορά της οδηγίας εκδοθείσης Κ.Υ.Α 5673/400/1997 (Β΄ 192) πληθυσμό των 10.000 κατοίκων, ενώ ο πράγματι εξυπηρετούμενος πληθυσμός είναι πολύ μικρότερος. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι ο πληθυσμός αυτός λεπτομερώς αναλύεται τόσο στην προσβαλλόμενη πράξη όσο και στην Μ.Π.Ε. του έργου (σελ. 6-16 και 4-09), από τα στοιχεία δε αυτά προκύπτει ότι ο μεν εξυπηρετούμενος πληθυσμός κατά την αρχική φάση του έργου (έτος 2000) θα είναι 5.730 άτομα τον χειμώνα και 10.000 περίπου το καλοκαίρι, ενώ, κατά την τελική φάση του έργου (έτος 2040) θα είναι 17.170 άτομα τον χειμώνα και 30.000 περίπου το καλοκαίρι, δηλαδή σε όλα τα στάδια λειτουργίας του έργου θα είναι, έστω και περιοδικώς, ίσος ή μεγαλύτερος από τον μνημονευόμενο στην αίτηση ακυρώσεως αριθμό. ¶λλωστε, από τις ως άνω διατάξεις, δεν απαγορεύεται, βεβαίως, η κατασκευή εγκαταστάσεως βιολογικού καθαρισμού λυμάτων και για μικρότερο του ως άνω αριθμού εξυπηρετούμενο πληθυσμό, απλώς η κατασκευή αυτή δεν είναι υποχρεωτική κατά τα οριζόμενα στην οδηγία τερματικά χρονικά σημεία.
7. Επειδή, προβάλλεται, συναφώς, ότι η επιλεγείσα λύση του δευτεροβάθμιου βιολογικού καθαρισμού , προκειμένου για την επεξεργασία λυμάτων οικισμού μικρού πληθυσμιακού μεγέθους, τα οποία απορρίπτονται στον κόλπο Κισσάμου, δηλαδή σε θαλάσσια περιοχή μεγάλου εύρους, που δεν είναι ευαίσθητη περιοχή ούτε κινδυνεύει με μόλυνση των υδάτων της, παραβιάζει τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, διότι δεν συμβάλλει στην ορθολογικότερη επεξεργασία λυμάτων, που θα εξυπηρετείτο με μικρότερα έργα, αλλ’ αντιθέτως επιβαρύνει τους πέριξ οικισμούς. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου και ιδίως από την Μ.Π.Ε. του έργου προκύπτει η οξύτητα του προβλήματος διαθέσεως των λυμάτων της εν λόγω τουριστικώς αναπτυσσόμενης περιοχής, καθώς και ο κίνδυνος μολύνσεως των υδάτων του κόλπου, στον οποίο μέχρι τούδε απορρίπτονται ανεπεξέργαστα τα λύματα, η δε επιλεγείσα λύση αιτιολογείται επαρκώς ως η πλέον κατάλληλη (βλ. παρ. 5-2 της ΜΠΕ). Κατά τα λοιπά, η τεχνική κρίση της Διοικήσεως ως προς την αναγκαιότητα του έργου δεν είναι ακυρωτικώς περαιτέρω ελεγκτή.
8. Επειδή, προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η εκπονηθείσα Μ.Π.Ε. του έργου παραβιάζει την κατά νόμο υποχρέωση εξετάσεως εναλλακτικών λύσεων, δεν εξετάζει τα περιβαλλοντικά δεδομένα της περιοχής αλλά μόνον τεχνικά-κατασκευαστικού στοιχεία, δεν συνεκτιμά άλλα υφιστάμενα συναφή έργα ούτε αποτυπώνει υφισταμένους οικισμούς. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η ΜΠΕ του έργου επιχειρεί ρητώς την συσχέτισή του με το αντίστοιχο έργο αποχετεύσεως της γειτονικής περιοχής Χανιά-Κολυμβάρι (βλ. παρ. 5.3 της ΜΠΕ), ενώ τόσο στην Τεχνική ΄Εκθεση μηνός Ιανουαρίου 1997 (κεφ. 3) όσο και στην ΜΠΕ (κεφ. 4, παρ. 4.5) γίνεται εκτενής αναφορά στα υφιστάμενα και προβλεπόμενα έργα υποδομής. Εξ άλλου, στο κεφ. 6 της ΜΠΕ γίνεται διεξοδική διερεύνηση εναλλακτικών λύσεως (βλ. και σ. 2-4 της ΜΠΕ), ενώ στο κεφ. 4 της ΜΠΕ περιγράφεται το ανθρωπογενές περιβάλλον της περιοχής κατασκευής του έργου, οι δε θέσεις των οικισμών έχουν αποτυπωθεί στα σχετικά σχεδιαγράμματα (βλ. σχέδιο Α.1). Περαιτέρω, στο κεφ. 9 της ΜΠΕ γίνεται εκτενής αναφορά στην εκτίμηση και αξιολόγηση των επιπτώσεων του έργου.
9. Επειδή, προβάλλεται συναφώς ως λόγος ακυρώσεως ότι, λόγω των ανωτέρω πλημμελειών της ΜΠΕ του έργου, οι τεθέντες με την προσβαλλομένη πράξη περιβαλλοντικοί όροι του έργου είναι γενικόλογοι, ασαφείς και αόριστοι. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το κείμενο της προσβαλλομένης πράξεως και το περιεχόμενο των τεθέντων με αυτήν υπό στοιχεία Β και Γ πολυαρίθμων περιβαλλοντικών όρων, και ανεξάρτητα από την επιμέρους διατύπωση ορισμένων από αυτούς οι ως άνω όροι είναι σαφείς, συγκεκριμένοι και δεκτικοί ελέγχου κατά την εφαρμογή τους.
10. Επειδή προβάλλονται, ως λόγοι ακυρώσεως, ότι μη νομίμως προωθείται με την προσβαλλομένη πράξη η εκτέλεση του έργου, χωρίς να έχει προηγηθεί περιφερειακός σχεδιασμός για την κατασκευή έργων βιολογικού καθαρισμού ούτε η θεσμοθέτηση οποιουδήποτε σχεδίου χρήσεως γης που να προβλέπει το συγκεκριμένο έργο. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, λόγω της φύσεως των εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού, που αφορούν συγκεκριμένη κάθε φορά περιοχή και ένα ή περισσότερους μικρούς πλησιόχωρους οικισμούς, δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί της κατασκευής του ευρύτερος σχεδιασμός (πρβλ. ΣτΕ 2889/2002), ενώ εξ άλλου η μη εισέτι έγκριση σχεδίου χρήσεως γης για συγκεκριμένη περιοχή δεν κωλύει την κατασκευή οποιουδήποτε βασικού έργου εξυγιάνσεώς της, όταν το έργο αυτό, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, εμφανίζεται, κατά την εκτίμηση της Διοικήσεως, ως επείγον και αναγκαίο για την βελτίωση των όρων διαβιώσεως στην περιοχή από απόψεως υγιεινής.
