ΣτΕ 933/2025 [Νόμιμο το π.δ. για τη μεταφορά του καζίνο Πάρνηθας και την έγκριση ΕΠΣ/ΡΣΕ στην περιοχή Δηλαβέρη]
Περίληψη
– Όπως γίνεται παγίως δεκτό, από την υποχρέωση συμμόρφωσης στις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας δεν κωλύεται η νομοθετική εξουσία να προβαίνει εφεξής, με γενικές διατάξεις, σε νέες ρυθμίσεις που μεταβάλλουν το ισχύον νομοθετικό καθεστώς. Ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση των περιστάσεων και δεν κωλύεται να εισαγάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από εκείνες που ίσχυαν στο παρελθόν, λόγω μεταβολής των αντιλήψεών του, έστω κι αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και. αντικειμενικό και να εξυπηρετεί λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.
Οι νεότερες διατάξεις του άρθρου 81 του ν. 4790/2021 δεν αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας, διότι αφενός εντάσσονται στο πλαίσιο της θέσπισης ενός νέου ρυθμιστικού πλαισίου σχετικά με την κατ’ εξαίρεση μεταφορά επιχειρήσεων καζίνο, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί και πλήρως τεκμηριωμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, κατόπιν τήρησης συγκεκριμένης διαδικασίας (βλ. αιτιολογική έκθεση του νόμου), και, αφετέρου, διότι δεν προκύπτει ότι εισήχθησαν για να καταστήσουν ανενεργή την υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας. Πράγματι, με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 6-10 του ν. 4499/2017 είναι αντισυνταγματικές, όχι διότι επιτρέπουν τη μεταφορά επιχείρησης καζίνο σε νέα θέση χωρίς πλειοδοτικό διαγωνισμό, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι αιτούντες, αλλά διότι συνιστούν ευνοϊκή, υπέρ της ΕΚΠΑ ΑΕ, ρύθμιση τυπικού νόμου, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα, καθώς εισάγει αδικαιολόγητη απόκλιση από την πάγια διαδικασία χορήγησης των αδειών λειτουργίας καζίνο, η οποία προβλέπει, διαχρονικώς, τη διενέργεια πλειοδοτικού διαγωνισμού για την παραχώρηση άδειας λειτουργίας καζίνο. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα είναι μη νόμιμο και πρέπει να ακυρωθεί, διότι εκδόθηκε κατά παράβαση της απορρέουσας από το Σύνταγμα (άρθρα 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 5 ) και την ΕΣΔΑ (άρ. 6 παρ. 1) υποχρέωσης συμμόρφωσης των οργάνων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας προς τις δικαστικές αποφάσεις.
Προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα εξεδόθη και κατά παράβαση του απορρέοντος από τις αποφάσεις 44 και 45/2021 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου δεδικασμένου. Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι η ύπαρξη δεδικασμένου προϋποθέτει, κατ’ αρχάς, ταυτότητα διαδίκων, στις δίκες δε, επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις, δεν ήταν διάδικοι οι αιτούντες. Πέραν δε τούτου, δεν υφίσταται και ταυτότητα διαφοράς, υπό τη μορφή της ταυτότητας νομικής βάσης, διότι το προσβαλλόμενο διάταγμα εξεδόθη δυνάμει του νεότε4ρου νομοθετικού καθεστώτος (ν. 4790/2021) και της θέσπισης δι’ αυτού της δυνατότητας μεταφοράς όλων, ανεξαιρέτως, των καζίνο της Χώρας σε νέα θέση, υπό τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις που ο νέος αυτός νόμος προβλέπει ενώ, με τις ανωτέρω 44 και 45/2021 αποφάσεις της Ολομελείας κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι προϊσχύουσες διατάξεις για τον λόγο ότι είχαν εισαγάγει αδικαιολόγητη απόκλιση επ’ ωφελεία της πρώτης παρεμβαίνουσας, από την πάγια διαδικασία αδειοδότησης καζίνο με ρυθμίσεις ατομικού χαρακτήρα και όχι λόγω της μετεγκαταστάσης του συγκεκριμένου καζίνο, καθ’ εαυτής, ούτε της νέας θέσης του. Από καμία διάταξη του Συντάγματος ή άλλων κανόνων υπερνομοθετικής ισχύος δεν επιβάλλεται η απαγόρευση εγκατάστασης των καζίνο εντός του αστικού ιστού. Η πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας για την προστασία της αξίας του ανθρώπου, όπως επίσης και η μέριμνα του Κράτους για την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, υλοποιούνται στον τομέα της λειτουργίας και οργάνωσης των καζίνο χωρίς πλήρη απαγόρευση της εγκατάστασής τους εντός ή εκτός του αστικού χώρου, αλλά μέσω της θέσπισης αυστηρού νομοθετικού πλαισίου, το οποίο αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην αντιμετώπιση των δυσμενών κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων από την ανεξέλεγκτη λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών και στην προστασία των καταναλωτών των σχετικών υπηρεσιών, των ανηλίκων και άλλων ευαίσθητων ομάδων του πληθυσμού από τον εθισμό που μπορεί να υποστούν. Ανεξαρτήτως του ότι η νομοθεσία δεν έχει θέσει ρητή απαγόρευση για την εγκατάσταση καζίνο πλησίον εκπαιδευτικών δομών, σε κάθε περίπτωση η απόσταση της περιοχής επέμβασης από δομές εκπαίδευσης είναι σημαντική και συγκεκριμένα ανέρχεται σε 350 μ. από το 7ο Δημοτικό Σχολείο Αμαρουσίου και 570 μ. από το 8ο και 9ο Λύκειο Αμαρουσίου. Οι αποστάσεις από εκπαιδευτικές δομές του Δήμου Χαλανδρίου κυμαίνονται από 300 έως 450 μ. (σε ευθεία γραμμή), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το φράγμα της Λ. Κηφισίας που επί της ουσίας δεν επιτρέπει τη λειτουργική διασύνδεση των δύο Δήμων στο σημείο αυτό. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως ότι μη νομίμως με το προσβαλλόμενο διάταγμα επιχειρείται η χωροθέτηση καζίνο εντός του αστικού ιστού, σε άμεση, μάλιστα, γειτνίαση με δομές εκπαίδευσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Ενόψει της συνταγματικής επιταγής για ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδίασμά, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις, εφόσον η εισαγόμενη νέα ρύθμιση αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων. Απαγορεύεται δε, κατ’ αρχήν, η επί το δυσμενέστερον μεταβολή τους, εκτός εάν αυτή επιβάλλεται από εξαιρετικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, κατόπιν σχετικής σταθμίσεως από τον τυπικό ή κανονιστικό νομοθέτη. Η τήρηση της συνταγματικής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος, βάσει και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, οφείλει να κρίνει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν με τις θεσπιζόμενες χωροταξικές ή πολεοδομικές ρυθμίσεις επέρχεται υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Ο κανόνας αυτός ισχύει και ως προς τις χρήσεις γης, οι οποίες αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος επιβαλλόμενης ορθολογικής χωροταξίας και πολεοδομίας, ο δε καθορισμός ή η τροποποίησή τους πρέπει, ομοίως, να επιχειρείται δυνάμει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, συναπτομένων προς τον σεβασμό του περιβάλλοντος, την ασφάλεια, την υγιεινή και αισθητική και την λειτουργικότητα των πόλεων και οικισμών, την ικανότητά τους, δηλαδή να επιτελούν την κύρια λειτουργία τους, χωρίς να επιρρίπτουν σε άλλους οικισμούς τα βάρη που