ΣτΕ 697/2016 [Ειδική Αποζημίωση για διατήρηση αυθαιρέτων σε δασική έκταση]
Περίληψη
-Δεν αποκλείεται η έκδοση πρωτοκόλλων ειδικής αποζημιώσεως για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το τρίμηνο, οι δε δυσμενείς για τον διοικούμενο συνέπειες από την έκδοσή τους για το μεγαλύτερο χρονικό αυτό διάστημα αίρονται εφ’όσον παραδοθεί, οικειοθελώς, προς κατεδάφιση, η αυθαίρετη κατασκευή, έστω και μετά την έκδοση του πρωτοκόλλου, διότι, στην περίπτωση αυτήν, ο ενδιαφερόμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της ειδικής αποζημιώσεως που έχει ήδη επιβληθεί εις βάρος του, ανεξαρτήτως του ύψους στο οποίο έχει ανέλθει η οφειλή.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Ρ. Γιαννουλάτου
Δικηγόροι: Αν. Μπάνος
Βασικές Σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτήν ζητείται η αναίρεση της 12113/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποίαν έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά του 2862/26.07.1995 πρωτοκόλλου του Δασάρχου Αιγάλεω, περί επιβολής, εις βάρος του, ειδικής αποζημιώσεως ύψους 9.715.000 δραχμών, λόγω διατηρήσεως αυθαιρέτων κατασκευών εντός δασικής εκτάσεως στην θέση «Παλαιοκούντουρα» της περιφερείας του Δήμου Μάνδρας του νομού Αττικής, για το χρονικό διάστημα από 28.06.1993 έως 26.07.1995.
- Επειδή, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υποθέσεως παρ’ ότι ο αναιρεσίβλητος δεν παρέστη, δεδομένου ότι αντίγραφα του δικογράφου της κρινομένης αιτήσεως και της πράξεως του Προέδρου του Ε΄ Τμήματος, περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου, επεδόθησαν νομοτύπως σε αυτόν, διά θυροκολλήσεως στην οικία του, παρουσία μάρτυρος (βλ. την 9398/22.10.2012 έκθεση επιδόσεως της Δικ. Επιμελητού του Πρωτοδικείου Αθηνών Φ. Καρατζά) και με τήρηση των διατυπώσεων της εφαρμοστέας, δυνάμει του άρθρου 40 του πδ 18/1989 (Α΄ 8), διατάξεως του άρθρου 128 παρ. 4 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας (πδ 503/1985, Α΄ 182).
- Επειδή, οι διατάξεις του εφαρμοστέου εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου καταθέσεως της κρινομένης αιτήσεως (08.02.2010), άρθρου 35 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112/10.07.2009), με το οποίο ετροποποιήθησαν τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του πδ 18/1989 (Α΄ 8), καθιερώνουν το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως, εάν το ποσόν της αγομένης ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς υπολείπεται των 40.000 ευρώ. Κατ’ εξαίρεση δε θεσπίζεται το παραδεκτό του ενδίκου αυτού μέσου, με αντικείμενο κατώτερο του ως άνω ποσού, όταν με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται από τον διάδικο με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι «υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας…». Όπως δε έχει κριθεί [ΣΕ 3475/2011 (Ολ), πρβλ. και ΣΕ 3121/2013, 1201/2013, 94/2012 κ.ά], πρέπει, στην περίπτωση αυτήν, να γίνεται επίκληση της συγκεκριμένης αποφάσεως προς την οποίαν υπάρχει, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς το αυτό νομικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου ήτο αναγκαία για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων. Υφίσταται δε αντίθεση όταν αυτή προκύπτει από τις αναγκαίες για την θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους.
- Επειδή, εν προκειμένω, όπως ήδη ανεφέρθη, το ποσόν της επιδίκου διαφοράς υπολείπεται των 40.000 ευρώ [επιβολή ειδικής αποζημιώσεως του άρθρου 114 του ν. 1892/1990, ύψους 9.715.000 δραχμών]. Προβάλλεται, ωστόσο, βασίμως, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι ως προς το ζήτημα που ανέκυψε από την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 114 του ν. 1892/1990 σχετικώς με την ευχέρεια ή μη της Διοικήσεως να εκδώσει πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημιώσεως για χρονικό διάστημα μείζον του τριμήνου, υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και, συγκεκριμένα, προς τα κριθέντα με την 4587/2009 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Επομένως, η κρινομένη αίτηση ασκήθηκε παραδεκτώς κατά τις διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 3772/2009 και είναι περαιτέρω εξεταστέα.
- Επειδή, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλομένη απόφαση, το επίδικο πρωτόκολλο έχει εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 114 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), όπως ισχύουν, οι οποίες εντάσσονται στο εισαχθέν με το ως άνω άρθρο 114, σε συνδυασμό με το άρθρο 71 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως ισχύει, σύστημα κυρώσεων και μέτρων για την ανέγερση αυθαιρέτων κατασκευών εντός δασών και δασικών εκτάσεων. Ειδικώς, η προαναφερθείσα παράγραφος 5 του άρθρου 114 του ν. 1892/1990, όπως αντικατεστάθη με την παράγραφο 2 του άρθρου 45 του ν. 2145/1993 (Α΄ 88) ορίζει ότι: «Από της κλητεύσεως και μέχρι την κατεδάφιση ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος υποχρεούνται, εις ολόκληρον έκαστος, στην καταβολή ειδικής αποζημιώσεως που επιβάλλεται με πρωτόκολλα του οικείου δασάρχη, από τα οποία το πρώτο εκδίδεται και κοινοποιείται εφαρμοζομένης αναλόγως και της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση στο δασάρχη της δικαστικής αποφάσεως της παραγράφου 3. Της υποχρεώσεως αυτής απαλλάσσονται οι παραπάνω, προκειμένου περί οικοδομών, κτισμάτων ή εγκαταστάσεων εντός των δημόσιων δασών ή εκτάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον αυτά παραδοθούν οικειοθελώς στο Δημόσιο προς κατεδάφιση με τη σύνταξη από το δασάρχη πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής. Κατά των πρωτοκόλλων επιβολής αποζημιώσεως, τα οποία εκδίδονται ανά τρίμηνο μέχρι την κατεδάφιση ή την ως άνω οικειοθελή παράδοση, χωρεί προσφυγή εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίησή τους [ήδη είκοσι (20) ημερών (άρθρο 19 παρ. 8 του ν. 3208/2003, Α΄ 303)], ενώπιον του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου.
