ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. ΜΙΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ (Φεβρουάριος 2007)
-
ΤΑΤΣΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Καθηγητής ΕΜΠ
Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2007
Είναι ώρες που, περιδιαβαίνοντας την πόλη, αντικρίζω το σημερινό της πρόσωπο, αναπολώ με κάποια νοσταλγία αυτό που ήταν πριν και χάθηκε οριστικά. Τις παλιές γειτονιές με τα χαμηλά σπίτια, τις αυλές, την αραιή δόμηση, τον τρόπο που έπεφτε, το φως φτάνοντας σχεδόν σε κάθε σημείο του εδάφους, τα δένδρα που σκίαζαν τους δρόμους, τον καθαρό αέρα…
Άλλες πάλι σκέφτομαι μην τυχόν το μέλλον μάς επιφυλάσσει εποχές πολύ χειρότερες από τη σημερινή, με ακόμη πιο καταπιεστική αρχιτεκτονική και κτίρια αλλόκοτα, δύσμορφα και επιθετικά, όπου οι άνθρωποι θα κατοικούν «κρεμασμένοι» σε πανύψηλα μεγαθήρια, μακριά από το έδαφος που μπροστά τους οι σημερινές πολυκατοικίες θα φαντάζουν εξαιρετικά δείγματα μιας ανθρώπινης, ζωντανής και οικείας αρχιτεκτονικής. Μην τυχόν, δηλαδή, ύστερα από χρόνια, οι μελλοντικοί κάτοικοι της Αθήνας, αλλά και των άλλων πόλεων, θα δίνουν και τότε έναν αγώνα για να κρατήσουν ανέπαφες και να διασώσουν τις «δικές μας», λιγοστές πλέον, πολυκατοικίες, θεωρώντας τες αξιόλογες και διατηρητέες για τα δεδομένα της δικής τους εποχής.
Είναι σίγουρο πως κάθε εποχή αφήνει μέσα στο χρόνο τη δική της παρακαταθήκη στην αρχιτεκτονική κληρονομιά ενός τόπου. Τις δικές της γνώσεις, επινοήσεις, κατακτήσεις, τη δική της συλλογική έκφραση. Όπως επίσης είναι βέβαιο ότι οι σημερινές κατασκευές είναι ανώτερες και πολύ πιο ασφαλείς απ’ ό,τι στο παρελθόν και πως συνεχώς θα βελτιώνονται στο μέλλον. Αυτό όμως που διαφοροποιούσε πάντοτε την καλή αρχιτεκτονική ήταν όχι απλώς τα τεχνολογικά ή κατασκευαστικά της γνωρίσματα, αλλά κυρίως τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά. Και εδώ πρέπει κανείς να σταθεί όχι μόνο στο μεμονωμένο κτίριο, αλλά κυρίως στο ευρύτερο -τεχνητό και φυσικό- περιβάλλον της πόλης.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων ανθρώπων να μην εκτιμούν τα έργα της εποχής τους και ρομαντικά να έχουν μονίμως το βλέμμα τους στραμμένο στο παρελθόν, υποβαθμίζοντας τις επιτεύξεις της δικής τους γενιάς. Άλλοι πάλι να έχουν τυφλή, σχεδόν θρησκευτική πίστη στην τεχνολογία και τη βεβαιότητα πως στο μέλλον οι συνθήκες θα είναι πολύ καλύτερες, αφού όλα τα σημερινά, αλλά και τα αυριανά προβλήματα θα μπορούν ως διά μαγείας να επιλυθούν. Λίγες είναι οι περιπτώσεις εκείνων που εστιάζουν την προσοχή τους στο σήμερα και στην πραγματικότητα την οποία βιώνουν καθημερινά, προσπαθώντας να την αλλάξουν εδώ και τώρα προς το καλύτερο.
Ανεξάρτητα πάντως από τις παραπάνω σκέψεις, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των πόλεων, σε συνδυασμό με την αλόγιστη και καταστροφική υπερκατανάλωση, θα δημιουργήσει ακόμη πιο ζοφερά αστικά τοπία, με εφιαλτικές πλέον συνθήκες διαβίωσης. Γιατί αν κάτι χαρακτηρίζει τον σημερινό «δυτικό» πολιτισμό, είναι ότι παράλληλα με τις εκπληκτικές και επαναστατικές τεχνολογικές του ανακαλύψεις, δημιουργεί στους ανθρώπους μια υπερβολική έπαρση και μια αρρωστημένη βεβαιότητα πως τάχατες τώρα μπορούν να ζήσουν σε τεχνητά, ακόμη και σε εικονικά περιβάλλοντα, μακριά από τη φύση που διαρκώς συρρικνώνεται και καταστρέφεται με αναπόδραστο τρόπο. Αυτή η οίηση του «ανθρώπου-κατακτητή» που χωρίς σοφία, στο όνομα ενός εγωιστικού ανταγωνισμού, αφανίζει αυτό που τον κάνει να υπάρχει και είναι προϋπόθεση για τη συνέχιση της ζωής του, μόνον ως αυτοχειρία μπορεί να θεωρηθεί. Και είναι πραγματικά περίεργο το γεγονός ότι οι προηγούμενες γενιές, παρ’ όλο που ήταν πιο «παραδοσιακές και υπανάπτυκτες», είχαν κατανοήσει πολύ περισσότερο την αναντίρρητη ανάγκη σεβασμού και προστασίας του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούσαν.