Σχόλιο
1. Με την εξεταζόμενη απόφαση εμπλουτίζεται η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού λυμάτων σε μικρούς οικισμούς. ΄Οπως έχει αποφανθεί σχετικά το Δικαστήριο στην απόφαση 2547/2005, «η κατασκευή σταθμού βιολογικού καθαρισμού λυμάτων οικισμού είναι θεμελιώδες έργο υποδομής για τη δημιουργία οικισμού, βασικό δε έργο εξυγιάνσεως, όταν ο οικισμός υφίσταται ήδη χωρίς να λειτουργεί σχετική μονάδα». Επομένως, «όχι μόνο δεν αναιρούνται, αλλ’ ειδικώς εξυπηρετούνται οι θαλπόμενοι από τα άρθρα 21 και 24 του Συντάγματος σκοποί προστασίας της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος από την κατασκευή και τη λειτουργία της». Εξάλλου, τόσο με την προαναφερθείσα απόφαση όσο και με την προγενέστερη ΣτΕ 2889/2002 κρίθηκε ότι «λόγω της φύσεως των εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού που αφορούν συγκεκριμένη κάθε φορά περιοχή και έναν ή περισσότερους μικρούς πλησιόχωρους οικισμούς, δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί της κατασκευής τους σχεδιασμός σε εθνικό επίπεδο ή σε επίπεδο περιφέρειας».
2. Τις πιο πάνω σκέψεις υιοθετεί και η υπόψη απόφαση, εξειδικεύοντας τη σχετική νομολογία. Το Δικαστήριο προσθέτει ότι η μη έγκριση σχεδίου χρήσεως γης για συγκεκριμένη περιοχή δεν συνιστά εμπόδιο για την κατασκευή ανάλογου έργου εξυγίανσης, όταν κατά την εκτίμηση της Διοίκησης εμφανίζεται από άποψη υγιεινής επείγον και αναγκαίο για τη βελτίωση των όρων διαβίωσης.
3. Επίσης, το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ «Για την επεξεργασία αστικών λυμάτων» και της ΚΥΑ που εκδόθηκε για την εναρμόνιση του ελληνικού προς το κοινοτικό δίκαιο [ΚΥΑ 5673/400/1997 (Β΄192)], διευκρινίζει ότι δεν απαγορεύεται η κατασκευή εγκατάστασης δευτεροβάθμιου βιολογικού καθαρισμού για την εξυπηρέτηση πληθυσμού, μικρότερου από τον προβλεπόμενο. Η λύση αυτή προκρίθηκε εν προκειμένω νόμιμα από τη Διοίκηση ως πιο πρόσφορη, ενόψει της οξύτητας του προβλήματος διάθεσης των λυμάτων μιας τουριστικά αναπτυσσόμενης περιοχής για να αποτραπεί η μόλυνση του θαλάσσιου περιβάλλοντος του παρακείμενου Κόλπου Κισσάμου, στον οποίο απορρίπτονταν τα λύματα ανεπεξέργαστα. Εφόσον με τη ΜΠΕ του έργου αξιολογήθηκαν αυτές οι παράμετροι και αιτιολογήθηκαν με πληρότητα οι επιλογές της Διοίκησης -ενόψει και των αρχών της προφύλαξης και της πρόληψης-, η τεχνική κρίση της ως προς την αναγκαιότητα του έργου δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο.
4. Ενδιαφέρουσα είναι τέλος και η σκέψη της σχολιαζόμενης απόφασης σχετικά με την οριοθέτηση του παρακείμενου ρέματος. Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «…τα ρέματα ως στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν αντικείμενα συνταγματικής προστασίας, που αποβλέπει στη διατήρηση της φυσικής τους κατάστασης και στην διασφάλιση της επιτελουμένης από αυτά λειτουργίας της απορροής των υδάτων. Συνεπώς η εκτέλεση τεχνικών έργων πλησίον του ρέματος επιτρέπεται μόνον εφόσον διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη επιτέλεση της παραπάνω φυσικής τους λειτουργίας. Προς εξασφάλιση δε του σκοπού της φυσικής λειτουργίας του ρέματος απαιτείται, πριν από την εκτέλεση τεχνικών έργων πλησίον του, ο καθορισμός της οριογραμμής του …, ώστε η μελετώμενη επέμβαση να γίνεται πάντοτε ενόψει της υπάρξεως του ρέματος, αποκλειομένης σε κάθε περίπτωση οιασδήποτε εργασίας επιχωματώσεως ή καλύψεως αυτού» (ΣτΕ 453/2003, 2215/2002, 2656/1999, 4577/1998, 1801/1995, 2163/1994 κ. ά).
Το Δικαστήριο έκρινε εν προκειμένω αβάσιμο τον λόγο ακυρώσεως για παράβαση του άρθρου 6 του ν. 880/1979 (το οποίο έχει ήδη τροποποιηθεί με το άρθρο 5 του ν. 3010/2002), την έγκριση δηλαδή των περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή του έργου, χωρίς προηγουμένως να έχει οριοθετηθεί ο χείμαρρος που διέρχεται κοντά στην περιοχή κατασκευής του. Η απόρριψη της εξεταζόμενης αιτίασης δεν φαίνεται πάντως να σηματοδοτεί μεταστροφή της νομολογίας στο ζήτημα. Πρέπει να αποδοθεί μάλλον στο πραγματικό της υπόθεσης -όπως προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου- και στην πληρότητα της σχετικής ΜΠΕ. Σ’ αυτήν είχαν αξιολογηθεί επαρκώς τα συναφή στοιχεία, ώστε να γίνει τελικά δεκτό ότι ο χείμαρρος δεν επηρέαζε την κατασκευή του έργου και, συνεπώς, δεν ήταν αναγκαία η προηγούμενη οριοθέτησή του.
Μαρία Φλώρου
Δικηγόρος
ΣτΕ 2657/2007
Πρόεδρος: Π. Ν. Φλώρος
Εισηγητής: Αθ. Ράντος
Δικηγόροι: Γλ. Σιούτη (Κωνστ. Χορομίδης, Σπ. Βλαχόπουλος)
Δόμηση ευρείας έκτασης εκτός σχεδίου. ΠΕΡΠΟ. Παράνομη η ανοικοδόμηση κατατμηθέντος γηπέδου. Δημιουργία οικιστικού συνόλου χωρίς προηγούμενη έγκριση σχεδίου οργανωμένης δόμησης. Οι εκτός σχεδίου περιοχές προορίζονται για γεωργική ή δασοπονική εκμετάλλευση ή αναψυχή του κοινού. Δόμηση ή τουριστική εκμετάλλευσή τους επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση, υπό ιδιαίτερα αυστηρούς όρους και περιορισμούς που δεν οδηγούν στη δημιουργία οικισμών χωρίς σχέδιο πόλεως. Εντατική οικιστική εκμετάλλευση εκτός σχεδίου περιοχών σημαντικού εμβαδού επιτρέπεται μόνον μετά από έγκριση σχεδίου πόλεως ή καθορισμό ΠΕΡΠΟ και τήρηση των διατάξεων περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ιδίως για την εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου στο περιβάλλον. Ακύρωση οικοδομικής άδειας, επειδή το υπό ανοικοδόμηση γήπεδο προέκυψε από κατάτμηση μείζονος έκτασης υπό συνθήκες που οδηγούν σε δημιουργία οικιστικού συνόλου σε ευρεία έκταση εκτός σχεδίου χωρίς την προηγούμενη έγκριση σχεδίου οργανωμένης δόμησής της.