- Επειδή, όπως έχει κριθεί [ΣΕ 4587/2009 (7μ) και ΣΕ 976/2013, 2738/2011 κ.ά.], κατά την έννοια των διατάξεων αυτών και εν όψει του σκοπού τους, που είναι τελικώς η κατεδάφιση των κτισμάτων που έχουν αυθαιρέτως κατασκευασθεί εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δεν αποκλείεται η έκδοση των προβλεπομένων υπ’ αυτών πρωτοκόλλων ειδικής αποζημιώσεως για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το τρίμηνο, οι δε δυσμενείς για τον διοικούμενο συνέπειες από την έκδοσή τους για το μεγαλύτερο χρονικό αυτό διάστημα αίρονται εφ’ όσον παραδοθεί, οικειοθελώς, προς κατεδάφιση, η αυθαίρετη κατασκευή, έστω και μετά την έκδοση του πρωτοκόλλου, διότι, στην περίπτωση αυτήν, ο ενδιαφερόμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της ειδικής αποζημιώσεως που έχει ήδη επιβληθεί εις βάρος του, ανεξαρτήτως του ύψους στο οποίο έχει ανέλθει η οφειλή.
- Επειδή, όπως εκτίθεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με την 387/11.03.1991 πράξη του Νομάρχου Δυτικής Αττικής απεφασίσθη η κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών («περίφραξη με τοιχίο τσιμεντοπλίνθων και… βάση από μπετόν αρμέ») ευρισκομένων εντός δασικής εκτάσεως στην θέση «Παλαιοκούντουρα» της περιφερείας του Δήμου Μάνδρας του νομού Αττικής. Ακολούθως, με το 2862/26.07.1995 πρωτόκολλο του Δασάρχου Αιγάλεω επεβλήθη εις βάρος του αναιρεσιβλήτου ειδική αποζημίωση, ύψους 9.715.000 δραχμών, για την διατήρηση των ως άνω αυθαιρέτων κατασκευών για το χρονικό διάστημα από 28.06.1993 έως 26.07.1995. Το δικάσαν δικαστήριο, ενώπιον του οποίου προσέφυγε ο αναιρεσίβλητος κατά του ως άνω πρωτοκόλλου, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εδέχθη ότι, κατά την έννοια του άρθρου 114 του ν. 1892/1990, το οποίο προβλέπει την επιβολή της ως άνω ειδικής αποζημιώσεως, το οικείο πρώτο πρωτόκολλο πρέπει να εκδίδεται εντός της προθεσμίας που ορίζει ο νόμος, ήτοι εντός 10 ημερών από της κοινοποιήσεως στον αρμόδιο δασάρχη της αποφάσεως που Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου περί απορρίψεως της αιτήσεως ακυρώσεως ή από της παρόδου απράκτου της προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, δεν δύναται δε να ανατρέχει σε χρονικό διάστημα πέραν του τριμήνου, εφ’ όσον αυτό υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, και για τον λόγο αυτόν, τον οποίον το δικαστήριο εξήτασε αυτεπαγγέλτως, ακύρωσε ως νομικώς πλημμελές το εν λόγω πρώτο πρωτόκολλο, διότι είχε εκδοθεί «τέσσερα σχεδόν έτη μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της πράξης κατεδάφισης…» για την διατήρηση των επιμάχων αυθαιρέτων κατασκευών επί 759 ημέρες, ήτοι για χρονικό διάστημα «που ξεπερνά κατά πολύ τον εύλογο χρόνο [πέραν] του τριμήνου». Εν όψει όμως των γενομένων δεκτών στην προηγουμένη σκέψη περί της εννοίας των ρυθμίσεων του άρθρου 114 του ν. 1892/1990, η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρίσταται μη νόμιμη στο σύνολό της και, επομένως, η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της ερεύνης του ετέρου, επικουρικώς προβαλλομένου, λόγου αναιρέσεως.
- Επειδή, βάσει των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), με την οποίαν αντικατεστάθη η περίπτωση η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), οι διαφορές οι οποίες γεννώνται από την προσβολή των εκδιδομένων δυνάμει του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 πρωτοκόλλων επιβολής ειδικής αποζημιώσεως για την διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών εντός εκτάσεων με δασικό χαρακτήρα, υπάγονται ήδη στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 57 του πδ 18/1989 (Α΄ 8), η αναίρεση αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου επαναφέρει τους διαδίκους στην θέση στην οποίαν ευρίσκοντο προ της εκδόσεως της αναιρεθείσης αποφάσεως, η δε ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής συζήτηση της υποθέσεως δεν είναι νέα, η παρούσα υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς νέα νόμιμο κρίση στο δικαστήριο το οποίο είχε αρμοδίως εκδικάσει την προσφυγή κατ’ εφαρμογήν του τότε ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, ήτοι, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (βλ. ΣΕ 4179/2014, 4804/2013 κ.ά).