αυτή η λειτουργία συνεπάγεται. Κατά συνέπεια, και του καθεστώτος των χρήσεων γης η επιδείνωση είναι συνταγματικώς ανεκτή μόνον κατ’ εξαίρεση και εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων πρέπει, ομοίως, να τεκμηριώνεται από ειδική επιστημονική μελέτη με βάση τα πορίσματα των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, πάντοτε δε εντός των πλαισίων που χαράσσει ο υπερκείμενος χωροταξικός ή, εφόσον υπάρχει, πολεοδομικός σχεδιασμός. Όμως, ο συνταγματικός (άρθρο 24 παρ. 1 και 2) σκοπός της προστασίας του περιβάλλοντος και της εξασφάλισης των άριστων δυνατών όρων διαβίωσης του πληθυσμού είναι, καταρχήν, επιτεύξιμος, κατά την έννοια των οικείων συνταγματικών διατάξεων, μέσω της σύνδεσης της προστασίας του περιβάλλοντος με την οικονομική ανάπτυξη, επίσης θαλπόμενη από το Σύνταγμα, η οποία, κατά το γράμμα της οικείας συνταγματικής διάταξης (άρθρο 106 παρ. 1), καταλαμβάνει όλους τους τομείς της οικονομίας και, επομένως, επηρεάζει όλες τις κρατικές αποστολές, και αυτήν της προστασίας του περιβάλλοντος, συνδιαμορφώνοντας το περιεχόμενό τους. Τούτο δε διότι ο σεβασμός του περιβάλλοντος, ως συλλογικού αγαθού, και η διατήρηση της ποιότητάς του όχι απλώς δεν αποκλείουν, αλλά προϋποθέτουν την οικονομική ανάπτυξη και διευκολύνονται από αυτή. Αντιστρόφως, όμως, η οικονομική ανάπτυξη, που επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, μέσω της αξιοποίησης των φυσικών πόρων, δεν επιτρέπεται να επιδιώκεται χωρίς τα αρμόδια νομοθετικά και διοικητικά όργανα να μεριμνούν για την προστασία και διατήρηση του περιβάλλοντος, τούτο δε προκειμένου η οικονομική ανάπτυξη να καθίσταται βιώσιμη, οριοθετούμενη από την αρχή της αειφορίας, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα. Για τον λόγο, άλλωστε, αυτόν η κατάρτιση και εφαρμογή ολοκληρωμένων χωροταξικών σχεδίων συνιστά, κατά τα παγίως κριθέντα, ουσιώδες στοιχείο για την πραγμάτωση της συνταγματικής αυτής επιταγής, αφού μόνο μέσω των σχεδίων αυτών μπορούν τα έργα και οι δραστηριότητες που ασκούν πιέσεις στο περιβάλλον και εγκυμονούν κινδύνους για τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων, να οργανώνονται και να εκτελούνται υπό συνθήκες που, κατά το δυνατόν, ελαχιστοποιούν και απορροφούν τις πιέσεις αυτές. Ενόψει τούτων, η έγκριση χωρικού σχεδίου, το οποίο προβλέπει και οργανώνει δραστηριότητες εν δυνάμει επιβαρυντικές του περιβάλλοντος (π.χ. βιομηχανικές, οικιστικές ή άλλες) σε περιοχές που είτε δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο χωρικού σχεδιασμού, όπου κάθε παρόμοια δραστηριότητα ήταν, καταρχήν, μη επιτρεπτή γι’ αυτόν τον λόγο, είτε είχαν μεν αποτελέσει αντικείμενο σχεδιασμού, επιπέδου, όμως που, κατά τον νόμο, υπόκειται αυτού, στο οποίο εντάσσεται το χωρικό σχέδιο για το οποίο πρόκειται, δεν μπορεί να νοηθεί ως υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος ούτε ως ανεπίτρεπτη επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων, λαμβανομένου άλλωστε υπόψη ότι η έγκριση υποδεέστερων σχεδίων, μέσω των οποίων υλοποιείται ο υπερκείμενος χωροταξικός σχεδιασμός, είναι υποχρεωτική για τον νομοθέτη και τη Διοίκηση. Κατά συνέπεια, δεν θα ήταν, κατ’ αρχήν, δυνατόν η προηγούμενη έγκριση σχεδίων υποδεέστερου επιπέδου να κωλύει την έγκριση σχεδίων υπερκειμένου επιπέδου, η νομιμότητα των οποίων συναρτάται με το κατά πόσον αυτά εναρμονίζονται με τον υπερκείμενο έναντι αυτών σχεδιασμό και όχι με τον υποδεέστερο.
Τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια, τα οποία προβλέπουν και οργανώνουν δραστηριότητες δυνάμει επιβαρυντικές του περιβάλλοντος (όπως βιομηχανικές, οικιστικές ή άλλες), οι οποίες όμως έχουν αποτελέσει αντικείμενο των προβλεπομένων από τον νόμο επιστημονικών μελετών, κατά τρόπον ώστε να ελαχιστοποιούνται οι πιέσεις στο περιβάλλον και οι κίνδυνοι για τις συνθήκες διαβίωσης, σε περιοχή, της οποίας τροποποιούν τις ειδικές και γενικές πολεοδομικές ρυθμίσεις και ιδίως τις επιτρεπόμενες χρήσεις γης, προς υλοποίηση των στόχων και κατευθύνσεων του υπερκείμενου χωροταξικού σχεδιασμού, συνιστούν πρόσφορο κατά το Σύνταγμα εργαλείο χωρικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Ως εκ τούτου η έγκριση του ΕΠΣ, το οποίο δεσμεύεται από τις κατευθύνσεις και τους ορισμούς των υπερκειμένων σχεδίων, όχι, όμως, και από τις τυχόν αντίθετες προβλέψεις των υποκειμένων, δεν μπορεί να νοηθεί ως υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος ούτε ως ανεπίτρεπτη επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 8 και 10 του ν. 4447/2016, κατ’ επίκληση και εφαρμογή των οποίων εγκρίθηκε με το προσβαλλόμενο ΕΠΣ η χωρική οργάνωση της περιοχής επέμβασης, ώστε να λειτουργήσει ως υποδοχέας της μετεγκατάστασης του Καζίνο της Πάρνηθας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του νέου ΡΣΑ, κατά μήκος του άξονα της Λεωφόρου Κηφισίας, καθ’ ο μέρος αυτός διατρέχει τον Δήμο Αμαρουσίου, είναι επιτρεπτή η ανάπτυξη τουριστικών υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνεται, και η χρήση καζίνο, αβασίμως δε προβάλλεται το αντίθετο. Οι επίμαχες ρυθμίσεις του προσβαλλόμενου διατάγματος, με τις οποίες οργανώνεται η περιοχή που θα υποδεχθεί το καζίνο, ως έργο υπερτοπικής σημασίας, συνάδουν, κατ’ αρχήν, με την κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος επιταγή για ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδίασμά, εναρμονίζονται δε και προς τις κατευθύνσεις του νέου ΡΣΑ, λαμβάνοντας δε υπόψη τη φυσιογνωμία της περιοχής, δεν είναι αποσπασματικές, όπως αβασίμως προβάλλεται. Συνακόλουθα, με το προσβαλλόμενο ΕΠΣ δεν ανατρέπεται η χωροταξική και πολεοδομική λειτουργία της περιοχής ούτε αλλοιώνεται η φυσιογνωμία της αλλά, αντιθέτως, συμπληρώνεται ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός της. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι η κατοικία δεν είναι η κυρίαρχη χρήση της επίμαχης περιοχής επέμβασης, η εντασσόμενη σε αυτήν ειδική πολεοδομική λειτουργία του καζίνο δεν συγκρούεται με τις υφιστάμενες στην περιοχή χρήσεις (εμπορίου, αθλητισμού, αναψυχής και τουρισμού), αλλά αντιθέτως εναρμονίζεται προς αυτές. Κατόπιν τούτων, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά το μέρος δε, που οι λόγοι αυτοί έχουν την έννοια της ευθείας αντίθεσης του προσβαλλομένου ΕΠΣ με τη συνταγματική επιταγή της προστασίας του περιβάλλοντος, χωρίς, δηλαδή, το σχέδιο αυτό να αξιολογείται εν σχέσει προς το προϋφιστάμενο καθεστώς και, ιδίως, με τον υπερκείμενο σχεδίασμά, αυτοί είναι και πάλι απορριπτέοι, διότι η ευθεία αξιολόγηση των συνεπειών ορισμένου σχεδίου ή προγράμματος και η κατ’ ουσίαν κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου μπορεί μόνον να ελεγχθεί αν από τα στοιχεία του φακέλου και τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το σχέδιο βλάβη για το περιβάλλον, εφόσον πράγματι στοιχειοθετείται, είναι είτε μη επανορθώσιμη είτε προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο όφελος και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες, ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται τη συνταγματική αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης.
Πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως ότι με το προσβαλλόμενο διάταγμα εισάγεται η χρήση Τουρισμού – Αναψυχής για τη Χωρική Υποενότητα 1 κατά τρόπο αποσπασματικό, από την άποψη ότι οργανώνεται χρήση γης σε κλίμακα μικρότερη της πολεοδομικής ενότητας, αφού, άλλωστε, από καμία διάταξη, γενική ή ειδική, δεν καθιερώνεται υποχρέωση πρόβλεψης των ίδιων χρήσεων για ολόκληρη τη ρυθμιζόμενη περιοχή, αλλά, αντιθέτως, είναι, κατ’ αρχήν, επιτρεπτή η ρύθμιση του ζητήματος αυτού με διαφορετικό τρόπο για κάθε διακεκριμένο υποσύνολο της ρυθμιζόμενης περιοχής. Με το προσβαλλόμενο ΕΠΣ και το εγκριθέν ΡΣΕ επέρχεται, αύξηση της αποδιδόμενης εισφοράς σε γη στο σύνολο της περιοχής του ένδικου ΕΠΣ, από 37%, όπως προεβλέπετο στην Πολεοδομική Μελέτη του 2003, σε 50%, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσοστό των ελεύθερων χώρων, σε συνδυασμό με τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους, όπως αυτοί καθορίζονται στη Χωρική Υποενότητα 3, να αυξηθεί σημαντικά. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως ότι με το προσβαλλόμενο διάταγμα επέρχεται μείωση των κοινόχρηστων χώρων σε σχέση με την πρόταση πολεοδόμησης της Πολεοδομικής Μελέτης του 2003, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Δοθέντος δε ότι το προσβαλλόμενο ΕΠΣ προβλέπει τη δημιουργία διακριτής υποενότητας (Χωρική Υποενότητα 3), συνολικής επιφάνειας περίπου 11,5 στρεμμάτων, όπου, κατά τα προεκτεθέντα, αναπτύσσονται κοινόχρηστοι, κοινωφελείς χώροι και ελεύθεροι χώροι αστικού πρασίνου, οι οποίοι διαμορφώνονται σε συνδυασμό με οδικό δίκτυο και δίκτυο πεζοδρόμων, είναι απορριπτέα τα προβαλλόμενα περί κατακερματισμού των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων. Συνεπώς, η σημαντική αύξηση των ελεύθερων χώρων, σε συνδυασμό με τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους και τις ειδικότερες εντός αυτών επιτρεπόμενες χρήσεις (μικρές υπαίθριες αθλητικές εγκαταστάσεις, χώροι συνάθροισης κοινού, όπως μικρά ανοικτά θέατρα και κινηματογράφοι, γωνιές ανακύκλωσης), με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία κρίθηκε ότι λειτουργεί προς όφελος όχι μόνον των εν δυνάμει χρηστών των νέων λειτουργιών αλλά και των μόνιμων κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Κατόπιν τούτων, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί ότι δεν πρόκειται για πράγματι κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους, αλλά για χώρους προς εξυπηρέτηση αποκλειστικά της παρεμβαίνουσας επιχείρησης καζίνο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Δεν συνιστά σωρευτική εφαρμογή των διαζευκτικώς τιθέμενων στον νόμο προϋποθέσεων το γεγονός ότι, κατά τη συγκριτική αξιολόγηση των Δήμων που πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, ο Δήμος Αμαρουσίου κρίθηκε ως καταλληλότερος με την αιτιολογία ότι αποτελεί ταυτόχρονα διαδημοτικό κέντρο ευρείας ακτινοβολίας και πόλο εθνικής και μητροπολιτικής εμβέλειας και παράλληλα διέρχεται από αυτόν αναπτυξιακός άξονας διεθνούς και εθνικής εμβέλειας, η οποία έχει προφανώς την έννοια ότι ο Δήμος Αμαρουσίου πληροί περισσότερες από μία εκ των διαζευκτικώς τιθέμενων ως άνω προϋποθέσεων, και όχι ότι δεν θα αρκούσε η συνδρομής της μιας εξ αυτών. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί μη νόμιμης σωρευτικής εξέτασης των ως άνω κριτηρίων είναι απορριπτέος. Περαιτέρω, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός ότι αντικείμενο αξιολόγησης θα έπρεπε να είναι συγκεκριμένα οικόπεδα σε περιοχές που πληρούν, κατ’ αρχήν, τα κριτήρια του νόμου, ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων. Και τούτο διότι η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης μετεγκατάστασης προϋποθέτει την προηγούμενη ανάδειξη της καταλληλότερης περιοχής βάσει των κριτηρίων του νόμου. Απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός ότι από τη διατύπωση της διάταξης άρθρου 6 παρ. 1 του (προϊσχύσαντος) ν. 4499/2017 προκύπτει ότι η θέση μετεγκατάστασης του Καζίνο Πάρνηθας «επιτρέπεται» αλλά δεν επιβάλλεται να βρίσκεται εντός των διαδημοτικών κέντρων ευρείας ακτινοβολίας ή των αναπτυξιακών αξόνων διεθνούς και εθνικής εμβέλειας ή των πόλων εθνικής και μητροπολιτικής εμβέλειας, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η τεχνική έκθεση προέγκρισης χωροθέτησης που υπέβαλε η ΕΚΠΑ ΑΕ. Και τούτο διότι ο εν λόγω ισχυρισμός ερείδεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 6-10 του ν. 4790/2021, οι οποίες όμως καταργήθηκαν με το άρθρο 81 του ν. ν. 4790/2021. Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη της παρ. 8 περ. α’ του άρθρου 369Α του ν. 4512/2018, δυνάμει του οποίου έχει εκδοθεί το προσβαλλόμενο διάταγμα, ορίζουσα ότι η μεταφορά του καζίνο της ΕΚΠΑ Α.Ε. «συντελείται … εντός της Περιφέρειας Αττικής και ειδικότερα, εντός των διαδημοτικών κέντρων ευρείας ακτινοβολίας ή των αναπτυξιακών αξόνων διεθνούς και εθνικής εμβέλειας ή των πόλων εθνικής και μητροπολιτικής εμβέλειας» επιτρέπει, κατά τη σαφή έννοιά της, τη μεταφορά του καζίνο μόνο εντός περιοχών της Περιφέρειας Αττικής με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά.
Λαμβανομένου υπόψη ότι, ειδικώς οι κυκλοφοριακές επιπτώσεις του σχεδίου πρέπει να αξιολογούνται και σε σχέση με την κατάσταση της κυκλοφορίας που θα προέκυπτε από την υλοποίηση του υφιστάμενου σχεδιασμού και όχι μόνον με αυτήν που παρατηρείται σήμερα, υπό συνθήκες μη εφαρμογής του, οι λόγοι ακυρώσεως ότι η εγκατάσταση της χρήσης καζίνο στην περιοχή θα επιφέρει περαιτέρω κυκλοφοριακή επιβάρυνση του ήδη κορεσμένου κυκλοφοριακού δικτύου και, συνακόλουθα, αύξηση του θορύβου και των εκπομπών αερίων ρύπων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, δοθέντος άλλωστε ότι δεν πλήσσεται ειδικώς η τεκμηρίωση της ΣΜΠΕ επί των ζητημάτων αυτών, και μάλιστα εν σχέσει με ισχυρισμούς των αιτούντων που τυχόν προβλήθηκαν κατά την προηγηθείσα διαβούλευση.
Πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι δεν ελήφθη υπόψη ο αρχαιολογικής σημασίας χώρος του Αδριάνειου Υδραγωγείου. Εφόσον, σύμφωνα με την εκτίμηση των υπηρεσιών, του Υπουργείου Πολιτισμού, δεν αναμένονται επιπτώσεις στο μνημείο Μονής Αγίας Φιλοθέης, ενόψει και της απόστασής του από την περιοχή επέμβασης, είναι αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως ότι κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων στο πολιτιστικό περιβάλλον δεν ελήφθη υπόψη η Μονή Αγίας Φιλοθέης.
Είναι απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 2 του ΝΟΚ, κατ’ εφαρμογήν της οποίας θεσπίζεται με το προσβαλλόμενο διάταγμα προσαύξηση του ανώτατου συντελεστή δόμησης κατά 10%, δεδομένου, πάντως, ότι η κατ’ εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 25 παρ. 2 του ΝΟΚ αριθμητική αύξηση του σ.δ. δεν αξιοποιείται απευθείας με την έκδοση οικοδομικής άδειας, αλλά επιλέγεται κατά τον σχεδιασμό, δηλαδή σε κανονιστικό επίπεδο, από το προσβαλλόμενο ΕΠΣ. Ο ίδιος λόγος είναι απορριπτέος και ως προς την αύξηση του ανώτατου επιτρεπόμενου ύψους κτηρίων σε 21μ. και 18μ. στο μέτωπο της λεωφόρου Κηφισίας, η οποία καθορίσθηκε βάσει μελέτης της περιοχής και αιτιολογείται νομίμως.
Πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι είναι αντισυνταγματική η, εφ’ ης ερείδεται το προσβαλλόμενο διάταγμα, προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 36 του ν. 4872/2021, κατά το μέρος που με αυτήν ανατίθενται σε ιδιώτη αρμοδιότητες πολεοδομικού σχεδιασμού, ήτοι η ανασύνταξη της πράξης εφαρμογής της λοιπής πολεοδομικής ενότητας και η αποζημίωση των θιγόμενων ιδιοκτητών σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η αποκατάσταση.
Τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των άρθρων 24 παρ. 3 του Συντάγματος και 12 παρ. 3 του ν. 1337/1983, με το προσβαλλόμενο διάταγμα ανατρέπεται η κυρωθείσα Πράξη Εφαρμογής, η οποία είχε καταστεί αμετάκλητη, και μάλιστα χωρίς να εισάγεται συνολική ρύθμιση για την οικεία Πολεοδομική Ενότητα, με αποτέλεσμα να παραμένουν αρρύθμιστες οι θιγόμενες ιδιοκτησίες. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως άνευ εννόμου συμφέροντος προβαλλόμενος, διότι οι αιτούντες δεν επικαλούνται ότι είναι ιδιοκτήτες ακινήτων που επιβαρύνθηκαν πολεοδομικά από τον αρχικό πολεοδομικό σχεδίασμά του 2003 (Πολεοδομική Μελέτη ένταξης της περιοχής Δηλαβέρη) και ότι με την Πράξη Εφαρμογής 1/2010 τους είχαν αποδοθεί εκτάσεις προς αποκατάσταση των ρυμοτομούμενων ιδιοκτησιών τους. Σε κάθε περίπτωση, είναι και αβάσιμος, διότι δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα ανατροπής αμετάκλητης πράξης εφαρμογής, καθόσον η 1/2010 πράξη εφαρμογής ουδέποτε μεταγράφηκε και, ως εκ τούτου, δεν ανέπτυξε τα αποτελέσματά της ως προς τις υποχρεώσεις εισφοράς σε γη και τις σχετικές με αυτές, αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής, μεταβολές στις ιδιοκτησίες και λοιπές ρυθμίσεις.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Χρ. Μπολόφη