Βασικές σκέψεις
4. …… Από τις ανωτέρω διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στην προσήκουσα διαμόρφωση, ανάπτυξη, πολεοδόμηση και επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικώς περιοχών, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβιώσεως, συνάγεται ότι ο νομοθέτης, κοινός και συνταγματικός, επιχειρεί, από πλευράς δυνατότητας δομήσεως, μία θεμελιώδη διαφοροποίηση μεταξύ των περιοχών των αναπτυσσομένων με βάση οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο οικισμών και των εκτός σχεδίου περιοχών, οι οποίες δεν έχουν ως προορισμό, κατ’ αρχήν, την δόμηση ή την τουριστική εκμετάλλευση, αλλά την γεωργική ή δασοπονική εκμετάλλευση καθώς και την αναψυχή του κοινού (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3135/2002 κ.ά.).
Στην μεν πρώτη κατηγορία περιοχών, που προορίζονται προς δόμηση, αυτή επιτρέπεται με μόνη προϋπόθεση την τήρηση των ορισμών του σχεδίου πόλεως και των όρων και περιορισμών δομήσεως που το συνοδεύουν. Στην δεύτερη, όμως, κατηγορία περιοχών, εν όψει του ότι δεν είναι δυνατόν, από την φύση τους και την έλλειψη πολεοδομικής οργανώσεώς τους, να εξασφαλισθεί η τήρηση των κατά τα ανωτέρω συνταγματικών σκοπών, η δόμηση μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, δυναμένη και να απαγορεύεται εν όλω ή εν μέρει ή να επιτρέπεται υπό ιδιαιτέρως αυστηρούς όρους και περιορισμούς, προσαρμοσμένους στην ιδιαίτερη φύση κάθε περιοχής. Οι όροι δε, πάντως, αυτοί δεν επιτρέπεται να είναι ευνοϊκότεροι από τους ισχύοντες για τις εντός σχεδίου περιοχές ούτε επιτρέπεται να οδηγούν, κατ’ αποτέλεσμα, στην δημιουργία οικισμών χωρίς σχέδιο πόλεως. Κατά τις διατάξεις, ειδικότερα, αυτές, η κατ’ εξαίρεση επιτρεπομένη σε εκτός σχεδίου περιοχές δόμηση πρέπει να γίνεται, τηρουμένων όλων των λοιπών νομίμων περιορισμών, σε γήπεδα που πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή σε ακίνητα, τα οποία αποτελούν αφενός μεν συνεχόμενες εκτάσεις γης, υπό την έννοια ότι η συνέχειά τους δεν διασπάται από μεσολαβούσες ιδιοκτησίες τρίτων ή χώρους ανήκοντες στην κοινή χρήση, αφετέρου δε ανήκουν στην κυριότητα ενός προσώπου ή πλειόνων προσώπων εξ αδιαιρέτου. Η κρίση δε της Διοικήσεως περί του ότι ορισμένη εκτός σχεδίου πόλεως έκταση αποτελεί γήπεδο, υπό την εκτεθείσα έννοια, πρέπει να διατυπώνεται βάσει των ανωτέρω δεδομένων, χωρίς να ασκούν επιρροή, από την άποψη τηρήσεως των περί δομήσεως δημοσίου δικαίου διατάξεων, οι κατά το ιδιωτικό δίκαιο δηλώσεις ή η συμπεριφορά των ενδιαφερομένων (πρβλ. ΣτΕ 2845/1994).
Δεδομένου δε ότι οι ως άνω περιοριστικές της δομήσεως διατάξεις αποβλέπουν πρωτίστως στην διαφύλαξη του κατά τον εκτεθέντα ιδιαιτέρου χαρακτήρα των εκτός σχεδίου περιοχών, καθώς και ότι η κατάτμηση ενιαίου, κατά τα ανωτέρω, γηπέδου σε μικρότερα συνεπάγεται την δυνατότητα δομήσεώς του υπό ευνοϊκότερους για τον δομούντα όρους αλλά και την δυνατότητα δημιουργίας, με τον τρόπο αυτόν, οικισμών χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο πόλης, δεν είναι νόμιμη η έκδοση οικοδομικών αδειών για δόμηση σε γήπεδα που έχουν προκύψει από κατάτμηση ενιαίου γηπέδου, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των δημιουργουμένων με την βούληση του αρχικού ιδιοκτήτη νέων επί μέρους ιδιοκτησιών, όταν με αυτήν καθίσταται δυνατή, κατά τις παρομαρτούσες συνθήκες, η άμεση ή έμμεση δημιουργία οικιστικού συνόλου χωρίς προηγούμενη έγκριση σχεδίου οργανωμένης δομήσεώς του. Η μορφή αυτή εντατικής οικιστικής εκμεταλλεύσεως εκτός σχεδίου περιοχών σημαντικού εμβαδού επιτρέπεται μόνον μετά από έγκριση, κατά τους όρους του νόμου, σχεδίου πόλεως ή μετά τον καθορισμό της περιοχής ως ΠΕΡΠΟ. Εξ άλλου, εν πάση περιπτώσει, για την υπό τις ανωτέρω συνθήκες δόμηση εκτός σχεδίου περιοχών σημαντικού εμβαδού απαιτείται και η τήρηση των διατάξεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ειδικότερα δε των διατάξεων για την εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου στο περιβάλλον.
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προκύπτοντα από την εκκαλουμένη απόφαση, σε συνδυασμό με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, η εκκαλούσα εταιρεία αγόρασε το έτος 2001 δέκα εννέα (19) συνεχόμενα αγροτεμάχια στην περιοχή «Πηγαϊδάκια» περιφερείας Δημοτικού Διαμερίσματος Ελούντας Δήμου Αγίου Νικολάου Λασηθίου, συνολικού εμβαδού εκατό περίπου στρεμμάτων, εκτός σχεδίου πόλεως και ορίων οικισμού. Στην περιοχή δεν έχει εγκριθεί Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου ούτε ΠΕΡΠΟ. Εν συνεχεία, το έτος 2002, η εκκαλούσα προέβη σε συνένωση των ως άνω αγροτεμαχίων και στη δημιουργία, με τον τρόπο αυτόν, έξ (6) νέων αυτοτελών γηπέδων, υπό στοιχεία Α΄ έως Στ΄. Τα δύο πρώτα από τα γήπεδα αυτά, υπό στοιχεία Α΄ και Β΄, εμβαδού 64.573,56 και 23.042,31 τετρ. μέτρων αντιστοίχως, κατετμήθησαν σε δέκα έξ (16) και πέντε (5) μικρότερα γήπεδα αντιστοίχως, καθένα από τα οποία είχε εμβαδόν ίσο ή μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) στρεμμάτων.