Το ίδιο συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική. Έμφυτο γνώρισμα του αρχιτέκτονα είναι να κτίζει και να δημιουργεί ένα νέο κάθε φορά περιβάλλον, χωρίς όμως την ίδια στιγμή να ξεχνάει πως ό,τι κάνει είναι (ή πρέπει να είναι) συνδεδεμένο με τη γη και το έδαφος. Σαν να υπάρχει ένας αόρατος ομφάλιος λώρος που μεταφέρει από το έδαφος στο αρχιτεκτόνημα όλη την ενέργεια και την ουσία για να μπορέσει να υπάρξει μέσα στον χώρο και στον χρόνο. Αρχιτεκτονική που δεν λογαριάζει τη φύση και αντιμετωπίζει με περιφρόνηση το περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματώνεται, δεν μπορεί να λέγεται αρχιτεκτονική! Εκεί πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας οι αρχιτέκτονες, αλλά και όσοι συμμετέχουν στη διαμόρφωση του αστικού περιβάλλοντος. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, γίνεται από αρκετές πλευρές σοβαρή προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της σχέσης τεχνητού-φυσικού, ούτως ώστε οι δύο έννοιες να αποτελούν η μία μέρος της άλλης και να θεωρούνται ως ενιαία και αδιάσπαστη ολότητα. Αυτήν την εξαιρετικά απλή, σχεδόν αυτονόητη συνθήκη συναντάμε ακόμη σήμερα (ολοένα και σπανιότερα είναι αλήθεια) στις αυτοσχέδιες κατασκευές των ανθρώπων της υπαίθρου, βγαλμένες, θαρρείς, μέσα από την πείρα και τη σοφία αιώνων.
Συχνά στις μέρες μας πολλοί αναφέρονται στη βιοκλιματική αρχιτεκτονική, τα οικολογικά ή πράσινα κτίρια κ.ά. Μα, η καλή αρχιτεκτονική πάντοτε ήταν και οικολογική και βιοκλιματική, απλώς σήμερα μέσα σ’ ένα αμιγώς τεχνοκρατικό περιβάλλον αυτές οι θεμελιώδεις συνιστώσες της αρχιτεκτονικής δημιουργίας έρχονται αναγκαστικά ξανά σε πρώτη προτεραιότητα, αφού για χρόνια είχαν αγνοηθεί και παραμεληθεί. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι επειδή γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σ’ ένα αμιγώς αστικό περιβάλλον, αυτό τους δίνει το δικαίωμα (απελευθερώνοντάς τους κατά κάποιο τρόπο) να κάνουν μια αρχιτεκτονική αφηρημένη και ναρκισσιστική, μακριά από τη φύση, η οποία δεν αναφέρεται πουθενά, δεν λογαριάζει τίποτε, λες και βρίσκεται στο κενό. Τι παρεξήγηση! Σαν να εμφανίζεται το αρχιτεκτόνημα στο μαύρο φόντο της οθόνης του computer τους ως αντικείμενο χωρίς προορισμό, χωρίς ζωή, όταν θα περίμενε κανείς να προσπαθούν ακριβώς για το αντίθετο. Γιατί πώς μπορείς να φανταστείς ένα κτίριο χωρίς τους ανθρώπους που θα το κατοικήσουν, το περιβάλλον που πρόκειται να το υποδεχτεί, έξω από τον χώρο και τον χρόνο;
«Το μέλλον είναι η προβολή του παρελθόντος μέσα από το πρίσμα του παρόντος», έλεγε χαρακτηριστικά ο Georges Braque, γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πραγματικά καλό έργο είναι αυτό που συνδιαλέγεται με αυτό που υπήρχε, αλλά και με αυτό που θα έρθει. Είναι αυτές οι αόρατες δυνάμεις που το διαπερνούν και το συνδέουν σταθερά με το παρελθόν και το μέλλον ταυτόχρονα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» στις 14 Φεβρουαρίου 2007, σ. 34.