ΑΣ ΑΝΑΚΡΟΥΣΟΥΜΕ ΠΡΥΜΝΑ! (Ιανουάριος 2007)
-
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2007
1. Το ενδιαφέρον για την αναθεώρηση του Συντάγματος επικεντρώθηκε έως τώρα στη δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων. Το δεύτερο βασικό ζήτημα που απασχόλησε την Επιτροπή Αναθεώρησης της Βουλής είναι η τροποποίηση των διατάξεων του Συντάγματος που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με την προστασία του περιβάλλοντος. Τα δύο αυτά ζητήματα αναμένεται άλλωστε να προκαλέσουν τις πιο έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.
2. Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Αποτέλεσε και το 2001 το κεντρικό σημείο για την αντιπαράθεση των κομμάτων στη Βουλή, καθώς επίσης και την κινητοποίηση πολλών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που αγωνίστηκαν να μην θιγεί το συνταγματικό κεκτημένο της περιβαλλοντικής προστασίας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Οι αγώνες τους οδήγησαν στη σημαντική βελτίωση πολλών διατάξεων του Συντάγματος, ιδίως δε στην αναγνώριση του θεμελιώδους δικαιώματος στο περιβάλλον και στην καθιέρωση της αρχής της αειφορίας. Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα εξήλθε έτσι από αυτή τη δοκιμασία ενισχυμένο.
3. Όπως είναι γνωστό, η Νέα Δημοκρατία προτείνει την τροποποίηση των άρθρων 24 και 117 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος. Επιδίωξή της είναι, στο όνομα του εξορθολογισμού, η μείωση της προστασίας του δασικού πλούτου της χώρας και του οικιστικού περιβάλλοντος. Η πρωτοβουλία της συνιστά ασφαλώς οπισθοδρόμηση. Χωρίς να ομολογείται, αποβλέπει να συγκαλύψει τη χρόνια αδυναμία της πολιτείας να ανταποκριθεί στις επιταγές του Συντάγματος.
Στην πρότασή της περιλαμβάνεται επίσης η καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Πρέπει να τονιστεί ότι η επιλογή αυτή συνδέεται με την περιστολή της αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας να ελέγχει τη συνταγματικότητα των περιβαλλοντικών νόμων. Ο κύριος λόγος μάλιστα, υποστηρίζουν εύλογα πολλοί, για την ίδρυσή του είναι η αποδόμηση του περιβαλλοντικού Συντάγματος, όπως αυτό προσδιορίστηκε με τη μακρόχρονη δημιουργική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
4. Στην παραπάνω πρόταση αντιτίθενται όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πολλές κοινωνικές, επιστημονικές και πολιτικές οργανώσεις, αλλά και όλες οι ενώσεις των δικαστικών λειτουργών. Η άρνηση λοιπόν που συναντά είναι σχεδόν γενικευμένη. Σ’ αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η προσπάθεια είναι χωρίς αμφιβολία καταδικασμένη σε αποτυχία. Η συζήτηση και η αντιπαράθεση που θα ακολουθήσουν έχουν προδιαγεγραμμένο τέλος. Θα ήταν γι’ αυτό σωστό να επικρατήσει φρόνηση και να εγκαταλειφθεί έγκαιρα η σχετική πρωτοβουλία.
5. Παρά τις εντυπώσεις που καλλιεργούνται, η κακή κατάσταση του περιβάλλοντος δεν μπορεί να αποδοθεί στο Σύνταγμα ούτε στην αυστηρή, ορισμένες φορές, νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η ευθύνη ανήκει πρωτίστως στην Κυβέρνηση και τη Διοίκηση. Τα προβλήματα εντείνονται διαρκώς με την παράλειψη της πρώτης να διαμορφώσει περιβαλλοντική πολιτική και τις αβελτηρίες και αδυναμίες της δεύτερης. Είναι λοιπόν πλάνη να πιστεύουμε ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος θα ήταν δυνατόν να συμβάλλει στην αντιμετώπισή τους.
Για να γίνω σαφής. Σε τι έφταιξε το Σύνταγμα που δεν προωθήθηκε η χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, η πολεοδομική ανασυγκρότησή της, η ανάδειξη των δασών ως εθνικού πλούτου, η κατάρτιση δασικών χαρτών και η σύνταξη δασολογίου, η προστασία ευαίσθητων οικοσυστημάτων και η προστασία των μνημείων; Οι παραπάνω σκοποί δεν είναι πρωταρχικό μέλημα κάθε σύγχρονης Πολιτείας; Δεν αντιστοιχούν σε σαφείς επιταγές του Συντάγματος; Η απάντηση στα δύο παραπάνω ερωτήματα δεν μπορεί να είναι παρά καταφατική. Ως πρόταγμα και διακύβευμα προβάλλει λοιπόν, περισσότερο παρά ποτέ, η διαμόρφωση και η προώθηση μιας αξιόπιστης και συνεκτικής περιβαλλοντικής πολιτικής και όχι η αναθεώρηση του περιβαλλοντικού Συντάγματος.
6. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι ξέχασε γρήγορα την τραυματική εμπειρία της προηγούμενης αναθεώρησης. Ξέχασε επίσης ότι είχε αντιταχθεί επίμονα στην αναθεώρηση του άρθρου 24. Και όχι μόνον αυτό. Συνδύασε την πρωτοβουλία της με την καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου και την ανάθεση σ’ αυτό της επίλυσης των βασικών περιβαλλοντικών ζητημάτων. Ξέχασε, τέλος, ότι η τότε κυβέρνηση είχε αναγκαστεί, υπό την πίεση και την πειθώ της κοινωνίας των πολιτών, να εγκαταλείψει πολλές προτάσεις της ή να τις διαφοροποιήσει ουσιαστικά. Ανακρούοντας πρύμνα στο τέλος ενίσχυσε το περιβαλλοντικό Σύνταγμα.
7. Αφού λοιπόν φαίνεται αδύνατη η σύγκλιση απόψεων που θα επέτρεπε αφενός την τροποποίηση των άρθρων 24 και 117 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος και αφετέρου την καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου και αφού η αντίθεση θα διευρύνεται και θα εντείνεται όσο συνειδητοποιείται το διακύβευμα των σχετικών προτάσεων, γιατί επιμένει η Κυβέρνηση; Γιατί ματαιοπονεί; Γιατί επιβαρύνει χωρίς λόγο την πολιτική ατζέντα με προτάσεις που είναι αδύνατο να τελεσφορήσουν; Είναι λίγα τα προβλήματα που επιζητούν κατά προτεραιότητα λύσεις;
Δεν πρέπει να στρέψει τις προσπάθειές της να αποκτήσει η χώρα εθνικό χωροταξικό σχέδιο; Να αποκτήσει δασικούς χάρτες και δασολόγιο; Δεν είναι καιρός η Κυβέρνηση να φροντίσει για τη διαχείριση των απορριμμάτων με σύγχρονες μεθόδους; Να προστατεύσει τα ευαίσθητα οικοσυστήματα; Και τέλος, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να αποκτήσει, επιτέλους, η χώρα μία αξιόπιστη πολιτική που θα ήταν σε θέση να προστατεύσει το περιβάλλον σε όλες τις πτυχές του και να παύσει να είναι περιβαλλοντικός παρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Εδώ, και όχι στην αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να αναζητήσει τις προτεραιότητες της περιβαλλοντικής πολιτικής της. Μιας πολιτικής που είναι όμως, κατά γενική ομολογία, ουσιαστικά ανύπαρκτη.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» στις 21 Ιανουαρίου 2007, σ. 30-51