Ορισμένα από τα νέα αυτά γήπεδα μεταβιβάσθηκαν κατά ποσοστό 1% σε δύο θυγατρικές της αιτούσης εκταιρείες, την «ΗΛΙΟΣ Α.Ε.» και την «ΕΡΜΗΣ ΑΕ», κατά τρόπο ώστε κανένα από τα νέα γήπεδα να μην εφάπτεται με γήπεδο του αυτού ή των αυτών ιδιοκτητών. Στα νέα γήπεδα συνεστήθησαν δουλείες διόδου, ώστε αυτά να επικοινωνούν μεταξύ των και με το οδικό δίκτυο της περιοχής. Με την επίμαχη οικοδομική άδεια επετράπη η ανέγερση σε ένα από τα νέα επί μέρους γήπεδα τριών νέων εξοχικών διαμερισμάτων με υπόγειο και τριών κολυμβητικών δεξαμενών. Με την εκκαλουμένη απόφαση, η εν λόγω οικοδομική άδεια κρίθηκε, κατ’ αποδοχή αιτήσεως ακυρώσεως της εφεσιβλητής, μη νόμιμη και ακυρώθηκε. Η ακύρωση εχώρησε για τον λόγο ότι το γήπεδο, στο οποίο θα ανεγείροντο τα κτίσματα, προέκυψε από παράνομη κατάτμηση μείζονος εκτάσεως, με σκοπό την αύξηση της οικοδομικής τους εκμεταλλεύσεως, και ότι με τις ενέργειες της εκκαλούσης, επιχειρήθηκε, κατ’ ουσίαν, η ιδιωτική πολεοδόμηση της εκτάσεως, χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου. Αλλά κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, η έκδοση της επίμαχης οικοδομικής αδείας ήταν όντως μη νόμιμη, δεδομένου ότι, υπό τις εκτεθείσες στην παρούσα σκέψη συνθήκες, δηλαδή την κατάτμηση και την δόμηση της συνολικής εκτάσεως με τον προεκτεθέντα τρόπο, κατέστη δυνατή η δημιουργία οικιστικού συνόλου σε ευρεία εκτός σχεδίου πόλεως έκταση χωρίς την προηγουμένη έγκριση σχεδίου οργανωμένης δομήσεώς της, και τούτο ανεξαρτήτως της άμεσης ή μη πραγματώσεως της ανεγέρσεως των κατοικιών.
Νομίμως, συνεπώς, ανεξαρτήτως της ορθότητας ορισμένων επί μέρους αιτιολογιών της εκκαλουμένης αποφάσεως, ακυρώθηκε με αυτήν η προσβληθείσα οικοδομική άδεια, αι δε περί του εναντίου προβαλλόμενοι με το αρχικό ή με το νομίμως κατατεθέν από 8.2.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων λόγοι εφέσεως, κατά τους οποίους νομίμως επιχειρήθηκε εν προκειμένω η ανέγερση κατοικιών σε αυτοτελή γήπεδα, που είχαν το κατά τις οικείες διατάξεις απαιτούμενο ελάχιστο εμβαδόν, χωρίς να συντρέχει περίπτωση ιδιωτικής πολεοδομήσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξ άλλου, οι λόγοι εφέσεως που αμφισβητούν την νομιμότητα άλλων επί μέρους αιτιολογιών της εκκαλουμένης αποφάσεως, σχετικών με την νομιμότητα της κατατμήσεως του ενιαίου ακινήτου και την νομιμότητα της δημιουργίας ιδιωτικών οδών, μέσω των δουλειών διόδου οι οποίες συνεστήθησαν, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς, δεδομένου ότι η ως άνω κρίση περί παρανομίας της οικοδομικής αδείας, δεν στηρίζεται στις σκέψεις αυτές αλλά στηρίζεται αυτοτελώς στην δυνατότητα δημιουργίας, κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, οικιστικού συνόλου σε ευρεία εκτός σχεδίου πόλεως έκταση χωρίς την προηγουμένη έγκριση σχεδίου οργανωμένης δομήσεώς της. Ομοίως ως προεχόντως αλυσιτελείς πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι εφέσεως, οι οποίοι δεν στρέφονται κατά σκέψεων της εκκαλουμένης αποφάσεως, αλλά ανάγονται στο ζήτημα της παραβάσεως, κατά την έκδοση της επίμαχης οικοδομικής αδείας, των διατάξεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
Σχόλιο
1. Η κατασκευή μεγάλων συγκροτημάτων κατοικιών παραθερισμού προς πώληση σε ημεδαπούς και (ιδίως) αλλοδαπούς προβάλλεται τα τελευταία χρόνια ως μια δραστηριότητα, η οποία θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και ως εκ τούτου χρήζει ενίσχυσης από την πλευρά της πολιτείας. Την εξέλιξη αυτή φαίνεται να λαμβάνει υπόψη και το πρόσφατο ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τον τουρισμό που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση τον Μάιο 2007. Tο αναπτυξιακό αυτό πρότυπο δημιουργεί αμφιβολίες, δεδομένου ότι η επιδιωκόμενη οικιστική εξάπλωση δεν φαίνεται περιβαλλοντικά αειφόρος, αλλά επιδιώκει να χρησιμοποιήσει όσα αποθέματα φυσικού κεφαλαίου δεν αναλώθηκαν στις προηγούμενες φάσεις της τουριστικής εκβιομηχάνισης χάριν ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, εκ των οποίων αρκετές -όπως παρατηρείται στις εκτιμήσεις που προηγούνται του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τον τουρισμό- έχουν ήδη απαξιωθεί, μαζί δυστυχώς με τα τοπία που κλήθηκαν να τις φιλοξενήσουν.
Σε σχέση με τις εξελίξεις αυτές, η σχολιαζόμενη απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε επταμελή σύνθεση, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι αφορά το νομικό καθεστώς υπό το οποίο μπορεί να γίνει η κατασκευή συγκροτημάτων παραθεριστικών κατοικιών. Στη θεωρία γίνεται δεκτό ότι η δόμηση εκτός σχεδίου πόλεως υπόκειται στις ειδικές διατάξεις του π.δ./τος της 24/31.5.1985[1] (κωδικοποιημένες πλέον στα άρθρα 162 επ. του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας[2]) κυρίως σε ό,τι αφορά την οικοδομική εκμετάλλευση μεμονωμένων τμημάτων γης, ενώ η οργανωμένη δόμηση πραγματοποιείται κατά κανόνα υπό τους όρους της νομοθεσίας που διέπει τον πολεοδομικό σχεδιασμό[3]. Οι όροι δόμησης εκτός σχεδίου είναι αυστηρότεροι, απ’ ό,τι ισχύει στην εντός σχεδίου περιοχή, ιδίως όσον αφορά την αρτιότητα, το συντελεστή δόμησης και τα χαρακτηριστικά του κτίσματος[4]. Οι όροι αυτοί καθιστούν τις εκτός σχεδίου περιοχές επιχειρηματικά μάλλον ακατάλληλες για το είδος της εντατικής οικιστικής εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζει τις ελληνικές πόλεις, ελκυστικές όμως για πολυτελή δόμηση δεύτερης κατοικίας. Το ερώτημα που τέθηκε στη σχολιαζόμενη απόφαση είναι εάν είναι νομικά δυνατή η κατασκευή οικιστικών συγκροτημάτων σε περιοχές που δεν έχουν υπαχθεί σε πολεοδομικό σχέδιο ή στο καθεστώς «Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης» (Π.Ε.Ρ.ΠΟ) σύμφωνα με το άρθρο 24 ν. 2508/1997 (καθεστώς πάντως που επίσης συνδέεται με την κατάρτιση πολεοδομικής μελέτης). Με άλλες λέξεις: Η δημιουργία παραθεριστικών οικισμών ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του κρατικού σχεδιαστή, ο οποίος οφείλει να προβαίνει σε σταθμίσεις καταλληλότητας και να επιλέγει, λαμβάνοντας υπόψη και περιβαλλοντικά κριτήρια, περιοχές που είναι πρόσφορες για οικιστική ανάπτυξη, ή αποτελεί δικαίωμα του ιδιοκτήτη και συνεπώς κατευθύνεται από τις δυνάμεις της αγοράς και μόνο;
2. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αφορούν ιδιωτική επιχείρηση, η οποία αγόρασε ιδιοκτησίες συνολικής έκτασης 100 περίπου στρεμμάτων σε τουριστική περιοχή εκτός σχεδίου. Η επιχείρηση αυτή προέβη σε μια σειρά από πράξεις ιδιωτικού δικαίου (συνενώσεις, κατατμήσεις, σύσταση δουλειών διόδου), το αποτέλεσμα των οποίων είναι ανάλογο με εκείνο της ρυμοτομίας, στο μέτρο που δημιουργήθηκαν όμοια κανονικά «οικόπεδα» με πρόσοψη σε ιδιωτικό δρόμο, καταρχήν οικοδομήσιμα σύμφωνα με τις διατάξεις για την εκτός σχεδίου δόμηση. Το Διοικητικό Εφετείο Χανίων ακύρωσε την πρώτη οικοδομική άδεια που εκδόθηκε για το οικιστικό αυτό συγκρότημα, κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε εταιρία ιδιοκτήτρια γειτονικού ακινήτου.
Οι σκέψεις της ΣτΕ 2657/2007 επί του ουσιαστικού προβλήματος που της ετέθη κινούνται με συνέπεια στις βασικές γραμμές που έχουν χαραχθεί στη νομολογία του Συμβουλίου τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια και είχαν ανακεφαλαιωθεί προηγουμένως στην επίσης σημαντική ΣτΕ 3848/2005. Κατά τη δογματική που διαμορφώθηκε, η ανοικοδόμηση προστατεύεται ως όψη του δικαιώματος του άρθρου 17 Συντ. μόνον για τα αστικά ακίνητα, εντός περιοχών όπου ισχύουν πολεοδομικά σχέδια, διότι μόνο εκεί αποτελεί το φυσικό προορισμό της ιδιοκτησίας. Εκτός σχεδίου η ανοικοδόμηση επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση και σύμφωνα με όρους οι οποίοι επιβάλλεται να είναι αυστηροί και προσαρμοσμένοι στις ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες, εφόσον εκεί ο φυσικός προορισμός της γης είναι η γεωργική, δασοπονική κλπ. εκμετάλλευση και όχι η δόμηση[5]. Εξελίσσοντας τον κανόνα αυτό, η σχολιαζόμενη απόφαση συμπληρώνει ότι, ενόψει της υποχρέωσης ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού που επιβάλλει το άρθρο 24 παρ. 2 Συντ., οι ισχύουσες διατάξεις για την εκτός σχεδίου δόμηση επιτρέπουν μόνο τη μεμονωμένη και όχι την οργανωμένη σε επίπεδο ιδιωτικού οικισμού ανοικοδόμηση των ιδιοκτησιών. Ανάλογες σκέψεις συναντούμε ήδη και στη ΣτΕ 2690/1994[6], όπου ακυρώθηκε διάταγμα που επέτρεπε την κατασκευή οικισμού εκτός σχεδίου στην Κέρκυρα.
Δευτερευόντως, η σχολιαζόμενη απόφαση εξετάζει το ερώτημα εάν το ακίνητο που προέκυψε από τις συνενώσεις επιμέρους ιδιοκτησιών και στη συνέχεια τον τεμαχισμό της νέας, ενιαίας, ιδιοκτησίας συνιστά γήπεδο, δύναται να ανοικοδομηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 162 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας[7]. Το δικαστήριο μάλλον αποφεύγει να υπεισέλθει στα επιμέρους τεχνικά ζητήματα της νομιμότητας των πράξεων ιδιωτικού δικαίου που μεσολάβησαν, τις οποίες πάντως αποδοκιμάζει, επαναλαμβάνοντας τη λύση που είχε δοθεί στη ΣτΕ 2845/1994· στην υπόθεση εκείνη, η οποία αφορούσε επίσης ανέγερση συγκροτήματος κατοικιών εκτός σχεδίου μετά από δηλώσεις κατάτμησης αγροτεμαχίου, το Συμβούλιο είχε διατυπώσει τον κανόνα ότι στην κρίση περί της ύπαρξης οικοδομήσιμου γηπέδου προτεραιότητα έχουν τα δημόσια συμφέροντα στην προστασία του περιβάλλοντος και όχι η ιδιωτική βούληση. Στην ΣτΕ 2657/2007 η αντίστοιχη κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται κυρίως στο τελικό αποτέλεσμα των πράξεων κατάτμησης, τη δημιουργία μεγάλου αριθμού οιονεί «οικοπέδων», και άρα οικισμού χωρίς προηγούμενο πολεοδομικό σχέδιο, αποτέλεσμα το οποίο δεν θεωρείται ανεκτό από το Σύνταγμα και την κείμενη νομοθεσία.
Τέλος, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση της σχολιαζόμενης απόφασης ότι σε κάθε περίπτωση η δόμηση εκτός σχεδίου περιοχών σημαντικού εμβαδού απαιτεί την τήρηση διαδικασίας έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του έργου. Πρόκειται για μια ερμηνεία που διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας του ν. 1650/1986 και επιβάλλει μια σημαντική υποχρέωση στα συγκροτήματα εξοχικών κατοικιών που κατασκευάζονται προς πώληση. Σημειωτέον ότι η υποχρέωση προς τήρηση της διαδικασίας ελέγχου των περιβαλλοντικών επιπτώσεων εν προκειμένω δεν προκύπτει ευθέως από την ΚΥΑ 15393/2332/5.8.2002[8], η οποία απαριθμεί τα υποκείμενα στην εν λόγω διαδικασία έργα και σχέδια, εφόσον εκεί δεν βρίσκεται ρητή αναφορά σε συγκροτήματα εξοχικών κατοικιών προς πώληση.
3. Σταδιακά ωριμάζουν οι συνθήκες για μια ευρύτερη δικαιοπολιτική συζήτηση σχετικά με το νομικό καθεστώς που διέπει την εκτός σχεδίου δόμηση. Οι ισχύουσες διατάξεις κατηγορούνται αφενός ότι οδηγούν σε κατακερματισμό και καταστροφή των καλύτερων τοπίων[9], αφετέρου δε ότι ουσιαστικά υπονομεύουν τον πολεοδομικό σχεδιασμό και ανοίγουν τον δρόμο στην αυθαίρετη δόμηση[10]. Συναφές βασικό σημείο κριτικής επί της ισχύουσας νομοθεσίας είναι ότι η εκτός σχεδίου δόμηση επιτρέπεται υπό τους αυτούς όρους παντού, χωρίς να τίθενται ειδικότεροι όροι ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής[11]. Σύμφωνα με τη νομολογία ΣτΕ, ο περιορισμός της δυνατότητας δόμησης εκτός σχεδίου απαιτείται προκειμένου να αποφευχθούν βλάβες στο φυσικό περιβάλλον και τετελεσμένα γεγονότα, τα οποία θα μπορούσαν να καταστήσουν αδύνατη την μελλοντική ορθολογική οργάνωση της δόμησης στην εκτός σχεδίου περιοχή[12]. Επίσης, η νομολογία θεωρεί ότι οι διατάξεις περί εκτός σχεδίου δόμησης διανοίγουν δυνατότητες καταστρατήγησης των υποχρεώσεων που βαρύνουν τις ιδιοκτησίες κατά την ένταξή τους στο πολεοδομικό σχέδιο (εισφορές σε γη και χρήμα κ.ά.)[13]. Στους κινδύνους αυτούς πρέπει κανείς να προσθέσει τη διαπίστωση ότι η υφιστάμενη δυνατότητα δόμησης εκτός σχεδίου παράγει ισχυρές οικονομικές πιέσεις για αλλαγές χρήσεων στις μη αστικές περιοχές, πιέσεις οι οποίες ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό και για το πρόβλημα της προστασίας των δασών.
Οι θέσεις αυτές συναντούν ενστάσεις μέρους της θεωρίας, χωρίς πάντως να τίθενται υπό σοβαρή αμφιβολία οι βλαπτικές συνέπειες της εκτός σχεδίου δόμησης για το περιβάλλον. Έχει υποστηριχθεί μάλιστα ότι οι νομικοί συλλογισμοί του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την εκτός σχεδίου δόμηση είναι «καινοφανείς» και συνιστούν «ουσιαστικά μια εσφαλμένη ερμηνεία του πνεύματος και του γράμματος του ν.δ. του 1923, αλλά και του ίδιου του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος»[14]. Η άποψη αυτή εγγράφεται στο πλαίσιο της γενικότερης κριτικής στην περιβαλλοντική νομολογία του Συμβουλίου, η οποία -με παραλλαγές- θεωρεί ότι θίγονται υπέρμετρα τα ατομικά δικαιώματα χάριν ενός περιβαλλοντικού γενικού συμφέροντος, στο οποίο -άστοχα κατά την άποψη αυτή- η νομολογία αναγνωρίζει ανελαστικά προτεραιότητα έναντι του συμφέροντος στην οικονομική ανάπτυξη[15].
Από πλευράς συγκριτικού δικαίου, στη Γερμανία η δόμηση εκτός σχεδίου απαγορεύεται με ελάχιστες εξαιρέσεις από την παράγραφο 35 του Πολεοδομικού Κώδικα (Baugesetzbuch)[16], ενώ και στη Γαλλία τελεί υπό αυστηρούς περιορισμούς[17]. Παραβλέποντας τη γενικότερη συζήτηση για τη σχέση των οικονομικών δικαιωμάτων με το δικαίωμα στο περιβάλλον, φυσικό και ανθρωπογενές, η οποία -αν και αναμφισβήτητα γοητευτική- υπερβαίνει κατά πολύ το πλαίσιο του παρόντος σχολιασμού, πρέπει να επισημανθεί ότι ο κανόνας της καταρχήν απαγόρευσης της δόμησης, ιδίως οικισμών, εκτός σχεδίου[18] προκύπτει αναγκαία ήδη από την ύπαρξη και το κύρος του πολεοδομικού σχεδίου ως νομικού θεσμού: Το σχέδιο προηγείται της δόμησης, προκειμένου να την οργανώσει επιστημονικά σύμφωνα με τις προβλεπόμενες ανάγκες του (μελλοντικού) οικισμού[19]. Εάν είναι κατά κανόνα δυνατή η δόμηση εκτός σχεδίου, για ποιον άραγε λόγο να προβλέπεται και να απαιτείται πολεοδομικός σχεδιασμός; Η τακτική του «πρώτα κτίζω και ύστερα σχεδιάζω» δεν είναι μόνο περιβαλλοντικά ολέθρια[20], αλλά και αμφισβητεί στην ουσία του το πολεοδομικό σχέδιο ως θεσμό, ο οποίος αναγνωρίζεται και αποκτά συνταγματική περιωπή στο άρθρο 24 παρ. 2 Συντ. Εντός του πλαισίου αυτού, η δόμηση εκτός σχεδίου δεν μπορεί παρά να έχει τη θέση εξαίρεσης, η οποία γίνεται ανεκτή μόνον προκειμένου για χρήσεις οι οποίες βρίσκουν το φυσικό τόπο ανάπτυξής τους μακριά από τον οργανωμένο οικισμό.
Κωνσταντίνος Γώγος
Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.
[1] Το διάταγμα αυτό συμπληρώνει τα π.δ./τα της 6/17.10.1978 και 5/13.12.1979.
[2] ΠΔ 14/27.7.1999, ΦΕΚ Δ΄ 580.
[3] Β. Σκουρής, Χωροταξικό και πολεοδομικό δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 201.
[4] Για το περιεχόμενο των όρων δόμησης στις εκτός σχεδίου περιοχές και τους σκοπούς που αυτοί εξυπηρετούν βλ. Κ. Γώγου, Σχόλιο στη ΣτΕ 975/2000 (ολομ.), Νόμος και Φύση 2000, σ. 117 επ. (118).
[5] Βλ. ΣτΕ 3848-50/2005, 784/1999, 2690/1994, ΤοΣ 1995, σ. 729 = ΕΔΔΔ 1996, σ. 429, ΣτΕ 1169/1994, ΤοΣ 1995, σ. 734, ΣτΕ (Ολομ.) 219/1987, ΕλλΔνη 1987, σ. 937, ΣτΕ (Ολομ.) 695/1986, ΕΔΔΔ 1986, σ. 82. Η νομολογία αυτή αναπτύσσεται, εντασσόμενη στη γενικότερη δογματική της προστασίας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, από τον Ν. Ρόζο, Πολεοδομικό δίκαιο και περιορισμοί της ιδιοκτησίας. Ο πρωτογενής καθορισμός του περιεχομένου της κυριότητας επί ακινήτων και ειδικών αγαθών και οι περαιτέρω περιορισμοί του (Ιούλιος 2007), www.nomosphysis.org.gr.
[6] ΤοΣ 1995, σ. 729 = ΕΔΔΔ 1996, σ. 429.
[7] Τα απαραίτητα σύμφωνα με το νόμο χαρακτηριστικά του γηπέδου αναλύει ο Δ. Χριστοφιλόπουλος, Δόμηση εκτός σχεδίου πόλεως, Π. Ν. Σάκκουλας, 2007, σ. 39 επ.
[8] ΦΕΚ Β΄ 1022.
[9] Σ. Ρίζος, Η αυτοαναίρεση του ελληνικού πολεοδομικού δικαίου, Τόμος Τιμητικός ΣτΕ 75 χρόνια, σ. 1191 επ. (1193).
[10] Δ. Χριστοφιλόπουλος, Συμβολή στην προστασία του περιβάλλοντος: Δάση – δασικές εκτάσεις και πολεοδομικός σχεδιασμός, ΝοΒ 46 (1998), σ. 448 επ. (451), ο ίδιος, Το τοπικό ρυμοτομικό σχέδιο ως μέσο βλάβης του φυσικού και βελτίωσης του δομημένου περιβάλλοντος, Νόμος και Φύση 1999, σ. 113 επ.
[11] Ρόζος, όπ.π., www.nomosphysis.org.gr.
[12] Αθ. Ράντος, Επισημάνσεις στα πλαίσια στρογγυλής τράπεζας της Ημερίδας με θέμα: «Πολεοδομικές πολιτικές και ελληνική πόλη», ΠερΔικ 2006, σ. 211.
[13] Χαρακτηριστικά βλ. ΣτΕ 2690/1994, ΤοΣ 1995, σ. 729 = ΕΔΔΔ 1996, σ. 429.
[14] Α. Παπαπετρόπουλος, Αμφιλεγόμενες πλευρές της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, ΠερΔικ 2007, σ. 186 επ. (188 επ.).
[15] Χαρακτηριστικά για την προσέγγιση αυτή Γ. Δελλής, Το ατομικό δικαίωμα αντιμέτωπο στο οικονομικό και το οικολογικό γενικό συμφέρον, 1953-2003: Η συρρίκνωση της ατομικότητας. (Ιανουάριος 2004), www.nomosphysis.org.gr. Πρβλ. πάντως τις σκέψεις του Ξ. Κοντιάδη, ο οποίος ορθά επισημαίνει ότι ήδη η συνταγματική κατοχύρωση δικαιώματος στο περιβάλλον σχεδόν αναπόφευκτα οδηγεί σε μια «αξιολογική ιεράρχηση υπέρ της περιβαλλοκεντρικής κατεύθυνσης»· Ξ. Κοντιάδης, Η συνταγματική διαρρύθμιση της σχέσης μεταξύ προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος και δικαιώματος της ιδιοκτησίας (Ιούλιος 2003), www.nomosphysis.org.gr
[16] Με εξαίρεση κυρίως για έργα κοινής ωφέλειας και εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν ανάγκες της αγροτικής και δασικής παραγωγής.
[17] Για το γερμανικό και το γαλλικό δίκαιο βλ. G. Ziamos, Städtebaurecht im Rechtsvergleich, Eine Untersuchung zur Steuerung des privaten Wohnungsbaus durch das Städtebaurecht in Deutschland, England und Frankreich, 1998, σ. 170, 189. Πρβλ. επίσης για το γερμανικό δίκαιο Ν. Ρίζου, όπ.π., Τιμητικός Τόμος ΣτΕ 75 χρόνια, σ. 1194, και για το γαλλικό Ν. Ρόζου, όπ.π., www.nomosphysis.org.gr.
[18] Την ύπαρξη τέτοιου κανόνα διαπιστώνει επίσης ο Δ. Χριστοφιλόπουλος, Δόμηση εκτός σχεδίου πόλεως, 2007, σ. 26.
[19] Βλ. ενδεικτικά Π.Μ. Ευστρατίου, Η αναίρεση του σχεδίου πόλεως στην ελληνική διοικητική πρακτική (Σεπτέμβριος 2003), www.nomosphysis.org.gr.
[20] Σ. Ρίζος, Το πολεοδομικό δίκαιο της Βενιζελικής περιόδου και η σύγχρονη μετάλλαξή του, ΠερΔικ 2006, σ. 194 επ. (196).
ΣτΕ 2951/2007
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Δικηγόροι: Β. Παπαδημητρίου, Στ. Τζαβάρας, Ευφρ. Δημητρακοπούλου
[Οικοδομική ¶δεια. Πέργκολες. Δεν επιτρέπονται πρόσθετες πτυσσόμενες τέντες]. Οι οριζόντιες πτυσσόμενες τέντες από καραβόπανο, που θα σύρονται με συρματόσχοινο κάτω από το επίπεδο πέργκολας, συνιστούν κινητά προστεγάσματα και δεν πληρούν τις προδιαγραφές του άρθρου 360 παρ. 4 του Κ.Β.Π.Ν.. Παρεμποδίζουν τη χρήση της πέργκολας, η οποία κατασκευάσθηκε με οικοδομική άδεια για τη στήριξη φυτών.
Βασικές σκέψεις
4. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 255 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας που κυρώθηκε με το από 14.7.1999 προεδρικό διάταγμα, ΦΕΚ 580 Δ/27.9.1999, (άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 1577/1985, ΦΕΚ 210 Α, που τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2831/2000, ΦΕΚ 140 Α) ορίζεται ότι: «1. Πάνω από το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος της περιοχής και μέσα στο ιδεατό στερεό, που ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 250 επιτρέπονται: α)… στ) κατασκευές για τη στήριξη των φυτών (πέργκολες), ζ)… Όλες οι κατασκευές αυτές πρέπει να αποτελούν ένα ενιαίο αισθητικό σύνολο και μπορεί να συνδέονται με διάτρητα στοιχεία». Στην παράγραφο 2 του επόμενου άρθρου 256 του ίδιου Κώδικα (άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 1577/1985) ορίζεται ότι: «Στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου επιτρέπονται και οι εξής κατασκευές: α)….β) εγκαταστάσεις για τη στήριξη φυτών (πέργκολες) γ)…». Εξάλλου, κατά το άρθρο 242 παρ. 38 και 39 του Κ.Β.Π.Ν. (άρθρο 2 παρ. 38 και 39 ν. 1577/1985) «38. Εξώστης είναι η οριζόντια προεξοχή της πλάκας του δαπέδου ενός ορόφου, η οποία προβάλλει, με ή χωρίς τη χρήση δοκών, πέρα από τις επιφάνειες των όψεων του κτιρίου, και χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση και την προσωρινή παραμονή ανθρώπων. 39. Προστέγασμα είναι η σταθερή ή κινητή προεξοχή πέρα από τις επιφάνειες των όψεων του κτιρίου, η οποία δεν χρησιμοποιείται ως εξώστης». Τέλος, στο άρθρο 360 του Κ.Β.Π.Ν. (άρθρο 17 του Κτιριοδομικού Κανονισμού-αποφ. 3046/304/30.1/3.2.1989) ορίζονται τα εξής: «1. Κινητά προστεγάσματα κατασκευάζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 252. 2…3…4. Επιτρέπεται η τοποθέτηση κινητών προστεγασμάτων στους εξώστες και τις εσοχές που προκύπτουν από υποχώρηση ορόφων του κτιρίου (βλέπε σχήμα 5). 5. Σε κοινόχρηστους χώρους ή χώρους παραχωρημένους σε κοινή χρήση κατά το άρθρο 226 απαγορεύεται να κατασκευάζονται κατακόρυφα στηρίγματα κινητών προστεγασμάτων. Κατακόρυφα στηρίγματα κινητών προστεγασμάτων επιτρέπεται να κατασκευάζονται σε οποιαδήποτε άλλη θέση, ακόμα και σε τμήματα εξωστών που βρίσκονται πάνω από κοινόχρηστους χώρους, εφόσον τα στηρίγματα αυτά εδράζονται στους εξώστες και δεν εξέχουν από το περίγραμμά τους (βλέπε σχήμα 6). Οι διαστάσεις των στηριγμάτων πρέπει να είναι οι ελάχιστες απαιτούμενες για την ασφάλεια της κατασκευής. 6. Όλα τα κινητά προστεγάσματα ενός κτιρίου πρέπει να κατασκευάζονται από τα ίδια υλικά». Κατά την έννοια αυτών των διατάξεων η πέργκολα είναι κατασκευή που έχει ως προορισμό τη στήριξη φυτών, ενώ το προστέγασμα, που αποτελεί σταθερή ή κινητή προεξοχή πέρα από τις επιφάνειες των όψεων του κτιρίου, είναι κατασκευή αυτοτελής και έχει λειτουργία και σκοπό διαφορετικό από την πέργκολα. Η τοποθέτηση δε κινητών προστεγασμάτων επιτρέπεται και στους εξώστες και τις εσοχές που προκύπτουν από υποχώρηση ορόφων του κτιρίου, η κατασκευή τους όμως πρέπει να είναι σύμφωνη με το σχήμα 5, στο οποίο παραπέμπει η προαναφερόμενη παράγραφος 4 του άρθρου 360 του Κ.Β.Π.Ν.
5. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι εκκαλούντες φέρονται ως συνιδιοκτήτες του τέταρτου σε εσοχή ορόφου πολυώροφης οικοδομής επί της οδού Αθανασίου Διάκου 14 στην Αγία Παρασκευή Αττικής, στην αποκλειστική χρήση του οποίου ανήκει το δώμα του τρίτου ορόφου. Με τη 1823/1999 άδεια οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Αγίας Παρασκευής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς (Τομέας Ανατολικής Αθήνας) επετράπη στον πρώτο των εκκαλούντων η προσθήκη πέργκολας και η διαμόρφωση του δώματος. Ακολούθως, ο ίδιος εκκαλών με την από 2.6.2000 αίτησή του ζήτησε από την ως άνω πολεοδομική υπηρεσία να εγκρίνει την τοποθέτηση «οριζοντίων πτυσσομένων (τύπου balloon) τεντών από καραβόπανο» που θα σύρονται με συρματόσχοινο κάτω από το επίπεδο της πέργκολας. Όπως δε προκύπτει από το συνημμένο στην αίτηση σχέδιο ανάρτησης της τέντας, τα συρματόσχοινα στηρίζονται στις κοιλοδοκούς της πέργκολας. Με τα δεδομένα, όμως, αυτά οι οριζόντιες πτυσσόμενες τέντες από καραβόπανο, των οποίων οι εκκαλούντες ζήτησαν να τους επιτραπεί η κατασκευή, συνιστούν κινητά προστεγάσματα, τα οποία δεν πληρούν τις προδιαγραφές του ως άνω σχήματος 5, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 360 παρ. 4 του Κ.Β.Π.Ν., και παρεμποδίζουν τη χρήση της πέργκολας, την οποία οι εκκαλούντες κατασκεύασαν κατόπιν της 1823/1999 οικοδομικής άδειας, για το σκοπό, στον οποίο αποβλέπει, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, η κατασκευή της, δηλαδή για τη στήριξη φυτών. Συνεπώς, νομίμως η Διοίκηση, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση, αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα των εκκαλούντων, με την αιτιολογία ότι κατά το νόμο οι πέργκολες χρησιμεύουν για τη στήριξη φυτών και μόνο, είναι δε απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι με την υπό κρίση έφεση λόγοι. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση.
Σχόλιο
Η εξεταζόμενη απόφαση αποσαφηνίζει την έννοια της πέργκολας, ως «επιτρεπόμενης κατασκευής πάνω από κτίριο» σύμφωνα με τις διατάξεις του ΓΟΚ (άρθρο 16 του ν. 1577/1985 και ήδη άρθρο 255 του Κ.Β.Π.Ν.) και την αντιδιαστέλλει προς την έννοια του «κινητού προστεγάσματος». Ως γνωστόν, η κατασκευή του τελευταίου επιτρέπεται σύμφωνα με τις ειδικές προδιαγραφές του Κτιριοδομικού Κανονισμού (ήδη άρθρο 360 του Κ.Β.Π.Ν.).
Το Δικαστήριο, επαναλαμβάνοντας εν πρώτοις παλαιότερη νομολογία του Δ΄ Τμήματος (ΣτΕ 2480/1997, 3407/1995, 5001/1995), επισημαίνει ότι η πέργκολα είναι κατασκευή που έχει ως προορισμό τη στήριξη φυτών. Ο προορισμός αυτός χαρακτηρίστηκε μάλιστα από το Δ΄ Τμήμα ως αποκλειστικός και μη συναρτώμενος με τα υλικά κατασκευής. Κατά το Δικαστήριο, «εφόσον ο νόμος (ΓΟΚ) δεν ορίζει τα υλικά, από τα οποία δύνανται να κατασκευάζονται οι πέργκολες αλλά ομιλεί περί εγκαταστάσεων και κατασκευών, δεν αποκλείεται οι κατασκευές για τη στήριξη φυτών (πέργκολες) να περιλαμβάνουν και φέροντα στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος …, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα στοιχεία αυτά θα χρησιμεύουν για τη στήριξη δοκίδων από ξύλο και με αυτά δεν θα μεταβάλλεται ο χαρακτήρας των κατασκευών αυτών ως προοριζόμενος για τη στήριξη φυτών».
Με την υπόψη απόφαση κρίθηκε επιπλέον ότι οι κατασκευαστικές παρεμβάσεις στις πέργκολες (εν προκειμένω η τοποθέτηση πτυσσόμενων τεντών από καραβόπανο που θα σύρονται με συρματόσχοινο κάτω από το επίπεδο της πέργκολας), δεν επιτρέπονται, γιατί τις μετατρέπουν σε κινητά προστεγάσματα. Δηλαδή, αυτοτελείς κατασκευές που υπόκεινται σε ειδικές κατασκευαστικές προδιαγραφές και -όταν τοποθετούνται στους εξώστες- εξυπηρετούν κατά τις οικείες διατάξεις «τη μετακίνηση και την προσωρινή παραμονή ανθρώπων». Ο προορισμός αυτός είναι σαφώς διαφορετικός από τη στήριξη φυτών.
Το Δικαστήριο, εξειδικεύοντας τη συλλογιστική που αποτυπώνεται στη νομολογία για οικοδομικά-κτιριοδομικά ζητήματα και στην προσπάθειά του να αποτρέψει καταστρατηγήσεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, κατέστησε σαφές ότι οι πέργκολες δεν επιτρέπεται να μετασκευάζονται σε κατασκευές, οι οποίες με επιμέρους ευρηματικές εκδοχές διαφοροποιούν όχι μόνο την αισθητική αλλά και τη λειτουργικότητα των κτιρίων. Οι εγκαταστάσεις για τη στήριξη φυτών είναι καθ’ όλα νόμιμες και ευπρόσδεκτες, γιατί αναβαθμίζουν το δομημένο περιβάλλον, προσδίδοντάς του, έστω ανεπαίσθητα, «πράσινη» διάσταση. Ανεπίτρεπτη είναι έτσι κάθε έμμεση μετατροπή τους που προορίζεται να αξιοποιηθεί και να λειτουργήσει υπό οποιαδήποτε μορφή ως προσθήκη στο κτίριο.
Μαρία Φλώρου Δικηγόρος